(Ελευθεροτυπία, 28 Φεβρουαρίου 1998)


Οζει πετρελαίου ο στραγγαλισμός του ιρακινού λαού

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Η νέα κρίση στον Κόλπο δημιούργησε πολλά ερωτηματικά για τα αίτια της αλλά και για το ποιος την προκάλεσε, δηλαδή η πλανηταρχική Αμερικανική ελίτ ή, αντίστοιχα, η Ιρακινή. Δεδομένου όμως ότι και οι δυο ελίτ έχουν αποδείξει στο παρελθόν ότι είναι εγκληματικές, το ερώτημα που έθεσε η κρίση θα μπορούσε να είναι ποια από τις δυο ελίτ είναι πιο εγκληματική. Αλλά, οι εκατόμβες των θυμάτων της Αμερικανικής ελίτ ανά τον πλανήτη, στη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου και μόνο, αρκούν για να της δώσουν αναμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία. Έτσι, το κύριο ερώτημα που παραμένει αφορά τις πραγματικές αιτίες της κρίσης οι οποίες, όπως θα προσπαθήσω να δείξω, ελάχιστη έχουν σχέση με αυτές που πρόβαλαν τα δυτικά ΜΜΕ.

Η γενική αιτία της κρίσης που προβλήθηκε από τα ΜΜΕ ήταν ο μη σεβασμός των αποφάσεων του ΟΗΕ (διάβαζε των ΗΠΑ) από το Ιράκ. Και αυτό, όταν, ιστορικά, οι χώρες που κατ’ εξοχήν κωλυσιεργούν το έργο του ΟΗΕ και παραβαίνουν τις αποφάσεις του είναι, αντίστοιχα, οι ΗΠΑ και το Σιωνιστικό Ισραηλ.[1] Το προπέτασμα όμως του ΟΗΕ κατέπεσε ολοσχερώς όταν, λίγο πριν την αναχώρηση του γ. γραμματέα του Οργανισμού για την Βαγδάτη, οι ΗΠΑ επίσημα διευκρίνισαν ότι το εθνικό συμφέρον τους υπερτερεί οποιωνδήποτε αποφάσεων του ΟΗΕ. Η ειδικότερη αιτία της κρίσης που προβλήθηκε από την δυτική προπαγάνδα ήταν ότι το Ιράκ αποθηκεύει όπλα μαζικής καταστροφής με τα οποία, δυνητικά, απειλεί τους γείτονες του, αν όχι ολόκληρη την ανθρωπότητα. Γι’ αυτό και εμποδίζει το έργο των επιθεωρητών του ΟΗΕ (διάβαζε των Αγγλοαμερικανών) στην ανακάλυψη και καταστροφή τους. Και αυτό υποστηρίζεται όταν :

  • άλλα κράτη στην περιοχή κατέχουν επίσης παρόμοια όπλα μαζικής καταστροφής (το Σιωνιστικό Ισραήλ διαθέτει ακόμη και πυρηνικά όπλα)
  • οι ίδιες οι ΗΠΑ σχεδιάζουν σήμερα νομοθεσία που θα επιτρέπει στον πρόεδρο να αρνείται την πρόσβαση των επιθεωρητών του ΟΗΕ στα Αμερικανικά οπλοστάσια, αν δεν τους εγκρίνει![2]
  • όπως ομολογούν Βρετανικές κυβερνητικές πηγές, όχι μόνο δεν είναι γνωστές οι τοποθεσίες όπου φυλάσσονται παρόμοια όπλα στο Ιράκ αλλά ούτε καν είναι γνωστό εάν υπάρχουν σε χρησιμοποιήσιμη μορφή.[3]
  • οι ίδιοι οι Αμερικανοί ειδικοί παραδέχονται ότι ο Ιρακινός στρατός, μετά την καταστροφή που υπέστη το 1991, δεν θέτει σε καμία απειλή άλλες χώρες και δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη ότι η Ιρακινή αεροπορία (που είναι ζήτημα αν μπορεί να σηκώσει σήμερα 180 αεροπλάνα) έχει εκπαιδευθεί στην χρήση βιοχημικών οπλών, οι δε πύραυλοι Σκουντ δεν ενδείκνυνται στην χρήση βιοχημικών.[4]

Από τα παραπάνω είναι προφανές ότι οι μαζικοί βομβαρδισμοί που είχαν σχεδιάσει οι Αγγλοαμερικανοί δεν είχαν πραγματικό στόχο, όπως ισχυρίζονταν, να καταστρέψουν η μειώσουν δραστικά την ικανότητα του Ιράκ για την παραγωγή/χρησιμοποίηση όπλων μαζικής καταστροφής. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν οι βομβαρδισμοί αυτοί, όπως παραδέχονται οι Αμερικανοί ειδικοί, θα εκμηδένιζαν, άμεσα η έμμεσα, κάθε δυνατότητα παρακολούθησης και έλεγχου των οπλικών συστημάτων του Ιράκ. Τα περίφημα άλλωστε «παλάτια του Σαντάμ» αποκλείεται, κατά τους ίδιους ειδικούς, να αποθηκεύουν όπλα μαζικής καταστροφής και εικάζεται ότι το πολύ να περιέχουν αρχεία με στοιχεία για τα σχετικά προγράμματα.[5]

Εάν όμως οι προβληθείσες από τα δυτικά ΜΜΕ αιτίες και στόχοι δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα, ποιες είναι οι πραγματικές αιτίες της κρίσης, που φυσικά κάθε άλλο παρά ξεπεράστηκε; Οι γεωπολιτικοί και οικονομικοί στόχοι άλλωστε του πολέμου που εξαπέλυσαν οι δυτικοί το 1990 φαίνεται ότι έχουν επιτευχθεί πλήρως σήμερα (pax Americana στη Μ. Ανατολή, εξασφάλιση της ροής και του ελέγχου της τιμής πετρελαίου κ.λπ.).[6] Όμως, υπάρχει ένας στόχος που δεν επέτυχε (ακόμη) η Αμερικανική πλανηταρχία. Δηλαδή, την αντικατάσταση του σημερινού (ανεξέλεγκτου από τη δύση) δικτατορικού καθεστώτος από ένα αντίστοιχα τυραννικό, αλλά ελεγχόμενο, καθεστώς. Ο πόλεμος δεν ήταν δυνατό, από μόνος του, να επιτύχει τον στόχο αυτό διότι προϋπέθετε ότι θα έπρεπε να καταληφθεί ολόκληρο το Ιράκ από δυνάμεις κατοχής, πράγμα που κινδύνευε να οδηγήσει σε ένα νέο Βιετνάμ με απρόβλεπτες επιπτώσεις σε ολόκληρη την Μ. Ανατολή. Αλλά ούτε η ενθάρρυνση μιας εμφύλιας διαμάχης, μέσω της υποστήριξης των αντιπολιτευτικών ρευμάτων, καθώς και των Κούρδων στο Βορρά και των Σιιτών στον Νότο ήταν πρόσφορη, εφόσον κινδύνευε να οδηγήσει στον διαμελισμό του Ιράκ και την πιθανή ενίσχυση του φονταμενταλιστικού Ιράν (εναντίον του οποίου είχαν στρέψει οι δυτικοί σε μακρόχρονο πόλεμο το Ιράκ, την προηγούμενη δεκαετία).

Με βάση τα δεδομένα αυτά, η πολιτική της πλανηταρχίας επιδιώκει τον παραπάνω στόχο της μέσω του εξοντωτικού εμπάργκο, δηλαδή του στραγγαλισμού του Ιρακινού λαού. Η λογική πίσω από την πολιτική αυτή είναι ότι το εμπάργκο θα στρέψει τελικά τον στρατό εναντίον της σημερινής άρχουσας κλίκας. Έτσι, μετά τη ρίψη 66.000 τόνων βόμβες στο Ιράκ το 1990 (που αποτελούσαν το ισοδύναμο με επτά Χιροσίμες) και την καταστροφή της οικονομικής υποδομής της χώρας αλλά και των συστημάτων ύδρευσης και αποχέτευσης, πράγμα που συνέτεινε στην επανεμφάνιση αρρωστιών που είχαν εξαφανιστεί προ πολλού (πολιομυελίτιδα, χολέρα, ψώρα κ.λπ.), επεβλήθησαν και οι γνωστές «κυρώσεις». Δηλαδή, ένα εμπάργκο που σύμφωνα με τον Sandy Berger, Αμερικανό σύμβουλο εθνικής ασφάλειας, δεν έχει προηγούμενο στην Ιστορία για την αυστηρότητα με την οποία επιβάλλεται αλλά και για την περιεκτικότητα του. Και αυτό, σε μια χώρα που πριν το εμπάργκο ήταν απόλυτα εξαρτημένη από τις εισαγωγές, εφόσον το 70% των αναγκών της σε τρόφιμα και φάρμακα/ ιατρικό εξοπλισμό προερχόντουσαν από το εξωτερικό. Τα αποτελέσματα ήταν αναμενόμενα. Το εμπάργκο, σύμφωνα με την UNICEF, έχει ήδη εξαπλασιάσει την παιδική θνησιμότητα στο Ιράκ. Πρόσφατη έρευνα ιατρικής ομάδας του Παν. του Χάρβαρντ υπολόγισε τον αριθμό των θυμάτων του εμπάργκο ανάμεσα στα παιδιά σε 500.000, δηλαδή δέκα φορές περισσότερα από αυτά που σκοτώθηκαν στη διάρκεια του πολέμου.[7] Ακόμη, ένα εκατομμύριο Ιρακινών, σύμφωνα με υπολογισμούς του ΟΗΕ, βρίσκεται σε κατάσταση πείνας,[8] ενώ τα νοσοκομεία ουσιαστικά δεν λειτουργούν λόγω των τραγικών ελλείψεων σε βασικά φάρμακα και εργαλεία.[9]

Φυσικά, τα δυτικά ΜΜΕ αποσιωπούν την ουσιαστική αυτή γενοκτονία του Ιρακινού λαού. Υπολογίστηκε για παράδειγμα ότι το 99% της κάλυψης από τα Βρετανικά τηλεοπτικά κανάλια της τελευταίας κρίσης αφορούσε τα βιοχημικά όπλα του Ιράκ και λιγότερο από 1% αναφερόταν στα θύματα του εμπάργκο.[10] Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι η πλειοψηφία του λαού στη Βρετανία, καθώς και η συντριπτική πλειοψηφία των αναίσχυντων επαγγελματιών πολιτικών, ετάχθησαν υπέρ των βομβαρδισμών. Όταν μάλιστα η Βρετανική κυβέρνηση θορυβήθηκε από σχετικό δημοσίευμα του Γκάρντιαν που κινδύνευε να χαλάσει την πλύση εγκέφαλου των Βρετανών ψηφοφόρων, ο υπ. Εξωτερικών,[11] με άρθρο του στην ίδια εφημερίδα, υποστήριξε το επιχείρημα ότι για τις συνέπειες του εμπάργκο υπεύθυνος είναι ο...Σαντάμ. Και αυτό, διότι μέχρι πρόσφατα δεν συμφωνούσε να εκμεταλλευθεί την «ευκαιρία» που του είχε δώσει το Συμβ. Ασφαλείας να χρησιμοποιεί τις πωλήσεις καθορισμένης ποσότητας πετρελαίου για ν αγοράζει τρόφιμα και φάρμακα. Βέβαια, ο θρασύτατος «σοσιαλιστής» παρέλειπε ν αναφέρει τους όρους κάτω από τους οποίους ήταν δυνατή η εκμετάλλευση της ευκαιρίας αυτής. Όπως π.χ. ότι σχεδόν το ένα τρίτο από τα έσοδα θα έπρεπε να πηγαίνει σε λογαριασμό που θα ικανοποιούσε τις απαιτήσεις, βασικά, των σεΐχηδων πλέει μπόι του Κουβέιτ για τις ζημιές που υπέστησαν κατά τον πόλεμο ―ζημιές που καθορίζει μονομερώς (χωρίς τη συμμετοχή του Ιράκ) η επιτροπή αποζημιώσεων του ΟΗΕ (διάβαζε των Αγγλοαμερικανών).

Συμπερασματικά, δεν είναι περίεργο ότι ο πλανητάρχης, με τη συμπαράσταση της Βρετανικής κεντρο-«αριστεράς», ήταν αποφασισμένος να καταφύγει σε νέους βομβαρδισμούς εάν ετίθετο οποιοδήποτε χρονικό όριο για την συμπλήρωση των ελέγχων και τη συνακόλουθη άρση του εμπάργκο. Έτσι, με τη τελευταία συμφωνία, οι έλεγχοι μπορεί να συνεχίζονται επ’ άπειρο (σε συνδυασμό με τη περιοδική χρήση βομβαρδισμών όποτε δυσανασχετεί το Ιράκ) και, αντίστοιχα, το εξοντωτικό εμπάργκο. Σε στιγμές άλλωστε ειλικρινείας οι δυτικοί έχουν ομολογήσει[12] ότι είναι απίθανη η άρση του εμπάργκο όσο το σημερινό καθεστώς παραμένει στην εξουσία. Και αυτό ισχύει ιδιαίτερα σήμερα που τα οικονομικά ανοίγματα του Σαντάμ προς την Γαλλία και την Ρωσία ανταγωνίζονται άμεσα τα συμφέροντα των ΗΠΑ στην περιοχή.


 

[1] Βλ. συνέντευξη Τσόμσκι στη Ρεπούμπλικα, Ελευθεροτυπία (19/2/1998).

[2] Ed Vulliamy, The Guardian (12/2/1998).

[3] D. Fairhall, The Guardian (5/2/1998).

[4] New York Times (21/2/1998) & The Guardian (21/2/1998).

[5] New York Times (21/2/1998).

[6] Βλ. Τ. Φωτόπουλου, Ο Πόλεμος στον Κόλπο, Εξάντας, 1991 & Η Νέα Διεθνής Τάξη και η Ελλάδα (Καστανιώτης, 1997), κεφ. 7.

[7] Maggie O’ Kane, The Guardian (19/2/1998) & (18/5/1996).

[8] Τόνι Μπέν, The Guardian (2/2/1998).

[9] O’ Cane. ο.π.

[10] Paul O’Hanlon, The Guardian (20/2/1998).

[11] R. Cook, The Guardian (20/2/1998).

[12] π.χ. ο συντηρητικός υπ. Εξωτερικών, M. Rifkind, The Guardian (21/5/1996).