Γκανγκστερικός σοσιαλφιλελευθερισμός

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Τα γεγονότα της περασμένης εβδομάδας στη χώρα μας εισήγαγαν ένα νέο είδος σοσιαλφιλελευθερισμού στη διεθνή πολιτική πρακτική και βιβλιογραφία: τον γκανγκστερικό σοσιαλφιλελευθερισμό. Έτσι, σαν να μην έφθαναν οι εκβιασμοί και η αστυνομοκρατία, σαν να μην ήταν αρκετές οι χυδαίες ύβρεις και απειλές που εκτοξεύθηκαν από τους αρμόδιους υπουργούς Γεωργίας και Δικαιοσύνης κατά των αγροτών που τόλμησαν να εξεγερθούν για την μοίρα που τους επιφυλάσσουν η ΚΑΠ (Κοινή Αγροτική Πολιτική της ΕΕ) και η GATT, στο τελικό στάδιο, προστέθηκαν τα “μεγάλα μέσα”. Σε μια προφανή προσπάθεια των σοσιαλφιλελεύθερων (που σημειωτέον τους καλύπτει και τους περιστοιχίζει σύσσωμη σχεδόν η “προοδευτική” διανόηση) να συντρίψουν την αγροτική εξέγερση δεν δίστασαν να καταφύγουν στην κρατική τρομοκρατία (απαγόρευση κυκλοφορίας των τρακτέρ) και στις καθαρά γκανγκστερικές μεθόδους (ξεφούσκωμα των λάστιχων, ζημιές σε τρακτέρ κ.λπ.). Και όλα αυτά, υποτίθεται, διότι οι ΠΑΣΟΚικοι “εκσυγχρονιστες” θέλουν να ενσωματώσουν την Ελλάδα στη σύγχρονη Ευρώπη. Το ότι βέβαια οι μέθοδοι που χρησιμοποιούν είναι αδιανόητοι όχι μόνο για τους Ευρωπαίους ομοϊδεάτες τους (βλ. π.χ. την αντίδραση της Ιταλικής κεντροαριστεράς σε παρόμοιες καταλήψεις των δρόμων) αλλά ακόμη και για  την Γαλλική κεντροδεξιά, που δεν διανοήθηκε βέβαια σε αντίστοιχη περίπτωση που είχε και σημαντικότερη οικονομική ζημία για τη χώρα (καταλήψεις δρόμων από τους φορτηγατζήδες) να χρησιμοποιήσει παρόμοια μέσα, αποτελεί επιβεβαίωση του χαρακτήρα που παίρνει ο σοσιαλφιλελευθερισμός στη χώρα μας.   

Το εύλογο ερώτημα όμως που ανακύπτει είναι γιατί οι αρχολίπαροι και αρχομανείς ―χαρακτηρισμοί που αποδίδουν νομίζω σωστά τις  περιπτώσεις ιδιαίτερα τέως φανατικών εχθρών των πολυεθνικών μονοπωλίων και νυν επίδοξων... Θάτσερ (π.χ. Βάσω Παπανδρέου), τ. μελών αριστερίστικων οργανώσεων, (π.χ. Θ. Τσουκάτος) κ.λπ.― επαγγελματίες πολιτικοί, που βασικά απαρτίζουν την κυβερνητική φατρία, αναγκάστηκαν να ρίξουν κάθε “σοσιαλιστικο” προσωπείο στη προσπάθεια τους να συντρίψουν την αγροτική εξέγερση. Γιατί ο ‘εκσυγχρονιστης’ πρωθυπουργός, που αρέσκεται να διακηρύσσει ότι η θεμελιακή διαφορά της κεντροαριστεράς του (δηλ. του σοσιαλφιλελευθερισμού) από τον νεοφιλελευθερισμό είναι ότι η πρώτη επιδιώκει την λύση των προβλημάτων με τον κοινωνικό διάλογο, απέφευγε στη περίπτωση των αγροτών τον διάλογο σαν τον διάβολο με το λιβάνι, ενώ δέχθηκε τον διάλογο με άλλες κοινωνικές ομάδες που προέβαιναν επίσης σε αντίστοιχες “εκβιαστικες” ενέργειες; Νομίζω ότι η απάντηση στο  ερώτημα αυτό πρέπει να αναζητηθεί σε τρεις βασικούς παράγοντες:

Ο πρώτος παράγοντας είναι το γεγονός ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις, από τότε που ενταχθήκαμε στην ΕΟΚ, έχασαν τη δυνατότητα ν' ασκούν ουσιαστική αγροτική πολιτική, η οποία, αρχικά, ανατέθηκε στην ΚΑΠ και σήμερα, μετά τον τελευταίο ‘γυρο’ της GATT,  αυξανόμενα στις δυνάμεις της αγοράς. Οι εκάστοτε δηλαδή Υπουργοί Γεωργίας παρίσταναν τους υπουργούς, εφόσον οι βασικές αποφάσεις για το τι θα παραχθεί, πως θα παραχθεί και για ποιον θα παραχθεί έπαυσαν από τότε να καθορίζονται από τις ανάγκες των Ελλήνων αγροτών και καταναλωτών. Το “αλλοθι” γι' αυτή την απουσία αγροτικής πολιτικής ήταν οι περίφημες επιδοτήσεις από την ΕΕ. Όμως, όπως προσπάθησα να δείξω από τις στήλες αυτες[1], οι επιδοτήσεις αυτές βασικά συγκάλυπταν την παράλληλη αποσάθρωση της αγροτικής παραγωγής που κάνει σήμερα φανερή η καταστροφική πορεία του αγροτικού μας ισοζυγίου. Και φυσικά, οι επιδοτήσεις ωφελούν βασικά τους πλουσιότερους αγρότες, εφόσον έχει υπολογισθεί ότι συνολικά στην ΕΕ το 20% των αγροτών εισπράττουν το 80% των επιδοτησεων[2]. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα,  οι εργατο-αγρότες ή αγροτο-εργάτες, που αριθμούν πάνω από 250.000 άτομα δηλ. πάνω από το ένα τρίτο του αγροτικού πληθυσμού, δεν δικαιούνται κατά την ΕΕ επιδοτήσεις για επενδύσεις κ.λπ.

Έτσι,  οι αγρότες μας κάθε λίγο και λιγάκι αναγκαζόντουσαν  από την ΕΕ είτε με το καρότο (επιδοτήσεις) είτε με το μαστίγιο (ποσοστώσεις κ.λπ.) να αλλάζουν την διάρθρωση καλλιεργειών ώστε να επιτύχουν κόστος παραγωγής που “δεν είναι ασύμφορο στις διεθνείς συνθήκες”: από το ξερίζωμα των αμπελιών μέχρι τα θερμοκήπια και τον αγροτουρισμό, από την αντικατάσταση των ελιών με αβοκάντο μέχρι την αντικατάσταση των ροδάκινων με εξωτικά και, σήμερα, να παροτρύνονται σε στροφή από το βαμβάκι κ.λπ. στις καλλιέργειες οικολογικών προϊόντων. Τώρα, με την GATT, τον ρόλο της ΚΑΠ θ' αναλάβουν οι δυνάμεις της αγοράς. Ο επόμενος γύρος, το 1999, αναμένεται ν' αναγκάσει την ΕΕ να περικόψει δραστικά τις επιδοτήσεις ενώ, παράλληλα, τα κριτήρια Μααστριχτ απαγορεύουν κάθε σκέψη να χρησιμοποιηθεί ο προϋπολογισμός για την ενίσχυση των αγροτών. Τα αποτελέσματα της ανάθεσης της γεωργίας στις “δυναμεις της αγοράς” είναι εύκολα προβλέψιμα. Έχει υπολογισθεί ότι αν η GATT επιτύχει το στόχο της να επιβάλλει παγκόσμια το είδος της παραγωγικότητας που έχουν επιτύχει οι μεγάλες “αγρο-επιχειρησεις” των ΗΠΑ, του Καναδά και της Αυστραλίας θα εξαναγκασθούν 2 περίπου δισεκατομμύρια αγρότες (από τα συνολικά 3 δισεκατομμύρια που ασχολούνται με την γεωργία)  στην εγκατάλειψη των αγρών τους και στην ενίσχυση του στρατού των  εξαθλιωμένων ανέργων και υποαπασχολούμενων που πλημμυρίζουν σήμερα τις τερατουπόλεις.[3]  Σε όλο τον κόσμο σήμερα, το ελεύθερο εμπόριο καταστρέφει τις αγροτικές κοινότητες που δεν μπορούν να επιβιώσουν στον ανταγωνισμό με τις αγρο-επιχειρησεις των ΗΠΑ, χώρα που έχει κάθε συμφέρον να στηρίξει τη διαδικασία αυτή όταν το ένα στα τρία εκτάρια της Αμερικανικής γεωργίας παράγει για εξαγωγή. Όπως σημείωνε πρόσφατα ο Kevin Watkins[4], “το ελεύθερο εμπόριο δημιουργεί κερδισμένους και χαμένους: οι κερδισμένοι είναι οι μεγάλες αγρο-επιχειρησεις και μεγαλέμποροι που εμπορεύονται τα Αμερικάνικα και Ευρωπαϊκά πλεονάσματα, οι μεγαλοαγρότες που εισπράττουν το μεγαλύτερο μέρος των επιδοτήσεων, καθώς και οι χημικές βιομηχανίες που παράγουν τα προϊόντα που δημιουργούν τα πλεονάσματα και παράλληλα καταστρέφουν το περιβάλλον”. Να γιατί ο πραγματικός διάλογος με τους αγρότες είναι αδύνατος εφόσον οι αγρότες,  έμμεσα, αμφισβητούν το σημερινό θεσμικό πλαίσιο..

Ο δεύτερος παράγοντας που απέκλειε τον διάλογο ήταν το γεγονός ότι η αγροτική εξέγερση, ήταν βασικά αυθόρμητη. Οι κομματικοί μηχανισμοί δεν... δημιούργησαν την εξέγερση, όπως ισχυρίζονται οι  επαγγελματίες κυβερνητικοί ψευδολόγοι, αλλά αντίθετα φαίνεται ότι συνέβαλαν αποφασιστικά  στην εκτόνωση της κατά το τελικό  στάδιο. Οι αγρότες στα μπλόκα έμαθαν να ξεχνούν  τις κομματικές προκαταλήψεις που είχαν στα χωριά τους. Οι κομματικοί αγροτοπατέρες αγνοήθηκαν εντελώς πράγμα που ανάγκασε τις ηγεσίες των συνεταιρισμών και των αγροτικών συλλόγων και των δυο  κομμάτων εξουσίας να προχωρήσουν σε διάφορα αντιμετρα[5]. Ουσιαστικά, οι αγρότες με τη δράση τους καταργούσαν τους μεσάζοντες της πολιτικής και δημιουργούσαν μορφές άμεσης δημοκρατίας στη πράξη, απειλώντας την εξουσία των επαγγελματιών πολιτικών. Δεν είναι λοιπόν η πραγματική δημοκρατία που κινδυνεύει με πράξεις σαν αυτές των αγροτών αλλά η “φιλελευθερη ολιγαρχία” που οι επαγγελματίες πολιτικοί ονομάζουν δημοκρατία και (με το αζημίωτο φυσικά) υπερασπίζονται με ζήλο. Το “μαθημα” άλλωστε που έδινε στους αγρότες ο περιοδεύων Υπουργικός θίασος την περασμένη βδομάδα ήταν ότι κάθε αντίδραση πρέπει να γίνεται από “τα θεσμοθετημένα” συνδικαλιστικά όργανα, δηλαδή από τις κομματόδουλες συνδικαλιστικές ηγεσίες και όχι από ανεξέλεγκτα όργανα που προκύπτουν από μαχητικές κινητοποιήσεις. Η βασική άλλωστε προϋπόθεση επιτυχίας της σημερινής νεοφιλελεύθερης συναίνεσης είναι το σπάσιμο κάθε πραγματικού αυτόνομου κινήματος και αυτόνομου κέντρου εξουσίας με τη παράλληλη δημιουργία ψευτο-κινησεων για την “κοινωνια πολιτών” (όπως, λ.χ. “η Ένωση πολιτών για την παρέμβαση” όπου συνωθούνται “αριστεροί’ διανοούμενοι μαζί με... βιομήχανους με στόχο την  ευλογία της σοσιαλφιλελεύθερης κυβέρνησης στην πάταξη των αγροτών κ.λπ.).

Ο τρίτος παράγοντας που αποκλείει τον πραγματικό κοινωνικό διάλογο ιδιαίτερα στην Ελλάδα είναι το γεγονός ότι στη χώρα μας η νεοφιλελεύθερη συναίνεση, αντίθετα με τα καπιταλιστικά κέντρα στην ΕΕ, δεν έχει σημαντική κοινωνική βάση. Ενώ στα κέντρα αυτά, λόγω της ιστορικής καπιταλιστικής ανάπτυξης τους, υπάρχει ένας ισχυρός ιδιωτικός τομέας που τροφοδοτεί την προνομιούχα ‘κοινωνία του 40%”,[6] στην Ελλάδα, η κοινωνική βάση των κομμάτων εξουσίας ανέκαθεν ήταν οι αγρότες (όπου η σημερινή αδυναμία ύπαρξης αγροτικής πολιτικής αποκλείει τον διάλογο) και οι εξαρτώμενοι από τον δημόσιο τομέα που σήμερα βρίσκονται κάτω από την επίθεση της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης, εφόσον ο ιδιωτικός τομέας στην Ελλάδα ήταν πάντα παρασιτικός (δηλαδή στηριζόταν και επιζούσε χάρη στην κρατική προστασία).

Συμπέρασμα: Με δεδομένη την αδυναμία των “εκσυγχρονιστων” μας να ασκήσουν πραγματικό κοινωνικό διάλογο και οικονομική πολιτική με γνώμονα τις δικές μας ανάγκες και προτεραιότητες, η μόνη διέξοδος που έχουν είναι ο γκανγκστερικός σοσιαλφιλευθερισμός...

 


 

[1] “Ε”, 21/12/96 

[2] Janice Warman, Ομπσερβερ, 9/2/97

[3] James Goldsmith, Guardian Weekly, 16/10/94

[4] Guardian, 5/2/97

[5] Βλ. Χρ Καρανικας, Οικονομικός, 30/1/97

[6] Βλ. Τ.Φ., “Ε”, 12/10/96