(Ελευθεροτυπία, 26 Φεβρουαρίου 2000)

Ριζοσπαστική οικολογία ή περιβαλλοντισμός;

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ


 

Δεν είναι λίγοι, ιδιαίτερα ανάμεσα σε αυτούς που παρακολουθούν από κάποια απόσταση τις οικολογικές οργανώσεις  και κόμματα, που τακτικά εκπλήσσονται από τις δραστηριότητες τους, τόσο στο εξωτερικό όσο και στα παρ’ ημιν. Έτσι, πολλοί εξεπλάγησαν όταν τα κυριότερα Πράσινα κόμματα στην Ευρώπη συνήργησαν στην εγκληματική Νατοϊκή επιδρομή κατά της Γιουγκοσλαβίας και τα σημαντικότερα ονόματα στην Πράσινη πολιτική και διανόηση πρωταγωνίστησαν σε αυτή.[1] Το ίδιο εκπλήσσει όταν στελέχη του παρ’ημιν οικολογικού κινήματος, που μιλούν μάλιστα για ‘οικολογικό ριζοσπαστισμό’, χαρακτηρίζουν απλώς ως ‘σφάλματα ή αντιφάσεις’ τη συνεργία των Ευρωπαίων Πράσινων στο Νατοϊκό έγκλημα που ουσιαστικά  απέκοψε οριστικά, όχι μόνο αυτούς, αλλά και όσους δεν διέκοψαν κάθε συνεργασία μαζί τους,  από οποιοδήποτε απελευθερωτικό κίνημα άξιο του ονόματος του.[2] Άλλοι πάλι εκπλήσσονται όταν βλέπουν γνωστά στελέχη του ίδιου κινήματος να ευλογούν το κυβερνόν κόμμα και να εκλιπαρούν θέση στους εκλογικούς συνδυασμούς του, προφανώς σε επιβράβευση του ...οικολογικού έργου του ΠΑΣΟΚ στην καταστροφή του περιβάλλοντος για χάρη των ‘μεγάλων έργων’ που χρηματοδοτεί η ΕΕ. Με δεδομένη επομένως τη σύγχυση, που ιδιαίτερα στη χώρα μας δεν είναι πάντα τυχαία, για το τι είναι ριζοσπαστική οικολογία, περιβαλλοντισμος κλπ θα άξιζε να ασχοληθούμε με το ξεκαθάρισμα των εννοιών αυτών που θα μας βοηθούσε να αποφεύγουμε  εκπλήξεις σαν αυτές που ανάφερα.

Όπως είναι γνωστό, η συνειδητοποίηση των οικολογικών επιπτώσεων της ‘οικονομίας ανάπτυξης’ οδήγησε, ιδιαίτερα στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα, στην ανάπτυξη διάφορων οικολογικών προσεγγίσεων. Συνοπτικά, η οικολογία εξετάζει τη δυναμική ισορροπία της φύσης, την αλληλεξάρτηση ζώντων και μη ζώντων πραγμάτων. Αναγκαστικά, επομένως, η οικολογία εξετάζει και την σχέση του Ανθρώπου (που είναι βέβαια τμήμα της Φύσης) με τον υπόλοιπο φυσικό κόσμο , το περιβάλλον γενικότερα. Όμως, όταν αρχίσουμε και εξετάζουμε τη σχέση Ανθρώπου-Περιβάλλοντος τότε θα πρέπει να εισάγουμε μια βασική διάκριση. Η θα μιλήσουμε γενικά για τη σχέση του ανθρώπινου είδους με το περιβάλλον, υποθέτοντας ότι ο άνθρωπος είναι ένα είδος Ροβινσονα Κρούσου που ζει στο νησί του, ή, εάν πάρουμε δεδομένο ότι ο άνθρωπος είναι κοινωνικό άτομο, θα πρέπει να μιλήσουμε για τη σχέση Κοινωνίας-Περιβάλλοντος .

Από τη στιγμή όμως που μιλάμε για κοινωνία πρέπει να πάρουμε θέση σε σχέση με το κοινωνικό σύστημα με το οποίο η εκάστοτε κοινωνία είναι οργανωμένη. Το γεγονός ότι η οικολογική ζημιά που συνέβη από τον καιρό που καθιερώθηκε το σημερινό θεσμικό πλαίσιο (οικονομία της αγοράς, αντιπροσωπευτική δημοκρατία) εδώ και 200 χρονια είναι μεγαλύτερη από όλη την προηγηθείσα ζημιά σε ολόκληρη την ανθρώπινη Ιστορία φανερώνει την άμεση σχέση θεσμικού πλαισίου και οικολογικής κρίσης. Υπάρχουν δυο δρόμοι που μπορεί ν ακολουθήσει κανένας εδώ. Ο ένας δρόμος είναι να εξετάσει ρητά τη σχέση του συγκεκριμένου κοινωνικού συστήματος με το περιβάλλον, υποθέτοντας ότι οι θεσμοί που το υλοποιούν  και οι αξίες που εκφράζουν αυτοί οι θεσμοί αποτελούν το κλειδί για να ερμηνεύσουμε τη  σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον και επομένως την οικολογική κρίση --που αναμφισβήτητα είναι ανθρώπινο έργο. Ο δεύτερος δρόμος είναι να πάρει δεδομένο το σύστημα αυτό και να μιλήσει γενικά για τη σχέση ανθρώπου προς το περιβάλλον, υποθέτοντας (συνήθως σιωπηρά) ότι η σημερινή οικολογική κρίση δεν έχει καμία σχέση με το συγκεκριμένο κοινωνικό σύστημα η, ακόμη και αν έχει σχέση, οπωσδήποτε  δεν οφείλεται στο ίδιο το σύστημα αλλά απλώς  στη κακή λειτουργία του.[3] Στη πρώτη περίπτωση έχουμε τις διάφορες μορφές ριζοσπαστικής οικολογίας και στη δεύτερη τις διάφορες μορφές αυτού που ονομάζω ‘τεχνοκρατική οικολογία’. 

Έτσι, στη κατηγορία της ριζοσπαστικής οικολογίας ανήκουν οι προσεγγίσεις που θέτουν σαφώς θέμα αμφισβήτησης και αντικατάστασης του θεσμικού πλαισίου:

  • η προσέγγιση της κοινωνικής οικολογίας,[4] η οποία θεωρεί ότι οι αιτίες της σημερινής οικολογικής κρίσης βρίσκονται στις ιεραρχικές δομές κυριαρχίας και εκμετάλλευσης που χαρακτηρίζουν την καπιταλιστική κοινωνία,

  • ο οικοσοσιαλισμός,[5] στον βαθμό που αποδίδει τις αιτίες της οικολογικής κρίσης στο ίδιο το θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς και ιδιαίτερα τις σχέσεις και συνθήκες παραγωγής, θέτοντας σαφώς ως στόχο την αντικατάσταση τους. Πράγμα που τον διακρίνει από τις σοσιαλδημοκρατικές ή ‘ρεαλιστικές’ προσεγγίσεις στην οικολογία που βασικά ανήκουν στον περιβαλλοντισμο (στην Ελλάδα, για παράδειγμα, οι πάντες δηλώνουν οικοσοσιαλιστές παρόλο που όχι μόνο δεν θέτουν θέμα αμφισβήτησης της οικονομίας της αγοράς  αλλά και συντάσσονται με κόμματα που υιοθετούν την ΕΕ και την ΟΝΕ!)

  • η προσέγγιση της ‘περιεκτικής δημοκρατίας’,[6]  σύμφωνα με την οποία η οικολογική κρίση αποτελεί τμήμα μιας γενικότερης πολυδιάστατης κρίσης (πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής) ,  της οποίας απώτερη αιτία είναι η τεράστια συγκέντρωση εξουσίας σε όλα τα επίπεδα, στην οποία αναπόφευκτα οδηγεί η δυναμική της οικονομίας της αγοράς και η αντιπροσωπευτική δημοκρατία

Όπως είναι φανερό, οι περισσότερες από τις προσεγγίσεις αυτές, όπως και αυτή του περιβαλλοντισμου, επιχειρούν μια σύνθεση μεταξύ μιας οικολογικής ανάλυσης των επιπτώσεων της ανάπτυξης και των κλασικών παραδόσεων του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού. Ετσι, ο οικο-σοσιαλισμός είναι μια ρητή προσπάθεια σύνθεσης της οικολογίας με τον μαρξισμό, δηλ. τον κρατικιστικό σοσιαλισμό, ενώ η κοινωνική οικολογία είναι μια προσπάθεια σύνθεσης της οικολογίας με τον ελευθεριακό σοσιαλισμό. Παράλληλα, η προσέγγιση της περιεκτικής δημοκρατίας αποτελεί σύνθεση της σοσιαλιστικής με τη δημοκρατική παράδοση και τα ριζοσπαστικά ρεύματα στα ‘νεα κοινωνικά κινήματα’ (Πράσινο, φεμινιστικό κλπ).

Στη δεύτερη κατηγορία της τεχνοκρατικής οικολογίας ανήκει βασικά ο περιβαλλοντισμος, (που υποστηρίζουν σήμερα νεοφιλελεύθεροι αλλά και σοσιαλφιλελεύθεροι), τμήμα του οποίου αποτελεί και η προσέγγιση της «βιώσιμης ανάπτυξης». Το κοινό χαρακτηριστικό των περιβαλλοντολογικών προσεγγίσεων είναι ότι παίρνουν ως δεδομένο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς το οποίο υποτίθεται ότι με κατάλληλες οικονομικές πολιτικές  και τεχνολογίες θα μπορούσε να γίνει ‘φιλικό προς το περιβάλλον’. Στη κατηγορία αυτη ανήκουν σήμερα και τα Πράσινα κόμματα στην εξουσία στην δυτική Ευρώπη, τα οποία αποδέχονται πλήρως την Νέα Τάξη, όπως εκφράζεται στο οικονομικό επίπεδο με την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και στο πολιτικό επίπεδο με το νέο ρόλο του ΝΑΤΟ, μετά το νέο δόγμα μειωμένης εθνικής κυριαρχίας που υιοθετήθηκε στην Ουάσινγκτον και  τέθηκε σε εφαρμογή με τους κτηνώδεις Νατοϊκούς βομβαρδισμούς. Το ίδιο είδος τεχνοκρατικής οικολογίας υποστηρίζουν και οι διάφορες ακτιβιστικες οικολογικές οργανώσεις τύπου Γκρινπις, Φίλοι της Γης κ.λπ. Η στάση επομένως όλων αυτών των κομμάτων και οργανώσεων στον Νατοϊκό πόλεμο δεν θα πρέπει να εκπλήσσει κανένα αφού είναι απόλυτα συνεπής με την από μέρους τους αποδοχή της Νέας Τάξης, εφόσον παίρνουν ως δεδομένο, στο πλαίσιο της τεχνοκρατικής οικολογικής κοσμοθεωρίας τους, το θεσμικό πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς.     

Ο περιβαλλοντισμος αντιπροσωπεύει μια ρητή προσπάθεια σύνθεσης της ορθόδοξης οικονομικής θεωρίας[7] (νεοκλασικής η Κευνσιανης) με την οικολογία, όπου οι αιτίες των οικολογικών προβλημάτων αποδίδονται σε διάφορες ‘εξωτερικοτητες’ στο γεγονός δηλαδή ότι οι τιμές του μηχανισμού της αγοράς δεν εκφράζουν, για διάφορους λόγους, το πραγματικό περιβαλλοντικό κόστος της παραγωγής, πράγμα που συνεπάγεται ότι, με τις κατάλληλες οικονομικές πολιτικές, τα περισσότερα αν όχι όλα τα οικολογικά προβλήματα θα μπορούσαν να λυθούν. Όμως, οι προτεινόμενες από τον περιβαλλοντισμο λύσεις, ακόμη και αν ήταν εφαρμοστές, το πολύ να είχαν επίδραση στα ηπιότερα οικολογικά προβλήματα, όπως αυτό της μόλυνσης, αλλά σίγουρα δεν μπορούν να έχουν επίδραση σε προβλήματα που συνδέονται με το ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και τη δυναμική του (π.χ. προβλήματα θερμοκηπίου,  αποψίλωσης δασών, εξαφάνισης ειδών, εντατικής γεωργίας κλπ), η λύση των οποίων προϋποθέτει ριζική αλλαγή του τρόπου ζωής πράγμα αδύνατο στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς που ακριβώς παράγει και αναπαράγει αυτόν τον τρόπο ζωής.

 


 

[1] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Η Νέα Τάξη στα Βαλκάνια, Στάχυ 1999

[2] Γ. Σχίζας, ‘Ε’, 10/2/2000

[3] βλ πχ Ν. Μουζέλης, Το Βημα της Κυριακης, 20/2/2000

[4] Βλ πχ τα έργα του Mάρει Μπούκτσιν και κυρίως Ξαναφτιάχνοντας την κοινωνία, Εξάντας, 1993

[5] Βλ πχ, David Pepper, Eco-Socialism (Routledge, 1993), και Modern Environmentalism (Routledge, 1996)

[6] Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία, Καστανιώτης, 1999

[7] βλ πχ Michael Common, Environmental and Resource Economics (Longman, 1988)