Ελευθεροτυπία (5 Μαΐου 2001)


Ασφαλιστικό: άλλο ένα θύμα της παγκοσμιοποίησης

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

Οι μαζικές κινητοποιήσεις των τελευταίων ημερών αποδείχθηκαν αρκετές για να υποχρεώσουν την ελίτ στην προσωρινή απόσυρση του σχεδίου για το ασφαλιστικό, το οποιο συνταχθηκε με βάση τις αρχές που εδώ και αρκετά χρόνια συνιστούσαν οι διεθνείς οργανισμοί, οι τεχνοκράτες τύπου Σπραου κ.λπ. Όμως δεν θα πρέπει να ξεγελιέται κανένας ότι η ουσία των προτεινομένων μέτρων δεν θα επανέλθει, και μάλιστα σύντομα. Με δεδομένες τις παραμέτρους με τις οποίες κινείται η ελίτ μας, τα περιθώρια για ουσιαστική παρέκκλιση από τις αρχές που εμπεριέχουν τα προτεινόμενα μέτρα είναι σχεδόν μηδαμινά. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι κάθε αγώνας εναντίον τους είναι μάταιος. Αυτό που σημαίνει είναι πως για να μην είναι μάταιος ο αγώνας που αναπτύσσεται θα πρέπει να στραφεί εναντίον των ίδιων των παραμέτρων του ασφαλιστικού συστηματος και όχι απλώς να στοχεύει, όπως προτείνουν συνδικαλιστές του ΠΑΣΟΚ και σοσιαλδημοκράτες οικονομολόγοι, στη τροποποίηση μερικών μεταβλητών του.

Με αλλά λόγια, το πρόβλημα δεν είναι να «νοικοκυρέψουμε» το σημερινό ασφαλιστικό σύστημα όπως προτείνουν μερικοί συνδικαλιστές. Οποιαδήποτε βελτίωση στη διαχείριση ―και σίγουρα υπάρχουν πολλές αναγκαίες βελτιώσεις― δεν πρόκειται να λύσει μακροπρόθεσμα το πρόβλημα, όπως δεν το έλυσαν πραγματικά τα αντίστοιχα πειράματα σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, ακόμη και όταν το συστημα τους δεν το λυμαίνεται αντιστοιχη φοροδιαφυγή, εισφοροδιαφυγη (αν όχι καθαρή κλοπή), άρνηση ασφάλισης κ.λπ., όπως αυτή που χαρακτηρίζει τη χώρα μας. Ούτε βέβαια το πρόβλημα πρόκειται να λυθεί με παραπέρα ανάπτυξη και μείωση της ανεργίας, όπως προτείνουν σοσιαλδημοκράτες συνδικαλιστές και οικονομολόγοι οι οποίοι, μη θέλοντας να θίξουν το επώδυνο πρόβλημα της διανομής της πίτας, μιλούν για το μεγάλωμά της. Στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς δεν είναι πια δυνατή η πλήρης απασχόληση που επικρατούσε στην περίοδο του σοσιαλδημοκρατικού κρατισμού, ενώ οι μορφές μερικής και περιστασιακής απασχόλησης που σήμερα ανθίζουν (και συγκαλύπτουν την ανεργία) σίγουρα δεν είναι επαρκείς για να καλύψουν τις ανάγκες χρηματοδότησης ενός ασφαλιστικού συστήματος που θα κάλυπτε πραγματικά τις ανάγκες των πολιτών.

Για να αντιληφθούμε όμως τους πραγματικούς στόχους του ασφαλιστικού σχεδίου θα πρέπει να αναχθούμε στην γενικότερη αλλαγή του θεσμικού πλαισίου που έχει εισαγάγει η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς το τελευταίο περίπου τέταρτο του αιώνα. Όπως έχω αναπτύξει επανειλημμένα από τη στήλη αυτή, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές που στοχεύουν στη δραστική συρρίκνωση του οικονομικού ρόλου του κράτους γενικά και του κράτους-πρόνοια ειδικότερα δεν αποτελούν επιλογή στο πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, όπως υποστηρίζει η ρεφορμιστική Αριστερά (π.χ. Μπουρντιέ [Pierre Bourdieu], Τσόμσκι [Noam Chomsky] κ.λπ.). Όταν μια οικονομία είναι τόσο ανοικτή στις κινήσεις κεφαλαίου και εμπορευμάτων, όσο είναι οι σημερινές οικονομίες της αγοράς, η εφαρμογή νεοφιλελευθερων πολιτικών για την μεγιστοποίηση της ανταγωνιστικότητάς της δεν αποτελεί θέμα επιλογής αλλά θέμα επιβίωσής της μέσα στον άκρατο διεθνή ανταγωνισμό. Και αυτό δεν ισχύει μόνο για την κάθε χώρα χωριστά αλλά και για τα οικονομικά μπλοκ όπως η ΕΕ και η NAFTA. Το υποτιθέμενο «κοινωνικό μοντέλο» που δήθεν προωθεί η Ευρωπαϊκή ελίτ δεν αποτελεί εναλλακτικό μοντέλο στο Αμερικανικό αλλά απλώς παραλλαγή του με ανθρώπινο προσωπείο. Και αυτό, διότι (στο πλαίσιο των ανοικτών οικονομιών) το είδος κοινωνικής πολιτικής που εφαρμόζει μια χώρα ή ένα μπλοκ αποτελεί τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή ―με κριτηριο την ανταγωνιστικοτητα― των διαφόρων πολιτικών.

Το θέμα λοιπόν δεν είναι να βρούμε ένα δίκαιο ασφαλιστικό σύστημα για τη σημερινή κοινωνία. Ιδέες μπορεί να υπάρξουν πολλές. Για παράδειγμα, θα μπορούσε κανείς να προτείνει ένα δυαδικό σύστημα κρατικής και «επαγγελματικής» σύνταξης όπου η πρώτη καλύπτει τις βασικές ανάγκες κάθε συνταξιοδοτούμενου πολίτη (οι οποίες θα μπορούσαν να καθοριστούν με δημοψήφισμα, μετά απο εμπεριστατωμένες μελέτες για τις σχετικές δυνατότητες) και η δεύτερη τις μη βασικές. Η κρατική σύνταξη θα έπρεπε να είναι δικαίωμα όλων ανεξαιρέτως των πολιτών και να καταβάλλεται με τη συμπλήρωση π.χ. του 60ου έτους της ηλικίας, ενώ θα έπρεπε να παρέχεται η δυνατότητα και για πρόωρη σύνταξη σε οποιον επιθυμεί, εφόσον όμως «εξαγοράσει» τα χρόνια μέχρι τη συντάξιμη ηλικία σε μια τιμή εξαγοράς που υπολογίζεται με βάση το εισόδημα από κάθε πηγή εισοδήματος/περιουσία. Παράλληλα, το κράτος θα έπρεπε ν' αναλάβει την υποχρέωση να πληρώνει για κάθε πολίτη την τιμή εξαγοράς των χρόνων ανεργίας. Η επαγγελματική σύνταξη, που πηγάζει από την επαγγελματική ενασχόληση του κάθε πολίτη, θα μπορούσε να ορίζεται με βάση το μέσο εισόδημα όλης της εργάσιμης ζωής και τα χρόνια εργασίας, με το ίδιο όριο ηλικίας όπως η κρατική και με τη παροχή επίσης της δυνατότητας πρόωρης συνταξιοδότησης και εξαγοράς. Ένα τέτοιο δυαδικό σύστημα θα μπορούσε, σε ενα μεταβατικό στάδιο προς μια εναλλακτική κοινωνία πέρα από την οικονομία της αγοράς, να εξασφαλίσει την κάλυψη των βασικών αναγκών όλων των πολιτών, δηλαδή το ίδιο το δικαίωμα τους στη ζωή, αλλά και το δικαίωμα επιλογής στον τρόπο ζωής τους.

Είναι όμως εφικτό ένα παρόμοιο σύστημα στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς; Η απάντηση είναι ένα καθαρό όχι. Είναι φανερό ότι το κατά πόσο ένα ασφαλιστικό σύστημα είναι εφικτό εξαρτάται καθοριστικά από τους τρόπους χρηματοδότησης του. Οι εισφορές των εργαζόμενων και αυτές των εργοδοτών δεν θα μπορούσαν ποτέ, από μόνες τους, να χρηματοδοτήσουν παρόμοιο σύστημα, ιδιαίτερα αν πάρει κανένας υπόψη την ανεργία/μερική και περιστασιακή απασχόληση, που ειναι μόνιμο στοιχείο της διεθνοποιημένης οικονομίας, αλλά και τις αναμενόμενες δημογραφικές εξελίξεις. Γι’ αυτό και κανένα ασφαλιστικό σύστημα στην οικονομία της αγοράς δεν έχει καλύψει μέχρι σήμερα τις βασικές ανάγκες όλων των πολιτών στηριζόμενο αποκλειστικά στις εισφορές. Τότε έρχεται το κρίσιμο ερώτημα εάν το έλλειμμα θα καλυφθεί από τα δημόσια έσοδα, την ιδιωτική ασφάλιση, ή κάποιο συνδυασμο των δύο.

Στην περίοδο του σοσιαλδημοκρατικού κρατισμού, όταν η οικονομία της αγοράς δεν ήταν διεθνοποιημένη όπως σήμερα, το έλλειμμα καλυπτόταν βασικά από τα δημόσια έσοδα, μέσω της φορολόγησης κυρίως των ανώτερων εισοδημάτων. Έτσι, ανάλογα με το επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης της κάθε χώρας και της έκβασης του ταξικού αγώνα, προσδιοριζόταν στην κάθε περίπτωση ο βαθμός κάλυψης του ελλείμματος αυτού. Σήμερα όμως αυτή η λύση δεν είναι πια εφικτή εφόσον εάν μια χώρα (ή ακόμη και ένα μπλοκ), αποπειραθεί να φορολογήσει τα ανώτερα εισοδήματα και τα κέρδη κατά τρόπο σημαντικά επαχθέστερο από ό,τι οι ανταγωνίστριες χώρες (ή μπλοκ) θα μειωθεί η ανταγωνιστικότητα της. Με απλά λόγια, θα μειωθούν τα «κίνητρα» των οικονομικών ελίτ για επενδύσεις στη χώρα αυτή και θα προκληθεί μια φυγή κεφαλαίου (κερδοσκοπικού στην αρχή και επενδυτικού στη συνέχεια) που θα έχει καταστροφικές συνέπειες στην αξία του νομίσματος της κ.λπ. Από την άλλη μεριά, η κάλυψη του ελλείμματος από τον ιδιωτικό τομέα, στην οποία καταφεύγουν σήμερα σε διαφορετικούς βαθμούς οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και προτείνει η δική μας οικονομική ελίτ, όχι μόνο δεν μπορεί, εξ ορισμού, να καλύψει τις βασικές ανάγκες όλων των πολιτών (ιδιαίτερα των άνεργων και των υποαπασχολούμενων) αλλά ούτε και αυτές των εργαζόμενων εφόσον το επίπεδο της σύνταξης τους δεν θα προσδιορίζεται από το ποιες είναι οι βασικές ανάγκες τους αλλά από το εισόδημα τους και τη δυνατότητα τους να πληρώνουν επαρκή ασφάλιστρα για να καλύπτουν και τα κέρδη των ασφαλιστικών εταιρειών. Και αυτό, βέβαια, πέρα από το γεγονός ότι το ύψος της σύνταξης τους, σε τελική ανάλυση, θα εξαρταται από τις διακυμάνσεις των χρηματιστηρίων, στα οποία οι εταιρείες επενδύουν τα ασφάλιστρά τους.

 

Υ.Γ. Ο κ. Α. Χασάπης, Καματερό, διαφωνεί με τη χρήση του όρου «υπερεθνικός» για το transnational στο προηγούμενο άρθρο μου, χωρίς όμως να προτείνει εναλλακτικό όρο και ενώ έχει καθιερωθεί πια ο όρος υπερεθνικός ως «αυτό που αναφέρεται σε επίπεδο που ξεπερνά τα εθνικά όρια» (Λεξικό Μπαμπινιώτη) ενώ το transatlantic μεταφράζεται στα λεξικά ως υπερατλαντικό.