Η άνοδος του Κοστούνιτσα και η ένταξη της Γιουγκοσλαβίας στην οικονομία της αγοράς

ΘΩΜΑΣ ΛΕΚΚΑΣ

 

Η άνοδος του Κοστούνιτσα στην εξουσία, ολοκληρώνει μια διαδικασία που είχε τεθεί σε κίνηση από τις Δυτικές ελίτ. Μια διαδικασία που είχε σαν στόχο την ένταξη της τότε Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, όπως είχε επιχειρηθεί και με τις υπόλοιπες χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ. Για το σκοπό αυτό, οδήγησαν καταρχήν τη χώρα στο διαμελισμό δημιουργώντας μια σειρά από προτεκτοράτα (Σλοβενία, Κροατία, Μαυροβούνιο) —πράγμα που έκανε ευκολότερη την ενσωμάτωση της περιοχής στην οικονομία της αγοράς. Ενώ όμως η Σλοβενία, η Κροατία, η ΠΓΔΜ  είχαν στο τέλος της δεκαετίας ήδη μετατραπεί σε προτεκτοράτα και βρίσκονταν σε πορεία ενσωμάτωσης στην αγορά, η νέα Γιουγκοσλαβία  που απαρτιζόταν μόνο από τη Σερβία και το Μαυροβούνιο δεν ελεγχόταν ακόμη πλήρως από τις δυτικές ελίτ. Η επιθυμία των δυτικών να ενσωματώσουν και τη νέα Γιουγκοσλαβία στην αγορά ήταν  η πραγματική αιτία του κτηνώδους νατοϊκού πολέμου τον περσινό χρόνο. Γι’ αυτό το σκοπό οι βομβαρδισμοί είχαν σαν κύριο στόχο την παραγωγική βάση της χώρας στην οποία επέφεραν πολύ σημαντικές ζημιές προκειμένου να δημιουργήσουν συνθήκες πλήρους οικονομικής εξάρτησης από τη Δύση. Η εξάρτηση αυτή ενισχύθηκε  με τη δημιουργία ενός ακόμη προτεκτοράτου στο Κόσσοβο.

 

Τα προβλήματα όμως των δυτικών ελίτ δεν είχαν τελειώσει. Το καθεστώς του Μιλόσεβιτς, που στήριζε τη λαϊκή του βάση σε έναν άκρατο εθνικισμό, έβαζε αντικειμενικά εμπόδια στη διαδικασία ενσωμάτωσης, με συνέπεια η Δύση να επιδοθεί σε μια προσπάθεια ανατροπής του. Επιδίωξε την απομόνωση του Μιλόσεβιτς από τη λαϊκή βάση που τον στήριζε, κάτι που πέτυχε τελικά με τη δυσαρέσκεια που προκάλεσε στα λαϊκά στρώματα  το οικονομικό εμπάργκο και οι κυρώσεις που η ίδια επέβαλλε. Παράλληλα προωθούσε με κάθε τρόπο την άνοδο της Δημοκρατικής Αντιπολίτευσης  στην εξουσία, στην οποία έβλεπε τον κατάλληλο εντολοδόχο της Νέας Τάξης. Η νίκη του Κοστούνιτσα στις εκλογές ήταν η αρχή του τέλους για το Μιλόσεβιτς, του οποίου η απεγνωσμένη προσπάθεια να γαντζωθεί στην εξουσία έπεσε στο κενό όταν η εξέγερση τον γκρέμισε οριστικά εγκαθιστώντας τον Κοστούνιτσα στην εξουσία.

 

Σχετικά με την εξέγερση διατυπώθηκαν διάφορες απόψεις. Οι ελίτ υποστήριξαν ότι επρόκειτο για μια γνήσια λαϊκή, δημοκρατική επανάσταση, αποκρύβοντας επιμελώς το δικό τους ρόλο και τις πραγματικές επιδιώξεις τους. Από την άλλη κομμάτια της αριστεράς με προεξέχον στη χώρα μας το ΚΚΕ έκαναν λόγο για πραξικόπημα και για ένα όχλο πλήρως υποκινούμενο από τη Δύση που γκρέμισε ένα αντιιμπεριαλιστικό καθεστώς. Η άποψη όμως αυτή είναι λανθασμένη στην ουσία της, καθώς αφενός παραγνωρίζει ότι στην εξέγερση συμμετείχαν κατά πλειοψηφία φτωχά λαϊκά στρώματα και όχι μόνο καθαρά υποκινούμενες δυνάμεις, αφετέρου ταυτίζει τα συμφέροντα των λαϊκών στρωμάτων με αυτά του καθεστώτος Μιλόσεβιτς. Περισσότερο προβληματική είναι όμως και η θέση κομματιών της ‘επαναστατικής’ αριστεράς, (π.χ. ΣΕΚ) ότι θα πρέπει να ταχθούμε πλήρως με το μέρος των εργατών που γκρέμισαν μία δικτατορία παλεύοντας για πολιτικές ελευθερίες. Η ουσιαστικά φιλελεύθερη  αυτή άποψη κλείνει τα μάτια στο γεγονός ότι η ενσωμάτωση της νέας Γιουγκοσλαβίας  στην Νέα Διεθνή Τάξη μπορεί να σημαίνει κάποιες περισσότερες πολιτικές ελευθερίες αλλά παράλληλα επιφυλάσει πολύ μεγαλύτερα οικονομικά δεινά για τα λαϊκά στρώματα, όπως ακριβώς συνέβη στις χώρες του τ. «υπαρκτού».  Παράλληλα, η άποψη αυτή, δεν αναγνωρίζει το χαμηλό  επίπεδο πολιτικής συνειδητοποίησης των εξεγερμένων. Εκτός αν δε φανερώνει χαμηλό  επίπεδο συνειδητοποίησης το γεγονός ότι ο γιουγκοσλάβικος λαός δε διανοήθηκε καν να συγκρουστεί με τον βασικό εγκληματία, τις δυτικές ελίτ, όταν μάλιστα είχε  προηγηθεί ένας φρικιαστικός πόλεμος και το οικονομικό εμπάργκο από τη Δύση συνέθλιβε τη χώρα. Στην πραγματικότητα λοιπόν, επρόκειτο για ένα κίνημα που κινήθηκε σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που θα έπρεπε να κινηθεί στη συγκεκριμένη συγκυρία. Ένα γνήσιο προοδευτικό κίνημα στη Γιουγκοσλαβία, θα ήταν ένα κίνημα που θα στρεφόταν καταρχήν ενάντια στη Δύση και φυσικά και ενάντια στον Μιλόσεβιτς, με όρους δηλαδή αυτονομίας.

 

Είναι πολύ βασικό να σκιαγραφήσουμε το μέλλον της Γιουγκοσλαβίας αν δεν αναχαιτιστούν οι βλέψεις των Δυτικών. Η ένταξη της Γιουγκοσλαβίας στην οικονομία της αγοράς είναι φανερή από το πρόγραμμα της Δημοκρατικής Αντιπολίτευσης. Το πρόγραμμα που στην ουσία προωθεί η Δύση είναι παρόμοιο με αυτό που επέβαλλε στις χώρες του τέως ‘υπαρκτού σοσιαλισμού’ και ιδιαίτερα στη Ρωσία. Τα αποτελέσματα γι’ αυτές τις χώρες είναι καταστροφικά. Είναι ενδεικτικό ότι στη Ρωσία η φτώχεια ανέβηκε δραματικά από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 φτάνοντας στο 38%, στην Πολωνία  διπλασιάστηκε, ενώ παρόμοιες εικόνες υπάρχουν στη Βουλγαρία και αλλού. Βασικό κοινό χαρακτηριστικό είναι η αποβιομηχάνιση την οποία επέφερε η ενσωμάτωση των χωρών αυτών στην οικονομία της αγοράς. Είναι λοιπόν πασιφανές ότι παρόμοια αποτελέσματα θα υπάρξουν και για τη Γιουγκοσλαβία παρά το μυθολογία των ελίτ για ραγδαία οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Η ενσωμάτωση στην αγορά της σημερινής μη ανταγωνιστικής βιομηχανίας και γεωργίας θα οδηγήσει στο κλείσιμο πολλών παραγωγικών μονάδων με συνέπεια την άνοδο της ανεργίας και της φτώχειας και την παράλληλη υπονόμευση των κοινωνικών υπηρεσιών. Συμπερασματικά η οικονομική εξάρτηση της Γιουγκοσλαβίας εντείνεται αποφασιστικά, ενώ τα προτεκτοράτα στο Κόσσοβο και τη Βοσνία εξασφαλίζουν στη Δύση τον πλήρη έλεγχο του νέου καθεστώτος σε αντίθεση την υποκρισία των ελίτ για το υποτιθέμενο ‘ δημοκρατικό’ μέλλον της χώρας.

 

 

Επιστροφή