Ελευθεροτυπία (30 Μαρτίου 1996)


Η εκδίκηση της φύσης και η θύελλα που έρχεται

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Η κρίση που ξέσπασε αυτή τη βδομάδα στην Ευρώπη εξαιτίας της αρρώστιας των «τρελών αγελάδων» και της αποκαλυφθείσας σχέσης της με παρόμοια θανατηφόρα ασθένεια στο είδος μας ήταν μια κρίση που περίμενε να ξεσπάσει. Αντίθετα, με τις προσπάθειες των πολιτικών και οικονομικών ελίτ να περιορίσουν τη σημασία της επικίνδυνης ασθένειας που απειλεί να πάρει επιδημικές διαστάσεις στην Βρετανία, η κρίση αυτή δεν είναι ούτε παροδικό, ούτε μεμονωμένο φαινόμενο που αφορά άμεσα μόνο τους Βρετανούς. Αντίθετα, η σημερινή κρίση έχει βαθιές ρίζες στην οικονομία της αγοράς και την συνακόλουθη οικονομία ανάπτυξης.

Κατ’ αρχήν δεν είναι περίεργο ότι η κρίση εκδηλώθηκε στη Βρετανία. Η Βρετανία είναι η χώρα όπου η διαδικασία για την «αγοραιοποίηση» της οικονομίας, δηλαδή την ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων πάνω στην αγορά, έχει προχωρήσει περισσότερο από κάθε άλλη Ευρωπαϊκή χώρα. Στη διαδικασία αυτή, οι αγορές αφήνονται ελεύθερες, χωρίς ρυθμίσεις και περιορισμούς, ώστε να εξισορροπούν τη προσφορά και τη ζήτηση. Έτσι, μόλις η Θατσερική κυβέρνηση κατέκτησε την εξουσία το 1979 ανέλαβε μια εκστρατεία απορρυθμίσεων των αγορών και ιδιωτικοποιήσεων που από τότε εξαπλώθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο. Τμήμα της απορρύθμισης αυτής ήταν και η δραστική χαλάρωση των ελέγχων όσον αφορά τις ζωοτροφές. Από τότε χρονολογείται και η εξάπλωση της πρακτικής των Βρετανών κτηνοτρόφων να χρησιμοποιούν βιομηχανικά επεξεργασμένη ζωοτροφή για τις αγελάδες από πρόβατα, μερικά από τα οποία έπασχαν από μια άλλη ασθένεια. Ο λόγος; Οι ζωοτροφές αυτές ήταν πολύ φθηνότερες από εναλλακτικές τροφές που χρησιμοποιούσαν μέχρι τότε.

Έτσι, οι Βρετανοί κτηνοτρόφοι, ακολουθώντας απλώς την "εντολή" της αγοράς για την ελαχιστοποίηση του κόστους παραγωγής ξεκίνησαν άθελα τους τον σημερινό κύκλο.  Ένα κύκλο που σύμφωνα με τον Βρετανό καθηγητή Richard Lacey, ο οποίος ήδη από τη προηγούμενη δεκαετία έκρουε τον κώδωνα κινδύνου για την πιθανή μετάδοση συγγενούς ασθένειας στους ανθρώπους, είναι πιθανό να έχει καταστρεπτικές συνέπειες στη Βρετανία και σε κάποιο βαθμό στην Ευρώπη ολόκληρη. Σύμφωνα με το «αισιόδοξο» σενάριο του Lacey, μεταξύ 100.000 και 1.000.000 εκατομμυρίων ανθρώπων στη Βρετανία ήδη είναι φορείς της ασθένειας και υπολογίζεται ότι σε διάστημα 10-20 χρόνων από τότε που έφαγαν το μολυσμένο μοσχαρίσιο κρέας το 1% από αυτούς θα είναι νεκροί. Σύμφωνα με το «απαισιόδοξο» σενάριο, σε 20 χρόνια από σήμερα μισό εκατομμύριο Βρετανοί το χρόνο θα πεθαίνουν από την αρρώστια αυτή.[1] Και φυσικά, τα κρούσματα δεν θα περιοριστούν στη Βρετανία αφού ήδη υπάρχουν περίπου 400 κρούσματα τρελών αγελάδων στην Ευρώπη (συνήθως από εισαχθέντα ζώα από τη Βρετανία ενώ μόλις αποκαλύφθηκε ότι συγγενής αρρώστια θανατώνει περίπου 100.000 βοοειδή το χρόνο στις ΗΠΑ[2]. Είναι αυτονόητο ότι η χώρα μας δεν μένει έξω από τον κύκλο αυτό. Ανεξάρτητα από το πόσο ακριβώς βοδινό κρέας έχει εισαχθεί στην Ελλάδα μετά την απαγόρευση εισαγωγής, το ίδιο το Υπουργείο παραδέχεται ότι πριν την απαγόρευση είχαν ήδη εισαχθεί 50 τόνοι μοσχαρίσιο κρέας.[3]

Όμως, στη πραγματικότητα η κρίση των τρελών αγελάδων είναι η κορυφή ενός παγόβουνου που άρχισε να σχηματίζεται πολύ νωρίτερα. Η εντατικοποίηση της παραγωγής στη γεωργία και τη κτηνοτροφία άρχισε  περίπου συγχρόνως με την ανάδυση της οικονομίας της αγοράς, δυο με τρεις αιώνες πριν. Στη Βρετανία, ειδικότερα, η διαδικασία αυτή άρχισε τρεις αιώνες πριν όταν άρχισαν να μανδρώνουν τις αγελάδες και να τις παχαίνουν τεχνητά. Όμως, η μεγάλη «έκρηξη» της εντατικοποίησης γίνεται μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο όταν εγκαθιδρύεται παντού η οικονομία ανάπτυξης. Οι αγρότες ωθούνται από τους νόμους της αγοράς (αλλά και από τη κρατική πολιτικής) να βελτιώσουν τη παραγωγικότητα και να επεκτείνουν τη παραγωγή με το φθηνότερο δυνατό τρόπο. Παράλληλα, οι χημικές βιομηχανίες προσφέρουν εντομοκτόνα, λιπάσματα τo σπόρο κ.λπ. που αυξάνουν μεν τη παραγωγή αλλά συγχρόνως αυξάνουν το κόστος παραγωγής. Η μόνη επιλογή που είχαν οι αγρότες στον φαύλο κύκλο της εξάρτησης από την αγορά ήταν να εντατικοποιούν όλο και περισσότερο τη παραγωγή τους για να επεκτείνουν (ή έστω να διατηρούν) το πραγματικό εισόδημα τους. Στη Βρετανία για παράδειγμα ένας κτηνοτρόφος μπορούσε να έχει ένα ανεκτό εισόδημα με 15 αγελάδες στη δεκαετία του 1950. Για να έχει το ίδιο πραγματικό εισόδημα τη δεκαετία του 1980 χρειαζόταν 75 αγελάδες. Ακόμη, η εντατικοποίηση της αγροτικής παραγωγής σήμαινε περισσότερη συγκέντρωση. Στις ΗΠΑ, το μέσο μέγεθος του αγροκτήματος στη δεκαετία του 1940 ήταν 175 εκτάρια ενώ τη προηγούμενη δεκαετία είχε φθάσει τα 429[4]. Συγχρόνως, η διαταραχή που επιφέρει στα αγροσυστήματα η χρήση χημικών ολοκληρώνει τον φαύλο κύκλο καθώς οι αγρότες αρχίζουν να υφίστανται μειωμένες αποδόσεις από τα χημικά και το έδαφος και υποχρεώνονται σε ακόμη μεγαλύτερη εντατικοποίηση της παραγωγής.

Στο πλαίσιο αυτό αρχίζουν να δημιουργούνται μεγάλες αγρο-βιομηχανίες που έχουν την οικονομική άνεση να χρησιμοποιούν τη σύγχρονη τεχνολογία. Το μεγάλο ψάρι αρχίζει να τρώει το μικρό και οι αγρο-βιομηχανίες διώχνουν τους αγρότες από τη παραγωγή. Έτσι, η συνέπεια της «Πράσινης επανάστασης» είναι η συνεχής εντατικοποίηση της αγροτικής παραγωγής, η αυξανομένη συγκέντρωση οικονομικής δύναμης στις αγρο-βιομηχανίες καθώς και η εξαφάνιση του αγροτικού πληθυσμού. Πέρα επομένως από το σημαντικό οικολογικό κόστος της εντατικοποίησης της αγροτικής παραγωγής υπάρχει και το τεράστιο ανθρώπινο κόστος από τα εκατομμύρια των ξεριζωμένων αγροτών που συρρέουν στα τερατώδη αστικά κέντρα και επανδρώνουν τους στρατούς των ανέργων. Η διαδικασία μάλιστα αυτή θα ενταθεί ακόμη περισσότερο στα προσεχή χρόνια όταν, με τη νέα συμφωνία της GATT, οι φθηνές εισαγωγές αγροτικών προϊόντων από τις αγρο-βιομηχανίες θα εκτοπίσουν και τους εναπομείναντες μικρούς αγρότες.

Το αντεπιχείρημα για όλη αυτή την "Πρόοδο" είναι ότι στη διαδικασία ωφελείται ο καταναλωτής ο οποίος πράγματι "απολαμβάνει" φθηνότερα τρόφιμα από ότι πριν ακόμη και μια δυο γενιές. Όμως, το τίμημα δεν είναι μόνο οι «τρελές αγελάδες». Σήμερα έχει πια επιβεβαιωθεί ο σύνδεσμος μεταξύ λιπαρών τροφών και ασθενειών όπως ο καρκίνος του στήθους, του προστάτη και του παχέος εντέρου, αρρώστιες που ήταν άγνωστες σε προηγουμένους πολιτισμούς.[5] Η λιπαρά τροφή, που είναι άμεσα συνδεδεμένη με την εντατικοποίηση της παραγωγής, θεωρείται σήμερα ο μεγαλύτερος «δολοφόνος» στη Δύση. Τα κοτόπουλα για παράδειγμα, που τώρα και στην Ελλάδα παράγονται σε συνθήκες εργοστασιακές και τροφοδοτούν τα σουπερμάρκετ, έχουν φυσική ζωή 7 ετών. Στα εργοστάσια όμως παραγωγής η ζωή τους συντομεύεται αναγκαστικά σε 6 βδομάδες όπου τρέφονται με επεξεργασμένη άκρως λιπαρά ζωοτροφή, αντιβιοτικά και ορμόνες που επιταχύνουν τη παχυντική διαδικασία.[6]  Το αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής είναι φθηνά μεν αλλά άνοστα κοτόπουλα και αυξημένος κίνδυνος για την υγεία μας. Το ίδιο συμβαίνει με τα αρνιά, που η φυσιολογική ζωή τους των 12 ετών περικόπτεται στους 3 μήνες τα οποία επίσης τρέφονται με σεξουαλικές ορμόνες για να συγχρονίζονται οι γεννήσεις, τους χοίρους κ.λπ.

Συμπερασματικά, η αιτία της σημερινής κρίσης δεν είναι, όπως αμελώς παρουσιάζεται από τα ΜΜΕ, η «ανευθυνότητα» των κτηνοτρόφων ή ακόμη η «απανθρωπιά» του νεοφιλελευθερισμού. Τόσο οι αγρότες, όσο και τα σουπερμάρκετ, ακόμη και οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις, λειτουργούν με βάση τους κανόνες ενός συστήματος: του συστήματος της οικονομίας της αγοράς το οποίο έχει τη δική του λογική και δυναμική που κανένας δεν μπορεί να παραβαίνει ατιμωρητί. Είναι δε ακριβώς η δυναμική αυτή της οικονομίας της αγοράς που οδήγησε στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, τον άκρατο ανταγωνισμό και την ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων πάνω στην αγορά. Τα φληναφήματα επομένως των σοσιαλφιλελεύθερων για την δυνατότητα ελέγχου της αγοράς είναι όχι μόνο ανιστόρητα αλλά και ουτοπικά, όπως αποδείχνει, άλλωστε, η σημερινή κατάρρευση και των τελευταίων «κοινωνικών αγορών» στη Γερμάνια και τις Σκανδιναβικές χώρες.  

 

 


 

[1] The Observer (24/3/96).

[2] The Guardian, (26/3/96).

[3] «Ε», (24/3/96).

[4] Tracey Clunies-Ross, Nicholas Hildyard, “The politics of industrial agriculture, The Ecologist, Μάρτιος-Απρόλης 1992

[5] Diane Taylor, Simon Hattenstone, The Guardian (20/1/95).

[6] Στο ίδιο.