(Κυριακή, 31 Ιουλίου 1999)

Πέρα από τον νεοφιλελευθερισμό και τη σοσιαλδημοκρατία

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Η πρόσφατη διαμάχη μεταξύ νεοφιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατών στη χώρα μας με αφορμή την κριτική Ανδριανόπουλου στους Τσόμσκι, Γκαλμπρεηθ κ.α έθεσε πάλι το θέμα της  σχέσης των αναλύσεων της  παραδοσιακής Αριστεράς με τη σημερινή πραγματικότητα. Έτσι, ο γνωστός νεοφιλελεύθερος πολιτικός σε σειρά άρθρων του[1] υποστήριξε την άποψη ότι οι σοσιαλδημοκρατικές θέσεις για τον χαρακτήρα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς  εκφράζουν παρωχημένες ιδεοληψίες που δεν λαμβάνουν υπόψη ότι η παγκοσμιοποίηση δεν είναι προϊόν κάποιας συνωμοσίας ανάμεσα σε κυβερνήσεις και μεγάλες επιχειρήσεις αλλά το φυσικό επακόλουθο των τεχνολογικών αλλαγών που χαρακτηρίζουν τη μεταβιομηχανική κοινωνία. Πράγμα που σημαίνει ότι οι θέσεις των σοσιαλδημοκρατών διανοούμενων για μεγαλύτερο κρατικό έλεγχο των αγορών, αν όχι για την επιστροφή σε κάποιο είδος διεθνοποιημένου Κευνσιανισμού,  δεν έχουν σχέση με τη σημερινή οικονομική πραγματικότητα Ακόμη, παραπέμποντας στο γνωστό γκουρου του νεοφιλελευθερισμού, τον Χαγεκ, υποστηρίζει ότι μόνο η ελεύθερη αγορά μπορεί να εξασφαλίσει την ελευθερία επιλογής που αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο της ελευθερίας γενικότερα αλλά και απαραίτητη προϋπόθεση για την οικονομική αποτελεσματικότητα.

Από την άλλη μεριά γνωστός σοσιαλδημοκράτης οικονομολογος[2], αφού βάλει στο ίδιο τσουβάλι τον επαναστατικό Μαρξισμό με τον μεταρρυθμιστικό Κευνσιανισμο της σοσιαλδημοκρατίας, κάνει ολοφάνερη την πνευματική φτώχεια και τον ξεπεσμό της σοσιαλδημοκρατικής διανόησης όταν θεωρεί ως ‘αναγκαιότητα’ τη συμφιλίωση της Αριστεράς με την αγορά και χαρακτηρίζει τον μηχανισμό της αγοράς ως ένα ‘εξαίρετο μηχανισμό για τον οικονομικό υπολογισμό και την κατανομή των πόρων’ (παρά τα ‘ελαττώματα’ του!), καταλήγοντας με το γνωστό ευχολόγιο για την ανάγκη αποτροπής της μετατροπής της οικονομίας της αγοράς σε κοινωνία της αγοράς.    

Κατά τη γνώμη μου, τόσο η νεοφιλευθερη όσο και η σοσιαλδημοκρατική θέση είναι ανιστόρητες και κατά συνέπεια έχουν ελάχιστη σχέση με την πραγματικότητα. Έτσι, είναι ανιστόρητες οι θέσεις νεοφιλελεύθερων, όπως του Χαγεκ, αλλά και των κλασσικών φιλελευθέρων που προηγήθηκαν, που ερμηνεύουν ολόκληρη την ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού με βάση τις αρχές οι οποίες χαρακτηρίζουν μια αυτορυθμιζόμενη αγορά, διαστρεβλώνοντας, στην πορεία, τον πραγματικό χαρακτήρα και τις καταβολές  του εμπορίου, των αγορών και του χρήματος, καθώς επίσης και της αστικής ζωής . Όλες όμως οι ανθρωπολογικές ή κοινωνιολογικές υποθέσεις που περιέχονται στη φιλοσοφία του οικονομικού φιλελευθερισμού έχουν ανασκευαστεί από την κοινωνική ανθρωπολογία, από τη μελέτη των πρωτόγονων οικονομιών, την ιστορία του πρώιμου πολιτισμού και τη γενική οικονομική ιστορία.[3] Το σύστημα της οικονομίας της αγοράς έχει ιστορία μόλις δυο αιώνων και οι αγορές που προϋπήρχαν ήταν κάτω από αυστηρούς κοινωνικούς ελέγχους, εφόσον το τι, πως  και για ποιον θα παραχθεί δεν καθοριζόταν, όπως σήμερα, με βάση τις απαιτήσεις μιας απρόσωπης αγοράς η δυναμική της οποίας οδηγεί στη συνεχή ανάπτυξη. Πράγμα που έκανε αδιανόητη την ύπαρξη προβλημάτων όπως η ανεργία και η μαζική καταστροφή του περιβάλλοντος.

Αντίστοιχα ανιστόρητη είναι η νεοφιλελευθερη άποψη ότι η σημερινή διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς είναι απλά το αποτέλεσμα τεχνολογικών μεταβολών. Η μεταπολεμική διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς αποτελεί κατά βάση προϊόν «αντικειμενικών» παραγόντων που αναφέρονται στη δυναμική της οικονομίας της αγοράς και, συγκεκριμένα, στην επέκταση της δραστηριότητας των πολυεθνικών επιχειρήσεων και την συνακόλουθη ανάπτυξη της αγοράς των ‘Ευρω-νομισμάτων»(Ευρω-δολάριο, κ.λπ.). Κατά συνέπεια, οι θεσμικές διευθετήσεις που υιοθετήθηκαν στη μεταπολεμική περίοδο για την απελευθέρωση των αγορών εμπορευμάτων και κεφαλαίου περισσότερο θεσμοποίησαν μια υφιστάμενη κατάσταση παρά δημιούργησαν τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Ήταν, δηλαδή, η δυναμική της οικονομίας της αγοράς που οδήγησε στη σημερινή διεθνοποίηση, η οποία στη συνέχεια θεσμοποιήθηκε σε πλανητικό επίπεδο (GATT), περιφερειακό διεθνικό επίπεδο  (ΕΟΚ, EΖΕΣ κ.λπ.) και σε εθνικό επίπεδο (κατάργηση των ελέγχων συναλλάγματος και κεφαλαίου στις Η.Π.Α. και τη Βρετανία στη δεκαετία του 1970 κ.τ.λ.)

Αυτό δείχνει ότι αντίστοιχα ανιστόρητες είναι οι θέσεις των σοσιαλδημοκρατών ότι η διεθνοποίηση και συνακόλουθα ο νεοφιλελευθερισμός αντιπροσωπεύουν απλώς μια ανατρέψιμη αλλαγή πολιτικής, αν όχι το αποτέλεσμα συνομωσιών των αρχουσων ελίτ όπως υποστηρίζει ο Τσόμσκι. Τόσο η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς όσο και η νεοφιλελεύθερη συναίνεση, όπως εκφράζεται από τις πολιτικές των νεοφιλελεύθερων (Θάτσερ, Ρέιγκαν κ.λπ.) που συνεχίζουν οι σοσιαλφιλελευθεροι (Μπλερ, Σρεντερ κ.λπ.) αντιπροσωπεύουν δομικές αλλαγές στην οικονομία της αγοράς   οι οποίες είναι μη ανατρέψιμες στο πλαίσιο του συστήματος αυτού. Και αυτό, διότι, όπως μπορεί να δείξει τόσο η ορθόδοξη όσο και η ριζοσπαστική οικονομική θεωρία, το βασικό στοιχείο που χαρακτηρίζει τη δυναμική της οικονομίας της αγοράς, ο ανταγωνισμός, αναπόφευκτα οδηγεί στη συγκέντρωση οικονομικής δύναμης, στη δημιουργία τεράστιων εθνικών και αργότερα πολυεθνικών επιχειρήσεων που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς. Εάν λοιπόν για ένα μικρό σχετικά τμήμα της ιστορίας της οικονομίας της αγοράς, (μέσα δεκαετίας του 1930 ― μέσα δεκαετίας του 1970), ήταν δυνατή η επιβολή σχετικά αποτελεσματικών κρατικών ελέγχων πάνω στην οικονομία της αγοράς σε εθνικό επίπεδο, η μεταπολεμική ανάπτυξη της διεθνοποίησης έκανε ασύμβατους τους έλεγχους αυτούς με την ‘αποτελεσματική’ λειτουργία της οικονομίας της αγοράς και οδήγησε στην έκλειψη τους. Σήμερα, ο μόνος τρόπος για την αποτελεσματική επιβολή κοινωνικών ελέγχων σαν αυτούς που ονειρεύονται οι σοσιαλδημοκράτες και οι  Πράσινοι συνοδοιπόροι τους θα ήταν είτε η επιστροφή σε κάποιο είδος προστατευτισμού σε εθνικό η ηπειρωτικό επίπεδο, είτε η επιβολή ενός διεθνούς Κευνσιανισμου. Όμως ο μεν προστατευτισμός είναι ασύμβατος με τη σημερινή διαπλοκή δραστηριοτήτων των πολυεθνικών που ελέγχουν την παγκόσμια οικονομία, ο δε παγκόσμιος Κευνσιανισμός (ιδιαίτερα για την επίτευξη οικολογικών στόχων) θα σήμαινε τον περιορισμό της  αναπτυξιακής δυναμικής του συστήματος και θα ήταν ασύμβατος με την '‘αποτελεσματικότητα'’ που υποτίθεται εξασφαλίζει η αυτό-ρυθμιζόμενη αγορά.

 Είναι λοιπόν φανερό ότι το σύστημα της οικονομίας της αγοράς που υποστηρίζουν οι νεοφιλελεύθεροι και αγκαλιάζουν οι σοσιαλδημοκράτες κάθε άλλο παρά αποτελεσματικό είναι στην κατανομή των οικονομικών πόρων όταν σήμερα η συντριπτική πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού είτε δεν καλύπτει ούτε τις βασικές ανάγκες της, είτε ζει σε συνθήκες ανασφάλειας και συνεχούς ποιοτικής υποβάθμισης . Εξίσου αποτυχημένο αποδείχθηκε το σύστημα κεντρικού σχεδιασμού που όχι μόνο δεν εξασφάλιζε την ελευθερία επιλογής αλλά ούτε και υψηλή αποτελεσματικότητα στην ικανοποίηση των αναγκών, ακόμη και των βασικών, Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η λύση είναι ν αγκαλιάσουμε την Νέα Τάξη, οικονομική και πολιτική, όπως κάνουν σήμερα οι σοσιαλδημοκράτες και οι ‘Πράσινοι’, με βάση ανιστόρητες και ουτοπικές ελπίδες βελτίωσης της οικονομίας της αγοράς ‘εκ των έσω’ και ευχολόγια για την αποτροπή της μετατροπής της οικονομίας της αγοράς σε κοινωνία της αγοράς. Εάν, δηλαδή, τόσο ο συγκεντρωτικός σχεδιασμός όσο και η οικονομία της αγοράς οδηγούν αναπόφευκτα στη συγκέντρωση δύναμης, τότε ούτε ο πρώτος ούτε η δεύτερη μπορούν να παράγουν  τις ροές πληροφοριών και  τα κίνητρα που είναι απαραίτητα για την αποτελεσματική λειτουργία οποιουδήποτε οικονομικού συστήματος.

Επομένως, μόνο μέσα από γνήσιες δημοκρατικές διαδικασίες, όπως αυτές που συνεπάγεται μια περιεκτική δημοκρατία, είναι δυνατή η αποτελεσματική ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών. Και αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί με μια σύνθεση του δημοκρατικού σχεδιασμού και της ελευθερίας επιλογής, χωρίς να καταφύγουμε σε μια πραγματική αγορά, η οποία αναπόφευκτα θα οδηγούσε σε όλα τα προβλήματα που συνδέονται με το σύστημα της μέσω της αγοράς κατανομής των οικονομικών πόρων. Σε ένα τέτοιο σύστημα, το γενικό κριτήριο της κατανομής των οικονομικών πόρων δεν θα ήταν η αποτελεσματικότητα, όπως ορίζεται σήμερα με στενά τεχνο-οικονομικά κριτήρια αλλά μια άλλη αποτελεσματικότητα που θα εξασφάλιζε την πραγματική ικανοποίηση των αναγκών, ιδιαίτερα των βασικών, όλων των πολιτών. Και αυτό είναι απόλυτα εφικτό σε ένα σύστημα οικονομικής δημοκρατίας, δηλ. ισοκατανομής της οικονομικής δύναμης, που θα ενείχε ένα στοιχείο «αγοράς», (μέσω της δημιουργίας μιας τεχνητής «αγοράς» η οποία θα εξασφάλιζε την πραγματική ελευθερία επιλογής χωρίς να οδηγεί στα προβλήματα που συνδέονται με τις πραγματικές αγορές) και ένα στοιχείο δημοκρατικού σχεδιασμού που θα θεμελιωνόταν στις αποφάσεις των συνελεύσεων των πολιτών.[4]

 

 


 

[1] Ε’, 2/7/99 & Τα Νέα, 3/7/99

[2] Σπ. Παπασπηλιοπουλος, ‘Ε’, 10/7/99

[3] βλ Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία (Καστανιώτης, Οκτώβρης 1999) κεφ 1

[4] βλ. περιγραφη του μοντελου οικονομικης δημοκρατιας στο ίδιο, κεφ. 6.