Η νίκη της υπερεθνικής ελίτ στο Αφγανιστάν

«ΕΥΚΑΙΡΙΑ» ΓΙΑ ΝΟΜΟΥΣ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗΣ

 

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Η υπερεθνική ελίτ, δηλαδή η οικονομική, πολιτική, καθώς και «επαγγελματική» ελίτ των επιστημόνων,  ΜΜΕ κλπ που διαχειρίζεται την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση,  αποδείχθηκε άλλη μια φορά αήττητη στον νέο «πόλεμό» της στο Αφγανιστάν, επιτυγχάνοντας όλους τους πραγματικούς της στόχους σε αντίθεση με  τα ιδεολογήματα που χρησιμοποιούσε για την κάλυψη τους. Όπως είχα αναφέρει σε προηγούμενο σημείωμα,[1] η εξάλειψη της «τρομοκρατίας» ούτε ήταν ποτέ ούτε μπορούσε να είναι ο πραγματικός στόχος της εκστρατείας αυτής. Οι think tanks της υπερεθνικής ελίτ γνωρίζουν πολύ καλά ότι η «τρομοκρατία» καταπολεμείται μόνο αν χτυπηθούν τα ίδια τα αίτια της πράγμα εξ αντικειμένου αδύνατο  αφού αυτά συνδέονται με τα ζωτικά συμφέροντα της ελίτ και όχι απλώς τα συμπτώματα της. Ο πραγματικός στόχος ήταν η διασφάλιση της σταθερότητας της Νέας Τάξης στην περιοχή, μέσω της εγκαθίδρυσης ενός φιλικού προς την ελίτ καθεστώτος και της εγκατάστασης μόνιμης στρατιωτικής παρουσίας που θα εξασφαλίζει τις πηγές ενέργειας και κυρίως τα πετρέλαια της Κεντρικής Ασίας από τα οποία εξαρτιέται η οικονομική ανάπτυξη της οικονομίας της αγοράς.

Οι τρείς «πόλεμοι» (Ιράκ, Γιουγκοσλαβία, Αφγανιστάν) που διεξήγαγε επιτυχώς η υπερεθνική ελίτ στα 10 χρόνια από τότε που, μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού», έκανε την εμφάνιση της με τον ψευδεπίγραφο τίτλο «διεθνής κοινότητα» υποδηλώνουν την δημιουργία μιας άτυπης πολιτικής παγκοσμιοποίησης η οποία αποτελεί αναγκαίο συμπλήρωμα της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Και φυσικά οι «πόλεμοι» αυτοί δεν είναι καν πόλεμοι αλλά απλώς στρατιωτικές καταστολές υπανάπτυκτων τεχνολογικά αντίπαλων --συνοδευόμενες από εκφοβιστικούς βομβαρδισμούς αμάχων-- από την τελειότερη φονική μηχανή που έχει δει η Ιστορία. Πράγμα που δεν εμποδίζει βέβαια τους δικούς μας «αριστερους»[2] ν’αναγνωρίζουν μόνο στους Αμερικανούς το δικαίωμα να τιμωρούν τους δολοφόνους έστω και αν αυτό καταλήγει στη δολοφονία χιλιάδων αθώων...

Η πολιτική παγκοσμιοποίηση δεν είναι, ούτε πρόκειται να γίνει στο μέλλον,  τυπικά θεσμοθετημένη. Η οικονομική παγκοσμιοποίηση εκφράζει άτυπα τη συγκέντρωση οικονομικής δύναμης στις οικονομικές ελίτ, οι οποίες αποτελούν το τμήμα της υπερεθνικής ελίτ που ελέγχει την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Αντίστοιχα, η πολιτική παγκοσμιοποίηση εκφράζει, το ίδιο άτυπα, τη συγκέντρωση πολιτικής δύναμης  στις πολιτικές ελίτ, οι οποίες αποτελούν το τμήμα της υπερεθνικής ελίτ που ελέγχει την πολιτική διάσταση της Νέας Διεθνούς Τάξης. Οι θεσμοί που εξασφαλίζουν την συγκέντρωση οικονομικής και πολιτικής εξουσίας είναι η οικονομία της αγοράς και η αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» ενώ οι κύριοι διεθνείς οργανισμοί μέσω των οποίων η υπερεθνική ελίτ ασκεί  τον άτυπο έλεγχο της είναι η ΕΕ, η NAFTA, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, το ΔΝΤ, η Διεθνής Τράπεζα, το ΝΑΤΟ και ο ΟΗΕ.

Η πολιτική αυτή παγκοσμιοποίηση χαρακτηρίζεται από πολλούς, όπως ο Niall Ferguson, καθηγητής της Ιστορίας στο Παν. της Οξφόρδης, ως η σημερινή μορφή του ιμπεριαλισμού:[3] «η πολιτική παγκοσμιοποίηση, η οποία ενέχει την επιβολή των θεσμών και αξιών μας επάνω στους άλλους, είναι ενός εξωραϊστικός όρος για τον ιμπεριαλισμό που, όπως και να τον μεταμφιέσεις, οποιαδήποτε ρητορεία και να χρησιμοποιήσεις, δεν διαφέρει πολύ στη πράξη από αυτό που έκανε η Μεγ. Βρετανία τον 18ο και 19ο αιώνα. Άλλωστε ήδη έχουμε προηγούμενα. Ο νέος ιμπεριαλισμός ήδη λειτουργεί στη Βοσνία, το Κοσοβο και το Ανατ. Τιμορ».  Όμως, η ορολογία «ιμπεριαλισμός» παραπέμπει σε προηγούμενο στάδιο της οικονομίας της αγοράς που δεν έχει σχέση με την σημερινή διεθνοποιημένη μορφή της.  Ο ιμπεριαλισμός θεμελιωνόταν πάνω στα κράτη-έθνη ενώ η σημερινή πολιτική παγκοσμιοποίηση κτίζεται πάνω στην οικονομική παγκοσμιοποίηση η οποία, παρά τα φληναφήματα της ρεφορμιστικής Αριστεράς οτι... καταρρέει[4], είναι ένα καινούριο φαινόμενο και δεν ελέγχεται από κάποια συγκεκριμένη εθνική ελίτ. Το γεγονός άλλωστε αυτό είναι ο κύριος λόγος που επιβάλλει και τον άτυπο χαρακτήρα της σημερινής πολιτικής παγκοσμιοποίησης, πράγμα που είναι συμβατό και με το ότι οι εθνικές ταυτότητες δεν εξαφανίζονται αλλά εξακολουθούν να είναι σημαντικές, παρά την  πολιτιστική ομογενοποίηση που επιφέρει η οικονομική παγκοσμιοποίηση. Τον άτυπο χαρακτήρα της πολιτικής παγκοσμιοποίησης επιβάλλουν ακόμη οι ανάγκες διατήρησης του προσωπείου μιας αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» όπου οι ντόπιες ελίτ υποτίθεται ότι ακόμη λαμβάνουν τις σημαντικές αποφάσεις (ενώ στη πραγματικότητα βέβαια λειτουργούν ως περιφερειακοί νομάρχες), και τέλος η ανάγκη παραχώρησης στα κράτη-έθνη σημαντικού τμήματος του μονοπωλίου της βίας ώστε να είναι σε θέση να ελέγχουν τους πληθυσμούς κατά τρόπο που διευκολύνει την ελεύθερη ροή κεφαλαίου και εμπορευμάτων. Τέλος, αυτή η μορφή πολιτικής παγκοσμιοποίησης, με δεδομένη τη δυσανάλογη στρατιωτική δύναμη που κατέχει η Αμερικανική ελίτ, καθιερώνει και την άτυπη πολιτικο-στρατιωτική πρωτοκαθεδρία της σε σχέση με τα άλλα μέλη της υπερεθνικής ελίτ.

Ο εξαπολυθείς «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» που, κατά τις ρητές εκφράσεις του πλανητάρχη, απλώς κλείνει τη πρώτη φάση του με την νίκη στο Αφγανιστάν, είναι ένας ιδιαίτερα χρήσιμος τρόπος έλεγχου των πληθυσμών που απειλούν τη  Νέα Παγκόσμια Τάξη η οποία θεμελιώνεται στην οικονομική και πολιτική παγκοσμιοποίηση. Έτσι, άμεσος στόχος τη στιγμή αυτή είναι ο έλεγχος των ισλαμικών πληθυσμών όχι μόνο στις Αραβικές χώρες αλλά και στη νοτιοανατολική Ασία (Ινδονησία, Φιλιππίνες, Μαλαισία)[5]. Και αυτό, όχι βέβαια διότι, όπως υποστηρίζουν οι διάφοροι «Ισλαμολόγοι» που ανέκυψαν τελευταία, υπάρχει μια σύγκρουση πολιτισμών κλπ αλλά διότι οι πληθυσμοί αυτοί (μαζί με τους Λατινοαμερικάνικους) αποτελούν-- λόγω γεωγραφικής και οικονομικής θέσης-- τα κατ εξοχήν θύματα της παγκοσμιοποίησης,   οικονομικής, αλλά και πολιτικής (καταπίεση Παλαιστίνιων, Ιρακινών κλπ). Έτσι, μετά την αποτυχία των εθνικιστικών και σοσιαλιστικών ιδεολογιών οι πληθυσμοί αυτοί στρέφονται μαζικά στον ισλαμικό φονταμενταλισμο, ακόμη και στις βίαιες μορφές του, ιδιαίτερα μάλιστα όταν τα ημιδικτατορικα καθεστώτα που έχει επιβάλλει η υπερεθνική ελίτ στις χώρες αυτές αποκλείουν κάθε δημοκρατική αντίσταση. Τα γεγονότα, επομένως, του Σεπτέμβρη έδωσαν το τέλειο πρόσχημα στην Αμερικανική ελίτ, ως εκπρόσωπο της υπερεθνικής ελίτ, να συντρίψει κάθε αντιστασιακό κίνημα στο Νότο με την ελπίδα ότι αυτό «θα εξαλείψει όλες τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που απειλούν βίαια τα συμφέροντα της.»[6]

Παράλληλα, όμως, το πρόσχημα του αντιτρομοκρατικού αγώνα παρέχει την δυνατότητα στην υπερεθνική ελίτ  όχι μόνο να καταπνίγει κάθε κίνημα αντίστασης στον Νότο αλλά ακόμη και στον Βορρά, με πρώτο στόχο το «κίνημα» της αντιπαγκοσμιοποιησης. Οι αντιτρομοκρατικές νομοθεσίες διευρύνονται παντού, με τις ΗΠΑ να αίρουν την ισχύ τμημάτων του συντάγματος τους, τη Βρετανία ν’αναστέλλει τμήμα της Ευρωπαϊκής συνθήκης για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ΕΕ να συζητά ορισμούς της τρομοκρατίας που θα επιτρέπουν τη σύλληψη των καταληψιών δημοσίων κτιρίων και την παραπομπή τους ως «τρομοκρατών», είτε πρόκειται για φοιτητές είτε για εργάτες (σαν αυτούς που είχαν καταλάβει πέρυσι το Υπ. Εργασίας). Η τακτική άλλωστε καταστολής που χρησιμοποίησε η  υπερεθνική ελίτ, από το Σιατλ και το Γκετεμποργκ ως τη Γένοβα, ήδη οδήγησε σε βίαιες συγκρούσεις οι οποίες θα έδιναν σήμερα το δικαίωμα στα φερέφωνα της υπερεθνικής ελίτ να χαρακτηρίσουν τους  πιο ριζοσπάστες ακτιβιστές ως «τρομοκράτες». Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι πολλοί σχολιαστές ήδη ισχυρίζονται ότι ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης της τρομοκρατίας είναι η ακόμη μεγαλύτερη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση ταυτίζοντας, άμεσα η έμμεσα, όποιον την αμφισβητεί με τους «τρομοκράτες»![7]


 

 


[1] ‘Ε’, 6/10/01

[2] Γιωργος Γιαννουλοπουλος, ‘Ε’, 14/11/01

[3] Niall Ferguson,  ‘Welcome the new imperialism’, Γκαρντιαν, 31/10/01

[4] βλ πχ Κ. Βεργόπουλος, ‘Ε’, 15/11/01

[5] Paul-Marie de la Gorce, Le Monde diplomatique, Νοέμβρης 2001

[6] στο ίδιο

[7] βλ. Alex Wilks, Ομπσερβερ, 4/11/01