Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 18-19  (Φθινόπωρο 2008 - Άνοιξη 2009)


 

Οι Ουτοπίες και η Περιεκτική Δημοκρατία του Τάκη Φωτόπουλου ― δέκα χρόνια μετά*

printable version

ΤΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ

 

Ι. Μια σύγχρονη και κυρίαρχη «φιλοσοφία της ιστορίας» θεωρεί και πασχίζει να διαδώσει με όλα τα μέσα ότι δεν υπάρχει εναλλακτική διέξοδος στο σημερινό σύστημα κοινωνικής οργάνωσης και κυριαρχίας, ότι δηλαδή μια νέα μορφή οργάνωσης της κοινωνικής ζωής και της ελευθερίας, με ατομική και συλλογική αυτονομία και διαρκή αυτοθέσμιση, χωρίς καν κυριαρχία (όχι απλώς με άλλο μοντέλο κυριαρχίας)1, μια ρήξη επομένως με τη μονοδρομική ιστορική συνέχεια στο πλαίσιο της σημερινής ετερόνομης κοινωνίας δεν είναι νοητή, είναι δηλαδή, ουτοπική.

Και όμως σήμερα, την στιγμή που το σύστημα «δεν κινδυνεύει από κανένα φυσικό εχθρό» (παρόλο που φοβάται τον «άγνωστο εχθρό»), την στιγμή που τα δογματικά κόμματα της Αριστεράς (κομμουνιστικά, σοσιαλιστικά, σοσιαλδημοκρατικά) έχουν μουμιοποιηθεί και η γοητεία της παραδοσιακής κρατικιστικής (που «τελειοποιεί το κράτος αντί να το καταλύει», όπως έλεγε ο Μάρξ) επανάστασης δεν θέλγει πια (αφού οι επαναστάσεις φθείρονται εσωτερικά και εξωτερικά), αλλά και ταυτόχρονα είναι οφθαλμοφανές το έλλειμμα πολιτικο-φιλοσοφικής φαντασίας στην Αριστερά, σήμερα λοιπόν η ουτοπία (με την έννοια όχι απλώς ενός οράματος αλλά αυτού που μολονότι ενυπάρχει ως κοινωνική τάση δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί), παραφράζοντας όπως κάνει και ο Φ. Τζαίημσον2, την Μ. Θάτσερ, πρέπει να θεωρείται η μόνη εναλλακτική λύση με πολιτικά δυναμική προοπτική, που μια ολόκληρη γενιά της μετά την παγκοσμιοποίηση Αριστεράς φαίνεται έτοιμη να υιοθετήσει. Όλη η Δύση ειδικότερα, όπως γράφει ο Φ. Τζαίημσον, αδυνατεί να σκεφτεί την κατηγορία ενός μεγάλου συλλογικού σχεδίου με όρους κοινωνικού μετασχηματισμού και χειραφέτησης. Η δυτική διανόηση, προβάλλοντας μια ναρκισσευόμενη δυσθυμία, σκεπτικισμό, ανασφάλεια και απαισιοδοξία, αποφαίνεται για το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων. Τι μπορεί να γραφεί και να «πραχθεί» έπειτα απ’ όσα συνέβησαν και συμβαίνουν; Όπως γράφει ο Γ. Μερτίκας «οι στοχαστές που θα ήθελαν ν’ αντιταχθούν σ΄ αυτή την οπτική γωνία, εάν εκδηλώσουν ανοιχτά τις σκέψεις τους κινδυνεύουν να εξαφανισθούν σαν δεινόσαυροι, αφού μόνο η έλλειψη νοήματος έχει κάποιο νόημα για την ανέλιξη στο μεταμοντέρνο νεοπλουτισμό»3. Ταυτόχρονα χλευάζονται ως «φονταμενταλιστές» ή αποτελούν αντικείμενο ειρωνείας ή, στην καλύτερη περίπτωση, «ουτοπιστές» εάν εμμένουν στις ιδέες τους, τις πεποιθήσεις τους και τις αξίες τους διότι, όπως λέει o Zizek, τις παίρνουν στα σοβαρά, πιστεύουν δηλαδή και μάχονται γι΄ αυτές·είναι, παραφράζοντας τον Ε. Σαίντ, «εγκόσμιοι ουτοπιστές». Φυσικά στο πεδίο που «παίζει» και «ολοκληρώνεται» το σύστημα, δηλαδή στο πεδίο της οικονομίας της αγοράς και της διαρκούς μεγέθυνσης, του ανταγωνισμού, της κερδοσκοπίας, της μικρής ή μεγάλης εξουσίας και βίας και του μικρού ή μεγάλου συμφέροντος, εκεί δεν υπάρχει κοινωνικά ορθολογικό νόημα (μολονότι βέβαια αυτό δεν ισχύει γι’ αυτούς που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς και της ανάπτυξης), όπως προαναφέρθηκε. Υπάρχει πράγματι μεγαλύτερη ουτοπία από ένα σύστημα το οποίο βασίζεται και λειτουργεί με μια «αξιωματική ταυτολογική λογική»; Ποιος μπορεί σοβαρά να πεισθεί ότι το σύστημα αυτό μπορεί να λειτουργεί έτσι όπως λειτουργεί αυτοαναφερόμενο, αυτονομιμοποιούμενο, αυτοδικαιολογούμενο και αυτοαναπαραγόμενο δια της (παγκοσμιοποιημένης πλέον) βίας και καταστολής, αδιαφορώντας για τον άνθρωπο, τα οικοσυστήματα, την βιόσφαιρα; Ποιος δεν θεωρεί, κατά βάθος, ότι το σύστημα αυτό είναι «ξένο σώμα» και «κανείς δεν του έχει εμπιστοσύνη»; Υπάρχει, τέλος, μεγαλύτερη ουτοπία από το ότι το σύστημα αυτό προσπαθεί να μας πείσει (και να μας επιβάλει), με οποιοδήποτε τρόπο και μέσο, ότι η ακολουθούμενη πορεία είναι αναγκαστική και μη αναστρέψιμη και ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση»;

ΙΙ. Απ’ αυτήν την άποψη, η Περιεκτική Δημοκρατία του Τ. Φωτόπουλου, εάν, σύμφωνα με τα παραπάνω, ειδωθεί με τις «αξίες», τους «(μη) στόχους» και τους όρους του ισχύοντος συστήματος της οικονομίας της αγοράς και της διαρκούς μεγέθυνσης και της μικροπολιτικής εκλογοκεντρικής και «συναλλακτικής» αντιπροσωπευτικής τηλε-«δημοκρατίας» που βασίζεται στην ανισοκατανομή της δύναμης σε όλα τα επίπεδα και στη χειραγώγηση των πολιτών, είναι μόνο «εξωτερικά» ουτοπική. Απεναντίας η Περιεκτική Δημοκρατία δεν είναι καθόλου ουτοπική «εσωτερικά», διότι όχι μόνο βασίζεται σε μια δυναμική που γεννά η επιθυμία και η ανάγκη/κρίση αλλά και βασίζεται σε υπάρχουσες κοινωνικές τάσεις για αυτοκαθορισμό όπως εκδηλώνονται, για παράδειγμα, μεταπολεμικά σε κάθε εξέγερση, από τον Μάη του '68 μέχρι την Αργεντινή του 2000, καθώς και στην ορθολογική και ιστορική ανάλυση και ερμηνεία από τη σκοπιά της αυτονομίας που υιοθετεί. Σε πείσμα δηλαδή προς την κομφορμιστική σχετικότητα και αποσπασματικότητα των μεταμοντέρνων, πρόκειται για ένα νέο οικουμενικό πολιτικό πρόταγμα που αναδεικνύει την αλληλόδραση-αλληλεξάρτηση των στοιχείων και δομών του νεωτερικου συστήματος που εγκαθιδρύθηκε τον 18ο αιώνα που είναι υπεύθυνα για την πολυδιάστατη και καθολική σημερινή κρίση, το οποίο αξιοποιεί και ενσωματώνει ό,τι προηγήθηκε σε ιδέες, παραδόσεις, αξίες, κινήματα, εξεγέρσεις, επαναστάσεις, κοινωνικά εναλλακτικά πειράματα.

Το σχέδιο του Τάκη Φωτόπουλου δεν είναι επομένως ένα Σαιν-Σιμονικό «οραματιστικό» πρόγραμμα μιας «βιομηχανικής» (όπως την ονόμαζε) κοινωνίας4 ή μια χίμαιρα που αποφεύγει ή αρνείται την πραγματικότητα, ούτε μια ουτοπία,5 αλλά ένα πολιτικό πρόγραμμα-πρόταγμα με προτάσεις για συνολικές λύσεις, το οποίο βασίζεται στη συστημική αιτιότητα και αποκρυπτογράφηση της υπάρχουσας πολύπλευρης–πολυδιάστατης κρίσης αλλά και των κοινωνικών τάσεων, από την σκοπιά της αυτονομίας, μέσα σ’ αυτήν την κρίση, ενώ ταυτόχρονα λαμβάνει υπόψη του τους περιορισμούς της σημερινής διεθνοποιημένης πραγματικότητας-κυριαρχίας.

Έτσι το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας είναι «ρεαλιστικό», και «αυθεντικό» και είναι ακόμα περισσότερο τέτοιο, στο βαθμό που δεν συνιστά ένα εκστατικό όνειρο αφηρημένων ιδεωδών6 αλλά «ενυπάρχει» στην πραγματικότητα, ως υπαρκτή κοινωνική τάση και δυναμική7, και ως ιστορική τάση απομάκρυνσης από τον κρατισμό. Με αυτή την έννοια το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας, κατά τον Φωτόπουλο, αποτελεί απλώς τη σημερινή θεωρητικοποίηση του ιστορικού προτάγματος της αυτονομίας, το οποίο στην ιστορική διαδρομή κονταροκτυπιόταν με το εναλλακτικό πρόταγμα της ετερονομίας (το οποίο ήταν και ιστορικά κυρίαρχο). Πέρα όμως από την περιοδική εμφάνιση του προτάγματος της αυτονομίας σε εξεγερσιακές στιγμές, υπάρχουν σήμερα και πληθαίνουν ανά τον κόσμο (ιδίως στο «νέο Βορρά» της Ευρώπης και στην Λ. Αμερική) συλλογικές πρακτικές – άτυπα μη πολιτικά (με την στενή έννοια) πειράματα αυτοδιαχείρισης8 (κινήματα πόλης, φτωχών, αστέγων, ανέργων, μεταναστών, κ.α) και εναλλακτικής (άτυπης ή δικτυακής) εναλλακτικής οικονομίας, ή και συνδυασμοί αυτών, που μπορούν, εάν αποτελεσουν οργανικό τμήμα ενός νέου μαζικού αντισυστημικού κινήματος, να ειδωθούν (ως και να αποτελέσουν) τη μαγιά και κάποια προεικάσματα για μικρές τοπικές προ-περιεκτικές δημοκρατίες σε συνοικίες, κοινότητες, δήμους, χωριά. Να αποτελέσουν με λίγα λόγια, αυτά τα πειράματα και οι πρακτικές, προ-πραγματικές εφαρμογές για μια νέα «υλική ορθολογικότητα» (κατά Βέμπερ) στο οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό και οικολογικό επίπεδο με στόχο μια Περιεκτική Δημοκρατία Ο Τάκης Φωτόπουλος «πολιτικοποιεί» και «ενοποιεί» αυτά τα κινήματα, τις κινήσεις και τα κοινωνικά εναλλακτικά πειράματα ―που επίσης αποτελούν εκφράσεις του προτάγματος της αυτονομίας― εντάσσοντάς τα σ’ ένα νέο πολιτικό αντισυστημικό σχέδιο–πρόταγμα ισοκατανομής της δύναμης σε όλα τα επίπεδα με στρατηγική και τακτική και με την δημιουργία νέων οικονομικών και πολιτικών αμεσοδημοκρατικών θεσμών, ένταξη που είναι προϋπόθεση για να μην εκφυλισθούν ή ενσωματωθούν στις δομές του ισχύοντος συστήματος .

Τα παραπάνω διαφοροποιούν το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας τόσο από την ουτοπίες της ανεύρετης επανάστασης και τις ουτοπίες της κρατικιστικής, συγκεντρωτικής και παραγωγιστικής-μεγεθυνσιακής Αριστεράς, όσο και από τις ουτοπίες της νέας ―δήθεν― μεταρρυθμιστικής Αριστεράς, που κινείται τεχνο-διαχειριστικά, μερικά και αποσπασματικά, έχοντας χάσει κάθε ελπίδα αλλαγής (και πως θα μπορούσε άραγε αντικειμενικά;) παίζοντας στο γήπεδο του συστήματος και της δεδομένης εξουσίας–κυριαρχίας .

ΙΙΙ. Έτσι, με βάση τα παραπάνω, παρόλο που οι «κλασσικές» ουτοπίες μπορεί να πέθαναν, το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας του Τάκη Φωτόπουλου «προεικονίζει» την ολοκλήρωση του ιστορικού προτάγματος της αυτονομίας. Η Περιεκτική Δημοκρατία δεν έχει σχέση με το πάθος και την «δυναμική του ανέφικτου και του αδύνατου» του Μάη του 68παρόλο που αυτός συνιστούσε μια αντισυστημική (υπό ευρεία έννοια) εξέγερση με αντιφατικά βέβαια στοιχεία9. Γι’ αυτό δεν είναι φορτισμένη με την αρνητικότητα και ανεδαφικότητα της τότε ουτοπίας (λέξη που ωστόσο δεν ήθελαν να χρησιμοποιούν οι πρωταγωνιστές του Μάη του 6810). Το αντισυστημικό πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας δεν είναι μια «ανέξοδη ρητορική» του «εδώ και τώρα αλλαγή» αλλά, μέσω μιας «εγκόσμιας κριτικής» (κατά τον επινοημένο όρο του Ε. Σαιντ), απαλλαγμένη από «αντικειμενισμούς», δογματισμό, υπερβατισμό και ανιστορισμό και τελικά αντιανθρωπισμό, μια εμπλουτισμένη ερμηνεία της πολύπλοκης πραγματικότητας και μια ρεαλιστική αποτίμηση που δείχνει την κατεύθυνση της αλλαγής11. Επί πλέον βασίζεται όπως ήδη αναφέρθηκε, στην άμεση ή έμμεση αμφισβήτηση της σημερινής κοινωνίας από μεγάλα κοινωνικά στρώματα. Με άλλα λόγια, ο Τάκης Φωτόπουλος ανιχνεύει και χαρτογραφεί τον «τόπο της ευ-τοπίας», χωρίς ίχνος, όπως γράφει ο ίδιος, «ουτοπισμού»12 ή χίμαιρας, ως ένα νέο αυτόνομο ατομικό και συλλογικό χώρο που τον αντιπαραθέτει στην πραγματική ουτοπία της ρεφορμιστικής Αριστεράς.

* To κείμενο αυτό αποτελεί εμπλουτισμένη και ελαφρώς αναδομημένη εκδοχή της εισήγησης του γράφοντος σε εκδήλωση στο βιβλιοπωλείο Ιανός την 23/5/2008 για την έκδοση Περιεκτική Δημοκρατία: δέκα χρόνια μετά (εκδ. Ελεύθερος τύπος, 2008), και για την έκδοση του βιβλίου Παγκοσμιοποιημένος Καπιταλισμός, έκλειψη της Αριστεράς και Περιεκτική Δημοκρατία, επιμ. St Best (Κουκίδα, 2008).

1 Μ. Λαμπρίδη, Η σύγκρουση με το νόμο ως έμπρακτη κριτική του δικαίου και το συναίσθημα της ενοχής, β’ έκδοση (Έρασμος, -Οι ιδέες 2, 2003), σ. 12. Βλ. επίσης για μια ριζοσπαστική θεώρηση του πολιτικού και της πολιτικής ως «δυνατότητας του αδύνατου» που δεν θα στοχεύει στην κυριαρχία, A. Badiou, Η πολιτική και η λογική του συμβάντος (εκδ. Πατάκης, 2008).

2 Φ. Τζαίημσον, Οι αρχαιολογίες του μέλλοντος. Η επιθυμία που λέγεται ουτοπία, Τ. Α’, (Τόπος, 2008).

3 Εφημ. Η Κυριακάτικη Αυγή (6/4/2008), σ. 36.

4 Βλ. A. Picon, Les Saint-Simoniens, raison, imaginaire et utopie (ed. Belin, Paris, 2002).

5 Η ουτοπία, από την επινόηση του More το 1516, είναι όρος διφορούμενος: αφενός σημαίνει ο μη τόπος (αυτό που δεν έχει τόπο, δεν υφίσταται εμπειρικά) κάτι το φανταστικό ή το ιδεατό, αφετέρου, και κατά συνέπεια μπορεί να σημαίνει και ο καλός τόπος (ευ-τοπία), η ουτοπία ως ιδανικό μέρος , πράγμα που συμπαρασύρει σ’ ένα «άλλο εφικτό κόσμο», στη μεταμόρφωση, όπως έλεγε ο Χ. Μαρκούζε (Το τέλος της ουτοπίας, 1967) «ενός κόσμου κόλαση στο αντίθετο».

6 Σύμφωνα με τους Χ. Μαρκούζε και Μ. Μπούκτσιν. Βλ. St. Best (επιμ.), Παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός, έκλειψη της αριστεράς και περιεκτική δημοκρατία (Εκδ. Κουκίδα, 2008), σ. 20.

7 St. Best οπ. παρ.

8 Ο St. Huston αναφέρει έξι τέτοια παραδείγματα τα οποία έκτοτε, τα τελευταία δέκα χρόνια δηλαδή, πληθαίνουν ή εμφανίζονται νέα στην Ευρώπη κα στην Λατινική Αμερική (Δημοκρατία και Φύση, τ. 1, σ. 171, ειδικ. σ. 173).

9 Τ. Φωτόπουλος, «Απομυθοποίηση του Μάη του ’68», εφημ. Ελευθεροτυπία (7/6/2008), σ. 8.

10 Ε. Βαρίκα, «Το ουτοπικό πλεόνασμα», εφημ. Η Κυριακάτική Αυγή – Ενθέματα (25/5/2008), σ. 38.

11 Θ. Βασιλείου, επίμετρο στο, I. Wallerstein, Ουτοπιστική ή αλλιώς Ιστορικές επιλογές για τον 21ο αιώνα, επιμέλεια-σημειώσεις-επίμετρο: Θ. Βασιλείου (Κέδρος, 2008), σ. 120.

12 Περιεκτική δημοκρατία: δέκα χρόνια μετά (Ελεύθερος τύπος, 2008), σ. 579.