Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 11, Φεβρουάριος 2006


 

Παρατηρήσεις σχετικά με την Περιεκτική Δημοκρατία και τις Εκλογές

ΘΟΔΩΡΗΣ ΒΕΛΙΣΣΑΡΗΣ

 

Ένας από τους κύριους άξονες της μεταβατικής στρατηγικής της Περιεκτικής Δημοκρατίας (ΠΔ), όπως έχει περιγραφεί στο τεύχος 6, είναι η συμμετοχή στις τοπικές (δημοτικές) εκλογές. Η στάση μας αυτή έχει αντιμετωπίσει εκ μέρους του ελευθεριακού χώρου την κατηγορία του «εξουσιασμού» και της ασυνέπειας σχετικά με τα ελευθεριακά ιδεώδη (άμεση δημοκρατία κτλ) που θέλει να πραγματώσει. Από την άλλη, τμήματα της κρατικιστικής Αριστεράς αδυνατούν να κατανοήσουν γιατί η ΠΔ αρνείται να συμμετέχει και στις κοινοβουλευτικές εκλογές, τις οποίες θεωρεί ριζικά ασύμβατες με το πρόταγμά της. Θα προσπαθήσουμε λοιπόν να ξεκαθαρίσουμε με απλό τρόπο τα πράγματα για τους επικριτές μας, τόσο τους εξ «αριστερών», όσο και τους εκ «δεξιών»… Πριν απ’ αυτό, θα παρουσιάσουμε σύντομα και εκλαϊκευτικά το σκεπτικό σύμφωνα με το οποίο κατεβαίνουμε στις δημοτικές εκλογές. Παρεμπιπτόντως, αυτά τα ζητήματα για μας δεν είναι μόνο θεωρητικά. Η ομάδα Περιεκτικής Δημοκρατίας του Νιου Τζέρσεϋ των Η.Π.Α. κάνει την αρχή, καθώς θα συμμετέχει στις επόμενες δημοτικές εκλογές, κι αυτή η συμμετοχή ανακινεί πρακτικά το ζήτημα των εκλογών.

Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε εξαρχής ότι η συμμετοχή στις εκλογές, ακόμα κι αν είναι νικηφόρα, δεν συνεπάγεται την πραγμάτωση μιας Περιεκτικής Δημοκρατίας όπως την οραματιζόμαστε, στον συγκεκριμένο δήμο ή κοινότητα. Η κατάληψη της δημοτικής εξουσίας από ένα κίνημα ΠΔ σε έναν δήμο ή κοινότητα είναι ένα ακόμα μέσο για την ωρίμανση των συνθηκών ώστε να πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο. Και για μας, ωρίμανση των συνθηκών σημαίνει, από τη μια μεριά, ανύψωση της δημοκρατικής συνείδησης και, από την άλλη, δημιουργία των απαραίτητων οικονομικών και πολιτικών δομών. Η νίκη σε ένα δήμο επιτρέπει επομένως την έναρξη όλης αυτής της διαδικασίας η οποία καταλήγει με την δημιουργία μιας Περιεκτικοδημοκρατικής συνομοσπονδίας δήμων και κοινοτήτων.

Η αντίληψη της επανάστασης που υιοθετεί η ΠΔ είναι ριζικά διαφορετική από την αντίληψη των προηγούμενων επαναστάσεων, του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Σύμφωνα με την παλαιότερη έννοια της επανάστασης, η κοινωνική αλλαγή προηγούνταν της γενικής ανύψωσης της επαναστατικής συνείδησης. Έτσι, παρόλη την ανισομέρεια στην επαναστατική συνείδηση, ένα επαναστατικό κόμμα ή οργάνωση προσέβλεπε στην κατάκτηση της εξουσίας κι έπειτα φρόντιζε υποτίθεται για την ανύψωση της συνείδησης των πολιτών. Αυτό είχε αποτέλεσμα την απόσυρση των μαζών από τη δημόσια σφαίρα, μετά από την επανάσταση, η οποία εγκαταλειπόταν στους συνειδητοποιημένους επαναστάτες που «ήξεραν» περισσότερα… Ακόμα και στις αναρχικές επαναστάσεις, η ανισομέρεια στη συνείδηση δεν καταπολεμούνταν ρητά ως προϋπόθεση της κοινωνικής αλλαγής, με αποτέλεσμα την ανάδυση «επιτροπών» και «αόρατων» ιεραρχιών. Σημαντικός παράγοντας για την αποτυχία των αναρχικών εξεγέρσεων και επαναστάσεων ήταν κυρίως η αδυναμία ανύψωσης της κοινωνικής συνείδησης του λαού μέσα από ένα συγκεκριμένο επαναστατικό πρόταγμα που θα είχε γίνει «ηγεμονικό» πριν την επανάσταση.

Σε αντίθεση με την παραπάνω αντίληψη, η ΠΔ θέτει απαραβίαστο όρο για τη συστημική αλλαγή ή την κοινωνική επανάσταση, την όσο το δυνατόν επαρκέστερη λείανση της ασυμμετρίας της δημοκρατικής συνείδησης μεταξύ των πολιτών. Θα προσπαθήσουμε να γίνουμε σαφέστεροι μ’ ένα παράδειγμα: έστω ότι σήμερα, π.χ. στη Ελλάδα, ένα πολίτευμα άμεσης πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής δημοκρατίας  «πέφτει από τον ουρανό», δηλαδή ξαφνικά, με τους ανθρώπους όπως είναι σήμερα, αρχίζει να λειτουργεί μια ελεύθερη αταξική κοινωνία με συμβούλια και συνελεύσεις. Το αποτέλεσμα πιθανότατα θα είναι το εξής: «δημοκρατικές» συνελεύσεις θα αποφασίσουν να αναγράφεται το θρήσκευμα στις ταυτότητες, να απελαθούν οι μετανάστες, να εξασφαλιστούν μεγαλύτερες τηλεοράσεις για κάθε νοικοκυριό και άλλα παρόμοια! Από την άλλη, οι μάζες πολύ πιθανόν να αδιαφορήσουν πλήρως γι’ αυτές τις συνελεύσεις, έχοντας μάθει μια ζωή να είναι παθητικές απέναντι στην πολιτική, και η εξουσία των συνελεύσεων σύντομα θα μετατραπεί σε εξουσία των λίγων συνειδητοποιημένων, οι οποίοι δεν θα αργήσουν να αποτελέσουν μια νέα ελίτ. 

Αυτά τα πιθανά αποτελέσματα δεν είναι φυσικά τυχαία, ούτε υποδηλώνουν ότι οι άνθρωποι είναι εκ γενετής συντηρητικοί. Οι άνθρωποι σήμερα κοινωνικοποιούνται μέσα από έναν πολύπλοκο μηχανισμό χειραγώγησης που περιλαμβάνει μια σειρά θεσμών (οικογένεια, σχολείο, εκκλησία, ΜΜΕ, στρατός, αστυνομία κτλ) που, από τη μια μεριά, τους ωθούν στην υιοθέτηση των αξιών του συστήματος (ιεραρχία, θρησκεία, ατομικισμός, καταναλωτισμός κλπ) και, από την άλλη, τους καθιστούν απαθείς και αδιάφορους, εξασφαλίζοντας την αναπαραγωγή του συστήματος. Μ’ αυτήν την κυρίαρχη κοινωνικοποίηση, μ’ αυτό το εξουσιαστικό κοινωνικό παράδειγμα θέλει να έρθει σε σύγκρουση η ΠΔ, προτού συντελεστεί η κοινωνική αλλαγή. Μέσα από το κτίσιμο εναλλακτικών δημοκρατικών θεσμών οι οποίοι θα προεικονίζουν τη μελλοντική ελεύθερη κοινωνία (εκτός από τα παραδοσιακά μέσα των απεργιών και διαδηλώσεων), η ΠΔ προσπαθεί να έρθει σε ρήξη με την υπάρχουσα κοινωνία, ώστε αυτοί οι εναλλακτικοί θεσμοί ν’ αρχίσουν να κοινωνικοποιούν δημοκράτες ανθρώπους. Μόνο μετά από αυτήν την ανύψωση της δημοκρατικής συνείδησης είναι εφικτή μια ελευθεριακή κοινωνική αλλαγή που θα ισοπεδώσει την καπιταλιστική οικονομία της αγοράς και την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία».

Ακριβώς γι’ αυτή τη δημιουργία εναλλακτικών θεσμών είναι πολύτιμη η συμμετοχή στις τοπικές εκλογές. Το να δημιουργούμε έναν εναλλακτικό θεσμό στη γειτονιά μας (π.χ. κατάληψη, αυτοδιαχειριζόμενο ραδιόφωνο ή καφενείο κ.α.), ενώ αποτελεί ένα σημαντικό και ενδιαφέρον πείραμα, δεν μπορεί να εμπνεύσει όλη την υπόλοιπη κοινωνία να κάνεί το ίδιο – πόσο μάλλον αν αυτή η δημιουργία εναλλακτικών θεσμών δεν αποτελεί τμήμα ενός ολοκληρωμένου προτάγματος. Η απουσία ολοκληρωμένου προτάγματος εμποδίζει την ανάπτυξη αντισυστημικής συνείδησης και αποτελεί τη βασική αιτία ενσωμάτωσης, από το ίδιο το κράτος, πολλών παρόμοιων εναλλακτικών θεσμών που δοκιμάστηκαν στο παρελθόν σ’ όλο τον δυτικό κόσμο (για να μην αναφερθούμε και σε περιπτώσεις όπου το κράτος χρησιμοποίησε παρόμοιες κινήσεις για να καλύψει και ν’ αναπληρώσει τη διάλυση του κράτους-πρόνοιας!). Αυτό συμβαίνει επειδή αυτές οι προσπάθειες μπορούν να αποφύγουν τη μετατροπή τους σε νησίδες «αυτονομίας» με ημερομηνία λήξης, μόνο αν ενταχθούν σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο, σ’ ένα δημοκρατικό αντισυστημικό κίνημα με θεωρητική ανάλυση για την σημερινή πολυδιάστατη κρίση, ρεαλιστική στρατηγική και επεξεργασμένους μακροπρόθεσμους στόχους. Επιπρόσθετα, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως μέσα στις σύγχρονες και ολοένα δυσχερέστερες συνθήκες, οι άνθρωποι πολύ δύσκολα ασχολούνται με κάτι που δεν έχει κάποιο σημαντικό πρακτικό αντίκρισμα στη ζωή τους. Και υπάρχουν πολλά περισσότερα πράγματα να κάνουμε από το να περιμένουμε το κοινωνικό «φαντασιακό» να μετατρέψει αυτήν την πλειοψηφία σε επαναστάτες.

Αυτή η τελευταία παρατήρηση είναι απαραίτητη σε μια εποχή όπου ο διαβρωτικός υποκειμενισμός που έχει διαποτίσει τον ελευθεριακό χώρο, ειδικά στην Ελλάδα με την τεράστια επιρροή του Καστοριάδη, έχει οδηγήσει πολλούς ακτιβιστές στο συμπέρασμα ότι, από τη μία, φταίει κυρίως το συλλογικό «φαντασιακό» για την συνεχόμενη αναπαραγωγή του συστήματος και κατά συνέπεια, από την άλλη, δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά πράγματα μέχρι αυτό το ακαθόριστο και θολό «φαντασιακό» να στραφεί ενάντια στον καπιταλιστικό κόσμο (όπως αντίστοιχα οι Μαρξιστές περιμένουν να ωριμάσουν οι αντικειμενικές συνθήκες για να στραφεί το προλεταριάτο κατά του καπιταλιστικού συστήματος). Έτσι, πολλοί ακτιβιστές δεν προτάσσουν μια επαναστατική στρατηγική, παρά μονάχα περιμένουν και εξυμνούν τις αυθόρμητες «ρήξεις» των μαζών ενάντια στο σύστημα, ή οι παρεμβάσεις τους αποσκοπούν στη ρήξη στο επίπεδο του κυρίαρχου «φαντασιακού», η οποία επιτυγχάνεται μ’ έναν υπόγειο και μη άμεσο τρόπο. Όπως έχει συμβεί συχνά, σ’ αυτήν την περίπτωση ο δήθεν επαναστατικός θεωρητικός εξτρεμισμός καταλήγει να υπηρετεί τον κομφορμισμό και το σύστημα, εφ όσον παρόμοιες ενέργειες εκτός του ότι χάνονται μέσα στον τεράστιο όγκο πληροφοριών που πολιορκεί τους πολίτες, δεν μπορούν ν αποτελέσουν σταθερό και σε βάθος χρόνου σημείο αναφοράς για μια άλλη κοινωνία, έτσι ώστε να αποτελέσει πόλο έλξης για μια σημαντική κοινωνική μερίδα.

Η συμμετοχή στις εκλογές είναι το σημαντικότερο βήμα που αναπτύσσει δυναμικά αυτή την προσπάθεια σε σημαντική κοινωνική κλίμακα, με επιρροή στο σύνολο της κοινωνίας. Μια νικηφόρα εκλογική αναμέτρηση για ένα κίνημα ΠΔ επιτρέπει σημαντικές δυνατότητες στη χειραφετητική διαδικασία: εκτός από τη γενική δημοτική συνέλευση, η οποία θα αποτελεί τη «συνέλευση των συνελεύσεων», θα πρέπει να δημιουργηθούν συνελεύσεις γειτονιάς στις οποίες οι ίδιοι οι πολίτες θα διευθετούν όσα από τα προβλήματά τους θα μπορούν να λυθούν στο τοπικό επίπεδο. Αυτές οι συνελεύσεις θα έχουν την πραγματική εξουσία και τη δύναμη να διαχειρίζονται τους πόρους που αναλογούν στο δικό τους τμήμα της πόλης. Κατά συνέπεια, θα είναι πολύ πιθανότερο οι πολίτες να ενδιαφερθούν να συμμετέχουν στη συνέλευση της γειτονιάς τους, αφού αυτό θα έχει άμεσο και σημαντικό αντίκρισμα στη ζωή τους. Αυτό, σε αντίθεση με την τακτική πολλών συνελεύσεων, π.χ. σε καταλήψεις, που καλούν τους πολίτες να συμμετέχουν σε διάφορες δράσεις, αλλά προσέρχονται ελάχιστοι, ακριβώς επειδή η συμμετοχή τους θα έχει απειροελάχιστη επίδραση στην, απειλούμενη απ’ το σύστημα, ζωή τους. [Τα οφέλη από τη συμμετοχή στις εκλογές είναι πολλά, ακόμα κι αν ο συνδυασμός ΠΔ δεν νικήσει – βλέπε τεύχος 6].

Μπορούμε ν’ αναφέρουμε πολλά ακόμα παραδείγματα: επιχειρήσεις ή γη θα μπορούν να αγοράζονται με τα λεφτά του δήμου (δηλαδή με τα λεφτά των ίδιων των πολιτών τα οποία διαχειρίζονται αυθαίρετα σήμερα οι εκάστοτε δήμαρχοι) και να παραχωρούνται με μακροπρόθεσμα συμβόλαια σε ανέργους, για να αναλάβουν την αυτοδιαχείριση παραγωγικών μονάδων που ή δεν έγιναν ποτέ ή έγιναν και χρεοκόπησαν επειδή δεν ικανοποιούσαν τα καπιταλιστικά κριτήρια «αποτελεσματικότητας», με την προϋπόθεση να τα διαχειρίζονται αμεσοδημοκρατικά και να υπόκεινται φυσικά στις αποφάσεις της δημοτικής συνέλευσης όσον αφορά τους γενικότερους στόχους (κοινωνικούς, περιβαλλοντικούς κλπ). Ακόμη, μπορούν να δημιουργηθούν αυτοδιαχειριζόμενα δημοτικά σχολεία, τα οποία θα εμφυσούν τις δημοκρατικές αξίες στους μελλοντικούς πολίτες. Μ’ όλους αυτούς τους τρόπους, κι εδώ αναφέραμε μόνο ελάχιστους, η διαδικασία ανύψωσης της δημοκρατικής συνείδησης γίνεται δυναμική και απειλητική για το σύστημα. Είναι απίστευτες οι δυνατότητες που ανοίγονται σε ένα επαναστατικό κίνημα από την κατάκτηση της δημοτικής εξουσίας, τόσο από οικονομική άποψη (με τους πόρους που θα μεταφέρονται στην δημιουργία των δομών μιας ΠΔ αντί να γίνονται πολυτελή δημαρχεία και έργα που εξυπηρετούν τα προνομιούχα βασικά στρώματα), όσο και από άποψη διαπλάτυνσης της κοινωνικής επιρροής του νέου κοινωνικού παραδείγματος στον αγώνα για να γίνει ηγεμονικό. Αυτές οι δυνατότητες θα μπορούν να πολλαπλασιάζονται όσο περισσότεροι δήμοι κερδίζονται ή όσο το κίνημα διεκδικεί, με δυναμικές κινητοποιήσεις και δράσεις, περισσότερους πόρους και ευρύτερο πεδίο δράσης από την κεντρική κρατική εξουσία. Ακόμα κι αν χαθεί αργότερα ένας κερδισμένος δήμος, είναι πολύ πιθανό να παραμείνουν οι θεσμισμένες συνελεύσεις. Στο Βερμόντ των Η.Π.Α. για παράδειγμα, μολονότι η ιστορία των λαϊκών συνελεύσεων είχε μακρά ιστορία, η συμμετοχή των κοινωνικών οικολόγων στις τοπικές εκλογές, συνέβαλλε στο να θεσμοποιηθούν εκεί μερικές συνελεύσεις γειτονιάς (δηλαδή ν’ αποκτήσουν θεσμικά κάποιες εξουσίες και αρμοδιότητες), παρά τη σημερινή παρακμή του κινήματός τους.

Σ’ αυτό το σημείο όμως, τα αντεξουσιαστικά αντανακλαστικά αρχίζουν να προβάλλουν αντιρρήσεις (και πολύ καλά κάνουν, αρκεί να μην αντικαθιστούν τη λογική σκέψη όταν διατυπώνονται διάφορες επιπόλαιες κριτικές για την ΠΔ). Μία κλασική απορία είναι η εξής: αν η πλειοψηφία των πολιτών είναι διατεθειμένη να ψηφίσει ΠΔ, γιατί δεν ξεκινάμε μ’ όλους αυτούς τη δημιουργία συνελεύσεων και την εγκαθίδρυση του ελευθεριακού κομμουνισμού, αντί να ζητάμε την ψήφο τους; Αυτού του τύπου η κριτική δεν έχει εμπεδώσει όλη την παραπάνω ανάλυση για την ανισομέρεια στο επίπεδο της συνείδησης μεταξύ των πολιτών. Η πλειοψηφία των ανθρώπων μπορεί να είναι διατεθειμένη να ψηφίσει και να στηρίξει ΠΔ, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως θα είναι έτοιμη να απαρνηθεί τον καπιταλιστικό τρόπο ζωής και να προσαρμοστεί άμεσα σε μια κοινωνία αμεσοδημοκρατικών συνελεύσεων δίχως χρήμα, κράτος και ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Ιδιαίτερα, μετά την πικρή εμπειρία του «υπαρκτού» σοσιαλισμού, λίγοι είναι αποφασισμένοι να ξεκινήσουν ένα καινούριο γιγάντιο κοινωνικό πείραμα, εάν δεν έχουν δει στην καθημερινή ζωή τους πως θα μπορούσε να στηθεί μια εναλλακτική κοινωνία. Η ψήφος τους είναι μόνο το πρώτο βήμα μιας μακράς «εκπαιδευτικής» διαδικασίας που θα πρέπει να ακολουθήσει.

Επιπλέον, σύμφωνα με την αντίληψη της ΠΔ, στα πρώτα στάδια συγκρότησης ενός επαναστατικού κινήματος θα πρέπει να εκμεταλλευτούμε την αστική νομιμότητα (η οποία είναι φυσικά αποτέλεσμα μακρόχρονων κοινωνικών αγώνων). Έστω ότι σε μία κοινότητα, η πλειοψηφία του κόσμου αποτελείται από συνειδητοποιημένους επαναστάτες. Αν αυτοί καταλάβουν ξαφνικά τα εργοστάσια, διαλύσουν το επίσημο δημοτικό συμβούλιο, απαλλοτριώσουν τη γη και θεσμοθετήσουν μια αναρχοκομμουνιστική οργάνωση, τότε μια τεράστια στρατιωτική κατασταλτική δύναμη θα επιχειρήσει να τους συντρίψει (να μην ξεχνάμε ότι δεν ζούμε στο 1936 όπου τουφέκια είχαν οι φασίστες, τουφέκια και οι αναρχικοί: οι μέθοδοι καταστολής είναι σήμερα αφάνταστα καταστροφικές και μόνο η πλειοψηφία του λαού μπορεί να τις αντιμετωπίσει – για τη βία των ελίτ ενάντια στο κίνημα θα αναφερθούμε ξανά παρακάτω). Το ζητούμενο είναι με ποιον τρόπο, σταδιακά, όλο και περισσότεροι πολίτες, σε πολλούς δήμους και κοινότητες, θα αποκτούν δημοκρατική συνείδηση καθώς θα διαχειρίζονται αμεσοδημοκρατικά, αλλά μέσα στα πλαίσια της νομιμότητας, τις ζωές τους. Όταν κάποια στιγμή δημιουργηθεί μια δυαδική εξουσία, από τη μία το σύστημα και από την άλλη ένα μεγάλο δημοκρατικό κίνημα συνειδητοποιημένων πολιτών, τότε η καθολική ρήξη θα έχει πολύ μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας.

Τι εννοούμε όμως μιλώντας για την αστική νομιμότητα; Αυτό θα γίνει κατανοητό αν ξεκαθαρίσουμε τον τρόπο της συμμετοχής μας στις εκλογές. Καταρχήν, στις εκλογές δεν κατεβαίνει μια κομματική οργάνωση αλλά μια δημοκρατική κίνηση, δηλαδή μια οργάνωση ανοιχτή σε όλους τους πολίτες στην οποία την εξουσία ασκεί η συνέλευση βάσης και όχι κάποια επιτροπή. Ωστόσο, η συμμετοχή στις εκλογές προϋποθέτει κάποιους υποψήφιους δημοτικούς σύμβουλους και κάποιον υποψήφιο δήμαρχο. Η συνέλευση θα αποφασίσει ποιοι θα είναι αυτοί οι υποψήφιοι. Όμως, η υποψηφιότητά τους θα είναι τυπική γιατί την επομένη των εκλογών το κίνημα ΠΔ θα καταργήσει ουσιαστικά τον δήμαρχο και το δημοτικό συμβούλιο (που μπορεί για λόγους νομοτυπικούς να εξακολουθούν να υπάρχουν στη μεταβατική περίοδο), αλλά την εξουσία θα ασκεί μια ανοιχτή σε όλους δημοτική συνέλευση. Το κράτος δεν θα επιτεθεί για ν’ απαντήσει σε μια τέτοια πρόκληση; Όχι γιατί, τυπικά, τις αποφάσεις της συνέλευσης θα τις επικυρώνουν με την υπογραφή τους ο δήμαρχος και τα μέλη του συμβουλίου. Το κράτος δεν θα έχει στα χέρια του τη δικαιολογία της κατάλυσης της «δημοκρατικής» ή συνταγματικής νομιμότητας εκ μέρους μας, ώστε να επιτεθεί! Ο μόνος τρόπος για να μας συντρίψει με τη βία θα είναι να μετατραπεί σε δικτατορία, μια μετατροπή που θα συσπείρωνε πολλά λαϊκά στρώματα εναντίον του καθώς θα το ανάγκαζε να αφαιρέσει το «δημοκρατικό» προσωπείο του.

Τι θα γίνει όμως με τον δήμαρχο και τους δημοτικούς συμβούλους, την υπογραφή των οποίων θα χρειαζόμαστε για να επικυρώσουν τις αποφάσεις των συνελεύσεων; Αν ξαφνικά τους διαβρώσει η εξουσία και από οπαδοί της Περιεκτικής Δημοκρατίας μετατραπούν σε αδίστακτους εξουσιαστές; Το υπάρχον πλαίσιο επιτρέπει μια διέξοδο σ’ αυτό το απαισιόδοξο σενάριο: ένας εκλογικός συνδυασμός μπορεί να κατέβει με καταστατικό το οποίο να ορίζει την εναλλαγή και κυκλικότητα των μελών της οργάνωσης στις υποψήφιες θέσεις εξουσίας. Έτσι, ανά τακτά διαστήματα, από τα πόστα του δημάρχου και των δημοτικών συμβούλών θα μπορούν να περνάνε διαφορετικά πρόσωπα ώστε να αποφευχθεί μια πιθανή διαφθορά του κινήματος εκ των έσω. Εξάλλου, η διαφθορά και το ξεπούλημα αγωνιστών είναι ένας κίνδυνος υπαρκτός σε οποιοδήποτε κίνημα, αναρχικό ή κομμουνιστικό. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι θα πρέπει να εγκαταλείπουμε κάθε σοβαρή προσπάθεια με την απλοϊκή δικαιολογία ότι οι υποψήφιοι δοκιμασμένοι και γνωστοί ακτιβιστές μπορεί να μας προδώσουν! Πολύ πιο ουσιώδης είναι η εξέταση των αιτιών ύπαρξης παρόμοιων φαινομένων στηριζόμενοι στις ιστορικές συνθήκες. Πόσο σημαντική, για παράδειγμα, ήταν η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ και η απουσία εναλλακτικού προτάγματος, όσον αφορά τη στροφή μεγάλης μερίδας αριστερών πολιτικών και διανοουμένων προς τα δεξιά; Η ρητορική αυτή ερώτηση επαναφέρει επιτακτικά τη δημιουργία ενός ριζοσπαστικού προτάγματος, ακόμα και για την αποφυγή παρόμοιων φαινομένων.

Πώς μπορεί εντούτοις να αποφευχθεί μια εξέλιξη παρόμοια με αυτήν που περιγράψαμε παραπάνω, δηλαδή την επόμενη των εκλογών οι συνελεύσεις των δημοτών να πάρουν αποφάσεις λ.χ. ενάντια στους μετανάστες; Υποτίθεται ότι πριν τη συμμετοχή στις εκλογές η οργάνωση της ΠΔ έχει αρχίσει να αποκτά κοινωνική επιρροή και οι ιδέες της να αποκτούν οπαδούς στην πλειοψηφία των πολιτών. Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι θα έχουν αρχίσει ήδη να αλλάζουν. Στην τακτική δημοτική συνέλευση η ΠΔ (αλλά και άλλες δημοκρατικές οργανώσεις) θα προσπαθεί να κινητοποιεί τους πολίτες και να τους προσανατολίζει σε δημοκρατικές αποφάσεις που δεν θα είναι ρατσιστικές και σεξιστικές, ούτε θα προωθούν μέτρα που ευνοούν το σύστημα, τη χειροτέρευση της ποιότητας ζωής κλπ. Ο έλεγχος των δημοτικών ραδιοτηλεοπτικών καναλιών από την δημοτική πλειοψηφία θα παίξει σημαντικό ρόλο στην προσπάθεια αυτή.

Ωστόσο, η προσπάθεια οικοδόμησης ενός δημοκρατικού κινήματος ενέχει ρίσκα τα οποία μόνο η συγκεντρωτική εξουσία και ο αυταρχισμός μπορούν να «ξεπεράσουν». Αν όμως καταφύγουμε στον αυταρχισμό και πούμε ότι οι αποφάσεις της οργάνωσης ΠΔ υπερτερούν των αποφάσεων των συνελεύσεων, τότε το παιχνίδι της δημοκρατικής διαπαιδαγώγησης θα έχει ήδη χαθεί. Κανείς λοιπόν δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι οι αποφάσεις των συνελεύσεων θα είναι οι καλύτερες δυνατές. Αυτό το οποίο είναι σίγουρο είναι ότι οι ίδιες οι συνελεύσεις θα είναι γνήσια δημοκρατικές και θα επιτρέπουν την ελεύθερη διαβούλευση των ανθρώπων σ’ αυτές και τη δημοκρατική πράξη. Η μόνη δυνατότητα π.χ. προστασίας των μειονοτήτων ή αποφυγής αποφάσεων υπέρ της ιδιωτικοποίησης της δημοτικής περιουσίας, θα μπορούσε να διασφαλιστεί αν στο καταστατικό του εκλογικού συνδυασμού ΠΔ διατυπωνόταν ρητά πως για παρόμοιες αποφάσεις απαιτείται απαρτία των πολιτών και αυξημένες πλειοψηφίες, π.χ. 75% -- για τις μειονότητες θα μπορούσαν να συσταθούν και αυτόνομες συνελεύσεις μειονοτήτων που θα είχαν δικαίωμα «βέτο» σε θέματα κοινωνικών διακρίσεων εναντίον τους. (Επίσης, όσο οι δημοκρατικοί δήμοι αυξάνονται και ενώνονται σε συνομοσπονδίες, θα μπορούσαν οι συνελεύσεις, με αυξημένες πλειοψηφίες να καταλήξουν σε κάποιες θεμελιώδεις αρχές, ένα τρόπον τινά σύνταγμα ή κοινωνικό συμβόλαιο, το οποίο θα διασφαλίζει τα δικαιώματα των μειονοτήτων και την προστασία της δημοκρατίας από καταστροφικές αποφάσεις – τα περιεχόμενα αυτών των αρχών θα χρειάζονται και πάλι ειδικούς όρους για να τροποποιηθούν).

Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι, άνθρωποι που αφιέρωσαν τη ζωή τους στην υπόθεση του ελευθεριακού κινήματος, όπως ο Μπακούνιν και ο Μπούκτσιν, και που πρότειναν τη συμμετοχή στις τοπικές εκλογές ως μέσο για την επαναστατική πάλη, δεν μπορούν να απορρίπτονται αστόχαστα σαν ρεφορμιστές από κάθε υπερεπαναστάτη που υπερεκτιμάει τις απόψεις του. Η συμμετοχή στις δημοτικές εκλογές δεν σημαίνει ότι «ρεφορμίζουμε» ή ότι ξεπουλάμε τις ελευθεριακές ιδέες μας. Αν κάτι τέτοιο ήταν αλήθεια, τότε θα προτείναμε, σαν πραγματικά ξεπουλημένοι, και τη συμμετοχή στις κοινοβουλευτικές εκλογές, κάτι που ρητά αποκλείουμε ακριβώς διότι στηρίζεται στη λογική της δημιουργίας δημοκρατικής συνείδησης «από επάνω» και όχι «από κάτω», ενώ η συμμετοχή στις δημοτικές εκλογές είναι ένα μέσο απόλυτα συμβατό με τους στόχους για μια πραγματικά δημοκρατική κοινωνική αλλαγή.

Το όραμα της ΠΔ έχει βασικό στόχο να είναι συνεπές στα μέσα και στους σκοπούς του. Ο σκοπός της αποκεντρωμένης κοινωνίας δεν συνάδει με τον συγκεντρωτισμό των εθνικών ή άλλων εκλογών, παρά μόνο με τις τοπικές εκλογές. Αυτό δεν έχει μόνο φιλολογικό ή συμβολικό χαρακτήρα αλλά και πρακτικό. Το ιδιαίτερο στοιχείο που έχουν οι τοπικές εκλογές και που τις κάνουν πρόσφορες για ένα επαναστατικό δημοκρατικό κίνημα είναι ότι μόνο στο τοπικό επίπεδο είναι εφικτός ο ΑΜΕΣΟΣ έλεγχος αυτών που θα είναι υποψήφιοι και πιθανώς θα ψηφιστούν. Πέρα από αυτό, η συμμετοχή και νίκη στις τοπικές εκλογές επιτρέπει την έναρξη άμεσης εφαρμογής ενός προγράμματος ΠΔ στο τοπικό επίπεδο, τον δήμο, που είναι η βασική μονάδα αποφάσεων σε μια ΠΔ, ενώ αντίθετα η απευθείας νίκη στις εθνικές εκλογές θα οδηγούσε στο κτίσιμο μίας συνομοσπονδίας ΠΔ «από τα πάνω» και κατόπιν στην δημιουργία «εντεταλμένων» περιεκτικοδημοκρατικών δήμων στο τοπικό επίπεδο (κάτι ανάλογο με τους θεσμούς του «υπαρκτού»). Άμεσος έλεγχος σημαίνει ότι οι ακτιβιστές που κατεβαίνουν υποψήφιοι είναι γνωστοί στην τοπική κοινωνία, όπως γνωστοί είναι και οι αγώνες τους για τη δημοκρατία στην περιοχή. Ακόμα, σημαίνει ότι καθημερινά οι πολίτες μπορούν να ελέγχουν την πρακτική των τυπικών συμβούλων ή του τυπικού δημάρχου, οι οποίοι θα λογοδοτούν τακτικά στη συνέλευση. Είναι παραπάνω από αυτονόητο ότι αυτός ο έλεγχος δεν μπορεί να επιτευχθεί αν στείλεις αντιπροσώπους στην Αθήνα (πόσο μάλλον στις Βρυξέλες!). Η συμμετοχή σε εκλογές άλλες εκτός των τοπικών, καταστρέφει τη δημοκρατική εκπαιδευτική διαδικασία γιατί «περνάει» ένα μήνυμα νομιμοποίησης του συγκεντρωτισμού για κάποιον υποτίθεται ανώτερο σκοπό.

Δεν μπορούμε να προωθούμε βουλευτές που θα είναι αποκομμένοι και άγνωστοι στη λαϊκή βάση που τους στήριξε, όπως κάνουν τα αριστερά κόμματα σε συνέπεια με τους δικούς τους συγκεντρωτικούς στόχους (βλ. «δικτατορία του προλεταριάτου»). Στην ΠΔ, οραματιζόμαστε εθνικά και παγκόσμια ελευθεριακά συμβούλια ανακλητών εντολοδόχων που θα συντονίζουν τις αποφάσεις των τοπικών συνελεύσεων (όταν η τεχνολογία δεν θα επιτρέπει έναν άμεσο συντονισμό μεταξύ των συνελεύσεων μιας περιοχής). Αυτοί οι εντολοδόχοι όμως, θα υλοποιούν τις εντολές που τους έχει δώσει η συνέλευση του δήμου από τον οποίο προέρχονται, στην οποία συνέλευση συνεχώς θα λογοδοτούν και αν αποτυγχάνουν αυτή θα τους ανακαλεί άμεσα. [Δεν πρέπει να ξεχνάμε και το εξής σημαντικό: ιστορικά, μόνο σε πόλεις ή σε συνομοσπονδίες πόλεων εκδηλώθηκε το πρόταγμα της αυτονομίας που υιοθετούμε. Ποτέ όμως στο Κράτος (πως θα μπορούσε άλλωστε!). Γι’ αυτό η ΠΔ υιοθετεί τον Δήμο, δηλαδή την Πόλη και τις συνομοσπονδίες της ως τη βασική πολιτική και οικονομική μονάδα οργάνωσης της κοινωνικής ζωής. Συνεπώς, η συμμετοχή στις κοινοβουλευτικές εκλογές, όσο καλοπροαίρετη κι αν είναι, καταστρέφει κάθε δημοκρατική προοπτική, γιατί σηματοδοτεί την άρνηση της Πόλης ως κατεξοχήν και μοναδικό πεδίο της δημοκρατικής πολιτικής].  

Κι εξάλλου, οι λόγοι για τους οποίους υποτίθεται ότι πρέπει να συμμετέχουμε στις κοινοβουλευτικές εκλογές δεν ευσταθούν. Μας λένε για παράδειγμα πως αν καταλάβουμε την κρατική εξουσία, τότε πολύ δύσκολα θα κατασταλεί το κίνημα από το κράτος. Ωστόσο, το κοινοβούλιο δεν ταυτίζεται με το κράτος. Το κράτος είναι ένας πολύπλοκος μηχανισμός μιας σειράς θεσμών, από την εκκλησία και τη δικαστική εξουσία μέχρι τον στρατό. Ακόμα κι αν καταλάβουμε το κοινοβούλιο νόμιμα και αρχίσουμε να εφαρμόζουμε ένα ανατρεπτικό πρόγραμμα που υποσκάπτει το ίδιο το κράτος, ο στρατός ή άλλοι παράγοντες (βλέπε την περίπτωση Αλιέντε) σίγουρα θα επιτεθούν και με δεδομένο ότι το πρόβλημα της συνειδησιακής ανομοιογένειας δεν θα έχει λυθεί θα βρουν πολλούς υποστηρικτές στα λαϊκά στρώματα.

Ένα δημοκρατικό κίνημα δεν χρειάζεται τη συμμετοχή στις κοινοβουλευτικές εκλογές για να θωρακίσει την άμυνά του απέναντι στη, μάλλον αναπόφευκτη, λυσσώδη επίθεση των ελίτ. Αυτό που χρειάζεται είναι αναπτυγμένη δημοκρατική συνείδηση στην πλειοψηφία του λαού. Αυτήν την περίοδο βλέπουμε στο Ιράκ έναν γενναίο λαό, με χαμηλό επίπεδο δημοκρατικής συνείδησης και διασπασμένο πολιτιστικά, να αντιμάχεται επιτυχημένα έναν παντοδύναμο καταχτητή. Παρόμοια, και ακόμα αποτελεσματικότερη, μπορεί να είναι και η αντίσταση του δημοκρατικού κινήματος (ιδιαίτερα αν έχει αναπτυχθεί κι ένα διεθνές κίνημα αλληλεγγύης). Διότι, όπως απόδειξε η πρόσφατη εμπειρία, και ο πιο πανίσχυρος τεχνολογικά στρατός μισθοφόρων στην Ιστορία μπορεί μεν να καταστρέψει, αλλά δεν μπορεί και να δημιουργήσει τις δομές που θέλουν οι ελίτ, χωρίς την υποστήριξη της πλειοψηφίας του λαού. Αρκεί να έχει προηγηθεί η μακρά και επίπονη μεταβατική στρατηγική που θα έχει δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες για την κοινωνικοποίηση επαναστατημένων ανθρώπων. Η εναλλακτική του συστήματος τότε θα είναι εφιαλτική και για το ίδιο: θα πρέπει να μας σκοτώσει όλους.

 

Υ.Γ.: Πολλοί θα απορήσουν: σε ποιο υποκείμενο, σε ποιο ταξικό κομμάτι της κοινωνίας απευθύνεται το παραπάνω πρόγραμμα; Στα τεύχη 8 και 9 παρουσιάστηκε η ταξική ανάλυση της ΠΔ, σύμφωνα με την οποία η έννοια της τάξης θα πρέπει να διευρυνθεί ώστε να συμπεριλάβει όλες τις μορφές κυριαρχίας (στα ίδια τεύχη υπάρχει και η ανάλυση της ΠΔ για το απελευθερωτικό υποκείμενο). Στο αντισυστημικό κίνημα που σκιαγραφήσαμε μπορούν να συμμετέχουν όλα τα θύματα κάθε μορφής ταξικής ανισότητας (οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής και οικολογικής). Αυτά τα θύματα αποτελούν σήμερα τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού, έχουν ωστόσο ανομοιογενή συνείδηση. Ένα ολοκληρωμένο αντισυστημικό πρόταγμα είναι το σπουδαιότερο μέσο για να τα συνενώσει σε μια κοινή επαναστατική βλέψη και πάλη, αναδεικνύοντας θεωρητικά και πρακτικά την κοινότητα των συμφερόντων τους ενάντια στην καπιταλιστική οικονομία της αγοράς και την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία».  



 

 

 

Επιστροφή