H χρεοκοπία της «ρεαλιστικής» οικολογίας στο Kιότο

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Η Διάσκεψη για το Περιβάλλον και τις κλιματικές αλλαγές, που έληξε με κωμικοτραγικές σκηνές στο Κιότο την περασμένη εβδομάδα, όχι μόνο δεν πρόκειται να συμβάλλει στην αποφυγή της σημαντικής κλιματολογικής μεταβολής που πιθανότατα ήδη έχει αρχίσει, αλλά είναι πιθανό να οδηγήσει και στην παραπέρα επιδείνωση της. Και αυτό, διότι η συμφωνία του Κιότο αφήνει ουσιαστικά ελεύθερες τις Αμερικανικές και Ευρωπαϊκές πολυεθνικές εταιρείες  να συνεχίζουν και ν’ αυξάνουν την ρύπανση της ατμόσφαιρας, η οποία είναι υπαίτια για το φαινόμενο του θερμοκηπίου και την κλιματολογική μεταβολή. Ένα έμμεσο σαφές συμπέρασμα που μπορεί να συναχθεί από την Διάσκεψη του Κιότο είναι ότι είναι αδύνατο στο σημερινό θεσμικό πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και της συνακόλουθης οικονομίας ανάπτυξης να ξεπεραστεί, χωρίς προσφυγή σε αυταρχικές λύσεις, η οικολογική κρίση που συνεχώς χειροτερεύει. Και αυτό, παρά τα περί του αντιθέτου φληναφήματα των “ρεαλιστών“ οικολόγων που παίρνουν δεδομένο το πλαίσιο αυτό. Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Το 1995, η Διακυβερνητική Επιτροπή του ΟΗΕ για την κλιματολογική μεταβολή δημοσίευσε τα πορίσματα της έρευνας της που είχαν συμφωνηθεί από περίπου 2.000 επιστήμονες και ειδικούς.[1] Σύμφωνα με την Έκθεση της Επιτροπής, η κλιματολογική μεταβολή είναι ένα γνήσιο πρόβλημα που συναρτάται με την ανθρώπινη δραστηριότητα. Οι ατμοσφαιρικές συγκεντρώσεις των αεριών που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου αυξήθηκαν ραγδαία τα τελευταία 200 περίπου χρόνια. Οι εκπομπές  ιδιαιτέρα του διοξειδίου του άνθρακα, που είχαν μείνει σταθερές για μια σχεδόν χιλιετία πριν την άνοδο του συστήματος της οικονομίας της αγοράς και την βιομηχανική επανάσταση, αυξηθήκαν σχεδόν 30% από τότε. Όπως παρατηρήθηκε, παρόμοια επίπεδα συγκεντρώσεων διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα δεν έχουν σημειωθεί τα τελευταία 200 εκατομμύρια. χρόνια! Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι η μέση θερμοκρασία του πλανήτη έχει ήδη ανεβεί κατά 0,6 βαθμούς Κελσίου στη περίοδο αυτή, ενώ στην Ανταρκτική, όπου ήδη λιώνουν οι πάγοι, η αύξηση είναι 2,5 βαθμοί από το 1940 μέχρι σήμερα.

Τα μέλη της Επιτροπής, ήδη από την πρώτη Έκθεση τους το 1990, είχαν συμπεράνει ότι για να αποκλεισθεί ο κίνδυνος μιας επικίνδυνης κλιματολογικής μεταβολής οι εκπομπές θερμοκηπίου θα έπρεπε να μειωθούν κατά 60% με 80%  μέχρι το 2020, ή το αργότερο μέχρι το 2050, σε σχέση με το 1990. Μια τέτοια δραστική μείωση θα περιόριζε την αύξηση της θερμοκρασίας, που ήδη είναι αναπόφευκτη, σε μισό βαθμό Κελσίου ―αύξηση που δεν θεωρείται επικίνδυνη. Αντ’ αυτού, στη Διάσκεψη του Ρίο το 1992, οι εκπρόσωποι των ελίτ του Βορρά (πλην ΗΠΑ)  ανέλαβαν πολιτική  δέσμευση όχι για την μείωση αλλά απλώς για την σταθεροποίηση των εκπομπών θερμοκηπίου στα επίπεδα του 1990 μέχρι το 2000. Ο ίδιος ο Κλίντον το 1993 ανέλαβε σχετική δέσμευση για τις ΗΠΑ που, από μόνες τους, προκαλούν σχεδόν το ένα τέταρτο των σχετικών εκπομπών. Από τότε, οι Αμερικανικές εκπομπές έχουν αυξηθεί κατά 8%  και μέχρι το 2000 θα έχουν αυξηθεί κατά περίπου 13%, ενώ οι παγκόσμιες εκπομπές αυξηθήκαν κατά 3%![2] Στο Κιότο, οι ίδιοι εκπρόσωποι (συν ΗΠΑ) ανέλαβαν νομική δέσμευση να μειώσουν τις εκπομπές με ένα μέσο όρο χαμηλότερο του 7% τη πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Στη πραγματικότητα όμως ούτε οι ΗΠΑ ούτε ο Νότος (οι εκπρόσωποι του οποίου δεν υπόγραψαν τη συμφωνία) είναι πιθανό να μειώσουν την ρύπανση της ατμοσφαίρας. Και αυτό διότι στο Κιότο εισάχθηκε και μια άλλη καινοτομία. Μετά την αγοραιοποίηση της Φύσης που επέφερε η άνοδος της οικονομίας της αγοράς τώρα υιοθετείται, κατ’ Αμερικανική απαίτηση, και η αγοραιοποίηση της ρύπανσης! Έτσι, οι ΗΠΑ θα μπορούν ανενόχλητα ν’ αυξάνουν την ρύπανση εφόσον  αντισταθμίζουν την αύξηση αυτή με αντίστοιχη μείωση της ρύπανσης αλλού (π.χ. στην τ. Σοβιετική Ένωση όπου, λόγω της τρομακτικής αποβιομηχάνισης, παρουσιάζεται μείωση των εκπομπών θερμοκηπίου) την οποία θα μπορούν ν’ “αγοράζουν”. Παρόλα αυτά, το Αμερικανικό κογκρέσο είναι πιθανό να μην εγκρίνει ούτε αυτή την συμφωνία λόγω της μη δέσμευσης του Νότου, ο οποίος υπολογίζεται ότι θα προκαλεί το 50% των εκπομπών θερμοκηπίου μέχρι το 2020.

Τα παραπάνω δεν σημαίνουν, βέβαια, όπως για παράδειγμα υποστηρίχθηκε από  τα Ελληνικά ΜΜΕ, ότι ο μοναδικός υπεύθυνος είναι η “κακή” Αμερική έναντι της “καλής” ΕΕ που υποστήριζε στο Κιότο μια, υποτίθεται, δραστική μείωση των εκπομπών θερμοκηπίου. Στη πραγματικότητα, ακόμη και αν γινόντουσαν δεκτές οι προτάσεις της ΕΕ, η διαφορά θα ήταν σχεδόν ασήμαντη. Έτσι, σύμφωνα με τέσσερις διεθνώς γνωστούς ακαδημαϊκούς που ειδικεύονται στα κλιματολογικά θέματα,[3] η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη είναι πια αναπόφευκτη, εξαιτίας της τεράστιας συσσώρευσης αερίων θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα. Με βάση τους υπολογισμούς τους, στη περίπτωση που δεν θα αναληφθεί καμιά σημαντική δραστηριότητα μέχρι το 2050, η θερμοκρασία του πλανήτη θ’ αυξηθεί κατά 1,4 βαθμούς Κελσίου. Πράγμα που σημαίνει ότι περίπου 22 εκ. ανθρώπων θα κινδυνεύσουν από την πείνα, 23 εκ. που ζουν κοντά στις ακτές θα κινδυνεύσουν από πλημμύρες, ενώ 110 επιπρόσθετα εκ. ανθρώπων που ζουν σε χώρες με στενότητα νερού θ’ αντιμετωπίσουν οξεία έλλειψη. Στη περίπτωση που θα εγίνετο δεκτό στο Κιότο το σχέδιο της ΕΕ για την μείωση των εκπομπών κατά 15% μέχρι το 2010, ή, ακόμη καλύτερα,  κατά 30% όπως επρότεινε η Βραζιλία, η θερμοκρασία του πλανήτη  θ’ ανέβαινε κατά 1,2 βαθμούς. Πράγμα που θα σήμαινε ότι οι άνθρωποι που θα κινδύνευαν από πείνα θα ήταν 18 εκ. (αντί για 22) και από πλημμύρες 20 εκ. (αντί για 23) ενώ η στενότητα νερού θα παρέμενε βασικά η ίδια.

Που οφείλεται όμως αυτός ο “παραλογισμός” των ελίτ; Γιατί την καμπάνια αμφισβήτησης των συμπερασμάτων των επιστημόνων του ΟΗΕ χρηματοδοτεί ένα κονσόρτσιουμ (που τον Σεπτέμβρη ανέλαβε στην Αμερική μια τεράστια διαφημιστική καμπάνια που κόστισε 17 εκ. δολ.) το οποίο αντιπροσωπεύει σχεδόν όλες τις σημαντικές Αμερικανικές και Ευρωπαϊκές επιχειρήσεις στις βιομηχανίες πετρελαίου, αυτοκινήτων, χάλυβα, άνθρακα, ηλεκτρικού, γκαζιού, χημικών, πλαστικών και στις αερομεταφορές[4]; Η προφανής απάντηση βέβαια είναι διότι οι ελίτ που ελέγχουν τους τομείς αυτούς αγωνίζονται για την διατήρηση των κερδών τους που θα εκινδύνευαν από τυχόν μείωση της δραστηριότητας τους. Όμως τότε γιατί τα Αμερικανικά συνδικάτα, καθώς και σημαντικά Ευρωπαϊκά συνδικάτα εργαζόμενων στις βιομηχανίες αυτές, υποστηρίζουν άμεσα ή έμμεσα την μη λήψη σημαντικών μέτρων για τον περιορισμό των εκπομπών θερμοκηπίου; Η απάντηση είναι διότι, αντίθετα με τις ανοησίες των “ρεαλιστών” οικολόγων, η λήψη δραστικών μέτρων για την αντιμετώπιση της οικολογικής κρίσης πράγματι συνεπάγεται (στο σημερινό βέβαια πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς) αύξηση της ανεργίας.

Αυτό γίνεται φανερό αν εξετάσουμε την Ευρωπαϊκή εμπειρία που μπορεί να εξηγήσει και την “γαλαντομία” της ΕΕ στο Κιότο. Τα δυο μέλη της ΕΕ με την μεγαλύτερη αναλογία εκπομπών θερμοκηπίου είναι η Γερμανία και η Βρετανία που από μόνες τους προκαλούν σχεδόν το 50% των εκπομπών της ΕΕ. Στις χώρες αυτές σήμερα σημειώνεται η σημαντικότερη μείωση των σχετικών εκπομπών. Όμως, το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται βασικά σε οικονομικούς λόγους. Δηλαδή,  στο γεγονός ότι η μεν Βρετανική ιδιωτικοποιημένη επιχείρηση ηλεκτρικού στράφηκε στο φθηνότερο φυσικό γκάζι αντί για τον άνθρακα, η δε δυτικο-Γερμανική οικονομική ελίτ έκλεισε τα μη ανταγωνιστικά (και “βρώμικα”) εργοστάσια της Ανατολικής. Το αποτέλεσμα όμως ήταν ότι περίπου 170.000 ανθρακωρύχοι έγιναν άνεργοι στη Βρετανία, ενώ στην τ. Αν. Γερμανία η επίσημη ανεργία (που συγκαλύπτεται από τα μαζικά προγράμματα μετεκπαίδευσης) φθάνει σήμερα το 18%.[5]

Το συμπέρασμα είναι ότι η οικολογική κρίση, όπως έχω αναπτύξει επανειλημμένα στο παρελθόν, δεν είναι θέμα πολιτιστικό, θέμα ήθους, παραλογισμού των ελίτ, η θέμα αλλαγής πολιτικής, όπως υποστηρίζουν οι “ρεαλιστές” οικολόγοι.[6]  Αντίθετα, είμαι θέμα δημιουργίας ενός μαζικού κινήματος για την αλλαγή ολόκληρου του θεσμικού πλαισίου της οικονομίας της αγοράς και της συνακόλουθης οικονομίας ανάπτυξης και αντικατάστασης του με θεσμούς περιεκτικής (άμεσης και οικονομικής) δημοκρατίας.[7]

 

 


 

[1] IPCC, Second Assessment Report,  Cambridge University Press, 1995

[2] M. Kettle, Guardian Weekly, 26/10/97

[3] Dr Mike Hulme, Prof. Martin Parry, Dr Nigel Arnell & Dr Robert Nicholls , Guardian, 2/12/97

[4] Sharon Beder, “Who killed the Kyoto summit”, Guardian Weekly, 7/12/97

[5] Ian Traynor, Guardian, 7/2/97

[6] βλ. Τ. Φωτόπουλος, Η Νέα Διεθνείς Τάξη και η Ελλάδα, Καστανιώτης, 1997, κεφ. 6  για τις σχετικές ανταλλαγές μου με τους “ρεαλιστές” οικολόγους Γ. Σχιζα, Σπ. Παπασπηλοπουλο, κριτική στον. Μιχ. Μοδινό κ.λπ.

[7] Βλ. T. Fotopoulos, Towards An Inclusive Democracy, Cassell, 1997.