Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 14, Δεκέμβριος 2006


 

Με αφορμή έναν βιασμό…

printable version

ΘΟΔΩΡΗΣ ΒΕΛΙΣΣΑΡΗΣ

 

 

Αν και η δημοσίευση αυτού του άρθρου θα θεωρηθεί πιθανώς «ανεπίκαιρη» απ’ αυτούς που ρυθμίζουν τα ρολόγια τους σε συμφωνία με τα κανιβαλικά δελτία ειδήσεων, νομίζουμε ότι ο βιασμός της Αμαρύνθου είναι ένα θέμα που ξεπερνά την επικαιρότητα και γίνεται αφορμή για να προβληματιστούμε για πολύ σημαντικά ζητήματα που σχετίζονται με το μέλλον μας, τόσο ως κοινωνία γενικότερα, όσο και ως αντισυστημική ελευθεριακή Αριστερά ειδικότερα.

 

Δεν μας ενδιαφέρει η ακριβής μορφή που πήρε ο βιασμός, αν ήταν δηλαδή μόνο ψυχολογικός ή —όπως φαίνεται πιθανότερο— και σωματικός και αρνούμαστε να αναπαραγάγουμε μια «αντικειμενικότητα» που μας οδηγεί σ’ έναν έμμεσο ρατσισμό (παρόμοιο μ’ αυτόν των περισσότερων καναλιών και εφημερίδων που τήρησαν μια ουδετερότητα με τη δικαιολογία ότι ο βιασμός μπορεί να μην έγινε). Δεν υπήρχε κανένα κίνητρο απο τη μεριά της κοπέλας για να καταγγείλει έναν ανύπαρκτο βιασμό και να δώσει ψευδή κατάθεση, αλλά αντίθετα κινδύνευε να βγει και κατηγορούμενη όπως και βγήκε! Από την άλλη μεριά, όπως φάνηκε περίτρανα, ο —κεκαλυμμένος ή απροσχημάτιστος— ρατσισμός της ελληνικής κοινωνίας και η άθλια και στερεότυπη αντιμετώπιση των μεταναστριών από τις ανατολικές χώρες σαν σκεύη ηδονής, αποτελούν σημαντικά κίνητρα για να μας πείσουν ότι ο βιασμός έγινε και ότι η εκδοχή της κοπέλας δεν επρόκειτο να γίνει ποτέ γενικά αποδεκτή. Φυσικά, αυτή είναι μια πολιτική εκτίμηση που δεν έχει σχέση με δικαστικές ή νομικές εκτιμήσεις (αν και ακόμα και το πόρισμα του εισαγγελέα στη συγκεκριμένη περίπτωση αναφερόταν σε πολύ ισχυρές ενδείξεις βιασμού). Η πολιτική εκτίμηση αφορά τον χαρακτήρα της πράξης γενικά και τα κίνητρα της και τα θέματα που προέκυψαν από τον βιασμό είναι σε τελική ανάλυση βαθιά πολιτικά θέματα τα οποία δεν μπορούμε να τα εγκαταλείψουμε, επί του αστικού καθεστώτος που βιώνουμε, στην «ανεξάρτητη» δικαιοσύνη που βέβαια δεν μας ενδιαφέρει, ούτε είναι δυνατό σε μια ταξική κοινωνία να είναι ποτέ «δίκαιη».

 

Αφού η κοπέλα βρήκε το θάρρος να καταγγείλει τον βιασμό, ακολούθησε από μέρους της τοπικής κοινωνίας —και όχι μόνο— μια ηθική βιαιότητα ενάντια στην κοπέλα αντίστοιχης τάξης και συνεπειών με τη βιαιότητα του βιασμού. Εκτός από τη συστηματική προσπάθεια συγκάλυψης (οι βιαστές ήταν κανακάρηδες αστυνομικού και καθηγητών) εκ μέρους της τοπικής κοινωνίας, η μητέρα του θύματος και η δικηγόρος της προπηλακίστηκαν χυδαία έξω από τα δικαστήρια. Με κάποιες εξαιρέσεις κατοίκων που στήριξαν το θύμα, μεγάλο μέρος της τοπικής κοινωνίας ζήτησε τον εξοστρακισμό του από την κοινότητα (ο οποίος και επιτεύχθηκε, αφού οι δύο μετανάστριες, μητέρα και κόρη, ζουν πια σε άλλη πόλη). Σε δηλώσεις τους στα Μ.Μ.Ε. πολλοί κάτοικοι αναπαρήγαγαν όλες τις σεξιστικές αηδιαστικές κοινοτοπίες που αναμασούν οι βιαστές ανά τους αιώνες: «τα ήθελε…», «τι να κάνουμε, τα αγόρια είναι ζωηρά…» κ.λ.π. ενώ συγχρόνως φρόντισαν να βρίσουν δημόσια όσο περισσότερο μπορούσαν την ίδια την κοπέλα που δεν καταδέχτηκε να μείνει άπραγη απέναντι στη φρίκη που έζησε.

 

Πέρα από τη συγκάλυψη που επιχείρησαν οι τοπικές αρχές, ακόμα και ο σύλλογος καθηγητών επέβαλε την ίδια ποινή στους θύτες και το θύμα! Αποβολή για όλους τους άμεσα εμπλεκόμενους και κατόπιν αναίρεση της ποινής για όλους! Η αιτιολόγηση της αρχικά επιβληθείσας και κατόπιν αναιρούμενης ποινής, απλά αντικατοπτρίζει το ρίζωμα του ρατσισμού και στους καθηγητές του εν λόγω σχολείου: μοιράστηκε η ίδια ποινή με την πρόφαση ότι αν τιμωρούνταν οι δράστες πιο αυστηρά, θα ήταν σα να έβγαζαν οι καθηγητές καταδικαστικό πόρισμα πριν τους δικαστές. Όμως, αν οι καθηγητές δεν ήθελαν πραγματικά να πάρουν θέση η λύση ήταν απλή: να δηλώσουν ότι εφόσον η υπόθεση έχει φθάσει στη δικαιοσύνη δεν μπορούν να πάρουν καμιά απόφαση πριν να βγει η δικαστική απόφαση. Όμως ο στόχος τους δεν ήταν αυτός. Ο στόχος τους ήταν να εκδώσουν ουσιαστικά αθωωτικό πόρισμα (υπονοώντας άμεσα ότι ευθύνεται το ίδιο και η βιασθείσα και άρα δεν υφίσταται αξιόποινη πράξη), τιμωρώντας το ίδιο και τους μαθητές και τη μαθήτρια! Η πράξη των καθηγητών πρέπει να στιγματιστεί ως καθαρά ρατσιστική ενέργεια, εφόσον παίζουν και ρόλο «πνευματικού ταγού» στην ελληνική μικρο-κοινωνία, καθώς αμφιβάλουμε εύλογα για το αν θα έπαιρναν παρόμοια απόφαση σε περίπτωση που το θύμα ήταν Ελληνίδα. Ο ρατσισμός που ενδημεί στη μικρο-ελληνική κοινωνία έγινε εξόφθαλμος: το θύμα ήταν «η βουλγάρα», και όχι μια κοπέλα σαν όλες τις άλλες. Και δεν χρειάζονται μαντικές ικανότητες για να φανταστούμε τι θα γινόταν αν μια ελληνίδα μαθήτρια κατήγγειλε βιασμό από τρεις αλλοδαπούς (ήδη κάποιοι κάτοικοι σε ερωτήσεις δημοσιογράφων δήλωσαν κυνικά ότι σε τέτοια περίπτωση οι αλλοδαποί θα ήταν… νεκροί!).

 

Τα Μ.Μ.Ε. έσπευσαν να καλύψουν με πρωτοφανή τρόπο το θέμα, δίνοντάς του τεράστια δημοσιότητα, πρωτίστως επειδή αντιστοιχούσε πλήρως στα σκανδαλοθηρικά κριτήρια τους προς άγραν ακροαματικότητας, καθώς ο βιασμός ήταν συλλογικός και έγινε μεταξύ ανηλίκων και μάλιστα μέσα σε σχολείο (παράλληλα βέβαια, όλα τα κανάλια και οι εφημερίδες, και η ΝΕΤ που εκπροσωπεί πιο «επίσημα» το σύστημα, αναπαρήγαγαν τον διάχυτο ρατσισμό τονίζοντας συνεχώς τις αμφιβολίες για το αν πράγματι έγινε ο βιασμός). Δευτερευόντως, κάποια Μ.Μ.Ε., εκμεταλλεύτηκαν το ότι το περιστατικό έτυχε να συμβεί μέσα σε περίοδο μαθητικών καταλήψεων, και σίγουρα με την κατάλληλη παρουσίαση θα εξίταρε τη φαντασία και θα τρομοκρατούσε τον μέσο τηλεθεατή που θα έσπευδε να παρακολουθήσει τι συμβαίνει, μιας και πιθανώς και το δικό του παιδί συμμετείχε στις καταλήψεις. Επίσης, το μέρος της κοινωνίας που αντιμαχόταν τις μαθητικές καταλήψεις, βρήκε επιτέλους ένα πανίσχυρο «επιχείρημα» εναντίον τους, παρά το ότι στη συντριπτική πλειοψηφία των κατειλημμένων σχολείων δεν άνοιξε μύτη.

 

Οι 4.500 βιασμοί γυναικών ετησίως στην Ελλάδα (πολλά θύματα είναι αλλοδαπές) δεν ήταν τόσο σημαντικοί για τα δελτία ειδήσεων, ούτε αξίζουν ανάλογης δημοσιότητας, εφόσον δεν ανεβάζουν τόσο τα νούμερα τηλεθέασης ή τους δείκτες αναγνωσιμότητας, και φυσικά επειδή δεν έχουν συμβεί σε κάποιο υπό κατάληψη λύκειο. Προείχε κατά κύριο λόγο η υψηλή τηλεθέαση που εξασφαλίζει τα χρυσά κουτάλια στους ιδιοκτήτες των Μ.Μ.Ε. και έμμεσα η σπίλωση του μαθητικού κινήματος και η προσπάθεια να παρουσιαστεί ενταγμένος στα όρια της παρανομίας ο αγώνας των μαθητών για την προάσπιση της δημόσιας εκπαίδευσης. Έτσι τα Μ.Μ.Ε. ανταποκρίνονταν καλύτερα στον «κοινωνικό» τους ρόλο, δηλαδή στην αναπαραγωγή της ταξικής κοινωνίας.

 

Από κει κι έπειτα, ο κανιβαλισμός δεν είχε όρια: φιλοξενήθηκαν στα τηλε-παράθυρα και στα «σαλόνια» των εφημερίδων, χάριν της «αντικειμενικότητας», όλες οι ακραίες και φασιστικές απόψεις. Κάποιοι σεξιστές και ρατσιστές ούρλιαζαν ενάντια στο θύμα και κάποιοι έπρεπε να αντιμετωπίσουν την κτηνωδία τους ισότιμα και πολιτισμένα. Εξυπηρετώντας μια, δικής τους έμπνευσης, «αντικειμενικότητα» τα Μ.Μ.Ε. επέτρεψαν να φτάσουν σε όλους ακόμα και οι πιο σκοταδιστικές και υστερικές αντιλήψεις. Επιπρόσθετα, οι καταθέσεις του θύματος και των θυτών δημοσιεύθηκαν αυτούσιες στις εφημερίδες και στην τηλεόραση με όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες και τις χυδαίες κατηγορίες των αγοριών εναντίον του θύματος (μάλιστα, μία εφημερίδα δημοσίευσε… από λάθος —!!!— το όνομα του ανήλικου κοριτσιού). Δεν αρκούσε η παρουσίαση του γεγονότος ότι τα αγόρια αρνούνται τον βιασμό και ισχυρίζονται ότι η «πράξη» έγινε με τη συναίνεση του θύματος. Όχι, έπρεπε να μάθουμε όλες τις λεπτομέρειες, όλες τις σεξουαλικές στάσεις, όλες τις πικρόχολες ειρωνείες των κατηγορουμένων εναντίον του θύματος ώστε η διαπόμπευση να είναι πλήρης (και τα κέρδη από τηλεθεάσεις και αναγνωσιμότητα μεγαλύτερα). Και δεν αρκούσε που η κοπέλα περιέγραψε όλο το μαρτύριο της σε άντρα (!!!) αστυνομικό στην αρχική της κατάθεση, έπρεπε για χάρη της «ελευθερίας» του τύπου (της ελευθερίας να κατέχονται τα Μ.Μ.Ε. από μια δράκα καπιταλιστών και όχι από τον λαό) να φτάσει και η χυδαιότερη και σκοτεινότερη λεπτομέρεια και σε μας, σε πλήρη συμφωνία με τον σκανδαλοθηρικό χαρακτήρα των ειδήσεων που εξυπηρετεί τα κέρδη των ιδιοκτητών.

 

Και ο κύριος Χριστόδουλος Παρασκευαϊδης, αρχιεπίσκοπος το επάγγελμα (δουλεύει σε Α.Ε. συναισθημάτων και συνειδήσεων που λέγεται «Εκκλησία της Ελλάδος»), κάλεσε το θύμα για να το παρηγορήσει. Κάλεσε όμως και τους βιαστές. Έτσι, ο «πνευματικός» πατέρας, εξίσωσε κι αυτός τους θύτες και το θύμα. Κάτι για το οποίο χρειάστηκε περισσό θράσος, όταν ο κύριος αυτός έχει επιδοθεί σε μια εκστρατεία μίσους και ξενοφοβίας εδώ και καιρό, μέσα από τα ρατσιστικά και σεξιστικά κηρύγματά του που «δένουν» τέλεια με την κοινωνία στην οποία απευθύνονται, και στην αναπαραγωγή της οποίας συμβάλλουν. Ό,τι και να πούμε για τον καθαρά ρατσιστικό ρόλο της εκκλησίας στην καλλιέργεια των ελληνορθόδοξων ιδεολογημάτων που είναι πολύ της μόδας τελευταία (ακόμα και σε κατ’ επίφαση «ριζοσπαστικούς» κύκλους, βλ. Άρδην, Ζουράρης κ.λ.π.) θα είναι λίγο απέναντι στην πραγματική καταστροφή που προκαλούν.

 

Η εκκλησία εν γένει, συνεχίζει το πνευματικό της έργο, το οποίο μέχρι σήμερα έχει δημιουργήσει τέτοιο ταμπού για τον έρωτα, ώστε πολλές γυναίκες και κορίτσια που είναι επηρεασμένα από το δηλητήριό της, έχουν φοβηθεί στο παρελθόν να καταγγείλουν τον βιασμό τους επειδή θα αποκαλυπτόταν η «αμαρτία» τους. Επιπρόσθετα, για να τονίσουμε πόσο πολύ έχει βοηθήσει την υγιή σεξουαλικότητα η εκκλησία με όλα αυτά τα ταμπού, πολλοί βαφτισμένοι ορθόδοξοι θεωρούνται «καλοί οικογενειάρχες» αλλά παράλληλα επισκέπτονται φτηνά μπορντέλα σε ομόδοξη γειτονική χώρα χωρίς την παραμικρή ενοχή απέναντι στη θρησκεία τους που το απαγορεύει —για να μην αναφερθούμε και στα ντόπια μπορντέλα, «νόμιμα» ή «παράνομα».

 

Απ’ αυτούς που προσπάθησαν να αντιδράσουν, λιγότερο ή περισσότερο επιτυχημένα, οι φεμινίστριες διαδήλωσαν στην Αμάρυνθο για να διαμαρτυρηθούν εισπράττοντας από τμήμα της τοπικής κοινωνίας ένα τεράστιο σεξιστικό υβρεολόγιο (αν και κάποιοι κάτοικοι στήριξαν την κίνησή τους)∙ οι αντιεξουσιαστές/άστριες που διοργάνωσαν επίσης πορεία διαμαρτυρίας στην Αμάρυνθο δέχτηκαν, εκτός από το χυδαίο υβρεολόγιο, μια απίστευτα βίαιη επίθεση από λυσσασμένους κατοίκους που επιχείρησαν να τους λυντσάρουν στέλνοντας πολλούς στο νοσοκομείο. Ούτε καν η διαμαρτυρία ενάντια στον σεξισμό, τον ρατσισμό και την ιεραρχία γενικά δεν γίνεται ανεκτή στην Ελλάδα του εικοστού πρώτου αιώνα. Πόσο μάλλον η προσπάθεια για την ανατροπή τους… Βέβαια, η στάση αυτή των κατοίκων δεν είναι τυχαία, αλλά προκύπτει από την κυρίαρχη στη χώρα μας ελληνορθόδοξη ιδεολογία και τον συνακόλουθο ρατσισμό που καλλιεργεί.

 

Μια πρώτη εκτίμηση (μάλλον επιβεβαίωση), είναι ότι η πραγματικότητα που βιώνουμε, πέρα από τις παραδοσιακές ταξικές αντιθέσεις και την επίθεση που δέχεται η πλειοψηφία του λαού από τους νεο-φιλελεύθερους και σοσιαλ-φιλελεύθερους διαχειριστές του συστήματος, είναι πλημμυρισμένη από ιεραρχίες και διακρίσεις στη βάση του φύλου, της εθνότητας, της θρησκείας  και ευρύτερων πολιτιστικών διαφορών. Κι αυτές οι ιεραρχίες και διακρίσεις, σε πλήρη συμφωνία με τη σημερινή κυρίαρχη σκοταδιστική ιδεολογία του ελληνικού συστήματος, μπορούν να εξηγήσουν επαρκώς το συγκεκριμένο αλλά και άλλα φαινόμενα παρόμοια μ’ αυτό της Αμαρύνθου.

 

Ακόμα και η ίδια η οικονομική κρίση αγγίζει περισσότερο τις γυναίκες και τους μετανάστες παρά τους άνδρες. Οι δείκτες της ανεργίας και της φτώχιας, αλλά και της πολιτικής αντιπροσώπευσης, είναι σαφώς σε χειρότερο επίπεδο για τις γυναίκες και τους μετανάστες από τους αντίστοιχους για τον μέσο άντρα. Σε σχέση με το θέμα μας, οι γυναίκες από την Ανατολική Ευρώπη αντιμετωπίζονται από τους Έλληνες σαν πόρνες, ακριβώς γιατί μεγάλο μέρος των μεταναστριών αυτών καταλήγει, για οικονομικούς βέβαια λόγους, στη πορνεία. Αυτά δεν επισημαίνονται εδώ για να διαχωρίσουμε τον λαό και την υποτάξη σε φύλα και εθνότητες. Αντιθέτως, επιδιώκουμε τον κοινό αγώνα τους, σ’ ένα πλαίσιο ωστόσο που θα θίγει και θα αντιμάχεται κάθε είδους ιεραρχία που απορρέει απο τη συγκέντρωση κάθε μορφής δύναμης (οικονομικής, πολιτικής, πολιτιστικής) στα χέρια των λίγων, και όχι μόνο τη στενά οικονομική εκμετάλλευση.

 

Θα ήταν μεγάλο λάθος να παρουσιάσουμε την Αμάρυνθο ως εξαίρεση σε μια κατά τα άλλα τέλεια κοινωνία, παρόμοια μ’ αυτή που μας σερβίρουν οι διαφημιστές. Την ώρα που εδώ γινόταν πανικός για μία υπόθεση βιασμού, αλλού κυανόκρανοι του Ο.Η.Ε. βίαζαν ανήλικες κοπέλες που υποφέρουν από τη φτώχια και την εξαθλίωση, και γυναίκες από την Ασία μεταφέρονταν στοιβαγμένες για να επανδρώσουν τα «σικ» πορνεία της Νέας Υόρκης, για να αναφέρουμε δύο μόνο παραδείγματα της σύγχρονης πραγματικότητας. Η κοινωνία μας είναι κατεξοχήν ρατσιστική και σεξιστική, τόσο στα αστικά κέντρα όσο και στην επαρχία. Οι διαβαθμίσεις και οι μορφές εκδήλωσης των μορφών αυτών κυριαρχίας μπορεί να ποικίλλουν αλλά η ουσία παραμένει. Καμιά εθνικοποίηση ή κοινωνικοποίηση ή δημοτικοποίηση των μέσων παραγωγής από μόνες τους δεν αποτελούν εγγύηση ότι όλες οι μορφές κυριαρχίας θα εξαλειφθούν. Η απαλλοτρίωση των μέσων παραγωγής, ωστόσο, και η ευρύτερη ισοκατανομή της οικονομικής δύναμης, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για οποιαδήποτε αλλαγή στον ευρύτερο κοινωνικό και πολιτιστικό τομέα, σε ρητή αντίθεση με τις κενολογίες των αστών που επιμένουν να υπερτονίζουν τη σπουδαιότητα της αλλαγής των… αξιών μας για να εξαλειφθούν φαινόμενα σαν αυτό που εξετάζουμε.

 

Είναι σίγουρο ότι ο καπιταλισμός έχει μεταμορφώσει αυτές τις μορφές κυριαρχίας —σεξισμό, ρατσισμό κ.α.— κατά τρόπο συμβατό με το συμφέρον της ιστορικής αναπαραγωγής του, όμως δεν γέννησε ο καπιταλισμός αυτά τα προβλήματα. Γι’ αυτό, δεν πρέπει να τα δούμε απλοϊκά υπό το στενό πρίσμα της καπιταλιστικής σχέσης, αλλά υπό το ευρύτερο πρίσμα της συγκέντρωσης κάθε μορφής εξουσίας στα χέρια των λίγων. Κι αν σήμερα η αναπαραγωγή των ελίτ εξασφαλίζεται βασικά από το οικονομικό στοιχείο, αυτό δεν σημαίνει ότι αυτό είναι και το μοναδικό. Θα πρέπει λοιπόν όλοι όσοι αγωνίζονται για μια καλύτερη κοινωνία να δουν πέρα από τη μύτη τους και να αντιληφθούν ότι καμιά βελτίωση των οικονομικών συνθηκών της ζωής δεν θα σημάνει αυτόματα το τέλος κάθε θεσμοποιημένης συγκέντρωσης εξουσίας, από την ιεραρχία στον χώρο δουλειάς και την αλυσίδα συναρμολόγησης, μέχρι το σπίτι και την οικογένεια, την ευρύτερη κοινωνική σφαίρα και αλλού.

 

Επιπλέον, τα Μ.Μ.Ε. δεν αρκέστηκαν σ’ όσα προαναφέραμε. Ανακίνησαν το ζήτημα των κινητών τηλεφώνων στα σχολεία και της απαγόρευσής τους, με αφορμή την καταγραφή του βιασμού της μετανάστριας από τα κινητά των συμμαθητών και συμμαθητριών της. Βρήκαν έναν ακίνδυνο αποδιοπομπαίο τράγο και τον πλάσαραν με το κατάλληλο εξαγριωμένο μάρκετινγκ στην κοινή γνώμη που ζητούσε εκτόνωση. Για άλλη μια φορά λοιπόν, οι επιχειρηματίες-δημοσιογράφοι και τα συνεργεία τους ανέλαβαν τον ρόλο ιεροεξεταστή και με ηθικολογικά κηρύγματα πέρασαν την ιδέα πως για ό,τι έγινε φταίνε τα κινητά τηλέφωνα στα σχολεία. Και μάλιστα, αυτοδιορίστηκαν ηθικοί κήνσορες ενάντια στην καταγραφή άσεμνων και παραβατικών συμπεριφορών από κινητά… Ποιοι; Οι ίδιοι που βομβαρδίζουν τη νεολαία και τον λαό με ριάλιτι και εκπομπές του χείριστου επιπέδου, καλλιεργώντας τη μανία καταγραφής και νομιμοποιώντας το κουτσομπολιό για αυστηρά προσωπικά ζητήματα. Οι ίδιοι που πραγματώνουν το ιδεώδες του φασισμού προωθώντας τον κοινωνικό έλεγχο ακόμα και πάνω στην προσωπική ζωή και καθημερινότητα των άλλων. 

 

Τελικά όντως απαγορεύτηκαν τα κινητά στο σχολείο. Εξάλλου, τι χρειάζονται τα κινητά στα σχολεία; Τι χρειάζονται μάλιστα και γενικότερα, με τον τρόπο που χρησιμοποιούνται σήμερα; Πόσο αφελείς όμως μπορεί να είμαστε αν πιστεύουμε ότι αυτό το μέτρο θα συμβάλλει έστω και στο παραμικρό σε μια καλύτερη παιδεία και κοινωνία γενικότερα; Όντως τα κινητά αποξενώνουν και περιορίζουν τη βαθύτερη επικοινωνία, δίνουν με τις κάμερες μια ψευδαίσθηση εξουσίας στον χρήστη τους απέναντι σ’ όσους καταγράφει, και δεν υπάρχει κανένας λόγος να γίνονται ανεκτά μέσα στα σχολεία. Αναρωτηθήκαμε ποτέ όμως πώς το σύστημα κατέστησε τη νεολαία, για τα δικά του συμφέροντα, ένα τεράστιο καταναλωτικό κοινό το οποίο χειραγωγεί πλήρως προωθώντας κινητά, παιχνίδια υπολογιστών, ταινίες, μουσικούς αστέρες κ.τ.λ., μέσα από τη διαφήμιση και τον απόλυτο έλεγχο τόσο των παραγωγικών κλάδων που αφορούν τη νεολαία όσο και των κοινωνικών χώρων στους οποίους αυτή κινείται;

 

Και επιτέλους, ζητάμε την απαγόρευση των κινητών στα σχολεία την ίδια στιγμή που επιτρέπουμε σε μια δράκα μεγαλοαστών να έχουν την απόλυτη ελευθερία να καθορίζουν τι είδους τηλεοπτικά ή μη προγράμματα θα προσλαμβάνουν οι δέκτες μας! Απαγορεύουμε τα κινητά επιτρέποντας στους ιδιοκτήτες των Μ.Μ.Ε. να προβάλλουν ό,τι αρρωστημένο μπορεί να αυξήσει τα κέρδη τους! Η αντιπαραβολή με το δέντρο και το δάσος φαντάζει φτωχή απέναντι σ’ αυτόν τον στραβισμό που μας έχει καταλάβει ως κοινωνία. Τα μέσα παραγωγής, το τι θα παράγουμε και με ποιον τρόπο, τα μέσα ενημέρωσης, το τι θα πληροφορηθούμε και με τι θα ψυχαγωγηθούμε, καθώς και όλα όσα σχετίζονται με το σύνολο της ζωής μας στην πληρότητά της, τα έχουμε εγκαταλείψει στην ελεύθερη βούληση κάποιων που τα απέκτησαν χάρη σε ένα απάνθρωπο σύστημα που επιτρέπει την καταστροφική συγκέντρωση εξουσίας σε όλα τα επίπεδα. Και αντί να διαμαρτυρηθούμε και να αντιδράσουμε σ’ αυτό, διαμαρτυρόμαστε μόνο για την «ελευθερία» των παιδιών να έχουν μαζί τους τα κινητά στο σχολείο!

 

Είναι αυτονόητο ότι τα παιδιά χρειάζονται καθοδήγηση. Γιατί αν δεν τα καθοδηγήσουμε συνειδητά και τα εγκαταλείψουμε σε μια κακώς εννοούμενη «ελευθερία», θα τα καθοδηγήσει το σύστημα που τα παραλαμβάνει πλέον από την πιο τρυφερή ηλικία, έχοντας εισβάλλει κυριολεκτικά στο σπίτι με διάφορα μέσα που ελέγχει πλήρως. Τα νέα παιδιά είναι καταναλωτές που τα θέλουν όλα. Βέβαια, αυτή δυστυχώς είναι η μόνη διέξοδος και νόημα ζωής που προσφέρει (ή μάλλον επιβάλλει) το σύστημα σε αυτά. Αφήνοντας τα παιδιά «ελεύθερα» συγχέουμε τα νοήματα της ελευθερίας: την αρνητική «ελευθερία» του καταναλωτή έτοιμων προϊόντων (η οποία δεν είναι καν τέτοια, παρά ένας ξεκάθαρος ετεροκαθορισμός αναγκών), με την αληθινή δημιουργική ελευθερία που κερδίζεται με μόχθο και ωρίμανση. Όταν δεν καθοδηγούμε συνειδητά τα παιδιά μας, τα καθοδηγεί το σύστημα, δηλαδή οι εμπορικές ανάγκες μιας «τυφλής» κοινωνίας προορισμένης να εξυπηρετεί τα συμφέροντα λίγων. Έτσι, για παράδειγμα, μόλις το σύστημα και η ανάπτυξή του αποφάσισε ότι χρειάζεται περισσότερους καταναλωτές και άλλες μορφές αποτελεσματικότερου ελέγχου, η σεξουαλική ελευθερία έγινε ένα νέο μέσο χειραγώγησης και νάρκωσης. Η «ελευθερία» χαριζόταν σε ισοπεδωμένα Εγώ και συρρικνωμένες προσωπικότητες. Αυξήθηκε η ατομική επίπλαστη ψευτο-«ελευθερία» την ίδια ώρα που οι κοινωνικοί δεσμοί καταλύονταν, ο ανταγωνισμός γινόταν δεύτερη φύση και η χειραγώγηση απλωνόταν σε όλες τις σφαίρες της ζωής.

 

Όλα αυτά όμως ισχύουν και για τους ενήλικες. Αποκομμένοι από κάθε μορφή συλλογικότητας και αναγκασμένοι να ανταγωνιζόμαστε ο ένας τον άλλον σε ένα παιχνίδι τόσο επιβίωσης όσο και επιβολής, μετατραπήκαμε συνολικά σε χειραγωγημένους καταναλωτές των οποίων οι ανάγκες διαταξικά ετεροκαθορίζονται από τις ελίτ. Ο μέσος πολίτης π.χ. προσπαθεί να αγοράσει αμάξι για να ανελιχθεί κοινωνικά και ο φτωχότερος στρέφεται στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά. Πώς να προσφέρουμε στα παιδιά μια αληθινή ελευθεριακή Παιδεία μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες που καθορίζονται από εξουσιαστικούς θεσμούς; Μια αυθεντική δημοκρατική και ελευθεριακή Παιδεία διαπλέκεται διαλεκτικά και συνυπάρχει μόνο με δημοκρατικούς θεσμούς (με τη βαθύτερη έννοια της δημοκρατίας) σε όλα τα επίπεδα κοινωνικής ζωής, οι οποίοι αποτελούν την αναγκαία προϋπόθεσή της. Η ίδια, από την άλλη, αποτελεί επαρκή συνθήκη για την εύρυθμη λειτουργία των ελευθεριακών θεσμών. Και δημοκρατικοί είναι οι θεσμοί που επιτρέπουν την αυτοδιεύθυνση και διαχείριση όλων των ζητημάτων που τους αφορούν από τους ίδιους τους πολίτες, άμεσα, χωρίς τη διαμεσολάβηση αντιπροσώπων, μέσα σε μια αταξική κοινωνία. [για τη δημοκρατική και απελευθερωτική Παιδεία πλούσιος προβληματισμός στα τεύχη 10, 11, και 13 του ανά χείρας περιοδικού, βλ. και http://www.inclusivedemocracy.org/pd/ ].

 

Κάθε συζήτηση με αφορμή τα πρόσφατα γεγονότα στην Αμάρυνθο που θίγει τα ζητήματα του σεξισμού και ρατσισμού, αλλά και αυτά που αφορούν τη νεολαία, παραμένει στο επίπεδο της γελοιότητας αν δεν λαμβάνει υπόψη ότι ζούμε σ’ ένα σύστημα που δεν επιτρέπει σε κανένα επίπεδο τον συλλογικό κοινωνικό έλεγχο της ζωής και τον αυτοκαθορισμό. Από αυτή τη διαπίστωση και μόνο προκύπτει η ανάγκη ανάπτυξης ενός μαζικού κινήματος που θα στραφεί ενάντια στο σύστημα συνολικά απαιτώντας την πραγματική δημοκρατία σε όλα τα επίπεδα, το πολιτικό, το οικονομικό, το οικολογικό και το ευρύτερο κοινωνικό. Οι αγώνες ήδη υπάρχουν και αναπτύσσονται. Το ζήτημα είναι να ριζοσπαστικοποιηθούν και να συντονιστούν. Το περιοδικό Περιεκτική Δημοκρατία έχει καταθέσει επ’ αυτού πολλές προτάσεις οι οποίες θα πρέπει να διερευνηθούν και συζητηθούν απ’ όλους τους ενδιαφερόμενους.