Χρονογράφημα

Τα κοινωνικά δίκτυα καταρρέουν
Σχόλια σε κείμενο του κ. Ανδρέα Ανδριανόπουλου

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΜΕΝΤΑΚΗΣ

 

Ο πρώην υπουργός κ. Α. Ανδριανόπουλος σε άρθρο του στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ (27-29/10/2000) με τίτλο «Τα κοινωνικά δίκτυα καταρρέουν» παρατηρεί μεταξύ άλλων τα ακόλουθα: «εφ’ όσον ο κοινωνικός ιστός έχει ήδη κλονιστεί, με την έννοια της υπονόμευσης της δυνατότητας ανάπτυξης αξιών δραστηριοποίησης σε επίπεδο κοινότητας, γειτονιάς και διαπροσωπικών σχέσεων, τότε η γενικότερη σύγκρουση γίνεται σκληρότερη και αμείλικτη» και προχωρεί να μας εξηγήσει ότι «κοινωνίες με υψηλό δείκτηεμπιστοσύνηςανάμεσα στους πολίτες τους έχουν στενότερους κοινοτικούς θεσμούς, τα δίκτυα κοινωνικής αλληλεγγύης είναι ισχυρότατα, ενώ οι οικογενειακοί δεσμοί παραμένουν ισχυροί. Γενικά ο λαός αισθάνεται περισσότερο προστατευμένος, ανεξάρτητα από τα επίπεδα αποτελεσματικότητας των κρατικών υπηρεσιών και αφοσιώνεται ευκολότερα σε δραστηριότητες πιο δημιουργικές, συχνά ριψοκίνδυνες και τολμηρές και σε τελευταία κατάληξη οικονομικά περισσότερο προσοδοφόρες. Τέτοιο κλίμα εμπιστοσύνης στην χώρα μας, ικανό να στηρίξει μία κοινωνία στιβαρών κοινωνικών σχέσεων και πανίσχυρης αλληλεγγύης, δυστυχώς δεν είναι ορατό. Το κοινωνικό κεφάλαιο στην Ελλάδα έχει διασκορπιστεί σε μικρο-συμφεροντολογικές δραστηριότητες πλημμυρισμένες από ιδιοτέλεια, καχυποψία και πρόθεση εξαπάτησης […] Ποιος να εμπιστευθεί ένα κράτος που μέσα από προμήθειες, εργολαβίες και λογής επιλεκτικές παροχές έχει την δύναμη άλλους να κάνει πλούσιος και άλλους φτωχούς […] Η πολιτική όλο και γίνεται πεδίο δράσης λιγότερων ανθρώπων με ειδικά συμφέροντα και επιδιώξεις. Το ιδιωτικόμε την έννοια της ατομικής δραστηριότητας και του γενικότερου ενδιαφέροντος, διογκώνεται δυσανάλογα σε σχέση με τοδημόσιο».

Και καταλήγει: «Η κατάρρευση των κοινωνικών δικτύων της χώρας μάς προετοιμάζει για δύσκολες εποχές. Η οικονομική ανάπτυξη και η οικονομική συνοχή δεν είναι μοναχά ζητήματα στατιστικών δεικτών και συνδικαλιστικών συμβιβασμών. Έχουν να κάνουν με αυτήν την ίδια την στόφα της κοινωνίας που ζούμε. Καλό είναι να προβάλλουν ορισμένοι δημοσιοσχετίστικες ανησυχίες για τον κοινωνικό ιστό της χώρας. Καλύτερα όμως θα ήταν να αναγνώριζαν επακριβώς το πρόβλημα και να έκαναν κάτι για την αντιμετώπισή του».

Ο ευφυής κατά τα άλλα κ. Ανδρέας Ανδριανόπουλος, που σίγουρα είναι ο πιο διαβασμένος στο στρατόπεδο του ελληνικού νεοφιλελευθερισμού, παρουσιάζει στο κείμενο αυτό μία σημαντική πλευρά, το δίχως άλλο, της κοινωνικοπολιτικής μας πραγματικότητας, την οποίαν καταγράφει με αρκετά εύγλωττο τρόπο. Όπως όμως όλοι οι ειδήμονες στον χώρο αυτό, διαπράττει κατά την γνώμη μου ένα καίριο λάθος. Φαντάζεται ότι ο υψηλός δείκτης αμοιβαίας «εμπιστοσύνης», τα δίκτυα κοινωνικής αλληλεγγύης και η ύπαρξη γενικά διαθέσιμου κοινωνικού κεφαλαίου, είναι πράγματα και καταστάσεις που έρχονται από το πουθενά, ότι είναι θέματα καλής θέλησης και υπόθεση καλής κοινωνικής αγωγής και ότι η στόφα της κοινωνίας μας και ο κοινωνικός μας ιστός είναι καταστάσεις που άπαξ και αναγνωριστούν ως προβληματικά, θα μπορούσαν με κάποια στρατηγική ή κάποιο μαγικό τρόπο να διορθωθούν. Από άποψη λοιπόν αποτύπωσης της πραγματικότητας που μας περιβάλλει, ο Α.Α. πετυχαίνει σε ικανοποιητικό βαθμό τον στόχο του, αλλά από άποψη ερμηνείας των βαθύτερων αιτιών της υπάρχουσας κοινωνικής κρίσης αξιών και έλλειψης «εμπιστοσύνης» των πολιτών στην κοινωνία μας, μάλλον βρίσκεται εκτός πραγματικότητας. Και αυτό σίγουρα οφείλεται στους παραμορφωτικούς φακούς της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας που φορά και που τον εμποδίζουν να δει καθαρά την πραγματικότητα που τον περιβάλλει δημιουργώντας αγκυλώσεις στη σκέψη του.

Μα πώς είναι δυνατόν να υπάρξει κλίμα εμπιστοσύνης και ισχυρής αλληλεγγύης μεταξύ των πολιτών μας χώρας όταν το επικρατούν σύστημα αξιών είναι αυτό της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας που σημαίνει το βασίλειο του άκρατου ανταγωνισμού και ατομικισμού, το οποίο εξ ορισμού καταστρέφει κάθε συλλογικότητα, αλληλεγγύη και αμοιβαία εμπιστοσύνη; Είναι άραγε τυχαίο ότι σε χώρες με ισχυρό κοινωνικό κεφάλαιο όπως η Βρετανία ήταν ακριβώς ο Θατσερικός νεοφιλελευθερισμός και σήμερα ο Μπλερικός σοσιαλφιλελευθερισμός (που αποτελούν κοινωνικά υποδείγματα για τον κ. Ανδριανόπουλο), που υπονόμευσαν καταστροφικά το κοινωνικό κεφάλαιο όπως ομολογούν σήμερα και εκπρόσωποι του κατεστημένου, από μητροπολίτες μέχρι αστυνομικούς διευθυντές;

Και για να έλθουμε στα δικά μας, πώς είναι δυνατόν να υπάρξει κλίμα εμπιστοσύνης και ισχυρής αλληλεγγύης μεταξύ των πολιτών της χώρας αυτής κάτω από τέτοιες δυσμενείς για τους πολλούς κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικές συνθήκες στις οποίες οι μισοί περίπου Έλληνες δίνουν σκληρή μάχη επιβίωσης ζώντας μέσα σε ένα απάνθρωπο κλίμα εκμετάλλευσης, εξαπάτησης, διαφθοράς, διαπλοκών και υποβάθμισης της ποιότητας της ζωής όλων σε μία κοινωνία που μία μικρή μειονότητα ανθρώπων που ανήκουν στις προνομιούχες ελίτ, καταδυναστεύουν με κάθε δυνατό τρόπο και εκμεταλλεύονται ανηλεώς κάθε πλευρά της ζωής των δύο τρίτων τουλάχιστον των Ελλήνων. Πώς μπορεί να υπάρξει κλίμα εμπιστοσύνης όταν τόσοι πολλοί δίνουν κάποια στιγμή την ατομική τους μάχη για να αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα υγείας, ανεργίας κ.ά., όταν χιλιάδες ψάχνουν για μία θέση στον ήλιο, όταν υπάρχει φτώχεια και υποαπασχόληση, φοβερά άνισες ευκαιρίες, τρομακτικές κοινωνικές ανισότητες και όταν κατασπαταλώνται όλοι οι πόροι της χώρας για να πλουτίζει μία μειονότητα αδίστακτων αρπακτικών; Πώς μπορεί να υπάρξει κοινωνική συνοχή και συναίνεση σε μία κοινωνία που υπάρχει τόσο μεγάλη ανασφάλεια και αβεβαιότητα, από τόσους πολλούς για το αύριο το δικό τους και των παιδιών τους; Στην κοινωνία μας είναι εύκολο να αντιληφθεί κανένας μία διάχυτη δυσαρέσκεια, αγανάκτηση για τα κακώς έχοντα, έλλειψη εμπιστοσύνης στο κράτος και στους πολιτικούς, καχυποψία, αδιαφορία για τον πλησίον και αποξένωση των ανθρώπων. Η αλληλεγγύη, η ανάπτυξη αξιών, ο υψηλός δείκτης εμπιστοσύνης ανάμεσα στους πολίτες, η δραστηριοποίηση σε επίπεδο κοινότητας και γειτονιάς και οι ομαλές διαπροσωπικές σχέσεις, δεν είναι πράγματα που ξεπηδούν από το κενό, που αναπτύσσονται από μόνα τους, που γίνονται πραγματικότητα σε περιβάλλοντα δυσμενή, που δεν ευνοούν τέτοιες ανθρώπινες αξίες. Δεν είναι αποτέλεσμα ευσεβών πόθων κάποιων ιδεολόγων και πολιτικών, είναι καταστάσεις που χρειάζονται ευνοϊκά εδάφη για να καλλιεργηθούν και αναπτυχθούν. Χρειάζονται πάνω απ’ όλα μία κοινωνία γνήσιας δημοκρατίας (ή τουλάχιστον ένα κίνημα που θα στοχεύει σ’ αυτήν) που αποτελεί τη θεσμική προϋπόθεση για την αναβίωση της συλλογικής ζωής. Έτσι μόνο θα γίνουν κανόνας και τρόπος ζωής.

Θα έπρεπε να γνωρίζει ο κ. Ανδριανόπουλος ότι η κατάρρευση των κοινωνικών δικτύων οφείλεται σε βαθύτερες κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικές αιτίες, που έχουν σχέση με το κυρίαρχο κοινωνικο-οικονομικό και πολιτικό σύστημα, και με την οικονομία της αγοράς. Δεν είναι επομένως θέμα αλλαγής νοοτροπίας, καλής θέλησης, εκσυγχρονισμού ή νεοφιλελευθερισμού. Οι υπάρχουσες δομές στην πολιτική, στην οικονομία και στην κοινωνία (ιδιαίτερα σήμερα, αλλά και πάντοτε όσο οι πολιτικοί και οικονομικοί θεσμοί οδηγούν στη συγκέντρωση εξουσίας) εκτρέφουν, γιγαντώνουν και διαιωνίζουν καταστάσεις που οδηγούν στην κατάρρευση των κοινωνικών δικτύων, στην έλλειψη εμπιστοσύνης και αλληλεγγύης, στην αδιαφορία για τα κοινά, και την ενεργό συμμετοχή σε κοινωνικά δίκτυα, αποσαθρώνοντας και διαλύοντας βαθμιαία τον κοινωνικό ιστό. Με ευχολόγια και ευσεβείς πόθους νεοφιλελεύθερης μονομανίας δεν πρόκειται να αποκατασταθεί «το κλίμα εμπιστοσύνης στην χώρα μας, ικανό να στηρίξει μία κοινωνία στιβαρών κοινωνικών σχέσεων και πανίσχυρης αλληλεγγύης». Είναι αναπόφευκτο λοιπόν «να έχει διασκορπιστεί το κοινωνικό κεφάλαιο στην Ελλάδα σε μικροσυμφεροντολογικές δραστηριότητες, πλημμυρισμένες από ιδιοτέλεια, καχυποψία και πρόθεση εξαπάτησης» όπως μας λέγει ο κ. Ανδριανόπουλος. Αναρωτιόμαστε τι θα πρότεινε ο ίδιος ότι πρέπει τελικά να γίνει για την αντιμετώπιση μίας επερχόμενης σοβαρής κρίσης στον κοινωνικό μας ιστό;

Ο κ. Ανδριανόπουλος αναφέρει στο άρθρο του ότι ο Φράνσις Φουκουγιάμα σε μία σχετικά πρόσφατη σημαντική του εργασία, σημειώνει πως χώρες «με σχεδόν ταυτόσημα οικονομικά και πολιτικά συστήματα σημειώνουν διαφορετικές αποδόσεις στην οικονομική τους δραστηριότητα» και αποδίδει το γεγονός αυτό στα αποθέματα «αμοιβαίας εμπιστοσύνης» που υπάρχουν σε κάθε χώρα. Προφανώς, για τον Φουκουγιάμα δεν παίζουν κανέναν απολύτως ρόλο οι «αρχικές συνθήκες» σε μία οικονομία της αγοράς οι οποίες δείχνουν το πώς εντάχθηκε κάθε χώρα σ’ αυτήν, και επιπλέον συνεπάγονται τον οικονομικό ρόλο που θα έχει να παίξει η κάθε χώρα. Επιπρόσθετα, από τον ίδιο συγγραφέα μαθαίνουμε πως «οι μεγάλες δόσεις αμοιβαίας εμπιστοσύνης που υπάρχουν σε μία κοινωνία προδικάζουν και την πορεία της κοινωνίας αυτής στο δρόμο της οικονομικής ανάπτυξης και της προόδου. Αναρωτήθηκε όμως ποτέ ο πολύς Φουκουγιάμα πώς μπορούν να δημιουργηθούν οι μεγάλες αυτές δόσεις εμπιστοσύνης σε κοινωνίες φτώχειας, εκμετάλλευσης, εξαθλίωσης, ανεργίας, φοβερών κοινωνικών ανισοτήτων, μεγάλων ανταγωνισμών με τεράστια σπατάλη των πόρων του πλανήτη, ανάμεσα στις επιχειρήσεις, στις κοινωνικές τάξεις και στα κράτη που δημιουργούνται αναπόφευκτα από την οικονομία της αγοράς, τρομακτικής υποβάθμισης στην ποιότητα ζωής μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων και γενικά κοινωνικής αποσάθρωσης; Ποιες είναι κατά την γνώμη του οι προϋποθέσεις, οι συνθήκες και οι καταστάσεις που ευνοούν τις μεγάλες δόσεις εμπιστοσύνης;

Αυτό είναι ένα κρίσιμο ερώτημα στο οποίο δεν μπορούν βέβαια να δώσουν απάντηση ούτε οι νεοφιλελεύθεροι της Νέας Δημοκρατίας, ούτε οι «προοδευτικοί» σοσιαλφιλελεύθεροι στο ΠΑΣΟΚ, το ΣΥΝασπισμό και αλλού, που εξατομικεύουν πελώρια κοινωνικά προβλήματα όπως η φτώχεια, η εγκληματικότητα ή τα ναρκωτικά, και τα αποδίδουν στους ίδιους τους φτωχούς, τους «εγκληματίες» ή τα ψυχολογικά προβλήματα και το οικογενειακό περιβάλλον των ναρκομανών (βλέπε π.χ. σχετικά με τα ναρκωτικά Κλ. Γρίβα, Ελ. Καζαλόττι, Γ. Βότση, Δημ. Τσαρδάκη κ.ά.).

Στο κρίσιμο αυτό ερώτημα καλούνται να δώσουν μία ικανοποιητική και ουσιαστική απάντηση όλοι οι καλοπροαίρετοι άνθρωποι του κόσμου μας. Η δική μας απάντηση συμπυκνώνεται σε δυο λέξεις: Περιεκτική Δημοκρατία. Πιστεύω ότι μόνο ένα ριζοσπαστικό και μεγαλόπνοο κοινωνικο-πολιτικό όραμα, όπως είναι το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας θα μπορούσε πιθανότατα να δημιουργήσει έναν ισχυρό πόλο έλξης, που θα συσπείρωνε προοδευτικά και θα εμψύχωνε τους Έλληνες, σπρώχνοντάς τους σε μία νέα ελπιδοφόρα πορεία.

 

 

 

 

Επιστροφή