(Ελευθεροτυπία, 13 Μαρτίου 1999)


Ο Οτσαλάν, το διπρόσωπο ΠΑΣΟΚ και η «αριστερή» διανόηση

 

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

 

Πριν από δυο εβδομάδες, και πριν να εκραγούν οι αποκαλυπτικές βόμβες των καταθέσεων των Κουρδισσών και του πρέσβη στη Κένυα, διατύπωνα από τη στήλη αυτή τη θέση ότι «η απόπειρα δημοσιοποίησης και διεθνοποίησης του προβλήματος θα σήμαινε τη συντονισμένη πίεση HΠA και E.E. για την παράδοση του “τρομοκράτη” στην Tουρκία. Έτσι, οι εκσυγχρονιστές θα υποχρεώνονταν να κάνουν άμεσα και φανερά αυτό που έκαναν έμμεσα και στα κρυφά, με συνέπεια η εκλογική ζημία τους να ήταν ακόμη μεγαλύτερη από αυτή που θα υποστούν τώρα». Τα γεγονότα δικαίωσαν απόλυτα τη θέση αυτή αλλά και τη στάση των εκσυγχρονιστών. Και αυτό, διότι η κυβέρνηση, με το όργιο διαστρέβλωσης και παραπληροφόρησης που σπάνια έχει δει ο τόπος και το οποίο θύμιζε πολύ την μετεμφυλιακη περίοδο, σε συνδυασμό με το αποφασιστικό σωσίβιο της «αριστερής» διανόησης (που σήμερα παίζει τον ρόλο της τότε «παραδοσιακής» διανόησης), κατάφερε να θολώσει τόσο πολύ τα νερά ώστε το ΠΑΣΟΚ να έχει άριστα ελαχιστοποιήσει τη ζημία από τα αποκαλυπτήρια του πραγματικού ρόλου του.

Πριν να δούμε όμως τον ρόλο του ΠΑΣΟΚ και της «αριστεράς» θα έπρεπε ν’ αναφερθούμε σύντομα στα ίδια τα γεγονότα. Κατ’ αρχήν, είναι βέβαια αστείο, ή εκ του πονηρού, να ζητά κανείς «αδιάσειστα στοιχεία» σε υποθέσεις όπου εμπλέκονται μυστικές υπηρεσιες. Τα στοιχεία αυτά βγαίνουν μόνο π.χ. μετά 30 ή 50 χρόνια στη Βρετανία και στην Ελλάδα συνήθως ποτέ. Το τι ρόλο έπαιξε επομένως η κυβέρνηση στην υπόθεση μπορεί να βασιστεί μόνο σε πολιτική ανάλυση και τις υπάρχουσες ενδείξεις. Τόσο δε η ανάλυση όσο και οι ενδείξεις συγκλίνουν στο γεγονός ότι οι «εκσυγχρονιστές» έπαιξαν ένα κατάπτυστο ρόλο στην υπόθεση, παρά τους ευφημισμούς-συγχωροχάρτια διάφορων «αριστερών» για «λάθος χειρισμούς», «εγκληματικά σφάλματα», «ανεπάρκεια» κ.λπ. Και δεν χρειάζεται καν να καταφύγουμε σε συνωμοσιολογιες για να καταλήξουμε στο συμπέρασμα αυτό, παρά το γεγονός ότι, όπως παρατηρεί ακόμη και η Monde Diplomatique (αρ 540, Μάρτης 1999) ― εφημερίδα που δεν φημίζεται για τον εξτρεμισμό της, δεν δόθηκε ποτέ ικανοποιητική εξήγηση για την επιλογή της Κένυας, όταν ήταν σε όλους γνωστό ότι είναι η κατ’ εξοχήν χώρα που προσφέρεται για δράση των αμερικανό-ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών.

Αρκεί το γεγονός, που βεβαιώνει ακόμη και ο πρέσβης, ότι η κυβέρνηση, εν πλήρει γνώσει του γεγονότος ότι η πρεσβευτική κατοικία πολιορκείτο από τις μυστικές υπηρεσίες, μόνο βία δεν χρησιμοποίησε (ή δεν κατάφερε να χρησιμοποιήσει) για ν’ αναγκάσει τον Οτσαλάν να βγει από αυτήν και κατόπιν, χωρίς καμία απολύτως εγγύηση για τη τύχη του, τον άφησε μόνο στα χέρια των Κενυατών που δρούσαν ως όργανα των ξένων μυστικών υπηρεσιών. Αυτό δεν είναι ούτε λάθος χειρισμός, ούτε σφάλμα, αλλά εν γνώσει των συνεπειών έμμεση παράδοση του Οτσαλάν στους δημίους του. Όμως, αποτελεί στοιχειώδη ηθική (αν μη τι άλλο) υποχρέωση για μια χώρα, που φυγαδεύει σε πρεσβεία της κάποιον καταδιωκόμενο, η ανάληψη της ευθύνης να τον βγάλει από αυτή με ισχυρές εγγυήσεις για την ακεραιότητα του. Εάν η πρεσβεία δεν μπορούσε να παράσχει τις εγγυήσεις αυτές τότε είχε υποχρέωση να μην αφήσει ποτέ τον καταδιωκομενο να βγει από αυτή. Τότε, οι Κενυάτες και οι μυστικές υπηρεσίες δεν θα είχαν άλλη επιλογή παρά να εισβάλλουν στη πρεσβεία, καταρρακώνοντας κάθε έννοια διεθνούς δικαίου και προστασίας ατομικών δικαιωμάτων για τα οποία υποτίθεται κόπτεται η Δύση. Το ότι δεν έπραξε έτσι η κυβερνητική φατρία εξηγείται από το γεγονός ότι όχι μόνο δεν διανοήθηκε ποτέ να εκθέσει τους εταίρους της αλλά και έχει αναλάβει ρητές δεσμεύσεις απέναντι τους γι’ ανηλεή αγώνα κατά της «τρομοκρατίας», όπως αυτή ορίζεται εκάστοτε από τη Δύση. Το δίλημμα που αντιμετώπιζε ήταν είτε η άμεση παράδοση του Οτσαλάν στους δημίους του, που θα σήμαινε τον καταποντισμό της, είτε η έμμεση (μέσω των Κενυατών) παράδοση ― πράγμα που και έκανε με επιτυχία, χάρη στο σωσίβιο της «αριστερής» διανόησης και την παράλληλη Γκεμπελική προπαγάνδα περί άμεσου κίνδυνου πόλεμου που καλλιέργησε.

Όλα αυτά βέβαια δεν είναι εκπληκτικά. Όλα τα κόμματα που αποδέχονται το δόγμα «ανήκουμε στη Δύση» και το συμπληρωματικό σήμερα δόγμα «εθνικός στόχος η ΟΝΕ» θα έκαναν ακριβώς τα ίδια στην ανάλογη περίπτωση. Και αυτό, διότι πράγματι ούτε στη Δύση, ούτε στην ΟΝΕ μπορούμε ν’ ανήκουμε αν δεν χαρακτηρίζουμε ως τρομοκρατικά όποια κινήματα χαρακτηρίζουν έτσι οι ηγετικές κλίκες στις ΗΠΑ και στην ΕΕ. Οι τραγικές αντιφάσεις προέκυψαν από τον ιδιότυπο χαρακτήρα του ΠΑΣΟΚ και ιδιαίτερα από το γεγονός ότι η αντι-ιμπεριαλιστική ιδεολογία του κόμματος, όπως καθορίστηκε από τον ιδρυτή του, ήταν πάντοτε εντελώς αντίθετη με τη πράξη του. Ήταν αυτή η αντίφαση, που έφερε σε ανοικτή σύγκρουση το «εθνικιστικό» τμήμα του ΠΑΣΟΚ, το οποίο ακόμη πιστεύει σ’ αυτήν την ιδεολογία, με το «εκσυγχρονιστικό» τμήμα του, το οποίο αποτελείται βασικά από επαγγελματίες πολιτικούς με μόνη «ιδεολογία» την νομή της εξουσίας. Στη πραγματικότητα, οι εκσυγχρονιστές έχουν σήμερα αναλάβει μια τεράστια προσπάθεια να «εκσυγχρονίσουν» την ιδεολογία του ΠΑΣΟΚ, όχι μόνο στον οικονομικό, αλλά και στον πολιτικό τομέα, και να την κάνουν συνεπή με τη πράξη του κόμματος.

Αλλά ας έλθουμε τώρα στη συνέπεια της «αριστερής» διανόησης. Ένα βασικό χαρακτηριστικό της αριστερής σκέψης ήταν ανέκαθεν ότι έβλεπε τους ανθρώπους πρωταρχικά με βάση την κοινωνική τάξη, ομάδα, ή στρώμα που άνηκαν και όχι με βάση το χρώμα, φύλο, φυλή ή εθνικότητα τους. Και, φυσικά, πάντα έκανε τη κρίσιμη διάκριση μεταξύ των ελίτ και των ίδιων των λαών. Ακόμη και στη περίπτωση που ετίθετο θέμα εθνικής απελευθέρωσης, ή σύγκρουσης με κάποια αλλοεθνή ελίτ (καλή ώρα η Τουρκική). Οι δικοί μας όμως «αριστεροί» με πατέντες, που αυτο/επιστρατεύθηκαν στη σωτηρία της κυβέρνησης, το πρώτο που έκαναν ήταν να ταυτίσουν το λαό της χώρας αυτής με την κυβερνώσα φατρία και να τον καλέσουν σε συσπείρωση. Με την ίδια λογική βέβαια οι Αμερικανοί θα έπρεπε να συσπειρωθούν γύρω από τον εκάστοτε πρόεδρο τους όταν κατηγορείτο για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, που συνήθως αποδεικνυόντουσαν μετά πολλά χρονια (μόλις αποδείχθηκε η άμεση υποστήριξη που παρείχε ο Κίσινγκερ στην εγκληματική δραστηριότητα του Πινοσέτ).

Παρένθεση. Στο Κουβανέζικο φιλμ «Αναμνήσεις υπανάπτυξης» η υπανάπτυξη ταυτιζόταν με την ασυνέπεια. Διαπίστωση που συμπλήρωσε ο μαρξιστής οικονομολόγος Πωλ Σουήζη με τη παρατήρηση ότι «όταν είσαι αριστερός και υπανάπτυκτος τότε είσαι υπανάπτυκτος αριστερός». Στην Ελλάδα έχουμε το μοναδικό φαινόμενο «αριστερών» που παίρνουν ισόβιο πιστοποιητικό αριστερών φρονημάτων για κάποια παρελθούσα δράση τους, ανεξάρτητα από το τι εγκληματική ασυνέπεια μπορούν να δείχνουν στη μετέπειτα ζωή τους, ακόμη και αν συμμετέχουν σε μια καθαρά ακραιφνή νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση! Άραγε υπάρχει επιεικέστερος χαρακτηρισμός από αυτόν του Σουήζη για τους «αριστερούς» αυτούς που χρησιμοποίησαν γλώσσα λιντσαρίσματος εναντίον ανθρώπων που ματώνουν για την ελευθερία τους, επειδή κατά τη γνώμη τους «συκοφάντησαν» την άρχουσα πολιτική ελίτ;

Τέλος, ας έλθουμε στη πιο σοβαρή εκδοχή της «αριστερής» διανόησης που ταυτίζει το «εθνικό» συμφέρον με την είσοδο στην ΟΝΕ, το οποιο πράγματι απειλείτο από την υπόθεση Οτσαλάν. Όμως, ποιος από τους «αριστερούς» αυτούς απέδειξε με στοιχειοθετημένη ανάλυση ότι η ΟΝΕ θα ωφελήσει τους άνεργους, τους χαμηλόμισθους, τους συνταξιούχους της πείνας, τους αγρότες και τους περιθωριοποιημένους, που αποτελούν την μεγάλη πλειοψηφία του λαού μας; Όταν ζούμε σε μια κοινωνία με τέτοιες πελώριες ανισότητες όπως η ελληνική αποτελεί πράγματι θράσος η «αριστερή» διανόηση να ταυτίζει τα συμφέροντα της μειονότητας που πιθανό να ωφεληθεί από την ΟΝΕ (στην οποία συνήθως ανήκουν και οι ίδιοι) με τα συμφέροντα ολόκληρου του λαού και ν’ αναγάγει την ένταξη μας σε εθνικό στόχο, για τον οποίο θα άξιζε να θυσιάσουμε τα πάντα. Το τέστ της συνέπειας της αριστεράς δεν είναι βέβαια οι μεγαλόστομες διακηρύξεις υπέρ των κατατρεγμένων, αλλά η πράξη. Και στοιχειώδης πράξη συνέπειας ήταν η καταγγελία της κυβερνητικής φατρίας για τον επαίσχυντο ρόλο της και όχι η παροχή, άμεσα ή έμμεσα, σωσίβιου σε αυτήν, για χάρη της «Ελλάδας» και της ΟΝΕ…