(Ελευθεροτυπία, 31 Ιανουαρίου 1998)


Η θρησκεία, ο σοσιαλισμός και η δημοκρατία*

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ   

 

Η επίσκεψη του Πάπα στην Κούβα την περασμένη εβδομάδα, που αποκορυφώθηκε με το θέαμα του Ποντιφικά να παραδίδει μάθημα θρησκευτικών στον Κάστρο, στην πλατεία της επανάστασης της Αβάνας, εξένισε, ως μη όφειλε, πολλούς. Όμως, η στάση αυτή του Κάστρο ούτε καινούρια είναι, ούτε και υποδηλώνει αναγκαστικά κάποια από μέρους του “προδοσία” των θεμελιακών αρχών του σοσιαλισμού. Και δεν είναι καινούρια, διότι ο Κάστρο, ήδη από το 1985, σε συνέντευξη του σε υποστηρικτή του κινήματος «απελευθερωτικής θεολογίας», υποστήριζε ότι δεν υπάρχει καμιά ασυμβατότητα μεταξύ Χριστιανισμού και Μαρξισμού εφόσον και τα δυο ιδεολογικά συστήματα παλεύουν για το τέλος της εκμετάλλευσης, την ισότητα και την αδελφοσύνη. Σχολιάζοντας μάλιστα  την γνωστή φράση του Μαρξ ότι η θρησκεία είναι το όπιο των λαών ο Κάστρο τόνιζε ότι «η θρησκεία μπορεί να είναι είτε όπιο είτε μια θαυμάσια θεραπεία, ανάλογα με το εάν χρησιμοποιείται για την υπεράσπιση των καταπιεστών ή των καταπιεσμένων»[1].

Ακόμη, θα υποστήριζα ότι δεν υπάρχει θεμελιακή ασυμβατότητα μεταξύ θρησκείας και σοσιαλιστικού προτάγματος, ιδιαίτερα εάν ο σοσιαλισμός σημαίνει απλώς ισότητα και κοινωνική δικαιοσύνη. Το λατινοαμερικάνικο ρεύμα της απελευθερωτικής θεολογίας,[2] που πρεσβεύει όχι απλώς την επουράνια ισότητα, αλλά τον αγώνα για την επίτευξη της επίγειας ισότητας μέσω μεταρρυθμίσεων, βρίσκεται πολύ κοντά στα παραδοσιακά σοσιαλιστικά κινήματα (γι’ αυτό και επέσυρε την μήνι της επίσημης καθολικής εκκλησιάς). Για τους Μαρξιστές, η θρησκεία είναι απορριπτέα διότι, όπως τονίζει σχετικά ο Λένιν, «ο ζυγός της θρησκείας πάνω στην ανθρωπότητα είναι απλώς το προϊόν και η αντανάκλαση του οικονομικού ζυγού πάνω στην κοινωνία ... (εναντίον του οποίου) πάντα θα πρεσβεύουμε την επιστημονική άποψη».[3] Είναι επομένως φανερό ότι η μαρξιστική απόρριψη της θρησκείας δεν βασίζεται στο γεγονός ότι αποτελεί την κατ’ εξοχήν μορφή ετερονομίας, εφόσον στηρίζεται στην εξ Αποκαλύψεως αλήθεια, αλλά στο ότι δεν στηρίζεται στην «σωστή» ετερονομία, δηλαδή στο κλειστό «επιστημονικό» μαρξιστικό σύστημα.

Αντίθετα, στο δημοκρατικό πρόταγμα, υπάρχει μια θεμελιακή ασυμβατότητα μεταξύ θρησκείας και Περιεκτικής Δημοκρατίας,[4] με την έννοια του κοινωνικού συστήματος όπου οι άνθρωποι θέτουν οι ίδιοι τους νόμους στον εαυτό τους. Και αυτό, διότι η δημοκρατία, ως μια διαδικασία αυτο-θέσμισης, είναι ανοικτή ιδεολογικά και δεν μπορεί να θεμελιώνεται σε κλειστά συστήματα ιδεών, θρησκευτικών δογμάτων, ή μυστικιστικών πεποιθήσεων που, εξ ορισμού, αποκλείουν την αμφισβήτηση κάποιων θεμελιακών πεποιθήσεων ή ιδεών ―αμφισβήτηση που αποτελεί το θεμέλιο της πραγματικής δημοκρατίας. Ιστορικά, μάλιστα, αυτή η ομοιότητα ως προς τον δογματικό χαρακτήρα του «επιστημονικού»  σοσιαλισμού και της θρησκείας (μολονότι βέβαια δεν υπάρχει σύγκριση μεταξύ της...εξ Αποκαλύψεως αλήθειας και μιας αλήθειας που, ακόμη και αν δεν μπορεί να είναι «επιστημονική», στηρίζεται σε μια σημαντική ερμηνεία της κοινωνικής πραγματικότητας) είναι αυτή που συνέβαλε αποφασιστικά στη δημιουργια των ιεραρχιων στα κομμουνιστικά κομματα και αργότερα στις κοινωνίες του «υπαρκτού», με τα γνωστά επακόλουθα. Εξέλιξη, που αναρχικοί σαν τον Μπακουνιν, είχαν προβλέψει ήδη από τον περασμένο αιώνα.

Αλλά δεν είναι μόνο στην «κομμουνιστική» Κούβα, όπου η θρησκεία βρίσκεται σε άνοδο. Σε αντίθεση με τις μητροπολιτικές καπιταλιστικές χώρες στην Ευρώπη, όπου η θρησκεία έχει πάρει τελευταία την κατιουσα, στις χώρες της περιφέρειας (Νότος) και της ημι-περιφέρειας (Αν. Ευρώπη, Ελλάδα, Τουρκία κ.λπ.) τα θρησκευτικά κινήματα φουντώνουν. Στη χώρα μας, μάλιστα, αναπτύσσεται τελευταία ένα ιδιότυπο εθνικιστικό-νεορθόδοξο ρεύμα (πολιτική του έκφραση είναι το νεοπαγές «Δίκτυο 21») που στελεχώνεται όχι μόνο από ακροδεξιούς, αλλά και από σοσιαλδημοκράτες μέχρι και τ. Μαοϊκούς και νυν ανανήψαντες νεορθόδοξους, που επικαλούνται ακόμη και τον Άρη Βελουχιώτη διότι, πέρα από την ανεξάρτητη πολιτική στάση του, κυκλοφορούσε φορώντας ένα σταυρουδάκι! Το φαινόμενο δεν είναι βέβαια παράδοξο όταν συμβαίνει ιδιαίτερα σε μια χώρα, που είναι η μοναδική περίπτωση μεταξύ των εταίρων της στην Ε.Ε., όπου το μεν κράτος (κατά τα μεσαιωνικά πρότυπα) δεν είναι ακόμη διαχωρισμένο από την Εκκλησιά, τα δε κρατικά κανάλια, στη διάρκεια των θρησκευτικών (και επίσημων) αργιών, ξεπερνούν σε θρησκευτικό οίστρο ακόμη και την τηλεόραση των αγιατολλάδων, ενώ διάφοροι θεολόγοι κατέχουν πανεπιστημιακές έδρες και  παριστάνουν τους φιλοσόφους !

Το ενδιαφέρον στοιχείο σε σχέση με το νέο αυτό ρεύμα, που φιλοδοξεί μάλιστα να παίξει τον ρόλο αντιπολίτευσης στην «εκσυγχρονιστική» σοσιαλφιλελεύθερη λαίλαπα που μαστίζει σήμερα τον τόπο, είναι ότι τελευταία αποπειράται να θεμελιώσει ένα, υποτιθέμενα νέο, απελευθερωτικό πρόταγμα. Σύμφωνα με την ανάλυση του ρεύματος αυτού, η σημερινή παγκόσμια κρίση, όπως εκδηλώνεται με την έκρηξη της ανισότητας, την οικολογική καταστροφή κ.λπ., οφείλεται στην «γενικευμένη ιδεολογική κρίση της νεωτερικότητας και του προτάγματος της να μεταβάλλει τον άνθρωπο σε ‘θεό’ μέσα από την κατακυριάρχηση επί της φύσεως και επί των κοινωνικών εξελίξεων»[5]. Έτσι, οι τ. Μαοϊκοί και νυν ορθόδοξοι υποστηρίζουν τώρα ότι οι αιτίες της σημερινής γενικευμένης κρίσης ανάγονται στον ορθολογισμό του Διαφωτισμού, τον Ανατολικό κολλεκτιβισμό και τον δυτικό ατομοκεντρισμό. Ο τρόπος, επομένως, για το ξεπέρασμα της κρίσης, είναι αυτονόητος: η διαμόρφωση ενός προτάγματος για το μέλλον μας και το μέλλον του κόσμου, «χωρίς τα δεκανίκια του δυτικού ορθολογισμού» και η επιστροφή στη θρησκεία, μέσα από την επανασύνδεση με την μεγάλη ορθόδοξη βυζαντινή παράδοση. Μια παράδοση που, υποτίθεται, ξεπέρασε το δίλημμα ελευθερία-ισότητα και ατομισμός-κολλεκτιβισμός, μέσω της έννοιας του «Προσώπου».[6] Ακόμη, στη θέση της ψευδο-οικουμενικότητας του δυτικού ορθολογισμού, υποστηρίζουν το κτίσιμο της δικής μας ορθόδοξης «οικουμενικότητας», (για να σφαζόμαστε, όπως έλεγε και ο Καζαντζάκης στον Ζορμπά, για τον αριθμό των δακτύλων με τον οποίο θα κάνουμε τον σταυρό μας) που θα θεμελιώνεται στις προσωποκεντρικές κοινότητες.[7]

Βέβαια, οι νεορθόδοξοι δεν πρωτοτυπούν ούτε σε σχέση με την ανάλυση τους για τα αίτια της σημερινής κρίσης της νεωτερικότητας, ούτε σε σχέση με την «σύνθεση» στο Πρόσωπο. Στη πραγματικότητα, η ανάλυση τους δεν είναι παρά μια ιδεολογική «σούπα» από στοιχεία δυτικού μεταμοντερνισμού και  σπιριτουαλισμού (του τύπου «Νέα Εποχή» και «Βαθιά Οικολογία») και ορθοδοξίας της «καθ’ ημάς Ανατολής». Είναι γνωστό, για παράδειγμα, ότι τόσο οι μεταμοντερνιστές όσο και τα δυτικά σπιριτουαλιστικά ρεύματα που ανάφερα ανάγουν την γενικευμένη κρίση, ακριβώς όπως και οι νεορθόδοξοι, στον νεότερο «πολιτισμό» και τις αξίες του και όχι βέβαια στο ίδιο το θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς και της ιδεολογίας που το στηρίζει, καθώς και στη συνακόλουθη ανάδυση της οικονομίας ανάπτυξης σε Δύση και Ανατολή.[8] Ακόμη, τα ίδια δυτικά σπιριτουαλιστικά ρεύματα, στην θέση της εννοίας του πολίτη  ―που αποτελεί κατάκτηση της ανθρωπότητας από τον καιρό της κλασικής Ελλάδας, της οποίας, κατά τους νεορθόδοξους, το θεοκρατικό Βυζάντιο με τους υπηκόους του αποτελεί...ιστορική συνεχεία― προτείνουν, επίσης, την έννοια του α-πολίτικου «Προσώπου».[9] Ενός «Προσώπου»,  που αντί να θέτει το ίδιο τους νόμους στον εαυτό του, θα έχει έτοιμα τα δόγματα της ορθοδοξίας για το πως πρέπει να διαμορφώνει π.χ. την ηθική του συμπεριφορά, μέχρι και την σεξουαλική του δραστηριότητα (για το τελευταίο είναι ιδιαίτερα σιωπηλοί οι τ. Μαοϊκοί και νυν ορθόδοξοι!). Και αυτό, μολονότι δεν υπάρχει κανένας λόγος γιατί η ηθική δεν μπορεί να είναι αυτόνομη και θα πρέπει  να την εγγυάται κάποιος Θεός. Αντίθετα, όπως δείχνει σε πρόσφατο έργο του γνωστός καθηγητής της φιλοσοφίας στο Παν. της Ουαλίας, υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους το θεολογικό πλαίσιο απογυμνώνει την ηθική, ενώ πολλές αρετές παύουν να είναι τέτοιες όταν αποκτούν θρησκευτικό περιεχόμενο.[10]

Τέλος, οι υποστηρικτές του νέου «προτάγματος»  δεν μας λένε κουβέντα για το πως ακριβώς οι προσωποκεντρικές κοινότητες, εκτός από το να αινούν τον Κύριο, θα ρυθμίζουν τα θεμελιακά οικονομικά προβλήματα της κοινωνίας, ιδιαίτερα μάλιστα όταν οι ίδιοι δεν ασκούν την παραμικρή «συστημική» κριτική στην οικονομία της αγοράς. Πράγμα βέβαια σε απόλυτη συνέπεια με το συμπέρασμα ότι  ο Χριστιανισμός, ιστορικά, «επαναπροσδένει τον άνθρωπο και μάλιστα κατά τρόπο απόλυτο και χωρίς διαφυγή στους αφηρημένους όρους της κοινωνικής του ύπαρξης»[11], δηλαδή στο θεσμικό πλαίσιο.

 


 

* Το παρών άρθρο περιλαμβάνεται στο βιβλίο Θρησκεία, Αυτονομία, Δημοκρατία: Η άνοδος του νέου ανορθολογισμού (Ελεύθερος Τύπος, 2000) με τον τίτλο «Θρησκεία και Σοσιαλισμός».

[1] Guardian Weekly (4/1/98).

[2] Βλ. Gustavo Gutirrez, A Theology of Liberation, 1971

[3] V. Lenin, Socialism and religion, 1905

[4] Βλ. T. Fotopoulos, Towards An Inclusive Democracy (Cassell, 1997), σελ. 342-45

[5] Άρδην, τ. 11 (Δεκ. 1997), σ. 28

[6] Άρδην, σ. 29-31

[7] Θ. Ζιάκας, Άρδην, ο.π.

[8] Βλ. Towards An Inclusive Democracy κεφ. 4

[9] Βλ. Δημοκρατία και Φύση αρ. 2, Οκτώβριος ‘96, σελ. 167-71, για κριτική απο τον M. Bookchin της σπιριτουαλιστικής πρότασης για την αντικατάσταση της ιδιότητας του πολίτη με την έννοια του Προσώπου

[10] R.A. Sharpe, The moral case against religious belief (SCM Press ltd, 1997), σ. 97.

[11] Βλ. την σημαντική εργασία του Φ. Τερζάκη, Μελέτες για το Ιερό (Ελληνικά Γράμματα, 1997), σ 366-67.