Ελευθεροτυπία (5 Ιουνίου 1999)


Ελλάδα: Μεταξύ Δυτικής Σκύλλας και Ελληνορθόδοξης Χάρυβδης

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Ενώ η Νέα Τάξη επιβάλλεται νικηφόρα στα Βαλκάνια, τα θεμελιακά θέματα που ανακίνησε ο κτηνώδης Νατοϊκός πόλεμος γίνονται όλο και πιο φανερά. Ένα τέτοιο θέμα είναι αυτό της ταυτότητας μας. Το γεγονός ότι ανήκουμε σε δυο δυτικούς θεσμούς (ΝΑΤΟ/ΕΕ) που πρωταγωνίστησαν στο έγκλημα αυτό έκανε πολλούς να διερωτηθούν που ανήκουμε τελικά. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν οι ιδεολογικές συμμαχίες μεταξύ Δεξιάς, «εκσυγχρονιστικής» Αριστεράς αλλά και εκκλησίας με τους δυτικούς θεσμούς άρχισαν να καταρρέουν, με τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού να στρέφεται εναντίον του Νατοϊκού πόλεμου. Είναι όμως χαρακτηριστικό της σύγχυσης που επικρατεί ότι  λίγοι συμφωνούν ότι θα πρέπει ν’ αποχωρήσουμε από το ΝΑΤΟ και ακόμη λιγότεροι από την ΕΕ. Ακόμα πιο αντιφατικό είναι ότι το μεγαλύτερο τμήμα αυτής της συντριπτικής πλειοψηφίας θα υπερψηφίσει την άλλη βδομάδα τους υποψήφιους της εκσυγχρονιστικής κυβέρνησης, παρά το γεγονός ότι συνήργησε άμεσα στο Νατοϊκό έγκλημα, καθώς και της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που αν ήταν στην εξουσία θ’ ακολουθούσε ακριβώς την ίδια πολιτική!  

Η σύγχυση αυτή δεν είναι βέβαια περίεργη εφόσον η άποψη που καλλιεργούν τα κόμματα εξουσίας για τον πόλεμο είναι ότι πρόκειται για ένα «παράλογο» πόλεμο που δημιουργήθηκε από την αλαζονεία ή την ανικανότητα μερικών ηγετών ή, το πολύ, από τις ηγεμονικές τάσεις των Αμερικανών πλανηταρχών. Στη σύγχυση αυτή συμβάλλουν και τα μικρότερα κόμματα της αντιπολίτευσης (εκτός από το ΚΚΕ) που αποδίδουν τον πόλεμο σε απόπειρα κυριαρχίας των ΗΠΑ πάνω στην ΕΕ κ.λπ. Στη πραγματικότητα, όπως προσπάθησα να δείξω από τη στήλη αυτή, οι εξηγήσεις που υιοθετούν την άποψη ότι στόχος του πόλεμου ήταν η κατοχύρωση της Αμερικανικής ηγεμονίας και αξιοπιστίας, δεν δίνει απάντηση σε δυο βασικά ερωτήματα: πρώτον γιατί οι κύριες Ευρωπαϊκές χώρες (Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία) ήταν ενθουσιώδεις οπαδοί της Νατοϊκής εκστρατείας και δεύτερον γιατί όλες οι Νατοϊκές χώρες που μετέχουν και στην ΕΕ υιοθέτησαν στην Ουάσιγκτον τον νέο επιθετικό ρόλο του ΝΑΤΟ. Είναι φανερό ότι οι Ευρωπαϊκές ελίτ όχι μόνο δεν «σύρθηκαν» από την Αμερικανική στον πόλεμο αυτό αλλά αντίθετα σε ένα βαθμό έσυραν αυτές τον χορό του πόλεμου. Η εξήγηση επομένως του πόλεμου πρέπει ν αναχθεί στο ίδιο το σύστημα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς που αποτελεί τη Νέα Οικονομική Τάξη, καθώς και το νέο Νάτο που  αποτελεί τη βάση της Νέας Πολιτικής Τάξης.

Κατά τη γνώμη μου, ο πόλεμος αυτός είναι ο πρώτος πόλεμος της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Τόσο διότι διεξάγεται από το νέο ΝΑΤΟ που σήμερα έχει βασικό στόχο τη προστασία της Νέας Τάξης, όσο και διότι η ιδεολογία που χρησιμοποιήθηκε για την νομιμοποίηση του προϋποθέτει μια αντίληψη μειωμένης εθνικής κυριαρχίας. Η εξακολούθηση, επομένως, της παραμονής μας στους οικονομικούς και πολιτικούς οργανισμούς της Νέας Τάξης συνεπάγεται ότι η συμμετοχή μας σε εγκλήματα όπως αυτό της παράδοσης του Οτσαλαν ή στο Νατοϊκό θα είναι πια ο κανόνας. Και αυτό γιατί; Διότι υποτίθεται η συμμετοχή  μας στο ΝΑΤΟ εξασφαλίζει την άμυνα της χώρας, η δε συμμετοχή στην ΕΕ την οικονομική ανάπτυξη ―αν αφήσουμε βέβαια τα φληναφήματα για την «Ευρώπη των λαών» που δεν τα πιστεύει πια ούτε η εκσυγχρονιστική «Αριστερά», εκτός από τους τ. Μαρξιστές που τώρα έχουν προσοδοφόρο επάγγελμα το Ευρωβουλευτιλίκι. Στη πραγματικότητα βέβαια ούτε το ένα ούτε το άλλο συμβαίνει.

Έτσι, ήταν οι Νατοϊκοί «σύμμαχοι» μας αυτοί που μας επέβαλλαν αρχικά  τις συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου για την Κύπρο (που υπέγραψε ο «εθνάρχης» Καραμανλής) οι οποίες οδήγησαν κατόπιν στον διαμελισμό του νησιού, αφού προηγούμενα οι ίδιοι «σύμμαχοι» συνήργησαν για να μπει η χώρα στον γύψο για μια επταετία. Σήμερα, ο μόνος λόγος που είμαστε «όαση» ηρεμίας στα Βαλκάνια (κατά την έκφραση του ανεκδιήγητου «εκσυγχρονιστή» πρωθυπουργού) είναι διότι η χώρα μας είναι πλήρως ενσωματωμένη στους θεσμούς της Νέας Τάξης. Άλλωστε η Τούρκικη ελίτ είχε από την αρχή του πόλεμου ξεκαθαρίσει τι θα μας περίμενε αν διενοείτο η δική μας ελίτ να πάρει εχθρική στάση κατά του Νατοϊκού εγκλήματος. Εάν όμως απολαύουμε τόση «προστασία» από τη συμμαχίας μας ώστε να χρειάζεται να έχουμε  τις υψηλότερες αμυντικές δαπάνες από όλες τις χώρες-μέλη (πράγμα που συνεπάγεται ότι βρισκόμαστε σχεδόν στον πάτο του ΟΟΣΑ όσον αφορά τις δαπάνες για υγεία, εκπαίδευση και κοινωνική πρόνοια) το ερώτημα που γεννάται είναι σε τι άραγε μας ωφελεί η παραμονή μας στην εγκληματική αυτή συμμαχία;

Όσον αφορά τη συμμετοχή μας στην ΕΕ, έχω δείξει επανειλημμένα στο παρελθόν ότι οι ζημίες (που τις πληρώνουν βέβαια κυρίως τα μη προνομιούχα κοινωνικά στρωματά) είναι πολύ σημαντικότερες από τα οφέλη (που καρπούται βασικά η οικονομική ελίτ). Το γεγονός ότι η παραγωγική δομή της χώρας έχει αποδιαρθρωθεί μετά την ένταξη μας στην ΕΟΚ γίνεται φανερό από τη στασιμότητα της συνολικής μεταποιητικής παραγωγής και τη δραστική συρρίκνωση ολόκληρων κλάδων (υφαντικά, είδη ένδυσης-υπόδησης, βιομηχανία ξύλου, επιπλοβιομηχανία, εκτυπώσεις, δέρματα, μεταλλικά προϊόντα, μεταφορικά μέσα κ.λπ.). Ακόμα, στη γεωργία, ενώ το εμπορικό ισοζύγιο πριν την ένταξη ήταν πλεονασματικό σήμερα είναι ελλειμματικό. Γενικά, οι εξαγωγές μας στην ΕΕ (τις οποίες υποτίθεται θα ωφελούσε η ένταξη) μειώνονται συνεχώς τα τελευταία χρόνια, το εμπορικό ισοζύγιο σταθερά επιδεινώνεται, οι δε μεταβιβάσεις από την ΕΕ, που σήμερα αποτρέπουν την κατάρρευση, σε λίγα χρόνια θα εξαφανιστούν και θα μείνουμε με μια αποσυντεθειμένη παραγωγική δομή. Το ερώτημα που γεννάται πάλι είναι ποιον άραγε ωφελεί η συμμετοχή μας στην ΕΕ εκτός από μια προνομιούχα μειονότητα, όταν, σαν αποτέλεσμα της αποσύνθεσης της παραγωγικής δομής μας, η ανεργία έχει φθάσει επίπεδα ρεκόρ στη χώρα μας  και το μέλλον διαγράφεται ακόμη πιο ζοφερό, αφού η παραγωγική αποσύνθεση συνεχίζεται;

Δεν υπάρχει λοιπόν αμφιβολία ότι θεσμικά ανήκουμε στη Δύση, παρά το γεγονός ότι η συμμετοχή μας στους δυτικούς θεσμούς δεν ωφελεί τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού μας. Το ερώτημα όμως που ανέκυψε με τον πόλεμο είναι που ανήκουμε πολιτισμικά. Και το ερώτημα ήταν οξύ διότι αυτή τη φορά στράφηκαν κατά του ΝΑΤΟ όχι μόνο οι παραδοσιακοί αντίπαλοι του στην Αριστερά, αλλά ακόμη και η Δεξιά, καθώς και η εκκλησία  και οι Ελληνορθόδοξοι, το μίγμα αυτό εθνικισμού και θρησκευτικού σκοταδισμού. Το ΚΚΕ  μάλιστα, παρόλο που βλέπει σωστά τα «συστημικά» αίτια του πόλεμου, κατάντησε να υιοθετήσει μια ανίερη συμμαχία με τη κίνηση των Ελληνορθόδοξων. Και αυτό παρά το ότι η κίνηση αυτή απορρίπτει τη Δύση πολιτισμικά και όχι θεσμικά. Φυσικά, κανένας δεν θα διαφωνούσε στη σύμπηξη ενός αντιπολεμικού μετώπου με οποιοδήποτε κίνημα, ανεξάρτητα από ιδεολογία. Η απόπειρα όμως του ΚΚΕ να στήσει όχι απλώς ένα αντιπολεμικό, αλλά ένα «αντιιμπεριαλιστικό, αντιμονοπωλιακό μέτωπο», με ανθρώπους που  δεν αντιτίθενται στη «συστημική» όψη της Νέας Τάξης, δηλαδή στο θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς και την «φιλελεύθερη ολιγαρχία», αλλά μόνο στην πολιτισμική διάσταση της, όχι μόνο αποπροσανατολίζει το λαϊκό κίνημα αλλά και τορπιλίζει τον αγώνα κατά της Νέας Τάξης. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν με τον τρόπο αυτό νομιμοποιεί «από τα αριστερά» την Ελληνοορθοδοξία και τους  εκπρόσωπους της, αντί να τους απομονώνει (όπως όφειλε εάν διέθετε ιδεολογική συνέπεια) στη λαϊκή συνείδηση.

Είναι φανερό ότι μια ριζοσπαστική Αριστερά δεν μπορεί παρά να στηριχτεί πάνω σε ένα δημοκρατικό ορθολογισμό που θα μπορούσε να θεμελιώσει μια περιεκτική δημοκρατία. Όμως, ούτε  ο ορθολογισμός ούτε η δημοκρατία έχουν καμία σχέση με τον θρησκευτικό σκοταδισμό και την Βυζαντινή θεοκρατία που πρεσβεύουν οι Ελληνορθόδοξοι. Ο αγώνας κατά της Νέας Τάξης σίγουρα δεν θα γίνει με… εξαπτέρυγα και εάν το ΚΚΕ δεν αντιλαμβάνεται αυτή την απτή αλήθεια απλώς θέτει εαυτό εκτός του αγώνα για το κτίσιμο μιας ριζοσπαστικής και ελευθεριακής Αριστεράς που θα παλέψει για μια Ελλάδα πέρα από την δυτική Σκύλλα και την Ελληνορθόδοξη Χάρυβδη.