Ελευθεροτυπία (11 Οκτωβρίου 1997)


«Καποδίστριας»: περισσότερη εξουσία στους επαγγελματίες πολιτικούς

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Ενώ η αντίδραση κατά της νέας συγκέντρωσης εξουσίας που επιχειρεί το νομοσχέδιο με την συμβολική ονομασία «Καποδίστριας» κορυφώνεται, οι επαγγελματίες πολιτικοί προχωρούν ακάθεκτοι στην ψήφιση του, για χάρη δήθεν του «εκσυγχρονισμού» της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Όμως, τι ακριβώς αντιπροσωπεύει ο Καποδίστριας και πως θα μπορούσαμε να δούμε μια πραγματική αποκέντρωση στο τοπικό επίπεδο;

Κατά τη γνώμη μου, ο Καποδίστριας αποτελεί τη θεσμοποίηση της σημερινής εξαρτημένης αποκέντρωσης που πραγματοποιείται στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης αραιοποίησης της οικονομιας[1]. Και είναι εξαρτημένη η νεοφιλελεύθερη αποκέντρωση διότι δεν οδηγεί στη δημιουργία αυτοδύναμων τοπικών πολιτικών και οικονομικών μονάδων αλλά αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα:

  • πρώτον, της σημερινής διαδικασίας συγκέντρωσης οικονομικής δύναμης στα χέρια, κυρίως, πολυεθνικών επιχειρήσεων (από τις οποίες οι 500 μεγαλύτερες ελέγχουν το 42% του παγκόσμιου πλούτου)[2]. Στο πλαίσιο αυτό, η νεοφιλελεύθερη εξαρτημένη αποκέντρωση συνεπάγεται επίσης την ανάθεση στην ιδιωτική πρωτοβουλία υπηρεσιών που προηγούμενα παρείχοντο από το κράτος ή τους δήμους πράγμα που διευκολύνει η διοικητική συγκέντρωση που επιβάλλει ο Καποδίστριας, και

  • δεύτερον, της παράλληλης συγκέντρωσης πολιτικής δύναμης στα χέρια των επαγγελματιών πολιτικών πρωταρχικά στο υπερ-εθνικό επίπεδο (σήμερα το 50% της νομοθεσίας των κρατών της ΕΕ αποφασίζεται στις Βρυξελλες[3])  και δευτερευόντως στο εθνικό ή τοπικό επίπεδο, όπου οι επαγγελματίες πολιτικοί των νέων υπερ-δήμων θα συμπληρώνουν αυτούς του κέντρου.

Είναι, επομένως, φανερό ότι ο πραγματικός στόχος του νομοσχεδίου είναι ο νεοφιλελεύθερος «εκσυγχρονισμός» της Τοπικής Αυτοδιοίκησης ο οποίος δεν έχει καμιά σχέση ούτε με την αποκέντρωση αλλά ούτε και με την οικονομική ανάπτυξη της υπαίθρου, ή, πολύ περισσότερο, με την βελτίωση της ποιότητας ζωής όσων έχουν απομείνει σε αυτή. Και αυτό, διότι η μεταπολεμική οικονομική καταβαράθρωση της υπαίθρου δεν είναι θέμα έλλειψης πιο «αποτελεσματικων» διοικητικών μηχανισμών, όπως υποθέτει η κυβέρνηση και οι εκσυγχρονιστές «διανοούμενοι-κομισάριοι» που την στηρίζουν, αλλά θέμα στρεβλής οικονομικής αναπτυξης[4]. Διότι βέβαια η ερήμωση της υπαίθρου οφείλεται αποκλειστικά στο μεταπολεμικό μοντέλο ανάπτυξης, που εφάρμοσε η οικονομική και πολιτική ελίτ, το οποίο στηριζόταν στην οικοδομική δραστηριότητα, τις ξένες επενδύσεις, τη μετανάστευση, τον τουρισμό και τη ναυτιλία και τελευταία τις μεταβιβάσεις από την ΕΟΚ. Το αποτέλεσμα ήταν ότι στην Ελλάδα δεν δημιουργήθηκε ποτέ μια υγιής παραγωγική δομή, όπως πιστοποιεί το γεγονός ότι σήμερα η χώρα μας διαθέτει ένα συνεχώς επιδεινούμενο εμπορικό ισοζύγιο που είναι συγχρόνως το πιο άρρωστο ισοζύγιο στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ένα από τα χειρότερα στον κόσμο. Ο νεοφιλελεύθερος εκσυγχρονισμός επομένως που επιδιώκει ο Καποδίστριας απλώς μπορεί να οδηγήσει σε κάποια αποτελεσματικότερη απορρόφηση των σχετικών κονδυλίων της ΕΕ και, αντίστοιχα, σε μερικά έργα υποδομής, αλλά οπωσδήποτε όχι στην οικονομική ανάπτυξη της υπαίθρου η οποία, στο πλαίσιο ιδιαίτερα της GATT και της νέας ΚΑΠ, είναι καταδικασμένη.

Ένας επιπρόσθετος στόχος του Καποδίστρια είναι η παραπέρα ενίσχυση της αντιπροσωπευτικής σε βάρος της άμεσης δημοκρατίας. Έτσι, οι αποφάσεις που αφορούν τη ζωή της κοινότητας δεν θα παίρνονται πια από το τοπικό συμβούλιο της κοινότητας, κάτω από την άμεση επιρροή των άτυπων συνελεύσεων του καφενείου του χωριού, αλλά από ένα μακρινό δημοτικό συμβούλιο όπου το χωριό θ' αντιπροσωπεύεται με ένα δημοτικό σύμβουλο, ή  δημαρχιακό πάρεδρο. Δεδομένου μάλιστα ότι, όπως φαίνεται, οι αναγκαστικές συνενώσεις είναι, συνήθως, συνενώσεις μικρών κοινοτήτων με κάποιο μεγάλο δήμο της περιοχής, αυτό σημαίνει παραπέρα ενίσχυση των ιεραρχικών δομών στο τοπικό επίπεδο, εφόσον τα σχετικά αυτόνομα κοινοτικά όργανα μετατρέπονται τώρα σε μειονότητες του ενός σε ευρύτερα δημοτικά όργανα, όπου την πλειοψηφία θα έχουν οι σύμβουλοι του μεγάλου δήμου. Πράγμα που με τη σειρά του σημαίνει θεσμοποίηση και «ορθολογικοποίηση» των σημερινών άτυπων δομών εξουσίας, όπου το «μεγαλο ψάρι τρώει το μικρό», στην προσέλκυση δημοσίων κονδυλίων για αναπτυξιακά έργα κ.λπ. Έτσι, αντί τα Τοπικά Συμβούλια να είναι οι πυρήνες μιας τοπικής δημοκρατίας από όπου ξεκινούν οι αποφάσεις, στην πραγματικότητα, δεν θα είναι παρά οι τοπικές οργανώσεις-σφραγιδα των νέων υπερ-δήμων, που, με τη σειρά τους, θα επισφραγίζουν τις αποφάσεις του κεντρικού κρατικού οργανισμού. Παράλληλα, στους νέους υπερ-δημους δημιουργείται ένα νέο ενδιάμεσο δίκτυο τοπικών επαγγελματιών πολιτικών το οποίο, σε στενή συνεργασία με τους επαγγελματίες πολιτικούς του κέντρου, θα μονοπωλεί την τοπική πολιτική εξουσία.

Ο τρόπος που εισάγεται το αντιδημοκρατικό αυτό νομοσχέδιο είναι χαρακτηριστικός και ενδεικτικός των πραγματικών προθέσεων των εισηγητών του. Οι επαγγελματίες πολιτικοί του κέντρου, που παριστάνουν τους σοσιαλιστές και τους «δημοκράτες», ούτε καν διανοήθηκαν να ρωτήσουν τους ίδιους τους «υπηκοους τους», π.χ. με δημοψηφίσματα, αν συμφωνούν με την αφαίρεση κάθε υπολειμμάτων τοπικής δημοκρατικής εξουσίας. Και αυτό, με βάση τα «βαρυγδουπα» επιχειρήματα της κυβέρνησης σχετικά με τα «προβληματα» που δημιουργεί το θέμα του ποιοι θα νομιμοποιούντο να ψηφίσουν αλλά και της πιθανής «παρα-πληροφορησης» του καφενείου”[5]. Όμως, η απλή επίκληση των «επιχειρηματων» αυτών  αποτελεί προσβολή της νοημοσύνης του μέσου πολίτη. Διότι, λίγοι θ' αμφισβητούσαν ότι οι μόνοι που θα έπρεπε να συμμετέχουν  σε παρόμοια δημοψηφίσματα είναι ο πραγματικός πληθυσμός του κάθε χωριού που βιώνει καθημερινά τα προβλήματα του τόπου του και όχι βέβαια (όπως δήθεν διερωτάται ο αρμόδιος υπουργός) ο «απογραφικός» ή  εκλογικός» πληθυσμός. Ακόμη, μόνο ως ανέκδοτο θα μπορούσε να εκληφθεί ο φόβος της κυβέρνησης για την παραπληροφόρηση «του καφενείου», τη στιγμή που η ίδια διαθέτει στα χέρια της την μεγαλύτερη δυνατή πηγή παραπληροφόρησης, την τηλεόραση, που εισέρχεται όχι μόνο στα καφενεία αλλά ακόμη και στις κρεβατοκάμαρες των «υπηκοων» της.    

Όμως, σημαίνουν όλα αυτά ότι η συνένωση των σημερινών κατάσπαρτων και μη βιώσιμων κοινοτήτων είναι άσκοπη; Φυσικά, όχι, εφόσον η οικονομική ιδιαίτερα βιωσιμότητα μιας αυτοδύναμης τοπικής μονάδας σίγουρα είναι θέμα και μεγεθους[6] και είναι δεδομένο ότι ο κατακερματισμός σε μικρές κοινότητες δεν επιτρέπει τη βιωσιμότητα υποδομών στην εκπαίδευση, υγεία και τις κοινωνικές υπηρεσίες γενικότερα. Αλλά για να είχε νόημα η συνένωση των κοινοτήτων θα έπρεπε κατ΄ αρχήν να ήταν εκούσια και όχι αναγκαστική. Δεύτερον, ο στόχος μιας παρόμοιας εναλλακτικής αποκέντρωσης πρέπει να είναι η αυτοδυναμία, πράγμα που απαιτεί την θεμελίωση της στην οριζόντια αλληλεξάρτηση οικονομικά και πολιτικά αυτοδύναμων δήμων και κοινοτήτων, που θα συνομοσπονδιοποιούσαν τις τοπικές άμεσες και οικονομικές δημοκρατίες σε εθνικό και υπερ-εθνικο επιπεδο[7]. Βήματα στη κατεύθυνση αυτή θα μπορούσαν να είναι:

  • η σταδιακή «δημοτικοποίηση» της παραγωγής στη θέση της σημερινής ιδιωτικοποιημένης παραγωγής η οποία επιβάλλει ένα οικονομικό Δαρβινισμό όπου ο ισχυρότερος επιβιώνει σε βάρος του ασθενέστερου,

  • η δημιουργία τοπικής οικονομικής αυτοδυναμίας στη θέση της σημερινής εξάρτησης από εξωγενή κέντρα δημιουργίας απασχόλησης και εισοδημάτων που αναπόφευκτα οδηγεί στην ανεργία και την ανασφάλεια,

  • η βαθμιαία  δημιουργία ενός δημοκρατικά ελεγχόμενου καταμερισμού σε  επίπεδο συνομοσπονδιών δήμων και κοινοτήτων που θ' απότρεπε την δημιουργία των τεράστιων ανισοτήτων μεταξύ πλούσιων και φτωχών σε παραγωγικούς πόρους περιοχών, την οποία δημιουργεί ο σημερινός καταμερισμός μέσω της οικονομίας της αγοράς και, τέλος,

  • η σταδιακή μεταφορά του φορολογικού βάρους από το κέντρο στο τοπικό επίπεδο με την παράλληλη εξουσιοδότηση των δημοτικών και κοινοτικών συνελεύσεων να αποφασίζουν τόσο το ύψος και κατανομή των φόρων όσο και την διάθεση των εσόδων.

Μέσα από μια διαδικασία σαν την παραπάνω θα μπορούσε να επιτευχθεί ο θεμελιακός στόχος της επανένωσης κοινωνίας και οικονομίας και της επανενσωμάτωσης Ανθρώπου και Φύσης, καθώς  και η δημιουργία των προϋποθέσεων για μια περιεκτική δημοκρατία, στη θέση της σημερινής «δημοκρατίας» των πολιτικών και οικονομικών ελίτ.


 

[1] Βλ. για παραπέρα ανάλυση Τ. Φωτόπουλος, Η Νέα Διεθνής Τάξη και η Ελλάδα (Καστανιώτης, 1997), κεφ. 13.

[2] John Vidal, McLibel: Burger Culture on Trial (Macmillan, 1997).

[3] Mark Leonard, Politics Without Frontiers (Demos, 1997).

[4] Για παραπέρα ανάλυση βλ. Τάκης Φωτόπουλος, Η Νεοφιλελεύθερη Συναίνεση (Γόρδιος, 1993), κεφ. 7-8.

[5] Βλ. δηλώσεις υφυπουργού εσωτερικών, «Ε» (23/9/1997).

[6] Τ. Fotopoulos, Towards An Inclusive Democracy (Cassell, 1997), σελ. 244.

[7] Στο ίδιο,  κεφ. 6.