Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 9 (Μάρτιος 2005)


Η Παγκοσμιοποίηση υπό το πρίσμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας

 

ΘΟΔΩΡΗΣ ΒΕΛΙΣΣΑΡΗΣ

 

Α) Η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς

Τα τελευταία χρόνια, από την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» μέχρι σήμερα, μια ολοένα εντεινόμενη φιλολογία αναπτύσσεται, που πλαισιώνει το σύνολο της κοινωνικής ζωής καθώς και των διάφορων θεωρητικών προβληματισμών, επί του ζητήματος της παγκοσμιοποίησης. Ανάμεσα στον κυκεώνα των απόψεων γι’ αυτό το φαινόμενο, στις οποίες μπορούν να εντοπιστούν από νεοφιλελεύθερες και σοσιαλ-φιλελεύθερες μέχρι ακραία εθνικιστικές και συνωμοσιολογικές, διακρίνεται και μια ριζοσπαστική και ελευθεριακή που έρχεται από έναν συγγραφέα που ανήκει ρητά στη δημοκρατική παράδοση, τον Τάκη Φωτόπουλο (Τ.Φ.).

Το πιο κρίσιμο σημείο όταν προσεγγίζουμε το έργο αυτό είναι να κατανοήσουμε πως η παγκοσμιοποίηση από τη σκοπιά της Περιεκτικής Δημοκρατίας δεν είναι ένα συγκυριακό φαινόμενο, αποτέλεσμα «κακών» πολιτικών επιλογών, συνωμοσιών ή άλλων υποκειμενικών παραγόντων, αλλά αντίθετα η προσέγγισή της είναι «συστημική», που σημαίνει πως γι’ αυτήν η παγκοσμιοποίηση (η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς, όπως θα αποσαφηνίσουμε παρακάτω) είναι η αναπόφευκτη συνέπεια των «αντικειμενικών» τάσεων του συστήματος της οικονομίας της αγοράς. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει πως η παγκοσμιοποίηση αποτελεί μονόδρομο για την κοινωνία. Αποτελεί μονόδρομο μόνο μέσα στο θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς. Αν αντικαταστήσουμε αυτό το πλαίσιο με κάποιο άλλο τότε θα μπορέσουμε να ξεπεράσουμε και τις συνέπειές του, εν προκειμένω την παγκοσμιοποίηση. Ασχέτως με το ποιοι έχουν αναλάβει τη διαχείριση της οικονομίας, η ίδια η «λογική» του συστήματος είναι που οδηγεί στη συνεχή αγοραιοποίηση (η οποία διακόπηκε ιστορικά μόνο από μια προσωρινή περίοδο κρατισμού για ειδικούς λόγους). Στη συνέχεια όλοι αυτοί οι όροι και οι έννοιες θα φωτιστούν και με ιστορικές αναφορές και θα κατανοηθούνε καλύτερα.

Σήμερα ζούμε στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς, ένα σύστημα που θεμελιώθηκε πριν από δύο μόλις αιώνες. Η οικονομία της αγοράς ορίζεται ως το αυτορυθμιζόμενο σύστημα στο οποίο τα βασικά οικονομικά προβλήματα (τι, πώς, και για ποιον παράγεται) επιλύονται «αυτόματα», μέσω του μηχανισμού των τιμών και όχι μέσω συνειδητών κοινωνικών αποφάσεων. Δηλαδή εντός αυτού του συστήματος, είναι η οικονομία που ελέγχει την κοινωνία και όχι η κοινωνία την οικονομία, όπως συνέβαινε σε προ-καπιταλιστικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης. Πιο συγκεκριμένα, αυτό που διαφοροποιεί όλες τις προηγούμενες οικονομίες από την οικονομία της αγοράς είναι το γεγονός ότι, για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, αναδύθηκε ένα αυτορυθμιζόμενο σύστημα αγοράς ―ένα σύστημα στο οποίο αναπτύχθηκαν αγορές ακόμα και για τα μέσα παραγωγής, δηλαδή την εργασία, τη γη και το χρήμα. H οικονομία της αγοράς ως έννοια είναι ευρύτερη από τον καπιταλισμό: η πρώτη αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο κατανέμονται τα αγαθά και οι υπηρεσίες, ενώ ο δεύτερος αναφέρεται στις σχέσεις ιδιοκτησίας.

Προϊόν της δυναμικής της οικονομίας της αγοράς είναι η οικονομία ανάπτυξης η οποία είναι το σύστημα οικονομικής οργάνωσης που κινείται, είτε «αντικειμενικά» είτε κατόπιν συνειδητής επιλογής, προς τη μεγιστοποίηση της οικονομικής ανάπτυξης. Αυτή εμφανίστηκε στην αρχή του 19ου αιώνα, και άνθισε μόνο κατά την περίοδο μετά τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Τόσο η αγορά όσο και η ανάπτυξη προϋποθέτουν και επιβάλλουν, όπως θα δούμε και παρακάτω, τη συνεχή συγκέντρωση οικονομικής δύναμης. Όπως σημειώνει ο Τ.Φ., «… μπορεί να δειχθεί ότι υπάρχει μια μακροπρόθεσμη τάση της αγοράς, η οποία οδηγεί σε συνεχή συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης, ακόμα και όταν, όπως συμβαίνει σήμερα, η τάση αυτή συνοδεύεται από μια παράλληλη φυσική αποκέντρωση της παραγωγικής διαδικασίας».

Τα βασικά στηρίγματα του σημερινού συστήματος είναι η οικονομική ανάπτυξη και η αγοραιοποίηση. Η πρώτη επιβάλλεται από τη δυναμική «ανάπτυξη ή θάνατος» που χαρακτηρίζει τον ανταγωνισμό της αγοράς, ενώ η δεύτερη είναι εγγενής στην επιδίωξη οικονομικής αποτελεσματικότητας. Η αγοραιοποίηση είναι η ιστορική διαδικασία που έχει μετασχηματίσει τις κοινωνικά ελεγχόμενες οικονομίες του παρελθόντος στην οικονομία της αγοράς του παρόντος. Αυτή η διαδικασία δεν είχε αρχίσει πριν από την εμφάνιση της εκβιομηχάνισης. Συνεπώς, ήταν μόνο στην αρχή του 19ου αιώνα που δημιουργήθηκε μια αυτορυθμιζόμενη αγορά, η οποία, για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, καθιέρωσε το θεσμικό διαχωρισμό της κοινωνίας σε οικονομική και πολιτική σφαίρα. Τελικά, η αγοραιοποίηση, όπως γλαφυρά περιγράφει ο Τ.Φ., «μέσω της σταδιακής άρσης των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές, τείνει να μετατρέπει όλα τα αγαθά και τις υπηρεσίες σε εμπορεύματα και τους πολίτες σε απλούς καταναλωτές».

Σ’ αυτήν τη διαδικασία αγοραιοποίησης ο Τ.Φ. διακρίνει τρεις κύριες ιστορικές φάσεις:

(α) τη φιλελεύθερη φάση, η οποία, μετά από μια μεταβατική περίοδο προστατευτισμού, οδήγησε,

(β) στην κρατικιστική φάση και, τέλος,

(γ) τη σημερινή νεοφιλελεύθερη φάση (Σε πιο πρόσφατα κείμενά του, ο ΤΦ αναφέρει αυτές τις φάσεις ως φιλελεύθερη, κρατικιστική και νεοφιλελεύθερη μορφή της νεωτερικότητας αντίστοιχα).

Κατά την εμφάνιση της φιλελεύθερης φάσης (1830-1880), το διεθνές εμπόριο και η διεθνής κίνηση κεφαλαίου και εργασίας έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη μετατροπή της οικονομίας της αγοράς σε οικονομία ανάπτυξης. Όμως, η προσπάθεια εγκαθίδρυσης μιας καθαρά φιλελεύθερης διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, με την έννοια του ελεύθερου εμπορίου, της ανταγωνιστικής αγοράς εργασίας και του Κανόνα Χρυσού, δεν κράτησε πάνω από σαράντα χρόνια, και ως τις δεκαετίες του 1870 και του 1880 ο προστατευτισμός είχε επιστρέψει. Αυτή η πρώτη απόπειρα απέτυχε και η φιλελεύθερη νεωτερικότητα κατέρρευσε καθώς δεν πληρούσε την αναγκαία συνθήκη για μια αυτορυθμιζόμενη οικονομία της αγοράς, δηλαδή, την καθολίκευση των ανοιχτών και ελαστικών αγορών για τα εμπορεύματα και το κεφάλαιο. Ξεκάθαρα, τέτοιες αγορές δεν ήταν εφικτές σε μια περίοδο στην οποία μεγάλες αποικιακές δυνάμεις όπως η Αγγλία και η Γαλλία ασκούσαν σχεδόν μονοπωλιακό έλεγχο πάνω σε σημαντικά μέρη της υφηλίου εις βάρος αναδυόμενων μη-αποικιακών δυνάμεων (όπως οι Η.Π.Α.) ή μικρότερων αποικιακών δυνάμεων (όπως η Γερμανία). Οπότε, η αποτυχία αυτής της πρώτης απόπειρας για διεθνοποίηση ήταν αναπόφευκτη, όπως έδειχνε το γεγονός πως οι οικονομικές ελίτ εκείνης της εποχής ήταν καθαρά εθνικές, σε αντίθεση με τη σημερινή κατάσταση στην οποία μια υπερεθνική οικονομική ελίτ έχει αναδυθεί ―μια αναγκαία συνθήκη για την ανάπτυξη μιας αληθινά διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς.

Τα προστατευτικά μέτρα, είτε προς όφελος αυτών που έλεγχαν την οικονομία της αγοράς (δασμοί) είτε προς όφελος της υπόλοιπης κοινωνίας (κοινωνική ασφάλιση, προστασία των συνδικαλιστικών ελευθεριών κτλ.), δημιουργούσαν σοβαρά εμπόδια στην αυτορυθμιστική λειτουργία της αγοράς. Τη δεκαετία του 1920, αυτή η κατάσταση (προστατευτισμού) συνεχιζόταν, όχι μόνο για καθαρά οικονομικούς λόγους (ανάγκη προστασίας των νομισμάτων), αλλά επίσης και για πολιτικούς λόγους (ανάγκη μείωσης της κοινωνικής έντασης στον απόηχο της Ρωσικής επανάστασης του 1917). Τελικά πολλοί λόγοι, όπως οι κοινωνικοί αγώνες των εργατών, οι οποίοι αγώνες έκαναν τους μισθούς «ανελαστικούς» και οδήγησαν σε εργασιακούς νόμους ή σε ασφάλιση των ανέργων κ.τ.λ., και γενικότερα οι σοβαρές διαστρεβλώσεις που είχαν εισαχθεί στην ελεύθερη λειτουργία των αγορών οδήγησαν στην αποσύνθεση της παγκόσμιας οικονομίας (την οποία αποσύνθεση αντανακλούσε και η κατάρρευση του Κανόνα Χρυσού), και σταδιακά στο τέλος της φιλελεύθερης φάσης. Στο βαθμό που η αυτοπροστασία της κοινωνίας έναντι της οικονομίας της αγοράς είχε επιτύχει, η ίδια η οικονομία της αγοράς είχε αποδυναμωθεί και όδευε σχεδόν στην κατάρρευσή της τη δεκαετία του 1930, κατά τη μεγάλη ύφεση. Όλες αυτές οι συνθήκες άνοιξαν τον δρόμο για την άνοδο του κρατισμού.

Η κρατικιστική φάση, χαρακτηρίστηκε κυρίως από τη σοσιαλδημοκρατική συναίνεση, με την οποία το σύστημα της αγοράς, ιδιαίτερα η εργασία και το χρήμα, τέθηκαν υπό σημαντικούς κοινωνικούς ελέγχους. Ο κρατισμός δεν ήταν παρά η λογική κατάληξη του προστατευτισμού που είχε εμφανιστεί για την αντιμετώπιση της αποσύνθεσης της παγκόσμιας οικονομίας. Τα θεμέλια γι’ αυτήν τη φάση τέθηκαν κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης που ακολούθησε το κραχ του 1929 και ώθησε την οικονομία της αγοράς σε γενική κρίση.

Αυτή η φάση της αγοραιοποίησης (η κρατικιστική) μπορεί να διακριθεί σε δύο περιόδους: πρώτον, την περίοδο από το 1933 περίπου μέχρι και την περίοδο του πολέμου και δεύτερον, τη μεταπολεμική περίοδο, μέχρι τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1970. Το γεγονός ότι μέχρι τον πόλεμο είχαν επιτευχθεί σημαντικοί περιορισμοί στη διαδικασία αγοραιοποίησης δεν πρέπει να μας οδηγήσει στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι ένας αποτελεσματικός κοινωνικός έλεγχος πάνω στην αγορά είναι εφικτός, όπως υποστήριζαν πάντα οι σοσιαλδημοκράτες. Δεν θα πρέπει να ξεχνά κανείς ότι η περίοδος που εξετάζουμε ήταν εξαιρετική, ήταν δηλαδή μια περίοδος κατά την οποία η ίδια η οικονομία της αγοράς ήταν αντιμέτωπη με την απειλή αφανισμού. Ακόμη πιο σημαντικά, η επιτυχία ή η αποτυχία του προπολεμικού κρατισμού δεν εξαρτιόταν από αυστηρά οικονομικούς παράγοντες (όπως οι φιλελεύθεροι και οι μαρξιστές συνηθίζουν να υποθέτουν), αλλά από πολιτικούς παράγοντες, δηλαδή από το αν η διεύρυνση του οικονομικού ρόλου του κράτους είχε την υποστήριξη αυτών που έλεγχαν την παραγωγή.

Η δεύτερη περίοδος κρατισμού (μετά τον πόλεμο) στάθηκε περισσότερο τυχερή αφού διήρκεσε τριάντα περίπου χρόνια. Εδώ μπορούμε να ισχυριστούμε ότι εμφανίστηκαν κοινωνικοί έλεγχοι ―κυρίως πάνω στην εργασία και το χρήμα― που δεν είχαν ξαναεμφανιστεί σε τέτοιο βαθμό. Όμως, η σοσιαλδημοκρατική συναίνεση που αναδύθηκε την μεταπολεμική περίοδο δεν ήταν απλώς ένα συγκυριακό φαινόμενο, όπως υποστηρίζεται ορισμένες φορές, αλλά μια δομική αλλαγή με σημαντικές επιπτώσεις στο οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό και ιδεολογικό/θεωρητικό επίπεδο. Μερικοί από τους παράγοντες που συνέβαλλαν στην ύπαρξη αυτής της περιόδου ήταν η ανάδυση της σύγχρονης βιομηχανικής κοινωνίας που στο απόγειό της χαρακτηριζόταν από τη μαζική παραγωγή, το πρωτοφανές μεταπολεμικό μπουμ που κάλυπτε τα ελλείμματα στον προϋπολογισμό, το ισχυρό συνδικαλιστικό κίνημα καθώς και η Συμφωνία του Bretton Woods, τo 1944, η κατάρρευση της οποίας συνέβαλλε σημαντικά στο θάνατο του κρατισμού. Όμως, παρά την επέκταση του κρατισμού σε εθνικό οικονομικό επίπεδο, η διαδικασία αγοραιοποίησης σε διεθνές επίπεδο (με την έννοια της σταδιακής άρσης των ελέγχων στην κίνηση των εμπορευμάτων και αργότερα του κεφαλαίου) μεταπολεμικά ξανατέθηκε σε κίνηση. Έτσι, οι εμπορικές αντιπαλότητες μεταξύ των κορυφαίων καπιταλιστικών χωρών και οι συνακόλουθες παλιές εθνικιστικές αντιπαλότητες σταδιακά ξεπεράστηκαν και αντικαταστάθηκαν από μια γοργή επέκταση του εμπορίου.

Κατά την περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, η οικονομική ανάπτυξη στηριζόταν κυρίως στην αύξηση της εγχώριας ζήτησης, όμως αυτή έπρεπε αναγκαστικά να συνοδεύεται από έναν σχετικά χαμηλό βαθμό διεθνοποίησης. Ήταν ακριβώς η βαθμιαία αναίρεση αυτής της συνθήκης, στο βαθμό που εντεινόταν η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς, που έκανε αδύνατη τη συνέχιση της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης. Η κρίση των αρχών της δεκαετίας του 1970 δεν οφειλόταν στην πετρελαϊκή κρίση, αλλά στο γεγονός ότι ο βαθμός διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς που είχε ήδη επιτευχθεί δεν ήταν πια συμβατός με τον κρατισμό. Ο κρατισμός ήταν λοιπόν μόνο ένα σύντομο διάλειμμα στη διαδικασία αγοραιοποίησης.

Η θεμελιακή αιτία της ιστορικής αποτυχίας του σοσιαλιστικού κρατισμού «έγκειται στην προσπάθειά του να συζεύξει δύο ασύμβατα στοιχεία: το “αναπτυξιακό” στοιχείο, που εξέφραζε τη δυναμική της οικονομίας της αγοράς, με το στοιχείο της κοινωνικής δικαιοσύνης, που εξέφραζε τη σοσιαλιστική ηθική. Κι αυτό διότι, ενώ το αναπτυξιακό στοιχείο συνεπάγεται τη συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης…, το στοιχείο τη κοινωνικής δικαιοσύνης είναι εγγενώς συνδεδεμένο με την αποκέντρωση της οικονομικής δύναμης και την ισότητα, δηλαδή με την οικονομική δημοκρατία». Εδώ θα πρέπει να γίνει η σημαντική διευκρίνιση πως «η ελαχιστοποίηση του κοινωνικού ρόλου του κράτους δεν συνιστά επιλογή αλλά προϋπόθεση, προκειμένου να μπορέσει το ευρωπαϊκό κεφάλαιο να ανταγωνιστεί αποτελεσματικά το ιαπωνικό και το αμερικανικό κεφάλαιο, τα οποία, με δεδομένη την απουσία σοσιαλδημοκρατικής παράδοσης στις ΗΠΑ και στην Άπω Ανατολή, αντιμετωπίζουν πολύ ασθενέστερα θεσμικά εμπόδια».

Έτσι περνάμε, από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 μέχρι σήμερα, στη νεοφιλελεύθερη φάση της διαδικασίας αγοραιοποίησης (αυτή είναι στην ουσία η παγκοσμιοποίηση). Αυτή δεν είναι παρά η σημαντικότερη προσπάθεια για τη δημιουργία μιας αυτορυθμιζόμενης διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, μετά την πρώτη ανεπιτυχή προσπάθεια στη φιλελεύθερη φάση. Στο ιδεολογικό επίπεδο πλέον, κυριαρχεί ο νεοφιλελευθερισμός, απώτερος στόχος του οποίου είναι η ενίσχυση της δύναμης αυτών που ελέγχουν την οικονομία, μέσω της δραστικής συρρίκνωσης των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές.

Οι πολιτικές που ακολουθούνε παγκοσμίως οι κυβερνήσεις έχουν ως κύριους άξονες: την απελευθέρωση των αγορών, πρωτίστως την αγορά εργασίας, με τις αγορές κεφαλαίου και εμπορευμάτων να ακολουθούν, την ιδιωτικοποίηση των κρατικών επιχειρήσεων, τη συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας σε ένα ασφαλιστικό δίκτυο και την παράλληλη ενθάρρυνση της επέκτασης του ιδιωτικού τομέα στις κοινωνικές υπηρεσίες (υγεία, εκπαίδευση, συνταξιοδοτικά σχήματα κτλ.) και την ανακατανομή του φορολογικού βάρους προς όφελος των ομάδων υψηλού εισοδήματος. Από αυτά τα χαρακτηριστικά της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, τα δύο θεμελιώδη είναι, πρώτον, οι ανοικτές αγορές κεφαλαίου και εμπορευμάτων και, δεύτερον, οι ελαστικές αγορές εργασίας. Τα άλλα αποτελούν δευτερογενή χαρακτηριστικά που είναι συνέπεια των θεμελιακών χαρακτηριστικών.

Περνάμε λοιπόν στη νεοφιλελεύθερη συναίνεση. Αυτή δεν θανάτωσε βέβαια το κράτος και τη μεικτή οικονομία. «Η νέα συναίνεση δεν συνεπάγεται ότι το κράτος δεν έχει πια κανέναν οικονομικό ρόλο να παίξει. Δεν θα πρέπει κανείς να συγχέει το φιλελευθερισμό/νεοφιλελευθερισμό με το laisser-faire∙ το ίδιο το κράτος δημιούργησε το σύστημα των αυτορυθμιζόμενων αγορών. Επιπλέον, κάποια μορφή κρατικής παρέμβασης ήταν πάντοτε αναγκαία για την ομαλή λειτουργία του συστήματος της οικονομίας της αγοράς». Αυτό που έγινε ήταν ο αναπροσδιορισμός του περιεχομένου της μεικτής οικονομίας, ώστε να εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντα της οικονομικής ελίτ και να αναπαράγει, στο κατώφλι του 21ου αιώνα, συνθήκες ανισότητας και κοινωνικής αδικίας που επικρατούσαν στις αρχές του 19ου!. Σε καθαρά οικονομικό επίπεδο, ουσιαστικά, καθιερώνεται μια νέα τάση, όπου οι επενδύσεις τείνουν να πάρουν τη θέση του εμπορίου ως κινητήριας δύναμης της διεθνοποίησης. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται «μόνο γύρω στο 5% των συναλλαγών συνδέονται με το διεθνές εμπόριο, ενώ οι υπόλοιπες είναι καθαρά κερδοσκοπικές». Το αποτέλεσμα είναι ότι καμιά κυβέρνηση δεν μπορεί να ακολουθήσει σήμερα οικονομικές πολιτικές που δεν εγκρίνονται από τις αγορές κεφαλαίου. Η άνοδος τελικά του νεοφιλελευθερισμού, δεν είναι συγκυριακό φαινόμενο, όπως την παρουσιάζουν οι σοσιαλδημοκράτες, αλλά αντιπροσωπεύει την ολοκλήρωση της διαδικασίας αγοραιοποίησης που διακόπηκε από την άνοδο του κρατισμού.

Εδώ πρέπει να παραθέσουμε ένα κομμάτι του Τ.Φ. που διαφωτίζει και συμπληρώνει τα όσα αναφέρθηκαν ως τώρα: « Μολονότι… η δημιουργία ενός αυτορυθμιζόμενου συστήματος αγοράς στο 19ο αιώνα ήταν αδύνατη χωρίς την κρίσιμη κρατική υποστήριξη για τη δημιουργία των εθνικών αγορών, ωστόσο, από τη στιγμή που στήθηκε αυτό το σύστημα, δημιούργησε τη δικιά του μη αναστρέψιμη δυναμική, η οποία οδήγησε στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Με αυτήν την έννοια, το σημερινό άνοιγμα των αγορών δεν είναι απλώς το αποτέλεσμα της σημερινής κυριαρχίας της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας και των αντίστοιχων αλλαγών στις οικονομικές πολιτικές. Στην προβληματική της Περιεκτικής Δημοκρατίας, οι ρυθμίσεις που υιοθετήθηκαν στη μεταπολεμική περίοδο με στόχο το άνοιγμα και την “απελευθέρωση” των αγορών δεν δημιούργησαν τη σημερινή μορφή της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, όπως υποστηρίζει η ρεφορμιστική Αριστερά [Σ.τ.Σ: που ορίζεται ως η Αριστερά που δεν προσεγγίζει συστημικά την παγκοσμιοποίηση και δεν θέτει ζήτημα κατάργησης της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» για να ξεπεράσουμε την παγκοσμιοποίηση], αλλά απλώς θεσμοποίησαν μια διαδικασία που ήδη είχε αρχίσει “από κάτω”. Με άλλα λόγια ήταν η δυναμική “ανάπτυξη-ή-θάνατος” της οικονομίας της αγοράς, και ιδιαίτερα, η ανάδυση και συνεχής επέκταση των πολυεθνικών επιχειρήσεων [Σ.τ.Σ. οι πολυεθνικές είναι και ένα βασικό στοιχείο που διαφοροποιεί τη σημερινή από την πρώτη προσπάθεια διεθνοποίησης] και η παράλληλη ανάπτυξη της αγοράς ευρωδολαρίου (…) που οδήγησαν στη σημερινή διεθνοποιημένη μορφή της. Το άνοιγμα επομένως και η απελευθέρωση των αγορών ήταν απλώς μέρος μιας ιστορικής τάσης (η οποία είχε τεθεί σε κίνηση από τις ελίτ που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς από τότε που εγκαθιδρύθηκε) για την ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές και ιδιαίτερα εκείνων που είχαν ως στόχο την προστασία της αγοράς και του περιβάλλοντος, οι οποίοι παρεμπόδιζαν την οικονομική “αποτελεσματικότητα” και την κερδοφορία». Οπότε, η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς είναι μια διαδικασία που τέθηκε σε κίνηση μαζί με την ανάδυση της ίδιας της οικονομίας της αγοράς.

Γιατί όμως ο Τ.Φ. προτιμά τον όρο διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς αντί για τον όρο παγκοσμιοποίηση (συγκεκριμένα αντί για οικονομική παγκοσμιοποίηση, αφού όπως θα δούμε διακρίνει πολλές μορφές παγκοσμιοποίησης); Βασικά επειδή αυτό που παρατηρούμε σήμερα είναι η διαδικασία διεθνοποίησης των αγορών κεφαλαίου και εμπορευμάτων, χωρίς όμως να συμβαίνει το ίδιο και με την παραγωγή. Ο Τ.Φ. θα χρησιμοποιούσε τον όρο παγκοσμιοποίηση αν υπήρχε διεθνοποίηση και της παραγωγής, με την έννοια ότι «οι μονάδες παραγωγής μετατρέπονται σε ακρατικά σώματα, που λειτουργούν σ’ ένα χώρο χωρίς σύνορα, όπου οι δραστηριότητές τους δεν έχουν ως πρωταρχικό στόχο τη χώρα που αποτελεί την εθνική τους βάση, αλλά αποτελούν τμήμα ενός ενοποιημένου καταμερισμού εργασίας, ο οποίος εξαπλώνεται σε πολλές χώρες». Σήμερα τα έθνη-κράτη υπάρχουν και μοιράζονται την εξουσία με τις πολυεθνικές επιχειρήσεις οπότε είναι κατανοητό πως με την παραπάνω έννοια η παγκοσμιοποίηση είναι σήμερα περιορισμένη (δεν υπάρχει «παγκόσμια» οικονομία)∙ αυτό όμως δεν μειώνει στο ελάχιστο την ισχύ της επιταχυνόμενης διεθνοποίησης.

Β) Η πολυδιάστατη κρίση και η νέα επαναστατική προοπτική

Ένα συναφές ερώτημα που αναδύεται από την ανάλυση του Τ.Φ. είναι το αν παρακμάζει σήμερα το έθνος-κράτος. Ο ρόλος του κράτους, πλέον, περιορίζεται στη διασφάλιση της αναπαραγωγής της οικονομίας της αγοράς (μέσω του μονοπωλίου του στη βία) και στη δημιουργία ενός σταθερού πλαισίου για την αποτελεσματική λειτουργία των αγορών. Η επιστροφή στον παλαιότερο ρόλο του (επί σοσιαλδημοκρατίας) είναι αδύνατη εφόσον η ανάπτυξη σήμερα έχει κινητήρια δύναμη, σε όλες τις χώρες που είναι ενσωματωμένες στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, την διεθνή αγορά και όχι την εσωτερική αγορά, όπως συνέβαινε επί σοσιαλδημοκρατίας. Θα έπρεπε δηλαδή να «ξανακλείσουν» οι αγορές, στον βαθμό που ήταν κλειστές την περίοδο της σοσιαλδημοκρατίας, για να αντιστραφεί η κατάσταση αυτή και να γίνει δυνατή πάλι η σοσιαλδημοκρατία. Γι’ αυτό και οι πιο εκλεπτυσμένοι σοσιαλδημοκράτες μιλούν σήμερα για διεθνή σοσιαλδημοκρατία (που είναι όμως εξίσου ουτοπική εφόσον ―ακόμη και αν ήταν δυνατή― οι περιορισμοί που θα επέβαλλε στις πολυεθνικές θα αντέκειντο στην ανάπτυξη της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς). Το κράτος επομένως δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σήμερα σαν αποτελεσματικό μέσο κατά της αγοραιοποίησης (όπως για παράδειγμα υποστηρίζει ο Chomsky). Η δυναμική της αγοράς δηλαδή, καθιστά ουτοπικά τα σοσιαλδημοκρατικά αιτήματα. Κυρίως, αν έπρεπε να υποθέσουμε, αυτό που διαφαίνεται είναι ο θάνατος των εθνών-κρατών και της εθνικής πολιτικής. Ακόμα όμως κι αν τελικά επιβιώσουν, «στο μέλλον θα στερούνται οποιουδήποτε πραγματικού νοήματος και θα είναι υπολείμματα του παρελθόντος, παρόμοια με τις μοναρχίες που εξακολουθούν να υφίστανται σε κάποιες σκανδιναβικές χώρες».

Ήδη αυτή η παρακμή του έθνους-κράτους είναι μια ένδειξη της πολυδιάστατης κρίσης της καπιταλιστικής οικονομίας ανάπτυξης, την οποία έχει προκαλέσει η παγκοσμιοποίηση. Συγκεκριμένα σηματοδοτεί την πολιτική διάσταση της κρίσης η οποία οφείλεται στη μεγιστοποίηση του ρόλου της αγοράς και ότι άλλο αυτή μπορεί να συνεπάγεται (φτώχεια, ανισότητα κ.τ.λ.) αλλά και στην ίδια τη δυναμική της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» που οδηγεί σε ολοένα μεγαλύτερη συγκέντρωση πολιτικής εξουσίας στα χέρια των πολιτικών ελίτ.

Επίσης υπάρχει η οικονομική διάσταση της κρίσης, της οποίας το αποφασιστικό στοιχείο συνίσταται στο γεγονός ότι το σύστημα της οικονομίας της αγοράς δεν είναι εγγενώς σε θέση να μετασχηματίσει την οικονομία της αγοράς στον Νότο σε μια οικονομία αυτοσυντηρούμενης ανάπτυξης, παρόμοια με αυτή που έχει ήδη εγκαθιδρυθεί στον Βορρά. Κι αυτό κυρίως για τον απλό λόγο ότι οι φυσικοί πόροι της γης δεν επαρκούν για την παγκοσμιοποίηση του βιοτικού επιπέδου που απολαμβάνουν σήμερα οι προνομιούχοι στον Βορρά∙ αλλά και επειδή η συγκέντρωση οικονομικής δύναμης και η παράλληλη αύξηση στην ανισότητα σε ολόκληρο τον κόσμο δεν είναι απλώς συνέπειες, αλλά και προϋποθέσεις για την αναπαραγωγή της οικονομίας της αγοράς/ανάπτυξης, δεδομένου του ανισομερή χαρακτήρα της ανάπτυξης μέσα στην οικονομία της αγοράς.

Πολύ σημαντική είναι και η κοινωνική διάσταση της κρίσης. Όπως εύστοχα παρατηρείται, «η αγοραιοποίηση της κοινωνίας έχει υποβαθμίσει τις κοινοτικές αξίες που σημάδεψαν ιστορικά την ουσία των κοινοτήτων (αμοιβαιότητα, αλληλεγγύη, συνεργασία), προς όφελος των αξιών της αγοράς (ανταγωνισμός, ατομικισμός)». Ένα παράδειγμα αυτής της υποβάθμισης των κοινοτικών αξιών από το νεοφιλελευθερισμό δίνεται η σημερινή νεορατσιστική έκρηξη στην Ευρώπη (η οποία σχετίζεται βέβαια και με την αυξανόμενη φτώχεια) αλλά και η έκρηξη της εγκληματικότητας γενικά.

Η κρίση εκδηλώνεται και στο ιδεολογικό επίπεδο, όπου «η επιστήμη, ιδιαίτερα η “κοινωνική” επιστήμη, παίζει σήμερα έναν κρίσιμο ρόλο σε μια ορθολογική νομιμοποίηση της σύγχρονης ιεραρχικής κοινωνίας». Σ’ αυτό το επίπεδο της κρίσης μπορούν να ενταχθούν και οι ανοησίες περί τέλους της ιστορίας και γενικότερα η «θεωρητικοποίηση του κομφορμισμού».

Τέλος, τραγική είναι η οικολογική διάσταση της κρίσης όπου η αναστάτωση των οικολογικών συστημάτων, η εκτεταμένη μόλυνση, η βαθμιαία εξάντληση των φυσικών πόρων και, γενικά, η ραγδαία υποβάθμιση του περιβάλλοντος και της ποιότητας ζωής έχουν κάνει ξεκάθαρα τα όρια της οικονομικής μεγέθυνσης τα τριάντα τελευταία χρόνια.

Από την ανάλυση της τρέχουσας κρίσης προκύπτει αβίαστα το ζήτημα για το αν μπορεί να υπάρχει διέξοδος απ’ αυτήν. Η Περιεκτική Δημοκρατία είναι η απόπειρα μιας νέας σύνθεσης. Καταρχήν απορρίπτει την πρόταση της Δεξιάς για περαιτέρω αγοραιοποίηση γιατί όσον αφορά το χάσμα Βορρά-Νότου, εύκολα μπορεί να δειχτεί ότι δεν είναι ο ανταγωνισμός που, ιστορικά, οδήγησε σε κάποιες βελτιώσεις στην αποτελεσματικότητα της παραγωγής και στη διεθνή ανταγωνιστικότητα ορισμένων χωρών, αλλά προστατευτικές/παρεμβατικές πολιτικές. Αλλά και γενικότερα, η απελευθέρωση των αγορών δεν οδηγεί σε μεγαλύτερη οικονομική ισότητα: όσο πιο απελευθερωμένες είναι οι αγορές, τόσο μεγαλύτερη είναι η συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης σε σχέση με το εισόδημα και τον πλούτο.

Αντίστοιχα, η πρόταση (που είναι και πολύ της μόδας —την υποστηρίζει ακόμη και ο…Γιωργάκης!) για μια «κοινωνία των πολιτών» (η οποία βλέπει την παγκοσμιοποίηση ως ιδεολογία ή ιμπεριαλιστική πολιτική) είναι ουτοπική ―με την αρνητική έννοια― αλλά και ανιστορική. Είναι ανιστορική, διότι, όπως και οι ίδιοι οι υποστηρικτές της υποστηρίζουν, προϋποθέτει ένα σημαντικό βαθμό κρατισμού για να στηρίξει την ενδυνάμωση της κοινωνίας των πολιτών. Όμως, στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς ένας τέτοιος βαθμός κρατισμού είναι αδύνατος. Και είναι ουτοπική, διότι η ίδια η διεθνοποίηση οδηγεί στην αποδυνάμωση των θεσμών της κοινωνίας πολιτών. Το γεγονός άλλωστε ότι οι οπαδοί της κοινωνίας πολιτών προσπαθούν ν’ αρνηθούν το ίδιο το φαινόμενο της διεθνοποίησης υποδηλώνει όχι μόνο τον ανιστορικό χαρακτήρα της ανάλυσης αυτής αλλά και την ουτοπική της διάσταση. Η προσέγγιση της κοινωνίας των πολιτών αγνοεί το γεγονός ότι η τάση ελαχιστοποίησης των κοινωνικών ελέγχων πάνω στην αγορά, μια τάση που σήμερα είναι παντού κυρίαρχη, δεν είναι απλώς ζήτημα πολιτικής, αλλά αντανακλά θεμελιώδεις αλλαγές στη μορφή της οικονομίας της αγοράς. Πράγμα που συνεπάγεται ότι οποιαδήποτε προσπάθεια για αποτελεσματικό κοινωνικό έλεγχο της αγοράς έρχεται αναγκαστικά σε σύγκρουση με τους όρους ανταγωνιστικότητας, οι οποίοι πρέπει να ικανοποιούνται για την αναπαραγωγή της σημερινής οικονομίας ανάπτυξης. Όπως έδειξε η ιστορική εμπειρία με την κρατικιστική φάση, ο κοινωνικός έλεγχος (όπως αυτός που επαγγέλλονται οι θιασώτες της κοινωνίας πολιτών) και η αποτελεσματικότητα της αγοράς είναι ασυμβίβαστοι στόχοι.

Τελικά, για την ανάλυση της Περιεκτικής Δημοκρατίας, η παγκόσμια κρίση που αντιμετωπίζουμε εξαιτίας της συγκέντρωσης της εξουσίας στα χέρια των διάφορων ελίτ που ξεκίνησε από την εγκαθίδρυση του συστήματος της οικονομίας της αγοράς, της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» και των συνακόλουθων ιεραρχικών δομών, δεν μπορεί να ξεπεραστεί παρά μόνο μέσα από τη σύνθεση δύο μεγάλων ιστορικών παραδόσεων, της κλασικής δημοκρατικής και της σοσιαλιστικής, αλλά και των ριζοσπαστικών ρευμάτων στα οικολογικά, τα φεμινιστικά και τα απελευθερωτικά κινήματα στο Νότο. Αυτό που απαιτείται λοιπόν δεν είναι παρά ένα μαζικό επαναστατικό κίνημα σε τοπικό, περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο το οποίο θα παλέψει για την αντικατάσταση του συστήματος της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» με θεσμούς πολιτικής, οικονομικής και οικολογικής δημοκρατίας καθώς και δημοκρατίας στο κοινωνικό επίπεδο (δηλαδή με θεσμούς περιεκτικής δημοκρατίας)

Το σημερινό «κίνημα» κατά της παγκοσμιοποίησης αν θέλει να συμβάλλει σε μια γνήσια απελευθερωτική προσπάθεια, θα πρέπει να υιοθετήσει μια αντι-συστημική προσέγγιση η οποία θα θέτει άμεσα το αίτημα της αντικατάστασης του υπάρχοντος καταπιεστικού θεσμικού πλαισίου με ένα πραγματικά ελεύθερο. Αν υιοθετήσουμε μια τέτοια προσέγγιση, μπορούμε να αντιληφθούμε ότι ο κόσμος, ιδιαίτερα σήμερα, δεν μπορεί να γίνει καλύτερος αντικαθιστώντας απλά τη μία ελίτ με μία άλλη. Στο σύστημα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, οι αντικειμενικές συνθήκες καθορίζουν το θεσμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται η Κοινωνική Πάλη. Οι ελίτ, με βάση το πλαίσιο αυτό, καθορίζουν ανάλογα τις πολιτικές τις οποίες προσπαθούν κατόπιν να επιβάλλουν. Η αντίσταση από κάτω (η οποία καθορίζεται επίσης σε σημαντικό βαθμό από τις αντικειμενικές συνθήκες) φυσικά παλεύει εναντίον τους και κάποτε καταφέρνει να τις μεταρρυθμίσει σημαντικά (όπως στη περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης). Σήμερα, όμως, οι αντικειμενικές συνθήκες είναι τέτοιες που μόνο η αντισυστημική πάλη έχει νόημα αφού ακόμη και μεταρρυθμίσεις σαν και αυτές της σοσιαλδημοκρατικής περιόδου δεν είναι πια δυνατές. Μόνο επομένως με το ολοκληρωτικό γκρέμισμα της υπερεθνικής ελίτ που κυριαρχεί στη σημερινή παγκοσμιοποίηση και των θεσμών που τη στηρίζουν μπορεί να αναδειχθεί ένας λυτρωτικός δρόμος γι’ αυτήν την κοινωνία.

Πριν τον επίλογο αυτής της παρουσίασης, θα πρέπει να τονίσουμε ότι αναφερθήκαμε μόνο στην οικονομική παγκοσμιοποίηση (η οποία αν και είναι η κύρια όψη της παγκοσμιοποίησης, δεν είναι και η μοναδική) και κατά κάποιο τρόπο στην πολιτική παγκοσμιοποίηση που αναφέρεται στην παρακμή του κράτους-έθνους και στην άτυπη παγκόσμια διακυβέρνηση από μια υπερεθνική ελίτ που αποτελείται από οικονομικές, πολιτικές και τεχνοκρατικές ελίτ, των οποίων τα συμφέροντα συναρτώνται περισσότερο με τις διεθνείς παρά με τις εθνικές αγορές. Ο Τ.Φ. διακρίνει όμως και άλλες μορφές παγκοσμιοποίησης: την τεχνολογική, που αναφέρεται στις νέες τηλεπικοινωνιακές τεχνολογίες και στην επανάσταση της πληροφορικής, την πολιτιστική, που αναφέρεται στην παρούσα ομογενοποίηση της κουλτούρας και τέλος στην κοινωνική παγκοσμιοποίηση η οποία αναφέρεται στην ομογενοποίηση του σημερινού τρόπου ζωής ο οποίος βασίζεται σε μια ατομικιστική και καταναλωτική κουλτούρα. Ωστόσο, αν και στην οικονομία της αγοράς καθοριστικό είναι το οικονομικό στοιχείο, ανάμεσα σ’ αυτές τις μορφές παγκοσμιοποίησης υπάρχει σχέση αυτονομίας και αλληλεξάρτησης.

Κλείνοντας, είναι απαραίτητες μερικές επισημάνσεις. Η όλη προσπάθεια της ανάλυσης της Περιεκτικής Δημοκρατίας είναι ο αγώνας να αποδειχθεί αυτό που κατά κάποιον τρόπο έλεγε και ο Horkheimer στο «Λυκόφως», ότι «…είναι αδύνατο να επέλθει μια δραστική καλυτέρευση των ανθρώπινων συνθηκών σε καπιταλιστικό έδαφος», άποψη η οποία ήταν πάντα η απελπισμένη κραυγή των ριζοσπαστών επαναστατών κατά των ρεφορμιστών που πάλευαν για μεταρρυθμίσεις εντός του συστήματος. Εναντίον τέτοιων ρεφορμιστών ή μεταρρυθμιστών (όπως είναι για παράδειγμα ο Βεργόπουλος, ο Τσουκαλάς ή ο Μουζέλης και πρόσφατα ένας Νίκος Κοτζιάς που σε μια σοβαροφανή, δήθεν «επιστημονική» ανάλυση της παγκοσμιοποίησης, απορρίπτει επί τροχάδην την αντίληψη της Περιεκτικής Δημοκρατίας για την παγκοσμιοποίηση ως «βαθιά αντιφατική και ασυνεπή» με βάση το διαστρεβλωτικό επιχείρημα ότι συγχέει την παγκοσμιοποίηση με τη διεθνοποίηση στους… τίτλους κεφαλαίων ―όταν ο Τ.Φ. στο βιβλίο του για την παγκοσμιοποίηση έχει αφιερώσει χωριστό τμήμα για το θέμα!), ο Τ.Φ., έχει επανειλημμένα ασκήσει σφοδρή κριτική και το γεγονός ότι ουδέποτε κάποιος απ’ αυτούς έχει επιχειρήσει να απαντήσει (απ’ όσο μπορούμε να ξέρουμε τουλάχιστον) ενισχύει την επιχειρηματολογία του.

Όσον αφορά την παγκοσμιοποίηση, κάποιοι από τους στοχαστές με τους οποίους εν μέρει ο Τ.Φ. συμφωνεί, επειδή υιοθετούν συστημικές προσεγγίσεις, είναι ο Leslie Clair με την προσέγγιση της υπερεθνικής καπιταλιστικής τάξης και οι Toni Negri και Michael Hardt με την αντίληψη της παγκοσμιοποίησης ως «αυτοκρατορίας». Ωστόσο, παρά τα αρκετά συναφή στοιχεία που βλέπει στη σκέψη τους, τελικά απορρίπτει την υπόλοιπη προσέγγισή τους, στη πρώτη περίπτωση διότι ο Clair προσπαθεί να καλουπώσει το φαινόμενο στην κλασική Μαρξιστική ανάλυση ενώ στη δεύτερη, της «αυτοκρατορίας», διότι τελικά αποτελεί μια ρεφορμιστική υιοθέτηση της παγκοσμιοποίησης.

Κατά την άποψή μας, η ανάλυση της Περιεκτικής Δημοκρατίας όσον αφορά την παγκοσμιοποίηση είναι ορθή και μπορεί να συμβάλλει σε σημαντικό βαθμό στη θεμελίωση ενός παγκόσμιου, αληθινά επαναστατικού, κινήματος, το οποίο ξυπνώντας από ένα πολύχρονο λήθαργο, θα επιχειρήσει να λυτρώσει αυτήν την κοινωνία από το δηλητήριο της ιεραρχίας, δημιουργώντας θεσμούς αυτονομίας οι οποίοι θα εγκαθιδρύσουν αμετάκλητα την ελευθερία, την ισότητα και τη δικαιοσύνη, τα ιδανικά που ενέπνευσαν εδώ και αιώνες και συνεχίζουν να εμπνέουν τον γνήσιο ανθρωπισμό στα κοινωνικά υποκείμενα.