Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 18-19  (Φθινόπωρο 2008 - Άνοιξη 2009)


 

Απελευθερωτική Εκπαίδευση

 

JOHN SARGIS

 

Η απελευθερωτική εκπαίδευση είναι μια εσκεμμένη προσπάθεια να προκαλέσει τον μαθητή να αμφισβητήσει τις δεδομένες αξίες, ιδέες, κανόνες, πεποιθήσεις κ.λπ. των εμπειριών του, οι οποίες συνιστούν το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα. Ο χώρος που ανοίγεται μέσω αυτής της εκπαιδευτικής δράσης αποτελεί μια ρήξη με όλα όσα θεωρούνται δεδομένα. Αυτή η αλλαγή δεν αποτελεί ούτε απλη στροφή, ούτε παρέκκλιση, αλλά μόνιμη ρήξη. Για να προσδώσουμε νόημα στη νέα πραγματικότητα της ελευθερίας και της αυτονομίας, είναι απαραίτητη η κριτική εξέταση και η συνακόλουθη απόρριψη αυτών των αναμφισβήτητων αντιλήψεων. Η πραγματική μάθηση μεταμορφώνει τον μαθητή στον οποίο επέρχεται μια γνωστική αλλαγή, δηλαδή, τον μετατρέπει απο θεατή σε ένα εναλλακτικά σκεπτόμενο και δρον άτομο. Οι προηγούμενες αξίες απορρίπτονται με το να μην επιτρέπουμε στις προκαθορισμένες αρχές τους για την ηθική ζωή του ατόμου και της κοινωνίας, που τροφοδοτούν τη λαθεμένη συνειδητοποίηση, να έχουν οποιαδήποτε επιρροή. Το να εκπαιδευόμαστε με στόχο την αυτονομία του ατόμου σημαίνει να ειμαστε υπεύθυνοι, να αυτο-οργανωνόμαστε και να συμπεριφερόμαστε σύμφωνα με αυθεντικά επιλεγμένες αξίες και κανόνες, να πραγματοποιούμε τις επιδιώξεις και τις επιθυμίες μας με βάση την ιστορία μας. Το αυτόνομο άτομο κατανοεί και ανασκευάζει τονκατά τα άλλα αντικειμενικό κόσμο που του παρουσιάζεται, με ελεύθερο και αυθεντικό τρόπο. Επομένως, το αυτόνομο άτομο δεν μπορεί να χειραγωγηθεί σε θολές κρίσεις, αλλά επιδιώκει τη ρήξη με τα στερεότυπα που του κληροδοτεί η εμπειρία. Η αυτονομία εμφανίζεται μέσω της αμοιβαιότητας και του σεβασμού.

Ένα καθημερινό παράδειγμα σε όλο τον κόσμο είναι το πώς διδάσκεται κανείς να δένει τα παπούτσια του. Το αρχικό δεδομένο για το μαθητή είναι ότι πάντα κάποιος άλλος του δένει τα κορδόνια των παπουτσιών, χωρίς να νοείται γι’ αυτόν κάποια άλλη λύση. Ωστόσο, κάποια στιγμή έρχεται η μέρα που (ο γονιός) δίνει στο πεντάχρονο παιδί του τα παπούτσια του με λυμένα κορδόνια με σκοπό να το διδάξει πώς να τα δένει. Το παιδί τώρα έρχεται αντιμέτωπο με μια νέα εμπειρία που το προκαλεί να λύσει το πρόβλημα. Η πρότερη εμπειρία του δεν του προσφέρει όμως τη λύση στο πρόβλημα που αντιμετωπίζει. Εφαρμόζοντας μερικές μιμητικές κινήσεις και αποκτώντας δεξιότητες που απαιτούν μια ανασκευή της πραγματικότητας σε σχέση με το χειρισμό των κορδονιών, η αποστολή τελικά ολοκληρώνεται ο κόμπος δένεται. Το παιδί δεν θα επιστρέψει ποτέ στο σύστημα αξιών της προηγούμενης πραγματικότητας. Το παιδί τώρα γνωρίζει αυτό που προηγουμένως δεν γνώριζε. Στην εμπειρία του παιδιού συνέβη μια σκόπιμη ρήξη προκαλώντας το παιδί να χρησιμοποιήσει τις διανοητικές (γνωστικές) και ψυχοκινητικές ικανότητές του προκειμένου να λύσει το πρόβλημα. Το παιδί τώρα μπορεί να επιλέξει να είναι μαθητευόμενος αντί για ενα παθητικό άτομο με κάποια ανακλαστικά.

Η εφηβεία είναι η κατάλληλη ηλικία για να αρχίσει η εκπαίδευση με σκοπό την ελευθερία και την ισότητα, δηλαδή την αυτονομία. Ο λόγος είναι ότι η εφηβεία είναι η χρονική περίοδος, όπου οι νέοι άνθρωποι αρχίζουν να σχηματίζουν τις δικές τους ιδέες (την προσωπικότητά τους) για την κοινωνία, την κοινότητα, την ελευθερία, την εργασία, την ισότητα, τη δικαιοσύνη κ.λπ. στην κοινωνική οργάνωση. Οι έφηβοι δεν είναι πλέον προσκολλημένοι στην παιδική ηλικία, της οποίας η λογική εφαρμόζεται μόνο σε συγκεκριμένα και ελεγχόμενα αντικείμενα. Οι έφηβοι είναι ανοιχτοί σε πιο αφηρημένες ιδέες και δομές σκέψης που απαιτούνται κατά την ανάλυση εννοιών όπως η κοινωνική δικαιοσύνη, οι πολιτικές υποχρεώσεις, η φτώχεια, η ανισότητα κ.λπ. και μπορούν να κρίνουν για τον εαυτό τους ισότιμα με έναν ενήλικα. Οι έφηβοι έχουν την ικανότητα να έρθουν σε επαφή με την κριτική εμπειρίαδεδομένου ότι αυτή συνδέεται με τον τρόπο που τόσο αυτοί, όσο και τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας την αντιλαμβάνονται με τους τρόπους που χρησιμοποιείται η γλώσσα, και με τον τρόπο που δρούμε στον κόσμο αντιλαμβανόμενοι την εξουσία, δηλαδή, τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνονται οι αποφάσεις στους κοινωνικούς θεσμούς, στους χώρους εργασίας, στα σχολεία και στα νοικοκυριά. Ο έφηβος μετακινείται πιο πρόθυμα από την τάξη των καταπιεστών στην πλευρά των καταπιεζόμενων, σε μια έκρηξη αμφισβήτησης και κριτικής. Όπως τόνισε η Hannah Arendt, «οι άνθρωποι καθιερώνουν τους εαυτούς τους ως όντα αμφισβήτησης κάνοντας ερωτήσεις που περικλείουν νόημα».

Εκείνο που πρέπει να κατανοήσουν οι εκπαιδευτές είναι ότι, στην εκπαιδευτική πραξη, η αντιληπτική σύνθεση που απαιτείται για να λάβει χώρα οποιαδήποτε μάθηση, πρέπει να πραγματοποιείται από το μαθητή σε ένα περιβάλλον ελεύθερο από καταπιεστικές και εξουσιαστικές αξίες, από πεποιθήσεις και ηθικές του κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος. Εάν κάθε στιγμή οι σκέψεις και οι αρχές βασίζονται σε εξωτερική αιτιολόγηση (δάσκαλος), τότε οι εξηγήσεις που δίδονται από το δάσκαλο ή τον ίδιο τον μαθητή ακυρώνονται, επειδή εκείνη που καθορίζει τα πράγματα, τις αλήθειες, τις αξίες κ.λπ. είναι η συνειδητοποίηση. Τη στιγμή που καταλαβαίνουμε τον τρόπο με τον οποίο η συνειδητοποίηση καθορίζει τα πράγματα, τις αλήθειες, τις αξίες κ.λπ. πρέπει να υποστηρίξουμε τις διεργασίες της γνώσης και της δράσης προκειμένου να τις συνδέσουμε με περισσότερο ποιοτικές εμπειρίες που μετασχηματίζουν την κοινωνία ή, αλλιώς, να πάρουμε το ρίσκο να επιστρέψουμε στα αμφισβητούμενα, ελαττωματικά αξιώματα των δασκάλων, των ιερωμένων, των μπάτσων, των γονέων, των ειδικών, των παιδαγωγών κ.λπ., χωρίς να γνωρίζουμε που μας πηγαίνουν ή από που αυτά έχουν προέλθει. Δεν είναι θέμα αναγωγής της ανθρώπινης γνώσης στις αισθήσεις, αλλά να χρησιμοποιούμε τη γνώση για να αποκαλύψουμε αυτές τις αξίες, τα πιστεύω και τις ηθικές που μας κρατούν δέσμιους με το Σύστημα. Όταν παίρνουμε το Σύστημα ως δεδομένο, ξεχναμε τη σκέψη και χάνουμε την ορμή για μάθηση. Όταν ο μαθητής συναινεί να συμπορευτεί με το Σύστημα, τότε ενδίδει στη μυθοποίηση και στηρίζει την παραπληροφόρηση που προκαλεί η δίχως αμφισβήτηση προσκόλληση στις αξίες. Ο μαθητής τότε στερείται του αυθορμητισμού, του αυτοκαθορισμού και της αυτονομίας. Ο στόχος της εκπαιδευτικής πράξης είναι να ωθήσει την επανεμφάνιση της αυτονομίας έναντι του κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος. Οι προκαταλήψεις εμφανίζονται ως μη αμφισβητούμενες αξίες, πεποιθήσεις, ηθικές κ.λπ. Αυτή η εμβάθυνση φανερώνει τους δεσμούς που αποσαφηνίζουν την αρχική πηγή όλων των νοημάτων –την αυτονομία.

Το ίδιο ριζοσπαστικές ρήξεις με τις δεδομένες ιεραρχικές αξίες και το δήθεν αναπόφευκτο της σημερινής οργάνωσης της κοινωνίας απαιτεί η αλλαγή της κοινωνίας. Αλλά, όχι λιγότερο σημαντικά, συνεπάγεται την πράξη –την κριτική σκέψη και δράση όσον αφορά μια κατάσταση που τη μοιράζονται πολλοί άνθρωποι με κοινά συμφέροντα και ανάγκες. Η σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία είναι οργανωμένη ετερόνομα γύρω από αυταρχικές/καταπιεστικές αξίες που είναι συμβατές με την οικονομία της αγοράς και με την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» (το «Σύστημα») ως βασικές συνιστώσες και δυνάμεις του κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος. Η ρήξη με αυτές τις προκαθορισμένες αξίες συνεπάγεται την απόρριψή τους ως κοινότοπες, ομογενοποιημένες και παραπλανητικές πηγές κουλτούρας και θεσμών, πάνω στις οποίες στηρίζεται η καθημερινή ζωή. Ωστόσο, για να υπάρχουμε αυτόνομα ως ομάδα αυτοδιευθυνόμενων, αυτοδύναμων ανθρώπων, ενσωματωμένων με την κοινωνία και τη φύση, πρέπει να θέσουμε υπό ριζοσπαστική, συλλογική αμφισβήτηση τη νομιμότητα και μονιμότητα του κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος. Στόχος είναι να εντοπίσουμε νεοεμφανιζόμενες ανάγκες που αντιστέκονται σε συμπεριφορές, ικανότητες, πεποιθήσεις και αξίες που υποδηλώνουν υποταγή και σεβασμό προς την εξουσία προκειμένου η καταναλωτική κοινωνία να είναι επιτυχημένη. Προκειμένου να καταργήσουμε, να καταρρίψουμε και να αντικαταστήσουμε τις σημερινές αξίες που παράγουν κοινωνικούς ρόλους που προωθούνται από την οικονομία της αγοράς και την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία», τα σχολεία πρέπει να βοηθούν τους μαθητές να εντοπίσουν τις καταπιεστικές οργανώσεις ώστε να έλθουν σε επαφή με τον αγώνα για την αλλαγή της κοινωνίας. Οι αξίες της καταναλωτικής κοινωνίας θεωρούν δεδομένη μια συγκεκριμένη αντίληψη της φύσης και της ανθρώπινης φύσης, η οποία δικαιολογεί τον τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας. Από τη μία, το Σύστημα χρειάζεται άτομα που είναι ελαστικά και παθητικά, δηλαδή εκείνους που υποστηρίζουν και αναπαράγουν αξίες συνεπείς με την αναπαραγωγη του Σύστηματος, αλλά, επιπλέον, δεν αμφισβητούν, δεν βγάζουν συμπεράσματα, δεν κάνουν προτάσεις, δεν επιχειρηματολογούν, δηλαδή δεν είναι ικανοί να σκέπτονται πέρα από την κενολογία και πεισματικά αντιστέκονται στην κριτική σκέψη και εμπειρία, ενώ είναι τυποποιημένοι καταναλωτές, οι οποίοι δεν μπορούν να μετέχουν σε διαβουλεύσεις με στόχο τη λήψη αποφάσεων. Δεν προκαλεί έκπληξη ότι οι κοινωνίες μας αποτυγχάνουν –αφού οι κοινωνικοί θεσμοί δεν βασίζονται στην ελευθερία και την ισότητα. Υπάρχει τρόπος –που αποτελεί και επιτακτική ανάγκη—να εκπαιδεύουμε με στόχο την αυτονομία, θέτοντας σε αμφισβήτηση την υπακοή και το σεβασμό στην κοινωνία και τους θεσμούς της εξουσίας. Αν οι δάσκαλοι άρχιζαν να υλοποιούν μια απελευθερωτική εκπαίδευση όσον αφορά όχι μόνο τα αντικείμενά τους, αλλά αμφισβητώντας και τις αξίες του κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος, θα μπορούσαν να διαχωρίσουν τους εαυτούς τους πραγματοποιώντας μια ρήξη με αυτό. Όταν συμφωνούμε ή συναινούμε να συμβαδίσουμε με το Σύστημα, ενδίδουμε στη μυθοποίηση και στη στήριξη της παραπληροφόρησης την οποία δημιουργεί η δίχως αμφισβήτηση προσκόλληση στις αξίες. Οι άνθρωποι υπόκεινται σε κάθε είδους «καθορισμό» (conditioning) καθώς, όπως γνωρίζετε, η προπαγανδιστική μηχανή διαβρώνει την κοινωνία. Ο Satre έχει τονίσει ότι μόνο όταν κατορθώσουμε να «συλλάβουμε μια διαφορετική πραγματικότητα σύμφωνα με την οποία τα πράγματα θα είναι καλύτερα για όλους» αντιλαμβανόμαστε την βαρβαρότητα της δικής μας πραγματικότητας και το πόσο αβάστακτη είναι. Τότε είναι που μια κοινωνία μπορεί να αρχίσει να μετασχηματίζεται. Οφείλουμε να αναπτύξουμε σε διάφορα επίπεδα το πρόταγμα της ΠΔ για να αλλάξουμε αυτές τις συνθήκες και να αναπλάσουμε το δημόσιο χώρο. Στο πρόγραμμα μαθημάτων μπορεί να συμπεριληφθεί η εκπαίδευση με σκοπό την αυτονομία, αλλά ο δάσκαλος καθώς και οι μαθητές πρέπει να επιλέξουν την ανατρεπτικότητα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο δάσκαλος είναι τόσο σημαντικός, επειδή αυτός που αποφασίζει να σκέφτεται για την ανθρώπινη φύση, καθορίζει το πώς θα κατευθύνει τις δυνατότητες του μαθητή. Προκειμένου να εγκαθιδρυθεί η δημοκρατική ηθική είναι απαραίτητο να απορρίψουμε το σημερινό τρόπο σκέψης όσον αφορά το τι σημαίνει να είναι κανείς άνθρωπος ή ποια η ανθρώπινη φύση.

Από τη σκοπιά της ΠΔ, οι ελίτ της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» έχουν συγκεντρώσει την εξουσία της λήψης των αποφάσεων, γεγονός που εξαφανίζει τη δημοκρατική κατανομή της εξουσίας σε όλους τους τομείς της κοινωνίας, δηλαδή την ισοκατανομή οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής εξουσίας καθώς και την ισότητα στην οικολογική σφαίρα. Η διαδικασία λήψης των αποφάσεων εναπόκειται στους ολίγους που δεν συμφωνούν με τις αξίες μιας δίκαιης κοινωνίας που βασίζεται στην αδελφοσύνη, την ελευθερία και την ισότητα. Μια δίκαιη κοινωνία πρέπει να είναι αυτόνομη –μια αυτοδιευθυνόμενη κοινωνία όπου ο καθένας μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση οποιονδήποτε θεσμό, κάθε είδους εξουσία και να συμμετέχει μαζί με τους υπόλοιπους στον καθορισμό του μέλλοντός του.

Το σκεπτικό πίσω από τη μεταβατική στρατηγική της ΠΔ είναι ότι, καθώς η συστημική αλλαγή απαιτεί μια ρήξη με το παρελθόν, η οποία εκτείνεται τόσο στο θεσμικό όσο και στο πολιτισμικό επίπεδο, μια τέτοια ρήξη είναι μόνο δυνατή μέσω της ανάπτυξης μια νέας πολιτικής οργάνωσης και ενός νέου πολιτικού προγράμματος για συστημική αλλαγή, η οποία θα δημιουργήσει μια σαφή αντισυστημική συνειδητοποίηση σε μαζική κλίμακα.

Όπως τονίζει ο Τάκης, «Η Δημοκρατική Παιδεία χρειάζεται ένα νέου είδους ορθολογισμό, πέρα τόσο από τον αντικειμενικό ορθολογισμό που κληρονομήσαμε από το Διαφωτισμό και τον γενικευμένο σχετικισμό του μεταμοντερνισμού. Χρειαζόμαστε ένα δημοκρατικό ορθολογισμό, δηλαδή έναν ορθολογισμό που βασίζεται στη δημοκρατία, ως δομή και ως διαδικασία αυτοθέσμισης».