Εργασιακές σχέσεις και κοινωνικός διάλογος-μαϊμού

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Ενώ η ανεργία σύμφωνα με τα επίσημα, και όχι πολύ αξιόπιστα, στοιχεία συνεχίζει την ανοδική πορεία της, φθάνοντας στο 10,4% το 1996 (αντί για το 9,8% που προέβλεπε ο κυβερνητικός στόχος)[1] ο ανεκδιήγητος τσάρος της οικονομίας (και η ΕΡΤ) πανηγυρίζουν ότι η οικονομία πάει καλά! Παράλληλα, ο σοσιαλφιλελεύθερος πρωθυπουργός ανακοινώνει την έναρξη ενός κοινωνικού διαλόγου για τις εργασιακές σχέσεις και το ασφαλιστικό, όπου οι παράμετροι των “λύσεων” έχουν ήδη αυστηρά προκαθοριστεί. Πρόκειται επομένως για ένα κοινωνικό διάλογο-μαιμού όπου επιχειρείται οι προσκείμενες στα “εκσυγχρονιστικά” κόμματα συνδικαλιστικές ηγεσίες να περάσουν στη βάση τους, όσο πιο ανώδυνα γίνεται, τις λύσεις που έχουν προκαθορίσει οι τάσεις στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Τάσεις, οι οποίες, σήμερα, χάρις στην συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, φθάνουν γρήγορα  και στον εκάστοτε παριστάνοντα τον πρωθυπουργό της χώρας.

Ποιες όμως είναι οι τάσεις αυτές σε σχέση με την αγορά εργασίας; Για ν' αντιληφθούμε τη σημερινή κατάσταση θα πρέπει να πάμε πίσω στα μέσα της  δεκαετίας του ‘70 όταν, ως αποτέλεσμα της θεμελιακής αντίφασης μεταξύ της εντεινόμενης διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς και της παράλληλης επέκτασης του κρατισμού (με την έννοια του ενεργού κρατικού ελέγχου στον καθορισμό του επιπέδου οικονομικής δραστηριότητας), ξέσπασε σοβαρή οικονομική κρίση στον αναπτυγμένο Βορρά.[2] Σε μια προσπάθεια να ξεπεραστεί η αντίφαση αυτή, τέθηκε σε κίνηση στα τελευταία 20 χρόνια, από νεοφιλελεύθερους και σοσιαλφιλελεύθερους σε αγαστή σύμπνοια, μια διαδικασία μείωσης του κρατικού οικονομικού ρόλου και παράλληλης απελευθέρωσης (από κοινωνικούς ελέγχους) και απορρύθμισης των αγορών κεφαλαίου, εργασίας και εμπορευμάτων.

Η αγορά εργασίας, ιδιαίτερα, αποτελεί τον κύριο στόχο της απελευθέρωσης των αγορών. Έτσι, πολλοί σημαντικοί κοινωνικοί έλεγχοι καταργούνται (για παράδειγμα, η νομοθεσία για ελάχιστο ημερομίσθιο, η μονιμότητα των υπαλλήλων στις ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις κ.λπ.) και άλλοι τροποποιούνται δραστικά  (π.χ. έλεγχοι σε σχέση με την μερική απασχόληση και τις απολύσεις) με ρητό στόχο την “ελαστικοποίση” της αγοράς  εργασίας. Δηλαδή, με στόχο να γίνει η εργασία περισσότερο “επιδεκτική” στις αλλαγές των  συνθηκών της αγοράς . Στη πραγματικότητα, όμως, όπως υποστηρίζουν τώρα ακόμη και μετα-Κευνσιανοί αναλυτές, ο στόχος είναι “να μετατραπεί η εργασία σε εμπόρευμα όχι μόνο σε σχέση με τον τρόπο καθορισμού των μισθών και των εργατικών συνθηκών, αλλά ακόμη και αναφορικά με τον τρόπο που διευθύνεται η εργασία στον τόπο δουλειάς”.[3] Η δραστική χαλάρωση των κοινωνικών αυτών ελέγχων, σε συνδυασμό με την εγκατάλειψη της κρατικής δέσμευσης για πλήρη απασχόληση και την αντι-συνδικαλιστικη νομοθεσία, σημαίνουν ότι τα αποτελέσματα των τεχνολογικών αλλαγών που ήδη έχουν οδηγήσει σε διαρθρωτική ανεργία (επανάσταση πληροφορικής) δεν έγινε προσπάθεια ν’ αντισταθμισθούν με αποτελεσματική κρατική δραστηριότητα. Αντίθετα, αφήνεται στις δυνάμεις της αγοράς να “λύσουν” το πρόβλημα της απασχόλησης ενώ, παράλληλα, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές, με τη δραστική περικοπή του δημόσιου τομέα, συνεισφέρουν και άμεσα στην αύξηση της ανεργίας.

Το αποτέλεσμα είναι η μαζική αύξηση της ανεργίας, ενώ η φτώχεια και η ανισότητα αυξάνουν αναλογικά με την απορύθμιση και ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας. Η ανεργία στις 7 πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες (ΗΠΑ, Ιαπωνία, Καναδάς, Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία, Ιταλία) αυξήθηκε κατά 56% μεταξύ 1973 και 1980 και κατά άλλο ένα 50% από τότε μέχρι σήμερα).[4] Εντούτοις, φαίνεται ότι η σημερινή περίοδος μαζικής ανεργίας είναι μεταβατική (τουλάχιστον στον Βορρά) και σηματοδοτεί την μετάβαση της οικονομίας αγοράς από τις συνθήκες σχεδόν πλήρους απασχόλησης στη περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης (1945-75), σε μια περίοδο, που μόλις ανατέλλει, χαμηλόμισθης, περιστασιακής, ή μερικής απασχόλησης και συγκεκαλυμμένης ανεργίας. Η εξέλιξη αυτή θα είναι το αποτέλεσμα τόσο της απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας όσο και μιας συστηματικής προσπάθειας των πολιτικών ελίτ να μειώσουν την ανοικτή ανεργία, που έχει σημαντικό πολιτικό κόστος και οδηγεί στην πλήρη αναξιοπιστία  της οικονομία της αγοράς.

Η νεοφιλελεύθερη μυθολογία, που  εναγκαλίζονται και οι σοσιαλφιλελεύθεροι, υποστηρίζει ότι η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας οδηγεί σε χαμηλά ποσοστά ανεργίας. Για παράδειγμα, το κύριο έντυπο όργανο του σοσιαλφιλελευθερισμού στη χώρα μας διερωτάται: “ειναι τυχαίο και συμπωματικό άραγε ότι από τις 24 χώρες του ΟΟΣΑ το πιο χαμηλό ποσοστό ανεργίας το έχουν τρεις, οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η Ολλανδία που έχουν κοινό παρονομαστή την απελευθερωμένη αγορά εργασίας;”[5] Εκείνο όμως που αποσιωπούν οι σοσιαλφιλελεύθεροι είναι το τι είδους εργασία δημιουργούν οι απελευθερωμένες αγορές εργασίας. Σειρά από πρόσφατες έρευνες δίνουν την απάντηση. Οι περισσότερες από τις νέες δουλειές που δημιουργούνται αφορούν χαμηλόμισθη απασχόληση (συνήθως περιστασιακή εργασία) η οποία αντικαθιστά τη σχετικά καλά αμειβόμενη πλήρη απασχόληση. Ενώ λοιπόν πανηγυρίζεται το γεγονός ότι στις ΗΠΑ η ανοικτή ανεργία είναι περίπου η μισή από αυτή στην Ε.Ε[6],σεμνά αποσιωπάται το γεγονός ότι περίπου 30% της εργατικής δύναμης στις ΗΠΑ απασχολείται σήμερα σε περιστασιακή απασχοληση[7] και ότι η μεγάλη πλειοψηφία των νέων δουλειών πληρώνονται πολύ λιγότερο από τις παλιές.

Μια πρόσφατη ανάλυση των Ταιμς της Ν. Υόρκης,[8] με βάση τα επίσημα στοιχεία του Αμερικανικού Υπ. Εργασίας, είναι αποκαλυπτική για τις σημερινές τάσεις. Μεταξύ 1979 και 1995 πάνω από 43 εκ. Αμερικανοί έχασαν δουλειές πλήρους απασχόλησης και μολονότι οι περισσότεροι από αυτούς βρήκαν νέα απασχόληση, μόνο το 35% βρήκαν δουλειά με τον ίδιο ή ανώτερο μισθό. Αντίθετα, 25 χρόνια πριν, η συντριπτική πλειοψηφία αυτών που έχαναν τη δουλειά τους έβρισκαν νέα απασχόληση με περίπου ίδια αμοιβή. Το αποτέλεσμα είναι ότι σήμερα στις ΗΠΑ υπάρχει η μεγαλύτερη ανασφάλεια σε σχέση με την εργασία από τον καιρό της μεγάλης οικονομικής κρίσης τη δεκαετία του 1930. Ένα άλλο αποτέλεσμα είναι η δραστική χειροτέρευση της κατανομής εισοδήματος. Έτσι, ενώ το μέσο εισόδημα ενός Αμερικάνικου νοικοκυριού αυξήθηκε 10% μεταξύ 1979 και 1994, το 97% από αυτή την αύξηση πήγε στα 20% των πλουσιότερων,[9] ενώ τα δυο τρίτα των Αμερικάνων εργατών είδαν τους μισθούς τους να πέφτουν δραστικά, χάνοντας το  18% της αγοραστικής τους δύναμης μεταξύ 1973 και 1990.[10]

Ανάλογες είναι οι τάσεις στην άλλη χώρα-”όαση” μέσα στην έρημο της ανεργίας: τη Βρετανία, όπου το ποσοστό της επίσημης ανεργίας φθίνει συνεχώς τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, 4 εκ. Βρετανοί τα τελευταία πέντε χρόνια αναγκάστηκαν είτε να δουλεύουν περισσότερες ώρες με την ίδια αμοιβή, ή τις ίδιες ώρες με μικρότερη αμοιβή, ενώ άλλα 5 εκ. οι πιο “τυχεροί” δεν πήραν καμιά αύξηση. Άλλο 1,4 εκ. βρήκαν νέα δουλειά, όταν έχασαν τη προηγούμενη, αλλά με σημαντικά χαμηλότερη αμοιβή. Αυτό σημαίνει ότι περίπου 10 εκ. Βρετανοί (36% των εργαζόμενων) είχαν τα τελευταία 4 χρόνια κάποια εμπειρία ανεργίας, μειωμένης αμοιβής, ή περισσότερων ωρών εργασίας χωρίς επιπρόσθετη αμοιβη[11] Σήμερα, οι Βρετανοί εργάτες δουλεύουν τα μεγαλύτερα ωράρια στην Ε.Ε. και η Βρετανία είναι η μόνη χώρα-μελος στη οποία η εργάσιμη βδομάδα αυξήθηκε τη προηγούμενη δεκαετία.[12] Παράλληλα, η θέση πλήρους απασχόλησης γίνεται “απιαστο όνειρο” στη σημερινή οικονομία της αγοράς. Στη Βρετανία, το 1993, μόνο 36% του ενεργού πληθυσμού είχαν πλήρη απασχόληση έναντι 56% το 1975[13] και από τότε η κατάσταση χειροτέρευσε  αφού στη περίοδο 1993-96 μόνο 38% των νέων δουλειών αφορούσαν μόνιμη πλήρη απασχόληση.[14] Τα αποτελέσματα στη Βρετανία είναι αντίστοιχα με αυτά στις ΗΠΑ:  ανασφάλεια και μεγαλύτερη ανισότητα. Έτσι, σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση, 45% Βρετανοί αισθάνονται σήμερα περισσότερο ανασφαλείς για τη δουλειά τους σε σχέση με το 1991 (και επειδή η ανασφάλεια αυτή έχει επεκταθεί και στις μεσαίες τάξεις οι Συντηρητικοί αναμένεται να χάσουν τις εκλογές) ενώ 53% πιστεύουν ότι αν χάσουν τη δουλειά τους θα είναι πολύ δύσκολο να βρουν άλλη.[15] Παράλληλα, ενώ το 1979 ένας άνδρας στη κατηγορία του 10% των πιο καλοπληρωμένων κέρδιζε 2,5 φορές περισσότερα από κάποιον που ανήκε στο 10% των πιο κακοπληρωμένων, σήμερα κερδίζει σχεδόν 4 φορές περισσότερα.[16]

Οι τάσεις αυτές τείνουν σήμερα ν' αναπαραχθούν σε όλο τον Βορρά, ιδιαίτερα μετά τη κατάρρευση του Γερμανικού μοντέλου του “καπιταλισμου της κοινωνικής αγοράς”. Ο άγριος ανταγωνισμός μεταξύ Ε.Ε., NAFTA και Άπω Ανατολής δημιουργεί σήμερα συνθήκες όχι τόσο ανοικτής ανεργίας, αλλά χαμηλόμισθης απασχόλησης στο πλαίσιο ελαστικών αγορών εργασίας. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι επικεφαλής στον κατάλογο ανταγωνιστικότητας είναι σήμερα οι ΗΠΑ, ενώ η Βρετανία είναι ο ανερχόμενος αστέρας που εφέτος ανέβηκε επτά θέσεις, τη στιγμή που η Γερμανία έχει πέσει στη 14η θέση και η Γαλλία στην 20η.[17] Άλλωστε, o Γενικός Γραμματέας του ΟΟΣΑ, Ζαν Κλοντ Παϊ, στη συνάντηση των υπ. Εργασίας των “επτά” πέρυσι στη Λίλη ήταν σαφής όταν δήλωνε ότι το αύριο θα είναι πλησιέστερο στο Αγγλοσαξωνικό παρά στο Ευρωπαϊκό μοντέλο, εφόσον οι αγγλοσαξωνικές χώρες, με τις πιο ελαστικές αγορές, είναι εκείνες που δημιουργούν τις περισσότερες θέσεις εργασίας.[18] Αυτές είναι οι τάσεις που ο “κοινωνικός διάλογος” επιχειρεί ν’ αναπαράγει και στη χώρα μας.


 

[1] ΕΣΥΕ, Έρευνα Εργατικού Δυναμικού έτους 1996  

[2] Βλ. T. Fotopoulos, Towards an inclusive democracy, Cassell, 1997, κεφ. 1

[3] Will Hutton, The State We’re In, Cape, 1995, σ.  103.

[4] Από ένα μέσο όρο 3,4% ανεργίας το 1973 σε 5,3%  το 1980 και 8% το 1994, Philip Armstrong et al., Capitalism Since World War II, Fontana, 1984, Πιν. 14.1. και  OECD, Economic Outlook, αρ. 57, 1995

[5] Ν. Νικολάου, Το Βήμα, 6/4/97

[6] 5,6% στις ΗΠΑ έναντι 10,7% στην Ε.Ε. το 1995, OECD, Economic Outlook, αρ 58,  1995

[7] Hazel Henderson, Resurgence, Μάης-Ιουνης 1993

[8] Louis Uchitelle and N.R. Kleinfield, International Herald Tribune 6/3/96

[9] Στο ίδιο

[10] L. Thurow, Head to Head: The Coming Economic Battle Among Japan, Europe and America, Brealy, 1992

[11] ICM/Observer, 5/596

[12] Ο μέσος εβδομαδιαίος όρος στην Βρετανία ήταν  42,3 ώρες το 1983 και 43,4 το 1992 έναντι 40,3, ώρες στην Ε.Ε., Soumas Milne, Γκάρντιαν, 24/1/95

[13] Will Hutton, Γκάρντιαν,  3/4/95

[14] Γκάρντιαν,  19/3/97

[15] ICM/Observer, ο.π.

[16] Γκάρντιαν, 19/3/97

[17] Ιnstitute of management development, 1997 Report, Γκάρντιαν, 27/3/97

[18] Ε”, 2/4/96.