(Ελευθεροτυπία, 24 Οκτωβρίου 1998)

Τα «αντιφατικά» αποτελέσματα των εκλογών

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Η εκλογολογία που προέκυψε από τις τελευταίες εκλογές στράφηκε βασικά γύρω από το θέμα του μηνύματος που έδιναν τα αποτελέσματα για τα κοινοβουλευτικά κόμματα και κυρίως για το εάν συνιστούσαν καταδίκη του κυβερνώντος σοσιαλφιλελεύθερου κόμματος. Το γενικότερο όμως πολιτικό μήνυμα που έδωσαν όχι μόνο οι τελευταίες εκλογές αλλά γενικότερα η εκλογική διαδικασία σήμερα, τόσο στην Ελλάδα όσο και αλλού, ελάχιστα τονίστηκε. Το γεγονός δηλαδή ότι σήμερα όλο και λιγότεροι πολίτες συμμετέχουν στην πολιτική διαδικασία που ορίζει το πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Έτσι, η «αριστερή» αντιπολίτευση στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένης και της ριζοσπαστικής, πανηγύρισε για τον ‘κόλαφο’ που έδωσαν τα αποτελέσματα στην αδίστακτη σοσιαλφιλελεύθερη κυβέρνηση, χωρίς όμως να μπορεί να εξηγήσει τι ακριβώς είδους κόλαφος ήταν αυτός, όταν η βασική μετατόπιση ήταν από το ένα αδίστακτο σοσιαλφιλελεύθερο κόμμα (ΠΑΣΟΚ) στο άλλο (ΝΔ)! Στη πραγματικότητα όμως τα εκλογικά αυτά αποτελέσματα δεν είναι αντιφατικά, όπως φαίνονται από πρώτη άποψη. Πράγμα που γίνεται φανερό αν τα εξετάσουμε σε σχέση με την σύνθεση του εκλογικού σώματος και την επικρατούσα νεοφιλελεύθερη (ή ίσως σωστότερα σοσιαλφιλελεύθερη) συναίνεση.

Όπως σημείωσα παραπάνω, η αυξανόμενη αποχή από την «πολιτική» διαδικασία που ορίζει η αντιπροσωπευτική δημοκρατία στις σημερινές συνθήκες σοσιαλφιλελεύθερης συναίνεσης δεν είναι ελληνικό αλλά παγκόσμιο φαινόμενο. Για παράδειγμα, το ποσοστό συμμετοχής στις Αμερικανικές προεδρικές εκλογές, που παραδοσιακά είναι χαμηλό, παρουσιάζει συνεχή πτώση τις τελευταίες δεκαετίες. Έτσι, τη δεκαετία του 1960, όταν ακόμη είχε κάποιο νόημα η συμμετοχή στις εκλογές εφόσον δεν είχε εγκαθιδρυθεί η σοσιαλφιλελεύθερη συναίνεση, το ποσοστό συμμετοχής έφθανε το 62-63%. Στη δεκαετία του 1970 όμως άρχισε μια καθοδική πορεία που το 1996 οδήγησε  μόνο το 49% των ψηφοφόρων στις κάλπες.[1] Στο φαινόμενο αυτό έδωσε πειστική εξήγηση ένας Κεινσιανός οικονομολόγος, ο Γκαλμπρεηθ,[2] που ταύτισε την «ικανοποιημένη εκλογική πλειοψηφία» με τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα στα οποία ανήκουν τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα και σημαντικό τμήμα των μεσαίων. Δεδομένου δηλαδή ότι τα μη προνομιούχα στρώματα (άνεργοι, χαμηλόμισθοι κ.λπ.) αυξανόμενα δεν συμμετέχουν στην εκλογική διαδικασία, μη περιμένοντας πια καμία σημαντική αλλαγή στη μοίρα τους από το εκάστοτε αποτέλεσμα των εκλογών στη σημερινή σοσιαλφιλελεύθερη συναίνεση, η εκλογική πλειοψηφία εκφράζει βασικά τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα. Και φυσικά, όχι μόνο το εκλέγειν αλλά και το εκλέγεσθαι γίνεται αυξανόμενα προνόμιο των προνομιούχων και αυτών που χρηματοδοτούνται από αυτούς. Για να κερδίσει θέση στη Γερουσία των ΗΠΑ ένας υποψήφιος χρειαζόταν 3,8 εκ. δολ. το 1990, έναντι 4,7 εκ. δολ. το 1996. Αντίστοιχα, οι Κλίντον και  Ντολ ξόδεψαν περίπου 130 εκ. δολ. ο καθένας στην εκστρατεία τους το 1996.[3]

Παρόμοια φαινόμενα παρατηρούνται στην Ευρώπη όπου, για παράδειγμα, το μέσο ποσοστό συμμετοχής στις Ευρωεκλογές έχει πέσει από 63% το 1979, στο 57% το 94, ενώ σε χώρες όπως στη Γαλλία και τη Δανία το ποσοστό αυτό βρίσκεται περίπου στο 50%, και στη Βρετανία και Πορτογαλία μόλις πιάνει το 36%! Τα ποσοστά αυτά αντανακλούν ανάλογες τάσεις στη βάση των κομμάτων που συρρικνώνεται συνεχώς μεταπολεμικά. Στη Βρετανία, για παράδειγμα, το Εργατικό κόμμα είχε 1 εκ. μέλη τη δεκαετία του 1950 ενώ τώρα μόλις αγγίζει τα 400.000, το δε Συντηρητικό κόμμα από 1,3 εκ. μέλη το 1974 σήμερα διαθέτει 300-350.000 μέλη. Συνολικά, στη Βρετανία μόνο το 1,6% του πληθυσμού είναι μέλη κάποιου κόμματος.[4] Αντίστοιχα στη Γερμανία, παρά τον κορπορατίστικο χαρακτήρα του κράτους, που σημαίνει ότι ακόμη και η εύρεση απασχόλησης συχνά εξαρτάται από τη κομματική ιδιότητα, μόνο 2% είναι κομματικά μέλη. Ανάλογα φαινόμενα παρατηρούνται και στις Σκανδιναβικές χώρες που πάντα διέθεταν ισχυρές κομματικές βάσεις.

Στην Ελλάδα, τα αποτελέσματα των τελευταίων εκλογών ήταν σημαντικά διότι έγιναν περισσότερο συγκρίσιμα με τα διεθνή, λόγω της χαλάρωσης της υποχρεωτικής ψηφοφορίας, ως αποτέλεσμα της κατάργησης των σχετικών διοικητικών κυρώσεων. Με βάση λοιπόν τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου (στο δεύτερο η εικόνα για την αποχή συγχέεται) το σύνολο αποχής, λευκών/ άκυρων ξεπέρασε το 35% των ψηφοφόρων, έναντι λιγότερο από 30% το 1994 . Και αυτό, όταν στις εκλογές του 1994 το τότε ποσοστό είχε κριθεί ποσοστό ρεκόρ και προκάλεσε κάποια ανησυχία στην πολιτική ελίτ. Είναι επομένως φανερό ότι και στη χώρα μας έχει αρχίσει η διαδικασία σχηματισμού μιας «ικανοποιημένης» εκλογικής πλειοψηφίας. Η εκλογική όμως αυτή πλειοψηφία στην Ελλάδα δεν αποτελείται, όπως στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, σχεδόν αποκλειστικά  από τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα στον ιδιωτικό τομέα. Ο τύπος της οικονομικής ανάπτυξης στη χώρα μας έχει δημιουργήσει σημαντικά κοινωνικά στρώματα που είναι μεν σχετικά «βολεμένα», αλλά των οποίων η οικονομική άνεση εξαρτάται, άμεσα η έμμεσα, από τον δημόσιο τομέα και όχι από την οικονομία της αγοράς. Από την άλλη μεριά, υπάρχουν οι μη βολεμένοι, δηλ. οι άνεργοι, οι χαμηλόμισθοι, οι ανασφαλείς, οι περιθωριοποιημένοι  οι οποίοι αυξανόμενα, όπως και στη Δύση, δεν συμμετέχουν καθόλου στην εκλογική διαδικασία. Η δυαδική αυτή σύνθεση του εκλογικού σώματος θα μπορούσε να εξηγήσει τα ‘αντιφατικά’ εκλογικά αποτελέσματα.

Θα μπορούσαμε δηλ. να υποθέσουμε ότι ένα πολύ σημαντικό τμήμα των μη «βολεμένων» στρωμάτων δεν μετείχε καθόλου στις εκλογές εφόσον δεν έβρισκαν ούτε ευρύτερα πολιτικό, αλλά ούτε και στενότερα τοπικό νόημα σ’ αυτές. Το ευρύτερο πολιτικό νόημα έλειπε διότι όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα  πρόσφεραν «μία από τα ίδια» εφόσον όλα, με ελάχιστες παραλλαγές, αποδέχονται και υιοθετούν το θεσμικό πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, όπως αυτό εκφράζεται στην σοσιαλφιλελεύθερη συναίνεση. Και αυτό ίσχυσε ακόμη και για το ΚΚΕ που ενώ διαφοροποιείται προγραμματικά από τα αλλά κοινοβουλευτικά κόμματα, (όσον αφορά κυρίως την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις ιδιωτικοποιήσεις κ.λπ.), στις δημοτικές εκλογές υποστήριξε είτε υποψήφιους σε συμμαχία με τα άλλα κόμματα (πράγμα που κάνει αδύνατη την εφαρμογή του προγράμματος του) είτε διάφορους «επώνυμους» οι οποίοι σε κάθε ευκαιρία διακήρυσσαν τη διαφωνία τους με βασικές προγραμματικές θέσεις του κόμματος που συμβαίνει να είναι και οι θέσεις που το διαφοροποιούν από τα αλλά κόμματα! Όσον αφορά το τοπικό πολιτικό νόημα, αυτό ήταν εξ ορισμού φαλκιδευμένο όταν οι δημοτικές αρχές στην Ελλάδα ασκούν ελάχιστο και ουσιαστικά ασήμαντο κομμάτι της εξουσίας, η οποία συγκεντρώνεται στα χέρια των οικονομικών ελίτ που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς  και των πολιτικών ελίτ που ελέγχουν τον κρατικό μηχανισμό.

Τέλος, όσον αφορά την ‘ικανοποιημένη’ εκλογική πλειοψηφία που έκρινε το αποτέλεσμα, η μετακίνηση σημαντικού τμήματος της  από το ένα κόμμα εξουσίας στο άλλο εξέφραζε βασικά την εκλογική μετατόπιση των εξαρτημένων από τον δημόσιο τομέα, των οποίων η θέση γίνεται καθημερινά πιο επισφαλής, λόγω της συρρίκνωσης του δημόσιου τομέα που συνεπάγεται η σοσιαλφιλελεύθερη συναίνεση. Όχι βέβαια διότι τρέφουν απατηλές ελπίδες ότι το εναλλακτικό κόμμα εξουσίας θ’ αλλάξει πολιτική. Αλλά διότι, μη βλέποντας καμία εναλλακτική λύση στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο, εκφράζουν την δυσφορία τους με την ‘ψήφο διαμαρτυρίας’. Φυσικά, η «στιγμή της αλήθειας»  θα έλθει όταν η συνεχιζόμενη συρρίκνωση του δημόσιου τομέα θα μετατοπίσει σημαντικό αριθμό ψηφοφόρων από την δεύτερη κατηγορία σε αυτή των ανασφαλών και μη «βολεμένων». Τότε, η σημερινή ψήφος διαμαρτυρίας είτε θα μετατραπεί σε ακόμη σημαντικότερη αποχή από την εκλογική διαδικασία και κοινωνικές εκρήξεις σαν αυτές που περιοδικά συνταράζουν τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, είτε θα οδηγήσει στην δημιουργία ενός μαζικού κινήματος για ριζική κοινωνική αλλαγή με αίτημα τη δημιουργία συνθηκών πραγματικής πολιτικής και οικονομικής δημοκρατίας.

 

 


 

[1] The World Almanac and book of Facts 1998, World Almanac

[2] JK Galbraith, The Culture of Contendment, 1993.

[3] Μartin Kettle, Τhe Guardian (26/11/97).

[4] Ewen MacAskill, Τhe Guardian (23/6/98).