Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 22  (Καλοκαίρι - Φθινόπωρο 2010)


Η Λατινοαμερικανοποίηση του ευρωπαϊκού «Νότου»*

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

PDF

 

Η Ελλάδα το πρώτο θύμα

Στις αρχές του Φεβρουαρίου 2010, όταν η Κομισιόν ανακοίνωνε τα σχέδιά της για την Ελλάδα, η εφημερίδα Guardian, παρά τον συνήθη βρετανικό τρόπο έκφρασης χωρίς εξωτερίκευση συναισθημάτων, χαρακτήριζε τα μέτρα αυτά ως «την πιο παρεμβατική εξονυχιστική εξέταση της δημοσιονομικής και οικονομικής πολιτικής καθώς και των λογιστικών βιβλίων μιας χώρας μέλους της ΕΕ που έχει ποτέ επιβληθεί», ενώ ο ίδιος ο πρόεδρος της Κομισιόν δήλωσε ότι «αυτή είναι η πρώτη φορά που εγκαθιστούμε ένα τόσο εντατικό και ημι-μόνιμο σύστημα ελέγχου» ένα σύστημα που περιελάμβανε ένα άκαμπτο καθεστώς τριμηνιαίων αναφορών για την πρόοδο της Ελληνικής κυβέρνησης ως προς τη δημοσιονομική εξυγίανση, και καθιέρωνε το δικαίωμα της Κομισιόν να προστάζει επιπλέον μέτρα, όποτε τα θεωρούσε αναγκαία. Αυτό που επακολούθησε, έναν μήνα μετά, ήταν η ανακοίνωση (από την κυβέρνηση Παπανδρέου για λογαριασμό της Κομισιόν) δραστικών περικοπών των δημοσίων δαπανών και τεράστιων φορολογικών αυξήσεων οι οποίες θα χτυπούσαν τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Τα μέτρα αυτά περιελάμβαναν, με δύο λόγια, την περικοπή του 13ου μισθού από το ήδη χαμηλό (για τα δεδομένα της ευρωζώνης) εισόδημα των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα, τη συμπίεση των δημοσίων δαπανών, αυξήσεις των έμμεσων φόρων, περιλαμβανομένου του ΦΠΑ, το πάγωμα των συντάξεων και τη χειροτέρευση των συνθηκών της κοινωνικής ασφάλισης μέσω της αύξησης των ορίων συνταξιοδότησης, των ιδιωτικοποιήσεων κ.λπ..

Η πρώτη επίθεση της Τρόικας (ΔΝΤ, ΕΚΤ, ΕΕ) εκδηλώθηκε με τα βάρβαρα μέτρα ενάντια στον δημόσιο τομέα, ο οποίος στην τυπική λογική της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης (την οποία παπαγαλίζει ο «Γιωργάκης» και τα παπαγαλάκια των ελίτ στα ΜΜΕ) θεωρήθηκε υπαίτιος για την κρίση και χαρακτηρίστηκε ο «μεγάλος ασθενής». Έτσι, άρχισε η μεγάλη σφαγή στον δημόσιο τομέα γενικά, και τις κοινωνικές υπηρεσίες ειδικότερα, παρά το γεγονός ότι ακόμη και μετά την πρόσφατη απογραφή o συνολικός αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων μόλις έφθανε τους 768.000, δηλαδή το 15% του σημερινού ενεργού πληθυσμού. Δηλαδή, ένα ποσοστό που παρά τη μυθολογία των απατεώνων της κοινοβουλευτικής χούντας ήταν και είναι σχετικά μικρό, όπως έδειξε σχετικά πρόσφατη συγκριτική έρευνα[1] σύμφωνα με την οποία, το 2002, ο μέσος όρος στην ΕΕ των 17 ήταν πάνω από 16%, με τις Σκανδιναβικές χώρες και τη Γαλλία να παρουσιάζουν ποσοστά μεταξύ 20% και 30%. Η σημερινή, επομένως, αύξηση του ποσοστού των δημοσίων υπάλληλων στο 15%, που παρουσιάστηκε ως έγκλημα από τους κατά σύστημα ψευδόμενους επαγγελματίες πολιτικάντηδες της ΠΑΣΟΚικής χούντας, στην πραγματικότητα, σημαίνει απλώς ότι τώρα φθάσαμε τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο. Δεν ήταν, επομένως, η αναπoτελεσματικότητα τoυ δημοσίου τομέα παρόλo πoυ αυτή είναι αναμφισβήτητη «τo αίτιo πoυ oδήγησε σε διαδικασίες oι oπoίες παρεμπόδισαν τoν ανταγωνισμό και τελικά διέστρεψαν την ανάπτυξη της χώρας», όπως υποστήριζε εδώ και 20 σχεδόν χρόνια ο σοσιαλ-φιλελεύθερος αδελφός του πρωθυπουργού[2] που μοιράζεται σήμερα το πολύπλευρο ταλέντο του μεταξύ του να «συμβουλεύει» τον «Γιωργάκη», να γράφει λογοτεχνικά έργα και να γυρίζει φιλμς για τον Μίκη Θεοδωράκη (με την βοήθεια του ίδιου και της οικογένειάς του βέβαια!).

Όπως ήδη από την αρχή του χρόνου προέβλεπε η Deutsche Bank και άλλοι διεθνείς οργανισμοί και αναλυτές, το άγριο πετσόκομμα των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων και των δημοσίων δαπανών, το οποίο συμπληρώθηκε από τις έμμεσες αρνητικές επιπτώσεις στα εισοδήματα (μέσω του πολλαπλασιαστικού αποτελέσματος), οδηγεί σε μια πτώση του ΑΕΠ πάνω από 4% για εφέτος, ενώ η συνολική πτώση του ΑΕΠ κατά τη διάρκεια της υλοποίησης του προγράμματος μέσα στα επόμενα τρία χρόνια προβλεπόταν να είναι τουλάχιστον 12%, παρά τις υπεραισιόδοξες προβλέψεις των ντόπιων και ξένων ελίτ για θετική ανάκαμψη από το 2012. Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα των ληστρικών αυτών μέτρων θα είναι επομένως η αύξηση της φτώχειας στη χώρα η οποία (μαζί με την Ισπανία) είναι το μέλος που διατηρεί το ρεκόρ φτώχειας εντός της ευρωζώνης με περίπου 20% του ελληνικού πληθυσμού να βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας, πασχίζοντας να επιβιώσει. Επιπλέον, η ανεργία θα γίνει μαζική, καθώς η αποδιάρθρωση της παραγωγικής δομής της χώρας, ως αποτέλεσμα του ανοίγματος των αγορών από τη στιγμή της ένταξής της στην ΕΕ, θα συμπληρωθεί τώρα από τη ουσιαστική αποδιάρθρωση του δημοσίου τομέα. Όμως, επειδή ο δημόσιος τομέας παραδοσιακά έπαιζε σημαντικό ρόλο στην απορρόφηση του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού της χώρας, οι επιπτώσεις στην ανεργία θα είναι έντονες. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι ακόμη και η Κομισιόν τώρα προβλέπει εκτίναξη της ανεργίας για το 2011 στο 15% και πάνω, τη στιγμή που το ποσοστό (της επίσημης πάντα) ανεργίας, μόλις πριν δυο χρόνια, ήταν στο μισό![3] Άλλωστε, κατά τη ΓΣΕΕ, η πραγματική ανεργία αναμένεται να φθάσει το 20% το 2011 γεγονός που θα σήμαινε επιστροφή στα επίπεδα της ανεργίας του 1960, πριν την ένταξη στην ΕΟΚ! Ο συνδυασμός επομένως φτώχειας και ανεργίας, με τα άνισα αποτελέσματα της αύξησης των έμμεσων φόρων (η Χούντα ξέρει πολύ καλά ότι μόνον αυτοί οι φόροι είναι «αποτελεσματικοί» γι’ αυτό τους αυξάνει συνεχώς!) στα χαμηλά εισοδήματα, θα μεγαλώσει ακόμα περισσότερο την ανισότητα που είναι ήδη από τις υψηλότερες στην ΕΕ. Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα θα είναι η δημιουργία ενός αριθμού οάσεων ευμάρειας για τους πλούσιους (ντόπιους και ξένους), στη μέση μιας αχανούς ερήμου φτώχειας, συγκεντρωμένης σε τερατώδη αστικά συγκροτήματα όπως ακριβώς συμβαίνει αυτή τη στιγμή σε παρόμοιες πόλεις σε ολόκληρη την Λατινική Αμερική.

Με άλλα λόγια, με δεδομένη την αδυναμία να αποπληρωθεί ένα πελώριο χρέος, το οποίο παρά τα κτηνώδη μέτρα ακόμη και η Κομισιόν αναμένει να εκτιναχθεί από περίπου το 127% του ΑΕΠ το 2009, στο 156% του ΑΕΠ μέχρι το 2012, είναι φανερό ότι το δίλημμα που αντιμετωπίζουν τα λαϊκά στρώματα δεν είναι το ψευτοδίλημμα των χουντικών απατεώνων «χρεοκοπία ή σωτηρία», αλλά «χρεοκοπία με τους όρους που επιβάλλουν οι ξένες και οι συνεργαζόμενες με αυτές ντόπιες ελίτ» (που θα εξαναγκάσουν τελικά τα λαϊκά στρώματα να το πληρώσουν) ή «χρεοκοπία με τους όρους που θα επιβάλλουν τα λαϊκά στρώματα» (που θα εξαναγκάσουν τις ντόπιες και ξένες ελίτ να το πληρώσουν). Αυτό σημαίνει ότι ανάλογα είναι ψευτο-«ριζοσπαστικό» το αίτημα της Μαρξογενούς Αριστεράς για διαγραφή του χρέους και στάση πληρωμών[4], το οποίο όχι μόνο απαλλάσσει βέβαια τις ελίτ από το να πληρώσουν το χρέος που δημιούργησαν οι ίδιες, αλλά και είναι εντελώς ουτοπικό αφού ενώ προϋποθέτει επαναστατικές συνθήκες, οι Μαρξογενείς υποστηρικτές του δεν τολμούν ούτε καν να απαιτήσουν μονομερή έξοδο από την ΕΕ, χωρίς την οποία είναι αδύνατη η υλοποίηση των περισσότερων απο τα μέτρα που προτείνουν, ενώ βεβαια, η παραμονή μας στην ΕΕ σημαίνει διαιώνιση του εργασιακού μεσαίωνα και της συστηματικής υπονόμευσης των κοινωνικών υπηρεσιών που καθιερώνουν οι «διαρθρωτικές αλλαγές» της Χούντας (δηλαδή η εφαρμογή των «4 ελευθεριών» του Μάστριχτ) και αποκλείει οποιαδήποτε ιδέα για αυτοδύναμη οικονομία!

Δεν ήταν, λοιπόν, αξιοπερίεργο ότι η ανακοίνωση των χουντικών μέτρων ξεσήκωσε ένα «ποτάμι οργής» που πλημμύρισε τους δρόμους της Αθήνας και των άλλων μεγάλων πόλεων με επαναλαμβανόμενες (όσο επέτρεπαν οι εγκάθετοι του ΠΑΣΟΚ στη ΓΣΕΕ!) γενικές απεργίες και συχνά βίαιες διαδηλώσεις. Ιδιαίτερα, μάλιστα, όταν ήταν κάτι παραπάνω από προφανές ότι τα μέτρα που ανακοινώθηκαν δεν μπορούσαν ούτε να συλλάβουν την τεράστια φοροδιαφυγή, ούτε να οδηγήσουν στον επαναπατρισμό των περίπου 10 δισεκατομμυρίων ευρώ, που φυγαδεύθηκαν στο εξωτερικό το δίμηνο που ακολούθησε την έναρξη της κρίσης, στα οποία πρέπει να προστεθούν τουλάχιστον 60 δις ευρώ που είχαν ήδη βγει από τη χώρα! Όμως, αν αυτά τα ντόπια κεφάλαια και οι περιουσίες είχαν υποβληθεί σε έναν δραστικό αναλογικό έκτακτο φόρο περιουσίας (κάτι το οποίο βέβαια είναι αδιανόητο για τις ελίτ), το περίφημο πρόβλημα του χρέους θα μπορούσε να είχε λυθεί αστραπιαία, χωρίς να χρειάζεται να παρακαλούμε για νέα δάνεια τις ξένες ελίτ, τα οποία με τους δυσβάσταχτους όρους που έχουν επιβάλλει (φυσικά με σκοπό το κέρδος!) θα κληθούν να τα αποπληρώσουν οι μελλοντικές γενιές. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι ήταν οι ίδιες οι ελίτ και τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα (ντόπια και ξένα) αυτοί που δημιούργησαν και πρωταρχικά επωφελήθηκαν από το χρέος και την αναπτυξιακή «φούσκα» στην οποία αυτό οδήγησε.

Τα ληστρικά μέτρα, τα οποία επιβλήθηκαν στην Ελλάδα από το Διευθυντήριο της ΕΕ, εκφράζοντας τους στόχους των πολιτικών και οικονομικών ελίτ της ευρωζώνης, ξεκάθαρα δίνουν την εικόνα μιας πλήρους αποικιοποίησης της χώρας από την υπερεθνική ελίτ. Είναι προφανές ότι είναι διαφορετικό πράγμα η εφαρμογή παρόμοιων μέτρων με την επίσημη συναίνεση των πολιτών μιας χώρας (όπως έγινε στη Βρετανία, την Ολλανδία, τη Σουηδία κ.λπ.) και εντελώς διαφορετικό η επιβολή αυτών των μέτρων χωρίς την παραμικρή λαϊκή εντολή, όπως συμβαίνει αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα. Η οργή των φοιτητών στη Βρετανία σήμερα οφείλεται περισσότερο στην αθέτηση της προεκλογικής υπόσχεσης του αντιπροέδρου της συμμαχικής κυβέρνησης να μην προχωρήσει σε αύξηση των διδάκτρων παρά στο ίδιο το μέτρο. Στην Ελλάδα όμως οι θρασύτατοι απατεώνες που μας κυβερνούν, κατεδαφίζουν κοινωνικές κατακτήσεις πολλών δεκαετιών χωρίς να διαθέτουν τη παραμικρή λαϊκή νομιμοποίηση, εφόσον το κυβερνών «σοσιαλιστικό» κόμμα εκλέχτηκε μερικούς μήνες νωρίτερα με βάση ένα πρόγραμμα που προέβλεπε μέτρα εντελώς διαφορετικά από αυτά που επιβάλλει τώρα στον ελληνικό λαό, ενώ βέβαια, όπως αποκαλύφθηκε εκ των υστέρων από τις δηλώσεις του Γερμανού Υπ. Οικονομικών, τον Γενάρη του 2009, πολλούς μήνες πριν να πάρει την εξουσία ο Γιωργάκης είχε πλήρως ενημερωθεί για την οικονομική κρίση, η οποία είναι κατά βάση χρόνια. Επομένως, εσκεμμένα εξαπάτησε το εκλογικό σώμα, με τη βοήθεια των πολιτικών και οικονομικών ελίτ που ελέγχουν τα μαζικά μέσα ενημέρωσης, οι οποίες ήταν ενθουσιώδεις στην κατάληψη της εξουσίας από ένα «σοσιαλιστικό» κόμμα, το οποίο, ελέγχοντας τα συνδικάτα, θα μπορούσε να εξαπατήσει τον λαό για τον δήθεν «μονόδρομο» των μέτρων πολύ ευκολότερα από την ΝΔ, η οποία, αν αποπειράτο παρόμοια μέτρα, είναι σίγουρο ότι θα είχε ήδη προκαλέσει μαζική εξέγερση στην Ελλάδα εναντίον της «επάρατης δεξιάς», που θα είχε οδηγήσει την τρόικα να φυγαδεύεται με ελικόπτερα —όπως ακριβώς συνέβη στην Αργεντινή!

Όμως, για να δούμε πώς μπορούμε να ορίσουμε μια πραγματικά εναλλακτική λύση σε αυτή που μας επιβάλλουν οι ξένες και ντόπιες ελίτ θα πρέπει προηγούμενα να προσπαθήσουμε να αντιμετωπίσουμε τη σύγχυση που έχει δημιουργηθεί όχι μόνο από τους νεο/σοσιαλφιλελεύθερους για τα αίτια της κρίσης στην Ελλάδα και τις υπόλοιπες περιφερειακές χώρες, αλλά και από την δογματική Αριστερά —και θα έλεγα κυρίως από αυτή! Και αυτό, γιατί αντίθετα με τη μυθολογία της Αριστεράς αυτής που «τσουβαλιάζει» τη χρηματοπιστωτική κρίση στα μητροπολιτικά κέντρα μαζί με τη διαρθρωτική κρίση στην περιφέρεια της ΕΕ (για να μπορέσουν όλες αυτές οι κρίσεις να μπουν στην Προκρούστεια κλίνη της Μαρξιστικής θεωρίας, όπως αυτή διατυπώθηκε τον 19ο αιώνα, παρά τις σημαντικές νεότερες αναμορφώσεις της από πεφωτισμένους Μαρξιστές) είναι εντελώς διαφορετικά τα αίτια της χρηματοπιστωτικής κρίσης που έπληξε τα μητροπολιτικά κέντρα από τα διαρθρωτικά αίτια που συνιστούν την κρίση στις περιφερειακές χώρες μέσα στην ΕΕ, όπως η Ελλάδα.

Η χρηματοπιστωτική κρίση στα μητροπολιτικά κέντρα

Έτσι, η κρίση στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, κυρίως του Αγγλοσαξονικού καπιταλισμού, δεν έχει σχέση με την υπερσυσσώρευση κεφαλαίου και την πτώση του ποσοστού κέρδους –τα Μαρξιστικά εργαλεία ανάλυσης της καπιταλιστικής πραγματικότητας του 19ου αιώνα που ελάχιστη έχουν σχέση με τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς του 21ου —εφόσον το βασικό διαφοροποιητικό στοιχείο της σημερινής κρίσης είναι ο παγκοσμιοποιημένος χαρακτήρας της. Μια τυπική έκφραση της άποψης αυτής είναι αυτή του Αμερικανού Μαρξιστή William Tabb,[5] όπου η χρηματοπιστωτική κρίση εξετάζεται από την άποψη της συνήθους Μαρξιστικής ανάλυσης της υπερσυσσώρευσης. Όπως τονίζει ο συγγραφέας:

Υπάρχει μια υπερ-επένδυση σε παραγωγική ικανότητα που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί μέσα σε μια παράλογη κοινωνική δομή, στην οποία η μόνη πραγματική ζήτηση είναι αυτή που υποστηρίζεται από επαρκή αγοραστική δύναμη. Η υπερπαραγωγή, την ίδια στιγμή που πολλές κοινωνικές ανάγκες μένουν ανικανοποίητες, χαρακτηρίζει το σύστημα, καθώς και η πίεση στους εργάτες παντού να αμείβονται με χαμηλότερους μισθούς, χάρη στην ταξική εξουσία του κεφαλαίου και την ικανότητά του να στρέφει τη μια κατηγορία εργατών ενάντια στην άλλη. Το πλεόνασμα που παράγει και οικειοποιείται το κεφάλαιο δεν μπορεί να βρει διεξόδους στην παραγωγή και καταφεύγει στη χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία, όπου απορροφάται σε κερδοσκοπικές φούσκες που τελικά καταρρέουν, σκορπίζοντας το χάος και τον πόνο σε όλη την οικονομία.

Ωστόσο, η προσέγγιση αυτή δεν έχει σχεδόν καμία σχέση με την σημερινή πραγματικότητα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς.

Πρώτον, διότι μολονότι είναι αλήθεια ότι η άνιση κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου και, επομένως, της οικονομικής δύναμης/εξουσίας, βρίσκεται στη ρίζα της οικονομικής κρίσης που χαρακτηρίζει μια οικονομία της αγοράς, η αιτία αυτής της κρίσης δεν είναι ότι η ανισότητα δημιουργεί μια κρίση υποκατανάλωσης ή υπερπαραγωγής το παραδοσιακό επιχείρημα της Αριστεράς αυτής. Όπως έχει δείξει η καταναλωτική έκρηξη στην Δύση τα τελευταία πενήντα χρόνια, η υποκατανάλωση δεν είναι το πρόβλημα των καπιταλιστικών κοινωνιών στο κέντρο (για διαφόρους λόγους που υπερβαίνουν τα περιθώρια του παρόντος άρθρου) και, στην πραγματικότητα, δεν είναι ούτε καν το πρόβλημα στην καπιταλιστική περιφέρεια, λόγω της δημιουργίας ενός «νέου Βορρά» στο Νότο, ως μέρος της διαδικασίας παγκοσμιοποίησης.

Δεύτερον, δεν αληθεύει ότι «το πλεόνασμα που παράγει και οικειοποιείται το κεφάλαιο δεν μπορεί να βρει διεξόδους στην παραγωγή και καταφεύγει στη χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία, όπου απορροφάται σε κερδοσκοπικές φούσκες». Μολονότι αυτό μπορεί να έχει βάση στην περίπτωση μιας εθνικής οικονομίας της αγοράς, ελάχιστη σχέση έχει με τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Στην πραγματικότητα, το μεγαλύτερο μέρος του πλεονάσματος, που χρησιμοποιείται σήμερα για χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία, προέρχεται από τα κυρίαρχα (κρατικά) επενδυτικά καπιταλιστικά κεφάλαια τέτοιων καπιταλιστικών «θαυμάτων» όπως η Κίνα και η Ινδία, καθώς και Ρώσων, Αράβων και Λατινοαμερικάνων δισεκατομμυριούχων δηλαδή, από χώρες στις οποίες η ακραία ανισότητα στην κατανομή εισοδήματος και πλούτου, σε συνδυασμό με την υπερεκμετάλλευση της εργατικής τους δύναμης (ή των φυσικών πόρων) και η ουσιαστική απουσία κράτους - πρόνοιας έχουν δημιουργήσει τεράστια πλεονάσματα, τα οποία οι ελίτ, αντί να τα επενδύουν στην εγχώρια αγορά για τη βελτίωση του «κοινωνικού μισθού» των φτωχών εργατών τους, προτιμούν να τα επενδύουν σε δυτικές χρηματοπιστωτικές αγορές (ιδιαίτερα σε εκείνες των ΗΠΑ) και κερδοσκοπικές φούσκες.

Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση δηλαδή δεν είναι μια κλασική κρίση του παρελθόντος, όταν το έθνος-κράτος αποτελούσε τη βάση του κεφαλαίου —πράγμα που οδήγησε και σε δύο παγκόσμιους πολέμους για το μοίρασμα των αγορών μεταξύ τους. Αντίθετα, το θεμελιακό χαρακτηριστικό της σημερινής κρίσης είναι ο παγκόσμιος χαρακτήρας της που δεν είναι, όπως στον μεσοπόλεμο, απλώς αντανάκλαση της κρίσης σε κάποιες κύριες καπιταλιστικές οικονομίες (Αμερική, Βρετανία, Γερμανία κ.λπ.), αλλά αποτελεί, όπως έδειξα αλλού[6], οργανικό και αναπόσπαστο τμήμα της ίδιας της γένεσης και εξέλιξής της. Στην πραγματικότητα, αυτό που εμπλέκεται είναι το άνοιγμα και η απελευθέρωση όλων των αγορών, δηλαδή αυτή η ίδια η ουσία της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.

Έτσι, μόλις οι αγορές κεφαλαίων και εργασίας απελευθερώθηκαν, σχεδόν σε κάθε μέρος του κόσμου, συμπεριλαμβανομένης της «κομουνιστικής» Κίνας, όλες οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες ―με έδρα τις χώρες της υπερεθνικής ελίτ άρχισαν να μεταφέρουν σημαντικά τμήματα των μεταποιητικών βιομηχανιών τους (σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και υπηρεσιών), σε διάφορους παραδείσους χαμηλού κόστους παραγωγής , με άμεση συνέπεια την «από-βιομηχάνιση» του Βορρά και την αντίστοιχη ψευδο-εκβιομηχάνιση ορισμένων χωρών του Νότου. Αυτό οδήγησε στη δημιουργία ενός νέου διεθνούς καταμερισμού εργασίας, ο οποίος καθιέρωσε τη διατήρηση στα μητροπολιτικά κέντρα κλάδων υψηλής τεχνολογίας, έρευνας και ανάπτυξης, καθώς και ειδικών «προϊόντων» όπως οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες ―δηλαδή κλάδων που εξακολουθούσαν να συγκεντρώνουν την πραγματική πλανητική οικονομική δύναμη― και, ταυτόχρονα, την μεταφορά μεγάλων τμημάτων της μεταποιητικής διαδικασίας σε χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία, όπου έχουν δημιουργηθεί διάφορες «νησίδες ανάπτυξης», μέσα σε ωκεανούς αθλιότητας και υπανάπτυξης, που τροφοδοτούν τις νέες (βασικά ελεγχόμενες από τα μητροπολιτικά κέντρα) εξαγωγικές βιομηχανίες με άφθονο και καλά πειθαρχημένο εργατικό δυναμικό. Αυτές οι «made in China» κ.λπ. εξαγωγές δημιούργησαν τεράστια αποθεματικά ξένου συναλλάγματος τα οποία οι ελίτ των χωρών αυτών τα «επένδυσαν» στις τράπεζες και στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς του Βορρά και, ιδιαιτέρως, των ΗΠΑ. Στην πραγματικότητα, αυτή ακριβώς η αντίστροφη ροή κεφαλαίων από αυτές τις χώρες στα καπιταλιστικά κέντρα επέτρεψε στην υπερεθνική ελίτ και στο ηγεμονικό της τμήμα στην ελίτ των ΗΠΑ να χρηματοδοτήσουν τους εγκληματικούς τους πολέμους στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, ενώ, συγχρόνως, αύξησε τη ρευστότητα στις δανειζόμενες χώρες, δημιουργώντας εύκολα διαθέσιμο και «φθηνό» χρήμα (μέσω των συνεχών μειώσεων στα επιτόκια που επέτρεπε η αυξημένη ρευστότητα) και βοηθώντας την ανάπτυξη της φούσκας των στεγαστικών δανείων, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ.

Οι συνέπειες αυτής της διαδικασίας,[7] δεν ήταν μόνο η δημιουργία μαζικής ανεργίας στη Δύση, η οποία αργότερα μεταμορφώθηκε ―με την καθοριστική βοήθεια των «ελαστικών αγορών εργασίας» που καθιερώθηκαν ως τμήμα του νεοφιλελεύθερου πακέτου― από ανοιχτή ανεργία σε συγκαλυμμένη ανεργία (μερική απασχόληση, περιστασιακή εργασία, μαζικά επιμορφωτικά προγράμματα και ούτω καθεξής), αλλά και η τεράστια επέκταση της χρηματοπιστωτικής αγοράς, η οποία, μέσω του ανοίγματος και της απορρύθμισης των αγορών, παγκοσμιοποιήθηκε. Στη Βρετανία, για παράδειγμα, ο χρηματοπιστωτικός τομέας ήταν υπεύθυνος για το ήμισυ σχεδόν της συνολικής οικονομικής ανάπτυξης και το City του Λονδίνου (το κέντρο του βρετανικού χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου) μαζί με τη στεγαστική αγορά είχαν πρόσφατα αποδειχτεί οι δύο κύριες πηγές ανάπτυξης. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που ορισμένοι αναλυτές υποστήριζαν μέχρι πρόσφατα ότι «είναι υπερβολή, αλλά ίσως όχι μεγάλη, να πούμε ότι η Βρετανία εξαρτάται από την κερδοσκοπία»[8].

Αντίστοιχα, οι αμερικανικές χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες εισέπραξαν τη μερίδα του λέοντος (32,8%[9]) από το «μεγάλο φαγοπότι» της κερδοφορίας το 2006, όπου η κύρια κερδοφόρα μηχανή ήταν η εμπορία τίτλων στεγαστικών δανείων. Έτσι, οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί που ξεκίνησαν προσφέροντας «υγιή» δάνεια για την κάλυψη των στεγαστικών αναγκών των εύπορων μεσαίων τάξεων, όταν, σε κάποιο σημείο, οι δυνατότητες για περαιτέρω επέκταση σε αυτό το τμήμα της αγοράς εξαντλήθηκαν, στράφηκαν στα χαμηλά και οριακά εισοδηματικά στρώματα που επιθυμούσαν να συμμετάσχουν στο «Αμερικανικό Όνειρο», από το οποίο είχαν αποκλειστεί μέχρι τότε διότι αποτελούσαν περιπτώσεις υψηλού κινδύνου (αλλά και πιθανού υψηλού κέρδους) ―δηλαδή στράφηκαν στη χρηματοδότηση στεγαστικών δανείων υψηλού κινδύνου («Subprime»). Στο μεταξύ, οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, οι οποίοι διαχειρίζονταν τις εν λόγω συναλλαγές, είχαν φροντίσει, χρησιμοποιώντας διάφορα χρηματοπιστωτικά τεχνάσματα, να «διασπείρουν» τον κίνδυνο και σε άλλους εκτός από τους εαυτούς τους. Γι’ αυτόν τον σκοπό, χρησιμοποίησαν μια διαδικασία «πακεταρίσματος» των χρεών και μετατροπής τους σε διαπραγματεύσιμα ομόλογα (securitization), τα οποία στη συνέχεια πωλούντο σε τράπεζες, εταιρίες αμοιβαίων κεφαλαίων μείωσης κερδοσκοπικού κινδύνου (hedge funds) και άλλους επενδυτικούς οίκους, από τη Ζυρίχη ως τη Σαγκάη, ενώ συγχρόνως, παρακινδυνευμένα δάνεια διαγράφονταν από τους ισολογισμούς των εκδοτικών τραπεζών. Σε αυτό τους βοήθησε πολύ η παράλληλη απελευθέρωση των χρηματοπιστωτικών αγορών, η οποία επέτρεψε στις χρηματοπιστωτικές εταιρείες να δανείζουν χρηματικά ποσά, τα οποία δεν είχαν σχεδόν καμία σχέση με τις καταθέσεις των πελατών τους (ενώ, στο παρελθόν, οι τράπεζες ήταν υποχρεωμένες να τηρούν μια αναλογία περίπου 10% των δανείων τους σε αποθεματικά, με τη μορφή καταθέσεων πελατών και άλλων ενεργητικών στοιχείων). Έτσι, ο τραπεζικός δανεισμός ξεπέρασε κατά πολύ τις καταθέσεις των πελατών, με αποτέλεσμα, όταν κατέρρευσε η εμπιστοσύνη τους, οι τράπεζες να μείνουν με τίτλους για δάνεια-φούσκες δισεκατομμυρίων δολαρίων από τα οποία δεν μπορούσαν να απαλλαγούν («τοξικά» αποθεματικά). Στην πραγματικότητα, καμία Τράπεζα δεν μπορούσε να ξέρει ποια από τα αποθεματικά της ήταν τοξικά η όχι και έτσι περιόριζε ή σταματούσε τον παραπέρα δανεισμό, προκαλώντας περαιτέρω εμπλοκή της αγοράς, εφόσον πολλοί χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί σε όλον τον κόσμο μπορεί να είχαν ήδη πτωχεύσει ή, τουλάχιστον, να μην ήταν σε θέση να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους προς τους καταθέτες.

Αναπόφευκτα, τράπεζες και χρηματοπιστωτικές εταιρείες σταμάτησαν να εμπιστεύονται η μια την άλλη και, επομένως, να δανείζονται μεταξύ τους. Όμως, η χρηματοπιστωτική κρίση δεν ήταν απλώς μια κρίση εμπιστοσύνης, όπως ισχυρίζονται πολλοί σε μια απόπειρα εξωραϊσμού του συστήματος. Ήταν συγχρόνως και μια κρίση φερεγγυότητας στην οποία είχε οδηγήσει η μαζική χορήγηση δανείων για χάρη της μεγιστοποίησης του κέρδους που δεν είχαν σχεδόν καμιά στήριξη στα πραγματικά ενεργητικά στοιχεία των Τραπεζών. Αυτό έφερε αρχικά τις χρηματοπιστωτικές αγορές σε στασιμότητα και αργότερα όλες τις αγορές σε ύφεση, εφόσον η καταναλωτική κοινωνία σε πολλές, ιδιαίτερα δυτικές, χώρες στηριζόταν στον δανεισμό. Τότε οι κυβερνήσεις, αρχίζοντας με την κυβέρνηση των ΗΠΑ, αναγκάστηκαν να μπουν σε μια διαδικασία εθνικοποιήσεων, όχι βέβαια των τραπεζών και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που είχαν βαθιά εμπλακεί σε αυτή τη ληστρική διαδικασία, αλλά μόνο των «τοξικών» περιουσιακών τους στοιχείων, δηλαδή των ζημιών τους! Όμως, όταν αυτό αποδείχτηκε ανεπαρκές, οι κυβερνήσεις αναγκάστηκαν να θέσουν σε εφαρμογή το «σχέδιο Μπράουν» για την κεφαλαιοποίηση των Τραπεζών κ.λπ., δηλαδή, να διοχετεύσουν σε αυτές περισσότερα χρήματα των φορολογουμένων για να αντικατασταθούν τα «τοξικά» περιουσιακά στοιχεία με υγιή, ώστε να μπορέσουν να πείσουν τις χρηματοπιστωτικές αγορές να ξαναρχίσουν να δανείζουν και να επαναφέρουν το τραπεζικό σύστημα, το οποίο ήταν σε τέλμα, πάλι σε δράση. Στη συνέχεια, η αμερικανική κυβέρνηση προχώρησε ένα βήμα παραπέρα και από το σχέδιο Μπράουν ανακοινώνοντας ένα νέο πελώριο πρόγραμμα αγοράς των τοξικών ενεργητικών των τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που θα αύξανε το δημόσιο χρέος κατά 1 τρισεκατομμύριο δολάρια, ώστε να λειτουργήσουν πάλι κανονικά οι χρηματαγορές γεγονός που σκόρπισε άμεση ευφορία στα διεθνή χρηματιστήρια!.[10]

Και, φυσικά, εάν οι ΗΠΑ, σε αντίθεση με τη Γερμανία και τα άλλα μητροπολιτικά κέντρα στην ΕΕ, μπορούν και εφαρμόζουν σήμερα δήθεν προοδευτικές «Κεϊνσιανές» πολιτικές , αυτό δεν οφείλεται στην ευστροφία των αμερικανικών ελίτ σε σχέση με την «αρτηριοσκλήρωση» των ευρωπαϊκών που δεν θέλουν να εφαρμόσουν ένα δήθεν παρόμοιο «Νιου Ντιλ», όπως υποστηρίζουν κάποιοι στη Μαρξογενή ρεφορμιστική Αριστερά,[11] αλλά στο γεγονός ότι ενώ ο αγγλοσαξονικός καπιταλισμός στήριξε την ανάπτυξή του την τελευταία δεκαετία στον χρηματοπιστωτικό τομέα, ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός, και κυρίως ο γερμανό-γαλλικός, τη στήριξε στον εξαγωγικό τομέα, εφόσον άλλωστε οι μαζικές εισροές κεφαλαίου από τη Κίνα κ.λπ. που θα μπορούσαν να στηρίξουν τη χρηματοπιστωτική «ανάπτυξη» είχαν βασικά κατεύθυνση  τις ΗΠΑ και το δολάριο και όχι την ΕΕ και το ευρώ!

Η διαρθρωτική  κρίση στην περιφέρεια

Αντίθετα, όμως, με τα μητροπολιτικά κέντρα γενικά, και αυτά στην Ευρωζώνη ειδικότερα, τα οποία επλήγησαν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση λόγω της απόλυτης αλληλεξάρτησής τους μέσα στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, (άλλα βέβαια περισσότερο, όπως η Αμερική, η Αγγλία, και άλλα λιγότερο, όπως η Γερμανία, η Γαλλία κ.λπ., για τους λόγους που ανέφερα), η κρίση στις περιφερειακές χώρες της ΕΕ έχει διαρθρωτικά, βασικά, αίτια που ανάγονται τελικά στις σημαντικές αποκλίσεις τους από τα κέντρα (λόγω της χαμηλότερης ανταγωνιστικότητας και παραγωγικότητάς τους), όπως αυτές εκδηλώνονται με τα διογκούμενα ελλείμματα στο Ισοζύγιο Πληρωμών αλλά και τα δημοσιονομικά ελλείμματα, τα οποία εξερράγησαν όταν εντάχθηκαν στην Ευρωζώνη.

Έτσι, το γεγονός ότι η οικονομική κρίση της Ελλάδας είναι δομική (ή διαρθρωτική) και χρόνια, εκφράζεται με τη μεταπολεμική αποδιάρθρωση της παραγωγικής δομής, η οποία ολοκληρώθηκε με το άνοιγμα των αγορών της στην παγκόσμια αγορά –μια διαδικασία η οποία επιταχύνθηκε με την είσοδό της στην ΕΕ στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Η ουσιαστική αποδιάρθρωση της παραγωγικής δομής, με τη σειρά της, αναπόφευκτα οδήγησε στη δημιουργία μιας «καταναλωτικής κοινωνίας χωρίς παραγωγική βάση» και στη συνεχή αύξηση του εξωτερικού χρέους και, συνακόλουθα, του δημόσιου, το οποίο έφτασε στα σημερινά εκρηκτικά επίπεδα. Φυσικά, αυτές οι εξελίξεις δεν οδήγησαν –ούτε θα μπορούσαν να οδηγήσουν– στην επίσημη χρεοκοπία του ελληνικού κράτους, καθώς αυτό θα άνοιγε τεράστιες τρύπες στις τσέπες των Γερμανών και Γάλλων μετόχων των κρατικών ομολόγων και θα έβαζε σε ρίσκο τη σταθερότητα του ίδιου του ευρώ. Ιδιαίτερα μάλιστα, όταν και άλλες χώρες στον ευρωπαϊκό «Νότο» αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα, όπως ήδη φάνηκε με την Ιρλανδία. Είναι λοιπόν φανερό ότι κάποια άτυπη χρεοκοπία ήταν προαποφασισμένη όταν επιβαλλόταν το Μνημόνιο και ο στόχος των ελίτ από την αρχή ήταν, απο τη μια μεριά, να ξεζουμίσουν όσο μπορούσαν περισσότερο τα λαϊκά στρώματα ώστε να ελαχιστοποιήσουν τις ζημιές των κατόχων των ομολόγων, και, απο την άλλη, να ολοκληρώσουν τις «διαρθρωτικές» αλλαγές της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης (αυτές που ονομάζει «τομές» ο Γιωργάκης). Και αυτό, μέχρι τη στιγμή που η συνέχιση του «Μονόδρομου» θα γινόταν οικονομικά και κοινωνικά επικίνδυνη, οπότε θα επιβάλλαν τους όρους τους σε μια «συμφωνημένη» αναδιαπραγμάτευση του χρέους—δηλαδή μια άτυπη χρεοκοπία-- που θα παίρνει βέβαια δεδομένες και θα επεκτείνει τις «τομές», οι οποίες δεν είναι παρά η υλοποίηση των «4 ελευθεριών» του Μάαστριχτ (δηλαδή η «απελευθέρωση» των αγορών κεφαλαίου, εργασίας, αγαθών και υπηρεσιών). Φυσικά, ακόμη και αν χρειαστεί στην πορεία το Διευθυντήριο της ΕΕ να υποχρεώσει τις χώρες που μπαίνουν κάτω από την τρόικα είτε να βγουν από την ευρωζώνη, είτε να μπουν σε μια ευρωζώνη δεύτερης κατηγορίας με υποτιμημένο ευρώ, ο απαράβατος όρος θα είναι ότι οι χώρες αυτές θα παραμείνουν στην ΕΕ, ώστε να εξασφαλιστεί η συνέχιση του εργασιακού μεσαίωνα, της αποδιάρθρωσης των κοινωνικών υπηρεσιών κλπ.

Ωστόσο, το τίμημα που θα έπρεπε να πληρωθεί, ειδικότερα από τα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα (εργάτες, υπαλλήλους, υποαπασχολούμενους, άνεργους και συνταξιούχους) τα επόμενα χρόνια, θα ήταν πραγματικά δυσβάσταχτο. Γι’ αυτό δεν είναι περίεργο ότι τα μέτρα αυτά παρουσιάστηκαν από τα ΜΜΕ, στα πλαίσια μιας τεράστιας εκστρατείας πλύσης εγκεφάλου, ως αναπόφευκτα, κάτι το οποίο είναι αληθές μόνο αν δεχθούμε σαν δεδομένο το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο της σημερινής νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, δηλαδή τις ανοιχτές και απελευθερωμένες αγορές, οι οποίες είναι η απώτερη αιτία της κρίσης, μαζί με τις συνακόλουθες συμφωνίες του Μάαστριχτ, της Λισαβόνας και του Συμφώνου Σταθερότητας.

Έτσι, στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, η ανταγωνιστικότητα, (η οποία εξαρτάται όχι μόνο από τους χαμηλούς μισθούς, αλλά και τις χαμηλές εισφορές και τις φορολογικές ελαφρύνσεις των εργοδοτών, την υψηλή παραγωγικότητα, τη σταθερότητα των τιμών κ.λπ.) παίζει ιδιαίτερα κρίσιμο ρόλο σε μια εξαγωγική οικονομία, η οποία στηρίζει την ανάπτυξή της στην ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων και κεφαλαίου (όπως η Γερμανία). Το ευρώ, επομένως, δεν μπορεί να διαχωριστεί από το Σύμφωνο Σταθερότητας, όπως αφελώς προτάσσεται από τη ρεφορμιστική Αριστερά, γιατί –στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο– μόνο όταν το κοινό νόμισμα συμπληρώνεται από κριτήρια όπως αυτά που περιγράφονται στο Σύμφωνο Σταθερότητας, εξασφαλίζεται η νομισματική σταθερότητα και ανταγωνιστικότητα των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών της ευρωζώνης. Με άλλα λόγια, οι πολιτικές της συμπίεσης των μισθών, του πληθωρισμού και των ελλειμμάτων του Προϋπολογισμού, είναι απαραίτητες για τις οικονομικές ελίτ της ΕΕ, ώστε να μπορέσουν να επιβιώσουν στον ανταγωνισμό με τις αντίστοιχες ελίτ των ΗΠΑ, της Κίνας κ.λπ.. Όμως, αν παρόμοιες πολιτικές είναι προς το συμφέρον χωρών όπως η Γερμανία, η οποία έπαιξε ηγετικό ρόλο στον σχεδιασμό του Ευρώ, δεν είναι σε καμία περίπτωση επωφελείς για χώρες όπως η Ελλάδα, η Ισπανία, ή άλλες χώρες του ευρωπαϊκού «Νότου». Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο ότι η πολιτική του «σκληρού ευρώ» και οι συνακόλουθες πολιτικές της συμπίεσης του μισθολογικού κόστους οδήγησαν σε σημαντική βελτίωση της γερμανικής ανταγωνιστικότητας και συνακόλουθα του γερμανικού Ισοζυγίου Πληρωμών το οποίο, ξεκινώντας από ένα έλλειμμα 1% του ΑΕΠ στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών το 1995, πέτυχε ένα τεράστιο πλεόνασμα που ξεπερνά το 6,5% του ΑΕΠ της σήμερα.[12] Οπως δεν είναι επίσης περίεργο ότι, κατά την ίδια περίοδο, το έλλειμμα αυτό στην Ελλάδα επταπλασιάστηκε, από 2% σε 14% του ΑΕΠ, στην Ισπανία εκτοξεύθηκε από 0,4% σε 9,6% του ΑΕΠ και στην Πορτογαλία από 0,12% σε 12% του ΑΕΠ, ενώ στην Ιρλανδία υπερδιπλασιάστηκε από 2,5% σε 5,4% του ΑΕΠ.[13] Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η αιτία αυτού του φαινομένου είναι πως οι αποκλίσεις στην ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας σε σχέση με τον Ευρωπαϊκό Νότο οφείλονταν στην εσκεμμένη συμπίεση των μισθών στη Γερμανία και τη συνακόλουθη εγγενή προβληματική δομή του ευρώ, όπως ισχυρίζονται οι Μαρξογενείς οικονομολόγοι μας.[14]

Εάν δηλαδή η Γερμανία είναι η χώρα που αποκόμισε τα μεγαλύτερα οφέλη από την ΕΕ και την Ευρωζώνη, ενώ οι χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου τα μικρότερα, αυτό κάθε άλλο παρά τυχαίο ή περιστασιακό είναι. Όχι μόνο όταν θεσμοποιούνταν η Ευρωζώνη, η Γερμανία ήδη διέθετε υψηλή σχετικά παραγωγικότητα εργασίας και ανταγωνιστικότητα, αλλά με το ευρώ ουσιαστικά «πάγωσε» αυτές τις αποκλίσεις. Και αυτό, διότι η μεν Ενιαία Αγορά, σε συνθήκες κοινού νομίσματος, επέφερε σχετική εξίσωση των τιμών στην Ευρωζώνη και κάποια άνοδο των μισθών στον Νότο (για να αποφευχθεί η συνακόλουθη μείωση των πραγματικών μισθών στην περιφέρεια ή, κάποτε, για να καλυφθεί και το μεγάλο άνοιγμα με τους Γερμανικούς μισθούς), οι δε Γερμανοί εργοδότες ήταν σε πολύ καλύτερη θέση να συμπιέσουν τους μισθούς, λόγω των διαφορών στην παραγωγικότητα (εξαιτίας της προηγμένης τεχνολογίας κ.λπ.), αλλά και στην ανταγωνιστικότητα (λόγω του ότι η Γερμανία, ουσιαστικά, εισήλθε στην Ευρωζώνη με υποτιμημένο νόμισμα σε σχέση με τις χώρες του Νότου για τις οποίες ίσχυε το αντίθετο)[15]. Αν προστεθεί σε αυτό ότι οι χώρες του Νότου δεν είχαν πια τη δυνατότητα να υποτιμήσουν το νόμισμά τους, ενώ η Γερμανία δεν είχε ανάγκη υποτίμησης αρκεί να συγκρατούσε τις αυξήσεις των μισθών σε επίπεδα αύξησης της παραγωγικότητας, τότε μπορούμε να καταλάβουμε γιατί η Ευρωζώνη είναι ουσιαστικά ένας οικονομικός μηχανισμός ΜΟΝΙΜΗΣ (δομικής) μεταφοράς οικονομικού πλεονάσματος από τις χώρες του Νότου προς τον Βορρά και, κυρίως, τη Γερμανία και όχι περιστασιακής μεταφοράς που εξαρτιέται από τις πολιτικές της εκάστοτε κυβέρνησης.

Η αύξηση δηλαδή τoυ εργατικoύ κόστoυς στη μετενταξιακή περίoδo των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου, δεν ήταν η κύρια αιτία χειρoτέρευσης της ήδη χαμηλότερης σχετικά ανταγωνιστικότητας των προϊόντων τους. Αντίθετα, η κύρια αίτια ήταν η απoυσία σημαντικών επενδύσεων σε νέoυς, τεχνoλoγικά προχωρημένους, κλάδους καθώς και σε επανεξοπλισμό των παλαιών, πoυ θα διεύρυναν την ανταγωνιστική ικανότητα των προϊόντων τους. Η συνέπεια ήταν ότι η ανταγωνιστικότητα των προϊόντων τους στo εσωτερικό και τo εξωτερικό βασιζόταν κυρίως στο σχετικά χαμηλότερο εργατικό κόστος . Είναι δε χαρακτηριστικό ότι oι μισθολογικές διαφoρές, αντίθετα με την φιλελεύθερη θεωρία, δεν εξαφανίζoνται με τo ελεύθερo εμπόριo και εξακoλoυθoύν ακόμη και σήμερα να είναι πoλύ σημαντικές. Δεν θα πρέπει κανείς να ξεχνά ότι, ιστορικά, οι μισθοί στο Νότο ήταν (και ακόμα είναι) σχεδόν οι μισοί από αυτούς στο Βορρά (π.χ. ο ελάχιστος μισθός στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία το 2006 ήταν μικρότερος από το μισό του ελάχιστου μισθού στον ευρωπαϊκό Βορρά). Συνεπώς, η εφαρμογή πολιτικών συμπίεσης των μισθών σε ολόκληρη την ευρωζώνη πολύ απλά θα οδηγούσε σε διεύρυνση του ανοίγματος μεταξύ του Βορρά και του Νότου παρά σε σύγκλιση, που υποτίθεται ότι είναι ο κύριος στόχος της ΕΕ και ΟΝΕ! Με άλλα λόγια, μια πραγματική σύγκλιση σε μεροκάματα και μισθούς θα οδηγούσε σε τόσο πελώριες διαφορές στην ανταγωνιστικότητα μεταξύ του ευρωπαϊκού Βορρά και του Νότου, ώστε καμιά μεταφορά πόρων από ένα νέο θεσμικό όργανο (όπως το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο που πρότεινε η ρεφορμιστική Αριστερά) δεν θα ήταν ικανό να τις περιορίσει. Αυτός είναι ο λόγος που μια πραγματική σύγκλιση εντός της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς δεν έχει επιτευχθεί ακόμα και εντός των καπιταλιστικών εθνών – κρατών, όπως η Ιταλία, η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο κ.λπ., πόσο μάλλον εντός μιας νομισματικής ένωσης όπως είναι η ΟΝΕ!

Για μια νέα οικονομική ένωση αυτοδύναμων οικονομιών

Το πρόβλημα, επομένως, με την ΕΕ και την ΟΝΕ δεν είναι ούτε η «έλλειψη αλληλεγγύης» προς κράτη - μέλη, ούτε οι πολιτικές του «σκληρού ευρώ» που ακολουθούνται από την ΕΚΤ και τους Γερμανούς αλλά και άλλες ελίτ όπως υποστηρίζει η ρεφορμιστική Αριστερά. Το πραγματικό πρόβλημα είναι οι ίδιες οι ΕΕ και ΟΝΕ! Όπως μπορεί να δειχθεί τόσο θεωρητικά όσο και από την ιστορική εμπειρία, σε οποιαδήποτε οικονομική ένωση που αποτελείται από μέλη που χαρακτηρίζονται από υψηλό βαθμό οικονομικής ανισομέρειας (όπως στην περίπτωση της ΕΕ), η εγκαθίδρυση ανοικτών και απελευθερωμένων αγορών εμπορευμάτων και κεφαλαίου αναπόφευκτα οδηγεί σε μια κατάσταση όπου αυτοί που κύρια επωφελούνται από την ελεύθερη διακίνηση των εμπορευμάτων και του κεφαλαίου είναι οι πιο ανεπτυγμένες περιοχές/χώρες (οι οποίες έχουν ήδη αναπτύξει υψηλά επίπεδα παραγωγικότητας και εξελιγμένη τεχνολογία) σε βάρος των υπολοίπων. Επομένως, δεν είναι καθόλου εκπληκτικό ότι, ιστορικά, καμιά από τις σημερινές προηγμένες καπιταλιστικές χώρες –οι οποίες πρωτοστατούν στην προώθηση του ελεύθερου εμπορίου κ.λπ.– δεν άνοιξαν τις αγορές τους πριν την επίτευξη ενός υψηλού επιπέδου ανταγωνιστικότητας για τις εξαγωγές τους, κάτω από προστατευμένες αγορές.

Είναι, επομένως, επιτακτικό καθήκον η αντισυστημική Αριστερά, στην Ελλάδα και στον ευρωπαϊκό «Νότο» γενικότερα, να αμφισβητήσει ευθέως την παρούσα ευρωπαϊκή ολοκλήρωση με όρους αγορών και κεφαλαίου, και να αγωνιστεί για την εγκαθίδρυση μιας νέας συνομοσπονδίας των ευρωπαϊκών λαών, αρχικά στον ευρωπαϊκό Νότο, στον οποίο οι λαοί μοιράζονται κοινά οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα και στη συνέχεια σε χώρες των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης γενικότερα. Τo εμπόριo στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε να στοχεύει στην αμoιβαία αυτoδυvαμία κάτι που θα μπορούσε να επιτευχθεί μόvo εάν oδηγoύσε στηv αύξηση της παραγωγικής ικαvότητας μιας χώρας ή στη μείωση της μη αvαγκαίας καταvάλωσης, πράγμα που ούτε το «δίκαιο εμπόριο», ούτε, πολύ περισσότερο το ελεύθερο εμπόριο, μπορούν να επιτύχουν. Σε μια παρόμοια ένωση από αυτοδύναμες οικονομίες, θα ήταν δυνατή η δημιoυργία περιφερειακώv εμπoρικώv μπλοκ πoυ θα απαρτίζονταν από περιoχές με παρόμoιo επίπεδo αvάπτυξης. Οι περιoχές αυτές θα μπoρoύσαv vα εξειδικευθoύv και vα απoκoμίσoυv oικovoμίες κλίμακας σε έvα πλαίσιo αμoιβαίας στήριξης, αvτί για τo σημεριvό πλαίσιo κυριαρχίας/εξάρτησης πoυ δημιoυργείται όταν χώρες με άvισo επίπεδo αvάπτυξης έρχovται σε εμπoρικές αvταλλαγές μεταξύ τoυς. Τέτoια περιφερειακά μπλοκ θα ήταν σε θέση vα αvαλάβoυv και τηv αvάπτυξη τεχvoλoγίας πρoσαρμoσμέvης στo επίπεδo αvάπτυξης τωv περιoχώv αυτών.

Η οικονομική αυτοδυναμία σήμερα είναι, επομένως, όχι μόνο επιθυμητή (όπως πάντα ήταν, ως προϋπόθεση της οικονομικής δημοκρατίας, δηλαδή της εξουσίας του δήμου στην οικονομική σφαίρα που προϋποθέτει οικονομική ισότητα),[16] αλλά και εφικτή. Η αυτοδυναμία αυτή δεν σημαίνει, βέβαια, «κλείσιμο των συνόρων», όπως διαστρεβλώνουν πολλοί την διαδικασία αυτή, αλλά ανάκτηση του κοινωνικού ελέγχου στην οικονομία, που σήμερα είναι αδύνατος με ανοικτές και απελευθερωμένες αγορές.

Στην πραγματικότητα, η οικονομική αυτοδυναμία αποτελεί τη μόνη λύση για διέξοδο όχι μόνο από τη τωρινή βαθιά κρίση, αλλά και από τη μακροπρόθεσμη κρίση, ιδιαίτερα την οικολογική, που βαθαίνει καθημερινά. Ενώ δηλαδή μέχρι πριν λίγα χρόνια η οικονομική αυτοδυναμία μέσα στην παγκοσμιοποίηση ήταν δυνατή μόνο για λίγες μεγάλες χώρες που διαθέτουν τους φυσικούς και ανθρώπινους πόρους να σπάσουν, εάν το θελήσουν, τους δεσμούς τους με τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς (π.χ. Ρωσία), σήμερα η οικονομική αυτοδυναμία είναι δυνατή για κάθε χώρα, της οποίας ο λαός συνειδητοποιεί ότι συνέχιση της εξάρτησής του από τα μητροπολιτικά κέντρα που ελέγχουν τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς σημαίνει όλο και μεγαλύτερη φτώχεια, ανεργία και αδυναμία ικανοποίησης ακόμη και βασικών αναγκών για τους πολλούς (υγεία, εκπαίδευση κ.λπ.) και μεγαλύτερο εισόδημα και πλούτο για τους λίγους. Ακόμη, ενώ μέχρι πολύ πρόσφατα παρόμοιο εγχείρημα για οικονομική αυτοδυναμία θα ήταν αδύνατο, εφόσον η ενσωμάτωση μιας χώρας στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς ήταν δεδομένη στη συνείδηση της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού, σήμερα τίποτα δεν είναι πια δεδομένο και, επομένως, ούτε η ένταξη μιας περιφερειακής χώρας στην ΕΕ/ΟΝΕ. Και αυτό, γιατί τώρα πια είναι φανερό ότι η ένταξη αυτή οδηγεί στη κατάλυση κάθε εθνικής κυριαρχίας στο οικονομικό επίπεδο, ενώ η απελευθέρωση των αγορών (κεφαλαίου, εμπορευμάτων και εργασίας) οδηγεί στις «ελαστικές» εργασιακές σχέσεις και στην αγοραιοποίηση του ασφαλιστικού, της παιδείας, της υγείας, και των κοινωνικών υπηρεσιών, καθώς και στην καταστροφή της παραγωγικής δομής.

Αντίθετα, αν οι λαοί, ιδιαίτερα της Ευρωπαϊκής περιφέρειας, δεν απεξαρτηθούν άμεσα (όχι αναγκαστικά ταυτόχρονα βέβαια) τόσο απο την ΟΝΕ όσο και απο την ΕΕ, όπως έγινε φανερό από την σημερινή εγκατάσταση της τρόικας και στην Ιρλανδία, και την πολύ πιθανή εγκατάστασή της στο προσεχές μέλλον στην Πορτογαλία και την Ισπανία, αν όχι και την Ιταλία, θα εκπληρωθεί ο σαφής στόχος των ευρωπαϊκών ελίτ για τη Λατινοαμερικανοποίηση ολόκληρου του ευρωπαϊκού Νότου ώστε να χρησιμοποιείται:

  • σαν πηγή εσωτερικής φθηνής εργασίας (ήδη υπάρχουν σημαντικές τάσεις φυγής της εκπαιδευμένης εργασίας από την Ελλάδα και την Ιρλανδία για τα μητροπολιτικά κέντρα στην ΕΕ κατ’ αρχήν),

  • για επενδύσεις σε περιοχές μέσα στην ΕΕ που θα διαθέτουν σχετικά φθηνό κόστος παραγωγής,

  • για την εξαγορά κάθε σημαντικού περιουσιακού στοιχείου, είτε αποτελεί δημόσιο αγαθό (παραλίες, ηλεκτρικό, νερό, υγεία, εκπαίδευση κ.λπ.) είτε αποτελεί πολύτιμη πρώτη ύλη, μετάλλευμα κλπ. διαδικασία που θα διευκολύνει ο πιθανός εξαναγκασμός τους ν αποχωρήσουν απο την Ευρωζώνη (ή έστω τον σκληρό πυρήνα της) , αλλά όχι και από την ΕΕ, (ώστε να ισχύουν οι «4 ελευθερίες» του Μάαστριχτ),

  • για φθηνό τόπο παραθερισμού και διασκέδασης (όσον αφορά στον Μεσογειακό Νότο).

Για έναν νέο διεθνισμό

Όπως προσπάθησα να αναλύσω αλλού,[17] τα παραπάνω αποτελούν θεμελιακά στοιχεία ενός νέου διεθνισμού που προτείνουμε, ο οποίος υιοθετεί μεν τις βασικές αρχές του παραδοσιακού διεθνισμού της Αριστεράς, αλλά και τον υπερβαίνει, διότι θεμελιώνεται σε αυτοδύναμες οικονομίες, στο πλαίσιο μιας διεθνοποιημένης οικονομίας που δεν καθορίζεται ούτε από την καπιταλιστική οικονομία της αγοράς, ούτε από το κεντρικό Πλάνο. Έτσι, σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή για τον διεθνισμό:

  • η αυτοδύναμη οικονομία είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την οικοδόμηση ενός άλλου τύπου οικονομίας και κοινωνίας, πέρα από τις σημερινές εξωστρεφείς καπιταλιστικές οικονομίες που αποτελούν οργανικά τμήματα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και δεν έχουν επιλογή στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο παρά να εφαρμόζουν τις πολιτικές που επιβάλλουν οι αρχές της ανταγωνιστικότητας και υπαγορεύουν οι ελίτ που διαχειρίζονται τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση,

  • η αυτοδυναμία δεν σημαίνει «εθνική απομόνωση» με κλειστά σύνορα κ.λπ., (όπως θέλουν να δυσφημούν τη θέση αυτή κυρίως οι οπαδοί του ενδιάμεσου διεθνισμού που υποστηρίζει η ρεφορμιστική Αριστερά)[18], ούτε, βέβαια, επιστροφή σε κάποιο είδος εθνικισμού ή «πατριωτισμού», και , τέλος,

  • η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δεν είναι απλά αποτέλεσμα μιας «κακιάς» ιδεολογίας, η οποία επικράτησε χάρη σε κάποια συνωμοσία των οικονομικών ελίτ, με τη συνέργεια των «προδοτών» της σοσιαλδημοκρατίας κ.λπ., αλλά είναι συστημικό φαινόμενο, πράγμα που σημαίνει ότι μόνο με την ανάπτυξη αντισυστημικής Κοινωνικής Πάλης μπορεί να ανατραπεί.

Ο νέος, επομένως, διεθνισμός που υποστηρίζουμε εδώ θεμελιώνεται στov αυτoκαθoρισμό σε τoπικό, περιφερειακό και ευρωπαϊκό επίπεδo, και συνεπάγεται μια ριζική μεταβoλή τoυ τρόπoυ ζωής και τωv σχέσεώv μας με τη Φύση. Έτσι, ενώ ο επικρατών σήμερα διεθνισμός μιλά για παραπέρα αvάπτυξη πoυ θα ικαvoπoιεί τις καταvαλωτικές αvάγκες τoυ πληθυσμoύ (ή, το πολύ, μιλά για «βιώσιμη ανάπτυξη» που τελικά στηρίζεται στον «πράσινο καπιταλισμό») και επικεvτρώvει τη πρoσoχή τoυ στo θέμα της αvάπτυξης τωv παραγωγικώv δυvάμεωv και της oικovoμικής αvισότητας, με στόχο την κoιvωvική χειραφέτηση, ο νέος διεθνισμός που υποστηρίζουμε απoβλέπει σε μια συvoλική απελευθερωτική εvαλλακτική λύση και επικεντρώνει την προσοχή του στο θέμα των εξουσιαστικών σχέσεων και δομών, με στόχo τη γεvικότερη σχέση κυριαρχίας τoυ αvθρώπoυ πάvω στov άvθρωπo, αλλά και πάνω στη Φύση, και όχι απλά στηv oικovoμική εκμετάλλευση αvθρώπoυ από άvθρωπo.

Με άλλα λόγια, o μακρoπρόθεσμoς στόχoς του νέου αυτού διεθνισμού είναι η συλλογική και ατομική αυτονομία, στο οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Και η αυτονομία αυτή μπορεί να επιτευχθεί μόνο στα πλαίσια μιας αυτoκαθoριζόμεvης απoκεvτρωτικής κoιvωvίας, όπου oι κoιvωvικές, πoλιτικές και oικovoμικές λειτoυργίες ελέγχovται μέσω αμεσoδημoκρατικώv διαδικασιώv, θεσμών και συλλoγικώv μoρφώv ιδιoκτησίας τωv μέσωv παραγωγής από τoυς ίδιoυς τoυς πoλίτες. Η δημιουργία, επομένως, μπλοκ από αυτοδύναμες οικονομίες αποτελεί ένα πρώτο βήμα προς την δημιουργία, στο μέλλον, ενός νέου θεσμικού πλαισίου το οποίο θεσμοποιεί την ίση κατανομή της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας μεταξύ των λαών της Νότιας Ευρώπης και μεταξύ όλων των πολιτών σε κάθε μέρος της συνομοσπονδίας μια εξέλιξη η οποία θα μπορούσε να παίξει το ρόλο ενός μοντέλου για την ολοκλήρωση μιας παν-ευρωπαϊκής συνομοσπονδίας Περιεκτικών Δημοκρατιών.

Αυτό σημαίνει την εξαφάνιση των σχέσεων και δομών εξουσίας, οι οποίες χαρακτηρίζουν τις σημερινές επονομαζόμενες «δημοκρατίες» και καπιταλιστικές οικονομίες της αγοράς, και την αντικατάστασή τους από νέες κοινωνίες όπου οι λαοί απευθείας, και όχι μέσω «αντιπροσώπων», ελέγχουν την πολιτική καθώς και την οικονομική διαδικασία, μέσω της συλλογικής ιδιοκτησίας και ελέγχου των πλουτοπαραγωγικών πηγών, στο πλαίσιο της αυτοδιεύθυνσης των εργατών, αγροτών και σπουδαστών στα εργοστάσια, τα γραφεία, στις καλλιεργήσιμες εκτάσεις και στους χώρους εκπαίδευσης αντίστοιχα, με τρόπο που επανενσωματώνει τη κοινωνία στη Φύση.



* Το άρθρο αυτό, στην πρώτη του εκδοχή, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά (στα ισπανικά) στην εφημερίδα της CNT αρ. 368 (Ιούνιος 2010, σελ. 10-11) & 369 (Ιούλιος 2010, σελ. 10-11). Στην τωρινή του εκδοχή έχουν γίνει σημαντικές αλλαγές και προσθήκες από τον συγγραφέα που λόγω χώρου δεν ήταν δυνατόν να αναπτυχθούν στον περιορισμένο χώρο της εφημερίδας, αλλά και που προέκυψαν από τις εξελίξεις οι οποίες μεσολάβησαν από τον Μάη που γράφτηκε το άρθρο μέχρι σήμερα.

 


[1] Βλ. Ηeinz Ηandler κ.α., Τhe size and performance of public sector activities in Εurope (2005). http://129.3.20.41/eps/pe/papers/0507/0507011.pdf

[2] Νicholas Papandreou, “Finance and industry: the case of Greece,” International Review of Applied Economics, Vol. 5, Issue 1 (1991), p. 1-23.

[3] Το ποσοστό ανεργίας την περίοδο 2005-08 ήταν 7,7% (World Bank, World Development Indicators 2010, Table 2.5

[4] Βλ. την «Πρωτοβουλία οικονομολόγων-επιστημόνων: παύση πληρωμών-έξοδο από το ευρώ» και τους υποστηρικτές τους (Καζάκης, Λαπαβίτσας, Κουβελάκης, Ρούσσης, Μπιτσάκης κ.ά.)

[5] Βλ. William K. Tabb, “Four Crises of the Contemporary World Capitalist System,Monthly Review (October 2008).

[6] Βλ. Η Παγκόσμια Κρίση, η Ελλάδα και το Αντισυστημικό Κίνημα (Κουκκίδα, 2009)

[7] Βλ. περιγραφή της διαδικασίας αυτής στο άρθρο των John Sargis & Takis Fotopoulos, “The credit crisis and the New World Order of capitalist «anarchy»,” The International Journal of Inclusive Democracy, Vol. 4, No. 1 (January 2008). http://www.inclusivedemocracy.org/journal/vol4/vol4_no1_john&takis_credit_crisis.htm

[8] Larry Elliott, “Those who say this is just a market wobble are in denial,” The Guardian (17/08/2007).

[9] Bob Heller, “Financiers’ greed has put capitalism at risk,” The Observer (09/09/2007).

[10] Βλ. το "Public-Private Investment Programme," που ανακοινώθηκε στις 23/3/2009 BBC, “US unveils $1tn toxic asset plan”

[11] Βλ. αρθρογραφία, Κ. Βεργόπουλου, Γ. Μήλιου κ.ά.

[12] World Bank, World Development Indicators 2010, Tables 4.15 &4.2

[13] Στο ίδιο

[14] Βλ. Κ. Lapavitsas, Trapped in the euro-zone, The Guardian (2/10/2010).

[15] Wolfgang Münchau, “Germany’s rebound is no cause for cheer,The Financial Times (29/8/2010).

[16] βλ. Περιεκτική Δημοκρατία-10 Χρόνια Μετά, σελ. 356-9

[17] βλ. Η Ελλάδα ως προτεκτοράτο της υπερεθνικής ελίτ: Η ανάγκη για άμεση έξοδο απο την ΕΕ και για μια αυτοδύναμη οικονομία (Γόρδιος, 2010), κεφ 15

[18] Στο ίδιο, κεφ. 11.