(Ελευθεροτυπία, 17 Ιουνίου 2000)

Παγκοσμιοποίηση: Ούτε μονόδρομος, ούτε ... χίμαιρα

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Η γενική μετατόπιση του πολιτικού φάσματος προς τα δεξιά η οποία χαρακτηρίζει το πολιτικό τοπίο διεθνώς, ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση του ‘υπαρκτού’, δεν είναι πουθενά καθαρότερη παρά σε σχέση με το σημαντικότερο φαινόμενο των τελευταίων περίπου 25 χρόνων: την παγκοσμιοποίηση. Έτσι, οι αναλύσεις των διανοούμενων της παραδοσιακής αριστεράς  και οι πολιτικές που ακολουθούν τα κόμματα στο χώρο αυτό είναι χαρακτηριστικές.  Γενικά, οι μεν παλιοί σοσιαλδημοκράτες έχουν σήμερα γίνει σοσιαλφιλελεύθεροι, οι δε περισσότεροι παλιοί Μαρξιστές έχουν μετακομίσει σε κάποιο είδος παλαιολιθικής σοσιαλδημοκρατίας.

Έτσι, τέως σοσιαλδημοκράτες διανοούμενοι (πχ Anthony Giddens και οι εδώ ομοϊδεάτες πχ Ν. Μουζελης)  καθώς και τα αντίστοιχα κόμματα στην Ευρώπη (Εργατικό κόμμα, το δικό μας ΠΑΣΟΚ κλπ) έχουν προσχωρήσει πλήρως στη νεοφιλελεύθερη συναίνεση, με ελάχιστες διαφορές ως προς τον ρόλο του ‘κοινωνικού κράτους’ από τους καθαρούς νεοφιλελεύθερους. Οι σοσιαλφιλελευθεροι, όπως έδειξαν και στη διάσκεψη κορυφής στο Βερολίνο την περασμένη εβδομάδα, έχοντας εγκαταλείψει πια τις ελπίδες για ισχυρό κρατικό ρόλο στην εσωτερική και  διεθνή οικονομία αναθέτουν στις δυνάμεις της αγοράς τον καθορισμό του μεγέθους της παραγωγής και της απασχόλησης και περιορίζουν τον κρατικό ρόλο  στην εισαγωγή ‘ρυθμιστικών’ ελέγχων με στόχο την ‘ελαστικοποίηση’ της αγοράς εργασίας, την τόνωση των αγορών για να δημιουργήσουν από μόνες τους εισόδημα και απασχόληση κλπ. Από την άλλη μεριά, οι περισσότεροι τέως Μαρξιστές διανοούμενοι και κομματα, ακομη και αν διατηρουν τον τίτλο, (πχ Σαμιρ Αμιν και οι εδώ ομοϊδεάτες τους πχ Κ. Βεργόπουλος) μετακόμισαν προς την σοσιαλδημοκρατία  και έπαψαν πια να μιλούν για ανατροπή της οικονομίας της αγοράς απαγγέλλοντας ρεφορμιστικά ευχολόγια για το πως θα έπρεπε να μεταρρυθμιστούν οι διεθνείς οργανισμοί με βάση μια ‘επαναδιαπραγμάτευση’ των κανόνων του διεθνούς εμπορίου των συστημάτων αγοράς κεφαλαίου κλπ.[1]

Οι θέσεις αυτές των σοσιαλφιλελευθερων και των παλαιολιθικών σοσιαλδημοκρατών απορρέουν από τις αντίστοιχες αντιλήψεις που υιοθετούν για την παγκοσμιοποίηση. Το κοινό χαρακτηριστικό των αντιληψεων αυτων είναι ότι παίρνουν δεδομένο το σύστημα της παγκοσμιοποιημενης οικονομίας της αγοράς και οι μεν πρώτοι προσαρμόζονται ρεαλιστικά σε αυτή, χαρακτηρίζοντας την μονόδρομο, ενώ οι δεύτεροι στρουθοκαμηλικά την αρνούνται, χαρακτηρίζοντας την ως ‘χίμαιρα’ (η, πιο χοντροκομμένα, ως ‘παραμύθι’[2]) και προτείνουν ουτοπικές μέσα στο σύστημα της αγοράς μεταρρυθμίσεις. Αντίθετα, σύμφωνα  με την προσέγγιση της Περιεκτικής Δημοκρατίας,[3] η παγκοσμιοποίηση δεν είναι αντιστρέψιμη μέσα στο σύστημα αυτό, πράγμα που θέτει θέμα δημιουργίας ενός νέου κοινωνικοοικονομικού συστήματος για να ξεπεραστεί η σημερινή πολυδιάστατη κρίση (οικονομική, πολιτική, οικολογική, κοινωνική, πολιτιστική) της οποίας αποτελεί την απώτερη αιτία, πέρα από την αποτυχημένη οικονομία της αγοράς αλλά και τον εξίσου αποτυχημένο κεντρικό σχεδιασμό.

Ας δούμε όμως συνοπτικά τις τρεις αυτές προσεγγίσεις για την παγκοσμιοποίηση. Σύμφωνα με την σοσιαλφιλελευθερη άποψη, η παγκοσμιοποίηση είναι ένα νέο φαινόμενο[4] και αποτελεί μονόδρομο με την έννοια ότι το σημερινό άνοιγμα των αγορών και η αλληλεξάρτηση τους είναι μη αντιστρέψιμη. Πράγμα που σημαίνει ότι η επιστροφή σε κάποιο είδος κρατισμού, όπως αυτό που χαρακτήριζε τις αναπτυγμένες οικονομίες της αγοράς μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970, είναι αδύνατη. Αντίθετα, σύμφωνα με τη παλαιολιθική σοσιαλδημοκρατική άποψη[5] δεν υπάρχει παγκοσμιοποίηση, ούτε μονόδρομος, ούτε τίποτα μη αντιστρέψιμο. Η παγκοσμιοποίηση, σύμφωνα με την άποψη αυτή,  υπήρχε ήδη από τις αρχές του αιώνα και αυτό που περνά για νέο φαινόμενο σήμερα αποτελεί μια ‘χίμαιρα’, μια μυθοποιημένη σύλληψη —άποψη που (όχι τυχαία) στην Ελλάδα προβάλλεται μαζικά από τα ΜΜΕ και  αγκαλιάζεται, λόγω της ‘βολικότητας’ της, από όλο το ‘αριστερό’ κατεστημένο : από εκσυγχρονιστές υπουργούς  του ΠΑΣΟΚ μέχρι εφημερίδες που αγωνίζονται ‘για την κομμουνιστική ανανέωση και το σοσιαλισμό’ και από «εικονοκλάστες» που την χαρακτηρίζουν παραμύθι μέχρι ...Ελληνορθόδοξους. Παραλλαγή της ίδιας άποψης που υποστηρίζεται για παράδειγμα από τον Τσόμσκι,[6] είναι ότι η παγκοσμιοποίηση αποτελεί κάποιο είδος νεοφιλελεύθερης συνωμοσίας, κατά προτίμηση Αμερικανικής, με στόχο την προώθηση των συμφερόντων του κορπορατιστικου καπιταλισμού, ιδιαίτερα του Αμερικανικού.[7] Κοινός παρονομαστής όλων αυτών των σοσιαλδημοκρατικών προσεγγίσεων είναι ότι η λαϊκή πίεση μπορεί να οδηγήσει στην εκλογή ‘καλών’ σοσιαλδημοκρατών τύπου Λαφοντεν και την υιοθέτηση μεταρρυθμίσεων που θα ελέγχουν την παγκοσμιοποιημενη οικονομία της αγοράς προς όφελος της εργασίας και του περιβάλλοντος.

Όμως, όπως είχα αναπτύξει παλιότερα από τις στήλες αυτές,[8] η παγκοσμιοποίηση, με την έννοια της διεθνοποίησης των αγορών εμπορευμάτων και κεφαλαίου (όχι αναγκαστικά και της παραγωγής) αποτελεί  μια δομική αλλαγή, η οποία είναι πράγματι μη αντιστρέψιμη και μονόδρομος—στο πλαίσιο, όμως, της οικονομίας της αγοράς. Και αυτό, διότι η  διεθνοποίηση είναι νέο φαινόμενο που αποτελεί μεν εξέλιξη της οικονομίας της αγοράς αλλά ελάχιστη έχει σχέση με την διεθνοποίηση των αρχών του αιώνα τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά.[9] Πράγμα βέβαια καθόλου περίεργο αν ληφθεί υπόψη ότι η κυριαρχία των πολυεθνικών στο εμπόριο και την παραγωγή καθώς και το σημερινό άνοιγμα των αγορών κεφαλαίου και εμπορευμάτων που συνιστούν την ουσία της παγκοσμιοποίησης είναι πρωτόγνωρα φαινόμενα που ολοκληρώθηκαν τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Με αυτή την έννοια, η παγκοσμιοποίηση είναι μια αντικειμενική διαδικασία που δεν έχει καμία σχέση με συνομωσίες κλπ, ή με τις οικονομικές πολιτικές των ‘κακών` νεοφιλελεύθερων (Θάτσερ, Ρέιγκαν κ.α) που απλώς θεσμοποίησαν διαδικασίες άτυπου ανοίγματος των αγορών οι οποίες ήδη είχαν ξεκινήσει τη δεκαετία του `70, ως αποτέλεσμα των αναγκών των τότε αναπτυσσομένων πολυεθνικών επιχειρήσεων. Όμως, η ίδια η δημιουργία, καθώς και η επέκταση, των επιχειρήσεων αυτών δεν ήταν παρά το αποτέλεσμα της δυναμικής της οικονομίας της αγοράς που εγκαθιδρύθηκε δυο περίπου αιώνες πριν. Το να μιλά επομένως κανείς σήμερα για την επιβολή αποτελεσματικών ελέγχων πάνω στη δραστηριότητα του διεθνούς κεφαλαίου για χάρη της εργασίας και του περιβάλλοντος (πέρα από τους καθαρά ρυθμιστικούς έλεγχους τους οποίους και το ίδιο το πολυεθνικό κεφαλαίο επιθυμεί) είναι σαν να απαιτεί να  περιοριστεί η δυναμική του ίδιου του συστήματος και αυτή η ίδια η ύπαρξη των πολυεθνικών επιχειρήσεων που την καθορίζουν —πράγμα βέβαια αδύνατο στο πλαίσιο του συστήματος.

Με βάση την προβληματική αυτή, οι παλιοί σοσιαλδημοκράτες και νυν σοσιαλφιλελεύθεροι ήταν απόλυτα ρεαλιστικοί όταν σταδιακά εγκατέλειψαν τα όνειρα για αποτελεσματικό έλεγχο των αγορών και υιοθέτησαν τις πολιτικές μαζικών ιδιωτικοποιήσεων, δραστικής συρρίκνωσης του κοινωνικού κράτους, εγκατάλειψης της πολιτικής πλήρους απασχόλησης μέσω του άμεσου έλεγχου της συνολικής ζήτησης κλπ. Έτσι, σε αντίθεση με τους σημερινούς παλαιολιθικούς σοσιαλδημοκρατες και τ. Μαρξιστές, αναγνώρισαν τη σημασία της σημερινής διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς και την ασυμβατότητα της όχι μόνο με τους έλεγχους που είχαν υιοθετηθεί στην μεταπολεμική περίοδο αλλά και με κάθε αποτελεσματικό έλεγχο που θα περιόριζε τη δυναμική του νέου διεθνοποιημένου συστήματος. Η διαπίστωση αυτή των σοσιαλφιλελευθερων είναι βέβαια σωστή διότι, με δεδομένο ότι η ανάπτυξη και επομένως η κερδοφορία των πολυεθνικών οι οποίες ελέγχουν σήμερα τη παγκόσμια οικονομία εξαρτάται από την παραπέρα διεύρυνση των αγορών, η οικονομία της αγοράς σήμερα δεν μπορεί παρά να είναι διεθνοποιημένη. Πράγμα που σημαίνει ότι οι αγορές πρέπει να είναι όσο το δυνατό περισσότερο ανοικτές και ‘ελαστικές’. Όσο λοιπόν το σύστημα αναπαράγεται είναι αδύνατη η αντιστροφή της παγκοσμιοποίησης, παρά τα φληναφήματα των παλαιολιθικών σοσιαλδημοκρατών, οι οποιοι, ακόμη και εάν κατόρθωναν κάποιες μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς, οι μεταρρυθμίσεις αυτες θα ήταν αναγκαστικά παροδικού χαρακτήρα, όπως παροδική αποδείχθηκε και η παλιά σοσιαλδημοκρατία μπροστά στη λαίλαπα της δυναμικής της αγοράς.-

 



[1] βλ πχ Σαμιρ Αμιν για την παγκοσμιοποιηση,  Il Manifesto/ Εποχή 16/4/00

[2] βλ πχ  Β. Ραφαηλίδη, ‘Ε’, 28/4/00

[3] βλ. Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία, Καστανιώτης, 1999

[4] βλ A. Giddens, The Third Way, Polity Press, 1998, σελ 28-30

[5] βλ.πχ Κ. Βεργοπουλος, Παγκοσμιοποίηση, Η μεγάλη Χίμαιρα, Λιβάνης, 1999

[6] βλ πχ N. Chomsky, ‘Power in the Global Arena’, New Left Review, Ιούλης- Αύγουστος 1998

[7] βλ πχ L. Panich, Νew Left Review, Μάρτης-Απρίλης 2000

[8] βλ πχ ‘Ε’, 4/12/99

[9] βλ για θεωρητική και εμπειρική θεμελίωση της θέσης αυτής, Περιεκτική Δημοκρατία, κεφ. 1