Ελευθεροτυπία (7 Δεκεμβρίου 1996)


Ιδού η νέα «Mεγάλη» Iδέα

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Τον τελευταίο καιρό η οικονομική και πολιτική ελίτ προήγαγε την ένταξη μας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) από «μονόδρομο», σε «Μεγάλη» ιδέα. Ο στόχος είναι προφανής. Μόνο η πλύση εγκεφάλου που επιχειρείται σήμερα από τις ελίτ σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση κρίνεται ότι θα μπορούσε να αποτρέψει ακόμη μεγαλύτερη κοινωνική έκρηξη από αυτή που ήδη σημειώνεται τόσο εδώ όσο και στις άλλες χώρες της ΕΕ εναντίον των πολιτικών λιτότητας, της δημοσιονομικής πειθαρχίας κ.λπ. με στόχο την επίτευξη των κριτηρίων σύγκλισης. Έτσι, ο πρωθυπουργός του σοσιαλφιλελεύθερου «εκσυγχρονισμού» δεν διστάζει να δηλώνει ότι αν χάσουμε το τρένο της ΟΝΕ «οι αρνητικές επιπτώσεις θα είναι ανυπολόγιστες. Θα είναι δυσμενείς σε όλους του τομείς: στη διεθνή θέση της χώρας, στην άμυνα, στην οικονομία, στα εισοδήματα, στην ανάπτυξη, στην κοινωνική πολιτική»[1]. Αντίστοιχα, ο εκπρόσωπος του οικονομικού κατεστημένου στη κυβέρνηση δηλώνει ότι αν η Ελλάδα δεν συμμετάσχει ούτε στη δεύτερη φάση της ΟΝΕ θα συνδέσει την τύχη της με τις, σχεδόν περιφρονητικά αναφερόμενες, χώρες της διεύρυνσης (Τσεχία, Σλοβακία κ.λπ.) με κίνδυνο να χάσει όσα κατέκτησε τα τελευταία 15 χρόνια[2]. Όμως τι «κατέκτησε» η Ελλάδα τα τελευταία 15 χρόνια με την ένταξη της στην ΕΕ; Και γιατί ο «τσάρος» της οικονομίας αποκρύβει το γεγονός ότι οι χώρες, όπου η απόφαση για την ένταξη θα ληφθεί με βάση δημοψηφίσματα, είναι πολύ πιθανό ―σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις― να μείνουν εκτός ΟΝΕ (π.χ. Βρετανία, Δανία) ή ότι χώρες κάθε άλλο παρά περιφρονητέες προτιμούν να παραμένουν όχι μόνο εκτός ΟΝΕ αλλά και εκτός ΕΕ (Νορβηγία, Ελβετία);

Σύμφωνα με τη θεωρία πίσω από το κοινό νόμισμα, η περικοπή των δημοσιών δαπανών και συνακόλουθα των ελλειμμάτων θα οδηγήσει σε χαμηλότερο πληθωρισμό, μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα, επέκταση των εξαγωγών αλλά  και φθηνότερο χρήμα (δηλαδή χαμηλότερα επιτόκια) με αποτέλεσμα την δραστική ανάπτυξη των επενδύσεων. Η ένωση κατόπιν όλων των νομισμάτων σε κοινό νόμισμα και η ανάθεση του ελέγχου της νομισματικής πολιτικής στη κοινή Ευρωπαϊκή τράπεζα θα οδηγήσει σε χαμηλότερο κόστος ανταλλαγών, σταθερότητα στις συναλλαγματικές ισοτιμίες και περιορισμό της κερδοσκοπίας, καθώς και μεγαλύτερη ανάπτυξη που (θεωρητικά) θα οδηγήσει σε μικρότερη ανεργία. Για την Ελλάδα, ένα υποτιθέμενο επιπρόσθετο πλεονέκτημα της εισδοχής μας στην ΟΝΕ είναι ότι εφόσον η δραχμή συγκαταλέγεται στα μικρά και αδύναμα νομίσματα  η αντικατάσταση της από το ισχυρό Ευρώ θα κάνει ευκολότερη την εισροή κεφαλαίου. Αλλά το επιχείρημα αυτό ισχύει μόνο όσον αφορά το επενδυτικό κεφάλαιο ενώ είναι βέβαιο ότι η ΟΝΕ θα συρρικνώσει ριζικά το βραχυπρόθεσμο και δανειστικό κεφάλαιο ―αυτό που κυρίως στρέφεται προς τη χώρα μας. Έτσι, τα υψηλότερα επιτόκια, που λειτουργούν σήμερα σαν μαγνήτης για την προσέλκυση βραχυπρόθεσμου κεφαλαίου, θα εξαλειφθούν μετά την εξίσωση επιτοκίων που θα επιφέρει η ΟΝΕ, ενώ όσον αφορά το δανειστικό κεφάλαιο θα υπάρχουν σκληροί περιορισμοί, (συνοδευόμενοι με τσουχτερά πρόστιμα!) από το «Σύμφωνο σταθερότητας» που θα επικυρωθεί την επόμενη εβδομάδα στο Δουβλίνο. Στο πολιτικό επίπεδο, η ΟΝΕ υποτίθεται ότι θα οδηγήσει σε κτύπημα κατά του εθνικισμού, του ρατσισμού κ.λπ. Εντούτοις, αυτό προϋποθέτει ότι τα λαϊκά στρώματα σε ολόκληρη την ΕΕ θα δουν το επίπεδο τους να βελτιώνεται, ότι οι τεράστιες περιφερειακές ανισότητες θα μειωθούν ριζικά και ότι η πελώρια ανεργία και υποαπασχόληση θα συρρικνωθεί. Αντίθετα, εάν οι ανισότητες, η ανεργία και η φτώχεια διογκωθούν τότε τα φασιστικά και ρατσιστικά κινήματα θα τονωθούν ακόμη περισσότερο, όπως δείχνει το Αυστριακό παράδειγμα όπου ένα ακροδεξιό κόμμα βρίσκεται στα πρόθυρα της εξουσίας.

Όπως είναι φανερό, η όλη λογική του συστήματος βασίζεται στον στόχο της δραστικής βελτίωσης των συνθηκών ανταγωνισμού μέσα στην ΕΕ, για ν’ αντιμετωπισθούν αποτελεσματικότερα τα περισσότερο ανταγωνιστικά μπλοκ της Άπω Ανατολής και της NAFTΑ. Και για μεν τις χώρες που μετά την ένταξη τους στην ΕΟΚ έχουν επιδείξει ρυθμούς αύξησης των «καθαρών» εξαγωγών (εξαγωγές μείον εισαγωγές) πολύ υψηλούς, διότι διαθέτουν την κατάλληλη παραγωγική δομή, ο στόχος είναι βάσιμος. Όχι όμως και για την Ελλάδα που σε όλη την δεκαπενταετία μετά την ένταξη παρουσίαζε όχι μόνο αρνητικούς ρυθμούς  αύξησης των καθαρών εξαγωγών αλλά και χειροτέρευση των ρυθμών αυτών (από  -0,7% την περίοδο 1980-90 σε  -0,9% την περίοδο 1990-94[3]) ενώ αντίθετα, τη δεκαπενταετία πριν την πλήρη ένταξη (1965-80) ο ρυθμός αύξησης των καθαρών εξαγωγών μας ήταν όχι μόνο θετικός αλλά και σημαντικός (+6,8%).[4]

Μήπως όμως η ΟΝΕ θα μειώσει την πελώρια ανεργία, στην οποία καταδικάζονται πάνω από 18 εκ. πολιτών της, και τη διογκούμενη υποαπασχόληση στην οποία εξαναγκάζονται το μεγαλύτερο μέρος από τα 24 εκ. με μερική απασχόληση σήμερα[5]; Ούτε γι’ αυτό υπάρχει καμιά θετική ένδειξη. Αντίθετα, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΟΗΕ τα επίπεδα ανεργίας στην Ευρώπη θα διογκωθούν μετά την εισαγωγή του νέου νομίσματος το 1999 και το ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ θα πέσει στο μηδέν καθώς οι κυβερνήσεις, στον αέναο αγώνα για την επίτευξη των κριτηρίων σύγκλισης, θα επιδίδονται σε ολοένα και πιο περιοριστικές πολιτικές. Έτσι, η ανεργία σύμφωνα με την μελέτη αυτή προβλέπεται ν’ ανεβεί στην ΕΕ στο 15% (από 11% το 1995/96) προσθέτοντας περίπου άλλα 6,5 εκ. στην στρατιά των ανέργων και ένα άγνωστο αριθμό υποαπασχολούμενων[6]. Ο κίνδυνος δηλαδή που αντιμετωπίζουμε με την εισδοχή μας στην ΟΝΕ είναι ότι οι αποπληθωριστικές πολιτικές που θα εφαρμόζει η νέα Ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα στο πρότυπο της Μπούντεσμπανκ θ’ αυξήσουν την ανεργία και ότι εάν τα έξοδα παραγωγής μας δεν ευθυγραμμίζονται με αυτά των άλλων μελών η Ελλάδα θα γίνει ακόμη περισσότερο από ο,τι σήμερα μια περιθωριακή περιοχή της ΕΕ.

Αλλά μήπως η ΟΝΕ θα μας φέρει πλησιέστερα στις πλούσιες χώρες της ΕΕ από άποψη μισθών και εισοδημάτων; Και εδώ οι ενδείξεις είναι κάθε άλλο παρά θετικές. Γενικά, το ελεύθερο εμπόριο μπορεί μεν να τριπλασίασε τα παγκόσμια κατά κεφαλή εισοδήματα τα τελευταία 50 χρόνια αλλά, συγχρόνως, οι εισοδηματικές ανισότητες διπλασιάστηκαν. Όσον αφορά την ΕΕ ειδικότερα, η ένταξη του μεσογειακού Νότου δεν μείωσε τις τεράστιες περιφερειακές ανισότητες, ούτε τις ανισότητες μισθών. Χαρακτηριστικά, το κατά κεφαλή εισόδημα (με όρους αγοραστικής δύναμης) μιας φτωχής περιοχής στην Ελλάδα η τη Πορτογαλία ήταν  το 1985 το 25% περίπου αυτού μια πλούσιας περιοχής στον Βορρά (περιοχή Αμβούργου). Το 1992 το άνοιγμα όχι μόνο δεν είχε μειωθεί αλλά αντίθετα είχε και ελαφρώς διογκωθεί[7]. Όσον αφορά τον μύθο ότι η ένταξη στην ΕΕ γενικά και την ΟΝΕ ειδικότερα επιφέρει ισότητα μισθών, η μέχρι τουδε εμπειρία είναι  ενδεικτική. Τα ημερομίσθια (με όρους αγοραστικής δύναμης) στις πλουσιότερες χώρες μέσα στην ΕΟΚ ήταν το 1978 υπερδιπλάσια αυτών στην Ελλάδα. Το 1993, 12 χρόνια  μετά την ένταξη, τα ημερομίσθια στις πλούσιες χώρες ήταν ακόμη υπερδιπλάσια των ελληνικών![8] Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι ακόμη και μελέτη του Ευρωκοινοβουλίου σημειώνει ότι η ΟΝΕ δεν θα επηρεάσει την κατανομή του εισοδήματος μεταξύ περιφερειών και νοικοκυριών, ακόμη και μετά τη λήψη μέτρων για την κοινωνική συνοχή και τη βελτίωση της θέσης των λιγότερο ευνοούμενων περιοχών.[9]

Τέλος, όσον αφορά τον ισχυρισμό του σοσιαλφιλελεύθερου πρωθυπουργού ότι στην ΟΝΕ η Ελλάδα θα έχει μια θέση ισοτιμίας, μόνο ως ανέκδοτο μπορεί να εκληφθεί. Όπως είναι γνωστό και τονίζει, για παράδειγμα, ακόμη και ο διευθυντής του Ομπσερβερ, «η ΟΝΕ δεν θα είναι μια Ευρώπη ισότιμων χωρών. Η νομισματική ένωση αρνείται αυτή την ισοτιμία και ενθρονίζει τη Γερμάνια και τις Γερμανικές προτεραιότητες ως Ευρωπαϊκά οικονομικά και πολιτικά απόλυτα»[10]. Όμως, οι  σοσιαλφιλελεύθεροι και οι «προοδευτικοί» διανοούμενοι, δημοσιογράφοι κ.λπ. που, όπως κάποτε θαύμαζαν τον Καραμανλή για την ένταξη μας στην ΕΟΚ τώρα θαυμάζουν τον Σημίτη για την προσπάθεια ένταξης μας στην ΟΝΕ, δεν μπορούν (ή δεν θέλουν) να συλλάβουν ότι για τις οικονομικές ελίτ το κύριο πλεονέκτημα της ΟΝΕ είναι ότι θέτει τη δημοσιονομική και τη νομισματική πολιτική πέρα από κάθε πίεση «από τα κάτω»  (στα χέρια της  Ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας) και ότι τα κριτήρια σύγκλισης που έθεσε η συνθήκη του Μααστριχτ είναι οι νεοφιλελεύθερες νόρμες της σταθερότητας τιμών και δημοσιονομικής ορθοδοξίας και όχι ο στόχος της πλήρους απασχόλησης στον οποίο ήταν δεσμευμένοι στο παρελθόν τόσο οι σοσιαλδημοκράτες όσο και οι χριστιανοδημοκράτες[11].


 

[1] “Ε” (19/11/1996).

[2] βλ. δηλώσεις Παπαντωνίου, στο ίδιο.

[3] Στοιχεία υπολογισθέντα με βάση το World Development Report 1996, (πιν. 15).

[4] Στοιχεία υπολογισθέντα με βάση το World Development Report 1988, (πιν. 11).

[5] Στοιχεία υπολογισθέντα με βάση τους πίνακες απασχόλησης του OECD in fiigures, 1995.

[6] UNCTAD, Trade and Development Report 1996.

[7] Eurostat, Basic Statistics of the Community, 1989 & 1995, πιν. 2.15.

[8] Στο ίδιο, πιν. 3.40

[9] Οικονομικός (28/11/1996).

[10] Will Hutton, The Guardian (15/11/1995).

[11] Βλ. και John Gray, The Guardian (19/2/1996).