ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ: Πέρα από την δαιμονολογία της ποινικοποίησης και την “προοδευτική” μυθολογία της φιλελευθεροποίησης


 

(Ελευθεροτυπία, 18 Ιουλίου 1998)


Tα ναρκωτικά δεν είναι Μινώταυρος

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Ο κ. Α. Κωσταράς παρενέβη προ ημερών από τη στήλη αυτή[1] στη συζήτηση για τα ναρκωτικά που, από καιρό,  διεξάγεται από την εφημερίδα αυτή. Μολονότι διαφωνώ ριζικά τόσο με την διάγνωση του προβλήματος όσο και με την προτεινόμενη λύση από τον συγγραφέα, νομίζω ότι η παρέμβαση του αποτελεί έναυσμα για σοβαρή συζήτηση πάνω στο θέμα, πέρα από τις κραυγές και τα συνθήματα που συνήθως χαρακτηρίζουν τον «διάλογο» πάνω στο θέμα. Στόχος άλλωστε της σχετικής αρθογραφίας μου ήταν πάντα να συμβάλω, κατά το δυνατόν, στο ξεκίνημα ενός σοβαρού διαλόγου για τα ναρκωτικά, πέρα από την δαιμονολογία της ποινικοποίησης αλλά και την «προοδευτική» μυθολογία  της νομιμοποίησης, με την έννοια της χωρίς κανένα περιορισμό χρήσης όλων ή μερικών ναρκωτικών. Επειδή ακριβώς πιστεύω ότι είναι επιτακτική η ανάγκη διαμόρφωσης μιας τρίτης προσέγγισης, πέρα από αυτόν τον άκαρπο αλλά και επικίνδυνο διπολισμό που έχει ως τώρα μονοπωλήσει, ιδιαίτερα από τα τηλεοπτικά ΜΜΕ, τον διάλογο πάνω στο θέμα, είναι ευπρόσδεκτη η πολιτισμένη συζήτηση με την ευκαιρία της παρέμβασης του κ. Κωσταρά.

Θα ήθελα όμως κατ’ αρχάς να εκφράσω την έκπληξη μου  για το σχόλιο του συγγραφέα ότι «θα διαφωνήσω με πολλές θέσεις του εκλεκτού συνεργάτη της στήλης κ. Τ. Φωτόπουλου που τον εμφανίζουν ως απολογητή του ισχύοντος συστήματος». Και αυτό, διότι επανειλημμένα στο παρελθόν, ακόμη και στα πρόσφατα άρθρα που αναφέρεται, έχω εκφράσει την άκρα αποδοκιμασία μου προς το ισχύον σύστημα καταστολής που ποινικοποιεί  και φυλακίζει τα θύματα των ναρκωτικών αντί να φροντίζει για την απεξάρτηση τους.

Όσον αφορά τώρα τη διαφωνία μου για τη διάγνωση του προβλήματος δεν νομίζω ότι έχει καμιά ιστορική βάση ο ισχυρισμός ότι όσο υπάρχει κοινωνική συμβίωση και οι ανθρώπινες κοινωνίες παράγουν θεσμική ή άλλη κρίση οι ψυχότροπες ουσίες θα είναι πάντα ο εξωτικός παράδεισος. Και αυτό, διότι το φαινόμενο της σημερινής, σχεδόν επιδημικής, εξάπλωσης των ναρκωτικών σε ευρεία στρώματα του πληθυσμού είναι πρωτόγνωρο. Ούτε σε απόλυτους, ούτε σε σχετικούς (με τον πληθυσμό) αριθμούς, απαντάται από όσο γνωρίζουμε παρόμοιο φαινόμενο στην Ιστορία. Τα ναρκωτικά δεν είναι λοιπόν πρόβλημα που κληροδότησαν οι αρχαίοι θεοί μας για να μας τιμωρήσουν (όπως έπραξε ο Ποσειδώνας τιμωρώντας τον Μίνωα που δεν θυσίασε τον ταύρο που του έστειλε). Ούτε ακόμη περισσότερο είναι πρόβλημα που μας έδωσε ο Θεός μας, από τότε που, κατά Τσαρούχη, πάψαμε να είμαστε Έλληνες και γίναμε Χριστιανοί ορθόδοξοι, για να μας τιμωρεί μέχρι Δευτέρας Παρουσίας.

Τα ναρκωτικά είναι αποκλειστικά κοινωνικό πρόβλημα και αναφέρεται στη μορφή που πήρε η κοινωνία τα τελευταία 30 περίπου χρόνια, όταν σημειώνεται και η μαζική εξάπλωση τους. Αναφέρεται, δηλαδή στην καταναλωτική κοινωνία των δυο τρίτων  που παρέχει άφθονα υλικά αγαθά (αλλά και κενή περιεχομένου ζωή) στα προνομιούχα μέλη της ενώ παράλληλα καταδικάζει στην περιθωριοποίηση και την αθλιότητα τα υπόλοιπα μέλη της. Πράγμα που στρέφει σημαντικά τμήματα των προνομιούχων και ακόμη σημαντικότερα τμήματα των περιθωριοποιημένων στους τεχνητούς παραδείσους  και την ανάγκη φυγής από την  πραγματικότητα. Η απαγορευτική πολιτική επομένως, μολονότι δεν αποτελεί βέβαια λύση του προβλήματος, σίγουρα δεν είναι και η αιτία του, οι δε πίνακες της στατιστικής δεν αποδεικνύουν τίποτα σχετικό. Διότι στη στατιστική πάντα υπάρχει το θέμα της αιτιώδους συνάφειας, όταν, όπως συμβαίνει συχνά, πολλές μεταβλητές αλλάζουν ταυτόχρονα. Το θέμα είναι δηλαδή ποιες από αυτές είναι οι αιτίες και ποιες το αποτέλεσμα. Μια απλοϊκή αιτιώδης σχέση συνδέει την εξάπλωση των ναρκωτικών  με την καταστολή (ή καλύτερα τις προθέσεις καταστολής) σε σχέση αιτίου και αιτιατού. Μια πολύπλοκη αιτιώδης σχέση, σαν την τρίτη προσέγγιση που ανάφερα παραπάνω, προτείνει ότι τις αιτίες θα πρέπει να τις αναζητήσουμε στις κοινωνικές μεταβολές που συνέβησαν τα τελευταία 30 χρόνια, δηλαδή στην ανάδυση της καταναλωτικής κοινωνίας και τη συνακόλουθη άνοδο της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης. Αντίστοιχα, θα έπρεπε να κατατάξουμε στα αποτελέσματα τόσο την εξάπλωση των ναρκωτικών όσο και τη συνακόλουθη καταστολή και τον φαύλο κύκλο της συναφούς εγκληματικότητας. Νομίζω ότι αυτή η πιο πολύπλοκη αιγιακή σχέση δίνει μια πολύ πιο καρποφόρα ερμηνεία του προβλήματος που είναι συγχρόνως συμβατή με τις κοινωνικές αλλαγές που συνέβησαν στα χρόνια της μαζικής εξάπλωσης των ναρκωτικών.

Όσον αφορά την προτεινομένη λύση του προβλήματος από τον συγγραφέα, δηλαδή την ελεύθερη διακίνηση των ναρκωτικών από το κράτος και τη δωρεάν διανομή τους από ειδικές υπηρεσίες του, νομίζω ότι το θεμελιακό πρόβλημα που παρουσιάζει η προτεινόμενη λύση ξεκινά από την εσφαλμένη διάγνωση που ανέφερα παραπάνω. Κατά τη γνώμη μου, το πρόβλημα της εξάπλωσης ναρκωτικών δεν είναι πρόβλημα διανομής. Δηλαδή, αν θα τα διανέμουν, όπως σήμερα, οι λαθρέμποροι και η μαφία, ή οι νόμιμοι έμποροι και φαρμακοβιομηχανίες, όπως προτείνουν πολλοί στην Ευρωπαϊκή ελίτ, ούτε βέβαια αν θα τα διανέμει το κράτος. Το πρόβλημα της εξάπλωσης ναρκωτικών είναι αφενός πρόβλημα ζήτησης, όπως ανάφερα παραπάνω και αφετέρου πρόβλημα προσφοράς, όπως είχα αναφέρει παλιότερα.[2] Με βάση αυτή την προσέγγιση, όσο διαιωνίζεται η σημερινή παγκόσμια οικονομική δομή του διευρυνόμενου ανοίγματος μεταξύ Βορρά και Νότου που επιβάλλει η διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και όσο αναπαράγεται η καταναλωτική κοινωνία των δυο τρίτων στον ίδιο τον Βορρά (και σε κάποιο βαθμό στον Νότο). όσο δηλαδή διευρύνεται η ανισότητα, η περιθωριοποίηση για τους μεν και εντείνεται το υπαρξιακό πρόβλημα του νοήματος ζωής για τους δε, τόσο θα χειροτερεύει το πρόβλημα των ναρκωτικών, ανεξάρτητα από το ποιος τα διανέμει και πως. Διότι βέβαια ο ισχυρισμός του συγγραφέα ότι με το λαθρεμπόριο η τιμή των ναρκωτικών διαμορφώνεται σε υψηλά επίπεδα και γι’ αυτό στενεύει ο κύκλος αυτών που μπορούν να τα αγοράσουν με δικά τους χρήματα είναι αβάσιμος και στα δυο σκέλη του. Πρώτον, διότι όπως είχα αναφέρει στο παρελθόν η τιμή, για παράδειγμα, της ηρωίνης  στη Βρετανία έχει πέσει στο μισό τα τελευταία 10 χρόνια αλλά οι χρηστές της έχουν πολλαπλασιαστή από τότε[3]. Δεύτερον, διότι αν οι τοξικομανείς δεν μπορούν να πληρώσουν την δόση τους αυτό βέβαια δεν αφορά τους βολεμένους εξ αυτών αλλά την πλειοψηφία των περιθωριοποιημένων που καταφεύγουν σε αυτά.

Μολονότι, λοιπόν, όπως έχω άλλωστε επανειλημμένα υποστηρίξει στο παρελθόν, η συναφής με τα ναρκωτικά εγκληματικότητα πράγματι θα μειωθεί (καθώς και οι θάνατοι) αν τα ναρκωτικά διατίθενται δωρεάν από το κράτος, αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι θα μειωθεί και η εξάπλωση τους. Απλώς η κοινωνία των δυο τρίτων, για ν’ απολαμβάνει ήσυχα τα αγαθά της ευημερίας της (αντάλλαγμα του υπαρξιακού κενού της) θα ναρκώνει τις αντιδράσεις των θυμάτων της και θα ελαχιστοποιεί τις κοινωνικές εκρήξεις (μπορούμε να φανταστούμε για παράδειγμα πόσοι αδιόριστοι καθηγητές θα έβγαιναν στους δρόμους για το αναφαίρετο δικαίωμα στην εργασία αν ήταν ντοπαρισμένοι;) Ούτε βέβαια είναι βάσιμος ο συνήθης ισχυρισμός, που προτάσσει και το πρόσφατο πόρισμα Γαλλικού Ερευνητικού κέντρου που επικαλείται ο συγγραφέας, ότι το αλκοόλ έχει τον ίδιο βαθμό επικινδυνότητας με σκληρά ναρκωτικά. Διότι είναι βέβαια προφανές ότι οι συνέπειες στην υγεία των αλκοολικών και των ναρκομανών είναι παρόμοιες. Το θέμα όμως δεν είναι εκεί. Το θέμα είναι πόσοι γίνονται αλκοομανείς δοκιμάζοντας αλκοόλ (σήμερα στη Βρετανία 90% του πληθυσμού κάνει τακτική χρήση αλκοόλ αλλά μόνο 1% γίνονται αλκοολικοί) και πόσοι γίνονται εξαρτημένοι από τα ναρκωτικά με την ανάλογη τακτική χρήση τους.  

Συμπερασματικά, η δωρεάν διάθεση ναρκωτικών από το κράτος δεν πρόκειται να σταματήσει την εξάπλωση τους αλλά αντίθετα θα την επεκτείνει όσο διαιωνίζεται το σημερινό κοινωνικοοικονομικό θεσμικό πλαίσιο. Το εύλογο όμως ερώτημα που προκύπτει άμεσα είναι τι μπορούμε να κάνουμε στο μεταξύ για να περιορίσουμε την εξάπλωση των ναρκωτικών. Νομίζω ότι η λύση που είχα προτείνει παλαιότερα, της δημιουργίας δηλαδή κοινοτικών κέντρων που θα ανελάμβαναν τόσο τον αγώνα της πρόληψης όσο και τον έλεγχο από το κοινωνικό σύνολο των θεραπευτικών προγραμμάτων απεξάρτησης (τα οποία θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν ακόμη και τη χορήγηση των ίδιων των ναρκωτικών ή υποκατάστατων τους) ίσως είναι η μόνη λύση για τη δημιουργία αυτόνομων πολιτών  και όχι ναρκωμένων συνειδήσεων. Αυτό, εάν βέβαια ο πραγματικός στόχος μας είναι να περιορίσουμε την ίδια την εξάπλωση των ναρκωτικών, όσο αυτό είναι δυνατό στη σημερινή κοινωνία, και όχι απλώς να μειώσουμε τις συνέπειες της εξάπλωσης και τους φαύλους κύκλους που αυτή δημιουργεί.


 

[1] Α. Κωσταράς, «Ναρκωτικά: υπάρχει Θησέας για τον Μινώταυρο;»,  Ελευθεροτυπία (14/7/98).

[2] Βλ. αναδημοσίευση Τ. Φωτόπουλος, Η Νέα Διεθνής Τάξη και η Ελλάδα (Καστανιώτης, 1997), κεφ. 5

[3] στο ίδιο.