(Ελευθεροτυπία, 28 Μαρτίου 1998)

Η μυθολογία για την υποτίμηση της δραχμής  

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Η υποτίμηση της δραχμής έδωσε την ευκαιρία για την ανάπτυξη μιας πλούσιας μυθολογίας όσον αφορά τα αιτία της αλλά και τις διαγραφόμενες προοπτικές της οικονομίας «μας». Έτσι, από τη μια μεριά, οι φιλελεύθεροι όλων των αποχρώσεων (συμπεριλαμβανομένων των  σοσιαλφιλελευθέρων του ΠΑΣΟΚ αλλά και της «Αριστεράς»[1]) πανηγύρισαν την υποτίμηση, προφανώς διότι τώρα πια δεν έχουν κανένα ενδοιασμό να ταυτίζουν τα συμφέροντα των οικονομικών ελίτ στην Ελλάδα και το εξωτερικό με αυτά της οικονομίας. Ενώ, από την άλλη,  σοσιαλδημοκράτες οικονομολόγοι  είδαν την υποτίμηση  «σαν ευκαιρία για ανάκαμψη»[2], προφανώς μη αντιλαμβανόμενοι ούτε τη δομική σημασία της κρίσης της δραχμής που αντανακλά τη βαθύτερη κρίση της οικονομίας, ούτε το γεγονός ότι στο πλαίσιο της ΟΝΕ  είναι αδύνατο  το ξεπέρασμα της χρόνιας αυτής κρίσης.

Ο βασικός μύθος που υποστηρίχθηκε τις μέρες αυτές ήταν ότι η υποτίμηση δεν εκφράζει κάποια βαθύτερη κρίση αλλά απλώς την ανάγκη να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα που είχε υποφέρει από την πολιτική της σκληρής δραχμής. Όμως, η υποτίμηση αυτή δεν είναι ούτε η πρώτη, ούτε θα είναι πιθανότατα η τελευταία. Όπως δείχνει το παρατιθέμενο διάγραμμα, η δραχμή έχει υποστεί όχι απλώς κατολίσθηση αλλά καθίζηση στη περίοδο της μεταπολίτευσης, αλλά και τη μεταπολεμική περίοδο γενικότερα. Οι τρεις υποτιμήσεις, σε συνδυασμό με τις διολισθήσεις, σημαίνουν ότι η δραχμή έχει σήμερα λιγότερο από το 10% της αξίας που είχε το 1974, όταν εγκαταλείφθηκε η 20ετης σταθερά ισοτιμία της προς το δολάριο! Αν μάλιστα πάμε πιο πίσω, η δραχμή σήμερα έχει χάσει πάνω από το 98% της αξίας που είχε πενήντα χρόνια πριν. Μολονότι οι ανεκδιήγητοι κυβερνήτες μας επικαλούνται άλλα παραδείγματα υποτιμήσεων (Γαλλία, Βρετανία, Ιταλία κ.λπ.) «ξεχνούν» ν’ αναφέρουν ότι τα νομίσματα των χωρών στο κέντρο υπέστησαν μεν υποτιμήσεις αλλά και ανατιμήσεις, σε αντίθεση με τη δραχμή που υπέστη μεταπολεμικά μια μονόδρομη καθίζηση, η οποία είναι αμφίβολο αν συναντιέται σε άλλη  δυτικοευρωπαϊκή χώρα.

Η εξήγηση για το φαινόμενο αυτό δεν είναι δύσκολο να βρεθεί. Όπως επανειλημμένα έχω τονίσει και από τη στήλη αυτή,[3]  η θεμελιακή αιτία της χρόνιας κρίσης της οικονομίας, που αντανακλάται στην ιστορική πορεία της δραχμής, είναι το τεράστιο άνοιγμα μεταξύ του τι παράγουμε και τι καταναλώνουμε που με τη σειρά του οφείλεται στη στρεβλή και υποτυπώδη παραγωγική βάση. Και οι παθογόνοι παράγοντες δεν είναι ο τεράστιος δημόσιος τομέας, οι δημόσιες επιχειρήσεις κ.λπ., όπως υποστηρίζουν σήμερα οι σοσιαλφιλελεύθεροι. Διότι ανάλογα φαινόμενα είχαν και πολλές άλλες χώρες στο παρελθόν, χωρίς να φθάσουν το Ελληνικό παραγωγικό χάλι. Ο κύριος παθογόνος παράγοντας ήταν ο ιδιωτικός τομέας, ο οποίος και ώθησε τον δημόσιο να λειτουργεί ως ασφαλιστική δικλείδα για την απορρόφηση της ανεργίας, με αποτέλεσμα τον σημερινό αντιπαραγωγικό δημόσιο τομέα. Γι’ αυτό και οι ιδιωτικοποιήσεις που προβάλλονται σήμερα σαν πανάκεια δεν πρόκειται να οδηγήσουν στο ξεπέρασμα της βαθιάς και χρόνιας κρίσης αλλά απλώς εκφράζουν την ελπίδα των οικονομικών ελίτ ότι αυτό που δεν κατάφερε το ελληνικό κεφάλαιο μεταπολεμικά ίσως το πετύχει το ξένο κεφάλαιο που, με το κατρακύλισμα της δραχμής, έχει τώρα τη δυνατότητα να εξαγοράσει σε τιμή ευκαιρίας το τμήμα του ελληνικού παραγωγικού δυναμικού που παρουσιάζει μια κερδοφόρα δυναμική.

Αυτά γίνονται φανερά αν εξετάσουμε για παράδειγμα τη σχέση της χρόνιας κατολίσθησης της δραχμής με την αντίστοιχη κατολίσθηση της ανταγωνιστικότητας, όπως μετριέται από το ποσοστό που αντιπροσωπεύουν οι εξαγωγές προς τις εισαγωγές εμπορευμάτων. Μετά την μεγάλη υποτίμηση του 1953, η ανταγωνιστικότητα σε όρους εξαγωγών/εισαγωγών εκτοξεύτηκε από το 23%, που είχε πέσει στην αρχή της δεκαετίας του ’50, στο 55% τη διετία 1953-55. Όμως, η τεχνητή αυτή βελτίωση της ανταγωνιστικότητας αμέσως μετά άρχισε να φθίνει και ο μέσος όρος στις δεκαετίες ‘60 και ‘70 είχε πέσει στο 38%, που αντιπροσώπευε το χαμηλότερο ποσοστό εξαγωγών/ εισαγωγών σε ολόκληρη τη δυτική Ευρώπη και ένα από τα  χαμηλότερα στον κόσμο. Όταν στη δεκαετία του ‘80 εγκαταλείφθηκε η πολιτική της σταθεράς δραχμής και ακολουθήθηκε πολιτική υποτιμήσεων και διολισθήσεων, η ανταγωνιστικότητα  βελτιώθηκε, εφόσον το ποσοστό  εξαγωγών/ εισαγωγών ανέβηκε στο 42%. Όμως, το τίμημα ήταν η εκτίναξη του πληθωρισμού και όλα τα συνακόλουθα. Αντίστροφα, όταν την τελευταία πενταετία ο κύριος στόχος έγινε ο πληθωρισμός ―ενόψει της εισόδου στην Ο.Ν.Ε.― και  υιοθετήθηκε η πολιτική της «σκληρής» δραχμής, η δραχμή έμεινε σταθερή  και, κατά συνέπεια, ο πληθωρισμός μειώθηκε δραστικά,  με την αποφασιστική, βέβαια, βοήθεια της διεθνούς πτώσης των τιμών και κυρίως του πετρελαίου  Το τίμημα, όμως, ήταν ότι η ανταγωνιστικότητα σε όρους εξαγωγών/εισαγωγών έπεσε από 29% το 1993 σε 21,5% το 1997!

Τι διδάσκει ο παραπάνω φαύλος κύκλος; Ότι η σήμερα επιχειρούμενη νέα τεχνητή  βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μέσω της υποτίμησης της δραχμής (που θα την πληρώσουν, πάλι, τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα των μισθωτών, ημερομίσθιων και συνταξιούχων που δεν έχουν καμία δυνατότητα μετακύλισης της υποτίμησης) ήταν η μοναδική επιλογή, στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο, που μπορούσε να κάνει η οικονομική ελίτ. Και αυτό, μολονότι το αποτέλεσμα στην ανταγωνιστικότητα θα είναι πάλι πρόσκαιρο. Διότι, βέβαια, το πρόβλημα δεν αφορά απλώς τις τιμές των προϊόντων, όπως υποστηρίζουν οι σοσιαλφιλεύθεροι και σοσιαλδημοκράτες, πράγμα που αποτελεί απλώς ένα σύμπτωμα, αλλά την έλλειψη σύγχρονων επενδύσεων στη παραγωγική δομή. Πράγμα που φανερώνει το γεγονός ότι τόσο η μεταποιητική, όσο και η αγροτική παραγωγή μας έχουν κυριολεκτικά βαλτώσει, μετά την πλήρη ένταξη στην ΕΟΚ.[4] Όμως, με την είσοδο μας στην ΟΝΕ, για την οποία αγωνίζονται φιλότιμα οι σοσιαλφιλελεύθεροι, ακόμη και αυτή η τεχνητή βελτίωση της ανταγωνιστικότητας δεν θα είναι πια δυνατή. Τότε, ο μόνος τρόπος βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας για την ελίτ μας θα είναι η συνεχής συμπίεση του κόστους παραγωγής, μέσω της σύνθλιψης των μισθών/ημερομίσθιων και του «κοινωνικού μισθού» που θα πληρώσουν βέβαια, πάλι, οι «συνήθεις ύποπτοι»: οι άνεργοι, οι χαμηλόμισθοι, οι  συνταξιούχοι…

 


 

[1] Βλ. π.χ. τις δηλώσεις του γνωστού νυν σοσιαλφιλελεύθερου και τέως.... μαρξιστή Μιχ. Παπαγιαννάκη, “Ε” (17/3/98).

[2] Κ. Βεργοπουλος, “Κυριακάτικη” (22/3/98).

[3] βλ. Τ. Φωτόπουλος, Η Νέα Διεθνής Τάξη και η Ελλάδα (Καστανιώτης, 1997), κεφ. 2 

[4] Η μεταποιητική παραγωγή ήταν 89 δις. δρχ. (σε σταθερές τιμές) το 1981 και παρέμεινε στο ίδιο επίπεδο ολόκληρη την προηγούμενη δεκαετία για να πέσει σε ένα μέσο ετήσιο όρο 87,9 δις. δρχ. τη παρούσα δεκαετία, η δε αγροτική παραγωγή μας έχει μείνει στάσιμη στο επίπεδο των 60 περίπου δισ. δρχ. σε όλη τη διάρκεια της μετα-Εοκικής περιόδου (Μηνιαίο Δελτίο Τραπέζας Ελλάδος).