Ελευθεροτυπία (23 Νοεμβρίου 1996)


Ανεργία και οι περιβαλλοντιστές της αγοράς

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Ένας νέος μύθος που καλλιεργείται από τους «ρεαλιστές» οικολόγους και τελευταία υιοθετήθηκε και από ακτιβιστικές οργανώσεις σαν την Greenpeace[1] είναι ότι δήθεν δεν υπάρχει σύγκρουση μεταξύ απασχόλησης και περιβάλλοντος στην οικονομία της αγοράς. Ότι δηλαδή μια κατάλληλη φορολογική μεταρρύθμιση μπορεί να έχει ευεργετικά αποτελέσματα τόσο στην απασχόληση όσο και στο περιβάλλον και ότι επομένως ο ισχυρισμός της ριζοσπαστικής οικολογικής αριστεράς ότι η οικονομία της αγοράς θέτει καθημερινά διλήμματα μεταξύ απασχόλησης ή προστασίας του περιβάλλοντος είναι αβασιμος. Φυσικά, τα επιχειρήματα των «ρεαλιστών» πράσινων μόνο στη θεωρία μπορεί ν’ αντικρουσθούν γιατί στη πράξη οι εργαζόμενοι ξέρουν πολύ καλά ότι η επιβίωση τους στην οικονομία της αγοράς δεν τους επιτρέπει την πολυτέλεια να έχουν οικολογικές ευαισθησίες, όντας υποχρεωμένοι να δέχονται κάθε είδους απασχόληση που τους προσφέρουν αυτοί που ελέγχουν την οικονομική δραστηριότητα. Γι’ αυτό και οι συχνές συγκρούσεις μεταξύ εργαζόμενων και οικολόγων στο εξωτερικό αλλά τελευταία και στην Ελλάδα. Στη πραγματικότητα, όχι μόνο οι εργαζόμενοι αλλά και οι πιο «φωτισμένες» κυβερνήσεις γνωρίζουν πολύ καλά τη σύγκρουση απασχόλησης και περιβάλλοντος και την εκμεταλλεύονται ανάλογα. Πολύ πρόσφατο είναι άλλωστε το παράδειγμα όπου η Βρετανική κυβέρνηση ανέθεσε σε ιδιωτικές επιχειρήσεις να στρατολογήσουν άνεργους από την «υπο-τάξη», που τους προσλάμβαναν ως ιδιωτικούς φρουρούς ασφαλείας, για να... δέρνουν τους οικολόγους ακτιβιστές που διαμαρτυρόντουσαν εναντίον της κατασκευής ενός αυτοκινητόδρομου που θα επέφερε σημαντική καταστροφή σε ένα ιστορικό δάσος[2]. Έτσι, με ένα σμπάρο η συντηρητική κυβέρνηση πέτυχε δύο τρυγόνια. Να αποκρύψει την κρατική καταστολή που απαιτεί η λειτουργία της οικονομίας της ανάπτυξης και να φέρει σε σύγκρουση τους οικολόγους ακτιβιστές με τα θύματα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς (μάθημα για την «εκσυγχρονιστική» κυβέρνηση που συνεχίζει να στέλνει κομάντος κατά των ακτιβιστών της Greenpeace!)

Ας δούμε όμως συγκεκριμένα το επιχείρημα των «ρεαλιστών» Πρασίνων, το οποίο θεωρητικά βασίζεται στη νεοφιλελεύθερη ανάλυση ότι η βασική αιτία τόσο για την σημερινή ανεργία όσο και για τη περιβαλλοντική καταστροφή είναι το γεγονός ότι οι αγορές δεν είναι πραγματικά ελεύθερες αλλά διαστρεβλώνονται από διάφορες μονοπωλιακές δομές[3]. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι (σχετικές) τιμές γης, εργασίας και κεφαλαίου δεν αντανακλούν το πραγματικό τους οικονομικό, κοινωνικό αλλά και περιβαλλοντικό κόστος. Έτσι, η τιμή των φυσικών πόρων, του περιβάλλοντος γενικότερα, είναι σχετικά χαμηλή (τα «κοινά αγαθά» ούτε καν κοστολογούνται) και δεν αντανακλά το κόστος της εκμετάλλευσης του. Σε αυτό συμβάλλει το γεγονός ότι η ενέργεια υποφορολογείται ενώ η κατανάλωση φυσικών πόρων δεν φορολογείται καθόλου. Αντίστροφα, το κόστος εργασίας είναι υψηλό, λόγω της ύπαρξης «μονοπωλιακών δομών» (πράγμα που αποτελεί ευφημισμό για τη δύναμη της οργανωμένης εργασίας η οποία έχει επιβάλλει στους εργοδότες να πληρώνουν τμήμα της κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων καθώς και προοδευτική φορολογία πάνω στα κέρδη και εισοδήματα τους). Το αποτέλεσμα της διαστρέβλωσης αυτής των τιμών είναι, κατά την άποψη αυτή, η άγρια εκμετάλλευση του περιβάλλοντος και η ανεργία. Και η λύση; Μα είναι απλή υποστηρίζει ο διευθυντής του ελληνικού τμήματος της Greenpeace. Δεν έχουμε παρά να υιοθετήσουμε μια φορολογική μεταρρύθμιση που θα οδηγήσει στην αντιστροφή της υπερφορολόγησης εργασίας και υποφορολόγησης των φυσικών πόρων που «θα έκανε φθηνότερη την απασχόληση και πιο πολύτιμους τους φυσικούς πόρους με αποτέλεσμα την αύξηση των θέσεων εργασίας και τη προστασία του περιβάλλοντος»[4].

Η πρόταση αυτή δεν είναι βέβαια νέα αφού ήδη έχει υιοθετηθεί από όλους τους διεθνείς οργανισμούς που διακρίνονται για... τη ριζοσπαστικότητα των προτάσεων τους: από τον ΟΟΣΑ, μέχρι τη Διεθνή Τράπεζα και τη Λευκή Βίβλο της Κομισιόν[5]. Και όχι ασκόπως. Κάθε πρόταση για την μείωση του κόστους εργασίας είναι απόλυτα συμβατή με τον αγώνα των οικονομικών μπλόκ για την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας τους στην διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Παράλληλα, οι περιβαλλοντικές οργανώσεις ενθαρρύνονται στη προβολή παρόμοιων προτάσεων από «μερικές διορατικές επιχειρήσεις που βρίσκουν ότι ο καλύτερος “κυματοθραύστης” εναντίον ενός ριζοσπαστικού πράσινου κινήματος που θα έθετε θέμα κοινωνικο-οικονομικού συστήματος είναι η δημιουργία και προαγωγή ενός εναλλακτικού μοντέλλου “περιβαλλοντισμου της ελευθερης αγορας”»[6].

Έτσι, οι «ρεαλιστές» οικολόγοι και ακτιβιστές υιοθετούν σήμερα τις προτάσεις για δραστική μείωση αν όχι κατάργηση των φόρων πάνω στην εργασία (δηλ. τις εργοδοτικές εισφορές ασφάλισης, τον προοδευτικό φόρο στα εισοδήματα και κέρδη κ.λπ.) και υποστηρίζουν την αντικατάσταση των σημερινών φόρων και επιδομάτων με συστήματα που φορολογούν την ενέργεια και την νομή της γης[7]. Εκείνο βέβαια που παραλείπουν ν’ αναφέρουν οι φωστήρες του πράσινου «ρεαλισμού» είναι ότι, ακόμη και εαν, στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς,το «πρασινίσμα» του συστήματος φόρων και κοινωνικών επιδομάτων ήταν δυνατό (πράγμα που εγγίζει τα όρια της ...επιστημονικής φαντασίας), συστήματα σαν τα προτεινόμενα οπωσδήποτε οδηγούν σε μεγαλύτερη ανισότητα. Καμμιά μελέτη δεν έχει δείξει πως η κατάργηση της φορολόγησης των εργοδοτικών εισφορών στην ασφάλιση και της φορολόγησης των εισοδημάτων και των κερδών (που σημαίνει τη κατάργηση της προοδευτικότητας του συστήματος), σε συνδυασμό με την παράλληλη εισαγωγή έμμεσων φόρων πάνω στη κατανάλωση ενέργειας, θ’ αντισταθμίζεται με κοινωνικές παροχές, eco-bonuses κ.λπ., ώστε να μην χειροτερεύει η σημερινή παγκόσμια ανισότητα που ήδη έχει φθάσει ύψη ρεκόρ.

Είναι επομένως φανερό ότι φορολογικές μεταρρυθμίσεις σαν τις προτεινόμενες δεν πρόκειται να προστατεύσουν την εργασία αλλά αντίθετα στοχεύουν στην επέκταση της απασχόλησης μέσω της παραπέρα συμπίεσης του άμεσου και έμμεσου εργατικού κόστους, που είναι βέβαια και ο στόχος της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης. Μήπως όμως παρόμοιες φορολογικές μεταρρυθμίσεις μπορούν να προστατεύσουν το περιβάλλον και να άρουν συχρόνως τη «τεχνητή» σύγκρουση με την απασχόληση; Όμως, η θεμελιακή σύγκρουση μεταξύ απασχόλησης και περιβάλλοντος δημιουργείται από την επίδραση των περιβαλλοντικών περιορισμών στην ανταγωνιστικότητα. Το Γραφείο Τεχνολογικών Εκτιμήσεων των ΗΠΑ προειδοποιεί σχετικά ότι με δεδομένο τον σημερινό πιο έντονο διεθνή ανταγωνισμό «οι αυστηρότερες περιβαλλοντικές ρυθμίσεις αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο ότι οι περιβαλλοντικές μεταρρυθμίσεις θα γίνουν μεγαλύτερο ανταγωνιστικό μειονέκτημα στο μέλλον»[8]. Γι’ αυτό άλλωστε και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ήδη έχει προτείνει ν’ απαλλαχθούν οι ενεργοβόρες βιομηχανίες από τον πολυσυζητημένο (μέτριο) φόρο πάνω στην ενέργεια. Όπως μάλιστα τονίζεται σε σχετική έρευνα[9], ο λόγος για τον οποίο τα διάφορα οικονομετρικά μοντέλλα που χρησιμοποιούν οι «ρεαλιστές» Πράσινοι δεν φανερώνουν μια πολύ ισχυρότερη αρνητική στατιστική συσχέτιση μεταξύ περιβαλλοντικών περιορισμών και ανταγωνιστικότητας είναι ότι, κάτω από τη απειλή των πολυεθνικών ότι θα μετακομίσουν σε...πιο ανεκτικά περιβάλλοντα καμμιά κυβέρνηση δεν τολμά ούτε καν να σχεδιάσει αυστηρούς περιβαλλοντικούς περιορισμούς.

Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να υποστηρίξει τη θέση ότι μολονότι ο ακτιβισμός των περιβαλλοντικών οργανώσεων βοηθά στην ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης σε σχέση με επί μέρους προβλήματα, συγχρόνως, δημιουργεί ένα εφησυχασμό ότι η συνεχής χειροτέρευση της οικολογικής κρίσης θα μπορούσε ν’ αντιμετωπισθεί με μπαλωματικές λύσεις μέσα στο θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς. Δηλαδή, χωρίς τη δημιουργία ενός νέου πολιτικού κινήματος που θ’ ανέπτυσσε μεν παρόμοιες αμυντικές δραστηριότητες κατά της καταστροφής του περιβάλλοντος, οι οποίες όμως θα ήταν αυστηρά εντεταγμένες σε ένα περιεκτικό πολιτικό πρόγραμμα ριζοσπαστικής κοινωνικής αλλαγής. Αντίθετα, με την προώθηση του περιβαλλοντισμού της ελεύθερης αγοράς στον οποίο επιδίδονται οι ακτιβιστικές οργανώσεις δικαιώνουν ένα σημαντικό ριζοσπάστη οικολόγο που έγραψε πρόσφατα ότι «με το να γίνει κανένας μέλος παρόμοιων οργανώσεων μπορεί στη πραγματικότητα να εμποδίζει τη μετάβαση σε μια βιώσιμη κοινωνία, εφόσον οι περισσότερες από αυτές ενισχύουν την εντύπωση ότι αυτό που χρειαζόμαστε και μόνο είναι περισσότερη οικονομική βοήθεια, δενδροφύτευση, ανακύκλωση κ.λπ., χωρίς καμμιά ανάγκη για θεμελιακή αλλαγή του τρόπου ζωής ή του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος»[10].


 

[1] Δήμος Τσαντίλης, Περιβάλλον και απασχόληση: προς μια οικολογική φορολογική μεταρρύθμιση (Greenpeace, 1996).

[2] John Vidal, The Guardian, (25 Ιαν.1996).

[3] Βλ. για παράδειγμα, James Robertson, «Θεσμική αναδόμηση και μεταβατική στρατηγική» στο μόλις κυκλοφορήσαν τεύχος αρ. 2 του περιοδικού Δημοκρατία και Φύση, σελ. 27.

[4] Βλ. συνέντευξη Ευθυμιόπουλου στην “Ε” (21/6/1996).

[5] James Robertson, σελ. 18.

[6] Sarah Diamond, “Free market environmentalism,” Z magazine (Δεκ. 1991), σελ. 54.

[7] James Robertson, ό.π.

[8] Office of Τechnology Assessment, Trade and Environment, 1992, σελ. 8.

[9] Βλ.Paul Ekins, «Το μέλλον του παγκόσμιου οργανισμού εμπορίου», Δημοκρατία και Φύση, αρ. 2, σελ. 87-88.

[10] Ted Trainer, The Conserver Society (Zed books, 1995), σελ. 212-13.