Ελευθεροτυπία (1 Μαρτίου 1997)


Που καταλήγει η «σοσιαλιστική» οικονομία της αγοράς

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Με αφορμή τον θάνατο του Ντένγκ (Deng Xiaoping), του Κινέζου πρωτεργάτη της «σοσιαλιστικής» οικονομίας της αγοράς, η συζήτηση φούντωσε (μερικοί απόηχοι έφθασαν και στη χώρα μας που συνήθως ομφαλοσκοπεί) για το πείραμα του «κόκκινου» καπιταλισμού. Όμως, πόσο «κόκκινη» και πόσο «σοσιαλιστική» είναι η Κινέζικη οικονομία σήμερα και οι αντίστοιχες οικονομίες του Βιετνάμ και του Λάος;

Κατ’ αρχήν θα έπρεπε να σημειώσουμε ότι το βασικό διαφοροποιητικό στοιχείο μεταξύ του είδους οικονομίας που αντικατέστησε τον «υπαρκτό» σοσιαλισμό της Αν. Ευρώπης και αυτού που εγκαθιδρύεται στις χώρες της Άπω Ανατολής είναι ότι ενώ στην Αν. Ευρώπη το κεντρικό πλάνο και οι δημόσιες επιχειρήσεις αντικαθίστανται από μια καπιταλιστική οικονομία της αγοράς, στην Άπω Ανατολή και ιδιαίτερα στην Κίνα το μεγαλύτερο τμήμα της βιομηχανικής παραγωγής είναι ακόμη κάτω από δημόσιο έλεγχο. Εντούτοις, η δυναμική της οικονομίας της αγοράς που ετέθη σε κίνηση από τις μεταρρυθμίσεις του Ντενγκ, κατά τη γνώμη μου, οδηγεί αναπόφευκτα σε μια καπιταλιστική οικονομία της αγοράς, παρά τη σφαγή της Τιέναμεν και παρόμοιες που πιθανόν να την ακολουθήσουν, στη προσπάθεια της Κινέζικης ηγεσίας ν’ αποφύγει την τύχη της Σοβιετικής.

Η μετατροπή της Κινεζικής οικονομίας σε μια οικονομία της αγοράς άρχισε το 1979. Αντίθετα όμως με το δρόμο που ακολούθησε η Αν. Ευρώπη, ο δημόσιος τομέας εξακολουθεί να κυριαρχεί στην οικονομία ελέγχοντας την υγεία, εκπαίδευση, συγκοινωνίες, επικοινωνίες, τράπεζες, εξωτερικό εμπόριο και το μεγαλύτερο μέρος της βιομηχανίας. Έτσι, οι επιχειρήσεις κάτω από κοινωνικό έλεγχο (κρατικές, δημοτικές, κο-οπερατίβες κ.λπ.) παράγουν ακόμη πάνω από το 85% του συνολικού βιομηχανικού προϊόντος.[1] Ο προφανής στόχος της Κινεζικής γραφειοκρατίας είναι ν’ αφήσει τις δυνάμεις της αγοράς όσο το δυνατόν πιο ελεύθερες στο μικρο-οικονομικό επίπεδο των επιχειρήσεων και να διατηρήσει παράλληλα τον γενικό έλεγχο πάνω στην μακρο-οικονομική κατανομή των παραγωγικών πόρων, μέσω της κρατικής ιδιοκτησίας και του πλάνου. Ο στόχος όμως αυτός είναι βέβαια αντιφατικός εφόσον, αναπόφευκτα, η δυναμική της οικονομίας της αγοράς στο μικρο-οικονομικό επίπεδο θα ενισχύσει τελικά τον ρόλο της αγοράς σε βάρος του πλάνου στην γενική κατανομή των παραγωγικών πόρων. Όπως μια σχετικά πρόσφατη έρευνα τονίζει: «στη Κινέζικη βιομηχανία ήδη εμφανίζονται αγορές με λειτουργικότητα και αύξουσα σημασία στην κατανομή των παραγωγικών πόρων (…) η ενισχυμένη σπουδαιότητα της αγοράς είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον μαρασμό του πλάνου»[2].

Τα αποτελέσματα των μεταρρυθμίσεων του Ντενγκ, με βάση τα συμβατικά κριτήρια «επιτυχίας» της οικονομίας ανάπτυξης, είναι θεαματικά και παρεκίνησαν ακόμη και «προοδευτικούς» διανοούμενους να μιλούν για το «Κινέζικο θαύμα», την μετατόπιση του κέντρου βάρους από τη Δύση στην Ανατολή κ.λπ. Η ίδια η Διεθνής Τράπεζα πριν λίγα χρόνια γιόρταζε το γεγονός ότι, ως αποτέλεσμα της εισαγωγής της οικονομίας της αγοράς, το μέσο ετήσιο ποσοστό αύξησης του Κινέζικου ΑΕΠ από το 1979 και μετά ήταν 8.8%, ενώ το κατά κεφαλή εισόδημα διπλασιάστηκε στη περίοδο 1977-87.[3] Εντούτοις, είναι πολύ αμφίβολο εάν ακόμη και αυτός ο τύπος «επιτυχίας» είναι βιώσιμος, τουλάχιστον στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο. Και αυτό, διότι όσον μεν αφορά τον δημόσιο τομέα, το σημαντικότερο τμήμα της επέκτασης του δεν αντιπροσωπεύει «εντατική» ανάπτυξη, δηλ. ανάπτυξη που οφείλεται σε βελτιώσεις στην παραγωγικότητα, αλλά «εκτατική» ανάπτυξη που στηρίζεται στην χρησιμοποίηση των τεράστιων αποθεμάτων εργατικού δυναμικού.[4] Όσο δε αφορά τον ιδιωτικό τομέα, η πραγματική κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης του ήταν οι ξένες επενδύσεις στον βιομηχανικό τομέα, οι περισσότερες από τις οποίες συγκεντρώνονται στην Νότια Κίνα. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη αναλυτική ικανότητα για να προβλέψει κανείς ότι τα χαμηλότερα έξοδα παραγωγής που απολαμβάνουν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις (π.χ. το γεγονός ότι δεν υποχρεώνονται όπως οι δημόσιες στην πληρωμή «κοινωνικού μισθού») θα οδηγήσουν αναγκαστικά στη νίκη των ιδιωτικών πάνω στις δημόσιες επιχειρήσεις και των ξένων επιχειρήσεων πάνω στις ντόπιες, όπως σημαντικές μελέτες ήδη προβλέπουν.[5] Έτσι, η κληρονομιά που αφήνει στους διαδόχους του ο Ντενγκ είναι μια δυαδική οικονομία και μια αντίστοιχη δυαδική διάρθρωση εξουσίας, όπου η αγορά αποκτά αυξανόμενο έλεγχο πάνω στην οικονομία, σε βάρος της κομματικής γραφειοκρατίας, η οποία είναι αναγκασμένη σε τελική ανάλυση να καταφεύγει στην καταστολή για να κρατηθεί στην εξουσία.

Το Κινέζικο παράδειγμα αποτελεί περίτρανη απόδειξη τόσο για το αδύνατον όσο και για το ανεπιθύμητον μιας «σοσιαλιστικής» οικονομίας της αγοράς. Όχι μόνο η δυναμική της οικονομίας αυτής οδηγεί στην εξαφάνιση των καταλοίπων «σοσιαλισμού» αλλά και έχει ήδη δημιουργήσει τα συνήθη αποτελέσματα της οικονομίας της αγοράς. Έτσι, παρά το γεγονός ότι η κοινωνική ιδιοκτησία είναι ακόμη ο κανόνας, η ανισότητα, η ανεργία και η ανασφάλεια ανθούν στη σημερινή Κίνα. Ακόμη, το γεγονός ότι οι επενδύσεις στις οποίες ωθούν οι δυνάμεις της αγοράς, κυρίως ξένες, συγκεντρώνονται στις δυναμικά πιο κερδοφόρες περιοχές έχει οδηγήσει σε τεράστιες περιφερειακές ανισότητες, ανάλογες αυτών που σημειώνονται μεταξύ Γερμανίας και των φτωχότερων χωρών της Αν. Ευρώπης.[6] Δεν είναι λοιπόν εκπληκτικό ότι σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, το κατά κεφαλή εισόδημα στη πλουσιότερη περιοχή της Κίνας είναι σήμερα 86 φορές ψηλότερο από αυτό στη φτωχότερη.[7]

Όσον αφορά την ανεργία, σύμφωνα με εκτιμήσεις κυβερνητικών αξιωματούχων, περίπου 200 εκ. χωρικών είναι σήμερα χωρίς απασχόληση και υπολογίζεται ότι ο αριθμός τους θ’ αυξηθεί στα 300 εκ. μέχρι το 2000.[8] Ένα πελώριο παλιρροιακό κύμα χωρικών, που υπολογίζεται σε περίπου 140 εκ. (σχεδόν ένα τρίτο του αγροτικού δυναμικού) ήδη ψάχνει για δουλειά στις ανθούσες περιοχές της ανατολικής ακτής. Όπως γραφικά περιέγραφε την τύχη αυτών των μεταναστών αυτόπτης μάρτυς: «οι λίγοι τυχεροί που βρίσκουν δουλειά είναι εύκολη λεία για τους αδίστακτους επιχειρηματίες οι οποίοι, θέτοντας το κέρδος πάνω από την ασφάλεια, εξαναγκάζουν τους εργάτες να δουλεύουν πολλές ώρες σε άθλια εργοστάσια. Κατά μέσο όρο, σχεδόν 500 εργάτες την εβδομάδα σκοτώνονται στη Κίνα σε εργατικά ατυχήματα ― πράγμα που αποτελεί ένα άθλιο ρεκόρ το οποίο έχει στιγματιστεί από την Διεθνή Οργάνωση Εργασίας και διεθνή συνδικάτα».[9]

Παράλληλα, ο ανταγωνισμός μεταξύ των διαφόρων επαρχιών για την προσέλκυση ξένων επιχειρήσεων έχει οδηγήσει στη δημιουργία εξαγωγικών ζωνών όπου οι παραχωρήσεις στο ξένο κεφάλαιο έχουν δημιουργήσει, όπως άλλωστε και στα άλλα Ασιατικά καπιταλιστικά «θαύματα», «ένα παράδεισο κτισμένο πάνω στην αδυσώπητη εκμετάλλευση της παιδικής εργασίας, τις υποχρεωτικές υπερωρίες κ.λπ.»[10] Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι τα ποσοστά θνησιμότητας στη Κίνα αυξάνουν, η περιβαλλοντική καταστροφή έχει ενταθεί ενώ η διευρυνόμενη εισοδηματική ανισότητα συχνά οδηγεί σε τοπικές κοινωνικές αναταραχές.[11]

Ανάλογα είναι τ’ αποτελέσματα των μεταρρυθμίσεων στο Βιετνάμ. Όπως παρατηρεί ο ιστορικός Gabriel Kolko, «οι κομμουνιστές κυβερνήτες προσπαθούν ν’ αναμείξουν καπιταλιστικούς θεσμούς με τη Λενινιστική δικαίωση της κυριαρχίας της κομματικής ελίτ».[12] Και στις δυο χώρες, καταλήγει ο Kolko, οι μεταρρυθμίσεις της αγοράς έχουν δημιουργήσει νέες κατηγορίες πλούσιων και φτωχών και διευρύνουν το άνοιγμα μεταξύ πόλης και υπαίθρου οδηγώντας μακροπρόθεσμα σε μια ταξική κοινωνία, με τη δυτική έννοια του όρου. Πώς τελικά οι Αμερικανοί κέρδισαν τον πόλεμο στο Βιετνάμ;

 


[1] Paul Bowles and Xiao-yuan Dong, “Current Successes and Future Challenges in China’s Economic Reforms,” New Left Review (Νοεμ.-Δεκ. 1994).

[2] W. Byrd, The Market Mechanism and Economic Reform in China (M.E. Sharpe, 1991), σελ. 219

[3] World Bank, World Development Report 1991, σχ. 1.1

[4] Richard Smith “The Chinese Road to Capitalism,” New Left Review (Mάης-Ιούνης 1993).

[5] Στο ίδιο.

[6] C. Brammal and M. Jones “Rural Income Inequality in China Since 1978,” Journal of Peasant Studies (Οκτ. 1993).

[7] Σύγκριση του εισοδήματος στην Ειδική Οικονομική Ζώνη Zhuhai με αυτό στην επαρχία Qinglong της Guizhou, Andrew Higgins, The Guardian (30/5/1996).

[8] Simon Long, The Guardian (8/1/1994).

[9] Catherine Field, The Observer (13/2/1994).

[10] Richard Smith, ο.π.

[11] Paul Bowles and Xiao-yuan Dong, ο.π.

[12] Gabriel Kolko, Anatomy of a War (The New Press, 1994).