(Ελευθεροτυπία, 17 Ιανουαρίου 1998)


Το τέλος του ασιατικού «θαύματος» και η δραχμή

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Κατά καιρούς, οι ιδεολογικοί «κομισάριοι» (κατά Τσόμσκι) της οικονομικής ελίτ («επιστήμονες» - οικονομολόγοι, διανοούμενοι, δημοσιογράφοι κ.λπ.) προσπαθούν ν’ αποδείξουν ότι το κλαμπ των καπιταλιστικών μητροπόλεων, το οποίο περιλαμβάνει βασικά τις δυτικο-ευρωπαϊκές χώρες, τη Βόρεια Αμερική και την Ιαπωνία, ―που, όλες, έθεσαν τις βάσεις της ανάπτυξης τους τον περασμένο αιώνα―  δεν είναι ένα κλειστό κλαμπ. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι οι χώρες αυτές, ιστορικά, έχουν ήδη δημιουργήσει τέτοιες σωρευτικές διαφορές, σε σχέση με επίδοξα νέα μέλη, όσον αφορά την παραγωγικότητα, την τεχνολογική, αλλά και τη γενικότερη κοινωνική και πολιτισμική, υποδομή τους, που είναι  αξεπέραστες, στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς. Έτσι, την δεκαετία του ‘80 πολλοί από τους κομισάριους αυτούς έβλεπαν μερικές Λατινοαμερικάνικες χώρες (Βραζιλία, Μεξικό κ.λπ.) ότι σύντομα επρόκειτο να εισδύσουν στο κλαμπ αυτό, με τη βοήθεια μάλιστα του δανειακού κεφαλαίου από τις μητροπολιτικές τράπεζες που έρρεε άφθονα σε αυτές. Και ήλθε η χρεοκοπία των «θαυμάτων» αυτών μετά το 1982 και τα συνακόλουθα «διαρθρωτικά προγράμματα» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) που επέβαλαν την απελευθέρωση των αγορών τους, τις αποκρατικοποιήσεις, τις πολιτικές λιτότητας κ.λπ. Αποτέλεσμα: καμιά από τις χώρες αυτές δεν πέτυχε την περιπόθητη εισδοχή στο κλαμπ αλλά, στη διαδικασία, οι φτωχοί στη Λατινική Αμερική είναι σήμερα περισσότεροι από τη δεκαετία του ‘80, ενώ οι λαοί της περιοχής ακόμη πληρώνουν τα θαλασσοδάνεια των οικονομικών ελίτ τους (που φυγάδευαν τις καταθέσεις τους σε Ελβετικές τράπεζες).

Τη δεκαετία του ‘90 ανέτειλε το νέο οικονομικό «θαύμα» των Ασιατικών Τίγρεων που, με επικεφαλής την Νότια Κορέα, υποτίθεται αποδείκνυε ότι το μοντέλο ανάπτυξης το οποίο στηριζόταν στις εξαγωγές και έδινε την πρωτοκαθεδρία στον ιδιωτικό τομέα (έστω και υπό την καθοδήγηση του δημοσίου) θα έσπαζε τον κλειστό χαρακτήρα του κλαμπ. Και αυτό, αντίθετα με το Λατινοαμερικάνικο μοντέλο που υποτίθεται ότι ακριβώς απέτυχε διότι στήριξε την ανάπτυξη  στην υποκατάσταση εισαγωγών και τον δημόσιο τομέα. Όπως όμως είχα σημειώσει σε ανύποπτο χρόνο,[1] οι λεγόμενες Ασιατικές «τίγρεις» δεν αντιπροσωπεύουν ούτε το τέλος της Δύσης, ούτε καν την άνοδο ενός νέου καπιταλισμού που θ’ αμφισβητήσει την παγκόσμια ηγεμονία του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, όπως ακρίτα ισχυρίζονται, για διαφορετικούς λόγους, σοσιαλφιλελεύθεροι εκσυγχρονιστές,[2] αλλά και Ελληνορθόδοξοι υπερ-πατριώτες.[3] Όπως τόνιζα τότε, το Ασιατικό μοντέλο δεν ήταν βιώσιμο διότι «η συνέχιση του έντονου κρατικού παρεμβατισμού στην αναπτυξιακή διαδικασία (που τα χαρακτήριζε) δεν είναι πια δυνατή στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς».[4] Έτσι, η λατινοαμερικάνικη εμπειρία της προηγούμενης δεκαετίας επαναλαμβάνεται σήμερα στην Άπω Ανατολή, με το Κορεάτικο, το Ταιλανδέζικο και το Ινδονησιακό  νόμισμα να έχουν ήδη  χάσει πάνω από το 50% της αξίας τους και τις χρηματιστηριακές αξίες των χωρών αυτών, καθώς και της Μαλαισίας, Σιγκαπούρης, Χονγκ Κονγκ, να έχουν πέσει αντίστοιχα. Πάλι, το Δ.Ν.Τ., με εντολή του κλαμπ που ελέγχει τους πόρους του, επενέβη, όχι βέβαια από αλτρουισμό, αλλά για να εξασφαλίσει τα μέγιστα δυνατά οφέλη για τα μέλη του  κλαμπ  και συγχρόνως να εξουδετερώσει τις παρενέργειες της Ασιατικής κρίσης που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια παγκόσμια οικονομική κρίση. Και αυτό, διότι, όπως τονίζει αυξανόμενος αριθμός παρατηρητών,[5] η σημερινή διεθνοποίηση της οικονομίας με τις ανεξέλεγκτες κινήσεις κεφαλαίου, την αχαλίνωτη κερδοσκοπία, τα βουνά από χρέη κ.λπ. εύκολα θα μπορούσε να οδηγήσει σε κρίση μεγαλύτερη και αυτής της δεκαετίας του ‘30 όταν, πάλι, το κεφάλαιο αλώνιζε την οικουμένη από νόμισμα σε νόμισμα σε αναζήτηση μεγαλύτερου κέρδους. Η κρίση μάλιστα θα γίνει πιθανότερη αν οι μαζικές σημερινές υποτιμήσεις των Τίγρεων (που για μετρικούς αφελείς θα οδηγήσουν στην ανάκτηση της υποτιθεμένης σημασίας τους) ακολουθηθούν, όπως είναι σχεδόν βέβαιο, από παρόμοιες υποτιμήσεις σε ανταγωνιστικές χώρες για να προστατεύσουν τις εξαγωγές τους, με συνέπεια το χάος στο διεθνές νομισματικό σύστημα.

Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Ν. Κορέας που εθεωρείτο τυπικό παράδειγμα του Ασιατικού θαύματος, αν και αναλογικά τα ίδια ισχύουν και για τις άλλες «Τίγρεις». Το Δ.Ν.Τ., σε αντάλλαγμα ενός τεράστιου  «πακέτου» βοήθειας  προς τη χωρά αυτή, εξανάγκασε την Κορεάτικη ελίτ να απορυθμίσει και απελευθερώσει πλήρως τις αγορές κεφαλαίου και εργασίας, καταργώντας για παράδειγμα τους αυστηρούς περιορισμούς στο ξένο επενδυτικό κεφαλαίο που τώρα θα μπορεί να εξαγοράζει το 55% (και μέχρι το τέλος του χρόνου, το 100%) των Κορεατικών επιχειρήσεων. Έτσι, με τη καταρράκωση του Κορεατικού νομίσματος και των χρηματιστηριακών αξιών, καθώς και την απελευθέρωση των αγορών που επέβαλε το Δ.Ν.Τ., το δυτικό κεφάλαιο είναι σήμερα ελεύθερο να αγοράσει τις Κορεάτικες επιχειρήσεις «για ένα κομμάτι ψωμί».  Στο μεταξύ, ο Κορεάτικος λαός θα κληθεί να πληρώσει ακριβά το «θαύμα» με πολιτικές λιτότητας, μαζική ανεργία κ.λπ. Από την άλλη μεριά, η παραγωγική βάση της χώρας, που στήθηκε με τις θυσίες του λαού αυτού, θα εξακολουθήσει βέβαια ν’ απολαμβάνει ένα σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι της Δύσης, σαν συνέπεια της υποτίμησης του νομίσματος. Όπως, όμως, προβλέπει και ο μητροπολιτικός τύπος,[6] τα κέρδη από τις επιχειρήσεις αυτές θα ρέουν τώρα στο εξωτερικό, δηλαδή στα μέλη του κλαμπ.

Αλλά ας έλθουμε στις  συνεχιζόμενες περιπέτειες της δραχμής. Προ ημερών, ο διοικητής της Εθνικής Τράπεζας εκδήλωνε την αδυναμία του να εξηγήσει την «πίεση» πάνω  στη δραχμή τη στιγμή μάλιστα που το δημόσιο έλλειμμα μειώνεται, ο πληθωρισμός πέφτει, ενώ το Α.Ε.Π. και οι επενδύσεις αυξάνονται. Το γεγονός βέβαια ότι οι Ασιατικές Τίγρεις βρίσκονται σε κρίση, παρά το γεγονός ότι απολάμβαναν, για πολύ περισσότερο χρονικό διάστημα, σημαντικά υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης από εμάς, ανυπαρξία δημοσιονομικών ελλειμμάτων (διότι είχαν χειρότερο κράτος πρόνοιας ακόμη και από το υποτυπώδες ελληνικό) και πολύ χαμηλότερο πληθωρισμό φαίνεται ότι δεν είναι κατανοητό από τον διοικητή της Εθν. Τράπεζας καθώς και από τον ανεκδιήγητο Υπ. Εθνικης Οικονομίας ο οποίος φαίνεται ότι πράγματι πιστεύει την ρητορική του πως ανόρθωσε την οικονομία! Αντίθετα, το βασικό κοινό χαρακτηριστικό που έχει η Ελλάδα και οι Ασιατικές χάρτινες Τίγρεις, δηλ. την καθοριστική εξάρτηση της ανάπτυξης τους από την Δύση και τα δανειακά και κερδοσκοπικά κεφάλαια, αγνοείται από τους οικονομικούς φωστήρες της ελίτ μας. Υπάρχει όμως και μια σημαντική διαφορά (σε βάρος μας) μεταξύ «τίγρεων» και Ελλάδος. Ότι το «ισοζύγιο οικονομικών πόρων» (δηλ. η διαφορά μεταξύ εξαγωγών και εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών) όχι μόνο είναι πολύ χειρότερο στην Ελλάδα από ότι στις Τίγρεις ―αφού και στις δυο περιπτώσεις είναι αρνητικό, έναντι (συνήθως) θετικού ισοζυγίου στις χώρες του κλαμπ― αλλά και συνεχώς επιδεινώνεται στην χώρα μας.[7] Η συνεχής όμως και μακροχρόνια χειροτέρευση του εμπορικού μας ισοζυγίου (εξαγωγές μείον εισαγωγές), η καθήλωση των άδηλων πόρων (μεταναστευτικά, τουριστικά, ναυτιλιακά) που στήριζαν  (μαζί με τις κατασκευές) την μεταπολεμική «ανάπτυξη» και το αναμενόμενο, ιδιαίτερα μετά την διεύρυνση της Ε.Ε., στέρεμα των Κοινοτικών μεταβιβάσεων, προκαλούν συνεχή χειροτέρευση στο ισοζύγιο πληρωμών δημιουργώντας όλο και μεγαλύτερη ανάγκη για εξωτερικό δανεισμό, που γίνεται εντονότερη όσο δεν αντισταθμίζεται από αντίστοιχες εισροές επενδυτικών κεφαλαίων. Παράλληλα, το άνοιγμα των κεφαλαιαγορών σημαίνει ότι εάν η Ελλάδα δεν διατηρεί ανταγωνιστικά επιτόκια προς αυτά των χωρών με τις οποίες συναγωνίζεται για την προσέλκυση δανειακών και κερδοσκοπικών κεφαλαίων θ’ αντιμετωπίζει συνεχώς πιέσεις πάνω στο νόμισμα. Αλλά τα υψηλά επιτόκια σημαίνουν ακόμη υψηλοτέρα τοκοχρεολύσια, ακόμη μεγαλύτερη ανάγκη για εξωτερικά κεφάλαια, ακόμη μεγαλύτερη λιτότητα και επιπρόσθετη φορολογική επιβάρυνση των μισθωτών και συνταξιούχων που βασικά πληρώνουν τους φόρους.

Τέλος, είναι χαρακτηριστικές οι λύσεις που προτείνει σήμερα η ελίτ μας για το ξεπέρασμα της κρίσης. Αφού, η πτώση του πληθωρισμού (που με βάση την διεθνή πτώση των τιμών θα γινόταν έτσι και αλλιώς, αρκεί να τηρούσαμε τη συναλλαγματική ισοτιμία της δραχμής) και η μείωση των ελλειμμάτων δεν απέτρεψε την κρίση, τώρα φταίει η έλλειψη «διαρθρωτικών αλλαγών». Και με αυτό, εννοούν βασικά τις αποκρατικοποιήσεις, ή, το πολύ, τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης και της παιδείας. Να τους θυμίσουμε ότι και τα στοιχεία αυτά, επίσης, υπήρχαν στα Ασιατικά θαύματα αλλά δεν απέτρεψαν την κατάρρευση τους; Ή να θυμηθούμε το λαϊκό απόφθεγμα ότι ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται;

 


 

[1] “Ε, 22/6/96 

[2] Ν. Μουζέλης, Βήμα της Κυριακής (14/12/97).

[3] Γ. Καραμπελιάς, Άρδην, αρ.  1

[4] Βλ. αναδημοσίευση στο βιβλίο του υπογράφοντος, Η Νέα Διεθνής Τάξη και η Ελλάδα (Καστανιώτης, 1997),  σελ 52

[5] Βλ. π.χ. W.Hutton, The Observer (16/11/97) και Larry Elliott, The Guardian (12/1/98). 

[6] Βλ. π.χ. Marc Atkinson, Washington Post/Guardian Weekly (11/1/98).

[7] Από -5 το 1980, σε -12 το 1995, World Development Report 1997, World Bank, Πιν. 13