(Ελευθεροτυπία, 14 Μαρτίου 1998)


H  κεντρο-«αριστερά» ως συνιστώσα της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Η συμπλήρωση σχεδόν ενός χρόνου από την άνοδο της Βρετανικής κεντρο-«αριστεράς» στην εξουσία (η οποία μάλιστα φιλοδοξεί να ηγηθεί μιας νέας αντίστοιχης «διεθνούς») και η παραπέρα ανάπτυξη του ιδεολογικού προφίλ της (που μεταφέρεται στα παρ’ ημίν από τους ιδεολογικούς υποστηρικτές της) κάνουν πια ξεκάθαρο τον χαρακτήρα της κεντρο-«αριστεράς» γενικότερα. Ακόμη, η πρόσφατη  Πανελλήνια Συνδιάσκεψη του ΠΑΣΟΚ, σε συνδυασμό με την απόφαση του Συνασπισμού να μην απορρίψει την συνθήκη του Μααστριχτ/Αμστερνταμ (που κατ’ εξοχήν ενσωματώνει τη νεοφιλελεύθερη συναίνεση) κάνει πια φανερό ότι τα κόμματα αυτά (καθώς φυσικά και τα υπόλοιπα κόμματα εξουσίας) αποτελούν τους στυλοβάτες της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης στη χώρα μας, παρά τις περί του αντιθέτου απατηλές διακηρύξεις τους. Ας δούμε όμως συγκεκριμένα τις βασικές αρχές της κεντρο-«αριστεράς» και τις υποτιθέμενες διαφορές από την νεοφιλεύθερη συναίνεση, η οποία σήμερα αποτελεί την πολιτική έκφραση του συστήματος της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς.

Όπως έχω υποστηρίξει αλλού,[1] το βασικό περιεχόμενο της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης συνίσταται στην ενίσχυση της δύναμης των ελίτ που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς, μέσω της δραστικής μείωσης των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές, εκτός  αυτών που έχουν καθαρά ρυθμιστικό χαρακτήρα. Ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται μέσα από:

  • την απελευθέρωση των αγορών εμπορευμάτων (που έχει οδηγήσει στην αποβιομηχάνιση και την καταστροφή του αγροτικού τομέα των λιγότερο ανταγωνιστικών χωρών), κεφαλαίου (που δημιουργεί τις περιοδικές νομισματικές και συναλλαγματικές κρίσεις οι οποίες ήδη κατέληξαν στο τέλος του Ασιατικού «θαύματος» ενώ απειλούν συνεχώς τη δραχμή) και κυρίως της αγοράς εργασίας η οποία πρέπει να γίνει περισσότερο «εύκαμπτη», δηλ. προσαρμοσμένη στις ανάγκες της αγοράς (ο υποτιθέμενος «εκσυγχρονισμός» των ΔΕΚΟ αποβλέπει ακριβώς στον στόχο αυτό)

  • τις ιδιωτικοποιήσεις των δημόσιων επιχειρήσεων και των ίδιων των κοινωνικών υπηρεσιών (υγεία, εκπαίδευση, ασφάλιση κ.λπ.)

  • το πετσόκομμα του κράτους πρόνοιας με την κατάργηση της αρχής της καθολικότητας και την αντικατάσταση του από  ένα «ασφαλιστικό δίκτυο» που θα στοχεύει σε αυτούς που έχουν «πραγματική» ανάγκη, δηλ. τους  άπορους

  • την μείωση του φορολογικού βάρους (κυρίως των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων ώστε να ενισχυθούν τα κίνητρα τους για αποταμίευση και επένδυση) με στόχο την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας που αποτελεί όρο επιβίωσης στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. 

Τι αλλαγές συνεπάγεται η άνοδος της κεντρο-«αριστεράς» στην Βρετανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ελλάδα κ.λπ. σε σχέση με τους παραπάνω στόχους και τα μέσα της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης; Απολύτως καμία. Οι σοσιαλφιλελεύθερες κυβερνήσεις όχι μόνο υιοθετούν στη πράξη (παρά την απατηλή προπαγάνδα) τους παραπάνω στόχους/μέσα αλλά και οι πιο «ριζοσπαστικές» από αυτές, σαν αυτή του Μπλερ που θαυμάζουν οι εκσυγχρονιστές διανοούμενοι και πολιτικοί στην Ελλάδα, οργώνουν τη χώρα για να εγκωμιάσουν τα καλά της διάλυσης του κράτους-πρόνοιας σε εκδηλώσεις που σπονσοναρουν μεγάλες επιχειρήσεις! Αλλά τότε ποιες είναι οι υποτιθέμενες διαφορές μεταξύ των αρχών της κεντρο-«αριστεράς» και αυτών της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης; Σύμφωνα με τον γκουρού της ελληνικής κεντροαριστερας,[2] οι διαφορές αυτές μπορεί να συνοψισθούν στις εξής δυο βασικές αρχές. Πρώτον, στη κατάργηση της καθολικότητας στην παροχή των κοινωνικών υπηρεσιών και, δεύτερον, στην κοινωνική ενεργοποίηση των άνεργων. Ας δούμε όμως συγκεκριμένα τις αρχές αυτές που υποτίθεται διαφοροποιούν την κεντρο-«αριστερά».

Η αρχή της καθολικότητας αποτελούσε ως γνωστόν την θεμελιακή αρχή της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας και στήριζε την ιδεολογία του ‘ενός έθνους’. Σήμερα, τόσο οι νεοφιλελεύθεροι όσο και οι σοσιαλφιλελεύθεροι  στοχεύουν στη κατάργηση της αρχής αυτής. Σύμφωνα όμως με τους απολογητές του σοσιαλφιλελευθερισμού, ενώ ο στόχος των νεοφιλελεύθερων είναι η  συρρίκνωση των κοινωνικών πόρων, ο στόχος της κεντρο-«αριστεράς» είναι «η ανακατανομή τους κατά πιο δίκαιο και αποτελεσματικό τρόπο»[3].  Έτσι, οι σοσιαλφιλελεύθεροι, παίρνοντας δεδομένο το πετσόκομα των  κοινωνικών πόρων από τους νεοφιλελεύθερους, ασχολούνται απλώς με την αναδιανομή τους, σχεδιάζοντας την κατάργηση των κοινωνικών επιδομάτων για τους μη άπορους. Και αυτό, τη στιγμή ακριβώς που τα αποτελέσματα της διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς (μαζική ανεργία, φτώχεια κ.λπ.) έχουν αυξήσει ριζικά τις ανάγκες σε κοινωνικές υπηρεσίες. Όμως αυτός ακριβώς είναι ο στόχος της αναδιανομής: η συμπίεση των κοινωνικών δαπανών και η αντίστοιχη μείωση του φορολογικού βάρους, κυρίως των εύπορων στρωμάτων, τα οποία, σε ένα προοδευτικό φορολογικό σύστημα, σηκώνουν το μεγαλύτερο βάρος της χρηματοδότησης των κοινωνικών πόρων. Έτσι, οι σοσιαλφιλελεύθεροι, αντί ν’ αυξήσουν τα φορολογικά βάρη των εύπορων στρωμάτων, με το διπλό στόχο να σταματήσει η μετατροπή του κράτους-πρόνοιας σε οργάνωση φιλοπτώχων και να μειωθεί η ανισότητα μέσω της συνακόλουθης αναδιανομής του εισοδήματος και πλούτου, προσπαθούν να εξαπατήσουν την κοινή γνώμη ότι δήθεν με την κατάργηση της καθολικότητας στοχεύουν στην ισότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη! Η στάση τους αυτή δεν είναι δύσκολο να εξηγηθεί όταν είναι δεδομένο ότι η αύξηση του φορολογικού βάρους θα σήμαινε μείωση της ανταγωνιστικότητας που είναι ανεπίτρεπτη στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Και όλα αυτά, πέρα βέβαια από το γεγονός ότι η κατάργηση της καθολικότητας, στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς ―όπως υποστήριξα αλλού[4]― αναπόφευκτα οδηγεί στην ιδιωτικοποίηση των κοινωνικών υπηρεσιών (Υγεία, εκπαίδευση, ασφάλιση κ.λπ.).

Πρώτη εφαρμογή, για παράδειγμα, της μεταρρύθμισης αυτής ήταν η από μέρους της κυβέρνησης Μπλερ εισαγωγή διδάκτρων για τους μη άπορους φοιτητές. Έτσι, αντί οι σοσιαλφιλελεύθεροι ν’ αυξήσουν την φορολογία των ευπόρων για να χρηματοδοτήσουν τον εκσυγχρονισμό της Παιδείας (για τον οποίο υποτίθεται ότι αγωνίζονται) στερούν το δικαίωμα σε αυτή από τα θύματα της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης. Διότι είναι φανερό ότι, παρά τα φληναφήματα των σοσιαλφιλελευθέρων, η κατάργηση της δωρεάν Παιδείας (που πιθανώς σύντομα να εισαχθεί και στα παρ’ ημίν) απλώς θα πλήξει εκείνους για τους οποίους τα δίδακτρα έχουν κρίσιμη σημασία στην απόφαση για εκπαίδευση. Και αυτοί δεν είναι βέβαια οι εύποροι, αλλά ούτε και οι άποροι (κυρίως άνεργοι)  τους οποίους υποτίθεται στοχεύουν με τις απαλλαγές από την πληρωμή διδάκτρων οι σοσιαλφιλελεύθεροι. Διότι τα παιδιά των άπορων έτσι κι αλλιώς δεν ελκύονται στην ανώτερη εκπαίδευση ―για πολλούς λόγους― ακόμη και με δωρεάν παιδεία. Αυτοί επομένως που πληρώνουν παρόμοιες «προοδευτικές» μεταρρυθμίσεις είναι εκείνο το τμήμα του πληθυσμού που σπρώχνεται στις χαμηλόμισθες καινούριες θέσεις εργασίας τις οποίες δημιουργεί η «εύκαμπτη» αγορά εργασίας. Και αυτοί ολοένα αυξάνονται. Στις Η.Π.Α., για παράδειγμα, που αποτελεί για τον Μπλερισμό πρότυπο υψηλής ανάπτυξης και απασχόλησης, το 20% του πληθυσμού στην βάση της πυραμίδας εισπράττει λιγότερο από το 5% του Α.Ε.Π.,[5] ένα τέταρτο των οικογενειών ζουν σήμερα σε φτώχεια και  41 εκ. από τους πολίτες δεν έχουν ιατρική περίθαλψη.[6]

Με βάση τη δεύτερη βασική αρχή της κεντρο-«αριστεράς», δηλ. την  κοινωνική ενεργοποίηση, ο άνεργος δεν δικαιούται κοινωνικής βοηθείας, απλώς και μόνο διότι το κοινωνικό σύστημα της οικονομίας της αγοράς τον καταδίκασε στην ανεργία. Γι’ αυτό, θα πρέπει να παύσει να είναι παθητικός παραλήπτης ενός επιδόματος και να μετατραπεί σε «ενεργό πολίτη»  που  προσφέρει  τις  υπηρεσίες  του  στην  κοινωνία. Στη πράξη, αυτό σημαίνει την αναγκαστική συμμετοχή των ανέργων (αν δεν θέλουν να χάσουν και αυτό το γλίσχρο επίδομα που εισπράττουν) σε εκπαιδευτικά προγράμματα ή προγράμματα «προσωπικής εργασίας» για το περιβάλλον, τη κοινότητα κ.λπ. Περιττό να σημειωθεί ότι τα μεν εκπαιδευτικά προγράμματα σπάνια βοηθούν τους άνεργους να βρουν δουλειά, ενώ τα προγράμματα εργασίας καταλήγουν σε εξοικονόμηση «τζάμπα» εργατικών πόρων για ανάγκες που δεν καλύπτει ο μηχανισμός της αγοράς. Μια παραλλαγή της αρχής αυτής που προωθεί ο Μπλερισμός και τα εδώ παρακλάδια του είναι η αντικατάσταση της «εξάρτησης» από το κράτος με την υποτιθέμενη ενδυνάμωση της αυτοδυναμίας του πολίτη. Έτσι, οι άνεργοι υποχρεώνονται να δεχθούν οποιαδήποτε εργασία τους προσφέρει το γραφείο ευρέσεως εργασίας με την απειλή, πάλι,  περικοπής, ή κατάργησης των κοινωνικών επιδομάτων τους. Με τον τρόπο αυτό, οι σοσιαλφιλελεύθεροι πετυχαίνουν με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Από τη  μια μεριά μειώνουν τεχνητά τον αριθμό των άνεργων, ενώ, από την άλλη, μειώνουν τις σχετικές δημόσιες δαπάνες, κάνοντας ακόμη ευκολότερη την μείωση του φορολογικού βάρους των εύπορων. Παράλληλα, δημιουργούν μια στρατιά ανθρώπων που είναι έτοιμοι να δεχθούν οποιαδήποτε δουλειά τους προσφέρουν οι επιχειρήσεις προκειμένου να εξασφαλίσουν ένα εισόδημα οριακά ψηλότερο από το πενιχρό επίδομα. Πράγμα που κάνει ακόμη πιο ‘εύκαμπτη’  την αγορά εργασίας και  ανταγωνιστική την οικονομία.

Συμπερασματικά, η κεντρο-«αριστερά», παρά την απατηλή ρητορεία, δεν είναι παρά μια απόπειρα συγκάλυψης της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης με ένα “ανθρώπινο” προσωπείο.

 


 

[1] T. Fotopoulos, Towards An Inclusive Democracy, κεφ. 1.

[2] Βλ. Ν. Μουζέλης στο ΒΗΜΑ (1/3/98).

[3] στο ίδιο

[4] Τ. Φωτόπουλος, Η Νέα Διεθνής Τάξη και η Ελλάδα (Καστανιώτης, 1997), κεφ.4

[5] World Development Report 1997, Πιν. 5

[6] The Guardian, (11/2/98).