Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 14, Δεκέμβριος 2006


Μετά την απεργία των δασκάλων τι;

ΜΑΜΕΑΣ ΣΕΡΓΙΟΣ, Δάσκαλος

 

 

Η απεργία και η κατάσταση στους συλλόγους

 

Η απεργία των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης είχε προαναγγελθεί από το καλοκαίρι, για να πραγματοποιηθεί στην έναρξη της σχολικής χρονιάς. Βέβαια δεν υπήρξε καμιά προεργασία, κάποια ζύμωση «από τα κάτω» που να την αναδείξει, ούτε έγινε επεξεργασία των αιτημάτων από τη βάση των εκπαιδευτικών. Υπήρχε και εξακολουθεί να υπάρχει όμως, η ατμόσφαιρα των «χρόνιων προβλημάτων της εκπαίδευσης», που σ’ αυτά έρχονται να προστεθούν και τα νέα μέτρα της κυβερνητικής «μεταρρύθμισης».

 

Έτσι, υπήρξε μεγάλη ανταπόκριση στο κάλεσμα για απεργιακή κινητοποίηση, κάτι που φάνηκε από τα συντριπτικά ποσοστά συμμετοχής τις πρώτες δυο μέρες, πράγμα που συνέβαινε για πρώτη φορά στο χώρο της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Το κλίμα που επικράτησε σε ένα κομμάτι των δασκάλων ήταν δυναμικό έως ενθουσιώδες. Υπήρχε η αίσθηση, ότι τώρα  αφού ξεκίνησε, είναι η ώρα να δοθεί ο αγώνας, ότι δε θα υποχωρήσουμε. Υπήρχαν βέβαια από την αρχή διαφορετικές γνώμες, εκτιμήσεις και κριτικές.

 

Η απεργία αυτή ήταν ένα ορόσημο για το χώρο των εκπαιδευτικών —κι όχι μόνο— γιατί ανέδειξε περισσότερο βαθιά προβλήματα της κοινωνίας και της κρίσης που αυτή περνάει, του εκπαιδευτικού συστήματος, του συστήματος που ζούμε, καθώς και προβλήματα συνδικαλισμού. Το πρόβλημα όμως είναι ότι ενώ τα προβλήματα αυτά είναι μεν υπαρκτά, δεν προβλήθηκαν συνειδητά από τους εκπαιδευτικούς.

 

Πρώτα–πρώτα, η ΔΟΕ λειτουργεί σαν μια κλασσική συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Διαμόρφωσε το δικό της απεργιακό πλαίσιο που ζητούσε γενναίες αυξήσεις για τους εκπαιδευτικούς, κατάργηση των ωρομισθίων και των αναπληρωτών, αύξηση των δαπανών για την εκπαίδευση, δημόσια ενιαία δωδεκάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση και δίχρονη υποχρεωτική προσχολική αγωγή (που σήμερα δεν υπάρχει).

 

Σε γενικές γραμμές η ενιαία δημόσια εκπαίδευση και τα ενιαία εργασιακά δικαιώματα είναι σωστά. Όμως δεν τονίστηκαν και δεν αναλύθηκαν όσο έπρεπε, τα ζητήματα των δαπανών για την εκπαίδευση, τα νέα μέτρα που προωθούν την ιδιωτικοποίηση της, ενώ δε θίχτηκε καθόλου η μορφή και το περιεχόμενό της εκπαίδευσης, ζήτημα που ούτως ή άλλως άνοιγε με τα καινούργια «Αναλυτικά Προγράμματα» (βιβλία).

 

Φυσικά οι κυρίαρχες παρατάξεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ φρόντιζαν με κάθε τρόπο να μην εμβαθύνουν τα ζητήματα, αφού συμφωνούν στις βασικές πολιτικές κατευθύνσεις τους. Έτσι, την 6η απεργιακή εβδομάδα κι όταν η συναισθηματική φόρτιση ήταν μεγάλη, μετά από επανειλημμένες καταγγελίες από τη ΔΟΕ  για «την αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης, για αυταρχισμό, για εμπαιγμό» κ.λπ. από τη ΔΟΕ, συναντήθηκε το προεδρείο της στο «ανώτερο επίπεδο» με τον πρωθυπουργό. Ο πρόεδρος της ΔΟΕ κατά την έξοδό του από το υπουργείο, δείχνοντας την υπευθυνότητα του απέναντι στο σύστημα, δήλωσε ότι… η συνάντηση έγινε σε «καλό κλίμα», ο πρωθυπουργός τους «κοίταξε στα μάτια» και τους είπε ότι… η οικονομική πολιτική είναι δεδομένη. Στο κρίσιμο αυτό σημείο δηλαδή, ενώ τίποτα δεν άλλαζε από την κυβερνητική «πολιτική» και ανεξάρτητα από τη συνέχιση ή όχι της απεργίας, η ΔΟΕ αντί να καταγγείλει και πάλι την «αντιλαϊκή πολιτική», ο πρόεδρος της δεν είπε τίποτα! Μάλιστα έβαλε απολογούμενους τους απεργούς, μιλώντας εκείνη την ώρα για τις «χαμένες» διδακτικές ώρες!

 

Από την άλλη το πρόβλημα βρίσκεται στους συλλόγους των εκπαιδευτικών με τα πολύ χαμηλά ποσοστά συμμετοχής τους στις γενικές συνελεύσεις. Δεν υπάρχει ενδιαφέρον, συμμετοχή, ζύμωση. Στο Ρέθυμνο για παράδειγμα, σε σύνολο επτακοσίων εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης μόνο 60-70 από αυτούς συμμετέχουν στις συνελεύσεις, ενώ τις μέρες της απεργίας η ανώτατη συμμετοχή ήταν 150 άτομα (αυτά στην Κρήτη που είχε από τα καλύτερα ποσοστά συμμετοχής στην απεργία μαζί με το λεκανοπέδιο Αττικής). Η έστω και υποτυπώδης δημοκρατική διαδικασία των συνελεύσεων στρεβλώνεται με την εμφάνιση ατόμων, που έρχονται μόνο για να ψηφίσουν προτάσεις που έχουν προαποφασιστεί από του συνδικαλιστές γραφειοκράτες των δυο κυρίαρχων παρατάξεων (ΔΑΚΕ-ΠΑΣΚΕ), ενώ συνελεύσεις γίνονται μόνο δυο φορές το χρόνο. Στην απεργία μόνο το 1/3 των συλλόγων πανελλαδικά έστελνε ψηφισμένες αποφάσεις στη ΔΟΕ για συνέχιση ή όχι της απεργίας. Έτσι το προεδρείο της ΔΟΕ προβληματικά αποφάσιζε το ίδιο με γνώμονα το λεκανοπέδιο της Αττικής, ενώ η κατάσταση στην επαρχία ήταν απελπιστική. Η κομματικοποίηση του συνδικαλιστικού κινήματος γενικότερα και της ΔΟΕ/ΟΛΜΕ ειδικότερα θα μπορούσε να εξηγήσει σε μεγάλο βαθμό τα παραπάνω φαινόμενα

 

Πρέπει να τεθεί το ζήτημα για μια νέα αμεσοδημοκρατική οργάνωση του εκπαιδευτικού κινήματος, αλλά το κύριο πρόβλημα είναι η κομματικοποίηση του συνδικαλιστικού κινήματος και το γεγονός ότι δεν δημιουργήθηκαν ποτέ «βαθιά» πολιτικά ―που δεν σημαίνει βέβαια κομματικοποιημένα― συνδικάτα με αποτέλεσμα να οδηγούνται οι εκπαιδευτικοί στην γενικότερη αποπολιτικοποίηση, στον ατομικισμό και στη μη συμμετοχή. Ζήτημα επίσης ήταν ο χρόνος που επιλέχθηκε να γίνει η απεργία (η απεργία σύρθηκε πίσω από τις σκοπιμότητες του ΠΑΣΟΚ εν όψει των επερχόμενων δημοτικών εκλογών), η «χρόνια αδυναμία» να έρθουν σε συντονισμό ΔΟΕ, ΟΛΜΕ και ΑΕΙ και να χτίσουν αυτό το περιβόητο πανεκπαιδευτικό μέτωπο. Έτσι η ΟΛΜΕ δεν μπορούσε να κινήσει διαδικασίες για απεργία, γιατί υπήρχε κάποια εμπλοκή με τον κανονισμό της κι όταν τελικά κατέβηκε η συμμετοχή της ήταν απογοητευτική. Επίσης τόσα χρόνια δε δημιουργήθηκε απεργιακό ταμείο, κάτι που έπαιξε σημαντικό ρόλο, αφού όσο περνούσαν οι μέρες της απεργίας, τόσο αυξανόταν η οικονομική δυσπραγία των απεργών δασκάλων.

 

 

Αγώνας για την ανάδειξη των βαθύτερων ζητημάτων

 

Ο εκπαιδευτικός χώρος είναι από τη φύση του «ευαίσθητος». Βρίσκεται στο κέντρο των κοινωνικών διεργασιών, με την έννοια ότι αντανακλά την ευρύτερη κοινωνική κατάσταση, αποτυπώνει τις κοινωνικές αξίες και την κρίση, ενώ είναι αντικείμενο των κρατικών/πολιτικών επιλογών και της κυρίαρχης ιδεολογίας. Διαμορφώνεται από τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές αλλαγές. Μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα «διασταυρώνονται» όλα τα κοινωνικά προβλήματα. Το κράτος ασκεί «πολιτική», υπάρχουν οι εργαζόμενοι εκπαιδευτικοί, οι μαθητές και οι γονείς που περιμένουν μια «καλή» εκπαίδευση (και με την έννοια της παιδείας), «να πάνε τα παιδιά μπροστά» για επαγγελματική αποκατάσταση κ.λπ.

 

Με αυτή την απεργία φάνηκε η διάχυτη ανησυχία από γονείς και εκπαιδευτικούς για το «που πάμε». Σε ανοιχτές εκδηλώσεις που διοργανώθηκαν, ή στα σχολεία, διατυπώθηκαν προβληματισμοί από γονείς που ξέφευγαν από τα στενά εκπαιδευτικά «ζητήματα». Ήταν μια καλή ευκαιρία για τους εκπαιδευτικούς να μιλήσουν για τα βαθύτερα θέματα, να συνδέσουν το σχολείο με το υπάρχον σύστημα και την κρίση που αυτό παράγει. Όμως οι εκπαιδευτικοί δεν άρπαξαν την ευκαιρία να μιλήσουν για τα ουσιώδη, γιατί οι ίδιοι δεν είχαν (επεξεργαστεί) προτάσεις. Δεν είχαν απαντήσεις στα ερωτήματα στα οποία τελικά καταλήγουμε: 

 

 

Οι εκπαιδευτικοί κρύβονται πίσω από το αόριστο «δημόσια δωρεάν παιδεία» και το «δημοκρατικό σχολείο», χωρίς όμως να προσδιορίζουν τα χαρακτηριστικά του, ενώ από την άλλη ο ταξικός χαρακτήρας της εκπαίδευσης παραμένει καθώς και το πρόβλημα της ανεργίας που δεν απαντιέται με το σύνθημα «εκπαίδευση για όλους».

 

Η πρόταση της περιεκτικής δημοκρατίας εδώ, πράγματι θα μπορούσε να δώσει διέξοδο, με το κάλεσμα για τοπικές συνελεύσεις πολιτών (όπου θα συμμετέχουν οι εκπαιδευτικοί και σαν πολίτες) και όπου θα συζητούνται ανοιχτά τα προβλήματα της εκπαίδευσης, αλλά και τα υπόλοιπα εργασιακά και κοινωνικά ζητήματα. Πράγματι, θα ήταν μια διέξοδος, οι δάσκαλοι σαν δάσκαλοι να όριζαν ότι αυτοί μαζί με τους πολίτες είναι οι αρμόδιοι ν’ αποφασίζουν για το ποιόν της εκπαίδευσης. Για τη δημιουργία μιας πραγματικής εκπαιδευτικής και τοπικής κοινότητας στη θέση της σημερινής ανύπαρκτης «εκπαιδευτικής κοινότητας». Ένα πρώτο βήμα στη κατεύθυνση αυτή, για τον εκπαιδευτικό τομέα, θα ήταν η καθιέρωση τακτικών σχολικών συνελεύσεων ανά σχολείο όπου θα μετείχαν οι δάσκαλοι, οι γονείς και οι  εντολοδόχοι των μαθητικών συνελεύσεων όπου θα μπορούσαν να συζητούν τα ειδικά προβλήματα του σχολείου αλλά και τα γενικότερα εκπαιδευτικά προβλήματα που προσδιορίζουν τα ειδικά. Οι σχολικές συνελεύσεις όμως αυτές θα έπρεπε σε κάποιο στάδιο να δικτυωθούν με τις τοπικές δημοτικές συνελεύσεις ειδάλλως αντί να οδηγήσουν σε ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή θα γινόντουσαν τελικά μέσα εφαρμογής των πολιτικών που επιβάλλει το υπάρχον σύστημα, όπως έγινε για παράδειγμα σε χώρες σαν την Βρετανία όπου οι σχολικές συνελεύσεις έχουν καταντήσει σήμερα  απλές συνελεύσεις για την συμπληρωματική χρηματοδότηση του κάθε σχολείου, ώστε να μην χρειάζεται η συνεχής αύξηση των εκπαιδευτικών δημοσίων δαπανών! Άλλωστε αυτό το σχέδιο προωθείται και στη χώρα μας με την υπαγωγή του σχολείου στους σημερινούς δήμους ρίχνοντας το βάρος της χρηματοδότησης σ αυτούς και στις ιδιωτικές εταιρίες

 

Διατυπώθηκε επίσης η άποψη ότι οι γονείς δεν ενδιαφέρονται. Πράγματι όταν ξέρουν ότι δεν μπορούν ν’ αλλάξουν κάτι σοβαρό οι ίδιοι κι ότι άλλοι αποφασίζουν για τα πρωτεύοντα θέματα, λένε «τι να πάμε να κάνουμε στο σχολείο;». Γι’ αυτό, οι σχολικές συνελεύσεις θα έπρεπε πρώτο αίτημα τους να βάλουν την οικονομική «αυτονομία» του κάθε σχολείου μέσα στα όρια χρηματοδότησης του κρατικού προϋπολογισμού —για την οποία επίσης θα έπρεπε να παλέψουν ν’ αυξηθεί. Στη συνέχεια θα έπρεπε να παλέψουν για την οικονομική αυτοδυναμία των δήμων στους οποίους θα έπρεπε να ενταχθούν τα «αυτόνομα» σχολεία που θα ελεγχόντουσαν από τις δημοτικές συνελεύσεις σε συνεργασία με τις σχολικές συνελεύσεις πλέον, και όχι από τον κρατικό προϋπολογισμό.

 

Με βάση όλα αυτά είναι επιτακτική ανάγκη να γίνει κατανοητή σε γονείς κι εκπαιδευτικούς, η εναλλακτική πρόταση της περιεκτικής δημοκρατίας για μια δημοκρατική οργάνωση της κοινωνίας και το ότι μπορούμε να ξεκινήσουμε από τώρα με την ανάπτυξη συνελεύσεων και συζητήσεων στην τοπική κοινότητα, βάζοντας σαν επόμενο βήμα το χτίσιμο ενός περιεκτικού προγράμματος για το Δήμο με τη μορφή Δημοτικής εξουσίας, που θα περιλαμβάνει την ανάπτυξη τοπικής οικονομικής αυτοδυναμίας, τη δημιουργία Δημοτικών σχολικών μονάδων υπό τον έλεγχο του Δήμου* (κάτι που δεν έχει καμία σχέση με το σημερινό σχέδιο ιδιωτικοποίησης με το να πάνε τα σχολεία στους σημερινούς δήμους κι από κει να μπουν οι ιδιωτικές εταιρίες). Μια τέτοια πρόταση έρχεται να καλύψει και το κενό τόσο της ρεφορμιστικής όσο και της ριζοσπαστικής αριστεράς, που η τελευταία ακόμα κι αν ήταν πιο μαζική, θα κατέληγε σαν προοπτική… να ζητήσει να υπερψηφιστεί στις επόμενες εκλογές και στις εκλογές των εκπαιδευτικών καθώς και στις εθνικές εκλογές, χωρίς να μπορεί να προτείνει άμεσες προτάσεις για το σταδιακό άμεσο έλεγχο των υποθέσεων της παιδείας από τους ίδιους τους πολίτες (βλ. και παρακάτω).

 

Μια σύντομη κριτική του εκπαιδευτικού συστήματος

και η διατύπωση κάποιων αιτημάτων/προτάσεων

 

Ιστορικά το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα είναι μια αυτούσια μεταφορά του γερμανικού Ερβαρτιανού εκπαιδευτικού συστήματος, που το εισήγαγε ο Όθωνας χώρα μας, τη στιγμή που στη Γερμανία ερχόταν να καλύψει την ανάγκη του έθνους κράτους για ομοιόμορφη «εθνική συνείδηση» που ως τότε δεν υπήρχε. Έτσι και στη Ελλάδα εισήχθη το ενιαίο της εκπαίδευσης πανελλαδικά και η επιβολή της κυρίαρχης ιδεολογίας, ενώ τα εκπαιδευτικά χαρακτηριστικά του είναι ένα δεδομένο σώμα γνώσεων που το δίνει ο δάσκαλος και πρέπει να το μάθει ο μαθητής, προσλαμβάνοντας το παθητικά μόνο με τη νόηση του, από το θρανίο του, με τα μολύβια, τα βιβλία και τον πίνακα. Το παιδί δεν δρα, δεν αμφισβητεί και δεν καλύπτει τις ψυχικές, κινητικές και συναισθηματικές του ανάγκες.

 

Τα επόμενα χρόνια διατυπώθηκαν νέες παιδαγωγικές θεωρίες και πρακτικές, που σ’ αυτό συνετέλεσε η άνοδος του εργατικού κινήματος (όπως π.χ. το σχολείο εργασίας στη Γερμανία τη δεκαετία του 1920, τα ορθολογικά σχολεία του F. Ferrer στην Ισπανία από τις αρχές του 20ου αιώνα κ.α.).

 

Αυτές οι αλλαγές δεν άγγιξαν το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο έμεινε στο «Πατρίς–Θρησκεία–Οικογένεια». Τις τελευταίες δεκαετίες διατυπώθηκαν και νέες θεωρίες (ή ξανασυντέθηκαν αυτές οι θεωρίες και αντιλήψεις) για τη μαθητοκεντρική μάθηση, σ’ αντίθεση με τη δασκαλοκεντρική, την ενεργητική μάθηση, το «να μαθαίνεις πώς να μαθαίνεις», η μέθοδος project (σχέδιο εργασίας κ.α.). Όλα αυτά έχοντας σε γενικές γραμμές σα στόχο την αβίαστη ενεργητική ανάπτυξη του παιδιού.

 

Στο ελληνικό δημοτικό σχολείο, εισήχθησαν χωρίς σοβαρή μελέτη στοιχεία αυτών των θεωριών στο προϋπάρχον σχολείο σαν τσόντα, όπως π.χ. η ευέλικτη ζώνη, με κύριο στόχο όπως φάνηκε, να μπουν οι ιδιωτικές εταιρίες στο σχολείο, να μάθει ο μαθητής στην «ελαστική» και στη δια βίου «εκπαίδευση», για να γίνει αργότερα ένας «ευέλικτος απασχολήσιμος» για τις ανάγκες των πολυεθνικών της οικονομίας της αγοράς.

 

Με τα καινούργια βιβλία η γνώση γίνεται πιο αποσπασματική, ενισχύονται οι κοινωνικοί/ταξικοί διαχωρισμοί και οι διαφοροποιήσεις των σχολείων σε αρνητική κατεύθυνση. Ενώ η υποχρηματοδότηση και η απαξίωση του δημόσιου σχολείου είναι εμφανής με την έντονη ανεπάρκεια υλικοτεχνικής υποδομής κι εξοπλισμού.

 

Παράλληλα προωθείται η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, η οποία θα είναι ακριβώς με εκείνα τα κριτήρια που θα αξιολογούν την «αποτελεσματικότητα» τους σε σχέση με τους παραπάνω στόχους της εκπαιδευτικής πολιτικής του κράτους και των ιδιωτικών επιχειρήσεων.

 

Τα παραπάνω δεν πρέπει να προκαλούν καμιά έκπληξη. Το περιεχόμενο που είχε και έχει η ελληνική εκπαίδευση ήταν και είναι άμεσο αποτέλεσμα του ποιος έλεγχε και ελέγχει την παιδεία ―δηλ. οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ― και του παράλληλου γεγονότος ότι δεν υπήρξε ποτέ στην Ελλάδα ένα ισχυρό εργατικό κίνημα αλλά ούτε και ένα ισχυρό εκπαιδευτικό κίνημα με αιτήματα για ένα πραγματικά διαφορετικό περιεχόμενο της εκπαίδευσης που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αγώνα για ριζοσπαστικές αλλαγές .

 

Κι εδώ επαναλαμβάνεται το ερώτημα τι είδους σχολείο θέλουμε και ποιες κοινωνικές ανάγκες να καλύπτει. Ερώτημα που δεν απαντιέται με το σύνθημα «δημόσια δωρεάν παιδεία».

 

Παρακάτω διατυπώνονται μερικά αιτήματα για την πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση που θα μπορούσε να υιοθετήσει κάθε προοδευτικός άνθρωπος σαν βραχυπρόθεσμα αιτήματα, επισημαίνοντας ότι μόνο ένα ευρύτερο δημοκρατικό κίνημα των πολιτών θα μπορούσε να τα προωθήσει (βλέπε παραπάνω την πρόταση της περιεκτικής δημοκρατίας για τις τοπικές κοινωνίες), αλλά θα πρέπει τουλάχιστον να τεθούν δημόσια από το κίνημα των εκπαιδευτικών. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι παρόμοια αιτήματα μπορούν να ιδωθούν μόνο σαν βραχυπρόθεσμα αιτήματα και ότι οποιαδήποτε ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή θα πρέπει να τα συνδέει με το κρίσιμο θέμα του ποιος έχει τον έλεγχο της παιδείας ειδικότερα αλλά και των οικονομικών και πολιτικών αποφάσεων γενικότερα. Γιατί φυσικά καμία ριζοσπαστική αλλαγή στο περιεχόμενο της εκπαίδευσης δεν είναι δυνατή μέσα στο υπάρχον οικονομικό και πολιτικό σύστημα και μόνο μια συστημική αλλαγή που θα έφερνε τις κρίσιμες πολιτικές, οικονομικές αλλά και πολιτιστικές αποφάσεις στα χέρια των ίδιων των πολιτών μέσα στις δημοτικές συνελεύσεις θα μπορούσε να επιτύχει μια ριζοσπαστική αλλαγή τόσο στον έλεγχο όσο και στο περιεχόμενο της εκπαίδευσης.

 

 


 

* Ο Δήμος είναι το σύνολο των πολιτών που ελέγχουν δημοκρατικά τη Δημοτική οικονομία, ασκούν δημοκρατικά τη Δημοτική εξουσία κι έτσι μπορεί να φτιαχτεί και Δημοτική εκπαίδευση που ο περιεχόμενο της θα καθοριστεί δημοκρατικά από εκπαιδευτικούς, γονείς και πολίτες με κριτήρια τις κοινωνικές ανάγκες κι όχι αυτά της οικονομίας της αγοράς.