Η Αριστερά και ο μύθος του “αριστερού” Μάαστριχτ

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Η τυπική αλλαγή του Ευρωπαϊκού πολιτικού χάρτη που σηματοδότησε η νίκη της κεντρο-”αριστεράς” στη Βρετανία και τη Γαλλία ανατροφοδότησε τη φιλολογία του “αριστερού” Μάαστριχτ. Μια φιλολογία, που ήδη έχει βρει τη θεωρητική της θεμελίωση στη “δηλωση των Ευρωπαίων οικονομολόγων”[1] προς την οποία, παραδόξως, φαίνεται ότι διάκεινται ευμενώς στη χώρα μας ακόμη και δυνάμεις που υποτίθεται ότι αμφισβητούν το θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς.[2]

Σύμφωνα με τη φιλολογία αυτή, οι αιτίες για την σημερινή έκρηξη της ανεργίας, της ανασφάλειας και της ανισότητας, που σήμερα  καταδικάζει 50 εκ. Ευρωπαίους και 40 εκ. Αμερικανούς στο περιθώριο της υπο-τάξης, δεν οφείλεται στο θεσμικό πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Δηλαδή, στην απελευθέρωση και απορύθμιση των αγορών και κυρίως των αγορών κεφαλαίου και εργασίας. Αντίθετα, η βασική αιτία υποτίθεται είναι “η νευρωσιακή εμμονή στον αγώνα κατά του πληθωρισμού που καθόρισε τα κριτήρια σύγκλισης” του Μααστριχτ[3] και οι συνακόλουθες περιοριστικές δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές που επιβάλλουν και το πετσόκομμα του κράτους-πρόνοιας. Έτσι, ξεκινώντας από μια ανιστόρητη ανάλυση της δυναμικής της οικονομίας της αγοράς, το συμπέρασμα είναι ότι αυτό που απαιτείται σήμερα για να οδεύσουμε προς ένα “αριστερό” Μάαστριχτ είναι ένας Ευρωπαϊκός Κευνσιανισμός με τη μορφή μεγάλων έργων υποδομής  που θα χρηματοδοτούντο με ιδιωτικό ή ακόμη και δημόσιο δανεισμό (δηλαδή με τη χαλαρή εφαρμογή των κριτηρίων σύγκλισης) καθώς και με  φορολογία στην ενέργεια, στη κίνηση κερδοσκοπικών κεφαλαίων κ.λπ. Ο Ευρωπαϊκός αυτός Κευνσιανισμός, σε συνδυασμό με τη μείωση του χρόνου εργασίας η οποία για τις “ομαδες χαμηλού εισοδήματος”, δεν θα πρέπει να συνοδεύεται από μείωση των αμοιβών, υποστηρίζεται ότι θα οδηγήσει σε πλήρη απασχόληση, μείωση της ανισότητας και της φτώχειας και παράλληλη “διατήρηση και επανεγκαθίδρυση του ευρωπαϊκού μοντέλου του κράτους πρόνοιας”.[4]

Όμως, όπως, έχω προσπαθήσει επανειλημμένως να δείξω από τις στήλες αυτές,[5] οι παραπάνω θέσεις δεν αποτελούν παρά ευχολόγια που υποστηρίζει μια “Αριστερά” η οποία, έχοντας χάσει τον μπούσουλα μετά την κατάρρευση του κρατικίστικου σοσιαλισμού, καταφεύγει σε ρεαλιστικές “ουτοπίες” που δεν θέτουν θέμα αμφισβήτησης του ίδιου του θεσμικού πλαισίου της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Και είναι οι θέσεις αυτές ευχολόγια διότι, στο πλαίσιο μιας Ευρώπης με ανοικτές αγορές κεφαλαίου και εμπορευμάτων, είναι εντελώς ουτοπικές. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι οι οπαδοί του “αριστερού” Μάαστριχτ δεν θέτουν καν θέμα επανεισαγωγής των ελέγχων στη κίνηση κεφαλαίου και εμπορευμάτων, πράγμα βέβαια που θα έκανε φανερό τον ουτοπικό χαρακτήρα των προτάσεων τους. Όμως, ήταν ακριβώς οι έλεγχοι αυτοί που έκαναν δυνατό τον Κευνσιανισμό και το περιεκτικό κράτος-πρόνοιας τις πρώτες τρεις μεταπολεμικές δεκαετίες. Σήμερα, μόνο στο πλαίσιο ενός άκρατου Ευρωπαϊκού προστατευτισμού, σαν αυτόν που υποστηρίζουν τα ακροδεξιά αλλά και μερικά ριζοσπαστικά Πράσινα ρεύματα,[6] θα ήταν ρεαλιστικό να μιλούμε για πολιτικές παρόμοιες με αυτές που υποστηρίζουν οι θεωρητικοί του “αριστερού” Μάαστριχτ. Αλλά, παρόμοιος προστατευτισμός είναι εντελώς ασύμβατος με την δυναμική της σημερινής οικονομίας της αγοράς γιαυτό και, φρονίμως ποιούντες, δεν τον υιοθετούν οι υποστηρικτές των θέσεων αυτών.  

Γιατί όμως δεν είναι δυνατός σήμερα ένας Ευρωπαϊκός Κευνσιανισμός, ή η αναστύλωση του Ευρωπαϊκού κράτους-πρόνοιας,  ή, τέλος, η μείωση των ωρών εργασίας στην Ευρώπη; Για να δώσουμε μια σύντομη απάντηση στο ερώτημα αυτό θα πρέπει να ανατρέξουμε στους λόγους που οδήγησαν στη σημερινή προσπάθεια Ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η ενοποίηση αυτή δεν αποβλέπει βέβαια στην ικανοποίηση του ιστορικού αιτήματος των Ευρωπαϊκών λαών για την ειρήνη στην ήπειρο κ.λπ., όπως υποστηρίζει η μυθολογία που χρησιμοποιούν οι Ευρωπαϊκές ελίτ για να πείσουν τους λαούς (τελευταία ολοένα και λιγότερο αποτελεσματικά) για την ανάγκη της Ευρώπης των αγορών και της συνακόλουθης Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Στη πραγματικότητα, τόσο η Ενιαία Αγορά όσο και η ΟΝΕ δεν αποτελούν παρά τη προσπάθεια δημιουργίας των θεσμικών προϋποθέσεων που θα εξασφαλίζουν την επιβίωση των οικονομικών ελίτ που ελέγχουν το Ευρωπαϊκό μπλοκ, στον ανταγωνιστικό αγώνα με το Βορειοαμερικανικό μπλοκ και αυτό της Άπω Ανατολής.  Στον αγώνα αυτό, που επιβάλλει η σημερινή διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς, μόνο οι πιο ανταγωνιστικές οικονομικές ελίτ έχουν τη δυνατότητα να επιζήσουν. Και η ανταγωνιστικότητα αυτή εξαρτάται βασικά από το χαμηλό άμεσο ή έμμεσο κόστος παραγωγής στο οποίο συμβάλλουν αποφασιστικά η φορολογία, η σχέση αμοιβών με την παραγωγικότητα κ.λπ. Είναι φανερό για παράδειγμα ότι ο περιορισμός των ωρών εργασίας για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού στην Ευρώπη, χωρίς αντίστοιχη μείωση των αμοιβών, όπως προτείνουν οι οπαδοί του “αριστερου” Μάαστριχτ, ή η μονομερής εισαγωγή φόρων πάνω στην ενέργεια ή στη κίνηση κεφαλαίου θα μείωνε την ανταγωνιστικότητα του Ευρωπαϊκού σε σχέση με τα άλλα μπλοκ. Αυτό θα σήμαινε, μεταξύ άλλων, ότι το Ευρώ θα κατέληγε σε ένα “μαλακό” νόμισμα που δεν θα ήταν σε θέση να ανταγωνιστεί αποτελεσματικά το δολάριο και το γιεν στις διεθνείς αγορές, όπως προβλέπει το σχέδιο για την ΟΝΕ. Γιαυτό και η Γερμανική οικονομική ελίτ  δεν δέχεται συζήτηση πάνω στη χαλάρωση των κριτηρίων του Μάαστριχτ που θα σήμαινε την αντικατάσταση του σκληρού μάρκου με ένα μη ανταγωνιστικό Ευρώ.

Τα παραπάνω άλλωστε γίνονται φανερά από τη σημερινή εικόνα της διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία για τη διεθνή ανταγωνιστικότητα, το Αγγλοσαξωνικό μοντέλο θριαμβεύει εφόσον οι ΗΠΑ και η Βρετανία, μαζί με τις χώρες της Άπω Ανατολής  που εφαρμόζουν τη δική τους εκδοχή του ίδιου μοντέλου, καταλαμβάνουν όλες τις θέσεις στη κορυφή της ανταγωνιστικότητας.  Αντίθετα, η Γαλλία βρίσκεται μεταξύ 20ης και 23ης θέσης, η δε Γερμανία μεταξύ 14ης και 25ης θέσης. Αιτία, σύμφωνα με τις σχετικές μελέτες,[7] είναι η ανελαστικότητα των αγορών εργασίας και το αντίστοιχο “βαρος” του κοινωνικού κράτους στη Γερμανία και την Γαλλία, έναντι της “ελαστικοτητας” της αγοράς εργασίας και της περικοπής του κράτους πρόνοιας στις ΗΠΑ και τη Βρετανία. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι οι σοσιαλφιλελεύθεροι δεν είναι σήμερα ενωμένοι όσον αφορά την πολιτική τους για την Ευρωπαϊκή ενοποίηση. Έτσι, οι Γάλλοι σοσιαλφιλελεύθεροι υποστηρίζουν τη χαλαρή εφαρμογή των κριτηρίων σύγκλισης που θα επιτρέπει ακόμη και κάποια δημοσιονομικά ελλείμματα ώστε ν' αντιμετωπίσουν τη πίεση από την εκλογική τους πελατεία στα συνδικάτα κ.λπ. Ο Ντελόρ,[8] για παράδειγμα, υποστηρίζει την ιδέα ενός “συμφώνου ανάπτυξης” που θα πρέπει να συμπληρώσει το σημερινό “σύμφωνο σταθερότητας”. Ακόμη, πέρα από την ανεξάρτητη από πολιτικό έλεγχο Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που στοχεύει στην εξασφάλιση σταθερών τιμών με την απειλή ακόμη και αυστηρών προστίμων για να τιμωρεί τα κράτη που δεν θα τηρούν τα κριτήρια του Μάαστριχτ, προτείνεται η δημιουργία μιας “Ευρωπαϊκής οικονομικής κυβέρνησης”. Το νέο αυτό όργανο, εναρμονίζοντας τις οικονομικές πολιτικές των κρατών-μελών, θα επιδιώκει όχι μόνο σταθερότητα αλλά και την εξασφάλιση υψηλών επιπέδων απασχόλησης με πολιτικές που θα στηρίζονται όχι μόνο στη βελτίωση της προσφοράς αλλά και στη (Κευνσιανή) ενίσχυση της ενεργού ζήτησης. Αντίθετα, οι Βρετανοί σοσιαλφιλελεύθεροι, όντας πιο ρεαλιστικοί από τους ομοϊδεάτες τους στην ηπειρωτική Ευρώπη, επιδιώκουν να εξάγουν το “επιτυχές” Αγγλοσαξωνικό μοντέλο της ελαχιστοποίησης των κοινωνικών δαπανών και της ‘ελαστικής’ αγοράς εργασίας. Η ελαχιστοποίηση των κοινωνικών δαπανών συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, ότι τα κοινωνικά επιδόματα δεν είναι πια δικαίωμα του πολίτη αλλά συνδέονται με την υποχρεωτική αντιπαροχή εργασίας (πολιτική που μετά τον Κλίντον εισάγει τώρα και ο Μπλερ). Ακόμη, η “ελαστικότητα” της αγοράς εργασίας σημαίνει την αποκλειστική στήριξη της πολιτικής απασχόλησης στην προσφορά και στη μείωση του άμεσου ή έμμεσου κόστους της εργασίας, καθώς και στη βελτίωση του εργατικού δυναμικού μέσω της εκπαίδευσης και μετεκπαίδευσης. Πολιτική, που καταλήγει στη δημιουργία νέων χαμηλόμισθων θέσεων, βασικά μερικής και ευκαιριακής απασχόλησης και τεράστια διεύρυνση των ανισοτήτων και της ανασφάλειας.

Συμπερασματικά, το πραγματικό δίλημμα για μια ριζοσπαστική Αριστερά σήμερα δεν είναι να διαλέξει μεταξύ ενός “αριστερού” και ενός “νεοφιλελευθερου” Μάαστριχτ, αλλά μεταξύ της υποταγής στη λογική της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και της συμβολής στη δημιουργία μιας νέας μορφής κοινωνίας πέρα από το σημερινό θεσμικό πλαίσιο. Όπως, άλλωστε, ήταν ανέκαθεν η αποστολή της αυθεντικής Αριστεράς.

 


 

[1] Βλ. Εποχή 18 & 25/5/97)

[2] Συνοργανωτές στη παρουσίαση της δήλωσης των Ευρωπαίων οικονομολόγων ήταν οι εφημερίδες/ περιοδικά Άλφα, Εποχή, Θέσεις, Ουτοπία, Πριν και Τεύχη Πολιτικής Οικονομίας.

[3] Εποχή 18/5/97

[4] Εποχή, 25/5/97

[5] βλ. για περαιτέρω θεωρητική και εμπειρική θεμελίωση της θέσης αυτής στο T. Fotopoulos, Towards an Inclusive Democracy, Cassell, 1997

[6] βλ. C. Hines & T. Lang, The New protectionism, Eartscan, 1993

[7] IMD/The Guardian, 27/3/97 & WEF/The Guardian 21/5/97 &  IMD/The Guardian

[8] The Observer, 1/6/97.