Ατομικισμός και αναρχικά στέκια

ΘΟΔΩΡΗΣ ΒΕΛΙΣΣΑΡΗΣ   

 

Σ’ αυτό το κείμενο θα ήθελα να καταγράψω μερικές σκέψεις για το θέμα που αναφέρω στον τίτλο και να συμβάλω στον σχετικό προβληματισμό, αφού ως γνωστόν μια μεγάλη μερίδα του αναρχικού χώρου δραστηριοποιείται σε καταλήψεις ή στέκια. Αυτές οι μορφές πάλης –ιδιαίτερα οι καταλήψεις--ήτανε πολύ χρήσιμες παλιότερα στη δυναμική των εξεγέρσεων, σε περιόδους που υπήρχε έντονη λαϊκή κινητοποίηση, όπως η δεκαετία του ’60. Σήμερα όμως που οι μάζες έχουν αποσυρθεί από τον πολιτικό χώρο και η επανάσταση και όσοι ασχολούνται μ’ αυτήν θεωρούνται στην καλύτερη περίπτωση γραφικοί και στη χειρότερη επικίνδυνοι, υπάρχει πάντα ο εξής κίνδυνος: το μέσο να γίνει αυτοσκοπός. Στη πραγματικότητα μάλιστα τα περισσότερα στέκια και καταλήψεις στην Ελλάδα ήδη έχουν κάνει αυτοσκοπό το μέσο.

Χαρακτηριστικό σχετικά είναι το παρακάτω απόσπασμα από μία μπροσούρα που βγήκε για τα τρία χρόνια λειτουργίας μιας από τις γνωστότερες καταλήψεις της Θεσσαλονίκης: «Να περιμένω να γίνει η επανάσταση, αυτό δεν γίνεται. Η αναμονή είναι ο καθημερινός βιασμός μου από το σύστημα, δεν μπορώ να τη δεχτώ ως επαναστατική πρακτική. Έχω περιμένει πάρα πολύ – (…) – για να περιμένω και την επανάσταση μπας και δω καμία άσπρη μέρα (…). Θέλω να καθορίζω εγώ τον τόπο διαμονής μου, το φαγητό μου, τον τρόπο και το περιεχόμενο της μόρφωσης και της εργασίας μου (!!!), της μουσικής (ψυχαγωγία)». Αυτό που τρομάζει σ’ αυτές τις διαπιστώσεις είναι η πρόσδεση σ’ έναν ακραίο ατομικισμό ο οποίος εμπλουτίζεται με φαντασιώσεις παντοδυναμίας του υποκειμένου το οποίο νομίζει πως μπορεί να κατορθώσει τα πάντα. Όλα αυτά που μόνο η αλλαγή του συστήματος μπορεί να κατορθώσει υποτίθεται πως μπορεί να τα παράσχει ένα στέκι, μια κατάληψη, μια παρέα κτλ. Είναι περισσότερο από προφανές ότι συμπεράσματα αυτού του είδους αποδυναμώνουν το αίτημα για την συστημική αλλαγή αφού υποδεικνύουν πως μια ατομική λύση των προβλημάτων είναι δυνατή. Συγχρόνως οδηγούν κατευθείαν στον life-style αναρχισμό, δηλαδή στην υιοθέτηση συγκεκριμένου λαιφ σταιλ σαν υποκατάστατο της επίπονης και μακρόχρονης δράσης μέσα σε ένα προγραμματικό κίνημα για την αλλαγή του συστήματος.

Η ψευδαίσθηση που βρίσκεται στο κέντρο αυτής της κοσμοαντίληψης είναι πως δύναται κάποιος σήμερα να «βιώσει την απελευθέρωση» ή να αισθανθεί «ευτυχισμένος» μέσα στις αντιεξουσιαστικές συλλογικότητες. Σύμφωνοι μ’ αυτήν την αντίληψη, πολλοί αναρχικοί έχουν την εντύπωση πως οι δημοκρατικές αποφάσεις για το είδος της μουσικής που θα ακούνε στο στέκι τους συνιστούν αυτονομία. Για να υπάρχει αυτονομία, όμως, θα πρέπει οι συλλογικές αποφάσεις να αφορούν σημαντικές πτυχές της κοινωνικής ζωής (όπως π.χ. για το τι, πως και για ποιον θα παραχθεί από την κοινωνία). Και για να είναι κάποιος αυτόνομος, θα πρέπει και η κοινωνία να είναι αυτόνομη. Αυτά όμως τα ξεχνάνε. Δεν ισχυρίζομαι πως δεν είναι σημαντικό που υπάρχουν αυτά τα στέκια και πως σ’ αυτά λειτουργεί και ασκείται, σε μικρή κλίμακα, η άμεση δημοκρατία αλλά αυτό δεν πρέπει να μας αποτρέψει από το να στιγματίσουμε και ό,τι θεωρούμε αρνητικό.

Πολύ προβληματικό είναι πως αυτοί οι άνθρωποι περιχαρακώνονται από την κοινωνία αλλά και από την πραγματικότητα. Γιατί μόνο άγνοια της πραγματικότητας μπορεί να υποδηλώνει η πίστη πως μπορείς να είσαι ελεύθερος ή ευτυχής σε μια κοινωνία όπου π.χ. για να φας πρέπει να ανταγωνιστείς τους άλλους λόγω ανεργίας ή για να μετακινηθείς πρέπει να στοιβαχτείς σαν ζώο σε πηγμένους δρόμους, όταν η φασαρία των σύγχρονων πόλεων δεν μπορεί να σου επιτρέψει να σκεφτείς, όταν ο ήλιος σε καίει και η φύση καταστρέφεται κτλ. Αυτός ο «ευδαιμονισμός» δεν μπορεί να ξεφύγει από την κριτική που του εξαπέλυσε από παλιά ο Χέγκελ: πως «προσπαθεί να συμβιβάσει την ατομική ευτυχία με τη συλλογική δυστυχία». «Για τον Χέγκελ ο ευδαιμονισμός αμαρτάνει απέναντι στον ιστορικό Λόγο γιατί αφήνει την ύψιστη ολοκλήρωση να προδιαγράφεται και να μολύνεται από μια κακή εμπειρική πραγματικότητα».

Αυτό που τελικά γίνεται στα στέκια ακριβώς επειδή έχουν καταντήσει αυτοσκοποί δεν διαφέρει και πολύ απ’ ό,τι γνωρίζουμε απ’ την καθημερινή μας ζωή. Ανταγωνισμοί, μίση, εγωισμοί , αναμάσημα «επαναστατικών» κοινοτυπιών, συνεχής αυτό-επιβεβαίωση του δυναμικού χαρακτήρα τους, αποξένωση, party και γιορτές, όλα απόρροια της φάρσας της «τρέχουσας απελευθέρωσης» που έστησαν μερικοί για τους εαυτούς τους και απόδειξη της αφομοίωσής τους. Αλλά η ανθρώπινη ευτυχία δεν μπορεί να είναι απλώς ζήτημα μιας, έστω δημιουργικής, υποκειμενικότητας. Χρειάζεται να εκπληρωθούν πολλές προϋποθέσεις, και για να απελευθερωθούμε και για να ευτυχήσουμε.

Η υποχώρηση όμως του προτάγματος της αυτονομίας και η συνακόλουθη μετατροπή των στεκιών σε αυτοσκοπούς δεν ήταν αναπόφευκτη εξέλιξη. Γιατί ακόμα και τη δεκαετία του ’60 (που υπήρχε κινητοποίηση) δεν ευοδώθηκε τελικά η δράση των ανθρώπων σ’ αυτά. Η πραγματική αιτία εκφυλισμού των στεκιών είναι πως, ειδικά στην Ελλάδα, δεν υπάρχει σ’ αυτά ουσιαστικά κανένα πολιτικό πρόταγμα αλλά γενικά και αόριστα το ‘έλευθεριακό’ πρόταγμα που μπορεί να περιλαμβάνει από οπαδούς του Φουκώ, του Βέλτσου και μεταμοντέρνους ελευθεριάζοντες (!) μέχρι αναρχομαρξίζοντες , κοινοτιστές (που πολλές φορές δεν διαφέρουν πολύ από τους Καραμπελιάδες), Στιρνερικούς, Νιτσεϊκούς, νέο-καταστασιακούς, ταοϊστές (!!!) αλλά και όσον αφορά τον αναρχισμό συγκεκριμένα, οπαδούς του Κροπότκιν, του Μπακούνιν, αναρχοσυνδικαλιστές, φεντεραλιστές κ.α. Βέβαια, σε συμφωνία με την κυρίαρχη κομφορμιστική ιδεολογία, αυτό το μεταμοντέρνο μπάχαλο θεωρείται θετικός πλουραλισμός (πλουραλισμό τον οποίο εκμεταλλεύονται φυσικά οι προαναφερθέντες ρήτορες και περνάνε τη γραμμή τους με τον μανδύα της συλλογικότητας) χωρίς να γίνεται αντιληπτό πως αυτός ο πλουραλισμός καταλήγει σ’ έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή που δεν απειλεί καθόλου το σύστημα αφού το πολύ να οδηγήσει στην οργάνωση αποσπασματικών εκδηλώσεων και διαδηλώσεων χωρίς κανένα σοβαρό προβληματισμό για την ένταξη τους σε μια αντισυστημική στρατηγικη και συγκεκριμένο πρόταγμα.. Με άλλα λόγια, «η διαδήλωση για τη διαδήλωση» , «τα σπάμε για να τα σπάμε», «το στέκι για το στέκι» και πάει λέγοντας.

Αυτά δεν είναι άσχετα με το γεγονός πως οι αναρχικοί σήμερα δεν υιοθετούν κανένα πρόταγμα και ουσιαστικά (όπως ανέφερε ο Τάκης Φωτόπουλος στην ομιλία του στο εργατικό κέντρο) μας γυρίζουν πίσω στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν μετά τις αποτυχημένες εξεγέρσεις που γινόντουσαν χωρίς πολιτικό υπόβαθρο (π.χ. του 1848), οι λαοί κατάλαβαν πως μ’ αυτόν τον τρόπο δεν μπορεί να γίνει απειλητική μια κοινωνική εξέγερση, γι’ αυτό και επαναστάτες όπως ο Μαρξ ή ο Προυντόν και αργότερα οι Μπακούνιν και Κροπότκιν διατύπωσαν τα συγκεκριμένα προτάγματά τους. Οι αναρχικοί όμως, επιμένουν να τα αγνοούν όλα αυτά, συνεχίζοντας τα πειράματα με τις κομμούνες, τα στέκια και τις καταλήψεις χωρίς όμως να εντάσσουν οργανικά τις προσπάθειές τους αυτές σ’ ένα πολιτικό πρόγραμμα. Όμως, παρόμοια πειράματα γίνονται εδώ και μισό αιώνα από αναρχικούς στις Αγγλοσαξονικές χώρες, οι οποίοι έκαναν ακριβώς αυτή τη δουλειά, δηλαδή έχτιζαν ελευθεριακούς θεσμούς ο καθένας στη γειτονιά του, χωρίς όμως να κατορθώσουν ποτέ την παραμικρή σημαντική κοινωνική επιρροή.

Τα στέκια δηλαδή επαναλαμβάνουν με καθυστέρηση κάποιων δεκαετιών τις ολέθριες εμπειρίες των ξένων αναρχικών κινημάτων που ήδη έχουν οδηγήσει σε κρίση το αναρχικό κίνημα γενικά. Φυσικά, υπάρχει μια γενικότερη υποχώρηση των σοσιαλιστικών και εργατικών κινημάτων σαν συνέπεια της γενικότερης κατάρρευσης του κρατικιστικού σοσιαλισμού, τόσο του «υπαρκτού» όσο και της σοσιαλδημοκρατίας. Όμως αυτό θα μπορούσε ν αποτελέσει πηγή δύναμης του ελευθεριακου κινήματος εφόσον τελικά δικαιώθηκε ιστορικά ο ελευθεριακός έναντι του κρατικιστικού σοσιαλισμού. Αντί όμως τα σνσρχικά κινήματα να προχωρήσουν σε μια ελευθεριακή ανάλυση της σημερινής πραγματικότητας και να προβληματιστούν πάνω στα προτεινόμενα νέα ελευθεριακά προτάγματα (πχ κοινωνική οικολογία, περιεκτική δημοκρατία) συμπέραναν ότι η λύση είναι στη διαρκή αναζήτηση και πειραματισμό (κάτι παρόμοιο κάνει και η «ανανεωτική αριστερά» του Συν, ΑΚΟΑ κλπ αλλά αυτή δεν έχει και επιλογή, μετά τη κατάρρευση του προτάγματος της). Είναι φανερό ότι οι  αναρχικοί δεν θέλουν να προχωρήσουν σε αυτή την ανάλυση και προβληματισμό (κι ας μην το παραδέχονται). Ετσι, εφησυχάζουν στο μικρόκοσμο της ομάδας που τους προσφέρει και το απαραίτητο life style, γκομενιλίκια, συναναστροφές κλπ χωρίς να καταλαβαίνουν ότι αν  θέλεις ν αλλάξεις την κοινωνία πρέπει να απευθύνεσαι και σ’ αυτήν, συνεπώς πρέπει να έχεις προτάσεις οι οποίες θα είναι αλληλένδετες με την πραγματικότητα. διαφορετικά, ευλογείς τα γένια σου(η μάλλον τα ραστα σου μαλλιά ).  

Για μας στην Περιεκτική Δημοκρατία, τα στέκια θα μπορέσουν να ξανανθίσουν, πραγματικά αυτή τη φορά, μόνο αν οι οργανωτές τους θα προσπαθούσαν να στρέψουν τον προβληματισμό στις απόψεις ενός συγκεκριμένου πολιτικού προτάγματος, με τη δική του ανάλυση για το σημερινό σύστημα και την πολυδιάστατη κρίση, τη δική του εικόνα για τη μελλοντική κοινωνία, καθώς και με στρατηγική για τη μετάβαση σ’ αυτή, χωρίς αυτό βέβαια να εμποδίζει την ανταλλαγή απόψεων με άλλες απόψεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς, Μ’ αυτήν την έννοια, θα μπορούσαν να δημιουργηθούν στέκια κοινωνικών οικολόγων ή άλλων σοβαρών προταγμάτων, αλλά η δική μας πρόταση είναι για στέκια που θα προωθούσαν την άμεση, πολιτική, οικονομική, κοινωνική και οικολογική δημοκρατία, δηλαδή μια Περιεκτική Δημοκρατία. Η μεταβατική στρατηγική που περιγράφτηκε στο προηγούμενο τεύχος θα μπορούσε σχετικά ν' αποτελέσει  καρποφόρο πεδίο προβληματισμού για τον τρόπο με τον οποίο τα στέκια θα  ενσωματωνόντουσαν στη κοινωνία και θα έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στη διαδικασία συστημικής αλλαγής, αντί ν αποτελούν, όπως σήμερα, μια ελιτίστικη τελικά μορφή δράσης, όπου η αλλαγή λάιφ σταιλ είναι συγχρόνως μέσο και σκοπός.-   

 

   

Επιστροφή