(Ελευθεροτυπία, 12 Οκτωβρίου 1996)


Ο μύθος της «κοινωνίας των δυο τρίτων»

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Οι τελευταίες εκλογές έκαναν φανερό ότι η πολιτική διαδικασία  ήδη «εκσυγχρονίζεται» και στη χώρα μας με ταχύτατους ρυθμούς. Δεν αναφέρομαι απλώς στην «αμερικανοποίηση» της εκλογικής διαδικασίας, όπως εκδηλώθηκε με το «ντιμπέητ», τα δισεκατομμύρια που ξοδεύθηκαν (σε περίοδο λιτότητας που σύντομα θα γίνει ακόμη πιο άγρια!) για τα τηλεοπτικά σπότ και γενικότερα για την επανεκλογή των επαγγελματιών πολιτικών ―όπου συνήθως οι πολιτικοί που ξοδεύουν τα περισσότερα συγκεντρώνουν και τους περισσότερους σταυρούς προτίμησης. Αναφέρομαι στην «αμερικανοποίηση» της ίδιας της πολιτικής, η οποία τη στιγμή αυτή αποτελεί καθολικό φαινόμενο σε ολόκληρη σχεδόν τη Δύση. Έτσι, στη θέση της παλιάς αντιπαράθεσης μεταξύ σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων που υποστηρίζουν την επέκταση του κρατικού ρόλου στην οικονομία και συντηρητικών κομμάτων που εγκωμιάζουν τα προτερήματα της οικονομίας της αγοράς και αγωνίζονται για την αναχαίτιση του κρατισμού, οι εκλογές σήμερα έχουν γίνει ένα είδος καλλιστείων μεταξύ των ηγετικών στελεχών κομμάτων που διακρίνονται για την ουσιαστική ανυπαρξία προγραμματικών διαφορών μεταξύ τους αλλά και για τον κοινό τους στόχο: τη διαχείριση και νομή (δηλαδή την κάρπωση των σχετικών ωφελημάτων)  της εξουσίας.

Ποιοι είναι όμως οι αντικειμενικοί παράγοντες οι οποίοι μπορούν να εξηγήσουν την  αμερικανοποίηση της πολιτικής; Όπως έχω επανειλημμένα προσπαθήσει να δείξω από τις στήλες αυτές, ο απώτερος παράγοντας που έκανε αδύνατη τη συνέχιση της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας ήταν το γεγονός ότι από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1970 ο ρυθμός διεθνοποίησης της οικονομίας δεν ήταν πια συμβατός με τον βαθμό κρατισμού που επέβαλλε η δυναμική της σοσιαλδημοκρατίας, με τη συνεχή επέκταση του οικονομικού και κοινωνικού ρόλου του κράτους για την εξασφάλιση στόχων όπως η πλήρης απασχόληση, η βελτίωση της κατανομής εισοδήματος, το κοινωνικό κράτος κ.λπ. Το ερώτημα όμως που ανακύπτει εδώ είναι ποιες διαδικασίες εξασφάλισαν την σημερινή εκλογική πλειοψηφία της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης, δηλαδή της συναινεσης μεταξύ των κομμάτων εξουσίας πάνω σε ένα πολιτικό πρόγραμμα που στοχεύει στην ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων πάνω στην οικονομία της αγοράς;

Για ν’ απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό θα πρέπει ν’ αναφερθούμε στις δραστικές αλλαγές που σημειώνονται τα τελευταία 20 χρόνια στην ταξική δομή και την αντίστοιχη  διάρθρωση του εκλογικού σώματος. Οι αλλαγές αυτές είναι συνέπεια του γεγονότος ότι η διεθνοποίηση της οικονομίας και οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές συνέπεσαν χρονικά με σημαντικές τεχνολογικές μεταβολές που ξεκινούσαν από την επανάσταση στη πληροφορική και σηματοδοτούσαν τη μετάβαση σε μια μετα-βιομηχανική κοινωνία. Για παράδειγμα, στις πιο καπιταλιστικά αναπτυγμένες χώρες (ΗΠΑ, Ιαπωνία, Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία, Ιταλία) η αναλογία του ενεργού πληθυσμού στη μεταποίηση, μειώθηκε κατά το ένα τρίτο περίπου στην εικοσαετία μεταξύ 1972-73 και 1992-93 (από ένα μέσο όρο 31% τη δεκαετία του 1970 σε 20% τη παρούσα δεκαετία)[1]. Ενδεικτικός των σημειωνόμενων μεταβολών είναι ο αποδεκατισμός των εργατικών συνδικάτων. Στις ΗΠΑ, ο αριθμός των μελών των συνδικάτων μειώθηκε τις τελευταίες δύο δεκαετίες από  35 εκ. σε 15 εκ.[2] ενώ στη Βρετανία 15 χρόνια Θατσερισμού επέφεραν τη μείωση των μελών των συνδικάτων από 13,3 εκ. το 1979 σε κάτω από 9 εκ. το 1993[3].

Μια νέα λοιπόν ταξική δομή αναδύεται στη μεταβιομηχανική κοινωνία την οποία συνοπτικά θα μπορούσαμε να περιγράψουμε ως εξής[4]. Στα δύο άκρα της νέας κοινωνικής κλίμακας βρίσκονται η «υπο-τάξη» και η «υπερ-τάξη». Η υπο-τάξη συνίσταται κυρίως από τους άνεργους και εκείνους από τον μη ενεργό πληθυσμό και τους υπο-απασχολούμενους που βρίσκονται κάτω από τη «γραμμή φτωχειας». Στη Βρετανία για παράδειγμα υπολογίστηκε πρόσφατα ότι αυτοί που βρίσκονται σε «απόλυτα μειονεκτική θέση» αποτελούν περίπου το 30% των ενήλικων και εισπράττουν λιγότερο από το 14% του συνολικού εισοδήματος[5]. Απο την αλλη μεριά, η υπερ-τάξη, που αποτελείται κυρίως από τα ανώτερα στρώματα της μεσαίας ταξης και την ίδια την ανώτερη τάξη συνιστά μια πολύ μικρή αναλογία του πληθυσμού και εισπράττει ένα εντελώς δυσανάλογο τμήμα του εισοδήματος. Στις ΗΠΑ για παράδειγμα, το 1% των οικογενειών έλεγχει το 14% περίπου του συνολικού εισοδήματος[6]. Μεταξύ των δύο αυτών άκρων βρίσκονται τα μεσαία στρώματα που αποτελούν περίπου το 70% του πληθυσμού. Στη πραγματικότητα όμως, οι κοινωνικές ομάδες στην κορυφή των μεσαίων στρωμάτων, που δεν ξεπερνούν σύμφωνα με τη Βρετανική μελέτη το 40% του πληθυσμού, απαρτίζουν την «προνομιούχα μειονότητα» και συγχρόνως την «ικανοποιημένη εκλογική πλειονότητα»[7].

Έτσι, το 40% του πληθυσμού αποτελείται από αυτούς που έχουν καλοπληρωμένες και ασφαλείς δουλειές πλήρους απασχόλησης. Στις αναπτυγμένες χώρες αυτό το 40% ελέγχει κατά μέσο όρο τα δύο τρίτα του συνολικού εισοδήματος[8] και με την οικονομική και πολιτική του δύναμη καθορίζει το εκλογικό αποτέλεσμα. Από την άλλη μεριά, οι κοινωνικές ομάδες στη βάση των μεσαίων στρωμάτων, που αποτελούν περίπου το 30% του πληθυσμού, περιλαμβάνουν όλους αυτούς που έχουν κακοπληρωμένες και ανασφαλείς δουλειές μερικής ή ευκαιριακής απασχόλησης, καθώς και τα μέλη της παραδοσιακής εργατικής ταξης σε χειρωνακτικές δουλειές χαμηλής εξειδίκευσης. Η μεταβιομηχανικη επομένως κοινωνία σήμερα δεν είναι καν μια κοινωνία «δύο τρίτων», όπου μόνο το ένα τρίτο του πληθυσμού είναι περιθωριοποιημένο. Στη πραγματικότητα, ειναι μια «κοινωνία του 40%.» Οι κοινωνικές ομάδες που ανήκουν στην προνομιούχα μειονότητα αντιτίθενται βασικά σε κάθε επέκταση του οικονομικού και κοινωνικού ρόλου του κράτους και ελκύονται όλο και περισσότερο από τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία της κάλυψης βασικών αναγκών τους (υγεία, εκπαίδευση, συντάξεις κ.λπ.) από τον ιδιωτικό τομέα. Αν μάλιστα πάρουμε υπόψει τη συνεχή ποιοτική χειροτέρευση των υπηρεσιών αυτών, σαν αποτέλεσμα της δραστικής περικοπής των δημοσίων δαπανών που εισάγει παντού η νεοφιλελεύθερη συναίνεση, τότε είναι εύκολο ν’ αντιληφθούμε τους λόγους για τους οποίους η προνομιούχα μειονότητα του 40% απομακρύνεται συνεχώς από τον δημόσιο τομέα, από τον οποίο αποκομίζει το μικρότερο καθαρό όφελος σε σχέση με την μέσω της φορολογίας συνεισφορά της στη κάλυψη των κοινωνικών δαπανών. Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε και την συνεχώς εντεινόμενη αποξένωση της υπο-τάξης από την εκλογική διαδικασία, που εκδηλώνεται μέσω των υψηλότερων ποσοστών αποχής, τότε μπορούμε ν’ αντιληφθούμε το πως η κοινωνία του 40% έχει δημιουργήσει μια ισχυρή εκλογική βάση που στηρίζει την νεοφιλελεύθερη συναίνεση.

 


 

[1] International Labor Organization (ILO), Yearbook of Labor Statistics (διάφορα χρόνια) και Frank Blackaby (ed) De-Industrialisation (Heinemann, 1979), Πιν 10.2.

[2] Frances Fox Piven, “Is It Global Economics or Neo-Laissez-faire”? New Left Review, No. 213 (Sept-Oct. 1995).

[3] Will Hutton, The State We’re In (Cape, 1995), σελ. 92.

[4] Για περαιτέρω ανάλυση βλ. T. Fotopoulos, Towards an inclusive democracy (Cassell, Λονδίνο και Νέα Υόρκη-κυκλοφορεί τον Δεκέμβριο 1996), κεφ. 1. 

[5] Will Hutton, ό.π., σελ. 106, και A. Goodman and S. Webb, For Richer, For Poorer (Institute of Fiscal Studies, 1994).

[6] John Kenneth Galbraith, The Culture of Contentment (Penguin, 1993), σελ. 14 .

[7] Στο ίδιο, σελ.. 15.

[8] World Bank, World Development Report 1996, Πιν 5.