Ελευθεροτυπία (2 Μαρτίου 1996)


Στρατός και πόλεμοι ευδοκιμούν στη Νέα Τάξη

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Η πρόσφατη κρίση στο Αιγαίο επανέφερε στην ελληνική επικαιρότητα το θέμα του πολέμου και του ρόλου του σύχρονου στρατού. Ο πόλεμος σαν μέσο επίλυσης των διαφορών μεταξύ κρατών-εθνών, στη συγκεκριμένη περίπτωση μεταξύ της χώρας μας και της Τουρκίας, θεωρείται σήμερα από πολλούς όχι απλώς πιθανός αλλά και σχεδόν αναπόφευκτος σε κάποιο μελλοντικό στάδιο. Και αυτό, παρά το γεγονός της πλήρους ένταξης της χώρας μας όχι μόνο στην διεθνή οικονομία της αγοράς αλλά και στην Ευρωπακή Ένωση, που για πολλούς οπαδούς της έχει ακριβώς για κύριο στόχο την αποτροπή πολέμου στην Ευρώπη! Στη πραγματικότητα, βεβαίως, παρά τη σχετική μυθολογία, η ΕΟΚ/ΕΕ ούτε έπαιξε ποτέ κανένα ρόλο στην αποτροπή πολέμων στην Ευρώπη (αντίθετα συνέβαλε στο φούντωμα του πολέμου στη τ. Γιουγκοσλαβία) ούτε βέβαια θ’ αποτρέψει μια σύγκρουση με τη Τουρκία.

Σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ άλλοτε στο παρελθόν, η ίδια η προσφυγή στον πόλεμο σαν μέσο επίλυσης των διαφορών μεταξύ κρατών-εθνών συναρτάται άμεσα με το επίπεδο κοινωνικής, οικονομικής και τεχνολογικής ανάπτυξης τους, δηλαδή, με τον χαρακτήρα τους σαν αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη ή, αντίθετα, σαν εξαρτημένες χώρες στη περιφέρεια ή την ημι-περιφέρεια της Νέας Τάξης που ορίζει η διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς.

Έτσι, όσον αφορά τα κυρίαρχα κράτη, οι πόλεμοι μεταξύ τους σήμερα αποκλείονται. Ενώ όμως στην διάρκεια του ψυχρού πολέμου οι λόγοι που απέκλειαν τους πολέμους αυτούς ήταν καθαρά στρατιωτικοί, η πυρηνική ισορροπία του τρόμου, σήμερα οι λόγοι είναι βασικά κοινωνικο-οικονομικοί. Όπως υποστηρίζουν οι θεωρητικοί της «παγκοσμιοποίησης» της οικονομίας, η απώλεια της οικονομικής κυριαρχίας του σύγχρονου κράτους-έθνους, του οποίου η οικονομική πολιτική είναι δέσμια των αγορών κεφαλαίου και των πολυεθνικών, προμηνύει το τέλος του ίδιου του κράτους-έθνους.[1] Για τους υποστηρικτές της θεωρίας αυτής τα κράτη-έθνη έχουν γίνει σήμερα οι δημοτικές αρχές του παγκόσμιου συστήματος και η δουλειά τους βασικά είναι να παρέχουν, με το φθηνότερο δυνατό κόστος, την υποδομή και τα «δημόσια αγαθά» που απαιτεί η αποτελεσματική λειτουργία των επιχειρήσεων.[2] Έτσι, σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, η παγκοσμιοποίηση πραγματοποιεί τα όνειρα των φιλελευθέρων του 19ου αιώνα για τη δημιουργία ενός «ειρηνικού» κόσμου όπου η πολιτική εξουσία δεν έχει άλλο ρόλο παρά να προστατεύει τη παγκόσμια οικονομία της αγοράς. Πράγματι, μολονότι θα μπορούσε κανένας να εγείρει μερικές σοβαρές αντιρρήσεις στη θεωρία της παγκοσμιοποίησης, είναι γεγονός ότι, ιστορικά, η ένταση της διεθνοποίησης της οικονομίας συνοδεύεται από την ειρήνη. Η πρώτη, για παράδειγμα, απόπειρα για τη δημιουργία μιας φιλελεύθερης διεθνοποιημένης οικονομίας τον προηγούμενο αιώνα οδήγησε σε ένα «ανήκουστο φαινόμενο στην Ιστορία του δυτικού πολιτισμού, δηλαδή μια εκατονταετή ειρήνη (1815-1914).»[3] Και βέβαια υπάρχουν ακόμη στενότεροι οικονομικοί λόγοι που αποκλείουν σήμερα πολέμους μεταξύ αναπτυγμένων καπιταλιστικών κρατών. Οποιαδήποτε, για παράδειγμα, απόπειρα από ένα αναπτυγμένο καπιταλιστικό κράτος να χρησιμοποιήσει στρατιωτική βία για την επίτευξη των οικονομικών στόχων του είναι σήμερα αδιανόητη εφόσον θα υποστεί την άμεση κύρωση των διεθνών αγορών κεφαλαίου, με πρώτη συνέπεια την κατάρρευση του νομίσματος του.

Όμως, εάν οι πόλεμοι μεταξύ κυρίαρχων καπιταλιστικών κρατών στη Νέα Τάξη αποκλείονται σχεδόν εξ ορισμού, οι πόλεμοι μεταξύ εξαρτημένων κρατών, όπου οι κυρίαρχες δυνάμεις πολύ συχνά διεξάγουν πολέμους «δι αντιπροσώπου,» ή ακόμη και οι πόλεμοι των ίδιων των κυρίαρχων κρατών με τα εξαρτημένα κράτη, κάθε άλλο παρά αποκλείονται. Αντίθετα, η διόγκωση της παγκόσμιας ανισότητας που επιφέρει η επιταχυνόμενη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς επιβάλλει την ισχυροποίηση των κρατικών στρατιωτικών μηχανών για την αποτελεσματική διεξαγωγή τόσο εξωτερικών όσο και εσωτερικών πολέμων. Και αυτό αποτελεί βασική αντίρρηση στη θεωρία παγκοσμιοποίησης, η οποία βλέπει το τέλος του κράτους-έθνους σε όλα τα επίπεδα και όχι μόνο στο οικονομικό. Οι πόλεμοι ιδιαίτερα μεταξύ επικυρίαρχων και εξαρτημένων δυνάμεων προυποθέτουν για την επιτυχή για τους κυρίαρχους έκβαση όχι μόνο τη τεχνολογική υπεροπλία τους, όπως έδειξε το παράδειγμα του «θριάμβου» στον Κόλπο, αλλά και την ικανότητα αντιμετώπισης της εθνικής αλληλεγγύης του αντιπάλου, όπως απέδειξε το «φιάσκο» του Βιετναμ. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν πολλοί από τους στρατιώτες της αναπτυγμένης χώρας υποψιάζονται ότι πολεμούν ουσιαστικά για τα συμφέροντα μιας ελίτ και έχουν ελάχιστα να ωφεληθούν από την έκβαση του πολέμου, ενώ αντίθετα οι στρατιώτες της υπανάπτυκτης χώρας πιστεύουν ότι πολεμούν για κάποια ιδανικά.

Η σύγχρονη όμως πολεμική τεχνολογία δεν έχει πια ανάγκη του μαζικού «στρατού των πολιτών» που αποτελούσε τη βάση δύναμης του κράτους-έθνους, αλλά και τη πηγή αδυναμίας της ελίτ που το εξουσίαζε, εφόσον προυπέθετε την «εθνική ομοψυχία». Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι σήμερα η μια καπιταλιστική χώρα μετά την άλλη δημιουργεί στρατό επαγγελματιών στρατιωτών, με τελευταίο παράδειγμα τη Γαλλία, που ακολούθησε την Ολλανδία και το Βέλγιο και την «πρώτη διδάξασα» Βρετανία. Είναι φανερό ότι η αιτία της δημιουργίας επαγγελματικών στρατών δεν έχει σχέση με τις ανάγκες περικοπής των στρατιωτικών δαπανών. Στη πραγματικότητα, οι επαγγελματικοί στρατοί είναι ακριβότεροι από τους στρατούς κληρωτών εφόσον ένας επαγγελματίας στρατιώτης στοιχίζει διπλά από ο,τι ένας κληρωτός.[4] Η θεμελιακή αιτία της αλλαγής ανάγεται στον ρόλο που ανατίθεται από τη Νέα Τάξη στις ένοπλες δυνάμεις των κυρίαρχων κρατών, που δεν έχει βέβαια σχέση με τη «προστασία της πατρίδας» από ανύπαρκτους εχθρούς, αλλά με την επιβολή της τάξης στην περιφέρεια και ημι-περιφέρεια. Μολονότι ο στρατός των κληρωτών δεν ήταν βέβαια ποτέ λαϊκός στρατός, εφόσον πάντοτε ελεγχόταν από επαγγελματίες αξιωματικούς που ήταν υπόλογοι στην εκάστοτε ελίτ, δεν έπαυε να αναπαραγάγει κάποια σύνδεση κοινωνίας και κράτους, λόγω της σύνθεσης και του μαζικού χαρακτήρα του. Γι’ αυτό και βασικός στόχος κάθε στρατιωτικής εκπαίδευσης ήταν ανέκαθεν το σπάσιμο της ατομικότητας του πολίτη, του δικού του τρόπου σκέψης και η σφυρηλάτηση της τυφλής υπακοής. Σήμερα, γίνεται άλλο ένα βήμα στην αποκοπή των δεσμών κράτους και κοινωνίας με τη δημιουργία ενός στρατού επαγγελματιών κουμπουροφόρων, ο οποίος είναι πολύ πιο πειθήνιος στα κελεύσματα της ελίτ που ελέγχει τη κρατική εξουσία, ακριβώς λόγω της πλήρους αποκοπής του από τα κοινωνικά ρεύματα. Όπως σημείωνε πρόσφατα έγκυρος Άγγλος παρατηρητής «είναι αμφίβολο ότι τα Αγγλικά στρατεύματα θα ήταν ακόμη στην Ιρλανδία αν αποτελούντο από κληρωτούς.»[5] Δεν θα πρέπει άλλωστε να λησμονείται ότι συνήθως οι επαγγελματίες στρατιώτες στρατολογούνται από τα πιο φτωχά και κοινωνικά αδύναμα στρώματα που έχουν τη μικρότερη δύναμη άσκησης πίεσης πάνω στις ελίτ στη περίπτωση που ο πόλεμος οδηγούσε σε σημαντικές απώλειες.

Όσον αφορά τους πολέμους μεταξύ εξαρτημένων κρατών η Νέα Τάξη όχι μόνο δεν τους αποκλείει αλλά και ευνοεί την δημιουργία καταστάσεων έντασης («μη πολέμου») μεταξύ τους που είναι όχι μόνο οικονομικά προσοδοφόρες στις πολεμικές βιομηχανίες τους αλλά και τους επιτρέπουν να παίζουν τον ρόλο επιδιαιτητού. Ιδιαίτερα, μάλιστα, όταν η τεχνολογική και οικονομική εξάρτηση επιτρέπει στις κυρίαρχες δυνάμεις ν’ ανάβουν κατά το δοκούν το πράσινο φως για την έναρξη ή το κόκκινο φως για τη μη συνέχιση των πολέμων αυτών.

Συμπερασματικά, ίσως να μην απέχει πολύ από τη πραγματικότητα η πρόβλεψη πολύ πρόσφατης μελέτης ότι τα εξαρτημένα κράτη που θα προσφεύγουν στον πόλεμο μεταξύ τους στο μέλλον θα είναι «οικονομικά καθυστερημένες κοινωνίες και πολιτικές δυνάμεις που καθοδηγούνται από ανορθολογικούς στόχους όπως η εθνική ομοιογένεια ή η θρησκεία.»[6] ...

 


 

[1] Jean-Marie Guhenno, The End of the Νation State (Univ. of Minnesota, 1995).

[2] K. Ohmae, “The rise of the region state,” Foreign Affairs (Ανοιξη 1993).

[3] Karl Polanyi, The Great Transformation (Beacon, 1944), σελ. 5.

[4] Adrian Hamilton, The Observer (25/02/1996).

[5] Στο ίδιο.

[6] Paul Hirst & Grahame Thompson, Globalization in Question (Polity Press, 1996).