Ελευθεροτυπία (28 Μαίου 1997)


Διεθνοποίηση της οικονομίας: ένας νέος μύθος;

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Τελευταία πληθαίνουν τα κρούσματα μεταξύ σοσιαλδημοκρατών διανοουμένων σε διεθνές επίπεδο[1], αλλά και με απόηχους στα παρ’ ημίν[2], οι οποίοι, προσπαθώντας να δικαιολογήσουν την ύπαρξη μιας «Αριστεράς» που αποδέχεται την οικονομία της αγοράς και ο,τι αυτή συνεπάγεται, καταλήγουν...στη μυθολογία. Ότι δηλαδή αποτελεί συντηρητικό μύθο η διεθνοποίηση της σημερινής οικονομίας της αγοράς που  χρησιμοποιείται σαν φόβητρο για να δικαιολογηθεί η κατάλυση του συστήματος κοινωνικής προστασίας, η ελαστικότητα της αγοράς εργασίας και γενικότερα η κατάργηση των ρυθμιστικών παρεμβάσεων του κράτους. Όλα αυτά, για χάρη της φιλελευθεροποίησης και της ανταγωνιστικότητας. Πράγμα που σημαίνει ότι το κράτος-εθνος, ή έστω το υπερ-εθνικό κράτος στο πλαίσιο π.χ. της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορεί ακόμη και σήμερα να παίξει σημαντικό ρόλο στην αναχαίτιση της «νεοφιλελεύθερης» φιλελευθεροποίησης των αγορών και στην αποτροπή της διάλυσης του κοινωνικού κράτους. Αντίθετα, η εναλλακτική ριζοσπαστική άποψη υποστηρίζει ότι στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, που αποτελεί την ολοκλήρωση μιας ιστορικής διαδικασίας που άρχισε πριν δυο περίπου αιώνες[3], η κατάλυση του κοινωνικού κράτους  στην Ευρώπη έγινε αναπόφευκτη όταν η αυξανόμενη μεταπολεμικά διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς έκανε αναγκαία την φιλελευθεροποίηση των αγορών. Πράγμα που σημαίνει ότι μια αυθεντική Αριστερά έχει νόημα σήμερα μόνο εάν θέτει θέμα αμφισβήτησης του ίδιου του θεσμικού πλαισίου της οικονομίας της αγοράς και όχι απλώς των συμπτωμάτων της, δηλαδή του «κακού» νεοφιλελευθερισμού.

Ας δούμε όμως που στηρίζουν οι σοσιαλδημοκράτες διανοούμενοι τη μυθολογία για την ανυπαρξία της διεθνοποίησης. Κατ' αρχήν, θα έπρεπε να κάνουμε μια σημαντική διάκριση μεταξύ παγκοσμιοποίησης και διεθνοποίησης, διότι μολονότι οι δύο όροι χρησιμοποιούνται αδιάκριτα, στη πραγματικότητα έχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους. Η διεθνοποίηση αναφέρεται στη περίπτωση όπου οι αγορές (κυρίως των εμπορευμάτων και κεφαλαίου) διεθνοποιούνται, με αποτέλεσμα ότι οι οικονομικές πολιτικές των εθνικών κυβερνήσεων και η αναπαραγωγή της ίδιας της οικονομίας ανάπτυξης καθορίζονται από τη διασυνοριακή κίνηση εμπορευμάτων και κεφαλαίου. Από την άλλη μεριά, η παγκοσμιοποίηση αναφέρεται στη περίπτωση όπου η ίδια η παραγωγή διεθνοποιείται, με την έννοια ότι οι παραγωγικές μονάδες ελέγχονται από απάτριδες επιχειρήσεις που λειτουργούν σε ένα ασύνορο κόσμο και επιδίδονται σε δραστηριότητες που δεν αποβλέπουν πρωταρχικά στη χώρα όπου έχουν την εθνική τους βάση, αλλά αποτελούν τμήμα ενός εσωτερικού καταμερισμού εργασίας που εκτείνεται σε πολλές χώρες. Με αυτή την έννοια, η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας σήμερα είναι πράγματι περιορισμένη, χωρίς όμως αυτό να αναιρεί τη θέση ότι η επιτάχυνση της διεθνοποίησης και το συνακόλουθο τέλος του κρατισμού αποτελούν μια ριζική δομική αλλαγή της οικονομίας της αγοράς και όχι απλώς ένα συγκυριακό φαινόμενο, όπως υποθέτουν οι σοσιαλδημοκράτες διανοούμενοι.      

Η μυθολογία για την ανυπαρξία διεθνοποίησης στηρίζεται στα εξής επιχειρήματα. Πρώτον, ότι η σημερινή διεθνοποίηση δεν είναι καινούρια, εφόσον η οικονομία σήμερα είναι λιγότερο ανοικτή και παρουσιάζει μικρότερο βαθμό ενσωμάτωσης από ότι ακόμη και στις αρχές του αιώνα. Δεύτερον, οι περισσότερες επιχειρήσεις ακόμη και σήμερα έχουν εθνική βάση. Τρίτον, η διεθνής οικονομία δεν είναι πραγματικά παγκοσμιοποιημένη εφόσον το εμπόριο, οι επενδύσεις και οι ροές χρηματικού κεφαλαίου συγκεντρώνονται στις χώρες της Τριάδας (ΕΕ, NAFTA, Άπω Ανατολή). Όλα αυτά σημαίνουν ότι «οι παγκόσμιες αγορές με κανένα τρόπο δεν μπορεί να θεωρηθούν ότι δεν υπόκεινται σε ελέγχους και ρυθμίσεις»[4]. Όπως λοιπόν είναι φανερό, τα επιχειρήματα αυτά, εκτός από το πρώτο, αφορούν τη θέση της παγκοσμιοποίησης και όχι της διεθνοποίησης της οικονομίας. Το ίδιο το συμπέρασμα της θέσης αυτής είναι άσχετο με τη σημερινή πραγματικότητα διότι, ενώ είναι βέβαια αληθές ότι οι σημερινές αγορές υπόκεινται σε ρυθμιστικούς ελέγχους που καθιστούν δυνατή την ίδια τη φιλελευθεροποίηση τους (σε αυτό αποβλέπουν όλες οι ρυθμίσεις της GATT, της ΕΕ κ.λπ.) η εισαγωγή αποτελεσματικών κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές (πέρα βέβαια από τους ανώδυνους ελέγχους τύπου «Κοινωνικού Χάρτη» της ΕΕ) δεν είναι δυνατή.

Έτσι, σήμερα είναι αδύνατη η εισαγωγή ελέγχων πάνω στις αγορές που θα αποκαθιστούσαν, για παράδειγμα, το κράτος-προνοιας της δεκαετίας του ‘70 στην Ευρώπη, ή θα εξασφάλιζαν πλήρη απασχόληση. Και αυτό ισχύει τόσο στο εθνικό επίπεδο, όσο ακόμη και στο επίπεδο των επί μέρους οικονομικών μπλοκ. Διότι, αν παρόμοια πολιτική καθιερωνόταν μόνο στην ΕΕ θα εισήγαγε τέτοιο βαθμό ανομοιογένειας στις αγορές του Ευρωπαϊκού μπλοκ, σε σχέση με τις  αγορές των άλλων μπλοκ, που θα δημιουργούσε μια άμεση εκροή κεφαλαίου από την Ευρώπη προς τα άλλα μπλοκ, με άμεσο επακόλουθο την νομισματική και συναλλαγματική κρίση. Το γεγονός ότι οι πολυεθνικές παίζουν σήμερα ένα κρίσιμο ρόλο στη διεθνοποιημένη οικονομία (500 πολυεθνικές ελέγχουν τα δυο τρίτα του παγκόσμιου εμπορίου) και ότι οι δραστηριότητες τους επεκτείνονται σε όλες τις χώρες της Τριάδας είναι ενδεικτικό. Άλλωστε, παρά το γεγονός ότι το εσωτερικό εμπόριο στο κάθε μπλοκ είναι ακόμη πολύ σημαντικό, εντούτοις, η μεγαλύτερη εμπορική επέκταση την περίοδο της επιταχυνόμενης διεθνοποίησης (1958-89) αφορούσε το εμπόριο μεταξύ των οικονομικών μπλοκ (ιδιαίτερα αυτό με την Άπω Ανατολή) και όχι το εσωτερικό εμπόριο στο κάθε μπλοκ.[5] Αυτό σημαίνει ότι αποτελεσματικοί κοινωνικοί έλεγχοι στη σημερινή οικονομία της αγοράς είναι δυνατοί μόνο στο παγκόσμιο επίπεδο. Αλλά, αυτό δεν αποτελεί παρά μια θεωρητική δυνατότητα η οποία αγνοεί την ιστορική δυναμική της οικονομίας της αγοράς και τις συνακόλουθες δομές πολιτικής και οικονομικής δύναμης.

Ας έλθουμε όμως τώρα σε μερικά στοιχεία, όσα μας επιτρέπει ο χώρος, που δείχνουν το αβάσιμο της θέσης  ότι η διεθνοποίηση αποτελεί συντηρητικό μύθο.[6] Εάν μετρήσουμε τον βαθμό διεθνοποίησης της οικονομίας από άποψη αγοράς εμπορευμάτων με βάση την αναλογία του εμπορίου (εισαγωγές συν εξαγωγές) στο εθνικό εισόδημα των πέντε πιο σημαντικών καπιταλιστικών χωρών (ΗΠΑ, Ιαπωνία, Γερμάνια, Βρετανία, Γαλλία) η εικόνα είναι σαφής. Το 1913 η αναλογία αυτή ήταν 31,6%, ενώ το 1950 (όταν ανέτειλε η σοσιαλδημοκρατία) είχε πέσει στο 20% και το 1979 είχε ήδη ανεβεί στο 33% δημιουργώντας ασυμβατότητα με την τότε μεσουρανούσα σοσιαλδημοκρατία, για να φθάσει το 34% το 1989.[7]

Όσον αφορά τις αγορές κεφαλαίου, η τάση για τη διεθνοποίηση τους, που είχε αρχίσει τη δεκαετία του ‘70 με τη δημιουργία της αγοράς Ευρω-δολλαρίων κ.λπ., θεσμοποιήθηκε αργότερα με την κατάργηση των συναλλαγματικών ελέγχων και των άλλων περιορισμών στη διακίνηση κεφαλαίου. Έτσι, όσον αφορά το επενδυτικό κεφάλαιο, οι ξένες επενδύσεις, ως ποσοστό του ΑΕΠ των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, σχεδόν διπλασιαστήκαν σε μια εικοσαετία[8], ενώ η διακίνηση βραχυπρόθεσμου κεφαλαίου που παίζει κρίσιμο ρόλο στην υπονόμευση της οικονομικής κυριαρχίας κάθε χώρας, έχει πάρει σήμερα εκρηκτικές διαστάσεις. Έχει υπολογιστεί για παράδειγμα ότι καθημερινά ένα τρισεκατομμύριο δολ. αλλάζει χέρια στις αγορές συναλλάγματος και ότι 95% των συναλλαγών αυτών είναι καθαρά κερδοσκοπικές,[9] ενώ τη δεκαετία του ‘70 συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Αυτή η πελώρια αύξηση της διακίνησης κεφαλαίου έχει κάνει αδύνατη σήμερα όχι μόνο την εισαγωγή αποτελεσματικών κοινωνικών ελέγχων πάνω στην αγορά, αλλά ακόμη και την άσκηση εθνικής οικονομικής πολιτικής. Πράγμα που επιβεβαίωσε η κυβέρνηση Μπλερ της οποίας η πρώτη οικονομική πράξη  μόλις ανέβηκε στην εξουσία ήταν να καθιερώσει την ανεξαρτησία της Τράπεζας της Αγγλίας, δηλαδή την ουσιαστική ανάθεση της νομισματικής πολιτικής στους τεχνοκράτες και τους καπιταλιστές του Σίτυ του Λονδίνου ―πραξη που ακόμη και υποστηρικτές της χαρακτήρισαν «ύβρη στη δημοκρατία»[10]. Όμως, όπως αντέτεινε σωστά ένας από τους οικονομικούς γκουρού της νέας κυβέρνησης, στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία δεν υπήρχε και άλλη επιλογή.[11] Ήδη, η Βρετανία ανταμείβεται από τις οικονομικές ελίτ που ελέγχουν την διεθνή οικονομία της αγοράς και σε μόλις δημοσιευθείσα έκθεση[12] κατατάσσεται εβδόμη στον κατάλογο ανταγωνιστικότητας (η μόνη χώρα της ΕΕ στον κατάλογο των 10 πιο ανταγωνιστικών χωρών). Η ρητά αναφερομένη βασική αιτία για τη κατάταξη αυτή είναι η ελαστικότητα της αγοράς εργασίας και ο αποτελεσματικός έλεγχος (δηλαδή πετσόκομμα) του κράτους-πρόνοιας !  


 


[1] Paul Hirst and Grahame Thompson, Globalisation in Question (Polity Press, 1996).

[2] Βλ. π.χ. Κ. Βεργόπουλος, Κυριακάτικη “Ε” (13/4/1997); Π. Λαφαζάνης, Εποχή (4/5/1997). 

[3] Βλ. T. Fotopoulos, Towards an Inclusive Democracy (Cassell, Λονδίνο & Ν. Υόρκη, 1997), κεφ. 1.

[4] Hirst and Thompson, ό.π., σελ. 3

[5] Richard Stubbs and Geoffrey R.D. Underhill, Political Economy and the Changing Global Order (Macmillan, 1994), σελ. 261

[6] Για περισσότερα στοιχεία βλ. T. Fotopoulos, ό.π., σελ. 41-50

[7] Στη παρούσα δεκαετία, παρά την μικρή κάμψη που σημειώνεται στην Ευρώπη λόγω της ύφεσης, η αναλογία αυτή συνεχίζει την ταχυτάτη ανοδική πορεία της στις ΗΠΑ (Υπολογισμοί με βάση τους Πιν. 2.5 των Hirst & Thompson και 1.3 T. Fotopoulos)

[8] UN-TCMD, World Investment Report, 1993

[9] The Guardian  (7/3/1995).

[10] W. Keegan, The Observer (11/5/1997).

[11] Will Hutton, The Observer (18/5/1997).

[12] World Economic Forum Report, The Guardian (21/5/1997).