Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 6, Φεβρουάριος 2004


Η ανεργία των νέων μετά την ένταξη της χώρας μας στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς

 

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΑΡΑΠΟΓΛΟΥ



Όπως έδειξε και η πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Ελευθεροτυπία, 21/01/04), η ανεργία που αντιμετωπίζουν οι νέοι στη χώρα μας έχει λάβει πλέον τεράστιες διαστάσεις, αφού το ποσοστό απασχόλησης των νέων 15-24 ετών είναι το χαμηλότερο της Ένωσης (26,5%) με τον κοινοτικό μέσο όρο να βρίσκεται στο 40,6%. Επιπλέον, η Ελλάδα έρχεται πρώτη και στη μακροχρόνια ανεργία (5,1% έναντι 3% των «15»). Προτάσεις, εξαγγελίες και μεγάλες υποσχέσεις από κόμματα και υποψήφιους γύρω από το συγκεκριμένο θέμα βρίσκονται τελευταία σε πρώτο πλάνο εξαιτίας των προεκλογικών σκοπιμοτήτων. Όμως, εκείνο που δεν θα αγγιχτεί ούτε από τους «ειδικούς», ούτε από τους επαγγελματίες της πολιτικής τις ημέρες αυτές στις συζητήσεις περί επίλυσης του προβλήματος της ανεργίας είναι οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί στο οικονομικό τοπίο της χώρας μας μετά την πλήρη ένταξή της στην ΟΝΕ και γενικότερα στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς (σε αυτό που είναι ευρύτερα γνωστό ως παγκοσμιοποίηση των αγορών). Έτσι, ο πυρήνας τόσο του προβλήματος της ανεργίας, όσο και μιας σειράς άλλων προβλημάτων δεν αγγίζεται ποτέ.

Συγκεκριμένα, μετά την ένταξη της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ή πιο σωστά στην περιφέρεια αυτής), η υψηλή ανταγωνιστικότητα αποτελεί τον πρώτο στόχο της οικονομίας μας – γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τα χείλη όλων των πολιτικών ανεξαρτήτως κόμματος. Όμως, προκειμένου η χώρα να καταστεί ανταγωνιστική, όπως επιβάλλει το σημερινό νεοφιλελεύθερο περιβάλλον των ανοικτών και απελευθερωμένων αγορών, είναι επιβεβλημένη η ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας και η μείωση του εργατικού κόστους. Η ελαστικοποίηση της εργασίας πρακτικά σημαίνει ότι απλοποιείται για τους εργοδότες η διαδικασία των απολύσεων, ενώ ταυτόχρονα πολλές από τις κατακτήσεις των εργαζόμενων που αφορούσαν την απασχόληση ανακαλούνται με νέες νομοθετικές διατάξεις. Σημαίνει ακόμη την ενθάρρυνση με κάθε τρόπο της μερικής ή περιστασιακής απασχόλησης, σε βάρος της πλήρους και μόνιμης απασχόλησης –της μόνης που παρέχει ασφάλεια στον εργαζόμενο την οποία καλείται τώρα να ξεχάσει. Από την άλλη πλευρά, η μείωση του εργατικού κόστους μεταφράζεται τόσο σε συγκράτηση των μισθών ώστε η αύξηση τους να μην ξεπερνά την αύξηση της παραγωγικότητας (πράγμα που αποκλείει την αναδιανομή εισοδήματος), όσο και στη μείωση των άμεσων και έμμεσων εισφορών των εργοδοτών (πράγμα που σημαίνει ακομη μεγαλύτερη ανισότητα υπέρ αυτων). Τέλος, οι αθρόες ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων επιχειρήσεων που συνόδευσαν την είσοδο της χώρας μας στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς σήμαναν και επίσημα το τέλος της δέσμευσης του κράτους σε πλήρη απασχόληση, όπως συνέβαινε πριν από δύο δεκαετίες περίπου όταν η ανεργία κυμαινόταν σε χαμηλά επίπεδα, με τη ρύθμιση της απασχόλησης να αφήνεται πλέον αποκλειστικά στις δυνάμεις της αγοράς.

Αποτέλεσμα του ανοίγματος και της απελευθέρωσης των αγορών που επέβαλε η ΕΟΚ και ολοκλήρωσε κατόπιν η ΟΝΕ ήταν το κλείσιμο αρκετών ντόπιων μικρομεσαίων επιχειρήσεων οι οποίες δεν μπορούσαν ουτε να ανταγωνιστούν τις μεγάλες πολυεθνικές που εισήλθαν στη χώρα, ούτε τα προϊόντα τους που απολάμβαναν ιστορικών ‘συγκριτικών πλεονεκτημάτων΄ έναντι αυτών των ελληνικών επιχειρήσεων, καθώς και η μετακίνηση επιχειρήσεων σε χώρες με φθηνότερο εργατικό κόστος (πχ στα Βαλκάνια). Το σωρευτικό αποτέλεσμα των εξελίξεων αυτών ήταν η αποσάθρωση της όποιας ελληνικής βιομηχανίας υπήρχε μέχρι τη δεκαετία του ’80 (περίπτωση SOFTEX, ορυχείων, ναυπηγείων Σκαραμαγκά κ.α.), καθώς και η συρρίκνωση της αγροτιάς, γεγονότα που μπορούν να εξηγήσουν γιατίι η ανεργία έχει λάβει πλέον μαζικές διαστάσεις (όπως ακριβώς και στην υπόλοιπη Ευρώπη με συνολικά 55 εκατομμύρια Ευρωπαίων στα πρόθυρα της φτώχειας εκ των οποίων 21 εκατομμύρια είναι οι άνεργοι) με τα μεγαλύτερα θύματα να είναι οι νέοι, οι γυναίκες και οι κάτοικοι της επαρχίας.

Με δεδομένα όλα τα παραπάνω, πώς είναι δυνατό η σημερινή κυβέρνηση να μιλάει ενόψει εκλογών για πτώση του ποσοστού ανεργίας; Απάντηση στο ερώτημα αυτό μπορεί να δοθεί αν εξεταστούν οι πολιτικές μερικής απασχόλησης που εισάγονται σε όλες τις δυτικές χώρες και διαφημίζονται τελευταία ως «λύση» στο πρόβλημα της ανεργίας και στη χώρα μας (ένα τρανταχτό παράδειγμα μερικής απασχόλησης είναι η έκρηξη του αριθμού των νέων που κάνουν παράδοση φαγητού στο σπίτι – υπηρεσία που είναι πλέον επιβεβλημένη από τα εστιατόρια κάθε κατηγορίας). Η μερική απασχόληση αποτελεί, ασφαλώς, μία «θαυμάσια» λύση για την ελίτ κάθε χώρας, αφού για τους μεν οικονομικούς παράγοντες σημαίνει τη σημαντική μείωση του κόστους εργασίας, ενώ για τους πολιτικούς σημαίνει πολύ μικρότερο πολιτικό κόστος από αυτό που επιφυλάσσει γι’ αυτούς το μεγάλο ποσοστό ανοιχτής ανεργίας (έναντι της συγκεκαλυμμένης που συνεπάγεται η υποαπασχόληση).

Ωστόσο, από την πλευρά των υποαπασχολούμενων η μερική απασχόληση κάθε άλλο παρά λύνει το πρόβλημα διαβίωσής τους, αφού το πενιχρό εισόδημα που αντιστοιχεί στις θέσεις αυτές, σε συνδυασμό με τη γενική αύξηση των τιμών που παρατηρείται τελευταία (φαινόμενο που επίσης σχετίζεται με την ένταξη της χώρας μας στο κοινό νόμισμα, αλλά που δεν θα διερευνήσουμε εδώ) τους επιτρέπει μόλις και μετά βίας να βρίσκονται πάνω από τα όρια της φτώχειας και της εξαθλίωσης, ενώ 20% του ελληνικού πληθυσμού βρίσκεται ήδη κάτω από αυτά. Δεδομένου, όμως, του γενικού αισθήματος ανασφάλειας που επικρατεί στους χώρους εργασίας, η απασχόληση οποιασδήποτε μορφής, έστω και μερικής, προτιμάται σε σχέση με το αδιέξοδο της ανεργίας και την κοινωνική περιθωριοποίηση που αυτή συνεπάγεται. Μάλιστα, αυτό το αίσθημα ανασφάλειας καλλιεργείται και χρησιμοποιείται ως εργαλείο αύξησης της παραγωγικότητας των εργαζόμενων από όλες τις επιχειρήσεις, με σημαντικές συνέπειες στη σωματική και ψυχική υγεία των περισσότερων εργαζόμενων.

Οι «λύσεις» που προτείνονται στο πρόβλημα της μαζικής ανεργίας από την πλευρά των νεοφιλελεύθερων και σοσιαλφιλελευθερων είναι γνωστές: περαιτέρω ανάπτυξη, ιδιωτικοποιήσεις, ακόμα μεγαλύτερη χαλάρωση στο θεσμικό πλαίσιο της απασχόλησης υπέρ της εργοδοσίας και εξάλειψη κάθε ίχνους κοινωνικής πολιτικής στον βωμό της αύξησης της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Όπως όμως σημειώσαμε και στις προηγούμενες παραγράφους, ακριβώς αυτοί οι στόχοι είναι που οδήγησαν την ανεργία στη σημερινή μαζική της έκταση, ιδιαίτερα για μία χώρα όπως η Ελλάδα που ανήκει στην περιφέρεια της Ένωσης. Χαρακτηριστικό των αναπτυξιακών «δυνατοτήτων» της Ελλάδας στη μετά-ΟΝΕ εποχή είναι ότι ως βασική πηγή εσόδων και «βαριά βιομηχανία» της χώρας θεωρείται πλέον (μετά και τη συρρίκνωση του αγροτικού πληθυσμού) μόνο ο τουρισμός. Τελικά, με τις νεοφιλελεύθερες «λύσεις» που προτείνονται για την καταπολέμηση της ανεργίας από τους νεοφιλελεύθερους και σοσιαλφιλελεύθερους, το μόνο που μπορεί να επιτευχθεί είναι η αύξηση των ανισοτήτων υπέρ των προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων και, όσον αφορά την απασχόληση, η χειροτέρευση των συνθηκών εργασίας καθώς και η απώλεια ακόμα και των στοιχειωδών δικαιωμάτων των εργαζόμενων.

Όσον αφορά το μεγαλύτερο τμήμα της «Αριστεράς», τόσο στη χώρα μας όσο και αλλού, οι προτάσεις για την ανεργία περιορίζονται στην επιστροφή σε ένα είδος κρατισμού που όμως δεν είναι συμβατός με την παρούσα φάση της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, δηλαδή με τις ανοικτές και απορυθμισμένες αγορές κεφαλαίων και αγαθών και τις ελαστικές αγορές εργασίας. Έτσι, ακόμα και αν υποθέταμε ότι μία κυβέρνηση πιστή στις σοσιαλδημοκρατικές αρχές της έπαιρνε δραστικές αποφάσεις για την ενίσχυση της απασχόλησης μέσω της μαζικής αύξησης των δημόσιων δαπανών και των κοινωνικών παροχών, ή μέσω της αύξησης των εισφορών και των φορολογικών επιβαρύνσεων των εργοδοτών, αυτό θα σήμαινε μείωση της ανταγωνιστικότητας σε σχέση με τις άλλες χώρες στις οποίες δεν θα εισάγονταν παρόμοια μέτρα. Αυτή η μείωση της ανταγωνιστικότητας θα οδηγούσε, σε πρώτη φάση, σε μία μετακίνηση του κερδοσκοπικού κεφαλαίου (λόγω της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων) και, σε επόμενη, των ιδιωτικών επιχειρήσεων (λόγω της ελεύθερης διακίνησης αγαθών) σε άλλες χώρες με ευνοϊκότερο θεσμικό καθεστώς-- μετακίνηση που θα είχε καταστροφικές συνέπειες για την οικονομία της χώρας. Πολλοί ισχυρίζονται ότι μία περισσότερο «ανθρωποκεντρική» πολιτική στα θέματα της απασχόλησης μπορεί να μην είναι δυνατή σε επίπεδο κράτους μέλους, αλλά μπορεί να διαμορφωθεί σε κοινοτικό επίπεδο. Σε τούτη την περίπτωση παραγνωρίζεται ότι αρχές παρόμοιες με αυτές που περιγράφηκαν προηγουμένως για τα ξεχωριστά κράτη ισχύουν και σε επίπεδο οικονομικών μπλόκ. Συνεπώς, μία μείωση της ανταγωνιστικότητας σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση θα οδηγήσει αντίστοιχα σε οικονομικό μαρασμό τα μέλη της προς όφελος των οικονομικών ενώσεων της Βόρειας Αμερικής (ΝΑFTA) και της Άπω Ανατολής. Γι’ αυτό και παρόμοιες πολιτικές με αυτές που αναφέρθηκαν παραπάνω αποκλείονται και στο Κοινοτικό επίπεδο, μέσω του Σύμφωνου Σταθερότητας (που ελέγχει τη δημοσιονομική πολιτική) και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας (που ελέγχει τη νομισματική πολιτική).

Τελικά, μήπως το συμπέρασμα που εξάγεται από τα παραπάνω είναι ότι μία διέξοδος τόσο στο πρόβλημα της ανεργίας, όσο και σε μία σειρά άλλων οικονομικών προβλημάτων δεν είναι εφικτή για τη χώρα μας; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι αρνητική, προϋποτιθέμενου όμως ότι θα αρνηθούμε τη βασική παραδοχή που γίνεται τόσο από τους νεοφιλελεύθερους, όσο και από τους σοσιαλφιλελεύθερους, ότι η απασχόληση θα πρέπει να συνεχίσει να λαμβάνει χώρα στο οικονομικό περιβάλλον των ελεύθερων αγορών για εμπορεύματα και κεφάλαια και των ελαστικών αγορών εργασίας που επιβάλλει η σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Μία τέτοια προσπάθεια γίνεται από το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας, η οποία στοχεύει στην ισοκατανομή της δύναμης/εξουσίας σε όλα τα επίπεδα και, ασφαλώς, και στο επίπεδο της απασχόλησης, μέσω μιας οικονομικής δημοκρατίας, όπως αυτή περιγράφηκε στα τεύχη 2, 3 του περιοδικού μας. Χωρίς να υπεισέλθουμε σε λεπτομέρειες για την οικονομική δημοκρατία, λεπτομέρειες τις οποίες ο αναγνώστης μπορεί να βρει στα αντίστοιχα τεύχη καθώς και στο βιβλίο Περιεκτική Δημοκρατία (εκδόσεις Καστανιώτη, 1999), αξίζει να σταθούμε σε ορισμένα βασικά σημεία ειδικά όσον αφορά την κατανομή της εργασίας.

Στο θέμα της εργασίας, λοιπόν, η βασική διαφοροποίηση μιας οικονομικής δημοκρατίας σε σχέση με τη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς είναι ότι τόσο ο τρόπος κάλυψης των βασικών και μη βασικών αναγκών των πολιτών, όσο, έμμεσα, και η εργασία που απαιτείται προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες αυτές, δεν καθορίζονται από την αγορά με κριτήριο την οικονομική ανάπτυξη και το κέρδος, αλλά από τους ίδιους τους πολίτες συλλογικά, (μέσω των δημοτικών συνελεύσεων), και ατομικά (μέσω των διατακτικών που εκδίδονται στο ονομα τους). Όσον αφορά τις βασικές ανάγκες ειδικότερα, στις συνελεύσεις αυτές καταστρώνεται κάποιο μακροπρόθεσμο πλάνο που θα έχει ως στόχο την ικανοποίηση των αναγκών αυτων όλων των πολιτών, ανάλογα με τους πόρους που διαθέτει η συνομοσπονδία, η οποία είναι το υψηλότερο οργανωτικό επίπεδο μιας Περιεκτικής Δημοκρατίας. Αυτό συνεπάγεται ότι όλοι οι πολίτες που μπορούν να εργασθούν εχουν κοινωνική υποχρέωση να προσφέρουν ένα μίνιμουμ ωρών εργασίας, σε οποιοδήποτε τύπο απασχόλησης επιλέγουν, για την κάλυψη των βασικών αναγκών όλων των πολιτών . Επιπρόσθετα, οι ίδιοι οι πολίτες αποφασίζουν εάν και πόση ποσότητα επιπλέον εργασίας θα ήθελαν να προσφέρουν για να ικανοποιηθούν κάποιες μη βασικές ανάγκες τους. Όπως είναι φανερό, δεν υπάρχει θέμα ανεργίας ή υποαπασχόλησης σε μια οικονομική δημοκρατία. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η παραπάνω προτεινόμενη οικονομική οργάνωση, πέρα από τις τεράστιες διαφορές της σε σχέση με τη σημερινή οικονομία της αγοράς, ουδεμία σχέση έχει και με τα σοσιαλιστικά μοντέλα σχεδιασμού, καθώς προϋποθέτει μία οικονομία χωρίς κράτος, χρήμα και αγορά. Οι συνθήκες αυτές είναι αναγκαίες ώστε θεσμικά να μην δίνεται η δυνατότητα σε κάποια τμήματα του πληθυσμού να αποκτήσουν επιπλέον οικονομικά προνόμια σε σχέση με τα υπόλοιπα, δημιουργώντας νέες ελίτ και ιεραρχίες.

Πέρα, όμως, από τον μακροπρόθεσμο στόχο δημιουργίας μιας ολότελα νέας οικονομικής δομής, όπως είναι αυτή που μόλις περιγράψαμε, ποιοι ενδιάμεσοι στόχοι και βήματα θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν άμεσα προς την κατεύθυνση μιας οικονομικής δημοκρατίας και για τη βελτίωση των συνθηκών στον τομέα της απασχόλησης; Αν και η συνολική μεταβατική στρατηγική της Περιεκτικής Δημοκρατίας στο πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο παρουσιάζεται αναλυτικά στο θεωρητικό μέρος του παρόντος τεύχους, ορισμένοι εναλλακτικοί θεσμοί που θα μπορούσαν να λειτουργούν παράλληλα με τη σημερινή οικονομία της αγοράς σε επίπεδο δήμου και θα μπορούσαν να υλοποιηθούν σε κοντινό χρονικό ορίζοντα είναι για παράδειγμα:

• Η δημιουργία δημοτικών επιχειρήσεων που ανήκουν στο δήμο και διευθύνονται από τους εργαζόμενους σε αυτές και αναλαμβάνουν την παραγωγή αγαθων και υπηρεσιών, μεγιστοποιώντας την χρήση των τοπικών πόρων .
• Η δημιουργία δημοτικών τραπεζών, πάλι κάτω από τον έλεγχο των δήμων, οι οποίες θα επέτρεπαν τη χρηματοδότηση των δημοτικών επιχειρήσεων, ρίχνοντας το βάρος στις κοινωνικές ομάδες που βρίσκονται σήμερα στο περιθώριο (άνεργοι, χαμηλόμισθοι κλπ), με σκοπό τη μεγιστοποίηση της τοπικής απασχόλησης.
• Η δημιουργία τοπικών ‘πιστωτικών ενώσεων’ που θα αναλάμβαναν τη δανειοδότηση των πολιτών για την κάλυψη των στεγαστικών και συναφών αναγκών τους.

Βέβαια, οι παραπάνω θεσμοί προϋποθέτουν να έχει κερδηθεί η πλειοψηφία σε ένα ή περισσότερα δημοτικά συμβούλια, μετά από συμμετοχή στις δημοτικές εκλογές και την υποστήριξη ενός σημαντικού αριθμού πολιτών. Γενικότερα, η βραχυπρόθεσμη στρατηγική για μία οικονομική δημοκρατία αγκαλιάζει κάθε πρωτοβουλία που στοχεύει στην αύξηση της τοπικής χρηματοοικονομικής εξουσίας, της τοπικής φορολογικής εξουσίας, της εξουσίας για τον καθορισμό της τοπικής παραγωγής και της εξουσίας για την κάλυψη των αναγκών πρόνοιας των πολιτών του δήμου. Όμως, όλες αυτές οι κινήσεις θα πρέπει να εντάσσονται σε μία ευρύτερη στρατηγική αποκέντρωσης της εξουσίας προς τους δήμους με ρητό στόχο την αντικατάσταση του σημερινού πολιτικού και οικονομικού θεσμικού πλαισίου.

Συμπερασματικά, με το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας δεν απαιτείται μεγάλες ομάδες του πληθυσμού (π.χ. νέοι, γυναίκες) να τίθενται στο κοινωνικό περιθώριο της ανεργίας και της υποαπασχόλησης, μόνο και μόνο προκειμένου να λειτουργήσει αποτελεσματικότερα η αγορά προς όφελος μιας μικρής μειοψηφίας, όπως συμβαίνει σήμερα. Αντίθετα, οι κοινωνικές ανάγκες είναι εκείνες που καθορίζουν τον καταμερισμό εργασίας επιτρέποντας, έτσι, η ανεργία να βρίσκεται σε μηδενικό επίπεδο. Με τον τρόπο αυτόν, η οικονομία είναι εκείνη που υπηρετεί την κοινωνία και όχι το αντίθετο, επιτυγχάνεται δηλαδή η επανενσωμάτωση της οικονομίας στην κοινωνία που αποτελεί βασικό στόχο της Περιεκτικής Δημοκρατίας.