Ελευθεροτυπία (26 Αυγούστου 2000)


Το Κούρσκ και η «αγοραιοποίηση» της Ρωσίας

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Το έγκλημα (γιατί περί αυτού πρόκειται) σε βάρος των κληρωτών ναυτών του Κούρσκ δεν είναι ούτε «ατύχημα», όπως το παρουσίασε η Ρωσική ελίτ με τη συνεργία των δυτικών ελίτ, ούτε «συνωμοσία» σε βάρος της Ρωσικής στρατιωτικής δύναμης, του ορθόδοξου τόξου κ.λπ., όπως το παρουσιάζουν οι εθνικιστικοί κύκλοι εκεί αλλά και εδώ. Μια καταγγελία από παλαίμαχους εξειδικευμένους δύτες (που θάφτηκε στα ψιλά του ξένου τύπου) αποκαλύπτει το μέγεθος του εγκλήματος: το νέο καθεστώς που εγκαταστάθηκε στη Ρωσία μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού» διέλυσε, στο πλαίσιο της πολιτικής μείωσης των δημοσίων ελλειμμάτων που επέβαλε η αγοραιοποίηση της χώρας, το ειδικό σώμα δυτών μεγάλου βάθους που υπήρχε για την προστασία των πληρωμάτων σε ανάλογες περιστάσεις.[1] Όμως, το σώμα αυτό ήταν το μόνο το οποίο διέθετε τον εξοπλισμό και την ικανότητα να σώσει το πλήρωμα του Κούρσκ τις πρώτες κρίσιμες ώρες και όχι η «ξένη βοήθεια» που, με τη καλύτερη θέληση, δεν θα ήταν ποτέ δυνατό να φθάσει εγκαίρως. Και το έγκλημα αυτό έρχεται σε συνέχεια πολύ μεγαλύτερων εγκλημάτων σε βάρος του Ρωσικού λαού, ως αποτέλεσμα της βίαιης αγοραιοποίησης της οικονομίας.

Ενδεικτικά, το ποσοστό θνησιμότητας σημειώνει δραστική αύξηση στη μετά-Σοβιετική  Ρωσία, τη στιγμή που το αντίστοιχο παγκόσμιο ποσοστό σημειώνει μείωση, με αποτέλεσμα ότι ο Ρωσικός πληθυσμός μειώθηκε τη προηγούμενη δεκαετία κατά 6 εκ., γεγονός πρωτόγνωρο για μια σύγχρονη χώρα σε καιρό ειρήνης.[2] Έτσι, ενώ ο μέσος Ρώσος ζούσε περίπου 64 χρόνια  στη Σοβ. Ένωση του 1990, στη Ρωσία του 1996 μόλις έφθανε το 60ο έτος[3] και σήμερα το 30% του πληθυσμού δεν αναμένεται καν να φθάσει την ηλικία αυτή[4] —ποσοστά που κατατάσσουν τη χώρα στις «μπανανίες» της Λατινικής Αμερικής και όχι στην Ευρώπη. Όλα αυτά βέβαια δεν εκπλήσσουν αν ληφθεί υπόψη ότι η Ρωσία σήμερα έχει ένα από τα χειρότερα συστήματα υγείας στον κόσμο και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας τη κατατάσσει  στις τελευταίες 60 από τις 190 χώρες του κόσμου. Αντίστοιχα, η κατανομή εισοδήματος που, σύμφωνα με δυτικές μελέτες,[5] ήταν καλύτερη από ο,τι σε δυτικές χώρες με το ίδιο επίπεδο ανάπτυξης τη περίοδο του «υπαρκτού», σήμερα, είναι μια από τις χειρότερες στον κόσμο, με τον μισό πληθυσμό της να βρίσκεται κάτω από τη γραμμή της φτώχειας.[6] Αλλά και οι τυπικοί οικονομικοί δείκτες δείχνουν το μέγεθος της οικονομικής καταστροφής στη χώρα αυτή, όταν το κατά κεφαλή εισόδημα το 1998 είναι μόλις το 58% αυτού το 1980![7] Πράγμα βέβαια καθόλου περίεργο όταν το ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ, που παρουσίαζε ετήσια αύξηση περίπου 3% τον χρόνο τη δεκαετία του 1980, στη μετα-Σοβιετικη δεκαετία του 1990 παρουσιάζει μια δραματική μείωση, η οποία ξεπερνά το 7% ετησίως.[8]

Όπως προσπάθησα να δείξω αλλού,[9] όλα αυτά τα φαινόμενα μπορούν να ερμηνευθούν ως μια περίπτωση «αγοραιοποίησης» στο πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Το γεγονός ότι η σημερινή διαδικασία αγοραιοποίησης στη Ρωσία (που είχε ήδη αρχίσει το περασμένο αιώνα όταν διακόπηκε βίαια από την επανάσταση του 1917 και την εισαγωγή του συγκεντρωτικού σχεδιασμού) γίνεται στο πλαίσιο της σύγχρονης διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, είναι καθοριστικό. Και αυτό, διότι στις αρχές της περασμένης δεκαετίας ο σοσιαλδημοκρατικός κρατισμός, δηλαδή ο τύπος κρατισμού που επικρατούσε κατά τη διάρκεια της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης στη Δύση μέχρι τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1970, ήταν πια αδύνατος για κάθε χώρα ενσωματωμένη στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Ο τύπος της  μικτής οικονομίας της αγοράς που ονειρευόταν η Ρωσική ιντελιγκέντσια, η οποία έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανατροπή του προηγούμενου καθεστώτος, δεν είναι πια συμβατός με τις ανοικτές αγορές κεφαλαίου και εμπορευμάτων και τις απορυθμισμένες αγορές εργασίας στις οποίες θεμελιώνεται η σημερινή οικονομία της αγοράς.[10] Ένας  κρατισμός αυτού του είδους θ’ απαιτούσε η Ρωσία να συνεχίσει την ουσιαστική αποκοπή της από τη παγκόσμια αγορά, πράγμα που αντίκειτο στα συμφέροντα τόσο της νέας ελίτ των μεταπρατών των ξένων προϊόντων και των ξένων και ντόπιων πλουτοκρατών που αγόρασαν για ένα κομμάτι ψωμί τις ιδιωτικοποιημένες δημόσιες επιχειρήσεις, όσο και των δυτικών ελίτ, που σε συνεργασία με τους πρώτους, έπαιξαν βασικό ρόλο στη διαμόρφωση του νέου καθεστώτος.

Έτσι, η Ρωσική ιντελλιγκέντσια (αλλά και οι τεχνοκράτες, για τους δικούς τους λόγους) όντας αντιμέτωποι με την πραγματικότητα της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της σημερινής οικονομίας της αγοράς, εγκατέλειψε, «με τη βοήθεια» των δυτικών, τα όνειρα της για ενίσχυση της κοινωνίας των πολιτών, αποτελεσματικούς κοινωνικούς ελέγχους στις αγορές κ.λπ. και προσχώρησε στον δυτικό σοσιαλ-φιλελευθερισμό, παίζοντας τον ρόλο της «αντιπολίτευσης» στον καθαρό νεοφιλελευθερισμό που πρεσβεύουν οι ελίτ. Η δυτική «βοήθεια» μάλιστα έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο σχετικά, εφόσον οι διεθνείς οργανισμοί (ΔΝΤ κ.λπ.) δεν επέτρεπαν την παραχώρηση ούτε ενός δολαρίου στη Ρωσική κυβέρνηση, με τη μορφή δανείου ή ξένης βοήθειας, εάν δεν συνδεόταν με μεγαλύτερη αγοραιοποίηση της οικονομίας, δηλαδή άρση των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές που προστάτευαν την εργασία, ιδιωτικοποιήσεις, καθώς και  παράλληλη δραστική μείωση των δημόσιων ελλειμμάτων ―πράγμα που σήμαινε την βαθμιαία καταστροφή της κοινωνικής υποδομής της χώρας (συστήματα υγείας, εκπαίδευσης και κοινωνικών υπηρεσιών).

Στο οικονομικό επίπεδο, η βασική συνέπεια της αγοραιοποίησης της Ρωσικής οικονομίας ήταν η καταστροφική αποβιομηχάνιση της χώρας. Έτσι, οι βιομηχανικές επενδύσεις είναι σήμερα 16 φορές χαμηλότερες από το 1992,[11] με αποτέλεσμα τη μαζική πτώση του βιομηχανικού ρυθμού ανάπτυξης που μειωνόταν με ένα μέσο ετήσιο ρυθμό 11% την προηγούμενη δεκαετία[12] οδηγώντας σε μια δραματική πτώση της βιομηχανικής παραγωγής σε σχέση με την συνολική παραγωγή (από 50% το 1989 σε 39% το 1997).[13] Με άλλα λόγια, η Ρωσία «επέτυχε» ένα βαθμό αποβιομηχάνισης, (που σήμαινε την απώλεια 22% περίπου του βιομηχανικού προϊόντος στο συνολικό προϊόν), στο μισο περίπου χρονικό διάστημα από χώρες στο αντίστοιχο επίπεδο ανάπτυξης!

Όλα αυτά όμως δεν δείχνουν απλώς τις εγκληματικές συνέπειες της αγοραιοποίησης της Ρωσικής οικονομίας που έγιναν φανερές πια σε όλους με το «έγκλημα στο Κουρσκ». Φανερώνουν επίσης τον εντελώς ουτοπικό χαρακτήρα  των προτάσεων των δικών μας «αριστερών» που μιλούν  για «αντίσταση» στη παγκοσμιοποίηση και τον νεοφιλελευθερισμό, ως εάν τα φαινόμενα αυτά ν’ αποτελούν κάποιες «παρεκκλίσεις» από την σημερινή οικονομία της αγοράς που, εάν το επιδιώξουμε, μπορούμε να τις αποβάλλουμε και να επανέλθουμε στον χαμένο σοσιαλδημοκρατικό παράδεισο της δεκαετίας του 1960. Όταν ακόμη και μια χώρα του μεγέθους της Ρωσίας είναι σήμερα αναγκασμένη, για να επιβιώσει στην διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, να εφαρμόσει τις πολιτικές που την έχουν φέρει στη σημερινή κατάσταση μπορεί εύκολα  ν’ αντιληφθεί κανείς τις πιθανότητες επιτυχίας που θα είχε μια απόπειρα «αντίστασης» από χώρες του δικού μας μεγέθους. Οι παράμετροι που καθορίζουν σήμερα την κοινωνική, πολιτική και οικονομική δραστηριότητα μιας χώρας είναι, σε γενικές γραμμές, παρόμοιες για κάθε χώρα που είναι ενσωματωμένη στη διεθνοποιημένη οικονομία των ανοικτών αγορών και συνοψίζονται στην ανάγκη ελαχιστοποίησης των κοινωνικών περιορισμών πάνω στις αγορές για την προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος. Πράγμα που σημαίνει ότι  μόνο η ίδια η αλλαγή του θεσμικού πλαισίου, μέσα από τον αγώνα για το κτίσιμο μιας νέας διεθνούς τάξης βασισμένης στην οικονομική δημοκρατία με την έννοια της ισοκατανομής της οικονομικής δύναμης, θα επέτρεπε ένα διαφορετικό τρόπο ανάπτυξης θεμελιωμένο στη πραγματική προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος


 

[1] The Guardian (21/8/2000).

[2] John Gray, The Guardian (22/8/2000) & (24/2/1997). Βλ και Michael Ellman, Cambridge Journal of Economics, No. 18 (1994), σ. 349.

[3] World Bank, World Development Report 1996 & 1998/99.

[4] UN, Human Development Report 2000, Πιν. 5.

[5] Michael Ellman, Socialist Planning (Cambridge University Press, 1979), σελ. 267-68.

[6] UN, Human Development Report 2000, Πιν. 5.

[7] Στο ίδιο, Πιν. 7.

[8] World Development Report 1998/99, πιν. 11 και Human Development Report 2000, Πιν. 13.

[9] T. Fotopoulos, “The catastrophe of marketization”, Democracy & Nature (Ιούλης 1999).

[10] Βλ. για ανάπτυξη του θέματος, Τ. Φωτόπουλος Περιεκτική Δημοκρατία (Καστανιώτης 1999), κεφ. 1.

[11] Simon Pirani, The Observer (16/5/1999).

[12] World Development Report 1998/99, πιν. 11.

[13] World Development Report 1996 & 1998/99, πιν. 1 & 12 αντίστοιχα.