Τα κείμενα για τις τάξεις που δημοσιεύονται στα τεύχη #8 (Α) και #9 (Β) βασίζονται στο άρθρο “Class Divisions Today: The Inclusive Democracy Approach”, του Τάκη Φωτόπουλου που δημοσιεύτηκε στο Democracy & Nature, Vol. 6,  No.(July  2000).  


Η προσέγγιση της Περιεκτικής Δημοκρατίας για τις ταξικές διαιρέσεις (A) & (B)

 

Εισαγωγή στην προσέγγιση της Περιεκτικής Δημοκρατίας για τις τάξεις σήμερα

Υπάρχουν τάξεις σήμερα;

Στις σημερινές μεταμοντέρνες συνθήκες οι «μεγάλες αφηγήσεις», όπως ο διαλεκτικός υλισμός του Marx, ή πιο πρόσφατα ο διαλεκτικός νατουραλισμός του Bookchin, είναι εκτός μόδας. Αυτό δεν είναι αναγκαστικά αθέμιτο επειδή είναι πράγματι αδύνατο να στηριχθούν σήμερα οποιοσδήποτε τέτοιες μεγάλες αφηγήσεις. Αυτό που είναι εντελώς αθέμιτο είναι το συμπέρασμα που συνάγουν πολλοί στην Αριστερά (ακόμη και στην πρώην-Μαρξιστική Αριστερά!) από την παραπάνω τοποθέτηση, ότι για χάριν της πολιτικής της «διαφοράς» και της «ταυτότητας», θα πρέπει επίσης να εγκαταλείψουμε κάθε αντίληψη των ταξικών διαιρέσεων και, επομένως, κάθε συνολικό πρόταγμα για την ανθρώπινη χειραφέτηση και να υποταχθούμε, αντίθετα, στο «αναπόφευκτο» της οικονομίας της αγοράς. Μια τυπική περιγραφή της θέσης του θανάτου της τάξης δίνεται από τους Jan Pakulski και Malcolm Waters (The Death of Class, 1996), που χωρίς κανένα δισταγμό δηλώνουν ότι:

Η τάξη είναι ντεμοντέ, ιδιαίτερα μεταξύ των υποστηρικτών της μεταμοντέρνας πρωτοπορίας και όσων υιοθετούν τις νέες πολιτικές που εστιάζονται στο φύλο, το περιβάλλον και το έθνος (...) Οι ταξικές διαιρέσεις χάνουν τον αυταπόδεικτο και καθολικό χαρακτήρα τους. Οι ταξικές ταυτότητες αμφισβητούνται από «νέους συσχετισμούς» και νέα κοινωνικά κινήματα (...) οι τάξεις εξαφανίζονται και οι πιο αναπτυγμένες κοινωνίες δεν είναι πλέον ταξικές κοινωνίες (...) η τάξη παραμένει σημαντική (μονάχα) στις «λιγότερο αναπτυγμένες χώρες» της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής.

Μολονότι οι ίδιοι συγγραφείς αναγνωρίζουν ότι η αποσύνθεση των τάξεων (ορισμένων με οικονομικούς όρους) δε συνεπάγεται επίσης μια μείωση στην κοινωνική ανισότητα ή, πολύ περισσότερο, το τέλος των κοινωνικών διαιρέσεων και συγκρούσεων, είναι προφανές ότι γι’ αυτούς η έννοια των κυρίαρχων και εξουσιαζόμενων ομάδων και, αντίστοιχα της ανάγκης για ένα συνολικό πρόταγμα για την ανθρώπινη χειραφέτηση δεν έχει νόημα πια. Φαίνεται ότι σύμφωνα με αυτήν την θέση, η μετα-βιομηχανική εποχή σάρωσε όχι μόνο την έννοια ενός συγκεκριμένου τύπου ταξικής κοινωνίας όπου οι τάξεις ορίζονται με οικονομικά κριτήρια αλλά ακόμη και την ίδια την έννοια της ταξικά διαιρεμένης κοινωνίας, όπου οι κοινωνικές διαιρέσεις είναι συστημικές (δηλαδή, ρητά ή υπόρητα αμφισβητούν τη νομιμότητα ενός ιεραρχικού συστήματος που δημιουργεί και αναπαράγει την ανισοκατανομή δύναμης η οποία είναι η απώτερη αιτία τέτοιων διαιρέσεων) και την αντικατέστησε με μια «μετα-ταξική κοινωνία», δηλαδή μια κοινωνία που είναι «εσωτερικά διαφοροποιημένη όσον αφορά την πρόσβαση σε οικονομικούς πόρους, πολιτική δύναμη και κύρος». Το προφανές συμπέρασμα είναι ότι σε μια «μετα-ταξική» κοινωνία δεν υπάρχουν ούτε κυρίαρχες κοινωνικές ομάδες και «άρχουσα ελίτ», ούτε ένα θεσμικό πλαίσιο που τις δημιουργεί και τις αναπαράγει. Συνεπώς, δεν υπάρχει ούτε ανάγκη να αναπτύξουμε μια απελευθερωτική πολιτική ή να αποπειραθούμε να εντοπίσουμε το απελευθερωτικό υποκείμενο μιας τέτοιας πολιτικής. Το μόνο που χρειάζεται είναι ένα είδος πολιτικής που θα έπαιρνε ρητά υπόψη τις παραπάνω «διαφοροποιήσεις» σε μια προσπάθεια να επιτύχει προοδευτική εξομάλυνση των διαφορών και κοινωνική αρμονία.   

Ωστόσο, όπως θα προσπαθήσουμε να δείξουμε, σήμερα, περισσότερο από ποτέ, χρειαζόμαστε όχι μόνο ένα νέο τύπο πολιτικής, που θα εμπεριέχει την πολιτική της διαφοράς ως τμήμα ενός γενικού προτάγματος για την ανθρώπινη χειραφέτηση, αλλά ακόμη ένα νέο είδος ανάλυσης που θα ερμήνευε τις ταξικές διαιρέσεις οι οποίες χαρακτηρίζουν τη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς (δηλαδή, το αυτορυθμιζόμενο σύστημα στο οποίο τα βασικά οικονομικά προβλήματα τι, πώς, και για ποιον παράγεται επιλύονται «αυτόματα», μέσω του μηχανισμού των τιμών και όχι μέσω συνειδητών κοινωνικών αποφάσεων). Αυτό το νέο είδος ανάλυσης και πολιτικής θα μπορούσε να βασιστεί στο πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας (ΠΔ) (βλ. Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία, 1999) το οποίο, με βάση  μια αντίληψη της δημοκρατίας που θεμελιώνεται στην ατομική και συλλογική αυτονομία, προσφέρει ένα ιδανικό πλαίσιο για να συζητηθεί η πολιτική της διαφοράς και της ταυτότητας. Επιπλέον, το πρόταγμα της ΠΔ, αν και είναι ένα γενικό πρόταγμα για την ανθρώπινη χειραφέτηση το οποίο ρητά αναγνωρίζει τη σημασία του θεσμικού πλαισίου και του «κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος», (δηλαδή, του συστήματος πεποιθήσεων, ιδεών και των αντίστοιχων αξιών που είναι συμβατό με τους πολιτικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς θεσμούς) δεν εμπεριέχει κάποια «μεγάλη αφήγηση». Η περιεκτική δημοκρατία εκλαμβάνεται ως το αποτέλεσμα μιας αυτο-στοχαστικής επιλογής για ατομική και συλλογική αυτονομία, και όχι ως το αποτέλεσμα μιας ιστορικής διαδικασίας που δημιουργεί τη δυνατότητα γι’ αυτήν. 

Αλλά, ας ξεκινήσουμε με την Μαρξιστική έννοια της τάξης η οποία, όπως θα δούμε στα επόμενα κείμενα, δεν είναι πια επαρκής για την ανάλυση των ταξικών διαιρέσεων σήμερα. 

Η Μαρξιστική αντίληψη της τάξης 

Το Κομουνιστικό Μανιφέστο των Marx και Engels βασίζεται σε ένα αφηρημένο μοντέλο της τάξης, στο οποίο η τάξη αναφέρεται πρωταρχικά σε διαφορές στην ιδιοκτησία των «μέσων της κοινωνικής παραγωγής», ενώ η συμμετοχή σε συγκεκριμένη τάξη είναι αποφασιστική στον καθορισμό των πολιτικών προτιμήσεων του ατόμου, του τρόπου ζωής που διαλέγει, της ποιότητας των υπηρεσιών Υγείας και εκπαίδευσης που απολαμβάνει, και φυσικά του πλούτου και του εισοδηματικού του επιπέδου. Ωστόσο, οι διαφορές στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και οι συνακόλουθες διαφορές στην κατανομή του πλούτου και του εισοδήματος συνιστούν μόνο το «αντικειμενικό» στοιχείο στην Μαρξιστική αντίληψη της τάξης, το οποίο, για αρκετούς Μαρξιστές συγγραφείς (Thompson, Πουλαντζάς και Arrighi, Hopkins και Wallerstein μεταξύ άλλων) αντιπροσωπεύει μόνο αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε την αναγκαία συνθήκη η οποία ορίζει την ιδιότητα του μέλους μιας τάξης. Η ταξική συνείδηση, δηλαδή η ενεργός επίγνωση της ταξικής ταυτότητας, συνιστά το «υποκειμενικό» στοιχείο, το οποίο είναι η ικανή συνθήκη ορισμού της ιδιότητας του μέλους μιας τάξης, εφόσον οι τάξεις γίνονται το συλλογικό υποκείμενο  το οποίο μπορεί να γράψει ιστορία  μόνο στο βαθμό που, ως τέτοιες, παλεύουν ενάντια σε άλλες τάξεις.        

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο στη Μαρξιστική έννοια της τάξης, στο οποίο δίνεται έμφαση από «ορθόδοξους» Μαρξιστές συγγραφείς, είναι ότι η τάξη δεν είναι μόνο μια μορφή διαστρωμάτωσης, ένα στρώμα στην ιεραρχική διάρθρωση, που διαφοροποιείται σύμφωνα με «οικονομικά» κριτήρια όπως το εισόδημα, τις ευκαιρίες στην αγορά ή την απασχόληση, αλλά μια κοινωνική σχέση, δηλαδή μια σχέση μεταξύ των σφετεριστών και των παραγωγών, στην οποία για να χρησιμοποιήσουμε τη διατύπωση του Marx «οι σφετεριστές απομυζούν το πλεόνασμα της εργασίας  από τους άμεσους παραγωγούς». Αυτή η διάκριση ανάμεσα στην τάξη ως μια μορφή διαστρωμάτωσης και την τάξη ως μια κοινωνική σχέση είναι σημαντική επειδή η τάση σήμερα μεταξύ νεο-Μαρξιστών, μετα-Μαρξιστών κτλ. είναι η απομάκρυνση από την τάξη, ως μια μορφή εξουσιαστικής σχέσης, προς την τάξη, ως μια μορφή ανισότητας – κάτι που φυσικά είναι ξένο προς τη σκέψη του Marx, όπως σωστά τονίζει η Anne Phillips (Which Equalities Matter? 1999). Έτσι, οι Μαρξιστές της «Ορθολογικής Επιλογής» μιλάνε για την κατανομή των «περιουσιακών στοιχείων» ή των «προσόντων», τονίζοντας την ανισότητα per se, παρά το γεγονός ότι η ανισότητα είναι μόνο το αποτέλεσμα της άνισης κατανομής της δύναμης και όχι η αιτία της.   

Τέλος, έχει ενδιαφέρον να συγκρίνουμε τη Μαρξιστική με τη Βεμπεριανή έννοια της τάξης, ιδιαίτερα σήμερα που επικρατεί σημαντική σύγχυση ακόμη και για την έννοια του ίδιου του καπιταλισμού και κάποιοι κοινωνικοί αναλυτές, μετά την κατάρρευση του κρατικιστικού σοσιαλισμού, ρητά ή σιωπηρά, αναφέρονται στη δυνατότητα επιστροφής σε μη-κορπορατίστικες, αν όχι προ-βιομηχανικές μορφές «καπιταλισμού» (τυπικό παράδειγμα ο Τσόμσκι που εναντιώνεται μόνο στον σημερινό κορπορατίστικο καπιταλισμό, σαν να ήταν δυνατό η δυναμική της οικονομίας της αγοράς να μην κατέληγε σ αυτή τη μορφή καπιταλισμού!, βλ. Τ. Φωτόπουλος, Ο καπιταλισμός του Τσόμσκι, ο μετά-καπιταλισμός του Άλμπερτ και η Περιεκτική Δημοκρατία, 2004). Για τον Weber, όπως επισημαίνει η Wood (Democracy Against Capitalism,1995), η τάξη ορίζεται από τις αγορές, δηλαδή από τις άνισες «ευκαιρίες στην αγορά» και όχι από τις εκμεταλλευτικές σχέσεις μεταξύ σφετεριστών και παραγωγών. Αυτός είναι ο λόγος που, για τον ίδιο, η αγορά εργασίας δεν είναι ένα καθοριστικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού αλλά απλώς μία ακόμη τεχνική εξέλιξη και ο καπιταλισμός ορίζεται ως μια περίπτωση «όπου μπορούμε να ανακαλύψουμε ότι η ιδιοκτησία είναι αντικείμενο εμπορίου σε μια οικονομία της αγοράς, και χρησιμοποιείται από τα άτομα για την επίτευξη κέρδους». Έτσι, για τον Weber, όπως παρατηρεί η Wood, υπάρχει καπιταλιστική οικονομία οπουδήποτε οι άνθρωποι ασχολούνται με την πραγματοποίηση εμπορικών κερδών.

Ωστόσο, είναι προφανές ότι ο Weber συγχέει την οικονομία της αγοράς με τις (προκαπιταλιστικές) αγορές στην περίοδο πριν την οικονομία της αγοράς.  Αυτή είναι μια καθοριστική διάκριση που γίνεται ξεκάθαρα από τον Polanyi, (The Great Transformation, 1957) αλλά όχι και από τον Weber, οδηγώντας σε αναπόφευκτη σύγχυση για την έννοια του «καπιταλισμού». Για τον Weber, η «οικονομική δράση» είναι η ανταλλαγή της αγοράς ενώ η παραγωγική δραστηριότητα είναι «οικονομική» μόνο στον βαθμό που εντάσσεται στις συναλλαγές της αγοράς. Όμως, ενώ ο Weber θεωρεί ανορθολογικούς οποιουσδήποτε εξω-οικονομικούς ελέγχους πάνω στις αγορές (πολιτικούς, θρησκευτικούς κτλ.) πράγμα που υπονοεί μια έννοια του καπιταλισμού που εμπεριέχει την αυτο-ρυθμιζόμενη αγορά την ίδια στιγμή επιμένει ότι η «καπιταλιστική οικονομία» έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αρχαιότητα, παρά την απουσία της αυτο-ρυθμιζόμενης αγοράς εκείνη την εποχή. 

Για να αποφευχθεί αυτού του είδους η εννοιολογική σύγχυση χρησιμοποιούμε τον όρο «οικονομία της αγοράς» αντί για τον «καπιταλισμό». Η χρήση της έννοιας της οικονομίας της αγοράς όχι μόνο κάνει σαφέστερη την ακριβή χρονολογία  ανάδυσης του νέου συστήματος αλλά ακόμη μας επιτρέπει να ορίσουμε σαφώς το διαφοροποιητικό χαρακτηριστικό ανάμεσα σε μια οικονομία της αγοράς και μια προκαπιταλιστική οικονομία με βάση το κριτήριο της ύπαρξης μιας αυτο-ρυθμιζόμενης αγοράς. Έτσι, μια οικονομία της αγοράς διακρίνεται από την προκαπιταλιστική οικονομία με βάση το κριτήριο του αν οι βασικές αποφάσεις για τον καταμερισμό των πόρων σε μια οικονομία σπάνεως, τι, πώς και για ποιον παράγεται λαμβάνονται μέσω της αγοράς ή όχι. Αυτό είναι παρόμοιο με το Μαρξιστικό κριτήριο του αν το πλεόνασμα της εργασίας αποσπάται μέσω οικονομικής ή εξω-οικονομικής κυριαρχίας, το οποίο, σιωπηρά αν όχι ρητά, επίσης αναφέρεται στην ύπαρξη μιας αυτο-ρυθμιζόμενης αγοράς. Επιπρόσθετα, η χρήση του κριτηρίου της αυτο-ρυθμιζόμενης αγοράς κάνει ξεκάθαρο το ότι η αγορά εργασίας δεν είναι απλώς ένα παραπροϊόν της ατομικής ιδιοκτησίας ή μια «τεχνολογική εξέλιξη», όπως υπέθετε ο Weber, αλλά κομμάτι του συστήματος της αυτο-ρυθμιζόμενης αγοράς. 

Στα επόμενα δυο άρθρα θα πραγματευτούμε την εξέλιξη των ταξικών διαιρέσεων, (που ορίζονται με οικονομικούς όρους), από τον καιρό της ανάδυσής τους στη φιλελεύθερη φάση της αγοραιοποίησης μέχρι σήμερα.

Οι τάξεις στη φιλελεύθερη και κρατικιστική νεωτερικότητα

Φάσεις αγοραιοποίησης και νεωτερικότητας 

Οι τάξεις, με τη Μαρξιστική έννοια της λέξης, αναπτύχθηκαν μόνο μετά την ανάδυση της οικονομίας της αγοράς, κάτι που ήταν αναπόφευκτο από τη στιγμή που η τεχνολογική επανάσταση την οποία εξέφραζε η Βιομηχανική Επανάσταση δεν συνοδεύτηκε από μια κοινωνική επανάσταση, η οποία θα είχε φέρει τα μέσα της μαζικής παραγωγής  κάτω από κοινωνικό έλεγχο. Η άνοδος της οικονομίας της αγοράς έθεσε σε κίνηση αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε διαδικασία αγοραιοποίησης, δηλαδή την ιστορική διαδικασία η οποία, μέσω της σταδιακής άρσης των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές  μεταμόρφωσε τις κοινωνικά ελεγχόμενες οικονομίες του παρελθόντος στις σημερινές οικονομίες της αγοράς. Ήταν την ίδια περίοδο που έγινε και ο χωρισμός της κοινωνίας από την οικονομία. Πριν, όπως επισήμανε ο Polanyi, οι παραγωγοί δεν παρήγαγαν για την αγορά εφόσον «όλα τα γνωστά σε εμάς οικονομικά συστήματα μέχρι το τέλος της φεουδαρχίας στη Δυτική Ευρώπη ήταν οργανωμένα με βάση τις αρχές είτε της αμοιβαιότητας, είτε της αναδιανομής, είτε της οικιακής οικονομίας (δηλαδή παραγωγής για προσωπική χρήση), ή κάποιου συνδυασμού και των τριών». Επομένως, μολονότι ταξικές διαιρέσεις, με την έννοια των συστημικών κοινωνικών διαιρέσεων, προφανώς υπήρχαν και σε συστήματα πριν την οικονομία της αγοράς, τέτοιες διαιρέσεις συνήθως εκφραζόντουσαν ως πολιτικές, πολιτιστικές ή θρησκευτικές διαιρέσεις και όχι ως οικονομικές, παρά το γεγονός ότι πελώριες ανισότητες στην κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου ήταν και τότε  εμφανείς. 

Mόλις όμως εγκαθιδρύθηκε η οικονομία της αγοράς, ξεκίνησε μια ακατάπαυστη κοινωνική πάλη με κέντρο την οικονομική σφαίρα. Σχηματικά, πρόκειται για μια πάλη μεταξύ των οικονομικών ελίτ που ελέγχουν την παραγωγή και την διανομή και της υπόλοιπης κοινωνίας. Οι οικονομικές ελίτ στόχευαν στην όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αγοραιοποίηση της εργασίας και της γης, δηλαδή στην ελαχιστοποίηση όλων των κοινωνικών ελέγχων πάνω σ’ αυτές, έτσι ώστε να μπορεί να διασφαλιστεί η ελεύθερη ροή των υπηρεσιών τους με ελάχιστο κόστος. Από την άλλη μεριά, αυτοί που ήταν στο άλλο άκρο, ιδιαίτερα η αναπτυσσόμενη εργατική τάξη, στόχευαν στη μεγιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων στην εργασία και τη γη, δηλαδή στη μεγιστοποίηση της αυτο-προστασίας της κοινωνίας ενάντια στα δεινά της οικονομίας της αγοράς και κυρίως την ανεργία και τη φτώχεια. Στο θεωρητικό και πολιτικό επίπεδο, αυτή η πάλη πήρε τη μορφή της σύγκρουσης ανάμεσα στον οικονομικό φιλελευθερισμό και το σοσιαλισμό. Ο πρώτος επεδίωκε να κάνει το οικονομικό σύστημα όσο πιο αυτο-ρυθμιζόμενο ήταν δυνατό, χρησιμοποιώντας ως κύρια μέσα του την έλλειψη κυβερνητικού παρεμβατισμού (laissez-faire), το ελεύθερο εμπόριο και τους ρυθμιστικούς ελέγχους. Ο δεύτερος επεδίωκε να προφυλάξει τους ανθρώπους (αλλά όχι και τη φύση, δεδομένης της σοσιαλιστικής ταύτισης της Προόδου με την οικονομική ανάπτυξη) καθώς και την παραγωγική οργάνωση, χρησιμοποιώντας ως κύρια μέσα τους κοινωνικούς ελέγχους πάνω στις αγορές. Αυτή η κοινωνική πάλη αποτέλεσε το κεντρικό στοιχείο της Ευρωπαϊκής ιστορίας, από τη Βιομηχανική Επανάσταση μέχρι την εποχή μας. Έτσι, την ανάδυση του πρώιμου οικονομικού φιλελευθερισμού, ακολούθησε η άνοδος του κρατισμού, δηλαδή, της περιόδου ενεργού κρατικού  ελέγχου πάνω στην  οικονομία και εκτεταμένου παρεμβατισμού του στον αυτο-ρυθμιζόμενο μηχανισμό της αγοράς, που είχε ως στόχο τον άμεσο καθορισμό του επιπέδου της οικονομικής δραστηριότητας. Για τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, ο στόχος ήταν ο σοσιαλιστικός κρατισμός, δηλαδή η κατάληψη της κρατικής εξουσίας, με νόμιμα ή επαναστατικά μέσα, ως την αναγκαία συνθήκη για να επιτευχθεί ριζική κοινωνική αλλαγή στην κατεύθυνση του δραστικού ελέγχου της οικονομίας της αγοράς. 

Οι φάσεις της αγοραιοποίησης που συνόδευσαν την άνοδο των αντίστοιχων κινημάτων (φιλελεύθερη φάση, κρατικιστική φάση και η σημερινή νεοφιλελεύθερη φάση) που αποτελούν και τις κύριες φάσεις της νεωτερικότητας, σφραγίστηκαν από σημαντικές ταξικές αλλαγές. Έτσι, οι οικονομικές τάξεις με τη Μαρξιστική έννοια που σχηματίστηκαν στη φιλελεύθερη φάση, αναδιαρθρώθηκαν στη διάρκεια της κρατικιστικής φάσης και, τελικά, άρχισαν να εξασθενίζουν στη σημερινή νεοφιλελεύθερη φάση. Αλλά ας εξετάσουμε πιο λεπτομερώς τις ταξικές αλλαγές στη διάρκεια αυτών των τριών φάσεων.

Η ανάδυση των τάξεων στη φιλελεύθερη νεωτερικότητα 

Παρ’ όλο που, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, οι τάξεις με τη Μαρξιστική έννοια αναπτύχθηκαν κατά τη φιλελεύθερη φάση της αγοραιοποίησης, ωστόσο, από την παραδειγματική σκοπιά της Περιεκτικής Δημοκρατίας, οι σχέσεις ιδιοκτησίας ήταν μόνο η αναγκαία συνθήκη που οδήγησε στη δημιουργία των τάξεων. Η ικανή συνθήκη ήταν η ανάδυση της οικονομίας της αγοράς, χωρίς την οποία η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής δε θα είχε αναγκαστικά οδηγήσει στη δημιουργία της καπιταλιστικής τάξης. Αυτό το αναλυτικό πλαίσιο μπορεί ακόμη να ξεπεράσει τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα κάποιοι νεο-Μαρξιστές συγγραφείς (βλ. Gil Eyal κ.α., Making Capitalism Without Capitalists, 1998) στην προσπάθειά τους να εξηγήσουν τη μετάβαση σε αυτό που αποκαλούν «καπιταλισμό χωρίς καπιταλιστές» στην Ανατολική Ευρώπη, όπου, πριν από την εισαγωγή των μηχανισμών της αγοράς, δεν υπήρχε καμία τάξη με δικαίωμα ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. 

Ο σχηματισμός οικονομικών τάξεων είχε ως επακόλουθο όχι μόνο ότι οι κύριες διαιρέσεις στην κοινωνία ήταν οικονομικές, αλλά επίσης ότι αυτές οι οικονομικές διαιρέσεις είχαν δημιουργήσει νέες πολιτιστικές «κοινότητες» που μοιράζονταν την ίδια κουλτούρα, καθώς και νέες πολιτικές «κοινότητες» που μοιράζονταν το ίδιο είδος πολιτικής κ.ο.κ. Φυσικά, η διαδικασία της δημιουργίας ενός νέου κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος με βάση την οικονομία της αγοράς διευκολύνθηκε τεράστια από το γεγονός ότι η κυρίαρχη τάξη με την Μαρξιστική έννοια, η οποία είχε στην ιδιοκτησία της τα μέσα παραγωγής, ήταν επίσης σε θέση να επηρεάζει αποφασιστικά την παραγωγή ιδεολογίας και κουλτούρας, μέσω των ιδεολογικών μηχανισμών που είχε στον έλεγχό της. Τον έλεγχο αυτό ασκούσε είτε άμεσα, μέσω της ιδιοκτησίας και του ελέγχου των ΜΜΕ, είτε έμμεσα, μέσω του κράτους, το οποίο ήταν δεσμευμένο στην ιδεολογία της οικονομίας της αγοράς. 

Ωστόσο, το γεγονός ότι οι οικονομικές τάξεις που σχηματίζονταν εκείνη την εποχή «ορίζονταν» με όρους ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, σήμαινε ότι το φύλο, η φυλή, και άλλες κατηγορίες «ταυτότητας», π.χ. η εθνική ταυτότητα, έμειναν έξω από τους ταξικούς φραγμούς και απέκτησαν ένα δια-ταξικό χαρακτήρα που αποδείχθηκε ότι είχε καθοριστικές συνέπειες αργότερα. Έτσι, πρώτον, ιεραρχικές δομές, όπως οι δομές της πατριαρχικής οικογένειας, όχι μόνο έμειναν ανεπηρέαστες από την άνοδο των τάξεων, αλλά, στην πραγματικότητα, βρισκόντουσαν σε μια διαδικασία αλληλεπίδρασης με τις ταξικές δομές και έγιναν ένα βασικό μέσο αναπαραγωγής τους. Δεύτερον, η παράλληλη άνοδος του έθνους-κράτους έθεσε τα θεμέλια για συγκρούσεις εθνικιστικού χαρακτήρα, οι οποίες, παρά τις προσπάθειες πολλών σοσιαλιστών και των περισσότερων αναρχικών, συνήθως υπερίσχυαν των ταξικών αντιθέσεων στις μεγάλες συγκρούσεις ανάμεσα στα έθνη-κράτη του 20ου αιώνα. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι η άνοδος της «πολιτικής ταυτότητας», που απέκτησε μεγάλη δυναμική στο τέλος του 20ου αιώνα μετά την πτώση του κρατικιστικού σοσιαλισμού, έχει σχεδόν ολοκληρωτικά αποδυναμώσει την ταξική πολιτική με τη Μαρξιστική έννοια. Πρέπει ακόμη να παρατηρήσουμε ότι οι περίτεχνες εκλεπτύνσεις των Μαρξιστικών ταξικών εννοιών από τον Πουλαντζά και άλλους δεν κατάφεραν να καλύψουν μη-ταξικές διαφορές όπως οι παραπάνω. Ο λόγος είναι ότι αυτές οι περίπλοκες αναδιατυπώσεις των Μαρξιστικών ταξικών εννοιών βασιζόντουσαν πάντοτε σε οικονομικές κατηγορίες και ιδιαίτερα στη θεμελιώδη έννοια του «τρόπου παραγωγής», η οποία εντοπίζει όλες τις παραπάνω κοινωνικές σχέσεις στην οικονομική σφαίρα. Όμως, δύσκολα θα μπορούσε κανείς να εξηγήσει τις πατριαρχικές σχέσεις, λόγου χάρη, με αναφορά στην συνάρθρωση διαφόρων τρόπων παραγωγής μέσα σε έναν κοινωνικό σχηματισμό αν και οι Μαρξίστριες-φεμινίστριες έκαναν σκληρή σχετική προσπάθεια.

Συγχρόνως, η άνοδος της οικονομίας της αγοράς συνοδεύθηκε από την εγκαθίδρυση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, γεγονός που είχε καθοριστικές συνέπειες σε σχέση με το διαχωρισμό της κοινωνίας από την πολιτεία. Έτσι, από τη μια μεριά, η άνοδος του έθνους-κράτους έπαιξε έναν καθοριστικό ρόλο στην εγκαθίδρυση των θεσμών της οικονομίας της αγοράς και οδήγησε στο διαχωρισμό της κοινωνίας από την οικονομία και, από την άλλη, η εγκαθίδρυση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, ουσιαστικά, συμπλήρωσε τη διαδικασία συγκέντρωσης της οικονομικής δύναμης (στην οποία οδήγησε η δυναμική της οικονομίας της αγοράς) μέσω της παράλληλης διαδικασίας συγκέντρωσης της πολιτικής δύναμης (που επιτεύχθηκε μέσω της δυναμικής της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας). Όπως γράφει η Wood (Democracy Against Capitalism, 1995): 

Μια εξ ολοκλήρου νέα αντίληψη της δημοκρατίας εκτόπισε την αρχαία Ελληνική ιδέα, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα την άμβλυνση του νοήματος της δημοκρατίας (...) η δημοκρατία μπορούσε τώρα να περιοριστεί σε μια επίσημα χωριστή «πολιτική» σφαίρα, ενώ η οικονομία ακολουθούσε τους δικούς της κανόνες (...) «η αντιπροσωπευτική «δημοκρατία», μια ιδέα χωρίς κανένα ιστορικό προηγούμενο στον αρχαίο κόσμο, (είναι) μια Αμερικανική καινοτομία (...) όχι η άσκηση πολιτικής εξουσίας, αλλά η παραίτηση από αυτήν, η μεταφορά της σε άλλους, η αλλοτρίωσή της»

Είναι φανερό ότι αυτή η νέα μορφή «δημοκρατίας», όπως δείχθηκε στο Περιεκτική Δημοκρατία και  τονίστηκε από τη Wood, είχε ελάχιστη αν είχε οποιαδήποτε σχέση με την κλασσική Αθηναϊκή δημοκρατία, η οποία θεσμοποίησε την ισοκατανομή της πολιτικής δύναμης μεταξύ των πολιτών. Αλλά τα πράγματα δεν ήταν πάντοτε έτσι. Όπως επισημαίνει η Wood πάλι, ακόμη και μέχρι το τελευταίο τέταρτο του δέκατου-όγδοου αιώνα και τουλάχιστο μέχρι την Αμερικάνικη αναδιατύπωση του όρου, η επικρατέστερη σημασία της «δημοκρατίας» στο λεξιλόγιο τόσο των υποστηρικτών όσο και των επικριτών της, ήταν ουσιαστικά η έννοια που δόθηκε στη λέξη από την κλασσική Αθήνα, δηλαδή η διακυβέρνηση από το δήμο, το «λαό», με τη διττή σημασία της πολιτικής υπόστασης και της κοινωνικής κατηγορίας. Το γεγονός αυτό μπορεί να εξηγήσει τη συστηματική προσπάθεια των κυρίαρχων τάξεων όχι μόνο να αμαυρώσουν την έννοια της γνήσιας δημοκρατίας αλλά επίσης να την επαναπροσδιορίσουν ως αντιπροσωπευτική «δημοκρατία». Η φιλελεύθερη δημοκρατία (ή όπως εύστοχα την αποκαλούσε ο Καστοριάδης φιλελεύθερη ολιγαρχία) αντικατέστησε την γνήσια Αθηναϊκή αντίληψη της δημοκρατίας ενώ η παθητική άσκηση συνταγματικών και διαδικαστικών δικαιωμάτων και εγγυήσεων αντικατέστησε την ενεργητική άσκηση της εξουσίας από το σώμα των πολιτών. Επιπρόσθετα, η δυναμική της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» έχει οδηγήσει, στα τελευταία εκατό χρόνια περίπου, αρχικά σε μια μετατόπιση από την κοινοβουλευτική δημοκρατία στην κομματική δημοκρατία, στην οποία οι κύριες πολιτικές αποφάσεις παίρνονται από μια μικρή ελίτ επαγγελματιών πολιτικών του κυβερνώντος κόμματος, και, στη συνέχεια, στην παρούσα κατάσταση στην οποία όλη η πολιτική δύναμη συγκεντρώνεται σε λίγα χέρια γύρω από το πρωθυπουργικό (ή το προεδρικό) γραφείο. 

Τέλος, η έννοια της κοινωνίας των πολιτών, που πρωτοεμφανίστηκε το δέκατο-όγδοο αιώνα, ήταν απολύτως συμβατή με το διαχωρισμό της κοινωνίας από την οικονομία και την πολιτεία, δηλαδή τη διαίρεση σε πολιτικές και οικονομικές σφαίρες. Δεν είναι επομένως τυχαίο ότι το σοσιαλιστικό κίνημα και ιδιαιτέρως η ελευθεριακή πτέρυγα του πάντοτε διεκδικούσε την επανενσωμάτωση της οικονομίας και την πολιτείας με την κοινωνία. Επιπλέον, δεν είναι άξιο απορίας ότι η κατάρρευση του σοσιαλιστικού κρατισμού, που συνοδεύθηκε από τη παρούσα ηττοπάθεια της Αριστεράς, έχει οδηγήσει το μεγαλύτερο μέρος της λεγόμενης Αριστεράς σήμερα (διανοούμενους καθώς και πολιτικούς στα σοσιαλδημοκρατικά και Πράσινα κόμματα, πρώην Μαρξιστές, νεο-Μαρξιστές και άλλους) στο να υιοθετήσει το αίτημα για την ενίσχυση της «κοινωνίας των πολιτών», δηλαδή την ενδυνάμωση των διαφόρων δικτύων που είναι αυτόνομα από τον κρατικό έλεγχο (σωματεία, εκκλησίες, κινήσεις πολιτών, κοοπερατίβες, γειτονιές, σχολές σκέψης κτλ.). Αναπόφευκτα, όπως επεσήμανε ο George Lafferty, στη μετα-Μαρξιστική ανάλυση, η «πολιτική της κοινωνίας των πολιτών» έχει αντικαταστήσει την «ταξική πολιτική».

Οι ταξικές αναδιαρθρώσεις στην κρατικιστική νεωτερικότητα 

Η φιλελεύθερη φάση της αγοραιοποίησης και της νεωτερικότητας έφτασε στο τέλος της όταν, ως αποτέλεσμα της αποσύνθεσης της παγκόσμιας οικονομίας και της κατάρρευσης του Κανόνα Χρυσού, όλες οι μεγάλες χώρες εισήλθαν σε μια περίοδο ενεργού κρατικού παρεμβατισμούֹ με άλλα λόγια εισήλθαν στην περίοδο του κρατισμού. Αυτό ήταν ένα γεγονός που σηματοδότησε μια νέα φάση στη διαδικασία αγοραιοποίησης, μια φάση που, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς, αποτελούσε τη λογική κατάληξη του προστατευτισμού, ο οποίος άνθισε κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου και μετά απ’ αυτόν και έφτασε στο απόγειό του τη δεκαετία του 1930, με την υιοθέτηση πολλών άμεσων περιορισμών στο εμπόριο (έλεγχοι στις εισαγωγές και εξαγωγές, ποσοστώσεις, συναλλαγματικοί έλεγχοι). 

Κατά τη διάρκεια της κρατικιστικής φάσης της νεωτερικότητας, η οποία φούντωσε στην περίοδο αμέσως μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το κράτος στις αναπτυγμένες οικονομίες της αγοράς παρενέβη με δύο βασικούς τρόπους στη λειτουργία του συστήματος της αγοράς:

Στο κοινωνικό επίπεδο, η κρατικιστική φάση χαρακτηριζόταν από συνθήκες σχετικά ασφαλούς απασχόλησης, επέκτασης της αγοράς εργασίας (ως αποτέλεσμα της μαζικής εισόδου των γυναικών στην παραγωγή κατά το μεταπολεμικό μπουμ), καθώς και πίστης σε ένα μέλλον συνεχούς οικονομικής ανάπτυξης και επέκτασης του κράτους πρόνοιας. Οι παραπάνω παράγοντες, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η εργατική τάξη εξακολουθούσε να είναι αριθμητικά ισχυρή, είχε οδηγήσει στην ανάδυση ενός ισχυρού συνδικαλιστικού κινήματος το οποίο ασκούσε σημαντική επιρροή στον έλεγχο της αγοράς. Μια νέα κοινωνική συναίνεση επιτεύχθηκε, η οποία στηριζόταν στη ρητή ή σιωπηρή συμφωνία μεταξύ κεφαλαίου και συνδικάτων, και των πολιτικών κομμάτων που αντιπροσώπευαν τα αντίστοιχα συμφέροντά τους, με στόχο την αναπαραγωγή της μεικτής οικονομίας, δηλαδή του οικονομικού συστήματος που εξέφραζε αυτό που ονομάστηκε «σοσιαλδημοκρατική συναίνεση». Η συναίνεση αυτή ενείχε την από μέρους του κράτους δέσμευση για την εξασφάλιση υψηλών επίπεδων απασχόλησης και ενός «κοινωνικού μισθού» (που έπαιρνε τη μορφή διαφόρων κοινωνικών υπηρεσιών), με αντάλλαγμα την ανάληψη, από την πλευρά των συνδικάτων, της δέσμευσης για συγκράτηση των εργατικών διεκδικήσεων σε τέτοια επίπεδα, ώστε η αύξηση των πραγματικών μισθών (αύξηση των μισθών μείον το ποσοστό πληθωρισμού) να μην ξεπερνά την αύξηση της παραγωγικότητας. Η συμφωνία αυτή έπαιρνε συνήθως τη μορφή εισοδηματικών πολιτικών (δηλαδή ελέγχων πάνω στους μισθούς και στις τιμές), που διαμορφωνόντουσαν στο πλαίσιο τριμερών συμφωνιών μεταξύ εργασίας, κεφαλαίου και κυβέρνησης. Οι πολιτικές αυτές, σε ολόκληρη την περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη σταθεροποίηση των καπιταλιστικών οικονομιών.  

Ωστόσο, αυτές οι συμφωνίες έπαιξαν ακόμη έναν σημαντικό ρόλο από την ταξική σκοπιά: μέσω αυτών, το έθνος-κράτος δημιούργησε ταξικούς σχηματισμούς στο εθνικό επίπεδο, στην ουσία, αναπαράγοντας τους. Έτσι, όπως επισημαίνουν ο Pakulski και ο Waters, οι βελτιώσεις στο κράτος πρόνοιας έγιναν ο πυρήνας των εργατικών διεκδικήσεων, και το κορπορατίστικο κράτος «έγινε ο διαιτητής σε έναν ειρηνικό και πειθαρχημένο ταξικό αγώνα καθώς και το κεντρικό πεδίο για την δημοκρατική ταξική πάλη», ενώ συγχρόνως επαναπροσδιοριζόταν επίσημα η ταξική διάρθρωση, με την παραχώρηση στις τάξεις προνομιακής πρόσβασης στη διαμόρφωση της πολιτικής. Συγχρόνως, η επέκταση του κράτους πρόνοιας, και το παράλληλο μεταπολεμικό οικονομικό μπουμ έκαναν δυνατή τη μαζική είσοδο των γυναικών στην παραγωγή ιδιαίτερα στον σημαντικά διευρυμένο δημόσιο τομέα, οδηγώντας σε μια αναδιάρθρωση των πατριαρχικών δομών.  

Τέλος, τεχνολογικές και οικονομικές εξελίξεις στη διάρκεια αυτής της φάσης οδήγησαν σε μια αποσύνθεση των τάξεων με τη Μαρξιστική έννοια. Έτσι, ως αποτέλεσμα του διαχωρισμού της ιδιοκτησίας από τον έλεγχο, στον οποίο οδήγησε η επέκταση των ανώνυμων εταιριών, η καπιταλιστική τάξη  διαιρέθηκε σε μετόχους και μάνατζερ. Συγχρόνως, ως αποτέλεσμα αλλαγών στην τεχνολογία, η εργατική τάξη διαιρέθηκε αντίστοιχα σε ειδικευμένους, ημι-ειδικευμένους και ανειδίκευτους. Παρόμοιες εξελίξεις σημειώθηκαν στην μεσαία τάξη η οποία διαιρέθηκε σε διοικητικά γραφειοκρατικά στελέχη και υπηρεσιακό προσωπικό, οδηγώντας στην άνοδο μιας νέας μεσαίας τάξης. Έτσι, ένας νέος γραφειοκρατικός καπιταλισμός αναδύθηκε, που έχει επιδέξια περιγραφεί από τον Καστοριάδη στο πολύ γνωστό δοκίμιό του «Σύγχρονος καπιταλισμός και Επανάσταση». Ωστόσο, παρά την αποσύνθεση των τάξεων στο μικρο-οικονομικό επίπεδο, μπορεί κανείς να παρατηρήσει στο εθνικό, δηλ. στο μακρό-οικονομικό επίπεδο, τη σταδιακή θεσμοποιηση με τον αποφασιστικό σχετικά κρατικό ρόλο οργανωμένων εθνικών τάξεων, κυρίως ως ταξικών κομμάτων και συνδικάτων. Αυτές οι εθνικές τάξεις ήταν πολιτισμικά ετερογενείς και κατακερματισμένες, αλλά τις χαρακτήριζε, επίσης, ένας υψηλός βαθμός πολιτικής-ιδεολογικής συνοχής.  

Στο επόμενο άρθρο θα δούμε πως η κατάρρευση της κρατικιστικής φάσης της νεωτερικότητας οδήγησε σε σημαντικές αλλαγές στην ταξική διάρθρωση κατά τη σημερινή νεοφιλελεύθερη φάση.

Οι τάξεις στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση

Η παγκοσμιοποίηση και το τέλος της κρατικιστικής νεωτερικότητας

Η κρατικιστική φάση ωστόσο δεν διήρκησε παραπάνω από 40 περίπου χρόνια (μέσα της δεκαετίας του 1930 – μέσα της δεκαετίας του 1970). Ο βασικός λόγος της κατάρρευσης του κρατισμού ήταν, όπως δείχθηκε στο Περιεκτική Δημοκρατία, η παρούσα παγκοσμιοποίηση, ή σωστότερα, για τους λόγους που αναπτύχθηκαν εκεί, η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς. Η διεθνοποίηση, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν παλαιολιθικοί σοσιαλδημοκράτες και άλλοι, δεν είναι ούτε μια «συνωμοσία» των νεοφιλελεύθερων ελίτ, ούτε μια ιδεολογία για να δικαιολογήσει το νεοφιλελευθερισμό. Αν και ενθαρρύνθηκε από τις καπιταλιστικές ελίτ (π.χ. οι γύροι της GATT) η διεθνοποίηση ήταν βασικά το αποτέλεσμα «αντικειμενικών» παραγόντων που αναφέρονταν στη δυναμική της οικονομίας της αγοράς, και συγκεκριμένα, την επέκταση της δραστηριότητας των πολυεθνικών επιχειρήσεων και την παράλληλη ανάπτυξη της αγοράς του ευρωδολαρίου, η οποία έπαιξε βασικό ρόλο στην μετέπειτα άρση των ελέγχων πάνω στη κίνηση κεφαλαίου και συναλλάγματος. Η αυξανόμενη διεθνοποίηση είχε ως συνέπεια η ανάπτυξη της οικονομίας της αγοράς να στηρίζεται, με εντεινόμενο ρυθμό, στη διεύρυνση της παγκόσμιας αγοράς παρά στη διεύρυνση της εγχώριας αγοράς, όπως συνέβαινε πριν γεγονός που είχε πολύ σημαντικές επιπτώσεις σε σχέση με τον οικονομικό ρόλο του κράτους. 

Το κράτος, σε μια οικονομία όπου το κεφάλαιο, το χρήμα και τα εμπορεύματα ήταν ελεύθερα να κινούνται μεταξύ χωρών, δεν ήταν πλέον σε θέση να καθορίζει το επίπεδο της οικονομικής δραστηριότητας και της απασχόλησης με τα συνηθισμένα μέσα του εκτεταμένου δημόσιου τομέα και της άμεσης παρέμβασης στην συνολική ζήτηση. Και αυτό για δύο λόγους. Πρώτον, μια ανοιχτή αγορά για τα εμπορεύματα σημαίνει ότι όσο εντείνεται ο ανταγωνισμός, τόσο το κόστος παραγωγής γίνεται πολύ πιο σημαντικό απ’ ότι πριν για τον καθορισμό της κερδοφορίας. Η συμπίεση, επομένως, του κόστους παραγωγής μέσω της συμπίεσης είτε του κόστους εργασίας είτε των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών που επιβαρύνουν τους εργοδότες γίνεται αποφασιστική στη διατήρηση ή επέκταση των κερδών. Όμως, η συμπίεση του κόστους παραγωγής απαιτεί μια δραστική μείωση του κρατισμού, αφού ο κρατισμός ήταν υπεύθυνος για τη σημαντική αύξηση του κόστους παραγωγής κατά την περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, τόσο άμεσα (λόγω της  φορολογικής χρηματοδότησης του κράτους πρόνοιας) όσο και έμμεσα (λόγω των πληθωριστικών πιέσεων στους μισθούς/ημερομίσθια που δημιουργούνται σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης). Δεύτερον, μια ανοιχτή αγορά για το χρήμα και το κεφάλαιο σημαίνει ότι κανένα κράτος δεν μπορεί να ακολουθήσει πια μια οικονομική πολιτική που δεν την «εμπιστεύεται» το διεθνές κεφάλαιο. Έτσι, καμία εθνική κυβέρνηση δεν μπορεί σήμερα να ακολουθήσει οικονομικές πολιτικές που αποδοκιμάζονται από τις αγορές κεφαλαίου, οι οποίες έχουν τη δύναμη να δημιουργήσουν αφόρητη οικονομική πίεση στη δανειοληπτική ικανότητα, την αξία του νομίσματος  και τις επενδυτικές ροές της αντίστοιχης χώρας.       

Η παρούσα, επομένως, μορφή της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς μπορεί να θεωρηθεί ότι ολοκληρώνει τον κύκλο που ξεκίνησε τον περασμένο αιώνα όταν δοκιμάστηκε μια φιλελεύθερη εκδοχή της. Έτσι, μετά την κατάρρευση της πρώτης απόπειρας για την εισαγωγή ενός αυτο-ρυθμιζόμενου οικονομικού συστήματος, μια νέα σύνθεση επιχειρείται σήμερα. Στόχος της νέας σύνθεσης είναι να αποφευχθούν οι ακραίες συνέπειες του καθαρού φιλελευθερισμού, μέσω του συνδυασμού ουσιαστικά αυτορυθμιζόμενων αγορών με διάφορα είδη ασφαλιστικών δικτύων και ελέγχων που εξασφαλίζουν μια προνομιούχα θέση, κυρίως για την «υπερτάξη» και δευτερευόντως για την «νέα μεσαία τάξη», καθώς και την απλή επιβίωση της «υπόταξης» χωρίς όλα αυτά να θίγουν την ουσία της διαδικασίας αυτορύθμισης. Κατά συνέπεια, το έθνος-κράτος εξακολουθεί να έχει έναν σημαντικό ρόλο να παίξει σήμερα, όχι μόνο διασφαλίζοντας, με το μονοπώλιο της βίας που κατέχει, το θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς, αλλά και συντηρώντας την υποδομή για την ομαλή λειτουργία της νεοφιλελεύθερης οικονομίας. 

Η διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, που έχει ανθήσει από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, οδήγησε σε μια νέα «νεοφιλελεύθερη συναίνεση» η οποία είχε σημαντικές συνέπειες στο οικονομικό, καθώς και στο κοινωνικό, στο πολιτιστικό και το πολιτικό επίπεδο. Ο σκληρός πυρήνας αυτής της συναίνεσης συνίσταται στο στόχο της ελαχιστοποίησης των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές οι οποίοι είχαν εισαχθεί κατά τη διάρκεια της κρατικιστικής φάσης της διαδικασίας αγοραιοποίησης. Έτσι, οι εθνικοποιήσεις, οι πολιτικές πλήρους απασχόλησης, το κράτος πρόνοιας καθώς και το τριμερές σύστημα (κράτος συνδικάτα κεφάλαιο) οικονομικής εξουσίας έγιναν οι κύριοι στόχοι της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης.

Οι ριζικές ταξικές αλλαγές στη νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα 

Οι ταξικές συνέπειες αυτών των εξελίξεων ήταν κρίσιμες, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς και η υιοθέτηση νεοφιλελεύθερων πολιτικών συνέπεσαν με σημαντικές τεχνολογικές αλλαγές (επανάσταση στην πληροφορική), που σηματοδότησαν τη μετάβαση της οικονομίας της αγοράς σε μια μεταβιομηχανική φάση. Το αποτέλεσμα που προέκυψε από τη συνδυαστική δράση των παραγόντων αυτών ήταν μια δραστική αλλαγή στη διάρθρωση της απασχόλησης που είχε αποτέλεσμα τη μαζική συρρίκνωση της χειρωνακτικής εργατικής τάξης. Για παράδειγμα, στην «Ομάδα των εφτά» (χωρίς τον Καναδά), το ποσοστό του ενεργού πληθυσμού που απασχολούνταν στη μεταποίηση έπεσε περισσότερο από το ένα τρίτο στη περίοδο από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990 – γεγονός που είχε σημαντικές επιπτώσεις όσον αφορά στη δύναμη και τη σημασία των συνδικάτων και των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Έτσι, στις ΗΠΑ τα συνδικάτα αποδεκατίστηκαν μέσα σε δύο μόλις δεκαετίες, με τα μέλη τους να μειώνονται από 35 περίπου εκατομμύρια σε 15, ενώ στη Βρετανία, δεκατέσσερα χρόνια θατσερισμού ήταν αρκετά για να μειώσουν τα μέλη των συνδικάτων από 13,3 εκατομμύρια το 1979 σε λιγότερο από 9 εκατομμύρια το 1993. Παρόμοιες τάσεις παρατηρούνται και στο ποσοστό των μελών συνδικάτων στο Βέλγιο, τη Δανία, τη Φινλανδία, τη Νορβηγία και ακόμη και την Σουηδία. 

Χρησιμοποιώντας αποκλειστικά οικονομικές κατηγορίες, μπορούμε να δούμε τις παρακάτω ταξικές διαιρέσεις στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Στα δύο άκρα της οικονομικής ταξικής διαίρεσης βρίσκονται η υποτάξη και η υπερτάξη. Η υποτάξη αποτελείται κυρίως από τους άνεργους και εκείνους από τον ανενεργό πληθυσμό (ο οποίος δεν αποτελείται πια απλώς από γυναίκες που μένουν στο σπίτι, αλλά κυρίως από άντρες σε εργάσιμη ηλικία και ανύπαντρους γονείς) και τους υποαπασχολούμενους (μερικώς απασχολούμενοι, περιστασιακά απασχολούμενοι κτλ.) που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας. Επομένως, η υποτάξη περιλαμβάνει μια ποικιλία μη προνομιούχων ατόμων που περιλαμβάνει από  συνταξιούχους και ανύπαντρους γονείς που επιδοτούνται από το κράτος μέχρι τους νεόπτωχους χαμηλόμισθους, τους μετανάστες, τους άνεργους και τους άστεγους. Στη Βρετανία έχει εκτιμηθεί ότι αυτοί που βρίσκονται σε «απόλυτα μειονεκτική θέση» (που ορίζονται με παρόμοια κριτήρια όπως και τα μέλη της υποτάξης) αποτελούν περίπου το 30% του ενήλικου εργαζόμενου πληθυσμού, που ελέγχει λιγότερο από το 14% του εισοδήματος. Είναι επίσης ξεκάθαρο ότι υπάρχει ένας δυσανάλογα μεγάλος αριθμός γυναικών, μαύρων και άλλων «πολιτών δεύτερης κατηγορίας» (εθνικές μειονότητες κ.τ.λ.) στην υποτάξη, ως αποτέλεσμα της αντίστοιχης έλλειψης πολιτικής και οικονομικής δύναμης η οποία χαρακτηρίζει πολλά μέλη των κοινωνικών αυτών ομάδων σε σχέση με τους πολίτες πρώτης κατηγορίας. 

Στο άλλο άκρο της κλίμακας βρίσκεται η νέα υπερτάξη, δηλαδή τα ανώτερα στρώματα της μεσαίας τάξης, που έχουν δημιουργηθεί από τη διαδικασία αγοραιοποίησης, τα οποία αυτο-απομονώνονται σε περιφραγμένες περιοχές σε γκέτο πολυτελείας που συμπληρώνουν τα γκέτο μιζέριας της υποτάξης. Μια πρόσφατη έρευνα στη Βρετανία έδειξε ότι, το 1999, το 5% του πληθυσμού κατέτασσε τον εαυτό του στην ανώτερη μεσαία τάξη (ενώ το 1955 το ποσοστό ήταν 2%). Επομένως, τα ανώτερα στρώματα της μεσαίας τάξης, μαζί με την ίδια την ανώτερη τάξη (δηλ. τους πολύ πλούσιους οι οποίοι στη Βρετανία είναι περίπου το 1% του πληθυσμού), αποτελούν ένα πολύ μικρό ποσοστό του πληθυσμού, αλλά καρπούνται ένα δυσανάλογα μεγάλο τμήμα του εισοδήματος και πλούτου. Έτσι, το 1999 το 10% του Βρετανικού πληθυσμού κατείχε πάνω από το μισό του συνολικού πλούτου. Παρόμοια, στις ΗΠΑ το 1% των οικογενειών που βρισκόταν στην κορυφή της πυραμίδας το 1988 ελάμβανε το 13,5% του συνολικού μεικτού εισοδήματος, ενώ το αντίστοιχο 20% ελάμβανε το 51,8 του εισοδήματος.

Η κυρίαρχη νέα μεσαία τάξη 

Μεταξύ αυτών των δύο πόλων βρίσκονται οι «μεσαίες ομάδες», που αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού. Αν πάρουμε για άλλη μια φορά ως παράδειγμα τη Βρετανία, αυτές οι μεσαίες ομάδες αποτελούν περίπου τα δύο τρίτα του πληθυσμού. Ωστόσο, δεδομένων των σημαντικών διαφοροποιήσεων μέσα στις μεσαίες ομάδες όσον αφορά το εισόδημά τους, την ασφάλεια της απασχόλησης, τις αξίες και την πολιτική, πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ χαμηλότερων και ανώτερων μεσαίων ομάδων, έτσι ώστε να έχουμε μια καλύτερη αντίληψη αυτής της ταξικής διάρθρωσης  

Έτσι, οι χαμηλότερες μεσαίες ομάδες, περίπου το 30% του πληθυσμού, περιλαμβάνουν όλους όσους έχουν ανασφαλή, συνήθως χαμηλά αμειβόμενη και ελάχιστα προστατευόμενη, απασχόληση (οι περιθωριοποιημένοι και οι ανασφαλείς όπως έχουν ονομαστεί). Στην κατηγορία αυτή ανήκει το μεγαλύτερο μέρος της αυξανόμενης στρατιάς των μερικώς η περιστασιακά απασχολούμενων  σε δουλειές με χαμηλές αποδοχές και ελάχιστη επίσημη προστασία αλλά με εισοδήματα πάνω από το όριο της φτώχιας. Στην ίδια κατηγορία ανήκει και η παραδοσιακή εργατική τάξη των χαμηλής εξειδίκευσης χειρωνακτών. Έτσι, σε αυτό το τμήμα του πληθυσμού μπορούμε να κατατάξουμε τις παρακάτω ομάδες: τα μικροαστικά στρώματα, που στη νεοφιλελεύθερη φάση δείχνουν σημάδια μιας αριθμητικής αύξησης ως αποτέλεσμα μιας σημαντικής ανόδου του αριθμού των αυτο-απασχολούμενων, τους αγρότες, ο αριθμός των οποίων συνεχώς μειώνεται ως αποτέλεσμα της εντατικοποίησης του διεθνούς ανταγωνισμού και, τέλος, την παραδοσιακή εργατική τάξη η οποία επίσης  συρρικνώνεται στη διάρκεια αυτής της φάσης, ιδιαίτερα στις αναπτυγμένες οικονομίες της αγοράς, ως αποτέλεσμα τεχνολογικών εξελίξεων και της μεταφοράς τμημάτων της μεταποιητικής διαδικασίας σε περιοχές χαμηλού κόστους στο Νότο. 

Από την άλλη πλευρά, οι ανώτερες μεσαίες ομάδες αποτελούνται από ό,τι θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε η νέα μεσαία τάξη, η οποία παίζει καθοριστικό ρόλο στην υποστήριξη της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης. Η τάξη αυτή συνίσταται βασικά από όσους απασχολούνται σε υψηλά αμειβόμενα επαγγέλματα στον ακμάζοντα τομέα υπηρεσιών των αναπτυγμένων οικονομιών της αγοράς. Σήμερα, εκτιμάται ότι μόνο ο αριθμός των επαγγελματιών και τεχνικών στις περισσότερες αναπτυγμένες οικονομίες της αγοράς, αποτελεί περισσότερο από το 20% των απασχολουμένων. Ωστόσο, η νέα μεσαία τάξη συνολικά θα πρέπει να ξεπερνά το 35% του πληθυσμού, σχηματίζοντας αυτό που έχει περιγραφεί ως η προνομιούχος μειονότητα ή η ικανοποιημένη εκλογική πλειοψηφία. (Γκαλμπρεηθ). Είναι μόνο αυτό το τμήμα του πληθυσμού που έχει πλήρη, καλά αμειβόμενη και ασφαλή απασχόληση και ελέγχει περίπου τα δύο τρίτα του εισοδήματος ενώ με την πολιτική και οικονομική του δύναμη, καθορίζει το εκλογικό αποτέλεσμα. 

Οι αξίες, η κουλτούρα και η συμπεριφορά της νέας μεσαίας τάξης βρίσκονται κάπου μεταξύ αυτών των μικροαστικών στρωμάτων και της υπερτάξης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ότι σε κάποια ζητήματα η τάξη αυτή μπορεί να συμμαχεί με τα μικροαστικά στρώματα και την παραδοσιακή εργατική τάξη ενώ σε άλλα ζητήματα μπορεί να συντάσσεται με την υπερτάξη. Το πρώτο συμβαίνει σε σχέση με ζητήματα όπως η λήψη μέτρων για να αποφευχθεί η πλήρης αγοραιοποίηση της κοινωνίας, ή η επιδείνωση της οικολογικής κρίσης – ζητήματα πάνω στα οποία έχει σχηματιστεί μια εκλογική συμμαχία από τα κάτω στις αναπτυγμένες οικονομίες της αγοράς (νέα μεσαία τάξη, μικροαστικά στρώματα, παραδοσιακή εργατική τάξη) η οποία αποτελεί τη βάση εξουσίας των σοσιαλφιλελεύθερων κομμάτων (πρώην σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων). Το δεύτερο συμβαίνει σε σχέση με ζητήματα όπως η εχθρικότητα προς οποιαδήποτε επέκταση του κρατισμού και του κράτους πρόνοιας, πάνω στα οποία η εκλογική συμμαχία ανάμεσα στη νέα μεσαία τάξη και την υπερτάξη αποτελεί τη βάση εξουσίας των «καθαρών» νεοφιλελεύθερων κομμάτων. Η στάση της νέας μεσαίας τάξης προς τον κρατισμό και το κράτος πρόνοιας καθορίζεται από το γεγονός ότι οι δημόσιες υπηρεσίες και η χρηματοδότησή τους από τη φορολογία  έχει διαφορετικό αντίκτυπο στις ανώτερες μεσαίες ομάδες (δηλαδή τη νέα μεσαία τάξη) σε σχέση με τις χαμηλότερες μεσαίες ομάδες. Με άλλα λόγια, είναι κυρίως οι ανώτερες μεσαίες ομάδες που είναι αναγκασμένες να χρηματοδοτούν δημόσιες υπηρεσίες για τις οποίες δεν ενδιαφέρονται πια, εξαιτίας της υποβάθμισης της ποιότητάς τους που προέκυψε ως αποτέλεσμα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Είναι προφανές ότι καθώς η νέα μεσαία τάξη αποτελεί ταυτόχρονα την εκλογική πλειοψηφία (λόγω του ότι τα μέλη της παίζουν ενεργό ρόλο στην εκλογική διαδικασία, σε αντίθεση με τα μέλη της υποτάξης που συνήθως δεν μπαίνουν καν στον κόπο να ψηφίσουν, μη πιστεύοντας πια στη δύναμη των πολιτικών κομμάτων να λύσουν τα προβλήματά τους) το εκλογικό αποτέλεσμα στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες καθορίζεται βασικά από τη στάση των μελών αυτής της τάξης.

Είναι νεκρές οι ταξικές διαιρέσεις σήμερα; 

Οι οικονομικές και τεχνολογικές εξελίξεις που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια των τελευταίων σταδίων της κρατικιστικής φάσης της αγοραιοποίησης και της σημερινής νεοφιλελεύθερης φάσης έχουν οδηγήσει αρκετούς αναλυτές στο να συμπεράνουν ότι αυτό που αντιμετωπίζουμε σήμερα είναι ο θάνατος των τάξεων. Η άποψη που υποστηρίζουμε εδώ είναι ότι παρ’ όλο που οι τάξεις με τη Μαρξιστική έννοια του όρου μπορεί πράγματι να είναι νεκρές σήμερα, αυτό σε καμία περίπτωση δε συνεπάγεται το τέλος των ταξικών διαιρέσεων γενικά. Έτσι, όχι μόνο οι ταξικές διαιρέσεις που ορίζονται με βάση οικονομικούς όρους (αν και όχι απαραίτητα με βάση τους Μαρξιστικούς όρους) διατηρούνται ζωντανές μέχρι και σήμερα, όπως είδαμε παραπάνω, αλλά, επίσης, νέες ταξικές διαιρέσεις που ορίζονται ως αντι-συστημικές κοινωνικές διαιρέσεις, έχουν προστεθεί, όπως θα δούμε παρακάτω. 

Η θέση του «θανάτου της τάξης» βασίζεται σε σειρά επιχειρημάτων που θα αποτιμηθούν στη συνέχεια. Κάποια από αυτά τα επιχειρήματα εκφράζουν πραγματικές αλλαγές ενώ κάποια άλλα είναι «μεικτής» φύσης, δηλαδή μολονότι περιέχουν σπέρματα αλήθειας βασικά είναι ιδεολογικής φύσης. Στην πρώτη κατηγορία θα πρέπει να αναφέρουμε τα παρακάτω επιχειρήματα: 

Πρώτον, ως αποτέλεσμα του αποδεκατισμού της εργατικής τάξης και των οργανώσεών της στον οποίο αναφερθήκαμε παραπάνω, οι ταξικές ταυτότητες, οι ταξικές ιδεολογίες και συνεπώς οι ταξικές αντιθέσεις έχουν μαραθεί στη διάρκεια της νεοφιλελεύθερης φάσης. Αυτό γίνεται φανερό από μια σειρά γεγονότων όπως η μείωση της «ταξικής ψήφου» δηλαδή της ψήφου σύμφωνα με την τάξη που ανήκει το άτομο, καθώς και των ταξικών κομματικών συμμαχιών, η περιθωριοποίηση ταξικών οργανώσεων όπως τα συνδικάτα, και τέλος η εξασθένιση της ταξικής συνείδησης που υποδηλώνεται από την έκλειψη των ταξικών συγκρούσεων, η οποία ακολούθησε τη συντριβή των Βρετανών ανθρακωρύχων στη σύγκρουσή τους με τον Θατσερικο νεοφιλελευθερισμό στη δεκαετία του 1980 – ένα γεγονός που σφράγισε την τελευταία μείζονα βιομηχανική μάχη στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο. Αυτές οι εξελίξεις φανερώνουν ότι οι τάξεις με τη Μαρξιστική έννοια πράγματι σταδιακά εξαφανίζονται σήμερα, παρά το γεγονός ότι οι ταξικές διαιρέσεις με μια ευρύτερη έννοια κάθε άλλο παρά εξασθενίζουν. Στην πραγματικότητα, η αυξανόμενη συγκέντρωση δύναμης που δημιουργήθηκε από την παρούσα μορφή της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» έχουν κάνει ισχυρότερες παρά ποτέ αυτές τις ταξικές διαιρέσεις. 

Δεύτερον, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, το φύλο, η φυλή, η εθνότητα και η εθνικότητα διατήρησαν τον δια-ταξικό χαρακτήρα τους σε όλη την περίοδο μετά την ανάδυση των τάξεων. Ωστόσο, μια νέα εξέλιξη, η οικολογική κρίση, η οποία ήταν η αναπόφευκτη κατάληξη της οικονομίας ανάπτυξης, προσέθεσε ένα ακόμη δια-ταξικό πρόβλημα: το πρόβλημα του περιβάλλοντος και της ποιότητας ζωής. Αυτή η εξέλιξη και η παράλληλη άνοδος των «νέων κοινωνικών κινημάτων» (οικολογικό, φεμινιστικό, κινήματα «ταυτότητας» κ.ο.κ.) έκαναν ακόμη πιο φανερή την ανεπάρκεια των Μαρξιστικών ταξικών κατηγοριών να ενσωματώσουν στο γενικό σχήμα των αντι-συστημικών κοινωνικών διαιρέσεων τις συγκρούσεις που προκαλούνται από αυτά τα δια-ταξικά προβλήματα  

Αλλά ας έρθουμε τώρα στα επιχειρήματα «μεικτής» φύσης τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για να υποστηριχθεί η θέση του θανάτου της τάξης. 

Υποστηρίζεται, πρώτον, ότι εξελίξεις όπως οι μαζικές ιδιωτικοποιήσεις και η συνακόλουθη δημιουργία ενός «λαϊκού καπιταλισμού», καθώς και μια πιο ίση κατανομή της ατομικής ιδιοκτησίας ακίνητων, έχουν οδηγήσει σε μια πλατιά αναδιανομή της ατομικής ιδιοκτησίας στις τελευταίες δεκαετίες οδηγώντας στην εξάπλωση της έμμεσης και μικρής ιδιοκτησίας. Το συμπέρασμα είναι πάντοτε το ίδιο: η ιδιοκτησία κεφαλαίου δεν μπορεί πια να εξασφαλίσει την κυριαρχία πάνω στην κοινωνία εφόσον η ιδιοκτησία γενικά είναι πια μια φθίνουσα πηγή δύναμης. Ωστόσο, πέρα από το γεγονός ότι πολλοί από αυτούς τους ισχυρισμούς είναι προφανείς υπερβολές, αν όχι διαστρεβλώσεις της αλήθειας, το θέμα είναι ότι, ακόμη κι αν ανταποκρινόντουσαν στην αλήθεια, μια πιο ίση κατανομή της ιδιοκτησίας δεν συνεπάγεται μια πιο ίση κατανομή της δύναμης. H δύναμη εξαρτάται όχι μόνο από την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής αλλά και την άσκηση πραγματικού ελέγχου πάνω σε αυτά. Το γεγονός για παράδειγμα ότι η μαζική εξάπλωση των σχετικά αυτόνομων συνταξιοδοτικών ταμείων, σε συνδυασμό με τις μαζικές ιδιωτικοποιήσεις, έχει μετατρέψει ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού σε άμεσους ή έμμεσους επενδυτές (μέτοχους) σε μεγάλες επιχειρήσεις δεν σημαίνει ότι αυτό το τμήμα του πληθυσμού μπορεί τώρα να ασκήσει μεγαλύτερη εξουσία πάνω στις αποφάσεις των επιχειρήσεων απ’ ότι πριν. Αντίστοιχα, μια πιο ίση κατανομή της ατομικής ιδιοκτησίας ακίνητων δεν επηρεάζει τις ταξικές διαιρέσεις εφόσον  η  ιδιοκτησία του τύπου αυτού δεν είναι  σημαντικός καθοριστικός παράγοντας οικονομικής δύναμης σε μια οικονομία της αγοράς. Ιδιαίτερα,, μάλιστα, αν αυτή η καλύτερη κατανομή στην ιδιοκτησία ακίνητων  προκύπτει λόγω της αύξησης του αριθμού της ιδιοκτήτης κατοικίας, ως αποτέλεσμα ευκολότερων δανειστικών προγραμμάτων για τη χρηματοδότηση αγορών κατοικίας. 

Δεύτερον, υποστηρίζεται ότι η καταναλωτική κοινωνία, που αναπτύχθηκε στη Δύση, ως αποτέλεσμα της επέκτασης της «οικονομίας ανάπτυξης», έδωσε έναν αυξανόμενο ρόλο στην κατανάλωση ως καθοριστικού παράγοντα της κοινωνικής υπόστασης και του τρόπου ζωής. Σε αυτήν την κουλτούρα, η κατανάλωση γίνεται η κύρια μορφή αυτό-έκφρασης και η κυρίαρχη πηγή ταυτότητας. Σε αυτήν την προβληματική, η κοινωνική υπόσταση ενός ατόμου καθορίζεται κυρίως από την ικανότητά του να καταναλώνει και λιγότερο από την κοινωνική συνεισφορά του στην παραγωγή, την τάξη του. Ωστόσο, θα μπορούσε κανείς να αντιπαρατάξει το επιχείρημα ότι η καταναλωτική ικανότητά δεν είναι μια ανεξάρτητη μεταβλητή, καθώς καθορίζεται σαφώς από την οικονομική θέση του ατόμου, δηλ. την οικονομική του τάξη. 

Τρίτον, υποστηρίζεται ότι η εντατικοποίηση του ανταγωνισμού στη νεοφιλελεύθερη φάση και ένας αριθμός παράλληλων τεχνολογικών αλλαγών έχει οδηγήσει σε μια διαφοροποίηση της ζήτησης, μια πιο ευέλικτη εξειδίκευση και μια αντίστοιχη πολλαπλή κατάτμηση των αγορών (αυτό που ονομάστηκε «μετά-Φορντισμός»). Αυτό συνεπάγεται την αποσύνθεση των γιγαντιαίων επιχειρήσεων σε δίκτυα σχετικά μικρών αλλά ειδικευμένων παραγωγικών επιχειρήσεων που συγκεντρώνονται σε ανταγωνιστικές καινοτομίες στην παραγωγή προϊόντων  και μπορούν να ανταποκριθούν σε συγκεκριμένες ευκαιρίες της αγοράς γρήγορα και ευέλικτα, κατά τρόπο που μεγιστοποιεί τις «οικονομίες εύρους» (μεγιστοποίηση της διαφοροποίησης  προϊόντων), αντί να επιδιώκουν μεγιστοποίηση των οικονομιών κλίμακας όπως στο παρελθόν. Το αποτέλεσμα τέτοιων εξελίξεων υποτίθεται ότι είναι ότι «η κατοχή κεφαλαίου δεν μπορεί πια να εξασφαλίσει στους καπιταλίστες την κυριαρχία πάνω στην κοινωνία, ακριβώς διότι οι δυνατότητες συσσώρευσης είναι ευάλωτες στον ανταγωνισμό από επιχειρήσεις των οποίων οι μέτοχοι-υπάλληλοι έχουν καλύτερες ιδέες, οι οποίες μπορούν να διεισδύσουν στην αγορά πιο αποτελεσματικά». Ωστόσο, όπως προσπάθησα να δείξω αλλού, η παρούσα διαφοροποίηση της παραγωγής που είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις της μετά-βιομηχανικής κοινωνίας, αν και επηρεάζει το μέγεθος της παραγωγικής μονάδας, δεν έχει επίδραση στο βαθμό συγκέντρωσης  οικονομικής εξουσίας στο επίπεδο της επιχείρησης γεγονός που υποδηλώνεται από την αυξανόμενη συγκέντρωση τέτοιας δύναμης στα χέρια λίγων επιχειρήσεων. 

Τέταρτον, υποστηρίζεται ότι, ως συνέπεια των παραπάνω αλλαγών στην τεχνολογία παραγωγής, η παρούσα μετά-βιομηχανική οικονομία, ή οικονομία υπηρεσιών (ή «οικονομία της γνώσης») έχει οδηγήσει στην επαγγελματικοποίηση των εργασιών και στη δημιουργία μιας τάξης «τεχνικής-επιστημονικής» γνώσης, η οποία συνιστά τον πυρήνα της νέας μεσαίας τάξης. Η τεχνική ικανότητα γίνεται μια νέα «βάση δύναμης και θέσης, με την εκπαίδευση να αποτελεί την υποχρεωτική οδό για την πρόσβαση σε αυτήν την ικανότητα». (D. Bell, The Coming of the Post-Industrial Society, 1976). Συνεπώς, το ταξικό σύστημα της μετά-βιομηχανικής κοινωνίας, σύμφωνα με αυτήν την προβληματική, είναι «ανοικτό και αξιοκρατικό, και μολονότι δεν είναι απαλλαγμένο από τις ανισότητες δύναμης και πλούτου, εντούτοις, κάνει αυτές τις ανισότητες συμβατές με τα οράματα ταξικής ανισότητας». Ωστόσο, υπάρχουν σχεδόν συντριπτικά στοιχεία ότι οι οικονομικές ταξικές διαιρέσεις (που δεν ορίζονται αναγκαστικά με Μαρξιστικούς όρους) συνεχίζουν να αναπαράγονται. Είναι ενδεικτικό ότι ακόμη και στη Βρετανία, όπου κατά τη διάρκεια της κρατικιστικής φάσης έγιναν συστηματικές προσπάθειες από διαδοχικές Εργατικές κυβερνήσεις να αυξηθεί η ταξική κινητικότητα μέσω της εκπαίδευσης (δημιουργία εκπαιδευτικών μονάδων που εξασφάλιζαν την καθολική σχεδόν πρόσβαση στην δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση) τα αποτελέσματα ήταν αξιοθρήνητα (βλ. π.χ. Social Mobility & Class structure in Modern Britain, 1980). 

Και φυσικά, όπως ήταν αναμενόμενο, η νεοφιλελεύθερη φάση αντέστρεψε ένα μεγάλο μέρος από την οποιαδήποτε μικρή πρόοδο  είχε γίνει στην προηγούμενη φάση. Ο Bourdieu, (βλ J. Karabel and A. Halsey (επιμ.) Power and Ideology in Education,1977) μέσω της έννοιας που ανάπτυξε για το «πολιτισμικό κεφάλαιο», έκανε ένα βήμα παραπέρα και ανέλυσε θεωρητικά τον τρόπο με τον οποίο η εκπαίδευση, αντί να αμβλύνει τις ταξικές διαιρέσεις, στη πραγματικότητα βοηθά την αναπαραγωγή τους. Και αυτό, διότι όσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός στον οποίο έχει κανείς πρόσβαση σε αυτό που συμβατικά αποκαλείται «υψηλός πολιτισμός» τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα να αποκτήσει περαιτέρω πρόσβαση σε αυτόν. Είναι συνεπώς λογικό να συμπεράνουμε, βασιζόμενοι στην παραπάνω ανάλυση, ότι, εφόσον η πρόσβαση στην εκπαίδευση, ιδιαίτερα στην ποιοτική εκπαίδευση, ανισοκατανέμεται ανάλογα με την ταξική καταγωγή, η εκπαίδευση λειτουργεί σήμερα προς την κατεύθυνση της αναπαραγωγής των ταξικών διαιρέσεων, ιδιαίτερα εκείνων που δεν σχετίζονται με τις σχέσεις ιδιοκτησίας, και όχι προς την κατεύθυνση της άμβλυνσης τους όπως υποστηρίζουν οι υποστηρικτές της θέσης του θανάτου της τάξης. 

Τέλος, υποστηρίζεται ότι η παρούσα παγκοσμιοποίηση οδηγεί στην ανάπτυξη μιας ανεπίσημης διεθνούς καπιταλιστικής τάξης που αποτελείται από ένα δίκτυο μεγάλων επιχειρήσεων συνδεδεμένων μεταξύ τους μέσω διοικητικών συμβουλίων με αλληλεπικαλυπτόμενα μέλη, μέσω κοινών μετόχων κλπ. Ωστόσο, αυτή η υπόθεση είναι τόσο παρατραβηγμένη ώστε ακόμη και οι υποστηρικτές της θέσης του θανάτου της τάξης δεν την αποδέχονται, εφόσον μια τέτοια διεθνής καπιταλιστική τάξη προϋποθέτει ένα παγκόσμιο κράτος, και ο ΟΗΕ δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί ως κάτι τέτοιο. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τους ίδιους αναλυτές, η παρούσα διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς, δεν έχει μέχρι τώρα οδηγήσει τις χώρες του Νότου σε ένα τόσο αναπτυγμένο κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό στάδιο ώστε να υπερβούν τις τάξεις. Επομένως, οι ταξικές διαιρέσεις, ακόμη και με τη Μαρξιστική έννοια του όρου, εξακολουθούν να υπάρχουν στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής οι οποίες χαρακτηρίζονται ακόμη από δομές που βασίζονται στην παραγωγική βιομηχανική ιδιοκτησία. 

Στο επόμενο τεύχος θα αναπτύξουμε την προσέγγιση της ΠΔ για τις τάξεις που βασίζεται στην υπόθεση ότι οι συστημικές κοινωνικές διαιρέσεις δεν μπορούν πλέον να οριστούν επαρκώς με βάση μόνο τις οικονομικές κατηγορίες.

Η  ανάγκη για ένα νέο ταξικό μοντέλο

Η συζήτηση στην προηγούμενη ενότητα (βλ. προηγούμενο τεύχος) κάνει φανερό ότι, με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία, δεν υπάρχει αμφιβολία πως ταξικές διαιρέσεις εξακολουθούν να υφίστανται και σήμερα παρά τις σημαντικές εξελίξεις του τελευταίου τετάρτου του αιώνα. Το γεγονός αυτό είναι ασφαλώς αναμενόμενο δεδομένου ότι οι βασικοί διαχωρισμοί μεταξύ, από τη μια μεριά, της κοινωνίας και, από την άλλη, της  οικονομίας και της πολιτείας,  οι οποίοι αναπαράγονται από τους θεσμούς της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας αντίστοιχα, όχι μόνο διατηρούνται ακόμα, αλλά και εντάθηκαν μετά την κατάρρευση του σοσιαλιστικού κρατισμού.

Ωστόσο, είναι σαφές, όπως επιχειρηματολογούν και οι υποστηρικτές του τέλους των ταξικών διαιρέσεων, ότι οι κοινωνικές συγκρούσεις εστιάζονται σήμερα περισσότερο σε ποίκιλλα θέματα ταυτότητας (φυλή, φύλο, εθνότητα, θρησκεία,  σεξουαλικές προτιμήσεις) ή θέματα περιβάλλοντος, παρά σε ταξικά ζητήματα. Έτσι, η τάξη, με τη μαρξιστική της έννοια, αποτέλεσε την κυρίαρχη διαστρωμάτωση μόνο κατά τη φιλελεύθερη και κρατικιστική φάση της αγοραιοποίησης, όπως είδαμε και στο προηγούμενο τεύχος. Εντούτοις, αν οι τάξεις επαναοριστούν ώστε να δηλώνουν γενικότερα τις σχέσεις δύναμης/εξουσίας και όχι μόνο τις οικονομικές σχέσεις δύναμης/εξουσίας, όχι μόνο παραμένουν σημαντικές σήμερα, αλλά και μπορούν να χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά για να εξηγήσουν  τις γενικότερες εξουσιαστικές σχέσεις. Ο ταξικός αγώνας σήμερα (τον οποίο μπορούμε να αποκαλέσουμε καλύτερα «κοινωνικό αγώνα» ώστε να ληφθούν υπόψη οι συγκρούσεις που προέρχονται από όλες τις μορφές ανισοκατανομής της δύναμης) δεν αναφέρεται πια απλώς στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, αλλά γενικότερα στη δυνατότητα του κάθε πολίτη γι αυτοκαθορισμό, τόσο στο οικονομικό, όσο και στο πολιτικό αλλά και στο ευρύτερο κοινωνικό πεδίο – θέμα το οποίο, άμεσα ή έμμεσα, εγείρει το ζήτημα της δημοκρατίας.   

Συγκεκριμένα, θα μπορούσαμε ν αναφέρουμε τους ακόλουθους λόγους για τους οποίους είναι αναγκαία σήμερα μία νέα αντίληψη των ταξικών διαιρέσεων, με την έννοια των συστημικών κοινωνικών διαιρέσεων, η οποία θα ήταν κατάλληλη για τις τωρινές συνθήκες:  

I. Οι ταξικές διαιρέσεις αποτελούν καθοριστικό παράγοντα όχι μόνο όσον αφορά τις συγκρούσεις γύρω από υλικά συμφέροντα (οι οποίες στη σημερινή κοινωνία, για τους λόγους που θα εξεταστούν παρακάτω, είναι κυρίαρχες), αλλά και γύρω από μη υλικά συμφέροντα. Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι οι διαιρέσεις αυτές οδηγούν στη διαμόρφωση «μονολιθικών» τάξεων, που αποτελούνται από όλες τις κυρίαρχες κοινωνικές ομάδες από τη μία πλευρά και όλες τις εξουσιαζόμενες κοινωνικές ομάδες από την άλλη, οι οποίες, διαμέσω της σύγκρουσης των τάξεων, θα επιφέρουν την κοινωνική αλλαγή-- όπως πιστεύουν οι μαρξιστές. Για τους λόγους που θα δούμε παρακάτω, τέτοιες μονολιθικές τάξεις είναι αδύνατο να υπάρξουν σήμερα, παρόλο που αυτό δεν αποκλείει την πιθανότητα, όταν οι εξουσιαζόμενες κοινωνικές ομάδες αναπτύξουν  κοινή συνειδητοποίηση για τις αξίες και τους θεσμούς που δημιουργούν και αναπαράγουν τις δομές της ανισοκατανομής δύναμης/εξουσίας, να ενωθούν, όχι απλώς ενάντια στις κυρίαρχες κοινωνικές ομάδες, αλλά ενάντια στο ίδιο το ιεραρχικό θεσμικό πλαίσιο και όλους εκείνους που το υπερασπίζονται. 

II. Τα υλικά και μη υλικά συμφέροντα, τα οποία διαμορφώνουν τη βάση των σημερινών ταξικών διαιρέσεων, καθορίζουν, με τη σειρά τους, την συμπεριφορά των μελών των κυρίαρχων και των εξουσιαζομενων κοινωνικών ομάδων, εφόσον τα συστήματα αξιών και οι κοσμοθεωρήσεις τους διαφέρουν ανάλογα με τα συμφέροντά τους αυτά. Για παράδειγμα, η «νέα μεσαία τάξη» ανησυχεί πολύ περισσότερο  για την σημερινή οικολογική κρίση από την «υπερτάξη» ή την «υποτάξη». Αυτό συμβαίνει διότι η μεν υπερτάξη αντλεί άμεσο οικονομικό πλεονέκτημα από την αγοραιοποίηση, το οποίο υπερέχει κατά πολύ των ανησυχιών της γύρω από τις περιβαλλοντικές συνέπειες, ενώ η υποτάξη, και σε κάποιο βαθμό οι μικροαστοί, δεν βλέπουν την οικολογική κρίση ως την πρώτη τους προτεραιότητα, ιδιαίτερα, στο νεοφιλελεύθερο κλίμα της εργασιακής ανασφάλειας όπου αντιμετωπίζουν το δίλημμα «ανεργία η καλύτερο περιβάλλον». 

III. Με δεδομένη την ύπαρξη πολυάριθμων διαφορετικών ιεραρχικών ολοτήτων, οι οποίες ορίζονται με βάση οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά κριτήρια,  η ταξική θέση του κάθε ατόμου καθορίζεται από τη συμμετοχή του, είτε σε κυρίαρχη θέση είτε σε θέση  εξουσιαζόμενου, σε ένα πλήθος από τέτοιες ομάδες. Η κάθε επομένως ολότητα χαρακτηρίζεται από τις δικές της κυρίαρχες και εξουσιαζόμενες κοινωνικές υπο-ολότητες. Έτσι, η «ταξική» θέση του ατόμου καθορίζεται από τη θέση του μέσα στο σύνολο των κοινωνικών ομάδων που απαρτίζουν την κοινωνία. Ωστόσο, δεδομένου ότι το οικονομικό στοιχείο είναι κυρίαρχο σε μία οικονομία της αγοράς, μπορούμε να υποθέσουμε ότι μολονότι τα υλικά συμφέροντα από μόνα τους δεν επαρκούν για τον καθορισμό της ταυτότητας του ατόμου, εντούτοις, η θέση του ατόμου εντός της οικονομικής σφαίρας είναι η αναγκαία συνθήκη για τον καθορισμό της ταυτότητας του, ενώ η θέση του στις υπόλοιπες υπο-ολότητες που ορίζονται με βάση τη φυλή, το φύλο, την εθνότητα κ.λπ., είναι η ικανή συνθήκη. Επιπλέον, η ταξική θέση το ατόμου επηρεάζει τις ευκαιρίες που του δίνονται στη διάρκεια της ζωής του, την πρόσβασή του στην εκπαίδευση, την υγεία, τη στέγαση κ.λπ., καθώς και τη γενική του κοινωνική υπόσταση. 

IV. Η ταξική θέση επηρεάζει την ‘ατομική πολιτική’ του κάθε ατόμου, με την έννοια ότι ο τρόπος συμπεριφοράς των γυναικών, των φυλετικών ή εθνικών μειονοτήτων, των Χριστιανών η των μουσουλμάνων κ.λπ. δεν καθορίζεται μόνο από το φύλο τους, τη φυλή τους ή την πολιτιστική τους ταυτότητα, αλλά από τη θέση τους μέσα στο σύνολο των κοινωνικών ομάδων. Έτσι, το γεγονός ότι δεν υπάρχουν πλέον τάξεις με τη μαρξιστική έννοια του όρου οφείλεται περισσότερο στην σταδιακή εξαφάνιση των οικονομικών τάξεων μαρξιστικού τύπου, παρά στην εξαφάνιση των ίδιων των ταξικών διαιρέσεων, με την έννοια των συστημικών κοινωνικών διαιρέσεων. Όσον αφορά ειδικότερα τη σχετική εξασθένιση της πολιτικής σημασίας των οικονομικών ταξικών διαιρέσεων, αυτή μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι οι κοινοβουλευτικές συγκρούσεις σήμερα αφορούν κυρίως την αναδιανομή της δύναμης μεταξύ των ελίτ και των μεσαίων τάξεων και αναφέρονται πρωταρχικά σε διαμάχες για το πώς θα γίνει περισσότερο συμβατή με τους στόχους των μεσαίων τάξεων η αγοραιοποίηση και η διεθνοποίηση (που προωθείται από τις ελίτ).  

V. Τέλος, η ταξική θέση επηρεάζει τα πολιτιστικά πρότυπα και δημιουργεί αντίστοιχες διαιρέσεις μεταξύ των μελών των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων.

Έτσι, οι ταξικές κατηγορίες εξακολουθούν να είναι απαραίτητες, ίσως περισσότερο παρά ποτέ, μολονότι θα πρέπει να επαναοριστούν ώστε να συμπεριλάβουν τις φανερές ελλείψεις των μαρξιστικών αντιλήψεων που είδαμε στην προηγούμενη ενότητα. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να αναπτύξουμε νέες αντιλήψεις οι οποίες, παρόλο που δεν θα εξαρτώνται από τη μαρξιστική κατηγορία του τρόπου παραγωγής, θα είναι «ολιστικές» με την έννοια ότι θα εντοπίζουν τις ταξικές διαιρέσεις στις δομές εξουσίας του ίδιου του κοινωνικοοικονομικού συστήματος και όχι μόνο σε ορισμένες πλευρές του, όπως είναι οι  σχέσεις των φυλών, οι πολιτικές ταυτότητας, οι αξίες κ.ο.κ. –πρακτικές που δικαίως χαρακτηρίζουν τα αντίστοιχα κινήματα ως «μονοθεματικά». Περιττό να προστεθεί ότι, στην προβληματική αυτή, οι θεωρίες της κοινωνικής διαστρωμάτωσης χαρακτηρίζονται ως τελείως ανεπαρκείς για την αντιμετώπιση των σημερινών ταξικών διαιρέσεων, εφόσον ασχολούνται μόνο με τις διαφορές και τις ανισότητες και όχι με τις γενικότερες εξουσιαστικές σχέσεις που χαρακτηρίζουν τόσο τις σχέσεις των κοινωνικών ομάδων μεταξύ τους, όσο και στο εσωτερικό τους.

Ωστόσο, μία τέτοια προσπάθεια αντιτίθεται στην τάση των σημερινών μεταμοντέρνων αναλύσεων, οι οποίες, όπως τονίζει και η Anne Phillips, παραγνωρίζουν την ασυμβατότητα μεταξύ καπιταλισμού και δημοκρατίας, καθώς και την απατηλή φύση της δήθεν πολιτικής ισότητας σε έναν άνισο κόσμο. Έτσι, οι μεταμοντέρνες αναλύσεις  επικεντρώνονται σε αυτό που περιγράφεται ως ‘πολιτικές της διαφοράς’ και/ή ‘πολιτικές της ταυτότητας’. Κεντρική ιδέα των πολιτικών αυτών είναι ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία έχει παραμερίσει την αναγνώριση των διαφορών με βάση το φύλο, την εθνικότητα, τη φυλή, τη θρησκεία, τη γλώσσα ή την κουλτούρα, πράγμα που συνεπάγεται άνιση αντιμετώπιση των πολιτών. Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα των πολιτικών αυτών, όπως υπογραμμίζει η ίδια συγγραφέας, είναι ότι γίνονται συζητήσεις γύρω από τον αστικό εκδημοκρατισμό, ή τον πολιτιστικό πλουραλισμό, ή την ισοπολιτεία για γυναίκες και άνδρες, ωσάν τα φαινόμενα αυτά να μην έχουν καμία σχέση με τις οικονομικές ρυθμίσεις, ή την κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου. Με άλλα λόγια, η μετακίνηση από την κατανόηση της ανισότητας με βάση τις τάξεις σε μία ερμηνεία που επικεντρώνεται στο φύλο, την εθνότητα και τη φυλή σήμαινε μία μετακίνηση από την περίπτωση σύμφωνα με την οποία κάθε ανισότητα θεωρείται ότι είναι κυρίως οικονομικό ζήτημα στην περίπτωση σύμφωνα με την οποία κάθε ανισότητα θεωρείται ότι αποτελεί τόσο ζήτημα πολιτικής ή κουλτούρας, όσο και (αν όχι και παραπάνω από) οικονομικό ζήτημα.

Είναι, επομένως, φανερό ότι χρειαζόμαστε σήμερα ένα νέο ‘παράδειγμα’, το οποίο, ξεκινώντας από  τις διαφορετικές ταυτότητες των κοινωνικών ομάδων που συγκροτούν τις διάφορες υπο-ολότητες (γυναίκες, εθνικές μειονότητες κ.λ.π.), θα επικεντρώνεται στο συνολικό κοινωνικοοικονομικό σύστημα, το οποίο διασφαλίζει τη συγκέντρωση δύναμης στα χέρια των διάφορων ελίτ και των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων, στο εσωτερικό της κοινωνίας στο σύνολό της. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι αυτό της Περιεκτικής Δημοκρατίας, το οποίο προσπαθεί ν ανταποκριθεί στη σημερινή πολλαπλότητα κοινωνικών σχέσεων (φύλο, εθνικότητα, φυλή κ.ο.κ.) με συνθετικές έννοιες ισοκατανομής κάθε μορφής δύναμης, οι οποίες ρητά αναγνωρίζουν τις διαφορετικές ανάγκες και εμπειρίες των ανθρώπων. Το ταξικό μοντέλο που θα αναπτυχθεί παρακάτω δεν είναι απλά συμβατό με το παράδειγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας, αλλά επιχειρεί επίσης να συμπληρώσει το κενό που δημιουργήθηκε από το γεγονός ότι ο νέος πλουραλισμός απέτυχε να αντιμετωπίσει το σημερινό κοινωνικοοικονομικό σύστημα ως μία ολότητα, με τη δική της λογική και δυναμική, η οποία αναπόφευκτα οδηγεί σε μία τεράστια συγκέντρωση δύναμης σε όλα τα επίπεδα.

Αυτόνομες και ετερόνομες ολότητες

Εξαρχής θα πρέπει να τονιστεί ότι η ανάλυση που ακολουθεί δεν βασίζεται σε κάποια «γενική» θεωρία ή  καθολική ερμηνεία των «νόμων» της ιστορίας ή της Φύσης, η οποία υποτίθεται ότι προδιαγράφει την κοινωνική εξέλιξη. Επομένως, ο στόχος του παρακάτω μοντέλου δεν είναι η διαμόρφωση μιας νέας «υπέρ-θεωρίας» σε σχέση με τις συστημικές κοινωνικές διαιρέσεις, η οποία ισχύει σε όλες τις εποχές και όλα τα μήκη και πλάτη. Η κεντρική υπόθεση πάνω στην οποία βασίζεται το συγκεκριμένο μοντέλο είναι ότι η Ιστορία αποτελεί πάντοτε μία δημιουργία –υπόθεση η οποία αποκλείει οποιαδήποτε προσπάθεια ανακάλυψης κάποιων «νόμων κίνησης» για την κοινωνία- κάτι το οποίο συνεπάγεται μια θεμελιακή επιλογή μεταξύ των δύο βασικών παραδόσεων που ανέκαθεν χαρακτήριζαν την κοινωνική εξέλιξη: αυτή της αυτονομίας και αυτή της ετερονομίας.

Η παράδοση της αυτονομίας στοχεύει σε έναν τύπο κοινωνικής οργάνωσης ο οποίος προϋποθέτει την κατάργηση όχι μόνο της οικονομικής εκμετάλλευσης αλλά και της κυριαρχίας, καθώς και του αντίθετού της, της υποτέλειας, δηλαδή στοχεύει στην κατάργηση της γενικότερης εξουσιαστικής σχέσης . Συνεπάγεται, επομένως, την κατάργηση των ιεραρχικών δομών, ενώ η παράδοση της ετερονομίας συνεπάγεται την αναπαραγωγή του ιεραρχικού στάτους κβο.

Το ταξικό μοντέλο που θα περιγραφτεί στη συνέχεια στοχεύει στην ενσωμάτωση της ανάλυσης για τις σημερινές ταξικές διαιρέσεις σε μια γενικότερη ανάλυση των εξουσιαστικών δομών και σχέσεων , πράγμα που σημαίνει ότι από τη φύση του κινείται σε υψηλό επίπεδο αφαίρεσης. Ένα καλό σημείο εκκίνησης για τον ορισμό των εννοιών της κυριαρχίας και της υποτέλειας, οι οποίες είναι κεντρικές στο μοντέλο αυτό, είναι η αντίληψη της ιεραρχικής ολότητας, η οποία συνάγεται από τη γενικότερη έννοια της ολότητας.

Ένα σύνολο κοινωνικών μονάδων –που μπορεί να είναι κοινωνικά άτομα, κοινωνικές ομάδες ή έθνη κράτη-- ορίζει μία ολότητα, η οποία μπορεί να είναι μια κοινωνική ομάδα, ένα έθνος κράτος ή  το παγκόσμιο σύστημα, αντίστοιχα. Η ολότητα αποτελείται από ένα ενιαίο σύμπλεγμα πρακτικών και διανοητικών δραστηριοτήτων, ηθικών και αισθητικών στάσεων, που περιλαμβάνει την πράξη, όπως αυτή ορίζεται παρακάτω, καθώς επίσης τις «κοινωνικές σημασίες» και θεσμούς που την καθορίζουν ιστορικά. Ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο κατανέμεται η εξουσία/δύναμη, μπορούμε να διαχωρίσουμε τις ολότητες σε αυτόνομες/μη ιεραρχικές και σε ετερόνομες/ιεραρχικές.          

Η αυτόνομη ολότητα χαρακτηρίζεται από την ισοκατανομή της δύναμης/εξουσίας μεταξύ των μελών της, δηλ. από την άρνηση της εξουσίας και την έλλειψη ιεραρχικών δομών. Σε αυτή τη μορφή ολότητας, η συνειδητή δραστηριότητα των κοινωνικών ατόμων αποτελεί την πηγή μιας συνεχούς αυτοθέσμισης της κοινωνικής ζωής.

Από την άλλη μεριά, μία ετερόνομη ολότητα χαρακτηρίζεται από την ανισοκατανομή δύναμης/εξουσίας και λαμβάνει τη μορφή μιας ιεραρχικής δομής. Οι ιστορικές κοινωνίες υπήρξαν στην πλειοψηφία τους ετερόνομες, με ορισμένες μόνο μερικές μορφές αυτοκαθορισμού (Αθηναϊκή δημοκρατία), ή βραχύβιες (στη διάρκεια επαναστατικών περιόδων). Μία ετερόνομη ολότητα αποτελείται από αρκετές υπο-ολότητες που ορίζονται με βάση διάφορα κριτήρια: τον τύπο εργασίας, το φύλο, τη φυλή, την εθνότητα κ.ο.κ.. Καθεμία από αυτές τις υπο-ολότητες διαμορφώνει τη δική της ιεραρχική ολότητα εντός της οποίας η βασική διαίρεση μεταξύ κυρίαρχων και εξουσιαζόμενων μονάδων αναπαράγεται με διάφορες μορφές. Ωστόσο, το ίδιο το γεγονός ότι οι κυρίαρχες, καθώς και οι εξουσιαζόμενες, κοινωνικές ομάδες ορίζονται πάντοτε με όρους μιας συγκεκριμένης υπο-ολότητας και το ότι το άτομο είναι μέλος πολλών υπο-ολοτήτων και κοινωνικών ομάδων φανερώνει ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για «μονολιθικές» τάξεις. Το πολύ-πολύ, με δεδομένο ότι το κυρίαρχο στοιχείο σε μία οικονομία της αγοράς είναι το οικονομικό, μπορούμε να μιλάμε σήμερα για μία «κυρίαρχη» ταξική διαίρεση, η οποία αναφέρεται στην οικονομική υπο-ολότητα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι ταξικές διαιρέσεις που ορίζονται σε σχέση με άλλες υπο-ολότητες ανάγονται «σε τελική ανάλυση» στην οικονομική διαίρεση των τάξεων.     

Η ιεραρχική ολότητα δεν διαθέτει ένα κέντρο αλλά μόνο κάποιο κυρίαρχο στοιχείο, το οποίο δεν καθορίζεται πάντοτε από την οικονομική βάση ή κάποια άλλη βάση. Το κυρίαρχο στοιχείο καθορίζεται πάντοτε από μία δημιουργική δράση, δηλ. είναι το αποτέλεσμα της κοινωνικής πράξης, της δραστηριότητας δηλαδή των κοινωνικών ατόμων που έχει στόχο και μέσο την αυτονομία. Έτσι, το κυρίαρχο στοιχείο σε θεοκρατικές κοινωνίες όπως αυτές του Ιράν ή του Αφγανιστάν είναι το πολιτισμικό, σε μία «σοσιαλιστική» χώρα όπως  η Κίνα το πολιτικό κ.ο.κ.. Παρόμοια, το κυρίαρχο στοιχείο στις οικονομίες της αγοράς είναι το οικονομικό, ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η εισαγωγή, κατά τη διάρκεια της Βιομηχανικής Επανάστασης, νέων συστημάτων παραγωγής στο πλαίσιο μιας εμπορικής κοινωνίας, στην οποία τα μέσα παραγωγής βρίσκονταν κάτω από ατομική ιδιοκτησία και έλεγχο, μοιραία οδήγησε στον μετασχηματισμό των κοινωνικά ελεγχόμενων οικονομιών του παρελθόντος (στις οποίες η αγορά έπαιζε περιθωριακό ρόλο στην οικονομική διαδικασία) στις σημερινές οικονομίες της αγοράς. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα μέλη της άρχουσας ελίτ στις οικονομίες της αγοράς προκύπτουν βασικά από την οικονομική σφαίρα, ενώ στις προκαπιταλιστικές οικονομίες προκύπτουν από διαφορετικές σφαίρες (πολιτικοστρατιωτική, πολιτισμική κ.λπ.). Αντίστοιχα, οι κοινωνικές ομάδες που αναδύθηκαν ως κυρίαρχες στις χώρες του τέως «υπαρκτού σοσιαλισμού» ήταν εκείνες των οποίων η εξουσία να ελέγχουν την πολιτική και οικονομική διαδικασία πήγαζε από τη θέση τους στα κομμουνιστικά κόμματα και, συνακόλουθα, το βασικό στοιχείο στην κρατικιστική σοσιαλιστική κοινωνία ήταν το πολιτικό.     

Μολαταύτα, η ύπαρξη ενός κυρίαρχου στοιχείου δεν αποκλείει την αυτονομία στα υπόλοιπα στοιχεία. Η σχέση μεταξύ των διάφορων στοιχείων είναι ασύμμετρη (με την έννοια ότι στις οικονομίες της αγοράς το οικονομικό στοιχείο καθορίζει και το πολιτικό, ενώ το αντίστροφο ισχύει στον υπαρκτό σοσιαλισμό) αλλά είναι επίσης και μία σχέση αυτονομίας και αλληλεξάρτησης. Με άλλα λόγια, η πολιτισμική, η οικονομική και η πολιτική σφαίρα δεν είναι ανεξάρτητες «σφαίρες». Στην πραγματικότητα, ακόμα και στις οικονομίες της αγοράς όπου ο διαχωρισμός σε σφαίρες είναι προφανής, οι σφαίρες αυτές είναι αλληλοεξαρτώμενες. Από την άλλη μεριά, στις προκαπιταλιστικές οικονομίες δεν είναι καν δυνατή η διάκριση ανάμεσα σε διάφορες σφαίρες που αποτελούν μία ολοκληρωμένη ολότητα και ο μοναδικός λόγος που κάνουμε αυτού του είδους τις διακρίσεις εδώ είναι για συστηματικούς λόγους. Έτσι, στην κλασική Αθήνα δεν υπήρχε διαχωρισμός μεταξύ της πολιτείας και της κοινωνίας. Ούτε αντίστοιχα, στις φεουδαρχικές οικονομίες που προηγήθηκαν του συστήματος της αγοράς, υπήρχε παρόμοιος διαχωρισμός μεταξύ της οικονομίας και της κοινωνίας. Αυτός είναι επίσης ο λόγος για τον οποίο μία περιεκτική δημοκρατία θεωρείται ως μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης που επανενσωματώνει την κοινωνία με την οικονομία, την πολιτεία και τη φύση. Παρόλο, επομένως, που, από οντολογική σκοπιά, οι διαχωρισμοί αυτού του είδους μεταξύ κοινωνικών σφαιρών δεν ήταν πάντοτε παρόντες, από μεθοδολογική σκοπιά, είναι χρήσιμο να διακρίνουμε μεταξύ των διάφορων «στοιχείων» της κάθε κοινωνίας  και να προσπαθούμε να εξηγήσουμε τις κοινωνικές διαιρέσεις στο εσωτερικό τους με βάση το κριτήριο ποιο συγκεκριμένα στοιχείο ήταν το κυρίαρχο κάθε φορά-- πράγμα που, με τη σειρά του, ορίζει τις κυρίαρχες κοινωνικές ομάδες.

Εξουσιαστικές δομές και σχέσεις

Οι εξουσιαστικές δομές και σχέσεις παίζουν έναν κρίσιμο ρόλο στην αντίληψη των ταξικών διαιρέσεων που παρουσιάζεται εδώ. Το βασικό χαρακτηριστικό σε κάθε τύπο ανισότητας (οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής) είναι η ανισοκατανομή κάποιας μορφής δύναμης/εξουσίας –χαρακτηριστικό το οποίο διακρίνει κάθε ιεραρχική κοινωνία. Μπορούμε να ξεχωρίσουμε διάφορες μορφές δύναμης/εξουσίας: πολιτική και οικονομική δύναμη, καθώς και διάφορες μορφές κοινωνικής δύναμης με βάση το φύλο, τη φυλή, την εθνότητα κ.ο.κ.. Καθεμία από αυτές τις μορφές δύναμης/εξουσίας ορίζει και έναν διαφορετικό τύπο ανισότητας (πολιτική, οικονομική, φυλετική κ.λ.π.), δηλ. έναν διαφορετικό τύπο «ταξικής διαίρεσης». Επομένως, δεν υποθέτουμε ότι οι εξουσιαστικές σχέσεις  είναι το αποτέλεσμα των ταξικών θέσεων με τη μαρξιστική έννοια, δηλ. ότι αναφέρονται «σε τελική ανάλυση» στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Αντίθετα, υποθέτουμε ότι οι εξουσιαστικές σχέσεις είναι το αποτέλεσμα της ανισοκατανομής οποιασδήποτε μορφής δύναμης μεταξύ των κοινωνικών μονάδων. Το στοιχείο εκείνο που ενώνει τα άτομα σε μία κυρίαρχη κοινωνική ομάδα στο εσωτερικό μιας ολότητας είναι ο παρόμοιος βαθμός πολιτικής, οικονομικής και/ή κοινωνικής δύναμης την οποία ασκούν πάνω στα υπόλοιπα μέλη της ολότητας, γεγονός που τους επιτρέπει να λαμβάνουν αποτελεσματικά μέρος στη λήψη των αποφάσεων και στον καθορισμό των στόχων και μέσων της. Αντίστοιχα, το στοιχείο το οποίο ενώνει τα άτομα σε μία εξουσιαζόμενη κοινωνική ομάδα είναι η έλλειψη πρόσβασης στις πηγές εξουσίας.

Μπορούμε να ορίσουμε την πολιτική δύναμη ως τη δυνατότητα που διαθέτει ένα σύνολο κοινωνικών ομάδων να ελέγχει την πολιτική διαδικασία, η οποία ορίζεται με μία ευρεία έννοια ώστε να περιλάβει πολιτικούς θεσμούς (κυβέρνηση, κοινοβούλιο κ.λ.π.), πολιτιστικούς/ιδεολογικούς θεσμούς (εκπαίδευση, εκκλησία, μέσα μαζικής ενημέρωσης, τέχνη, εκδόσεις κ.λ.π.), καθώς και κατασταλτικούς θεσμούς (στρατός, αστυνομία, φυλακές κ.ο.κ.). Οι ιδεολογικοί και πολιτιστικοί θεσμοί διαδραματίζουν έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στη δημιουργία/αλλαγή των κοινωνικών σημασιών που χαρακτηρίζουν μία ολότητα. Η δύναμη που έχει η άρχουσα ελίτ να επηρεάζει τη διαδικασία δημουργίας κοινωνικών σημασιών είναι πιθανότατα η πιο σημαντική μορφή δύναμης, καθώς της επιτρέπει να καθορίζει ακόμα και τα προβλήματα τα οποία νομιμοποιούνται να βρίσκονται στην ατζέντα της πολιτικής διαδικασίας. Με αυτό τον τρόπο, η άρχουσα ελίτ επηρεάζει την υποκειμενική αντίληψη των εξουσιαζόμενων ομάδων και τη μετατρέπει σε μία «αντικειμενική» πραγματικότητα, η οποία προϋποθέτει την αποδοχή της υπάρχουσας ιεραρχικής δομής της ολότητας.

Ωστόσο, η πολιτική δύναμη δεν είναι αρκετή για να εξηγήσει τις αντισυστημικές κοινωνικές διαιρέσεις, όπως για παράδειγμα επιχειρούν να κάνουν οι υποστηρικτές της θεωρίας της ελίτ όταν χρησιμοποιούν την πολιτική δύναμη ως το κύριο στοιχείο της διαστρωμάτωσης και εντοπίζουν τη βασική διαίρεση ως αυτή που υπάρχει μεταξύ μιας μικρής, καλά οργανωμένης, και ισχυρής ελίτ από τη μια μεριά και της ανοργάνωτης ανίσχυρης «μάζας» από την άλλη. Ούτε είναι ορθό να υποθέτουμε, όπως κάνει ο Mills, ένας από τους βασικούς υπέρμαχους της θεωρίας αυτής, ότι η εξουσια/δύναμη πηγάζει από τις κορπορατίστικες ιεραρχίες και το κρατικο-στρατιωτικο-βιομηχανικο σύμπλεγμα και όχι από το θεσμικό πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και της οικονομίας της αγοράς –πράγμα που μας φέρνει στην οικονομική δύναμη, η οποία θα πρέπει κατ αρχήν να επαναοριστεί.

Θα πρέπει να ξεκαθαριστεί από την αρχή ότι η οικονομική δύναμη δεν θεωρείται στην προβληματική αυτή ως η βάση κάθε άλλης μορφής δύναμης, όπως γίνεται στην μαρξιστική θεωρία. Μολονότι η οικονομική δύναμη έχει ένα ειδικό βάρος σε μία οικονομία της αγοράς, δεν συνέβαινε το ίδιο σε κοινωνίες που δεν βασίζονταν σε οικονομίες της αγοράς. Η οικονομική δύναμη δεν θα πρέπει να ταυτίζεται με τη συγκέντρωση εισοδήματος και πλούτου, αλλά με τη δυνατότητα που έχει ένα σύνολο κοινωνικών ομάδων να ελέγχει την οικονομική διαδικασία και ιδιαίτερα τις διαδικασίες παραγωγής και κατανομής. Έτσι, οι κοινωνικές ομάδες που ελέγχουν άμεσα την οικονομική διαδικασία, μέσω της ιδιοκτησίας και/ή του ελέγχου των μέσων παραγωγής και κατανομής (καπιταλιστές, μάνατζερ, κορυφαίοι τεχνοκράτες) συνιστούν τις κυρίαρχες οικονομικές ομάδες. Ωστόσο, η οικονομική δύναμη μπορεί επίσης να ασκηθεί έμμεσα, μέσω του ελέγχου του εισοδήματος και του πλούτου. Αυτό συμβαίνει διότι σε μία οικονομία της αγοράς η κατανομή των οικονομικών πόρων λαμβάνει χώρα με βάση τις οικονομικές αποφάσεις των καταναλωτών, οι οποίοι εκφράζουν τις προτιμήσεις τους μέσω της άσκησης της αγοραστικής τους δύναμης. Επομένως, όσο μεγαλύτερος είναι ο έλεγχος πάνω στο εισόδημα και τον πλούτο τον οποίο ασκεί μία συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα, τόσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός της έμμεσης οικονομικής της δύναμης. Αυτό σημαίνει ότι η νέα μεσαία τάξη έχει σημαντική έμμεση οικονομική δύναμη, μέσω του σημαντικού ελέγχου που ασκεί στο εισόδημα και τον πλούτο, χωρίς φυσικά η δύναμη αυτή να μπορεί να συγκριθεί με την  οικονομική δύναμη αυτών που ελέγχουν άμεσα τα μέσα παραγωγής.

Όμως, εκτός από τις διαφορές που προκύπτουν από τις ανισότητες στην κατανομή της πολιτικής και οικονομικής δύναμης/εξουσίας, διαφορές υπάρχουν και όσον αφορά την κατανομή της κοινωνικής δύναμης που προκύπτουν από διαφορές ταυτότητας. Στην πραγματικότητα, μία σημαντική πλευρά της νέας αντίληψης ταξικών διαιρέσεων που προτείνεται εδώ είναι ότι μας επιτρέπει να ενσωματώσουμε στο μοντέλο τις διάφορες μορφές ανισότητας πάνω στις οποίες έχουν επικεντρώσει το ενδιαφέρον τους τα νέα κοινωνικά κινήματα, δηλ. όλες εκείνες τις ανισότητες (φύλου, φυλής, εθνοτικές ανισότητες κ.λ.π.).  που παραλείφθηκαν από την παραδοσιακή μαρξιστική αντίληψη των τάξεων, με αποτέλεσμα να προσλάβουν μία διαταξικη υπόσταση Έτσι, οι γυναίκες βρίσκονται σε υποδεέστερη θέση στο σπίτι όταν εξακολουθούν να επικρατούν κάποιου είδους πατριαρχικές σχέσεις, ή στην εργασία όταν η εργασία τους δεν αναγνωρίζεται ως μέρος του κοινωνικού προϊόντος, ή αμείβεται λιγότερο. Φυλετικές, εθνικές ή θρησκευτικές μειονότητες βρίσκονται σε κατώτερη κοινωνική θέση σε κοινωνίες των οποίων οι θεσμοί και τα συστήματα αξιών κάνουν διακρίσεις μεταξύ πολιτών πρώτης και δεύτερης κατηγορίας. Τέτοιες διαφορές «ταυτότητας» δεν μπορούν να «αναχθούν» σε ταξικές διαφορές με τη μαρξιστική έννοια, ή γενικότερα σε διαφορές στην κατανομή της οικονομικής δύναμης. 

Η κατώτερη θέση ορισμένων κοινωνικών ομάδων, έναντι άλλων κοινωνικών ομάδων που ανήκουν στην ίδια ή σε διαφορετικές υπο-ολότητες, βασίζεται στην ανισοκατανομή της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής δύναμης γενικότερα. Είναι επομένως φανερό ότι μπορούμε να διακρίνουμε διάφορους βαθμούς κυριαρχίας και υποτέλειας καθώς και βαθμούς αλληλεξάρτησης. Στην προβληματική αυτή, η υποτέλεια ορίζεται ως μία κατάσταση ετερονομίας όπου τα όρια της δράσης, ο τύπος ανάπτυξης καθώς και οι στρατηγικοί στόχοι και τα τακτικά μέσα των εξουσιαζόμενων μονάδων καθορίζονται από τις κυρίαρχες μονάδες στο πλαίσιο της ολότητας. Η υποτέλεια μπορεί επομένως να ιδωθεί ως η συνέπεια των άνισων σχέσεων εξουσίας μεταξύ των κοινωνικών μονάδων που συναποτελούν μία ιεραρχική ολότητα και αποτελεί το βασικό χαρακτηριστικό της εξουσιαστικής σχέσης.

Επιπλέον, μπορούμε να διακρίνουμε διάφορες μορφές υποτέλειας με βάση την προέλευση και τoν χαρακτήρα των σχέσεων ανάμεσα στις κυρίαρχες μονάδες. Κάθε μορφή υποτέλειας, όμως, βασίζεται σε μία εξουσιαστική σχέση, καθορίζεται μονομερώς από τις κυρίαρχες κοινωνικές μονάδες και νομιμοποιείται από το πολιτικό/νομικό/ιδεολογικό σύστημα που την μετατρέπει σε μία σχέση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Η περίπτωση, για παράδειγμα, των εξουσιαστικών σχέσεων που αναπτύχθηκαν στις οικονομίες της αγοράς συνιστά μία διαφορετική μορφή υποτέλειας από τις εξουσιαστικές σχέσεις  που επικρατούσαν στις προκαπιταλιστικες οικονομίες ή στις οικονομίες του «υπαρκτού σοσιαλισμού», καθώς οι πρώτες θεμελιώνονται στην οικονομική σφαίρα ενώ οι δεύτερες στην πολιτική σφαίρα. Ο βαθμός υποτέλειας καθορίζεται από τον βαθμό συγκέντρωσης δύναμης (δηλ. όσο υψηλότερος είναι ο βαθμός συγκέντρωσης της δύναμης εντός της ολότητας, τόσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός υποτέλειας των εξουσιαζομενων στις κυρίαρχες μονάδες), ο οποίος με τη σειρά του καθορίζεται από την ιστορική έκβαση του κοινωνικού αγώνα (βλ. παρακάτω). Τέλος, η μορφή υποτέλειας που είναι κυρίαρχη σε κάθε ιστορική «στιγμή» καθορίζει επίσης τον τρόπο με τον οποίο οι εξουσιαζόμενες μονάδες αναπτύσσονται, καθώς και τις συνέπειες που έχει η εξουσιαστική σχέση .

Στη σημερινή οικονομία της αγοράς, όπου η οικονομική υποτέλεια είναι το κυρίαρχο στοιχείο της εξουσιαστικής σχέσης, η οικονομική εκμετάλλευση και η ανισότητα θεωρούνται ως οι βασικές συνέπειες αυτής της σχέσης. Θα πρέπει, ωστόσο, να τονιστεί ότι η εξουσιαστική σχέση δεν αναφέρεται αποκλειστικά στην οικονομική εκμετάλλευση. Η συγκέντρωση εισοδήματος/πλούτου συνιστά μόνο ένα μέρος από τα προνόμια των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων, οι οποίες δρουν επίσης με ψυχολογικά, ιδεολογικά και άλλα κίνητρα. Με άλλα λόγια, η οικονομική κυριαρχία είναι μόνο μία μορφή κυριαρχίας και οι άλλες μορφές κυριαρχίας (πολιτική, στρατιωτική, ιδεολογική κ.λπ.) δεν μπορούν απλά να αναχθούν σε μέσα εκμετάλλευσης των εξουσιαζόμενων μονάδων, εφόσον συνιστούν από μόνες τους σκοπούς και σημαντικά συστατικά της προνομιακής θέσης των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων. Επομένως, οι έννοιες της εκμετάλλευσης και του ταξικού αγώνα συνιστούν το ειδικό συγκριτικά με τις πολύ ευρύτερες έννοιες της κυριαρχίας/υποτέλειας (δηλαδή της εξουσιαστικής σχέσης)  και του κοινωνικού αγώνα που χρησιμοποιούμε εδώ.

Σχέσεις ανάμεσα στα τμήματα μιας ολότητας 

Οι σχέσεις μεταξύ των κοινωνικών μονάδων που συνιστούν μία ολότητα μπορούν να οριστούν με βάση το διαχωρισμό που εισαγάγαμε παραπάνω μεταξύ ετερόνομων και αυτόνομων ολοτήτων.

Στην περίπτωση ετερόνομων ολοτήτων, οι σχέσεις μεταξύ των κοινωνικών μονάδων που συνιστούν αυτές τις ολότητες μπορούν να ταξινομηθούν σχηματικά είτε ως σχέσεις αλληλεξάρτησης (όσον αφορά το κοινό συμφέρον της αναπαραγωγής της ιεραρχικής ολότητας) ή ως σχέσεις κυριαρχίας/υποτέλειας. Η αλληλεξάρτηση χαρακτηρίζει τις σχέσεις ανάμεσα στις κυρίαρχες κοινωνικές μονάδες, οι οποίες συγκεντρώνουν στα χέρια τους κάποια μορφή δύναμης, ενώ η κυριαρχία/υποτέλεια (η εξουσιαστική σχέση) χαρακτηρίζει τις σχέσεις μεταξύ των κυρίαρχων και των εξουσιαζόμενων κοινωνικών μονάδων. Το κριτήριο που χρησιμοποιούμε για να διαχωρίσουμε τις εξουσιαζόμενες από τις αλληλεξαρτώμενες κοινωνικές ομάδες είναι το αν οι μονάδες που συνιστούν μία ολότητα είναι ικανές, δεδομένης της δύναμής τους, να λάβουν μέρος στη διαδικασία καθορισμού των στόχων/μέσων της ολότητας στο σύνολό της. Για παράδειγμα, η οικονομία της αγοράς είναι μία ιεραρχική ολότητα της οποίας τα μέσα και οι στόχοι καθορίζονται από εκείνους που την ελέγχουν. Αν το βασικό κίνητρο αυτών που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς διότι εξουσιάζουν τα μέσα παραγωγής (καπιταλίστες, μάνατζερ κ.λ.π.) είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους, τότε η «αποδοτικότητά» της θα οριστεί σύμφωνα με το κίνητρο αυτό και οι στόχοι των εξουσιαζόμενων μελών της συγκεκριμένης ολότητας (εργάτες, υπάλληλοι, κ.λ.π.) θα λαμβάνονται υπόψη μόνο στον βαθμό που επηρεάζουν την αποδοτικότητα με την παραπάνω έννοια. Γενικά, τα μέσα και οι στόχοι ολόκληρης της ολότητας καθορίζονται βασικά από τα μέσα και τους στόχους των κυρίαρχων μονάδων και, μέσω των διαδικασιών κοινωνικοποίησης και εσωτερίκευσης, μετατρέπονται σε μέσα και στόχους και των εξουσιαζόμενων μονάδων.

Αντίθετα, στην περίπτωση αυτόνομων ολοτήτων, οι σχέσεις μεταξύ των κοινωνικών μονάδων που συνιστούν τις ολότητες αυτές είναι αποκλειστικά σχέσεις αλληλεξάρτησης. Οι στόχοι και τα μέσα της ολότητας καθορίζονται άμεσα από όλα τα μέλη και όχι από μία μειοψηφία κυρίαρχων μονάδων. Στην πραγματικότητα, η προϋπόθεση για την ίδια την ύπαρξη των στόχων και των μέσων που εκφράζουν την ολότητα είναι ο καθορισμός τους στο πλαίσιο μιας διαδικασίας στην οποία όλα τα μέλη της ολότητας λαμβάνουν άμεσα μέρος –κάτι το οποίο μπορεί μονάχα να συμβεί όταν η δύναμη/εξουσία δεν είναι άνισα κατανεμημένη. Στην ολότητα αυτή, επομένως, κάθε άτομο καθορίζει ελεύθερα τον εαυτό του μέσα στην ολότητα, χωρίς να υπάρχει ανάγκη για βία (πολιτική, οικονομική κ.λ.π.) ή για έλεγχο. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η θεσμοποίηση τέτοιων ολοτήτων (και η συμμετοχή σε αυτές) είναι εκούσια, δηλ. οι αυτόνομες ολότητες αποτελούνται από ελεύθερους συνεταιρισμούς των μελών τους που δεν έχουν μόνιμο χαρακτήρα. Αντίθετα, η συμμετοχή σε ιεραρχικές ολότητες γίνεται με άμεσο ή έμμεσο εξαναγκασμό και οι ιεραρχικοί θεσμοί που τις χαρακτηρίζουν έχουν μόνιμο χαρακτήρα.

Υπάρχει, επομένως, μία βασική διαφορά όσον αφορά τη φύση των σχέσεων αλληλεξάρτησης σε μία αυτόνομη ολότητα συγκριτικά με τη φύση των σχέσεων αλληλεξάρτησης που επικρατούν σε μία ετερόνομη ολότητα. Στην πρώτη περίπτωση, οι σχέσεις αυτές υπάρχουν μεταξύ όλων των μελών της ολότητας και υποδηλώνονται από την άρνηση της εξουσίας, το οποίο είναι το θεμελιώδες χαρακτηριστικό μιας τέτοιας ολότητας. Στην δεύτερη περίπτωση, σχέσεις αλληλεξάρτησης υπάρχουν μόνο μεταξύ των κυρίαρχων μελών της ιεραρχικής ολότητας και υποδηλώνονται από την άνιση κατανομή της εξουσίας. Επομένως, μόνο στην πρώτη περίπτωση έχουμε αυθεντικές σχέσεις αλληλεξάρτησης στην ολότητα, αφού η εξουσια/δύναμη μοιράζεται εξίσου μεταξύ όλων των μελών της (συνεπώς δεν υπάρχουν εξουσιαστικές σχέσεις), ενώ στη δεύτερη περίπτωση έχουμε περιορισμένη αλληλεξάρτηση ανάμεσα στις κυρίαρχες μονάδες, ως αποτέλεσμα των εξουσιαστικών σχέσεων και δομών της ολότητας .

Η συγκέντρωση της δύναμης στα χέρια των κυρίαρχων μονάδων δημιουργεί την πιθανότητα να υπάρξει απόκλιση ανάμεσα στους στόχους και τα μέσα της ιεραρχικής ολότητας (που στην πράξη είναι αυτά των κυρίαρχων μονάδων) και των «εσωτερικών» μέσων και στόχων της πλειοψηφίας του πληθυσμού. Με άλλα λόγια, μία τέτοια απόκλιση ανάμεσα στα μέσα και τους στόχους της ολότητας και τα μέσα και στόχους της πλειοψηφίας των μελών της μπορεί να εμφανιστεί μόνο σε μία ετερόνομη κοινωνία, στην οποία οι εξουσιαζόμενες μονάδες παίρνουν τυπικά μέρος στον καθορισμό των μέσων και των στόχων της ολότητας (π.χ. μέσω κοινοβουλευτικών εκλογών). Παρά το γεγονός ότι μια απόκλιση ανάμεσα στα μέσα και τους στόχους της ολότητας και αυτών μιας μειοψηφίας των μελών της μπορεί επίσης να εμφανιστεί σε μία κοινωνία αυτοκαθορισμού, αυτή είναι ωστόσο μία αναστρέψιμη απόκλιση, εφόσον δεν είναι το αποτέλεσμα θεσμοποιημένων ανισοτήτων όσον αφορά την κατανομή της δύναμης αλλά οφείλεται σε διαφορετικές απόψεις κ.λπ.

Είναι, λοιπόν, ξεκάθαρο ότι στο συγκεκριμένο μοντέλο, η εξουσιαστική σχέση  λαμβάνει μία έννοια καθολικότητας και δεν ανάγεται απλώς στις τυπικές σχέσεις ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, αλλά στη γενική ιεραρχική οργάνωση της κοινωνίας συμπεριλαμβανομένου και του συστήματος παραγωγής. Η εξουσιαστική σχέση, επομένως, είναι ένα φαινόμενο που υπάρχει σε κάθε σύστημα κοινωνικής οργάνωσης που περιλαμβάνει την άρνηση της ανθρώπινης αυτονομίας στο ατομικό και στο συλλογικό επίπεδο.

Σήμερα, ολόκληρη η συλλογική δραστηριότητα ελέγχεται από απρόσωπες, ιεραρχικά οργανωμένες και κοινωνικά προνομιούχες μειοψηφίες, Έτσι:

Από την άλλη μεριά, σε μία αυτόνομη κοινωνία που παίρνει τη μορφή μιας περιεκτικής δημοκρατίας, το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα είναι ο αυτοκαθορισμός και όλα τα τμήματα της κοινωνικής ζωής είναι αυτοδιαχειριζόμενα από τα άτομα που λαμβάνουν μέρος στις αντίστοιχες δραστηριότητες. Η κοινωνία σε αυτή την περίπτωση υπάρχει και νομιμοποιείται μόνο στο βαθμό που κάνει πράξη το περιεχόμενο της: την αυτοδιαχείριση. 

Τέλος, όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ των κοινωνικών ομάδων, σε ένα υψηλό πάλι επίπεδο αφαίρεσης, μπορούμε να διακρίνουμε τους ακόλουθους τύπους σχέσεων:  

I. σχέσεις μεταξύ κυρίαρχων και εξουσιαζόμενων κοινωνικών ομάδων. Οι σχέσεις αυτές μπορούν να πάρουν είτε την ιεραρχική μορφή της κυριαρχίας/υποτέλειας (η οποία μπορεί να είναι είτε θεσμοποιημένη ή απλά «αντικειμενική» -όπως στην περίπτωση της οικονομικής κυριαρχίας στο εσωτερικό της οικονομίας της αγοράς), ή τη μορφή σύγκρουσης στο πλαίσιο του κοινωνικού αγώνα.  

II. σχέσεις μεταξύ κυρίαρχων ομάδων. Οι σχέσεις αυτές μπορούν να πάρουν είτε τη μορφή αλληλεξάρτησης ή αυτή του ανταγωνισμού. Οι σχέσεις αλληλεξάρτησης είναι κυρίαρχες όσον αφορά το γενικό συμφέρον των κυρίαρχων ομάδων για την αναπαραγωγή της ιεραρχικής ολότητας. Οι σχέσεις ανταγωνισμού είναι κυρίαρχες όσον αφορά τα ειδικά συμφέροντα/στόχους/μέσα των μελών των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων. 

III. σχέσεις μεταξύ εξουσιαζόμενων μονάδων. Οι σχέσεις αυτές μπορούν να λάβουν τη μορφή της αλληλεγγύης ή του ανταγωνισμού. Οι σχέσεις αλληλεγγύης είναι κυρίαρχες όσον αφορά το γενικό συμφέρον των εξουσιαζόμενων ομάδων, ως «τάξης», για τη βελτίωση ή, τουλάχιστον, την υπεράσπιση της θέσης τους στην ιεραρχική πυραμίδα, ενώ οι σχέσεις ανταγωνισμού είναι κυρίαρχες όσον αφορά τα ειδικά συμφέροντα/στόχους/μέσα των μελών των εξουσιαζόμενων κοινωνικών ομάδων.

Ιεραρχικές κοινωνίες, πράξη και κοινωνικός αγώνας

Σχέσεις μεταξύ των θεσμών μιας ετερόνομης ολότητας 

Ένας χρήσιμος τρόπος για να εξετάσουμε τη σχέση μεταξύ των διάφορων πολιτικών και οικονομικών θεσμών σε μία ετερόνομη ολότητα είναι να δούμε τις συνθήκες που καθορίζουν την εξουσιαστική σχέση, δηλαδή τις προϋποθέσεις της υποτέλειας. Αρχικά, θα πρέπει να κάνουμε μία διάκριση μεταξύ των «υποκειμενικών» συνθηκών της εξουσιαστικής σχέσης, οι οποίες αναφέρονται στη διαδικασία εσωτερίκευσης της ιεραρχικής δομής της ολότητας και των «αντικειμενικών» συνθηκών, οι οποίες αναφέρονται στους κοινωνικούς θεσμούς που διατηρούν και αναπαράγουν τις εξουσιαστικές σχέσεις. Στα επόμενα, θα αναφερθούμε αποκλειστικά στις «αντικειμενικές» συνθήκες, δηλ. στους κοινωνικούς θεσμούς οι οποίοι διασφαλίζουν τον έλεγχο των εξουσιαζόμενων μονάδων και όχι στους τρόπους μέσω των οποίων εσωτερικεύονται οι σημασίες/αξίες της κυρίαρχης μειονότητας. Επιπλέον, θα αναφερθούμε μόνο στον άμεσο έλεγχο τον οποίο ασκούν οι κυρίαρχες μονάδες πάνω στις εξουσιαζόμενες μονάδες, μέσω των συγκεκριμένων θεσμών που διασφαλίζουν την παραγωγή /αναπαραγωγή της ιεραρχικής ολότητας, και όχι στον έμμεσο έλεγχο τον οποίο ασκούν μέσω της παράδοσης.

Θα πρέπει, ωστόσο, να υπογραμμισθεί ότι η εξουσιαστική σχέση είναι ουσιαστικά μία ψυχο-κοινωνική διαλεκτική μεταξύ των αντικειμενικών συνθηκών και της υποκειμενικής αντίδρασης. Επομένως, η εσωτερίκευση μιας απολυταρχικής αντίληψης της πραγματικότητας (δηλ. της ιεραρχικής δομής της ολότητας) συνιστά ένα θεμελιώδες στοιχείο των εξουσιαστικών σχέσεων. Ο βαθμός της σταθερότητας της εξουσίας εξαρτάται πάντοτε από τον βαθμό που η εξουσία αυτή γίνεται αποδεκτή ως νόμιμη από τις κοινωνικές μονάδες που υπόκεινται σε αυτήν. Στην πραγματικότητα, η αληθινή βάση οποιασδήποτε εξουσίας σε μία ιεραρχική ολότητα δεν είναι η ίδια η ιεραρχική οργάνωση, αλλά οι συνήθειες, απόψεις, αξίες και γενικά οι κοινωνικές σημασίες οι οποίες ενώνουν τα μέλη μιας ολότητας στο να αποδεκτούν την ιεραρχική δομή, καθώς και οι ψυχολογικές διαδικασίες οι οποίες δημιουργούν την ψυχολογική δυνατότητα της υποταγής στην εξουσία και στις αποφάσεις των άλλων.

Επομένως, μολονότι η διαδικασία της δημιουργίας/τροποποίησης κοινωνικών σημασιών επηρεάζεται σε σημαντικό βαθμό από ιδεολογικούς/πολιτιστικούς θεσμούς που ελέγχονται από την κυρίαρχη μειονότητα, θα ήταν υπεραπλουστευτικό να υποθέσουμε ότι η ιδεολογία είναι μέρος της υπερδομής η οποία, «σε τελική ανάλυση», καθορίζεται από τις σχέσεις παραγωγής, όπως υποθέτουν οι μαρξιστές. Εάν ορίσουμε την κοσμοθεωρία μιας ομάδας ως τις ιδέες, τα αισθήματα, τις επιδιώξεις που μοιράζονται τα μέλη της, δεν υπάρχει λόγος να υποθέσουμε μία μονοσήμαντη αντιστοιχία μεταξύ κοσμοθεωριών και κοινωνικών ομάδων. Αντίθετα, είναι λογικό να υποθέσουμε ότι η κοσμοθεωρία μιας κοινωνικής ομάδας δεν καθορίζεται μόνο από τη θέση της ομάδας μέσα στην ολότητα,  ως αναπόσπαστο τμήμα του κοινωνικού αγώνα, αλλά και ανεξάρτητα, στο πλαίσιο της διαδικασίας της δημιουργίας ιδεών, αξιών και σημασιών- μία διαδικασία που έχει τη δική της αυτονομία. Με άλλα λόγια, η διαδικασία της διαμόρφωσης ιδεών, αξιών, σημασιών είναι ένα δημιουργικό μέρος της Πράξης, όπως αυτή καθορίζεται ιστορικά, ενώ η οικονομική δομή αποτελεί μόνο ένα μέρος της ολότητας και όχι πάντα το σημαντικότερο.

Οι εξουσιαστικές σχέσεις δεν είναι μόνο ένα δομικό πρόβλημα, δηλ. ένα πρόβλημα κοινωνικών θεσμών οι οποίοι συνιστούν την κοινωνική/οικονομική/πολιτική δομή της ολότητας. Είναι κυρίως θέμα πρακτικής. Όμως, η αλλαγή των κοινωνικών θεσμών είναι μία βασική προϋπόθεση για την ίδια τη δυνατότητα πρακτικής των σχέσεων αλληλεξάρτησης και είναι η πρακτική αυτή που, με τη σειρά της, θα οδηγήσει στην ανάπτυξη αυτόνομων κοινωνικών μονάδων. Με αυτή την έννοια, θα εξετάσουμε παρακάτω τους κοινωνικούς θεσμούς οι οποίοι συνιστούν τις αναγκαίες συνθήκες των εξουσιαστικών σχέσεων.

Μπορούμε να διακρίνουμε δύο σύνολα αντικειμενικών συνθηκών: 

Το ενδιαφέρον μας θα εστιαστεί εδώ στους θεσμούς που διασφαλίζουν τη γενική κυριαρχία σε μία ιεραρχική κοινωνία (οι θεσμοί που εξασφαλίζουν την οικονομική κυριαρχία εξετάστηκαν σε προηγούμενα τεύχη της ΠΔ). Μπορούμε να διακρίνουμε τις ακόλουθες κατηγορίες παρομοίων θεσμών:  

Η λογική σχέση μεταξύ των δύο παραπάνω συνόλων αντικειμενικών συνθηκών θα πρέπει να θεωρείται όχι ως μια επαγωγική σχέση, όπως υποθέτουν τόσο η μαρξιστική όσο και η αναρχική παράδοση (από διαφορετική βέβαια σκοπιά η καθεμία), αλλά ως σχέση ισοδυναμίας, πράγμα που συνεπάγεται ότι το ένα σύνολο συνθηκών συνιστά την αναγκαία και ικανή συνθήκη για το άλλο. Έτσι, για τους μαρξιστές, η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής είναι η ικανή συνθήκη για την ιστορική και λειτουργική ύπαρξη του κράτους κ.λπ., ενώ για τους αναρχικούς ισχύει το αντίθετο (το κράτος είναι η ικανή συνθήκη για την ύπαρξη της ατομικής ιδιοκτησίας). Η σχέση ισοδυναμίας ανάμεσα στα δύο σύνολα αντικειμενικών συνθηκών που υποθέτουμε εδώ είναι ιδιαίτερα χρήσιμη όσον αφορά, πρώτον, το θέμα της σύνθεσης των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων, εφόσον μας δίνει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουμε μια ευρύτερη έννοια για την περιγραφή τους από αυτήν της άρχουσας τάξης και, δεύτερον, όσον αφορά το θέμα της αυτονομίας του Κράτους ενώ, τέλος, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να απορριφθεί η ιδέα μίας αναγκαίας γενικής αντιστοιχίας μεταξύ των οικονομικών τάξεων και των δυνάμεων που εμπλέκονται στον πολιτικό αγώνα.

Oσον αφορά, πρώτα, τη σύνθεση της κυρίαρχης μειονότητας, η συζήτηση στην προηγούμενη ενότητα κάνει φανερό ότι η αντίληψη της «άρχουσας τάξης», η οποία ορίζεται κυρίως στην οικονομική σφαίρα, είναι ανεπαρκής. Αντίθετα, μπορούμε να κάνουμε την υπόθεση ότι οι κυρίαρχες κοινωνικές μονάδες είναι εκείνες που καταλαμβάνουν τις υψηλότερες θέσεις στους βασικούς οικονομικούς και/ή πολιτικούς και πολιτιστικούς θεσμούς (π.χ. τα μαζικά μέσα ενημέρωσης). Είναι φυσικά τεκμηριωμένο ότι η συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης στα χέρια των πολυεθνικών, της πολιτικής δύναμης στα χέρια εκείνων που ελέγχουν τους πολιτικούς θεσμούς και της δύναμης  ελέγχου της πληροφόρησης στα χέρια εκείνων που ελέγχουν τα τηλεοπτικά ιδιαίτερα ΜΜΕ έχει αυξηθεί ραγδαία τα τελευταία εκατό χρόνια περίπου, σε αναλογία με τη γραφειοκρατικοποίηση της κοινωνίας (επιχειρήσεις, κράτος, πολιτικά κόμματα, συνδικάτα κ.λπ.). Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η σημερινή δομή εξουσίας δεν επικεντρώνεται πλέον γύρω από μία μονολιθική τάξη (ιδιοκτήτες γης ή καπιταλιστές κ.λπ.) αλλά γύρω από ένα θεσμικό σύνολο το οποίο εγκαθιδρύει μία απρόσωπη εξουσία. Με άλλα λόγια, η ουσία της ιεραρχικής ολότητας είναι η ίδια η εξουσία και όχι κάποια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα. Τα όρια της εξουσίας των κυρίαρχων, καθώς και των εξουσιαζόμενων κοινωνικών ομάδων, καθορίζονται από τον βαθμό αυτο-οργάνωσης τους και, επίσης, από τον βαθμό στον οποίο οι σκοποί και τα μέσα των κυρίαρχων ομάδων εσωτερικεύονται από τις εξουσιαζόμενες. Με άλλα λόγια, τα όρια της εξουσίας των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων καθορίζονται από την εκάστοτε έκβαση του κοινωνικού αγώνα.

Όσον αφορά το ζήτημα της αυτονομίας του κράτους, η βασική διαμάχη επικεντρωνόταν πάντοτε στο ζήτημα αν το κράτος θα πρέπει να θεωρείται τελείως αυτόνομο, ως συνέπεια του ρόλου του να ισορροπεί τα συμφέροντα των ανταγωνιστικών κοινωνικών ομάδων (πλουραλιστικό μοντέλο) ή εάν, αντίθετα, θα πρέπει να θεωρείται ως στερούμενο κάθε αυτονομίας, ως συνέπεια της άμεσης η έμμεσης δέσμευσής του να υπερασπίζεται τα συμφέροντα των ελίτ (ελιτίστικο μοντέλο). Η Μαρξιστική αντίληψη για το κράτος αποτελούσε μία ενδιάμεση θέση, η οποία επιχειρούσε να ερμηνεύσει το ρόλο του κράτους σε σχέση με την οικονομική «βάση» του τρόπου παραγωγής και ανέθετε σε αυτό έναν ρόλο σχετικής αυτονομίας, σύμφωνα με τον οποίο η αντικειμενική λειτουργία του κράτους ήταν η διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, έτσι ώστε να είναι δυνατή η διαδικασία της συσσώρευσης κεφαλαίου.

Αν υποθέσουμε, ωστόσο, μία σχέση ισοδυναμίας ανάμεσα στα δύο σύνολα των  συνθηκών που καθορίζουν την εξουσιαστική σχέση, τότε δεν προκύπτει ζήτημα μεταξύ απόλυτης και σχετικής αυτονομίας του κράτους. Και αυτό,  διότι η σχέση ανάμεσα στις κυρίαρχες κοινωνικές μονάδες –είτε αυτές αντλούν τη δύναμή τους από την πολιτική σφαίρα, την οικονομική ή την ευρύτερη κοινωνική σφαίρα- είναι πάντοτε σχέση αλληλεξάρτησης ως προς τη βασική τους αντίθεση με τις εξουσιαζόμενες μονάδες, δηλ. την αντίθεση που αναφέρεται στην παραγωγή/αναπαραγωγή των κοινωνικοοικονομικών προνομιών που συνεπάγεται η θέση τους στην κοινωνική πυραμίδα. Σύμφωνα με την αντίληψη του κράτους που προτείνεται εδώ, η λειτουργία του συνίσταται στη διασφάλιση των συνθηκών παραγωγής/αναπαραγωγής της ιεραρχικής ολότητας. Στην προβληματική αυτή, οι διάφοροι θεσμοί που αποτελούν το πρώτο σύνολο συνθηκών που καθορίζουν την εξουσιαστική σχέση βρίσκονται σε μία πολύπλοκη διαδικασία αλληλεξάρτησης με τον τύπο ιδιοκτησίας/ελέγχου πάνω στα μέσα παραγωγής.

Αν, επομένως, υιοθετήσουμε αυτή την προβληματική, τότε η υπόθεση ότι οι θεσμοί αυτοί καθορίζονται, σε τελική ανάλυση, από τον τύπο ιδιοκτησίας/ελέγχου των μέσων παραγωγής δεν είναι βάσιμη. Αντίθετα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η κοινωνία αποτελεί πάντοτε μία δημιουργία και ότι οι θεσμοί της συνδυάζουν με διάφορες μορφές το λειτουργικό με το φαντασιακό στοιχείο. Έτσι, η ίδια η ύπαρξη και των δύο κατηγοριών από θεσμούς που διασφαλίζουν, ως σύνολο, τις συνθήκες της εξουσιαστικής σχέσης, καθώς και το συγκεκριμένο περιεχόμενό τους σε κάθε ιστορική στιγμή, είναι θέμα δημιουργίας. Είναι δηλαδή θέμα έκβασης της πράξης, η οποία, με τη σειρά της, καθορίζεται από τα όρια που οι υπάρχοντες θεσμοί επιβάλλουν σε αυτή. καθώς και από το φαντασιακό στοιχείο. Όμως, αν θεωρήσουμε ως δεδομένο το συγκεκριμένο περιεχόμενο που λαμβάνουν οι θεσμοί αυτοί στη σημερινή ιεραρχική κοινωνία, η υπόθεση που κάναμε εδώ για την ύπαρξη μιας σχέσης αλληλεξάρτησης ανάμεσά τους, συνεπάγεται ότι ο έλεγχος πάνω στα μέσα παραγωγής από μια μειοψηφία προϋποθέτει την ύπαρξη θεσμών όπως είναι η κρατική εξουσία, η ιεραρχία και ο θεσμοποιημένος καταμερισμός εργασίας. Και αντίστροφα, η ύπαρξη θεσμών όπως το κράτος κλπ προυπουθετει τον έλεγχο των μέσων παραγωγής από μια μειοψηφία. Επιπλέον, η υπόθεση αυτή είναι συνεπής με την υπόθεση που κάναμε παραπάνω ότι οι κυρίαρχες κοινωνικές ομάδες, όπως ακριβώς και οι εξουσιαζόμενες, δεν είναι μονολιθικές οντότητες αλλά αποτελούνται από ανταγωνιστικά μέλη, τουλάχιστον όσον αφορά τα ειδικά τους συμφέροντα, τους στόχους και  μέσα τους. Μία τέτοια υπόθεση συνεπάγεται ότι στο εσωτερικό της «υπερδομής», η οποία αποτελείται από ιεραρχικές ολότητες, υπάρχουν πάντοτε ανταγωνιστικές δυνάμεις που καθορίζουν τη μορφή και το περιεχόμενο το οποίο παίρνουν οι θεσμοί που συνιστούν το πρώτο σύνολο συνθηκών της εξουσιαστικής σχέσης, σε κάθε χρονική στιγμή.

Τέλος, η υπόθεση της αλληλεξάρτησης βοηθά στο να ξεκαθαριστεί ότι δεν υπάρχει κάποια γενική και αναγκαία αντιστοιχία μεταξύ οικονομικών τάξεων και δυνάμεων που εμπλέκονται στον πολιτικό αγώνα. Με βάση την προβληματική αυτή, μπορούμε και να εξηγήσουμε τον «υπερταξικό» χαρακτήρα των νέων κοινωνικών κινημάτων (φεμινιστικό, οικολογικό κ.λ.π.), ο οποίος δεν καθορίζεται, ούτε σε τελική ανάλυση, από τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Αν, ωστόσο, δούμε τις κοινωνικές διαιρέσεις που αναδύονται από τη δραστηριότητα των νέων κοινωνικών κινημάτων μέσα από την ευρύτερη έννοια των ταξικών διαιρέσεων που υιοθετείται εδώ, τότε, οι πρακτικές τους μπορούν εύκολα να ενσωματωθούν στο παρόν ταξικό μοντέλο

Πράξη και κοινωνικός αγώνας 

 

Η πράξη θα πρέπει να διαχωρίζεται από τον κοινωνικό αγώνα, ο οποίος αναφέρεται στη σύγκρουση μεταξύ κοινωνικών ομάδων. Οι κοινωνικές ομάδες αποτελούνται από άτομα που μοιράζονται κοινούς στόχους ή συμφέροντα (τα οποία δεν είναι απαραίτητα οικονομικής φύσης), ιδέες, αισθήματα και φιλοδοξίες. Η κοινωνική ομάδα είναι, επομένως, ευρύτερη έννοια από τη μαρξιστική τάξη που ορίζεται κυρίως με βάση τη θέση της στην οικονομική σφαίρα, η οποία, ωστόσο, είναι μόνο ένα μέρος της ιεραρχικής ολότητας και λαμβάνει ιδιαίτερη σημασία μόνο στην οικονομία της αγοράς. Επομένως, το αν σε μία συγκεκριμένη «στιγμή» της Ιστορίας οι κυρίαρχες κοινωνικές ομάδες (δηλ. εκείνες σε στρατηγικές θέσεις στην κοινωνική πυραμίδα και άρα σε θέση να ξεκινήσουν κοινωνικές αλλαγές που συμπίπτουν με τα συμφέροντά τους) ανήκουν στην οικονομική, πολιτική, ή την πολιτιστική σφαίρα εξαρτάται από το αν σε μία συγκεκριμένη ιεραρχική ολότητα το στοιχείο που κυριαρχεί είναι αντίστοιχα το πολιτικό, το οικονομικό ή το πολιτιστικό.

Παρόλο που, συχνά, είναι ο αγώνας ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες  που οδηγεί στη διαμόρφωση μιας νέας ολότητας, αυτό δεν συμβαίνει πάντοτε. Η έννοια της Πράξης είναι, επομένως, ευρύτερη από αυτή του κοινωνικού αγώνα. Εντούτοις, η έννοια του κοινωνικού αγώνα όπως την χρησιμοποιούμε εδώ είναι ευρύτερη της μαρξιστικής έννοιας του ταξικού αγώνα, ο οποίος αναφέρεται αποκλειστικά στη σύγκρουση οικονομικών συμφερόντων και, επομένως, ορίζεται αποκλειστικά με βάση οικονομικές κατηγορίες. Με άλλα λόγια, ο κοινωνικός αγώνας είναι πάντοτε πολυδιάστατος, τόσο από τη σκοπιά του περιεχομένου του, όσο και από τη σκοπιά της σύνθεσης των κοινωνικών ομάδων που συμμετέχουν σε αυτόν.

Από τη σκοπιά του περιεχομένου του, ο κοινωνικός αγώνας αναφέρεται στον αγώνα μεταξύ κοινωνικών ομάδων γύρω από οικονομικά, πολιτικά, πολιτιστικά ή οικολογικά ζητήματα. Ακόμη, από τη σκοπιά της σύνθεσης των κοινωνικών ομάδων που συμμετέχουν σε τέτοιους αγώνες, ο κοινωνικός αγώνας μπορεί να αναφέρεται στην πάλη:    

Η έκβαση του κοινωνικού αγώνα καθορίζει ορισμένες βασικές κοινωνικοοικονομικές μεταβλητές (π.χ. τον τρόπο με τον οποίο κατανέμεται το εισόδημα). Όταν όμως συμβαίνει μία σημαντική αναδιάρθρωση της κοινωνικής δομής δεν μεταβάλλεται μόνο ένας αριθμός μεταβλητών αλλά ακόμη και οι ίδιες οι παράμετροι του συστήματος, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία μίας νέας μορφής εξουσιαστικών σχέσεων, όπως συνέβη για παράδειγμα με την ανάδυση του υπαρκτού σοσιαλισμού έπειτα από την Σοβιετική επανάσταση. Εναλλακτικά, αν ο κοινωνικός αγώνας έχει ως στόχο την ίδια την ετερόνομη δομή, τότε μπορεί να επακολουθήσει μία αυτόνομη κοινωνία, όπως συνέβη στην περίπτωση της ανάδυσης της Αθηναϊκής δημοκρατίας.  

Οι ιεραρχικές ολότητες αλλάζουν με το χρόνο. Ο τρόπος με τον οποίο η ιεραρχική δομή της ολότητας (δηλ. η μορφή της εξουσιαστικής σχέσης) αλλάζει εξαρτάται από το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στην πράξη και την υπάρχουσα δομή της ολότητας. Ωστόσο, η υπάρχουσα δομή, μολονότι αποτελεί σημαντικό καθοριστικό παράγοντα του χαρακτήρα της πράξης και του κοινωνικού αγώνα σε δεδομένες ιστορικές συνθήκες, δεν μπορεί να προδικάσει την έκβαση του ίδιου του κοινωνικού αγώνα, ούτε καν να εξασφαλίσει την ανάπτυξη ενός συγκεκριμένου τύπου συνειδητοποίησης και άρα ενός συγκεκριμένου τύπου Πράξης και ιστορικής εξέλιξης. Σε κάθε περίσταση, η Πράξη δημιουργεί τη συγκεκριμένη δομή της ολότητας, τους θεσμούς της και τις κοινωνικές της σημασίες. Με άλλα λόγια, η πράξη καθορίζεται από την υπάρχουσα δομή της ολότητας αλλά είναι επίσης και μία δημιουργία από μόνη της, η οποία ενσωματώνει κοινωνικές σημασίες. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο η άποψη σύμφωνα με την οποία είναι δυνατό να συνάγουμε κάποιους «επιστημονικούς νόμους» που καθορίζουν τη δυναμική της Ιστορίας, της Κοινωνίας ή της Οικονομίας είναι τόσο λανθασμένη όσο και -με δεδομένες τις ιστορικές συνέπειες του επιστημονισμού στην Ιστορία- κοινωνικά ανεπιθύμητη. Με βάση το ίδιο το δημιουργικό στοιχείο της Ιστορίας μπορούμε άλλωστε  να εξηγήσουμε την ιστορική εμφάνιση μη ιεραρχικών δομών.     

Η Μαρξιστική επομένως απόπειρα ναι ερμηνεύσει ‘επιστημονικά’ την πράξη, με βάση τον  καθορισμό της σε τελική ανάλυση από το επίπεδο της τεχνολογικής ανάπτυξης, ή το βαθμό της σπάνεως, είναι μία υπεραπλούστευση που αγνοεί το περίπλοκο ψυχο-κοινωνικό περιεχόμενο της εξουσιαστικής σχέσης. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι αν η  υπέρτατη αιτία της εξουσιαστικής σχέσης δεν είναι η σπάνις τότε αυτή θα πρέπει να αναζητηθεί στην ανθρώπινη φύση. Αυτό είναι ένα ψευτοδίλλημα το οποίο αγνοεί τους κοινωνικούς παράγοντες που καθορίζουν την ανάπτυξη της ζωής ενός ανθρώπου από την πρώτη του ημέρα, δηλ. αγνοεί το γεγονός ότι η ανθρώπινη φύση καθορίζεται από μία κοινωνική οργάνωση, η οποία πήρε τη συγκεκριμένη μορφή της μέσα σε μία συγκεκριμένη πατριαρχική ιεραρχική ολότητα, ως αποτέλεσμα των αξιών και των σημασιών που δημιουργήθηκαν από την πράξη άνισων από τη φύση τους ανθρώπων.  

Απελευθερωτικές πολιτικές, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία

Προτού προχωρήσουμε στη συζήτηση για το ποιες κοινωνικές ομάδες θα μπορούσαν, σύμφωνα με το παράδειγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας, να λειτουργήσουν ενδεχομένως ως το υποκείμενο των απελευθερωτικών πολιτικών σήμερα, θα ήταν χρήσιμο να εξετάσουμε τη θέση της Αριστεράς πάνω στο ζήτημα. Παρόλο που ο παλιός διαχωρισμός μεταξύ κρατικιστικής και  ελευθεριακής Αριστεράς δεν είναι πια όσο καθαρός ήταν άλλοτε, θα χρησιμοποιήσουμε την διάκριση αυτή για να ταξινομήσουμε τις σχετικές απόψεις πάνω στο θέμα.

Στο παρελθόν, η κρατικιστική Αριστερά χωριζόταν σε σοσιαλδημοκράτες και μαρξιστές, με τους πρώτους να υιοθετούν την άποψη ότι η ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή μπορεί να λάβει χώρα μέσω της κοινοβουλευτικής κατάκτησης της κρατικής εξουσίας και της χρησιμοποίησης της με σκοπό την πραγματοποίηση  μεταρρυθμίσεων μέσα στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς και με τους δεύτερους να πιστεύουν σε μία επαναστατική κατάληψη της κρατικής εξουσίας, με σκοπό την χρησιμοποίηση της σε μία μεταβατική σοσιαλιστική περίοδο ως το μέσο για την δημιουργία μιας κομουνιστικής κοινωνίας. Από την ελευθεριακή σκοπιά, το κράτος εθεωρείτο πάντοτε ως μέρος του προβλήματος και επικρατούσε η άποψη ότι η ριζοσπαστική αλλαγή έπρεπε να έλθει «από τα κάτω»,  να είναι επαναστατική, και να συνεπάγεται την άμεση κατάργηση του κράτους.

Ωστόσο, όπως ήδη αναφέραμε, η γενικότερη μετατόπιση του πολιτικού φάσματος προς τα Δεξιά κατά τη διάρκεια της νεοφιλελεύθερης φάσης της αγοραιοποίησης έχει συσκοτίσει αυτές τις ευρέως γνωστές διαιρέσεις του παρελθόντος. Έτσι, από την πλευρά της κρατικιστικής Αριστεράς, η παλιά σοσιαλδημοκρατική Αριστερά έχει μετακινηθεί προς τον σοσιαλφιλελευθερισμό, ενώ το μεγαλύτερο τμήμα της παλιάς μαρξιστικής Αριστεράς έχει μετακινηθεί προς διάφορες μορφές υποστήριξης της «κοινωνικής αγοράς» και της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Από την άλλη μεριά, στην ελευθεριακή Αριστερά υπάρχουν αρκετές φωνές (όπως είναι αυτή του Νόαμ Τσόμσκι) που επιχειρηματολογούν υπέρ της άμεσης δράσης για να πιεστεί το…Κράτος να αναλάβει δράση ενάντια στις μεγάλες επιχειρήσεις και την παγκοσμιοποίηση, ενώ ορισμένοι από τους οικο-αναρχικούς (όπως είναι ο Ted Trainer) βλέπουν ότι σε μία μελλοντική κοινωνία θα υπάρχει ρόλος έστω περιορισμένος τόσο για το κράτος όσο και για την αγορά. Τέλος, μεγάλα τμήματα της κρατικιστικής αλλά και της ελευθεριακής Αριστεράς έχουν προσχωρήσει στη μεταμοντέρνα απόρριψη των καθολικών προταγμάτων!

Ας δούμε, όμως, με περισσότερη λεπτομέρεια τις παραπάνω τάσεις της Αριστεράς.

Απελευθερωτική πολιτική και Κρατικιστική Αριστερά 

Η κύρια τάση στην παλιά σοσιαλδημοκρατική Αριστερά αντιπροσωπεύεται σήμερα από πρώην σοσιαλδημοκρατικά κόμματα όπως το Βρετανικό Εργατικό κόμμα, το Γαλλικό Σοσιαλιστικό κόμμα, το Γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, ή ακόμα και τα πρώην κομουνιστικά κόμματα, όπως το Ιταλικό PDS. Όλα αυτά τα κόμματα, καθώς και άλλα μικρότερα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην Ευρώπη, την Αυστραλασία κ.λπ., μόλις μετακινήθηκαν στην κυβέρνηση κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, προσχώρησαν στη νεοφιλελεύθερη συναίνεση που αναφέραμε παραπάνω, μετακινούμενα ιδεολογικά από τη σοσιαλδημοκρατία στον σοσιαλφιλελευθερισμό.

Οι θεωρητικές βάσεις του σοσιαλφιλελευθερισμού τέθηκαν από τον Αnthony Giddens στο βιβλίο του «Ο Τρίτος Δρόμος». Σημείο εκκίνησης στην ανάλυσή του είναι το αδιαφιλονίκητο γεγονός ότι ενώ ένα τέταρτο του αιώνα πριν η πλειοψηφία του εργατικού πληθυσμού βρισκόταν σε χειρωνακτικές εργασίες, κυρίως στη μεταποίηση, οι τεχνολογικές εξελίξεις έχουν οδηγήσει στη σημερινή κατάσταση όπου, στις περισσότερες από τις αναπτυγμένες οικονομίες της αγοράς, λιγότερο από το 20 τοις εκατό της εργατικής δύναμης βρίσκεται στη μεταποίηση, ενώ η αναλογία αυτή συνεχίζει να πέφτει «οδηγώντας στο συμπέρασμα ότι η παραδοσιακή τάξη έχει ως επί το πλείστον εξαφανιστεί». Ωστόσο, ο Giddens προχωρά ένα βήμα παραπάνω και βλέπει σήμερα όχι μόνο το τέλος των ταξικών διαιρέσεων (με τη μαρξιστική έννοια) αλλά και το τέλος των ταξικών διαιρέσεων γενικά, εξάγοντας το συμπέρασμα ότι «κανείς δεν διαθέτει πλέον εναλλακτική προς τον καπιταλισμό λύση –τα ζητήματα που παραμένουν αφορούν τον βαθμό και  τούς τρόπους με τους οποίους θα πρέπει να κυβερνάται και να ρυθμίζεται ο καπιταλισμός».      

Έτσι, το πρόβλημα ,όπως ορίζεται από τον Giddens, είναι η επινόηση ενός «Τρίτου Δρόμου», με την έννοια της υπέρβασης τόσο του νεοφιλελευθερισμού όσο και της παλαιού τύπου σοσιαλδημοκρατίας. Η υπέρβαση του νεοφιλελευθερισμού  είναι απαραίτητη διότι υποστηρίζει  τις απελευθερωμένες αγορές και υιοθετεί την υπόθεση  ότι σήμερα ζούμε σε έναν κόσμο χωρίς σύνορα , στον οποίο το έθνος-κράτος αποτελεί μύθο και οι πολιτικοί έχουν απολέσει κάθε είδος αποτελεσματικής εξουσίας. Ακόμη, η υπέρβαση της σοσιαλδημοκρατίας είναι απαραίτητη επειδή, στις σημερινές συνθήκες παγκοσμιοποίησης, το κράτος έχει χάσει τις εξουσίες που είχε παλαιότερα κατά τη διάρκεια της κρατικιστικής φάσης, παρά τις ανόητες προσπάθειες ορισμένων παλαιολιθικών σοσιαλδημοκρατών οι οποίοι σήμερα περιλαμβάνουν μεταξύ των γραμμών τους και πολλούς πρώην μαρξιστές(!) να αρνούνται την παγκοσμιοποίηση ως ιδεολόγημα, χίμαιρα κλπ! Για τον Giddens, το έθνος-κράτος δεν εξαφανίζεται, και το πεδίο δράσης των κυβερνήσεων μάλλον επεκτείνεται παρά μειώνεται όσο προχωρά η παγκοσμιοποίηση, παρόλο που ο ρόλος του, κάτω από τις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, είναι αρκετά διαφορετικός σε σχέση με πριν.       

Ωστόσο, όταν ο Giddens προσπαθεί να ορίσει το νέο ρόλο του κράτους και το είδος της «νέας» σοσιαλδημοκρατίας που είναι εφικτή σήμερα καταλήγει σε τόσο «ριζοσπαστικά» αιτήματα, όπως το «να διατηρούνται σε υψηλό επίπεδο οι δαπάνες για την κοινωνική πρόνοια» (μολονότι, ακόμη και αυτές, θα πρέπει να πάρουν την μορφή της «επένδυσης σε ανθρώπινο κεφάλαιο» δηλαδή της υποστήριξης επιχειρηματικών πρωτοβουλιών), ν ‘απορριφθεί η «εν λευκώ υιοθέτηση του ελευθέρου εμπορίου» και να υιοθετηθεί μια «νέα μικτή οικονομία» που στην ουσία θα σημαίνει την επίτευξη κάποιας ισορροπίας μεταξύ ρύθμισης και απορύθμισης. Με άλλα λόγια, τα βασικά αιτήματα του Τρίτου Δρόμου καταλήγουν στην εισαγωγή κάποιων «ρυθμιστικών ελέγχων», οι οποίοι θα ήταν μεν απόλυτα συμβατοί με τη νεοφιλελεύθερη συναίνεση, αλλά που ελάχιστη θα είχαν σχέση με το είδος των αποτελεσματικών κοινωνικών ελέγχων που απαιτούνται για την προστασία της εργασίας (όπως έκαναν μερικοί από τους ελέγχους που είχαν εισάγει κατά τη διάρκεια της κρατικιστικής φάσης της αγοραιοποίησης παλιοί σοσιαλδημοκράτες) ή του περιβάλλοντος.    

Ερχόμενοι τώρα στη μαρξιστική πλευρά της κρατικιστικής Αριστεράς, η συνηθισμένη τάση μεταξύ των Μαρξιστών θεωρητικών είναι να αυξάνουν διαρκώς τον αριθμό των τάξεων για να εξηγήσουν την σημερινή πραγματικότητα, έμμεσα υιοθετώντας την άποψη ότι η ιδιοκτησία δεν είναι το μοναδικό στοιχείο που χαρακτηρίζει την εξουσιαστική σχέση. Άλλοι, συμπεριλαμβανομένων κάποιων αναλυτών από το στρατόπεδο της αυτονομιστικής παράδοσης, επαναορίζουν την εργατική τάξη με ταυτολογικούς όρους, έτσι ώστε σχεδόν οι πάντες ταξινομούνται στην κατηγορία του εργάτη (εργάτες, πρώην εργάτες, εργάτες ανίκανοι προς εργασία, μελλοντικοί εργάτες, εργάτες στον τομέα υπηρεσιών, καλλιτέχνες κ.λ.π.), προσπαθώντας να καλουπώσουν την  πραγματικότητα στην Προκρουστεια (ταξική) κλίνη τους! Είναι, επομένως, φανερό ότι το τμήμα αυτό της Αριστεράς βρίσκεται σε πλήρες αδιέξοδο να ερμηνεύσει τις σύγχρονες ταξικές διαιρέσεις, ανίκανο να αναγνωρίσει το βασικό γεγονός ότι το προλεταριάτο δεν βρίσκεται πλέον σε θέση να παίξει από μόνο του τον ρόλο του απελευθερωτικού υποκειμένου.               

Ωστόσο, πρόσφατα αναπτύχθηκαν κάποιες τάσεις μέσα στην μαρξιστική Αριστερά οι οποίες, αναγνωρίζοντας τη σημερινή πραγματικότητα, βρίσκονται κοντά στο να προτείνουν την ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου δημοκρατικού προτάγματος, όπως αυτό της Περιεκτικής Δημοκρατίας. Έτσι, η Ellen Meiksins Wood αμφισβητεί το αν η κατάργηση της σεξουαλικής ή της φυλετικής ανισότητας θα σήμαινε το τέλος του καπιταλισμού –όπως αντίστοιχα θα σήμαινε εξ ορισμού η κατάργηση της ταξικής ανισότητας-- δεδομένου ότι η σεξουαλική και φυλετική ανισότητα, αντίθετα με την  ταξική ανισότητα, δεν συνιστούν θεμελιακά στοιχεία του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Ορθά τονίζει ότι, σήμερα, η ενοποιητική ταυτότητα του συστήματος διασπάται εννοιολογικά με τις αποσυνθετικές έννοιες της κοινωνίας των πολιτών και τον καταποντισμό της τάξης μέσα σε ‘πορτμαντό’ κατηγορίες όπως η ταυτότητα, οι οποίες αποδιαρθρώνουν τον κοινωνικό κόσμο σε μερικές και διαχωρισμένες πραγματικότητες. Όπως υπογραμμίζει η ίδια, ο μεταμοντέρνος πλουραλισμός που έχει αναπτυχθεί στη σημερινή κοινωνία  αντικατέστησε τον παλιό πλουραλισμό, που αναγνώριζε την ύπαρξη μιας περιεκτικής πολιτικής ολότητας όπως είναι το «πολιτικό σύστημα», με ένα νέο πλουραλισμό του οποίου τα χαρακτηριστικά στοιχεία είναι η αποσπασματικότητα και η  διαφορά. Αυτό, αναπόφευκτα, οδήγησε σε μία κατάσταση όπου η συστημική ενότητα του καπιταλισμού, ή ακόμα και η ίδια του η ύπαρξη ως κοινωνικό σύστημα, δεν αναγνωρίζεται πια και, «αντίθετα με τις οικουμενικές φιλοδοξίες του σοσιαλισμού και τις ενοποιητικές πολιτικές της πάλης κατά της ταξικής εκμετάλλευσης, τη στιγμή αυτή έχουμε ένα πλουραλισμό  ουσιαστικά ξεκομμένων ‘μονοθεματικων’ αγώνων που καταλήγουν σε υποταγή στον καπιταλισμό». Το συμπέρασμά της είναι ότι εξακολουθεί να υφίσταται η ανάγκη για ένα καθολικό πρόταγμα ανθρώπινης απελευθέρωσης, το οποίο θα συνεπαγόταν έναν πλουραλισμό που θ’ αναγνώριζε τη συστημική ενότητα του καπιταλισμού και θα μπορούσε να διακρίνει τις συστατικές σχέσεις του καπιταλισμού από άλλες ανισότητες, ή καταπιέσεις. Σωστά, επομένως, καλεί για μία ολοκληρωμένη οικονομική δημοκρατία, όπως είναι εκείνη που έχει αναπτυχθεί από το παράδειγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας (Περιεκτική Δημοκρατία, κεφ. 5-6):     

Η Δημοκρατία πρέπει να γίνει κατανοητή όχι απλά ως μία πολιτική κατηγορία αλλά και ως μία οικονομική κατηγορία. Εκείνο που εννοώ δεν είναι απλά η «οικονομική δημοκρατία» με την έννοια  μίας ευρύτερης ισότητας στην κατανομή. Αυτό που έχω κατά νου είναι η δημοκρατία ως οικονομικός ρυθμιστής, ως κινητήριος μηχανισμός της οικονομίας.

Απελευθερωτική πολιτική και Ελευθεριακή Αριστερά 

Οι πιο σημαντικοί συγγραφείς του ελευθεριακού χώρου του τελευταίου τέταρτου του αιώνα, παίρνοντας υπόψη τη σημερινή πραγματικότητα, έχουν εγκαταλείψει σε διάφορους βαθμούς την ιδέα του προλεταριάτου ως απελευθερωτικού υποκείμενου. Έτσι, ο Murray Bookchin, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, δίνει την ακόλουθη απάντηση στο ερώτημα «Ποιος θα αποτελέσει το ’υποκείμενο’ της επαναστατικής αλλαγής» με στόχο μία μη ιεραρχική κοινωνία;  

Θα είναι κυριολεκτικά η μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας, η οποία θα προκύψει από όλες τις  παραδοσιακές τάξεις και θα ενωθεί σε μία κοινή επαναστατική δύναμη, μέσα από το χωνευτήρι  της αποσύνθεσης των θεσμών, των κοινωνικών σχηματισμών, των αξιών  και των λάιφ-σταιλ της επικρατούσας ταξικής δομής.

Παρόμοια, ο Καστοριάδης υπογραμμίζει ότι “το να λέμε ότι όλοι, η σχεδόν όλοι έχουν μετατραπεί σε μισθωτούς δεν σημαίνει ότι όλοι έχουν μετατραπεί σε προλετάριους, με την έννοια που κάποτε δινόταν στον συγκεκριμένο όρο. Το να είναι κανείς μισθωτός αποτελεί ουσιαστικά τη γενική συνθήκη στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία. Δεν αποτελεί πλέον κατάσταση μιας «τάξης». Προφανώς υπάρχουν από διάφορες σκοπιές αξιοσημείωτες διαφοροποιήσεις μεταξύ των μισθωτών, οι οποίες όμως δεν συνιστούν κάποια διαίρεση σε τάξεις». Επιπλέον, υπαναχωρώντας από τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ διευθυντών και εκτελεστών, που ο ίδιος τόνιζε στα πρώτα του έργα, και παραδεχόμενος ότι αυτή η διαχωριστική γραμμή είναι όλο και λιγότερο αντιπροσωπευτική της σημερινής πραγματικότητας δεδομένου ότι οι κατηγορίες εκείνων που είναι αποκλειστικά διευθυντές ή αποκλειστικά εκτελεστές συρρικνώνονται, συμπεραίνει ότι:       

Το μοναδικό κριτήριο διαφοροποίησης  των μισθωτών που παραμένει σχετικό για μας είναι η στάση τους έναντι του κατεστημένου συστήματος. Αυτό συνοψίζεται στο  ότι  θα πρέπει να εγκαταλείψουμε τα «αντικειμενικά κριτήρια» κάθε είδους. Με την εξαίρεση μίας ελάχιστης  μειοψηφίας στην κορυφή, το σύνολο του πληθυσμού είναι είτε θετικά –είτε αρνητικά- επιρρεπές προς μία επαναστατική προοπτική. Συγκυριακά μιλώντας, είναι πιθανό ότι η μία ή η άλλη κατηγορία ή κοινωνικό στρώμα να παίζει σπουδαιότερο ρόλο. Αλλά  δεν μπορούμε πλέον να εξακολουθούμε να υποστηρίζουμε ότι το προλεταριάτο είναι ο θεματοφύλακας του επαναστατικού προτάγματος. 

Παρόμοιες είναι οι απόψεις που υιοθετούνται, αν και σιωπηρά, από τις δύο κύριες μορφές  ελευθεριακών «κινημάτων» σήμερα: το (πέρα από το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ) κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης και το κίνημα των ‘οικο-χωριών’. Όπως, όμως, έχει δειχτεί στο περιοδικό Democracy & Nature, και τα δύο αυτά «κινήματα» βασίζονται κυρίως στα μεσαία στρώματα και σε ένα μικρό μόνο βαθμό στην υποτάξη.    

Απελευθερωτική πολιτική και Περιεκτική Δημοκρατία 

Όπως είδαμε στην προηγούμενη ενότητα, το βασικό σημείο της προσέγγισης της Περιεκτικής Δημοκρατίας είναι ότι οι σημερινές ταξικές διαιρέσεις ανάμεσα στις κυρίαρχες και τις εξουσιαζόμενες κοινωνικές ομάδες στην πολιτική σφαίρα (επαγγελματίες πολιτικοί έναντι των υπόλοιπων πολιτών), την οικονομική σφαίρα (καπιταλίστες, διευθυντές και μάνατζερ επιχειρήσεων έναντι εργατών και υπάλληλων) και την ευρύτερη κοινωνική σφαίρα (άνδρες έναντι γυναικών, λευκοί έναντι έγχρωμων, εθνοτικές πλειονότητες έναντι μειονοτήτων κ.ο.κ.) βασίζονται σε δομές οι οποίες θεσμοποιούν την ανισοκατανομή δύναμης σε όλες τις μορφές της και τις συνακόλουθες κουλτούρες και ιδεολογίες (αυτό που χαρακτηρίζουμε ως το «κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα»). Στη σημερινή κοινωνία, οι βασικές δομές που θεσμοποιούν την ανισοκατανομή δύναμης είναι η οικονομία της αγοράς και η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, μολονότι και άλλες δομές που θεσμοποιούν την ανισοκατανομή δύναμης ανάμεσα στα φύλα, τις φυλές, τις εθνικότητες κ.λπ. δεν μπορούν απλά να «αναχθούν» σε μία από τις δύο αυτές βασικές δομές.

Η αντικατάσταση των συγκεκριμένων δομών από θεσμούς οι οποίοι διασφαλίζουν την ισοκατανομή της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής δύναμης στο πλαίσιο μιας περιεκτικής δημοκρατίας είναι η αναγκαία συνθήκη (αν και όχι η ικανή) για τη δημιουργία μιας νέας κουλτούρας που θα εξάλειφε την ανισοκατανομή δύναμης μεταξύ όλων των ανθρώπων, ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, εθνότητας κ.λπ. Η προσπάθεια, επομένως, των φεμινιστριών και άλλων υποστηρικτών των πολιτικών της διαφοράς και της ταυτότητας να αλλάξουν πρώτα την κουλτούρα και τις αξίες, ως μέσο για την αλλαγή των επικρατουσών εξουσιαστικών δομών, (αντί να προσανατολιστούν σε έναν αγώνα για την αντικατάσταση όλων των δομών που αναπαράγουν την ανισοκατανομή δύναμης και, στο πλαίσιο του αγώνα αυτού, να δημιουργήσουν τις αξίες που θα υποστήριζαν τις νέες δομές) είναι καταδικασμένη σε περιθωριοποίηση και αποτυχία. Η μοναδική ελπίδα που ουσιαστικά έχουν είναι να επιτύχουν, στην πορεία, κάποιες εύκολα αντιστρέψιμες μεταρρυθμίσεις.

Το δεύτερο σημείο το οποίο προκύπτει από την ανάλυση αυτή είναι ότι το ενωτικό στοιχείο, το οποίο μπορεί να ενώσει τα μέλη των υποτελών κοινωνικών ομάδων γύρω από ένα απελευθερωτικό πρόταγμα όπως το πρόταγμα της ΠΔ, είναι ο αποκλεισμός τους από διάφορες μορφές δύναμης/εξουσίας ένας αποκλεισμός που θεμελιώνεται στην ανισοκατανομή δύναμης που χαρακτηρίζει τους σημερινούς θεσμούς και τις συνακόλουθες αξίες. Ταυτόχρονα, το διαφοροποιητικό στοιχείο το οποίο διαφοροποιεί τα μέλη των διάφορων κοινωνικών ομάδων δεν είναι μόνο η στάση των μελών τους έναντι του κατεστημένου συστήματος, όπως ισχυρίζεται ο Καστοριάδης, αλλά, επίσης, η ίδια η βάση της εξουσιαστικής σχέσης, δηλ. το αν η υποτελής τους θέση βασίζεται στην ανισοκατανομή πολιτικής, οικονομικής, ή κοινωνικής δύναμης γενικά. Στην προβληματική αυτή, δεδομένης της ευρείας προοπτικής του προτάγματος για μία περιεκτική δημοκρατία, ένα νέο κίνημα με στόχο την περιεκτική δημοκρατία θα μπορούσε να ελκύσει όλα σχεδόν τα τμήματα της κοινωνίας, εκτός φυσικά από τις κυρίαρχες κοινωνικές ομάδες, δηλ. τις άρχουσες ελίτ και την υπερτάξη.      

Έτσι, η οικονομική συνιστώσα του προτάγματος της ΠΔ απευθύνεται πρωταρχικά στα κύρια θύματα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, δηλαδή την υποτάξη και τους περιθωριοποιημένους (άνεργοι, χειρωνακτικοί εργάτες, χαμηλόμισθοι υπάλληλοι, μερικώς απασχολούμενοι, περιστασιακά εργαζόμενοι, αγρότες που σπρώχνονται έξω από τους αγρούς τους λόγω της επέκτασης των αγροβιομηχανιών), καθώς και τους φοιτητές, τα πιθανά αυριανά μέλη των επαγγελματικών μεσαίων στρωμάτων, οι οποίοι βλέπουν τα όνειρά τους για ασφάλεια απασχόλησης να διαλύονται γρήγορα στις «ελαστικές» αγορές εργασίας που χτίζονται σήμερα. Η οικονομική δημοκρατία όμως απευθύνεται, επίσης, σε ένα σημαντικό μέρος της νέας μεσαίας τάξης το οποίο, μη μπορώντας να συμμετέχει στην «υπερτάξη», ζει κάτω από συνθήκες συνεχούς ανασφάλειας, ιδιαίτερα στις χώρες του Νότου, όπως έδειξε και η κρίση της Αργεντινής.

Η πολιτική συνιστώσα του προτάγματος της ΠΔ απευθύνεται κυρίως σε όλους εκείνους που συμμετέχουν προς το παρόν σε τοπικά, μονοθεματικά κινήματα λόγω έλλειψης κάτι καλύτερου. Όπως ακόμα και οι θεωρητικοί του σοσιαλφιλελευθερισμού αναγνωρίζουν, μολονότι η εμπιστοσύνη προς τους επαγγελματίες πολιτικούς και κυβερνητικούς θεσμούς έχει εξασθενήσει δραστικά, η παρακμή αυτού που περνά για ‘πολιτική’ σήμερα δεν ταυτίζεται με την απολιτικοποίηση. Τούτο είναι φανερό από την παράλληλη ανάπτυξη των νέων κοινωνικών κινημάτων, των ΜΚΟ, των πρωτοβουλιών των πολιτών κ.λπ. Όπως τονίζει ο Giddens, αναφερόμενος σε μία αμερικανική μελέτη, το «κίνημα των μικρών ομάδων» (δηλαδή ομάδων όπου ένας μικρός αριθμός ανθρώπων συναντώνται τακτικά για να προωθήσουν τα κοινά τους αιτήματα) έχει σημαντική απήχηση, με το 40% του πληθυσμού των Η.Π.Α. –περίπου 75 εκατομμύρια Αμερικανοί- να ανήκει σε μία τουλάχιστον μικρή ομάδα, ενώ στη Βρετανία οι ομάδες αυτό-βοηθείας και οι περιβαλλοντικές ομάδες έχουν επεκταθεί ταχύτατα τα τελευταία χρόνια. Παρόλο που αυτή η περίφημη επέκταση της «κοινωνίας των πολιτών» επικεντρώνεται στη νέα μεσαία τάξη, εντούτοις, το γεγονός αυτό αποτελεί ένδειξη της δίψας για μία γνήσια δημοκρατία όπου, κατά τη διαδικασία λήψης των αποφάσεων, λαμβάνονται όλοι υπόψη. Επιπλέον, με δεδομένο ότι η πραγματική συμμετοχή των πολιτών (σε αντίθεση με την εικονική συμμετοχή που προσφέρει η αντιπροσωπευτική ‘δημοκρατία’) είναι σήμερα δυνατή μόνο σε σχέση με επιμέρους θέματα, δεν αποτελεί έκπληξη ότι τα μονοθεματικά κινήματα και οργανώσεις είναι εκείνα που βρίσκονται σε άνθηση. Με άλλα λόγια, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η επέκταση του κινήματος των μικρών ομάδων, στην πραγματικότητα, φανερώνει μία μετατόπιση από τη ψευδοδημοκρατία σε εθνικό επίπεδο –όπου το σύστημα της αντιπροσώπευσης εκμηδενίζει τη συλλογική συμμετοχή-- προς τη ψευδοδημοκρατία σε τοπικό επίπεδο –όπου οι σημαντικές πολιτικές και οικονομικές αποφάσεις εξακολουθούν να αφήνονται στις πολιτικές και οικονομικές ελίτ, αλλά, ταυτόχρονα, σε ένα είδος «υποπολιτικής», ομάδες πολιτών που αποτελούν την «ενεργή» κοινωνία των πολιτών διεκδικούν τη λήψη αποφάσεων σε παράπλευρα, ή τοπικά ζητήματα.

Τέλος, «η δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο» καθώς και η οικολογική δημοκρατία, απευθύνονται σε όλους εκείνους που υφίστανται τις συνέπειες της πατριαρχικής δομής καθώς και των άλλων ιεραρχικών δομών της σημερινής κοινωνίας, όπως επίσης και σε εκείνους που ανησυχούν για τις συνέπειες που έχει η συγκέντρωση της δύναμης στο περιβάλλον. 

Έτσι, συνοψίζοντας, μία περιεκτική δημοκρατία απευθύνεται στις ακόλουθες κοινωνικές ομάδες οι οποίες θα μπορούσαν δυνητικά να αποτελέσουν τη βάση ενός νέου «απελευθερωτικού υποκειμένου»  για συστημική αλλαγή:

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αρκετές από αυτές τις ομάδες μπορεί να θεωρούν αυτή τη στιγμή ότι οι στόχοι τους συγκρούονται με εκείνους άλλων ομάδων (πχ τα μεσαία στρώματα σε σχέση με τις ομάδες των θυμάτων της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς). Έτσι, το πρόβλημα των απελευθερωτικών πολιτικών σήμερα είναι το πώς όλες οι κοινωνικές ομάδες, που δυνητικά διαμορφώνουν τη βάση ενός νέου απελευθερωτικού προτάγματος, θα μπορούσαν να ενωθούν από μία κοινή κοσμοθεωρία, ένα κοινό ‘παράδειγμα’, το οποίο βλέπει την υπέρτατη αιτία της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης στις σημερινές δομές που διασφαλίζουν τη συγκέντρωση δύναμης σε όλα τα επίπεδα, καθώς και στις συνακόλουθες αξίες.

Το πρόταγμα της ΠΔ προσφέρει ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελούμενο από μία ανάλυση για τα αίτια της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης που τα ανάγει στις δομές ανισοκατανομής δύναμης και τις αντίστοιχες αξίες, καθώς και από συγκεκριμένες προτάσεις για τους στόχους και τα μέσα που θα μας οδηγούσαν σε μία εναλλακτική κοινωνία. Επομένως, ο αγώνας για το χτίσιμο ενός κινήματος που θα εμπνέεται από το προταγμα αυτό —που για να έχει πιθανότητα επιτυχίας θα πρέπει να είναι διεθνοποιημένο είναι επείγων καθώς και επιτακτικός, έτσι ώστε οι διάφορες κοινωνικές ομάδες που διαμορφώνουν το νέο απελευθερωτικό υποκείμενο να μπορέσουν να λειτουργήσουν ως καταλύτης για μία νέα κοινωνία που θα επανενσωματώσει την πολιτεία, την οικονομία και τη Φύση στην κοινωνία.