Μπερλουσκόνι, Μπλερ και  «Αριστερά»

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

Η εκλογή σεσημασμένων εγκληματιών στα ανώτερα αξιώματα (Σαρόν χθες, Μπερλουσκόνι  σήμερα) έχει γίνει πια ρουτίνα στις αντιπροσωπευτικές ‘δημοκρατίες’. Αν μάλιστα πάρουμε υπόψη και τους μη σεσημασμένους (επίσημα) εγκληματίες τύπου Μπλερ, του οποίου η νίκη είναι σχεδόν βέβαιη σε λίγες εβδομάδες, τότε έχει γίνει πια κανόνας. Όμως αν εξαιρέσουμε την ειδική περίπτωση του Σιωνιστικού κράτους του Ισραήλ το οποίο έχει κτιστεί το ίδιο πάνω σε ένα έγκλημα, πως εξηγείται ότι λαϊκές πλειοψηφίες επιβραβευουν πολιτικές όπως αυτή του Μπλερ ή τις αντίστοιχες πολιτικές που υπόσχεται ο Μπερλουσκονι; Ιδιαίτερα μάλιστα όταν ο Μπλερ καυχάται δημόσια ότι καθιέρωσε το χαμηλότερο φόρο στις επιχειρήσεις από κάθε άλλη οικονομία της αγοράς και υπόσχεται να μην πειράξει τη δραστική μείωση του φόρου εισοδήματος πάνω στους πλούσιους που είχε εισαγάγει η Θάτσερ με αποτέλεσμα την στέρηση της δημόσιας Υγείας και  εκπαίδευσης από ένα τεράστιο κονδύλι 16 δις στερλινών,[1] ενώ ο Μπερλουσκόνι υπόσχεται ανάλογες μειώσεις των φόρων. Η απάντηση είναι διότι οι ψηφοφόροι δεν έχουν πραγματική επιλογή. Όπως εύστοχα χαρακτήρισε γνωστός Βρετανός αναλυτής την έλλειψη αυτή επιλογής στις σημερινές εκλογές ‘μπορουμε να αλλάξουμε με τη ψήφο μας τη διεύθυνση του μαγαζιού αλλά όχι το ίδιο το μαγαζί’.[2] Και ούτε βέβαια αποτελεί επιλογή αυτή που επικαλούνται οι δικοί μας ‘σοσιαλιστές’ για να δικαιολογήσουν τη δήθεν διαφορά τους από τη ΝΔ, δηλαδή το παρελθόν της δεύτερης, όταν οι οικονομικές πολιτικές που εφαρμόζουν σήμερα είναι ακριβώς οι ίδιες με αυτές που θα εφάρμοζε και η ΝΔ εάν ερχόταν στην εξουσία.

Όμως , που οφείλεται αυτή η έλλειψη επιλογής που χαρακτηρίζει τις σημερινές εκλογές παντού και οδηγεί μεγάλα τμήματα των ψηφοφόρων στην αποχή ή/και σε ψευτο-επιλογές (Μπλερ αντί για συντηρητικούς, Μπερλουσκονι αντί για ‘αριστερούς’ ΝΔ αντί ΠΑΣΟΚ κλπ);  Η απάντηση στο ερώτημα αυτό που δίνει η εκκολαπτόμενη ‘Νέα Αριστερά’ (που εκπροσώπησε τη περασμένη εβδομάδα στην Αθήνα ο πολυδιαφημισμένος Πιερ Μπουρντιε, συσπειρώνοντας γύρω του τους ντόπιους ιδεολογικούς συνοδοιπόρους) είναι ότι για το φαινόμενο αυτό ευθύνονται τα διεφθαρμένα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην εξουσία τα οποία εφαρμόζουν τις ‘ουτοπικές’ νεοφιλελεύθερες πολιτικές των ελίτ, σε μια προσπάθεια να επεκτείνουν σε ολόκληρο τον κόσμο το Αμερικανικό οικονομικό μοντέλο.[3] Έτσι για τον Μπουρντιε, καθώς και για τους Τσόμσκι, Αμιν, Βαλλερσταιν, Πανιτς κ.α., αλλά για τους ντόπιους εκπροσώπους[4] αυτού που ονομάζω ‘μη συστημική’ (ή ρεφορμιστική) Αριστερά, τόσο ο νεοφιλελευθερισμός όσο και η παγκοσμιοποίηση αποτελούν ένα είδος πολιτικής που είναι κάλλιστα αντιστρέψιμη μέσα στη σημερινή οικονομία της αγοράς, αρκεί ν’ ασκηθεί η κατάλληλη πίεση ‘από τα κάτω’ . Αντίθετα, σύμφωνα με μια εναλλακτική ‘συστημική’ προσέγγιση[5] τα κόμματα εξουσίας, είτε αποκαλούνται σοσιαλιστικά είτε φιλελεύθερα, στην πραγματικότητα, δεν έχουν άλλες επιλογές παρά να εφαρμόζουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που απαιτεί η παγκοσμιοποίηση. Επομένως, στο σημερινό θεσμικό πλαίσιο δεν υπάρχει καμία πιθανότητα ριζικής αντιστροφής των πολιτικών αυτών. Ομως, η ρεφορμιστική Αριστερά που ανάφερα, είτε επειδή δεν τολμά να αμφισβητήσει το ίδιο το ‘μαγαζί’, δηλαδή την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, είτε επειδή έχει βολευτεί  μέσα σε αυτό, προτιμά ‘να δέρνει το σαμάρι για να μην δείρει τον γάιδαρο’!

Αλλά ας δούμε τις αντιφάσεις της Αριστεράς πάνω στο θέμα. Κατ’ αρχήν, όπως υποστήριξα και παλιότερα από τη στήλη αυτή, η σημερινή ‘παγκοσμιοποίηση’ (ή σωστότερα διεθνοποίηση) της οικονομίας της αγοράς, μολονότι αποτελεί αποτέλεσμα της δυναμικής του συστήματος αυτού που εγκαθιδρύθηκε δυο αιώνες περίπου πριν, αποτελεί νέο φαινόμενο που δεν έχει σχέση με τη προηγούμενη διαδικασία διεθνοποίησης. Τόσο ποσοτικά όσο, και προπαντός, ποιοτικά, εφόσον η σημερινή διεθνοποίηση ξεκίνησε και στηρίζεται στις πολυεθνικές και όχι, όπως στο παρελθόν, στα κράτη-έθνη που σήμερα χάνουν συνεχώς την οικονομική κυριαρχία τους. Η απώλεια αυτή της οικονομικής τους δύναμης δεν είναι συνέπεια συνωμοσιών ή κακών πολιτικών όπως αφελώς(;) υποστηρίζει η Αριστερά αλλά του ανοίγματος των αγορών κεφαλαίου και εμπορευμάτων που συντελέστηκε τα τελευταία 20-25 χρόνια. Και το άνοιγμα αυτό δεν ξεκίνησε από τις κακές κυβερνήσεις αλλα από τις πολυεθνικές, ενώ οι κυβερνήσεις απλώς θεσμοποίησαν και επεξέτειναν το άτυπο άνοιγμα των αγορών (πχ στα Ευρωνομίσματα) ώστε να ικανοποιηθούν οι σχετικές ανάγκες των πολυεθνικών. Πράγμα που επίσης ήταν μονόδρομος για τις κυβερνησεις, εφόσον οι πολυεθνικές, ήδη στις αρχές της περασμένης δεκαετίας, στήριζαν την παγκόσμια ανάπτυξη, με τις 500 μεγαλύτερες από αυτές να ελέγχουν το 70% του παγκόσμιου εμπορίου και το 80% των ξένων επενδύσεων.[6] 

Το άνοιγμα των αγορών είχε αναγκαίο συμπλήρωμα την ‘απελευθέρωσή’ τους (δηλ. την ελαχιστοποίηση των κρατικών ελέγχων για την προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος) που σήμαινε σε τελική ανάλυση την ανάθεση στις δυνάμεις της αγοράς των προβλημάτων απασχόλησης, φτώχειας, ανισότητας κλπ. Η απελευθέρωση αυτή ήταν άλλωστε αναπόφευκτη μετά την επέκταση του ιδιωτικού τομέα που έφεραν οι ιδιωτικοποιήσεις, οι οποίες σήμερα προχωρούν ακάθεκτα και στις κοινωνικές υπηρεσίες (υγεία, εκπαίδευση, κοινωνική ασφάλιση), είτε έμμεσα όπως στην Ελλάδα, είτε άμεσα, όπως αλλού. Το αποτέλεσμα ήταν η σημερινή ανασφάλεια στην απασχόληση και προπαντός η έκρηξη της  ανισότητας—λέξη που έχει αφαιρεθεί από το λεξιλόγιο των κομμάτων εξουσίας. Η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία επομένως, την οποία ενστερνίστηκαν και τα τέως σοσιαλδημοκρατικά και νυν σοσιαλφιλελευθερα κόμματα, απλώς ‘νομιμοποίησε’ τις πολιτικές των κομμάτων εξουσίας, δεν τις  δημιούργησε, όπως υποθέτει η ρεφορμιστική Αριστερά.

Τόσο ο νεοφιλελευθερισμός όσο και η παγκοσμιοποίηση δεν είναι απλώς ιδεολογίες, η ακόμη χειρότερα, ουτοπίες ή... χίμαιρες, όπως υποστηρίζει η ρεφορμιστική Αριστερά, με βάση το αντιφατικό επιχείρημα ότι η παγκοσμιοποίηση δεν είναι μεν καινούρια αλλά σήμερα οφείλεται σε εξωγενείς πολιτικές που ξεκίνησαν από την ήττα της Αριστεράς, την πτώση του υπαρκτού και τη διαφθορά των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων! Αντίθετα, οι πολιτικές αυτές είναι ενδογενείς, οφείλονται δηλαδή στην ίδια τη δυναμική του συστήματος και είναι αναγκαία προϋπόθεση για τη συνέχιση της σημερινής οικονομικής ανάπτυξης που στηρίζεται στη διεθνοποιημένη οικονομία, δηλαδή τις ανοικτές και ελεύθερες αγορές. Επομένως, οι πολιτικές αυτές, εάν πάρουμε δεδομένο το πλαίσιο αυτό, είναι πράγματι μονόδρομος, όπως υποστηρίζουν και οι σοσιαλφιλελευθεροι. Οποιοδήποτε κράτος θα προσπαθούσε να παρεκκλίνει από τις πολιτικές αυτές σημαντικά θ αντιμετώπιζε τη φυγή κεφαλαίου που απειλησε ακόμη και την ισχυρή Γερμανία όταν ο Λαφονταίν διατύπωσε παρόμοιες απόψεις (πράγμα που οδήγησε και στην εκπαραθύρωσή του). Ούτε βέβαια το θέμα λύνεται σε επίπεδο οικονομικού μπλοκ, όπως προτείνουν για παράδειγμα μερικοί στην ΕΕ, διότι παρόμοια απόπειρα θα χειροτέρευε ακόμη περισσότερο τη θέση του Ευρώ, που είναι ήδη μόνιμα αδύνατο σε σχέση με το δολάριο ακριβώς διότι τα υπολείμματα κοινωνικού κράτους στην Ευρώπη είναι σημαντικότερα από ό,τι στις ΗΠΑ. Ούτε τέλος είναι δυνατή η λήψη αποτελεσματικών μέτρων για την προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος ακόμη και στο παγκόσμιο επίπεδο. Παρόμοια πολιτική, όχι μόνο θα ήταν ασύμβατη με τη λογική και τη δυναμική του συστήματος της οικονομίας της αγοράς, αλλά και θα ήταν  αδύνατο να συμφωνηθεί και υλοποιηθεί, τόσο λόγω του ελέγχου που ασκούν πάνω στα ΜΜΕ και τις πολιτικές ελίτ οι πολυεθνικές, όσο και λόγω των τεράστιων ανισοτήτων που χαρακτηρίζουν τις οικονομίες της αγοράς, ιδιαίτερα μεταξύ Βορρά και  Νότου. 

Επομένως, η ανάγκη για μια νέα ριζοσπαστική Αριστερά που θα παλέψει για μια ‘άλλη’ παγκοσμιοποίηση θεμελιωμένη σε μια νέα διεθνή τάξη πολιτικής και οικονομικής δημοκρατίας είναι σήμερα επιτακτική.


 


[1] Paul Foot,  Γκαρντιαν, 15/5/ 2001

[2] George Monbiot, Γκαρντιαν, 15/5/2001

[3] Π. Μπουρντιε, Για ένα Ευρωπαϊκό κοινωνικό κίνημα (Πατάκης, 2001)

[4] βλ πχ Κ. Βεργοπουλος, Παγκοσμιοποίηση, η μεγάλη χίμαιρα, (Λιβανης, 1999)

[5] Βλ για παραπέρα ανάλυση, Takis Fotopoulos, ‘Globalisation, the reformist Left and the Anti-Globalisation ‘Movement’’, Democracy & Nature, vol 7 no 2, July 2001 

[6] Βλ Tim Lang and Colin Hines, The New Protectionism (1993), κεφ 3