(Ελευθεροτυπία, 4 Δεκεμβρίου 1999)

Παγκοσμιοποίηση: η εκδίκηση των «μύθων»

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Την εβδομάδα αυτή ο κόσμος έγινε μάρτυρας της δύναμης που έχουν οι…μύθοι. Οι μαζικές διαδηλώσεις στο Σιατλ, όπου ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου θεσμοποιεί παραπέρα την παγκοσμιοποίηση και αγοραιοποιηση της οικονομίας, σύμφωνα με την παραφιλολογία για την παγκοσμιοποίηση που αναπτύσσεται στη χώρα μας, ίσως είναι περιττές. Και αυτό, διότι σύμφωνα με τους τ. Μαρξιστές και νυν σοσιαλδημοκράτες, που παριστάνουν ότι αποτελούν την ‘αριστερή’ αντιπολίτευση στον ‘Τρίτο Δρόμο’ των σοσιαλφιλελευθέρων, η παγκοσμιοποίηση είναι ένας μύθος! Έτσι, οι ‘αριστεροί’ αυτοί, αντί να δείξουν ότι είναι η ίδια η οικονομία της αγοράς που δημιουργεί την παγκοσμιοποίηση και τον συνακόλουθο μονόδρομο που διακηρύσσουν τα σοσιαλφιλελεύθερα κόμματα, αρνούνται στρουθοκαμηλικά την παγκοσμιοποίηση! Πράγμα βέβαια καθόλου περίεργο εφόσον οι ίδιοι ‘αριστεροί’, έχοντας από καιρό πετάξει από τις ιδεολογικές αποσκευές τους κάθε ριζοσπαστική προβληματική που στοχεύει στην ανατροπή του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου, υποστηρίζουν τώρα τη θέση ότι, ακόμη και στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, είναι δυνατόν το κράτος να παίξει ένα ρόλο ριζοσπαστικών κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, αρκεί να καταλάβουν την εξουσία οι ‘συνεπείς’ αριστεροί τύπου Λαφοντεν και κομπανία. Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τρεις παραλλαγές στην ‘αριστερή’ άποψη που αμφισβητεί την παγκοσμιοποίηση.

Κατά την πρώτη άποψη,[1] η παγκοσμιοποίηση είναι περιορισμένη ποσοτικά και αφορά μικρό μέρος του πλανήτη. Όμως, η βασιμότητα του ισχυρισμού αυτού εξαρτάται από τον ορισμό που θα υιοθετήσουμε. Εάν δηλαδή εννοήσουμε τη παγκοσμιοποίηση ότι σημαίνει τη διεθνοποίηση της ίδιας της παραγωγής, (πράγμα που συνεπάγεται ότι οι παραγωγικές μονάδες μετατρέπονται σήμερα σε δι-εθνικά σώματα που λειτουργούν σ’ έναν χώρο χωρίς σύνορα, ως τμήμα ενός ενοποιημένου διεθνούς καταμερισμού εργασίας), τότε, πράγματι, η παγκοσμιοποίηση είναι αμφισβητήσιμη, τόσο ποσοτικά όσο και γεωγραφικά. Εάν όμως εννοήσουμε την παγκοσμιοποίηση ότι σημαίνει τη διεθνοποίηση των αγορών κεφαλαίου (επενδυτικού, δανειακού, κερδοσκοπικού κλπ) και εμπορευμάτων, αλλά όχι και της ίδιας της παραγωγής, αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ‘διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς’ τότε η παγκοσμιοποίηση αυτή όχι μόνο είναι ποσοτικά τεράστια αλλά και αγκαλιάζει το σύνολο σχεδόν του πλανήτη, με σημαντικές επιπτώσεις στο πολιτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό επίπεδο

Κατά μια άλλη άποψη,[2] η παγκοσμιοποίηση δεν είναι παρά μια νεοφιλελεύθερη πολιτική την οποία εισήγαγαν ‘κακές’ ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις. Πράγμα που συνεπάγεται την ανάγκη για μια εναλλακτική πρόταση στο νεοφιλελευθερισμό, ο οποίος, επίσης, θεωρείται ένα είδος ‘κακής’ πολιτικής. Όμως, ούτε ο νεοφιλελευθερισμός, ούτε πολύ περισσότερο η παγκοσμιοποίηση, είναι θέματα κακής πολιτικής αλλά αντίθετα αντιπροσωπεύουν δομικές αλλαγές του συστήματος της οικονομίας της αγοράς.

Τέλος, σύμφωνα με μια τρίτη άποψη, η παγκοσμιοποίηση δεν είναι παρά ένα αστικό ιδεολόγημα, μια ‘μεγάλη χίμαιρα’[3] που στρέφεται εναντίον του κράτους-έθνους. Η στρουθοκαμηλική αυτή άποψη, επομένως, απορρίπτει όχι μόνο την παγκοσμιοποίηση αλλά και τον ίδιο τον μαρασμό της οικονομικής κυριαρχίας του κράτους-έθνους στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Ο στόχος των οπαδών της άποψης αυτής είναι προφανής: απορρίπτοντας την παγκοσμιοποίηση και τον συνακόλουθο μαρασμό του κράτους-έθνους προσπαθούν να δώσουν νόημα στη σοσιαλδημοκρατία, το ’ρεαλιστικό’ οικολογικό κίνημα και γενικότερα τη φιλολογία των μεταρρυθμίσεων  που (συνήθως με το αζημίωτο) υποστηρίζουν. 

Είναι λοιπόν φανερό από τα παραπάνω ότι το ζήτημα εάν η παγκοσμιοποίηση είναι μύθος ή πραγματικότητα, ‘κακή’ πολιτική  ή δομική αλλαγή έχει πελώρια πρακτική σημασία όσον αφορά τη φύση της αριστεράς σήμερα και τον ίδιο τον λόγο ύπαρξης της. Εάν δηλαδή δεχθούμε την άποψη του μύθου κ.λπ. τότε η απάντηση στη διεθνοποίηση και τον νεοφιλελευθερισμό μπορεί να δοθεί μέσα στο ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς, αρκεί να εκλέξουμε τους ‘καλούς’ σοσιαλδημοκράτες η οικολόγους στη κυβέρνηση, που θα εισάγουν αποτελεσματικούς κοινωνικούς έλεγχους για την προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος. Αντίθετα, αν δεχθούμε τη θέση της παγκοσμιοποίησης ως δομικής αλλαγής, τότε, το σημερινό θεσμικό πλαίσιο των ανοικτών αγορών κεφαλαίου και εμπορευμάτων δεν δίνει καμία δυνατότητα για παρόμοιες επιλογές. Στη περίπτωση αυτή, οι πολιτικές που εφαρμόζουν σήμερα τα  σοσιαλφιλελεύθερα κόμματα, σε συνεργασία με τα χρεοκοπημένα οικολογικά κόμματα, σε ολόκληρη την Ευρώπη, είναι πράγματι μονόδρομος. Πράγμα που σημαίνει ότι η μόνη διέξοδος είναι η δημιουργία νέων μορφών κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης, έξω από το σημερινό θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς.

Κατά την άποψη μου, η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς αποτελεί δομική αλλαγή στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς, με την έννοια ότι αποτελεί την ανώτερη φάση στην διαδικασία ‘αγοραιοποιησης’ η οποία άρχισε με την εγκατάσταση του συστήματος αυτού, πριν δυο περίπου αιώνες.[4] Μολονότι δηλαδή η αγορά σήμερα διαπερνά κάθε πλευρά της ζωής, από την οικογενειακή ζωή ως την κουλτούρα, την εκπαίδευση, τη θρησκεία και ούτω καθεξής, εύκολα μπορεί να δειχθεί ότι η αγοραιοποίηση της οικονομίας είναι ένα ιστορικά πρόσφατο φαινόμενο. Παρά το γεγονός ότι αγορές υπήρχαν για πάρα πολύ καιρό, ήταν μόνο στην αρχή του περασμένου  αιώνα που δημιουργήθηκε το σύστημα της αγοράς, που, για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, καθιέρωσε  το θεσμικό διαχωρισμό της κοινωνίας σε  οικονομική και πολιτική σφαίρα. Παρόμοιος διαχωρισμός δεν υπήρχε ούτε στην κοινωνία που βασιζόταν σε φυλές, ούτε στη φεουδαρχική η την μερκαντιλιστική κοινωνία.[5] Η κινητήρια δύναμη του καινούργιου συστήματος ήταν ο ανταγωνισμός που δημιουργούσε μια δυναμική  η οποία χαρακτηριζόταν από την αρχή «ανάπτυξη ή θάνατος». Αυτή η ίδια δυναμική σήμαινε ότι η οικονομία της αγοράς, από τη στιγμή που εγκαθιδρύθηκε, θα κατέληγε αναπόφευκτα σε μια διεθνοποιημένη οικονομία. Και αυτό, γιατί από τη στιγμή που η Βιομηχανική Επανάσταση εισήγαγε νέα συστήματα μαζικής παραγωγής σε μια κοινωνία που ήταν εμπορική, όπου τα μέσα παραγωγής βρίσκονταν υπό ατομική ιδιοκτησία και έλεγχο, τέθηκε σε κίνηση μια διαδικασία (με τη ζωτικής σημασίας υποστήριξη του έθνους-κράτους) που οδηγούσε στο μετασχηματισμό των κοινωνικά ελεγχόμενων οικονομιών του παρελθόντος, στις οποίες η αγορά έπαιζε έναν περιθωριακό ρόλο, στις σημερινές οικονομίες της αγοράς. Ο ιδιωτικός δηλαδή έλεγχος της παραγωγής προϋπέθετε ότι αυτοί που έλεγχαν τα μέσα παραγωγής θα έπρεπε να είναι οικονομικά «αποτελεσματικοί» για να επιβιώσουν του ανταγωνισμού, έπρεπε δηλαδή να διασφαλίζουν, πρώτον, την ελεύθερη ροή εργασίας και γης με ελάχιστο κόστος, πράγμα που σημαίνει, σε συνθήκες ιδιωτικού ελέγχου της παραγωγής, ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων στην αγορά, δηλαδή την αγοραιοποίηση της οικονομίας, και δεύτερον, τη συνεχή ροή επενδύσεων σε νέες τεχνικές, μεθόδους παραγωγής και προϊόντα, σε μια προσπάθεια να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα και τους δείκτες πωλήσεων, δηλαδή την οικονομική ανάπτυξη.

Οι διαδικασίες αυτές  οδήγησαν στα σύγχρονα κοινωνικά κινήματα που δέσποσαν την πολιτική και κοινωνική δράση, από τον καιρό της εγκαθίδρυσης της οικονομίας της αγοράς. Έτσι, η διαδικασία αγοραιοποιησης οδήγησε στην ιστορική σύγκρουση μεταξύ φιλελευθερισμού και σοσιαλισμού, όπου οι μεν φιλελεύθεροι, νεοφιλελεύθεροι και σήμερα οι σοσιαλφιλελεύθεροι του ‘Τρίτου Δρόμου’ υποστηρίζουν την παραπέρα αγοραιοποιηση για χάρη της μεγαλύτερης οικονομικής ‘αποτελεσματικότητας’ (και κερδοφορίας), ενώ οι σοσιαλιστές τη θέση της μεγιστοποίησης των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές. Αντίστοιχα, η αναπτυξιακή διαδικασία και οι συνακόλουθες περιβαλλοντικές επιπτώσεις της οδήγησαν τα τελευταία περίπου 30 χρονια στη σύγκρουση μεταξύ ‘ρεαλιστικής’ και ριζοσπαστικής οικολογίας, όπου οι μεν ‘ρεαλιστές’ οικολόγοι υποστηρίζουν ότι είναι εφικτό το ξεπέρασμα της οικολογικής κρίσης ακόμα και μέσα στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς, αρκεί να εφαρμόσουμε τις κατάλληλες τεχνολογίες και ν’ αλλάξουμε νοοτροπία απέναντι στη Φύση, ενώ οι ριζοσπάστες οικολόγοι βλέπουν ανέφικτο το ξεπέρασμα της κρίσης χωρίς την ανατροπή της ίδιας της οικονομίας της αγοράς και των αξιών που την συνοδεύουν. 

Στη νέα χιλιετία που ανατέλλει το ζητούμενο είναι η υπέρβαση των διαδικασιών αγοραιοποιησης και ανάπτυξης, οι οποίες είναι ασύμβατες με τη δημοκρατία όπως τόνιζαν οι διαδηλωτές στο Σιάτλ. Πράγμα που προϋποθέτει την υπέρβαση του συστήματος που τις γέννησε, προς μια περιεκτική δημοκρατία που διασφαλίζει την επανενσωμάτωση της κοινωνίας με την οικονομία και του Ανθρώπου με τη Φύση.                       



[1] P. Hirst & G. Thompson, Globalization in Question (Polity, 1996) 

[2] Λ. Πάνιτς στο συνέδριο για τον Πουλαντζά

[3] Κ. Βεργόπουλος, Παγκοσμιοπoίηση: η μεγάλη χίμαιρα (‘Ε’, 28/11/99, Λιβάνης 1999)

[4] βλ. Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία (Καστανιώτης, 1999) κεφ 1

[5] K. Polanyi, The Great Transformation κεφ. 4-5.