Σοσιαλ-φιλελευθερισμός και ανισότητα: Βρετανικό σοκ

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Πριν από μερικές εβδομάδες ο τ. υπαρχηγός του  Εργατικού κόμματος, Roy Hattersley, κατέρριψε  “απο μέσα”  το  σοσιαλιστικό  προσωπείο  της Βρετανικής  (και έμμεσα της αντίστοιχης Ελληνικής) κεντροαριστεράς σε άρθρο του με τίτλο “Γιατί δεν πιστεύω πια στους Εργατικούς”[1]. Ο κύριος λόγος για την απόφαση αυτή του Hattersley, ο οποίος θα πρέπει να σημειωθεί ότι στα 50 χρόνια που υπηρετεί το κόμμα δεν ανήκε ποτέ στην αριστερά πτέρυγα των Τόνυ Μπέν κ.α., ήταν η από μέρους των Εργατικών (και αντίστοιχα του ΠΑΣΟΚ) οριστική εγκατάλειψη του στόχου της ισότητας, που παραδοσιακά αποτελούσε το διαφοροποιητικό στοιχείο μεταξύ σοσιαλιστών και φιλελευθέρων, και η αντικατάσταση του από τον στόχο της φιλελεύθερης (και βολικής) ισότητας ευκαιριών![2]

Σήμερα, οι Βρετανοί σοσιαλφιλελεύθεροι, τους οποίους αντιγράφουν πιστά οι κ.κ. Σπράος (και οι  “σοφοί”  της Επιτροπής που αποτελούν την  think tank’ του πρωθυπουργού), καθώς και οι Τσαρίσκοι της οικονομίας Γιάννος Παπαντωνίου, Βάσω Παπανδρέου κ.λπ., είναι σαφείς επ' αυτού. Όπως τονίζει ένας θεωρητικός του σοσιαλφιλελευθερισμού, ο John Gray του Παν. της Οξφόρδης, “ο στόχος της μεγαλύτερης ισότητας, μέσω της ανακατενημητικής φορολογικής και κοινωνικής πολιτικής, η επιδίωξη της πλήρους απασχόλησης, μέσω της οικονομικής ανάπτυξης, το κράτος πρόνοιας που φροντίζει για τον πολίτη "από την κούνια μέχρι τον τάφο" ― όλα αυτά είναι πια ξεπερασμένα”[3]. Αντίστοιχα, ο David Blankett, που άρχισε τη καριέρα του ως Υπ. Παιδείας καταργώντας  “σοσιαλιστικότατα” το δικαίωμα στην δωρεάν εκπαίδευση, δήλωνε προ μηνών ότι  “καμμιά κυβέρνηση που μπαίνει στον 21ο αιώνα δεν έχει ελπίδα να δημιουργήσει μια πιο ίση κοινωνία με το να παίρνει απλώς εισόδημα από τη μια κοινωνική ομάδα και να το αναδιανέμει σε μια άλλη, όπως πιστεύαμε παλιά,  όταν οι πλούσιοι ήταν πολύ πλούσιοι  και οι υπόλοιποι ήταν φτωχοί”.[4]

Το χαρακτηριστικό, αλλά και ενδεικτικό του θράσους των σοσιαλφιλελεύθερων, είναι ότι όλα αυτά λέγονται  στο ίδιο “το  σπίτι του κρεμασμένου”, τη Βρετανία, όπου μόλις δημοσιευθείσα μελέτη δείχνει ότι η  μεγαλύτερη κοινωνική αλλαγή στη χώρα τα τελευταία 20 χρόνια είναι η αύξηση της ανισότητας[5]. Έτσι, μεταξύ 1979 και 1993/94 το 10% φτωχότερο τμήμα του πληθυσμού είδε το εισόδημα του να μειώνεται κατά 18%, τη στιγμή που το αντίστοιχο εισόδημα του 10% πλουσιότερου τμήματος του πληθυσμού είδε μια αύξηση του πραγματικού εισοδήματος του κατά 61%.[6] Το αποτέλεσμα είναι ότι, σήμερα, το άνοιγμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών στη Βρετανία είναι ανάλογο με αυτό της Νιγηρίας, ενώ η αναλογία ατόμων που ζουν σε συνθήκες φτώχειας ανέρχεται στο 22%  στην Βρετανία (από 6% πριν την άνοδο της Θάτσερ) ―ίδια δηλαδή με αυτή της Ελλάδας― έναντι 6% στη Δανια[7].

Βεβαια, η έκρηξη αυτή της ανισότητας[8] δεν παρουσιάζεται μόνο στη Βρετανία. Απλώς εκεί εμφανίζεται σαφέστερα λόγω του ότι η χώρα αυτή ήταν η πρώτη που αντικατάστησε  την σοσιαλδημοκρατική συναίνεση με την νεοφιλελεύθερη συναίνεση, πρώτα με τους “καθαρούς” νεοφιλελευθέρους της Θάτσερ και σήμερα με τους σοσιαλφιλελεύθερους του Μπλερ. Η συγκέντρωση οικονομικής δύναμης στα χέρια των ολίγων είναι δομικό χαρακτηριστικό της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, όπου, για χάρη της ανταγωνιστικότητας και του κέρδους, το επίπεδο οικονομικής δραστηριότητας καθορίζεται σχεδόν αποκλειστικά από τις δυνάμεις της αγοράς ενώ οι κοινωνικοί έλεγχοι πάνω σε αυτές ελαχιστοποιούνται.[9]

Έτσι, μεταξύ 1989 και 1996, όταν με την κατάρρευση του “υπαρκτού σοσιαλισμού” η νεοφιλελεύθερη συναίνεση έγινε καθολικό φαινόμενο, ο αριθμός των (σε δολλάρια) δισεκατομμυριούχων σχεδόν τριπλασιάστηκε (από 157 σε 447) και, σήμερα, η καθαρά αξία της περιουσίας των 10 πλουσιότερων δισεκατομμυριούχων είναι 1,5 φορά το συνολικό εθνικό εισόδημα των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών όπου ζουν 534 εκ άνθρωποι.[10] Πράγμα βέβαια καθόλου περίεργο όταν είναι γνωστό ότι σήμερα οι 350 μεγαλύτερες εταιρείες ελέγχουν το 40% του παγκόσμιου εμποριου[11], οι δε 500 μεγαλύτερες εταιρείες, μολονότι απασχολούν μόνο το 5% του παγκόσμιου πληθυσμού, ελέγχουν το 25% της παγκόσμιας παραγωγης[12]. Όπως τονίζει σχετικά ένας έγκυρος αναλυτής, “στη πραγματικότητα, οι πολυεθνικές καθορίζουν σήμερα την ατζέντα της ΕΕ, της NAFTA, της GATT και των Ασιατικών Τίγρεων, αφού μέλη τους στελεχώνουν τις συμβουλευτικές επιτροπές των διεθνών οργανισμών, των οποίων οι συνεδριάσεις δεν είναι δημόσιες. Οι ίδιες εταιρείες συμβουλεύουν τους επαγγελματίες πολιτικούς έχοντας εύκολη πρόσβαση σε κάθε κυβερνητικό επίπεδο (...) η ατζέντα των εταιρειών αυτών σχεδιάζεται αποκλειστικά με στόχο  τη μεγιστοποίηση των εσόδων των ολίγων σε βάρος των μυριάδων πολιτών”.[13]

Η ανισότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση γενικά και την Ελλάδα ειδικότερα παρουσιάζει αντίστοιχη έξαρση μετά την καθιέρωση της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης. Σύμφωνα με πολύ πρόσφατη έρευνα της ΕΕ, τo πλουσιότερο 10% του πληθυσμού της  εισπράττει πάνω από το 25% του συνολικού εισοδήματος (στην Ελλάδα αυτό φθάνει το 27%), ενώ το φτωχότερο 10% εισπράττει το 2%! Το αποτέλεσμα της ανισότητας αυτής είναι ότι, το 1993,  57 εκ. άτομα στην ΕΕ ζούσαν σε συνθήκες φτώχειας (όπως την ορίζει η Κομισιόν) από τα οποία 2,3 εκ. φτωχών (σχεδόν το ένα τέταρτο του πληθυσμού)  ζουν στην Ελλάδα.[14] Είναι μάλιστα ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι η Ελλάδα, μαζί με τη Βρετανία και τη Πορτογαλία, παρουσιάζουν την μεγαλύτερη ανισότητα στην Ε.Ε. Έτσι, τόσο η Βρετανία, μετά από νεοφιλελεύθερη (συντηρητική) διακυβέρνηση 18 ετών, όσο και η Ελλάδα, μετά από σοσιαλφιλελεύθερη (ΠΑΣΟΚικη) διακυβέρνηση που ήδη εισήλθε στην τέταρτη τετραετία, παρουσιάζουν τον ίδιο βαθμό ανισότητας, που (μαζί με αυτόν της Πορτογαλίας), είναι οι χειρότεροι στην Ευρωπαϊκή Ένωση.[15]

Οι σοσιαλφιλελεύθεροι επαγγελματίες πολιτικοί στην Ελλάδα όμως, όχι μόνο δεν ενδιαφέρονται να μειώσουν τη σκανδαλώδη ανισότητα στην χώρα (η οποία, λόγω της εκτεταμένης φοροδιαφυγής, θα πρέπει να είναι ακόμη μεγαλύτερη από αυτή που δείχνουν τα επίσημα στατιστικά στοιχειά)  αλλά, όπως έδειξε η πρόσφατη θρασύτατη αύξηση που έδωσαν στον εαυτό τους, είναι πρόθυμοι να συμβάλλουν σε αυτή. Σήμερα, ο μέσος μηνιαίος μισθός ενός επαγγελματία πολιτικού στη Βουλή είναι σχεδόν δεκαπλάσιος από τον μέσο μηνιαίο μισθό στη βιομηχανία και είναι συγκρίσιμος με τον μέσο μισθό ενός Βρετανού βουλευτού, παρά το γεγονός ότι οι μισθοί στη Βρετανία είναι γενικά περίπου διπλάσιοι των Ελληνικών. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι με την πρόσφατη αύξηση, η μέση αμοιβή ενός βουλευτού μαζί με τα επιδόματα κ.λπ. ανέρχεται σε περίπου 2 εκ. δρχ., ενώ ο μέσος μηνιαίος μισθός στην Ελληνική  βιομηχανία ήταν το 1995 (τελευταίο έτος για το οποίο έχουμε στοιχεία)  220 χιλ. δρχ. περίπου, δηλαδή  ο μισός από τον αντίστοιχο Βρετανικο[16]. Και, βέβαια, δεν αναφερόμαστε στο σκάνδαλο των Ευρωβουλευτών για τους οποίους πριν 3 χρόνια είχε υπολογιστεί ότι η αμοιβή τους μπορεί να φθάνει τα 6 εκ. δρχ. τον μήνα![17] Ίσως, όμως, οι σοσιαλφιλελεΎθεροι επαγγελματίες πολιτικοί, στο πλαίσιο της εξασφάλισης της “ισότητας ευκαιριών“ για όλους τους πολίτες, να πρέπει να είναι “πιο ίσοι”  από την συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών για να μπορούν ν' ασκούν αποδοτικά το επάγγελμα τους...

 


 

[1] Guardian, 26/7/97 

[2] Βλ. άρθρο του Υπ. Οικονομικών Gordon Brown, Guardian, 2/8/97 

[3] John Gray, After Social Democracy, Demos, 1997 

[4] Guardian, 26/7/97 

[5] Paul Johnson, Inequality in the UK, Institute of Fiscal Studies, 1997

[6] The Stationary Office, Households Below Average Income, 1996   

[7] Eurostat, Statistics in focus, 1997/6 

[8] βλ Τ.Φωτόπουλος, Η Νέα Διεθνής Τάξη και η Ελλάδα, Καστανιώτης, 1997, κεφ. 1

[9] βλ. για παραπερα αναλυση του φαινομενου της σημερινής συγκεντρωσης οικονομικης δυναμης, Τ. Φωτόπουλος “Για μια δημοκρατική αντιληψη της επιστήμης και της τεχνολογίας”, Δημοκρατία και Φύση, αρ. 3, Ιουνιος 1997

[10] UN, Human Development Report 1997, Oxford Univ. Press, σελ 38 

[11] στο ιδιο, σελ 92 

[12] John Vidal, McLibel, MacMillan, 1997

[13] John Vidal, Guardian, 20/6/97 

[14] Eurostat, ο.π. 

[15] Συμφωνα με την έρευνα της Εurostat, ο συντελεστής Gini, που μετρά τον βαθμο ανισότητας ηταν 0.37 στη Βρετανια και 0,38 στην Ελλαδα, εναντι, πχ, 0,25 στη Δανια 

[16] European Commission, European Observatory on National Family Policies 1996, σελ. 58

[17] Ε”, 2/6/94.