Το Αγροτικό  Πρόβλημα ― Μια περίπτωση αγοραιοποίησης

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Ενώ το πανευρωπαϊκό κίνημα κατά του Μάαστριχτ φουντώνει, το αυριανό αγροτικό συλλαλητήριο στο Κιλελέρ έρχεται να θυμίσει ότι το αγροτικό πρόβλημα παραμένει άλυτο. Στο μεταξύ, πολλά γραφτήκαν τόσο στο δημοσιογραφικό όσο και στο επιστημονικό επίπεδο που μείωναν  την σημασία των πραγματικών αιτίων της αγροτικής κρίσης που, κατά τη γνώμη μου, ανάγονται στην “αγοραιοποιηση” της οικονομίας γενικά (δηλ. την βαθμιαία απελευθέρωση των αγορών) και της γεωργίας ειδικότερα, μετά την ένταξη μας στην ΕΟΚ. Έτσι, από τις αρχές της δεκαετίας του ‘80 άρχισε η βαθμιαία άρση των εσωτερικών κοινωνικών ελέγχων πάνω στην αγορά των  αγροτικών προϊόντων (προστατευτικοί δασμοί, επιδοτήσεις από τον Προϋπολογισμό, καθορισμός τιμών κ.λπ.). Οι έλεγχοι αυτοί αντικατεστάθησαν, στην αρχή, από τους Κοινοτικούς ελέγχους της ΚΑΠ που απροκάλυπτα παρείχαν μεγαλύτερη προστασία στα αγροτικά προϊόντα των ισχυρών Βορείων εταίρων μας και, σήμερα, από τους διεθνείς ελέγχους που επιβάλλει η ΓΚΑΤΤ, οι οποίοι ενισχύουν παραπέρα τη διαδικασία αυτή, επεκτείνοντας την έμμεση προστασία στα προϊόντα  των χωρών με μεγάλες ‘αγρο-μπίσνες’ (ΗΠΑ, Καναδάς κ.λπ.).

Για παράδειγμα, στο δημοσιογραφικό επίπεδο αναφέρθηκε αβασάνιστα ότι ”ορισμενοι ανέφεραν ακόμη την παγκοσμιοποίηση των αγορών, την ΚΑΠ και την ΓΚΑΤΤ. Όλα αυτά είναι ένας ακόμη μύθος (...) αυτά είναι μεγάλα προβλήματα που δεν έχουν λύση. Είναι προβλήματα γραφείου και θεωρίας. Είναι στατιστικά προβλήματα που έχουν λίγη σχέση με την πραγματικότητα” (sic!)[1]. Έτσι, με μια μονοκονδυλιά ξεμπερδεύουμε με τις επιπτώσεις της αγοραιοποίησης της γεωργίας και αποδίδουμε τις ευθύνες για περίπου όλα στο Υπ. Γεωργίας. Όμως, χωρίς βέβαια ν' αμφισβητείται η ευθύνη του Υπ. Γεωργίας, το θέμα δεν είναι τι έπραξε ή δεν έπραξε ο εκάστοτε παριστάνων τον Υπουργό Γεωργίας, αλλά τι θα μπορούσε να πράξει σε συνθήκες αγοραιοποίησης της γεωργίας για να σταματήσει την καταστροφή. Και η απάντηση, που επιβεβαιώνεται από αντίστοιχες εμπειρίες στις άλλες χώρες του Κοινοτικού Νότου οι οποίες, μετά την ένταξη τους στην ΕΟΚ, παρουσιάζουν ανάλογη χειροτέρευση του αγροτικού τους ισοζυγίου προς όφελος του  Βορρά[2] είναι: ελάχιστα, που οπωσδήποτε δεν θ’ απέτρεπαν την κρίση.

Στο ίδιο μήκος κύματος, αυτή τη φορά  στο “επιστημονικό” επίπεδο (αν δεχθεί κανένας ότι η Οικονομική είναι επιστήμη ―πράγμα τουλάχιστον αμφισβητήσιμο), σοσιαλδημοκράτες διανοουμενοι[3] υποστηρίζουν ότι η ΚΑΠ και η Κοινότητα γενικότερα έχουν μεν ευθύνη για το σημερινό χάλι της γεωργίας μας αλλά ότι “θα ήταν κακή υπηρεσία σ' αυτή να της αποδίδουμε περισσότερες ευθύνες από ο,τι της έχουμε αναθέσει, προκειμένου να συγκαλύψουμε τις δικές μας”.  Και αυτό, με βάση το αστήρικτο (σε σχέση με την Ελληνική περίπτωση) επιχείρημα ότι “παρα τις εντυπώσεις, η ΚΑΠ δεν αφορά παρά το 20%, κατά μέσο όρο,  της ευρωπαϊκής αγροτικής παραγωγής ενώ το υπόλοιπο παραμένει στις ρυθμίσεις των εθνικών κυβερνήσεων”. Εκείνο όμως που αποσιωπά η άποψη αυτή είναι ότι  η ΚΑΠ αφορά πολύ μεγαλύτερο ποσοστό της ελληνικής αγροτικής παραγωγής από το μέσο Ευρωπαϊκό, αν ληφθεί υπόψη ότι σε όλα σχεδόν τα αποκαλούμενα “εθνικα” προϊόντα μας, (που καλύπτουν το 75% των καλλιεργειών μας ―σιτάρι, καλαμπόκι,  βαμβάκι, καπνός, βιομηχανική ντομάτα, γάλα κ.λπ.)  η Κοινότητα έχει επιβάλλει άμεσο ή έμμεσο έλεγχο της παραγωγής μας με ποσοστώσεις, άδειες  καλλιέργειας, τέλη συνυπευθυνότητας, επιδοτήσεις κ.λπ.

Η φιλολογία υπέρ του ελεύθερου εμπορίου (δηλ. της αγοραιοποίησης της γεωργίας, είτε στο πλαίσιο της Ε.Ε. είτε στο παγκόσμιο επίπεδο) βασίζεται στη θεωρία ότι οι εισαγωγές από πιο ανταγωνιστικές χώρες θα κρατήσουν τις τιμές χαμηλές προς όφελος των καταναλωτών, σύμφωνα με την αρχή του συγκριτικού πλεονεκτήματος. Στη πραγματικότητα, όμως όσον αφορά τα αγροτικά προϊόντα, το εμπόριο διαμορφώνεται όχι με βάση το συγκριτικό πλεονέκτημα αλλά τη συγκριτική επιδότηση, πράγμα που σημαίνει ότι οι παραγωγοί των πλούσιων χωρών του Βορρά διαθέτουν ένα απόλυτο πλεονέκτημα έναντι των λοιπών. Στα δημητριακά, για παράδειγμα, όπου οι ΗΠΑ και η Ε.Ε. δαπανούν περίπου 16 δισ. δολ. για την επιδότηση  μόνο του σίτου και του καλαμποκιου[4], οι παγκόσμιες τιμές είναι αυτές των βαριά επιδοτούμενων προϊόντων του πλούσιου Βορρά που εκτοπίζουν τους ανεξάρτητους μικροπαραγωγούς του Νότου καταστρέφοντας την οικονομική αυτοδυναμία τους και δημιουργώντας νέες μορφές εξάρτησης από τον Βορρά. Ακόμη, αντίθετα με τα υποστηριζόμενα από τους κομισάριους των διεθνών οργανισμων[5], η διεθνοποίηση των προϊόντων διατροφής δεν αποτελεί απάντηση στο πρόβλημα της φτώχειας. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν τα αποτελέσματα της διεθνοποίησης αυτής είναι η καταδίκη ενός τέταρτου του παγκόσμιου πληθυσμού σε πείνα. Και αυτό παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με το World Food Programme του ΟΗΕ  υπάρχουν τρόφιμα  για να θρέψουν μιάμιση φορά τον πληθυσμό της γης!

Γενικά, όπως παρατηρεί ένας έγκυρος μελετητής του φαινομένου, ”τα ελλείμματα στα αγροτικά ισοζυγία των χωρών του Νότου καλλιεργηθήκαν επιμελώς από τους διαμορφωτές πολιτικής στον Βορρά (...) στη πραγματικότητα τα ελλείμματα είναι σε μεγάλο βαθμό  συνέπεια των αντι-κινητρων που δημιουργούσαν για την τοπική γεωργία οι φθηνές (δηλ. οι βαριά επιδοτούμενες) εισαγωγές”.[6] Στην Ελλάδα, οι εισαγωγές τροφίμων αυξήθηκαν κατά 114% από την ένταξη μας στην ΕΟΚ μέχρι το 1994 ενώ οι εξαγωγές μας τροφίμων μόλις αυξήθηκαν κατά 53%[7] με συνέπεια ότι μετά την ένταξη αποκτήσαμε ένα τεράστιο και συνεχώς διογκούμενο έλλειμμα στο αγροτικό ισοζύγιο. Είναι  δε γνωστό ότι τα πρώτα χρόνια μετά την ένταξη η Κοινότητα, μέσω των ΝΕΠ, επιδοτούσε τις εισαγωγές μας κτηνοτροφικών προϊόντων  (κρέατα, γαλακτοκομικά κ.λπ.) με αποτέλεσμα τα προϊόντα αυτά να πωλούνται στην αγορά μας σε τιμές με τις οποίες δεν μπορούσαν να επιβιώσουν πολλοί Έλληνες κτηνοτρόφοι που οδηγηθήκαν, μαζί με τις συνεταιριστικές βιομηχανίες γαλακτοκομικών στον αφανισμο[8]. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι εισαγωγές κρεάτων/γαλακτοκομικών έχουν υπερδιπλασιαστεί από την ένταξη μας στην ΕΟΚ

Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι η αγοραιοποίηση της γεωργίας που εισάγει η ΓΚΑΤΤ στη πραγματικότητα δεν εμποδίζει τη συνέχιση της υψηλής επιδότησης των αγροτικών προϊόντων του Βορρά, όπου οι έμμεσες επιδοτήσεις με βάση τις τιμές απλώς αντικατεστάθησαν από τις άμεσες επιδοτήσεις στον παραγωγό οι οποίες εξαιρούνται από τις διατάξεις για τη  μείωση των επιδοτήσεων. Έτσι, όποιος έχει την οικονομική δύναμη να πληρώνει τις μεγαλύτερες επιδοτήσεις επιπλέει στον αγροτικό ανταγωνισμό. Αν προσθέσουμε λοιπόν στις αυξημένες Κοινοτικές επιδοτήσεις υπέρ του Βορρά, σε σχέση με τον Μεσογειακό Νότο, τις υψηλότερες εθνικές επιδοτήσεις τις οποίες οι πλούσιες χώρες έχουν την δυνατότητα να πληρώνουν στους αγρότες τους, τότε μπορούμε ν' αντιληφθούμε σε τι είδους ελεύθερο ανταγωνισμό ρίχνεται η ελληνική γεωργία όταν για τα προϊόντα του Βορρά η συνολική στήριξη φθάνει σχεδόν τα δυο τρίτα της αξίας παραγωγής (25% κοινοτικής στήριξης συν  40% εθνικής στήριξης) ―και αντίστοιχη είναι η στήριξη των προϊόντων των ΗΠΑ― ενώ για τα Ελληνικά προϊόντα η συνολική στήριξη μόλις ξεπερνά το ένα τρίτο της αξίας παραγωγής (20% κοινοτική συν ...17% εθνική).[9]

Η συνέπεια είναι ότι η αγοραιοποίηση της γεωργίας οδηγεί τους παραγωγούς του Νότου σε άνισο ανταγωνισμό με τα υπερ-επιδοτουμενα αγροτικά συστήματα εντάσεως κεφαλαίου του Βορρά, την υψηλότερη συγκέντρωση σε ολοένα μεγαλύτερες αγρο-μπισνες που μειώνουν τα έξοδα παραγωγής με την μεγέθυνση της καλλιεργούμενης έκτασης και το συνακόλουθο ξερίζωμα από τη γη εκατομμυρίων αγροτών, καθώς και την απώλεια της αυτοδυναμίας σε τρόφιμα. Έτσι, αντίθετα με τα ευχολόγια της Κομισιόν που επαναλαμβάνουν σοσιαλδημοκράτες διανοούμενοι ότι δήθεν “παύει η στήριξη των μεγάλων αγροτικών επιχειρήσεων”[10], το αντίθετο ακριβώς είναι το αποτέλεσμα της αγοραιοποίησης της γεωργίας. Στη Βρετανία, για παράδειγμα, το μέσο μέγεθος καλλιεργήσιμης έκτασης έχει αυξηθεί τελευταία πάνω από 20% ενώ ο αριθμός των αγροτικών επιχειρήσεων που ασχολούνται με γαλακτοκομικά και δημητριακά είναι σήμερα το 1/3 του αριθμού τους πριν 30 χρόνια.[11]

Και όλα αυτά, χωρίς ν' αναφερθούμε στην αγοραιοποίηση της γεωργίας από την μεριά των μεθόδων παραγωγής (σπόροι, λιπάσματα κ.λπ.) που παράγονται στον Βορρά και αποτελούν άλλη μια σημαντική πηγή υπονόμευσης της αυτοδυναμίας των αγροτών μας. Συμπερασματικά, το αγροτικό πρόβλημα θα συνεχίσει να οξύνεται, ανεξάρτητα από αναδιαρθρώσεις καλλιεργειών κ.λπ. που πιπιλίζουν σαν καραμέλα οι σοσιαλφιλελεύθεροι, όσο συνεχίζεται και εντείνεται η αγοραιοποίηση της γεωργίας μας.

 


 

[1] Έρευνα Μιχ. Κουρμουση κ.α., “Ε”,  17/2/97

[2] βλ. Τ.Φ., “Ε”, 21/12/96

[3] βλ. π.χ. άρθρο Κ. Βεργοπουλου στην “Ε”, 18/2/97

[4] Kevin Watkins “Free trade and farm fallacies” ,The Ecologist, Νοεμ.-Δεκ,1996

[5] βλ. Globalization and linkages to 2020, OECD, 1997

[6] Kevin Watkins, ο.π.

[7] Υπολογισμοί με βάση τα στοιχεία του Μην. Στατ. Δελτ. Τρ. Ελλ.

[8] Έρευνα Μιχ. Κουρμουση κ.α

[9] Κ. Βεργόπουλος, ο.π.

[10] Στο ίδιο

[11] Kevin Watkins, ο.π