ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ

ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΑΜΝΗΣΤΙΑΣ ΚΑΙ ΑΤΟΜΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ


 

H μυθολογία της κοινωνίας πολιτών

(Ελευθεροτυπία, 29/7/2000)

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Σε πρόσφατο άρθρο από τη στήλη αυτή[1] είχα αναφερθεί στις τρεις βασικές προσεγγίσεις πάνω στο θέμα της παγκοσμιοποίησης: τη σοσιαλφιλελεύθερη που υποστηρίζουν σοσιαλφιλελεύθερα κόμματα, όπως το ΠAΣΟK, την παλαιολιθική σοσιαλδημοκρατική, που υποστηρίζουν κυρίως τ. μαρξιστές και αυτήν της Περιεκτικής Δημοκρατίας. H σοσιαλφιλελεύθερη άποψη θεμελιώνεται ιδιαίτερα στην προσέγγιση της κοινωνίας πολιτών που μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού», αλλά και της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας, έχει γίνει σήμερα κυρίαρχη. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι σε πρόσφατη βιβλιοκριτική της προσέγγισης της Περιεκτικής Δημοκρατίας από οπαδό της κοινωνίας πολιτών[2], ενώ γίνεται δεκτή όλη η κριτική που άσκησα στην οικονομία της αγοράς και την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, εξάγεται το συμπέρασμα ότι «δεν μπορούμε ν' απορρίψουμε τις προσπάθειες εκατομμυρίων ανθρώπων, στο πλαίσιο όλων των εκδηλώσεων της κοινωνίας πολιτών, για περισσότερη δημοκρατία και για βελτίωση των όρων ζωής τους». H αιτιολογία της θέσης αυτής είναι ότι μολονότι οι προσπάθειες αυτές σωστά αντιμετωπίζονται με επιφύλαξη, αν όχι καχυποψία, «μόνον η συσσώρευση και δημοκρατική δυναμική αυτών των προσπαθειών θα μας οδηγήσει στην πραγμάτωση της πλήρους, της "περιεκτικής δημοκρατίας"». Θ' άξιζε, λοιπόν, να δούμε από κοντά το τι ακριβώς σημαίνει η κοινωνία πολιτών, τι εκφράζει και ποια είναι η δυναμική της, ιδιαίτερα σήμερα που πολλοί μιλούν ακόμη και για τη γέννηση μιας "διεθνούς κοινωνίας πολιτών"[3], που ήδη έκανε την εμφάνισή της στο Σιάτλ.

Περιληπτικά, η κοινωνία πολιτών συνίσταται από όλες εκείνες τις οργανώσεις και θεσμούς που βρίσκονται, θεωρητικά τουλάχιστον, έξω από τον κρατικό έλεγχο, αλλά και αυτόν της οικονομίας της αγοράς: συνδικάτα, σύλλογοι, κινήσεις πολιτών, συνεταιρισμοί, Eκκλησία, Mη Kυβερνητικές Οργανώσεις (MKΟ) κ.λπ. Όπως είναι φανερό από την περιγραφή αυτή, ελάχιστες από τις κινήσεις αυτές μπορούν να διεκδικήσουν τον τίτλο της αυτονομίας από τις ελίτ που ελέγχουν το κράτος και την οικονομία της αγοράς, ιδιαίτερα μάλιστα στην Eλλάδα. Aκόμη, πολλά από τα σημαντικότερα στοιχεία της κοινωνίας πολιτών, όπως τα εργατικά συνδικάτα, που σε αναπτυγμένες οικονομίες της αγοράς (στις οποίες δεν ανήκει βέβαια η Eλλάδα, παρά την κυβερνητική ανεκδοτολογία) κάποτε είχαν σημαντικό βαθμό αυτονομίας από το κράτος και τα κόμματα, σήμερα παρακμάζουν μετά τον αποδεκατισμό της εργατικής τάξης, που έχει φέρει η παγκοσμιοποίηση και η μεταβιομηχανική κοινωνία. Aλλά και οι MKΟ, όπως η Γκρινπίς και η Διεθνής Aμνηστία, έδειξαν σαφώς και επανειλημμένα πόσο αυτόνομες είναι από κρίσιμες επιλογές των πολιτικών και οικονομικών ελίτ, που ελέγχουν το κράτος και την οικονομία της αγοράς αντίστοιχα. H στάση τους σε σημαντικά γεγονότα, όπως η NATΟϊκή επιδρομή στο Kόσοβο (ή ακόμη και σήμερα η θέση της Διεθνούς Aμνηστίας για τη Zιμπάμπουε, όπου κόπτεται για τις παραβιάσεις των ατομικών δικαιωμάτων από τους Aφρικανούς καταληψίες της γης σε βάρος των λευκών γαιοκτημόνων που απέκτησαν τη γη ελέω... αποικιοκρατίας) δείχνει σαφώς το τι είδους αυτονομία απολαμβάνουν. Ούτε βέβαια είναι τυχαίο ότι οι διανοούμενοι οπαδοί της κοινωνίας πολιτών ήταν βασικοί υποστηρικτές της NATΟϊκής επιδρομής στο Kόσοβο. Eίναι, άλλωστε, ενδεικτικό ότι στην Eλλάδα, οι ίδιες οι κινήσεις για την προώθηση της κοινωνίας των πολιτών, όχι μόνο ανεξάρτητες από το κράτος δεν είναι, αλλά και υποστηρίζουν (και στηρίζονται από) το κυβερνών κόμμα. H κυριότερη, για παράδειγμα, οργάνωση για τη διάδοση της κοινωνίας πολιτών παίρνει με συνέπεια τις κυβερνητικές θέσεις σε όσα κρίσιμα θέματα ανακύπτουν, από τον Οτσαλάν μέχρι τις αγροτικές και μαθητικές καταλήψεις, ενώ οι ιθύνοντές της ανταμείβονται με δική τους εκπομπή στην κρατική τηλεόραση για να διαφημίζουν την κοινωνία πολιτών!

Όπως είναι φανερό από τα παραπάνω, η κοινωνία πολιτών προϋποθέτει τη διάκριση μεταξύ κοινωνίας και κράτους, καθώς και τη διάκριση μεταξύ κοινωνίας και οικονομίας. Όμως οι διακρίσεις αυτές δεν υπήρχαν πάντα. H διάκριση κοινωνίας-πολιτείας δεν υπήρχε στην κλασική Aθήνα, η δε διάκριση κοινωνίας-οικονομίας εισήχθη με την ανάδυση της οικονομίας της αγοράς τα τελευταία 200 περίπου χρόνια. Ήταν όμως ο διαχωρισμός της κοινωνίας από την πολιτεία και την οικονομία που αναπόφευκτα οδήγησε στη σημερινή συγκέντρωση εξουσίας, πολιτικής και οικονομικής, στα χέρια των ολίγων και δημιούργησε την ανάγκη στοιχειώδους αντισταθμίσματός της με τα σημερινά ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες, καθώς και τις κινήσεις πολιτών, και όχι το γεγονός ότι σήμερα επιτύχαμε την «ανοικτή», δηλαδή, την ελεύθερη κοινωνία, όπως άκριτα υποστηρίζουν πανεπιστημιακοί οπαδοί της κοινωνίας πολιτών. Διαφορετικά θα έπρεπε να καταλήξουμε σε «σοφά» συμπεράσματα, σαν αυτό που εξ αντιδιαστολής συνάγεται από μια τέτοια «ανάλυση» ότι η κλασική Aθηναϊκή Δημοκρατία ήταν μια κλειστή κοινωνία ολοκληρωτικού χαρακτήρα, σε αντίθεση με τις σημερινές... «ανοικτές δημοκρατίες»![4]. Δεν είναι άλλωστε περίεργο ότι αίτημα των απελευθερωτικών κινημάτων ανέκαθεν υπήρξε η πραγματική επανενσωμάτωση της κοινωνίας με την πολιτεία και την οικονομία, που εξασφαλίζει την ισοκατανομή κάθε εξουσίας, αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε περιεκτική δημοκρατία[5], δηλαδή, την πραγματικά ανοικτή, ελεύθερη κοινωνία. Aντίθετα, αίτημα των μεταρρυθμιστικών κινημάτων, στα οποία ανήκει και αυτό της κοινωνίας πολιτών, ανέκαθεν ήταν ο εξαναγκασμός των ελίτ στην παραχώρηση μερικών δικαιωμάτων και ελευθεριών που, με την πρώτη ευκαιρία θα ανακαλέσουν. H ιστορία των μεταπολεμικών σοσιαλδημοκρατικών κατακτήσεων (πλήρης απασχόληση, κοινωνικό κράτος, δωρέαν υγεία και εκπαίδευση κ.λπ.) που σήμερα έχουν όλες αναιρεθεί από τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, προφανώς, δεν αποτέλεσε μάθημα για τους οπαδούς της κοινωνίας πολιτών...

H αποτυχία όμως και συνακόλουθη κατάρρευση του «υπαρκτού» έχει οδηγήσει στη σημερινή απεμπόληση των απελευθερωτικών αιτημάτων, με αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας «Aριστεράς», που μη βλέποντας πια την «ενοποιητική ολότητα του συστήματος, την αντικαθιστά με παρεκβατικές έννοιες», όπως αυτή της κοινωνίας πολιτών[6]. H σιωπηρή υπόθεση πίσω από την προσέγγιση της κοινωνίας πολιτών είναι ότι δεν είναι το ίδιο το θεσμικό πλαίσιο (οικονομία αγοράς, αντιπροσωπευτική δημοκρατία) που είναι υπεύθυνο για τη σημερινή πολυδιάστατη κρίση (πολιτική, οικονομική, οικολογική, πολιτισμική), αλλά η κακή εφαρμογή των θεσμών και οι αξίες που επικράτησαν τα τελευταία χρόνια. Έτσι, στις μεταμοντέρνες αναλύσεις, που βασίζονται στην κοινωνία πολιτών, δεν υπάρχει πια «κοινωνικό σύστημα», ούτε «ταξικές» διαμάχες (όχι αναγκαστικά με τη μαρξιστική έννοια)7 που πηγάζουν από την ανισοκατανομή εξουσίας, αλλά απλώς ένας πλουραλισμός αποσπασματικών και επιμερισμένων συγκρούσεων, που συνήθως βασίζονται στην «ταυτότητα» (εθνική, θρησκευτική, φύλου, φυλής κ.λπ.). Συνακόλουθα, στις αναλύσεις αυτές δεν τίθεται καν θέμα αντικατάστασης του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου, που έχει οδηγήσει στη σημερινή πελώρια συγκέντρωση εξουσίας, αλλά απλώς θέμα «εμβάθυνσης» των δικαιωμάτων και της δημοκρατίας. Aντίθετα, για την προσέγγιση της Περιεκτικής Δημοκρατίας είναι αδύνατο το ξεπέρασμα της κρίσης μέσα στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο, εφόσον και οι ίδιες οι αξίες προσδιορίζονται σε αποφασιστικό βαθμό από αυτό. Συμπερασματικά, η κατάρρευση του σοσιαλιστικού κινήματος έχει οδηγήσει την παραδοσιακή «Aριστερά»[7] και τους οπαδούς της κοινωνίας πολιτών στην εγκατάλειψη του αγώνα για τη δημιουργία ενός νέου κοινωνικού συστήματος που θα οδηγούσε στο ξεπέρασμα της χρόνιας και εντεινόμενης πολυδιάστατης κρίσης. Eτσι, οι σημερινές προσπάθειες στο πλαίσιο των εκδηλώσεων της κοινωνίας πολιτών για «περισσότερη δημοκρατία» και βελτίωση των όρων ζωής, όπως έδειξαν οι αντίστοιχες προσπάθειες στο πλαίσιο της σοσιαλδημοκρατίας, δεν έχουν καμία πιθανότητα, στη δυναμική τους, να οδηγήσουν στην πραγμάτωση της περιεκτικής δημοκρατίας, αλλά απλώς παγιδεύουν τους λαϊκούς αγώνες σε ένα Σισύφειο αγώνα χωρίς καμία προοπτική. Σήμερα, επομένως, ίσως περισσότερο παρά ποτέ, είναι ανάγκη να κτιστεί ένα νέο κίνημα με καθαρά αντισυστημικά αιτήματα, όπως αυτό της Περιεκτικής Δημοκρατίας, που αποτελεί τη σύνθεση των αιτημάτων της σοσιαλιστικής και της δημοκρατικής παράδοσης, καθώς και αυτών των νέων κινημάτων (οικολογικό, φεμινιστικό κ.λπ.), που θα αγωνιζόταν για την παράλληλη αλλαγή θεσμών και αξιών.

 

[1] «E», (17/6/2000).

[2] βλ. Σπ. Παπασπηλιόπουλος, Bιβλιοθήκη―«E» (16/6/2000).

[3] βλ. π.χ. την αρθρογραφία του θιασώτη της κοινωνίας πολιτών και υπευθύνου της «Bιβλιοθήκης» Θ. Γιαλκέτση

[4] βλ. Δ. Δημητράκο, Tο Bήμα (4/7/1999).

[5] βλ. T. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία (Kαστανιώτης, 1999), κεφ. 5-6.

[6] Ellen M. Wood, Democracy Against Capitalism (CUP, 1995), σελ. 259.

[7] βλ. T. Fotopoulos, «Class divisions today», Democracy & Nature (Ioύλιος 2000).

 


Στερείται αυτονομίας η Διεθνής Αμνηστία;

(Ελευθεροτυπία, 31/7/2000)

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΓΟΥΣΕΤΗΣ

 

Κύριε Διευθυντά,

Σε άρθρο του στην «Ε» του Σαββάτου (29/7) ο Τάκης Φωτόπουλος γράφει, μεταξύ άλλων:

«Aλλά και οι MKΟ, όπως η Γκρινπίς και η Διεθνής Aμνηστία, έδειξαν σαφώς και επανειλημμένα πόσο αυτόνομες είναι από κρίσιμες επιλογές των πολιτικών και οικονομικών ελίτ, που ελέγχουν το κράτος και την οικονομία της αγοράς αντίστοιχα. H στάση τους σε σημαντικά γεγονότα, όπως η NATΟϊκή επιδρομή στο Kόσοβο (ή ακόμη και σήμερα η θέση της Διεθνούς Aμνηστίας για τη Zιμπάμπουε, όπου κόπτεται για τις παραβιάσεις των ατομικών δικαιωμάτων από τους Aφρικανούς καταληψίες της γης σε βάρος των λευκών γαιοκτημόνων που απέκτησαν τη γη ελέω... αποικιοκρατίας) δείχνει σαφώς το τι είδους αυτονομία απολαμβάνουν».

Στη στάση της Δ. Αμνηστίας στους ΝΑΤΟικους βομβαρδισμούς είχα την ευκαιρία να αναφερθώ στην εφημερίδα σας (1/6/1999), απαντώντας σε ένα σχόλιο του Γιώργου Βότση. Σήμερα θέλω να εκφράσω την απορία μου για την αντίληψη τον κ. Φωτόπουλου περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με αφορμή τα περί Ζιμπάμπουε.

Ανάμεσα σε αλλά η Δ.Α. καταγγέλλει και τα εξής:

«Στις 15 Απριλίου ο γαιοκτήμονας Ντέιβιντ Στήβενς, υποστηρικτής του κόμματος “Κίνημα για τη Δημοκρατική Αλλαγή” επέτρεψε διαδήλωση οπαδών του κόμματος στο κτήμα του. Οι “βετεράνοι” του (εμφυλίου) πολέμου τον απήγαγαν και τον δολοφόνησαν. Ένας άλλος γαιοκτήμονας, ο Τζων Όσμπορν, απήχθη από τους “βετεράνους”, μέσα από το αστυνομικό τμήμα, όπου πήγε να αναφέρει την  απαγωγή του Στήβενς».

Ερωτώ: έχουν ή όχι οι ελέω αποικιοκρατίας γαιοκτήμονες δικαίωμα στη ζωή, στην ελευθερία, ενάντια στην αυθαιρεσία; Αν ναι, η υπεράσπισή τους μπορεί να συνιστά απόδειξη έλλειψης αυτονομίας, δηλαδή απόδειξη εξάρτησης (από ποιους άραγε); Μήπως: αντίθετα η παράλειψη της υπεράσπισης είναι ένδειξη ιδεολογικής εξάρτησης από το γνωστό «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη», από τις σταλινικές εκκαθαρίσεις των κουλάκων, από τη ρήση του Mαο «η επανάσταση δεν είναι σουαρε ντε γκαλα»;

Θεμελιώδης αρχή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι ότι αυτά είναι ανεξάρτητα από την ιδεολογία τόσο του θύματος, όσο και του θύτη. Η αρχή αυτή αποπνέεται γενικά σε όσα κείμενα του κ. Φωτόπουλου είχα την ευκαιρία να διαβάσω. Εξ ου και η  απορία μου.

Διονύσης Γουσέτης

Δ/ντης περιοδικού Δ. Αμνηστίας «Μαρτυρίες»

τ. Γ. Γραμματέας Δ. Αμνηστίας

 


Απάντηση του Τάκη Φωτόπουλου

(Ελευθεροτυπία, 31/7/2000)

 

Ο κ. Γουσέτης δεν θα έπρεπε να απορεί διότι το άρθρο μου αφορούσε τη μονομέρεια της ΔΑ που κόπτεται μεν για τα ατομικά δικαιώματα των γόνων των αποικιοκρατών (όπως κάνει και η Βρετανική ελίτ) αλλά δεν ασχολείται με τη βάναυση καταπάτηση των κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων των Αφρικανών που υποχρεώνονται στην εξαθλίωση για πάνω από ένα αιώνα λόγω της  αρπαγής της γης τους από τους Βρετανούς αποικιοκράτες

 


From: Dionysis Goussetis
Sent: 01 August 2000 14:36
To: Takis Fotopoulos
Subject: Diefkrinisi

 

Αγαπητέ κ. Φωτόπουλε,

Ευχαριστώ για την απάντηση στο σχόλιό μου.

Φοβάμαι πως γίνεται παρανόηση. Ψέγετε την Δ.Α. διότι «δεν ασχολείται με τη βάναυση καταπάτηση των κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων των Αφρικανών». Το καταστατικό της Δ.Α., το οποίο σας επισυνάπτω (τα δύο πρώτα άρθρα) είναι σαφές. Η Δ.Α. ασχολείται με την προώθηση όλων των δικαιωμάτων, αλλά αντιτίθεται στην παραβίαση μόνο ορισμένων από αυτά, που χονδρικά συμπίπτουν με τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα. Οι λόγοι είναι κυρίως οικονομικοί (ο προϋπολογισμός της οργάνωσης και το κόστος της έρευνας που απαιτείται).

Με την λογική του «δεν ασχολείται», θα μπορούσαμε να εγκαλέσουμε την Δ.Α. και για άλλα πράγματα. Δεν ασχολείται π.χ. με τη μόλυνση του περιβάλλοντος, σοβαρή παραβίαση ανθρώπινου δικαιώματος, από το οποίο κρέμεται η ζωή όλων, Αφρικανών και μη.

Καλό είναι να γίνεται κριτική στη Δ.Α. όταν διαπιστώνονται μεροληψίες για δράση που είναι εντός και όχι εκτός του καταστατικού της. Το θέμα γενικά είναι, πιστεύω, πρόσφορο για δημόσιο διάλογο. Αν και σεις τον βρίσκετε χρήσιμο, είμαι στη διάθεσή σας.


Dionyssis Goussetis

 


From: Takis Fotopoulos
Sent: 01 August 2000 19:33
To: Dionysis Goussetis
Subject: RE: Diefkrinisi

 

Αγαπητέ κύριε Γουσέτη,

Ευχαριστώ για την απάντηση σας. Νομίζω  ότι πράγματι υπάρχει παρανόηση η οποία όμως δεν με αφορά. Στόχος του άρθρου μου δεν ήταν εάν μια ΜΚΟ οργάνωση όπως η ΔΑ μεροληπτεί ή όχι με βάση το καταστατικό της, αλλά το εάν ο ίδιος ο ρόλος της, όπως ορίζεται από το καταστατικό της, εκφράζει τις επιλογές μιας ελίτ. Διότι βέβαια τα κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα αποτελούν τη «δεύτερη γενιά» των δικαιωμάτων και δεν μπορούν να διαχωρίζονται από την πρώτη γενιά των πολιτικών δικαιωμάτων. Η μη υιοθέτηση από οργανώσεις όπως η ΔΑ μιας «ολιστικής» αντίληψης των ανθρώπινων δικαιωμάτων που αποκλείει τέτοιους διαχωρισμούς (όπως είχε προταθεί από ριζοσπαστικά ρεύματα στο Πράσινο κίνημα) βολεύει μεν τις οικονομικές ελίτ αλλά οδηγεί σε γελοίες καταστάσεις όπου καταδικάζονται μεν οι Αφρικανοί για την καταπάτηση των πολιτικών δικαιωμάτων των απογόνων των άποικων αλλά όχι και οι τελευταίοι για την καταπάτηση των κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων των πρώτων, η οποία όμως ιστορικά προηγήθηκε και οδήγησε στις σημερινές παραβιάσεις των πολιτικών ελευθεριών! Ελπίζω η θέση μου να έγινε σαφής και πιθανόν να αναπτύξω το θέμα παραπέρα στο επόμενο άρθρο μου στην «Ε».

 

Takis Fotopoulos, Editor

Democracy & Nature


From: Dionysis Goussetis
Sent: 01 August 2000 19:48
To: Takis Fotopoulos
Subject: Re: Diefkrinisi

 

Το ίδιο πρεσβεύει και η ΔΑ: ότι τα δικαιώματα δεν διαχωρίζονται (βλ. άρθρο 1 του καταστατικού που σας έστειλα). Μάλλον χρειάζεται, όπως σας έγραψα, περισσότερη συζήτηση διευκρινιστικού χαρακτήρα. Αν πρόκειται να διαφωνούμε, ας διαφωνούμε τουλάχιστον όχι επί παρεξηγήσεων, αλλά επί της ουσίας. Παραμένω στη διάθεσή σας.

Φιλικά

Δ. Γουσέτης


From: Takis Fotopoulos
Sent: 01 August 2000 23:45
To: Dionysis Goussetis
Subject: RE: Diefkrinisi

 

Συμφωνώ ότι δεν πρέπει να διαφωνούμε επί παρεξηγήσεων αλλά όταν έγραφα στο προηγούμενο μήνυμα μου ότι «η μη υιοθέτηση από οργανώσεις όπως η ΔΑ μιας “ολιστικής” αντίληψης των ανθρώπινων δικαιωμάτων που αποκλείει τέτοιους διαχωρισμούς... οδηγεί σε γελοίες καταστάσεις κ.λπ.» δεν εννοούσα βέβαια μόνο τις θεωρητικές θέσεις της ΔΑ όπως εκφράζονται στο καταστατικό της ή αλλού, αλλά τη συνέπεια μεταξύ θεωρίας και πράξης. Ιδιαίτερα όταν όπως ανάφερα και στο άρθρο μου  τόσα χρόνια δεν είδα την ΔΑ να αγωνίζεται για την καταπάτηση των κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων των Αφρικανών από τους αποικιοκράτες ή πιο κοντά μας των θυμάτων του νεοφιλελευθερισμού. Οι οικονομικές δικαιολογίες βέβαια είναι αστείες διότι με την ίδια λογική θα μπορούσε ν’ αντιτείνει κανείς γιατί να μην προτιμήσει η ΔΑ ν’ αντιτίθεται στη καταπάτηση των κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων και απλώς να προωθεί τα πολιτικά δικαιώματα. Μήπως γιατί αυτό συμπίπτει με την πολιτική των δυτικών ελίτ που χρησιμοποιούν το πρόσχημα των παραβιάσεων πολιτικών δικαιωμάτων για να επεμβαίνουν όπου βλάπτονται τα οικονομικά τους συμφέροντα (π.χ. Κουβέιτ) και αδιαφορούν για τη κατάφωρη παραβίαση των κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων των λαών στην οποία επιδίδονται. Είναι άραγε άσχετη με τη στάση αυτή της ΔΑ το γεγονός ότι η οργάνωση αυτή χρηματοδοτείται βασικά από τις μεσαίες και ανώτερες τάξεις στη Δύση που δεν διανοούνται βέβαια να θέσουν σε αμφισβήτηση το σημερινό σύστημα συγκέντρωσης πολιτικής και οικονομικής δύναμης στα χέρια των ολίγων και απλώς εξεγείρονται για την παραβίαση των πολιτικών δικαιωμάτων (που δεν θέτει θέματα κοινωνικό-οικονομικού συστήματος) αδιαφορώντας για την κοινωνικό-οικονομική βάση των παραβιάσεων αυτών;  

 

Takis Fotopoulos


 

Κανείς για να απευθύνει τόσο βαρειές κατηγορίες στη ΔΑ, θα πρέπει να έχει, νομίζω, ασχοληθεί μ' αυτήν. Να γνωρίζει πώς ξεκίνησε, πώς προχώρησε, πώς διεύρυνε το mandate της. Δεν υπήρξε κάποια χρονική στιγμή όπου «εν ψυχρώ» αποφασίστηκε η δράση για τα ατομικά και όχι για τα κοινωνικά δικαιώματα. Το mandate εξελίσσεται (επεκτείνεται) σταδιακά τα τελευταία 30 χρόνια. Μάλιστα, τα τελευταία 5 χρόνια επεκτάθηκε και στα οικονομικά δικαιώματα, έτσι που πλέον να «προωθεί όλα τα δικαιώματα της Οικουμενικής Διακήρυξης», κάτι που δεν συνέβαινε στο παρελθόν.

Η ΔΑ είναι από τις λίγες, ίσως η μοναδική, ΜΚΟ που χρηματοδοτείται από τα μέλη της, μη δεχόμενη χρήματα από κυβερνήσεις και διακυβερνητικούς Οργανισμούς (π.χ. ΕΕ), ακριβώς για να μπορεί να αντικρούει καχυποψίες σαν τις δικές σας. Προφανώς τα μέλη ανήκουν κατά πλειοψηφία στις μεσαίες τάξεις. Ξέρετε οργάνωση που να χρηματοδοτείται κυρίως από τους προλετάριους;

Σε ό,τι αφορά τις δυτικές κυβερνήσεις, θα με βρήτε σύμφωνο ότι δρούν προσχηματικά, αλλά και επιλεκτικά, ως προς την παγκόσμια προστασία των δικαιωμάτων. Το «εθνικό συμφέρον» τους κοιτούν, όπως κάνουν όλες οι κυβερνήσεις εξ άλλου. Δεν φταίνε γι’ αυτό ούτε τα δικαιώματα ούτε οι ΜΚΟ.

Στο επόμενο τεύχος των «Σύγχρονων Θεμάτων» θα υπάρξει ένας αντίστοιχος διάλογός μου με τον Στέφανο Πεσμαζόγλου για τα θέματα αυτά. Ο Στέφανος είναι πιο κοντά στις δικές σας απόψεις, χωρίς να είναι, πιστεύω, τόσο «προχωρημένος».


Dionyssis Goussetis


 

>>> Κανείς για να απευθύνει τόσο βαρειές κατηγορίες στη ΔΑ, θα πρέπει να έχει, νομίζω, ασχοληθεί μ' αυτήν. Να γνωρίζει πώς ξεκίνησε, πώς προχώρησε, πώς διεύρηνε το mandate της. Δεν υπήρξε κάποια χρονική στιγμή όπου «εν ψυχρώ» αποφασίστηκε η δράση για τα ατομικά και όχι για τα κοινωνικά δικαιώματα. Το mandate εξελίσσεται (επεκτείνεται) σταδιακά τα τελευταία 30 χρόνια. Μάλιστα, τα τελευταία 5 χρόνια επεκτάθηκε και στα οικονομικά δικαιώματα, έτσι που πλέον να «προωθεί όλα τα δικαιώματα της Οικουμενικής Διακήρυξης», κάτι που δεν συνέβαινε στο παρελθόν.

Προφανώς δεν με ενδιαφέρει η «εσωτερική» ιστορία της ΔΑ αλλά το τι κάνει στη πράξη.  Κρίνω αυτό που βλέπω και βλέπω π.χ. μια πραγματική γενοκτονία από το εμπάργκο στο Ιράκ και η ΔΑ που εκοπτετο για την υποτιθέμενη γενοκτονία των  Αλβανών Κοσοβαρων να μην δίνει δεκάρα. Εάν αυτό δεν είναι επιλεκτική υποστήριξη δικαιωμάτων με βάση τις επιλογές των ελίτ τότε διερωτώμαι τι είναι.

>>> Η ΔΑ είναι από τις λίγες, ίσως η μοναδική, ΜΚΟ που χρηματοδοτείται από τα μέλη της, μη δεχόμενη χρήματα από κυβερνήσεις και διακυβερνητικούς Οργανισμούς (π.χ. ΕΕ), ακριβώς για να μπορεί να αντικρούει καχυποψίες σαν τις δικές σας. Προφανώς τα μέλη ανήκουν κατά πλειοψηφία στις μεσαίες τάξεις. Ξέρετε οργάνωση που να χρηματοδοτείται κυρίως από τους προλετάριους;

Εάν δεν απατώμαι και η Γκρινπις αυτοχρηματοδοτείται αλλά αυτό δεν την εμπόδισε να παίρνει στάσεις (π.χ. στο Κόσσοβο) που συμπίπτουν με τις ευαισθησίες των μελών της στις μεσαίες τάξεις (που συμπίπτουν αντίστοιχα με αυτές των ελίτ). Όσον αφορά οργανώσεις που χρηματοδοτούνται από προλεταρίους προφανώς δεν έχετε ακούσει για εργατικά συνδικάτα που για ένα διάστημα πράγματι υπήρξαν αυτόνομα σε χώρες όπως η Βρετανία από τις αποφάσεις των ελίτ. Σήμερα, όπως ανάφερα στο άρθρο μου, δεν βλέπω πια ότι υπάρχουν αυτόνομες ΜΚΟ (αυτόνομες από τις αποφάσεις των ελίτ και των μεσαίων στρωμάτων που συμπλέουν), υπάρχουν μόνο κάποιες αυτόνομες κινήσεις πολιτών οι οποίες όμως όταν είναι πράγματι αυτόνομες δεν λαμβάνονται υπόψη στη διαδικασία λήψης αποφάσεων (π.χ. οι κινήσεις-πολιτών κατά της ΠΕΤΡΟΛΑ).

>>> Σε ό,τι αφορά τις δυτικές κυβερνήσεις, θα με βρήτε σύμφωνο ότι δρούν προσχηματικά, αλλά και επιλεκτικά, ως προς την παγκόσμια προστασία των δικαιωμάτων. Το «εθνικό συμφέρον» τους κοιτούν, όπως κάνουν όλες οι κυβερνήσεις εξ άλλου. Δεν φταίνε γι αυτό ούτε τα δικαιώματα ούτε οι ΜΚΟ.

Εάν υπήρχε πραγματική δημοκρατία και όχι τα σημερινά ολιγαρχικά συστήματα δεν θα υπήρχε και ανάγκη για οργανώσεις σαν την ΔΑ. Ο  ρόλος των ΜΚΟ σαν την ΔΑ είναι ακριβώς να προστατεύει τα ανθρώπινα δικαιώματα ανεξάρτητα από «εθνικά συμφέροντα» (δηλ. τα συμφέροντα των ελίτ) πράγμα που κάνουν εντελώς επιλεκτικά, όπως έχει δείξει η ιστορική εμπειρία, ενώ οι επιλογές τους ...τυχαίνει να συμπίπτουν με αυτές των δυτικών κυβερνήσεων, όπου εδράζονται οι μεσαίες τάξεις που τις χρηματοδοτούν με τις συνδρομές τους.

 

Takis Fotopoulos


 

Δεν είναι αλήθεια ότι η ΔΑ δεν έδωσε δεκάρα για τις επιπτώσεις του εμπάργκο στο Ιράκ. Παρ’ ότι το θέμα είναι εκτός mandate της και παρ’ ότι δεν έχει θέση γενικά υπέρ ή κατά των «εμπάργκο», σας επισυνάπτω σχετική ανακοίνωση της πέρισυ, όταν το θέμα συζητιόταν στον ΟΗΕ.

Γενικά, κ. Φωτόπουλε, όμως, είναι άχαρη η συζήτηση για το τί δεν κάνει η ΔΑ. Άραγε, τα εργατικά συνδικάτα της Βρετανίας, στα οποία αναφέρεσθε, ασχολούνταν με όλα τα δικαιώματα και τις ανά τον κόσμο παραβιάσεις; Προφανώς όλες οι οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων εξειδικεύονται, διότι καμιά δεν μπορεί να δράσει «ολιστικά», όπως απαιτείτε από την ΔΑ. Γράφετε:

«Είναι άραγε άσχετη με τη στάση αυτή της ΔΑ το γεγονός ότι η οργάνωση αυτή χρηματοδοτείται βασικά από τις μεσαίες και ανώτερες τάξεις στη Δύση που δεν διανοούνται βέβαια να θέσουν σε αμφισβήτηση το σημερινό σύστημα συγκέντρωσης πολιτικής και οικονομικής δύναμης στα χέρια των ολίγων και απλώς εξεγείρονται για την παραβίαση των πολιτικών δικαιωμάτων (που δεν θέτει θέματα κοινωνικό-οικονομικου συστήματος) αδιαφορώντας για την κοινωνικό-οικονομική βάση των παραβιάσεων αυτών;» (υπογρ. δική μου).

Τον καιρό του διπολισμού, η ΔΑ υφίστατο αυτήν ακριβώς την κριτική από τους φιλοσοβιετικούς κομμουνιστές. Δεν αμφισβητούσε το καπιταλιστικό σύστημα, υπέρ του κομμουνιστκού! Η ΔΑ πράττει σοφά να μην παίρνει θέση σε συστήματα, αλλά να καταγγέλει πράξεις. Θα έπεφτε στην παγίδα να μπλέξει με ιδεολογίες και διάφορους «-ισμούς» (καπιταλισμός, κομμουνισμός, φασισμός κ.λπ.), ενώ τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι παραβιάσεις τους είναι ζητήματα πέρα από δικαιολογίες.

Επιστρέφω κ. Φωτόπουλε, στην πρόταση που σας έκανα. Εκτός της τακτικής στήλης μου στην ΑΥΓΗ κάθε Σάββατο για τα ανθρώπινα δικαιώματα, είμαι διευθυντής του ηλεκτρονικού περιοδικού «Δικαιωματικά», του «Ελληνικού Παρατηρητηρίου Ελσίνκι». Θα σας στείλω το 5ο τεύχος που κυκλοφορεί σε λίγες μέρες. Η πρότασή μου είναι να δημοσιεύσουμε τον διάλογό μας αυτόν σε επόμενο τεύχος του περιοδικού και να καλέσουμε όσους/ες ενδιαφέρονται να παρέμβουν. Το θέμα είναι στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντος και είναι κρίμα ο κόπος ο δικός μου και ο δικός σας να σπαταλώνται σε μια συζήτηση που μένει μόνο μεταξύ μας. Τί λέτε;

 

Φιλικά

Διονύσης Γουσέτης


Το γεγονός ακριβώς ότι η ΔΑ (Διεθνής Αμηνηστία) δεν έχει γενική θέση για τα «εμπάργκο» και ειδική θέση για αυτό στο Ιράκ, που έχει ήδη οδηγήσει σε μια διευρυνόμενη καταστροφή του Ιρακινού λαού, όπως προκύπτει άλλωστε ακόμη και από τα στοιχεία της υπό-επιτροπής του Συμβ. Ασφαλείας στα οποία αναφέρεται η ΔΑ, είναι ενδεικτικό και επιβεβαιωτικό των θέσεων που διατύπωσα στα προηγούμενα γράμματα. Όπως είναι βέβαια γνωστό τα εμπάργκο επιβάλλονται από τις ελίτ των αναπτυγμένων δυτικών χωρών και όχι από αυτές χωρών όπως το ...Μπανγκλαντές. Ακόμη, το γεγονός ότι η ΔΑ μπροστά σε μια τέτοια καταστροφή απλώς έβγαλε μια τυπική ανακοίνωση να υποστηρίξει  τις προτάσεις της υπό-επιτροπής του Συμβ. Ασφάλειας και δεν διανοήθηκε να αναλάβει μια παγκόσμια εκστρατεία (σαν αυτή που έχει αναλάβει σήμερα για τη προστασία των πολιτικών δικαιωμάτων (έμμεσα των  δικαιωμάτων στη γη που άρπαξαν οι αποικιοκράτες προγονοί τους)  μιας δράκας  λευκών στη Ζιμπάμπουε είναι επίσης ενδεικτικό και επιβεβαιωτικό των θέσεων μου στο θέμα.

Και φυσικά, η σύγκριση των εργατικών συνδικάτων με την ΔΑ είναι άτοπη. Τα εργατικά συνδικάτα δεν ανέλαβαν ποτέ τη προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων ανά τον κόσμο αλλά απλώς την προστασία των δικαιωμάτων των μελών τους. Αντίθετα, η ΔΑ έχει ακριβώς αναλάβει το βαρύ καθήκον της προστασίας των πανανθρώπινων δικαιωμάτων, το οποίο εκτελεί εντελώς επιλεκτικά και με βάση τις προδιαγραφές των δυτικών ελίτ. Η θεμελιώδης διάκριση που υιοθετεί μεταξύ των δικαιωμάτων που «προωθεί» και αυτών για την παραβίαση των οποίων «αντιτίθεται» είναι σχετικά ιδιαίτερα βολική  εφόσον επιτρέπει στην ΔΑ να μιλά μεν στη θεωρία για μια «ολιστική» αντίληψη των δικαιωμάτων και στη πράξη ν’ αγωνίζεται μόνο για τα πολιτικά δικαιώματα, «ξεχνώντας» το γεγονός ότι οι παραβιάσεις των πολιτικών δικαιωμάτων συχνά θεμελιώνονται σε προηγούμενες παραβιάσεις κοινωνικό-οικονομικών δικαιωμάτων. Ήταν με αυτή την έννοια που μίλησα στο προηγούμενο γράμμα μου για την ανάγκη οι παραβιάσεις των δικαιωμάτων να κρίνονται σε σχέση με το κοινωνικό-οικονομικό θεσμικό πλαίσιο και όχι βέβαια γιατί περίμενα ότι μια εξ ορισμού φιλελεύθερη (με την κλασική έννοια) οργάνωση όπως η ΔΑ θα έπρεπε να πάρει θέση εναντίον του επικρατούντος συστήματος το οποίο βέβαια παίρνει ως δεδομένο. Είναι άραγε ιδεολογία ότι οι παραβιάσεις των πολιτικών δικαιωμάτων (για τις οποίες αγωνίζεται η ΔΑ) συχνά θεμελιώνονται σε προγενέστερες παραβιάσεις κοινωνικό-οικονομικών δικαιωμάτων (τις οποίες αγνοεί ―βλ. Ζιμπάμπουε); Και είναι άραγε τυχαίο ότι αυτή ακριβώς είναι και η στάση των δυτικών ελίτ οι οποίες κόπτονται μεν για τις παραβιάσεις των πολιτικών δικαιωμάτων μερικών χιλιάδων ατόμων αλλά αγνοούν τις πολύ σημαντικότερες παραβιάσεις των κοινωνικό-οικονομικών δικαιωμάτων (στις οποίες θεμελιώνονται τα ίδια τα προνόμια τους) που αφορούν τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού της γης;  

Συμπερασματικά, η ΔΑ ή θα πρέπει να κάνει πράξη τη θεωρητική θέση της ότι τα πολιτικά δικαιώματα είναι αδιαχώριστα από τα κοινωνικό-οικονομικά καθώς και αυτά που αφορούν την ποιότητα ζωής σε σχέση με το περιβάλλον, ή όσο εξακολουθεί να υποστηρίζει («για λόγους πρακτικούς») τη διάκριση μεταξύ δικαιωμάτων που «προωθεί» και αυτών για τις παραβιάσεις των οποίων «αντιτίθεται» θα υπόκειται στη βαριά κατηγορία ότι ουσιαστικά «παίζει το παιχνίδι» των δυτικών πολιτικών και οικονομικών ελίτ, με τα συμφέροντα των οποίων συνήθως συμπίπτουν οι θέσεις των μεσαίων τάξεων που επανδρώνουν και χρηματοδοτούν την οργάνωση αυτή.

Νομίζω όμως ότι το θέμα  εξαντλήθηκε και οι εκατέρωθεν απόψεις έχουν ήδη γίνει σαφείς. Δεν θα είχα αντίρρηση να δημοσιευθεί ο διάλογος μας στο περιοδικό σας με την προϋπόθεση όμως ότι θα τονιζόταν πως η αλληλογραφία αυτή είναι αναγκαστικά πρόχειρη εφόσον στηριζόταν σε emails και ότι για μια πληρέστερη αντίληψη σχετικά με τις απόψεις μου για τα ατομικά δικαιώματα οι αναγνώστες θα έπρεπε να προστρέξουν στο βιβλίο μου «Περιεκτική Δημοκρατία» (Καστανιώτης, 1999), σελ. 413-17. Υποθέτω φυσικά ότι θα γίνει  ένα στοιχειώδες editing για να μπουν τα γράμματα σε σωστή χρονολογική σειρά και ότι θα μου στείλετε το συνολικό κείμενο πριν δημοσιευθεί για να το ελέγξω για τυχόν λάθη. Στη περίπτωση αυτή θα μπορούσαμε και εμείς να δημοσιεύσουμε την αλληλογραφία αυτή στην website του περιοδικού.

 

Φιλικά,

Τάκης Φωτόπουλος


Η Νέα Τάξη και τα ατομικά δικαιώματα

(Eλευθεροτυπία, 12/8/2000)

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Στο προηγούμενο άρθρο από τη στήλη αυτή (29/7) αναφέρθηκα στη δήθεν αυτονομία των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ), όπως η Διεθνής Αμνηστία και η Γκρινπις (Greenpeace), από τις επιλογές των ελίτ ―πράγμα που δημιούργησε και σχετικό αντίλογο από βασικό στέλεχος της πρώτης. Έτσι, στη κριτική που άσκησα για τη στάση της ΔΑ (Διεθνής Αμνηστίας) στο θέμα της Ζιμπάμπουε, «όπου κόπτεται για τις παραβιάσεις των ατομικών δικαιωμάτων από τους Aφρικανούς καταληψίες της γης σε βάρος των λευκών γαιοκτημόνων που απέκτησαν τη γη ελέω... αποικιοκρατίας» ο επιστολογράφος μου έθεσε το ερώτημα «έχουν ή όχι οι ελέω αποικιοκρατίας γαιοκτήμονες δικαίωμα στη ζωή, στην ελευθερία, ενάντια στην αυθαιρεσία; Αν ναι, η υπεράσπισή τους μπορεί να συνιστά απόδειξη έλλειψης αυτονομίας, δηλαδή απόδειξη εξάρτησης (από ποιους άραγε); Μήπως, αντίθετα, η παράλειψη της υπεράσπισης είναι ένδειξη ιδεολογικής εξάρτησης»; Δεδομένου ότι από ό,τι φαίνεται, το θέμα της Ζιμπάμπουε θα πάρει γρήγορα εκρηκτικές διαστάσεις με την σχεδιαζόμενη αναγκαστική απαλλοτρίωση χωρίς αποζημίωση των κτημάτων που άρπαξαν οι αποικιοκράτες πριν ένα αιώνα, θ’ άξιζε να δούμε τις συγκεκριμένες παραβιάσεις των ατομικών δικαιωμάτων στη χώρα αυτή, τη στάση ΜΚΟ όπως η ΔΑ (Διεθνής Αμνηστία) πάνω στο θέμα, καθώς και το γενικότερο θέμα των ατομικών δικαιωμάτων σε σχέση με τη Νέα Τάξη.

Όπως είχα υποστηρίξει και παλιότερα από τη στήλη αυτή, η ιδεολογία της Νέας Τάξης, η οποία έδωσε απτά δείγματα γραφής πέρυσι στο Κόσσοβο, στηρίζεται στο δόγμα της «περιορισμένης κυριαρχίας» σύμφωνα με το οποίο η προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων είναι μια καθολική αξία η οποία έχει προτεραιότητα έναντι άλλων αξιών όπως αυτή της εθνικής κυριαρχίας. Την αρχή αυτή υποστήριξαν μετά πάθους τα αξιοθρήνητα Πράσινα κόμματα και σωρεία «αριστερών» διανοουμένων, καθώς και διάφορες ΜΚΟ. Σήμερα η ΔΑ (Διεθνής Αμνηστία) επανέρχεται καταγγέλλοντας τις παραβιάσεις των ατομικών δικαιωμάτων στη Ζιμπάμπουε. Όμως, η καταγγελία αυτή δεν αφορά γενικά τις παραβιάσεις δικαιωμάτων στη χώρα αυτή αλλά επιλεκτικά μόνο αυτές από τους μαύρους καταληψίες. Θα ρωτούσε λοιπόν κανείς άραγε οι καταληψίες αυτοί δεν έχουν δικαίωμα στη ζωή; Και πως ακριβώς υποτίθεται ασκούν το δικαίωμα αυτό όταν σήμερα 4.500  λευκοί γόνοι των αποικιοκρατών κατέχουν το 75% της εύφορης γης (περίπου 30% της συνολικής γης), ενώ οι 6 εκ. μαύροι στριμώχνονται σε άγονες κοινοτικές γαίες που αντιπροσωπεύουν κάπου 41% της συνολικής γης;

Tο παραπάνω μάλιστα ερώτημα γίνεται ακόμη πιο πιεστικό όταν ληφθεί υπόψη ότι το ίδιο το καταστατικό της ΔΑ (Διεθνής Αμνηστία) ρητά υποστηρίζει την αρχή «του αδιαιρέτου και της αλληλεξάρτησης όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών» όπως ορίζονται στην Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Όπως είναι γνωστό, η Διακήρυξη αυτή διακρίνει μεταξύ πoλιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών και, από την άλλη, oικoνoμικών, κoινωνικών και πoλιτιστικών δικαιωμάτων. Τα πολιτικά δικαιώματα βασίζονται στη κλασική φιλελεύθερη παράδοση, στoχεύoυν στoν περιoρισμό της κρατικής εξoυσίας και περιλαμβάνουν τις γνωστές ατoμικές ελευθερίες: ελευθερία λόγoυ και έκφρασης, σκέψης, επικoινωνίας, συνάθρoισης, κίνησης κ.λπ. καθώς και τα δικαιώματα πρoστασίας από διακρίσεις, αυθαίρετη σύλληψη, βασανιστήρια αλλά και τo δικαίωμα της ατoμικής ιδιoκτησίας. Αντίθετα, τα κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα έχουν ιστoρική αφετηρία τη σoσιαλιστική παράδoση και  στoχεύoυv στηv  εξασφάλιση της ισότιμης συμμετoχής στηv παραγωγή και τη διανoμή τoυ κoινωνικoύ πρoιόντoς.  Στη κατηγoρία αυτή δικαιωμάτων αvήκoυν, για παράδειγμα, τα δικαιώματα εργασίας, αμειβόμενης άδειας, κoινωνικής ασφάλισης, τo δικαίωμα σε ένα βιoτικό επίπεδo πoυ εξασφαλίζει τηv υγεία και ευημερία τoυ εργαζόμενoυ και της oικoγένειας τoυ, τo δικαίωμα εκπαίδευσης κ.λπ.

Το σημείο εκκίνησης στη «δεύτερη γενιά» των κοινωνικό-οικονομικών δικαιωμάτων ήταν η συνειδητοποίηση ότι η φιλελεύθερη αντίληψη διαχώριζε εντελώς τις ατομικές ελευθερίες από την κοινωνικό-οικονομική τους βάση, δηλαδή αγνοούσε τη δύναμη που δημιουργείται ως απόρροια της οικονομικής θέσης. «Τα ίσα δικαιώματα», σύμφωνα με τον Μαρξ, «είναι επίσης αστικά δικαιώματα (με την έννοια ότι προϋποθέτουν την ανισότητα), επομένως, τα δικαιώματα αυτά, όπως κάθε δικαίωμα, είναι κατά το περιεχόμενό τους δικαιώματα της ανισότητας». Όμως τόσο οι ΜΚΟ όπως η ΔΑ (Διεθνής Αμνηστία), όσο και οι δυτικές ελίτ,  δείχνουν με τη καθημερινή πρακτική τους ότι δεν ασχολούνται με την εξαθλίωση στην οποία έχει οδηγηθεί η πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Έτσι, η καθημερινή καταπάτηση των κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων , τόσο στον Νότο όσο και στον Βορρά, με τα εκατομμύρια των άνεργων, των άστεγων και των εξαθλιωμένων, δεν απασχολεί τις δυτικές ελίτ και τις διεθνείς ΜΚΟ όπως η ΔΑ (Διεθνής Αμνηστία), αλλά όλοι κόπτονται για την καταπάτηση των πολιτικών δικαιωμάτων ―στη συγκεκριμένη περίπτωση μιας δράκας λευκών στη Ζιμπάμπουε. Η ΔΑ (Διεθνής Αμνηστία) μάλιστα έχει φροντίσει να κατοχυρώσει και νομικίστικα την επιλογή αυτή διακηρύσσοντας στο καταστατικό της ότι υιοθετεί ως εντολή της ΝΑ ΠΡΟΩΘΕΙ την υιοθέτηση όλων των δικαιωμάτων αλλά ΝΑ ΑΝΤΙΤΙΘΕΤΑΙ σε σοβαρές παραβιάσεις μόνον των πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Έτσι, όλα αυτά τα χρόνια δεν είχε λόγο (με τη βούλα μάλιστα του καταστατικού της!) να διαμαρτυρηθεί για την εξαθλίωση στην οποία ήταν καταδικασμένοι οι μαύροι της Ζιμπάμπουε αλλά σήμερα , όταν πια αναγκάστηκαν να καταφύγουν στη βία για ν’ απαιτήσουν το δικαίωμα στη ζωή, η ΔΑ (Διεθνής Αμνηστία) και άλλες «ανθρωπιστικές» οργανώσεις εξεγέρθηκαν και απαιτούν τον σεβασμό των ατομικών δικαιωμάτων των γόνων των αποικιοκρατών. Εάν μάλιστα οι ελίτ που ελέγχουν τη Νέα Διεθνή Τάξη είχαν ζωτικά συμφέροντα στην Ζιμπάμπουε, ανάλογα με αυτά που είχαν στο Ιράκ ή το Κοσοβο, δεν θα δίσταζαν να  προχωρήσουν και στη γενοκτονία του  λαού της Ζιμπάμπουε, όπως έπραξαν και συνεχίζουν ατιμώρητα να πράττουν στο Ιράκ, ενώ οι διεθνείς ΜΚΟ δεν διανοούνται ν’ αρχίσουν μαζικές καμπάνιες για το μαζικό αυτό έγκλημα και  περιορίζονται σε τυπικές διαμαρτυρίες !

Οι δικαιολογίες που προβάλλουν οργανώσεις όπως η ΔΑ (Διεθνής Αμνηστία) για την επιλεκτική αυτή μεταχείριση των δικαιωμάτων είναι ότι η τακτική αυτή δήθεν οφείλεται σε «πρακτικούς λόγους» που έχουν σχέση με το απαιτούμενο κόστος της έρευνας σε σχέση με τον προϋπολογισμό τους κ.λπ. Πράγμα που δημιουργεί το ερώτημα μήπως η επιλογή να προστατεύουν στη πράξη μόνο τα πολιτικά δικαιώματα, δεν είναι τυχαία. Είναι άραγε άσχετη η επιλογή αυτή με τις αντίστοιχες επιλογές των δυτικών ελίτ που αγωνίζονται σήμερα για την παγκόσμια επικράτηση του συστήματος που ορίζουν ως «δημοκρατία», δηλαδή του συστήματος που εύστοχα χαρακτηρίστηκε από τον Καστοριαδη «φιλελεύθερη ολιγαρχία»; Eίναι τυχαίο ότι επιλέγουν να μην αντιτίθενται κατά των μαζικών παραβιάσεων των κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων (ή των δικαιωμάτων στην ποιότητα ζωής που έχουν σχέση με την προστασία του περιβάλλοντος) παρόλο που η παραβίαση των δικαιωμάτων αυτών αφορά την συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού της γης; Και είναι άσχετη η επιλογή αυτή με το γεγονός ότι η ίδια η παγκόσμια τάξη στηρίζεται στην συγκέντρωση οικονομικής δύναμης που δημιουργεί το σύστημα της οικονομίας της αγοράς (και η αντιπροσωπευτική δημοκρατία); Δηλαδή, ένα σύστημα που οδηγεί, από τη  μια μεριά,  στην κοινωνική και οικονομική εξαθλίωση της πλειοψηφίας του παγκόσμιου πληθυσμού και, από την άλλη, στην αναπαραγωγή των προνομίων των ελίτ, αλλά και των προνομίων των  μεσαίων τάξεων στη Δύση οι οποίες χρηματοδοτούν τις διεθνείς ΜΚΟ (ΔΑ, Γκρινπις κ.λπ.). Ή, για να το πούμε αλλιώς, ένα σύστημα που έχει καταδικάσει το φτωχότερο 20% του παγκόσμιου πληθυσμού να εισπράττει το 1% του παγκόσμιου εισοδήματος, ενώ το πλουσιότερο 20% εισπράττει το  86% ―πράγμα που ανάγκασε ακόμη και τον ΟΗΕ να διακηρύξει ότι η συγκέντρωση αυτή αποτελεί παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων!

 


Η ιδεολογικοποίηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων  

(Δικαιωματικά, τεύχος 7, Οκτώβριος 2000)

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΓΟΥΣΕΤΗΣ

 

Σε άρθρο του στην «Ελευθεροτυπία» (12/8/2000), ο κ. Τάκης Φωτόπουλος επιτίθεται για δεύτερη φορά, μετά από δημόσιο αντίλογό μου («Ε» 9/8/2000) σε άρθρο του («Ε» 29/7/2000) και εκτεταμένη μεταξύ μας αλληλογραφία, στη Διεθνή Αμνηστία, κατηγορώντας την για «δήθεν αυτονομία» [από τις Δυτικές κυβερνήσεις, σημ. δική μου].

Αρχικά, ο κ. Φωτόπουλος  αμφισβητεί την αρχή ότι «η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι μια καθολική αξία, η οποία έχει προτεραιότητα έναντι άλλων αξιών, όπως αυτή της εθνικής κυριαρχίας» και λοιδωρεί τα πράσινα κόμματα, τους «αριστερούς» [εισαγωγικά δικά του] διανοούμενους και τις μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ) που την υποστηρίζουν. Δικαιούμαι λοιπόν να υποθέτω ότι ο κ. Φωτόπουλος θα ευχόταν να μην καίγεται καρφάκι κανενός για τη γενοκτονία στην Τσετσενία, στη Σιέρρα Λεόνε, παλαιότερα στη Ρουάντα και στο Ανατολικό Τιμόρ, ακόμα παλαιότερα για τη σφαγή των Εβραίων από το Χίτλερ. Όλες οι σφαγές αυτές έγιναν στα πλαίσια της «εθνικής κυριαρχίας».

Η αρχή, και όχι το δόγμα, της «περιορισμένης κυριαρχίας», σε ό,τι αφορά τα ανθρώπινα δικαώματα, δεν είναι πρόσφατη, ούτε ανήκει στη λεγόμενη «Νέα Τάξη»[1]. Είναι κτήμα της ανθρωπότητας, της διεθνούς κοινότητας, από τότε που, μετά το ολοκαύτωμα, έδωσε την υπόσχεση «Ποτέ πια» και ψήφισε στον ΟΗΕ την Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και τα συναφή Διεθνή Σύμφωνα, τα οποία έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα για τις κυβερνήσεις που τα υπογράφουν και τα κυρώνουν. Η υπογραφή και η κύρωση των Συμφώνων και καμιά «Νέα Τάξη», είναι που θέτει προτεραιότητα στα ανθρώπινα δικαιώματα, περιορίζοντας έτσι την εθνική κυριαχία. Και αυτό γίνεται με τη θέληση τόσο της κυβέρνησης όσο και της Βουλής κάθε χώρας. Είναι αυτός ο περιορισμός της «εθνικής κυριαρχίας» που νομιμοποιεί τις ΜΚΟ, όπως η Δ. Αμνηστία, να «χώνουν τη μύτη τους» στις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων από κυβερνήσεις που δεν τηρούν την υπογραφή τους (στο όνομα της «εθνικής κυριαρχίας» και των «εθνικών συμφερόντων» συνήθως!)  και από διεθνείς οργανισμούς που αδρανούν ή δρουν επιλεκτικά (για παρόμοιους λόγους: από κυβερνήσεις συντίθενται και αυτοί).

Στη συνέχεια, ο κ. Φωτόπουλος αναφέρεται στη Ζιμπάμπουε, όπου υποστηρίζει ότι η Δ. Αμνηστία «δεν καταγγέλλει γενικά τις παραβιάσεις δικαιωμάτων στη χώρα αυτή, αλλά επιλεκτικά μόνο αυτές από τους μαύρους καταληψίες». Ο κ. Φωτόπουλος, αν καλά κατάλαβα, ζει για μεγάλα διαστήματα στο Λονδίνο, όπου η Δ. Αμνηστία έχει την έδρα της. Μια επίσκεψη λοιπόν στα γραφεία της θα τον πληροφορούσε ότι, τον καιρό που η Ζιμπάμπουε λεγόταν Ροδεσία και ήταν περίπου αποικία των Βρετανών, η Δ. Αμνηστία είχε αντιτεθεί σε παραβιάσεις δικαιωμάτων των μαύρων κατοίκων. Για παράδειγμα, αν διάβαζε την ετήσια έκθεσή της του 1997 θα πληροφορούνταν πως η οργάνωση είχε καταγγείλει τα «ειδικά δικαστήρια» του τότε πρωθυπουργού Ίαν Σμιθ, που έστελναν στην εκτέλεση τους (μαύρους) κατοίκους κατά δεκάδες και πως η Δ.Α., μικρή τότε σε μέγεθος, είχε «υιοθετήσει» 460 κρατούμενους τον Μάιο του 1997. Αν διάβαζε την ετήσια έκθεση του 1975, θα πληροφορούνταν ότι εκείνη τη χρονιά, η Δ.Α. είχε οργανώσει δύο εκστρατείες για τις παραβιάσεις στη χώρα αυτή, ότι είχε χαρακτηρίσει το καθεστώς Σμιθ «παράνομο», ότι είχε καταγγείλει τη βίαιη μετακίνηση 100.000 αφρικανών στα «προστατευμένα χωριά» που είχε στήσει το καθεστώς για να εμποδίσει τη στρατολόγηση από τους αντάρτες, ότι είχε ερμηνεύσει την ανάπτυξη των τελευταίων ως «αύξουσα απογοήτευση των Αφρικανών για τη δυνατότητα ειρηνικής μετάβασης στη διακυβέρνηση με τον κανόνα της πλειοψηφίας», κλπ.

Σήμερα η Ζιμπάμπουε διοικείται τυπικά με αυτόν τον κανόνα και το καθεστώς Μουγκάμπε δολοφονεί εν ψυχρώ λευκούς. Αυτό καταγγέλλει η Δ.Α. Ο κ. Φωτόπουλος, όμως, ζητάει άλλο: να αναδείξει η Δ.Α. το δικαίωμα των καταληψιών ―ανάμεσά τους βρίσκονται οι δολοφόνοι- για αναδασμό, για απόκτηση της (τεράστιας) καλλιεργήσιμης γης, που τώρα συγκεντρώνεται σε λίγα χέρια λευκών, χωρίς αποζημίωση. Η μεν Δ.Α. δεν παίρνει θέση σ’ αυτό το θέμα. Από τις πληροφορίες όμως φαίνεται ότι το θέμα του αναδασμού δεν είναι έτσι απλό ή καλύτερα απλοϊκό. Τον Φεβρουάριο που μας πέρασε, το καθεστώς έχασε, με ποσοστό 55%, δημοψήφισμα που είχε οργανώσει με το ερώτημα «ΝΑΙ ή ΟΧΙ στην απαλλοτρίωση των κτημάτων των λευκών;». Η πλειοψηφία που αποδοκίμασε την πρόταση, δεν αρνήθηκε, φυσικά, τα ιστορικά, κοινωνικά και εθνικά δίκαια επιχειρήματα μιας τέτοιας πράξης. Αρνήθηκε την άνιση διανομή των κτημάτων στη νομενκλατούρα του πρώην Μαοϊκού Μουγκάμπε, που λυμαίνεται τη χώρα στα 20 χρόνια της εξουσίας της. Αρνήθηκε ότι η μιζέρια του 50% των ανέργων και του 70% του πληθωρισμού θα διορθωθεί με τις σφαγές των λευκών απογόνων των αποικιοκρατών, που τώρα είναι πολίτες της χώρας. Ο τερματισμός της Σοβιετικής βοήθειας και κυρίως το παράδειγμα της γειτονικής Νοτιοαφρικανικής Ένωσης του Νέλσον Μαντέλα, συνέβαλαν στο να δείξουν στους κατοίκους ότι υπάρχουν τρόποι συνύπαρξης και κοινωνικής δικαιοσύνης, άλλοι από τις γενοκτονίες που συμβαίνουν στους βόρειους γείτονές τους της περιοχής των μεγάλων λιμνών. Παρά την ήττα στο δημοψήφισμα, ο Μουγκάμπε προσπαθεί να προχωρήσει στις απαλλοτριώσεις με νόμο που ψήφισε η Βουλή «του». Αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει μεγάλες απεργίες από ένα συνδικαλιστικό κίνημα που μοιάζει με αυτό της Πολωνέζικης «Αλληλεγγύης» του 1980. Η παρακρατική βία των καταληψιών «βετεράνων της επανάστασης» δεν στρέφεται μόνο εναντίον των λευκών. Η Δ.Α. συνεχίζει να καταγγέλλει τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ανεξαρτήτως του χρώματος και της ιδεολογίας θυμάτων και θυτών.

Τέλος, ο κ. Φωτόπουλος καταγγέλλει ότι η επιλογή της Δ.Α. να αντιτίθεται μόνο σε παραβιάσεις των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, τα δε οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα «απλώς» να τα προωθεί, ταυτίζεται με την επιλογή των «δυτικών ελίτ», όπως τις χαρακτηρίζει, και των μεσαίων τάξεων στη Δύση, οι οποίες την χρηματοδοτούν.

Πρώτον, είναι παράλογο να απαιτεί κανείς από κάθε ΜΚΟ να δρα επί του σύμπαντος φάσματος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η αμεροληψία και η αυτονομία της Δ.Α. κρίνονται από το πώς κάνει αυτό που κάνει και όχι από το τι δεν κάνει. Σε ποια περίπτωση η Δ.Α. «έκανε το κοροΐδο» σε επιλογές «δυτικών ελίτ» που παραβίαζαν (και παραβιάζουν) τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα; Ή μήπως δεν υπάρχουν τέτοιες;

Δεύτερον, πιθανόν ο κ. Φωτόπουλος να μην γνωρίζει, αν και θα όφειλε μετά τις δύο καταγγελίες του, πως όταν η Δ.Α. λέει τη λέξη «προωθεί» αντί της λέξης «αντιτίθεται», εννοεί κυρίως ότι τα μέλη της σ’ όλον τον κόσμο δεν κάνουν δράση (υιοθεσίες κλπ.). Το διεθνές κέντρο όμως μέχρι σήμερα κάνει τα εξής:

Καλεί με ανακοινώσεις τις κυβερνήσεις να εφαρμόζουν τα διεθνή πρότυπα που σχετίζονται με τα οικονομικά δικαιώματα (Π.χ. το Σύμφωνο για τα δικαιώματα του παιδιού).

Εμπλέκει στις εκστρατείες της τα οικονομικά δικαιώματα, τονίζοντας την αδιαιρετότητα. Διακηρύσσοντας π.χ. ότι δεν υπάρχει πραγματική ελευθερία έκφρασης ανθρώπων πεινασμένων και αντίστροφα, η διεκδίκηση του δικαιώματος στο φαγητό δεν είναι δυνατή χωρίς την ελευθερία έκφρασης.

Δημοσιεύει εκθέσεις που άπτονται των οικονομικών δικαιωμάτων, π.χ. για την κατάσταση των παιδιών στη Ν.Α. Ασία.

Τρίτον, στο χωριό μου λένε «μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις». Το περιεχόμενο της δουλειάς της Δ.Α. επεκτείνεται συνεχώς από το 1961 που ιδρύθηκε. Αν το επόμενο Συνέδριό της, τον Αύγουστο του 2001, αποφασίσει την επέκταση της αντιθετικής δουλειάς της Δ.Α. στα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα (ήδη προετοιμάζονται εισηγήσεις) τι θα γίνουν οι αναλύσεις του κ. Φωτόπουλου για την ταύτιση με τις «δυτικές ελίτ»;

Το σφάλμα του κ. Φωτόπουλου είναι, νομίζω, ότι προσπαθεί να ιδεολογικοποιήσει τα ανθρώπινα δικαιώματα και την υπεράσπισή τους. Αλλά τότε ακριβώς είναι που η δράση γίνεται επιλεκτική: εμφανίζονται οι «κακοί» και οι «καλοί» θύτες (που δεν πολυπειράζει αν κάνουν και καμιά στραβοτιμονιά) και τα «καλά» και «κακά» θύματα (που δεν πολυπειράζει αν στραβοπάθουν, τόσα κακά που έκαναν). Η δράση για τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι το ακριβώς αντίθετο.

 

[1] Ο όρος «Νέα Τάξη» που χρησιμοποιείται καθημερινά από διαφόρους, δεν έχει, όσο γνωρίζω, κανέναν επιστημονικό κοινά παραδεκτό ορισμό. Ποια είναι η «Νέα Τάξη»;  

 


Η ιδεολογικοποίηση της ανισότητας  

(Δικαιωματικά, τεύχος 8, Νοέμβριος 2000)

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Ο κ. Γουσέτης αναφέρεται στο «σφάλμα»  μου να προσπαθώ να ιδεολογικοιποιήσω τα ανθρώπινα δικαιώματα και την υπεράσπιση τους. Επειδή είναι προφανές ότι πολλά από τα σημεία που μου καταμαρτυρεί οφείλονται στη θεμελιακή διαφορά μεταξύ μας ως προς τη φιλοσοφική σημασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων θα προσπαθήσω αρχικά ν’ αναφερθώ σύντομα σε αυτό το θέμα, απαντώντας έτσι και στα σχετικά σημεία που θίγει, και στη συνέχεια θ’ αναφερθώ στα υπόλοιπα επί μέρους σημεία της απάντησης του.

Όπως προσπάθησα να υποστηρίξω στο βιβλίο μου Περιεκτική Δημοκρατία[1] η ανάγκη υπεράσπισης των ανθρώπινων δικαιωμάτων ανακύπτει μόνο σε μορφές κοινωνικής οργάνωσης όπως η σημερινή όπου η πολιτεία και η οικονομία είναι διαχωρισμένες από την κοινωνία. Στη περίπτωση της α-κρατικής δημοκρατίας (μερική περίπτωση τέτοιας δημοκρατίας ήταν η κλασική Αθήνα) δεν υπήρχε διαχωρισμός μεταξύ κοινωνίας και πολιτείας, όπως, αντίστοιχα δεν υπήρχε διαχωρισμός μεταξύ κοινωνίας και οικονομίας στις μορφές οικονομικής οργάνωσης πριν την εισαγωγή της οικονομίας της αγοράς, δυο αιώνες πριν. Στις περιπτώσεις αυτές δεν ανακύπτει καν η ανάγκη ύπαρξης και υπεράσπισης ατομικών δικαιωμάτων εφόσον τα μεν πολιτικά δικαιώματα, όπως τα εμπνεύστηκαν οι θεωρητικοί της φιλελεύθερης παράδοσης,  έχουν ως ρητό τους στόχο τον περιορισμό της κρατικής εξουσίας, ενώ τα κοινωνικοοικονομικά δικαιώματα, όπως τα οραματίστηκαν οι αντίστοιχοι θεωρητικοί της σοσιαλιστικής παράδοσης, έχουν ως ρητό στόχο τους την κάλυψη βασικών αναγκών όπως η απασχόληση, η υγεία, η εκπαίδευση κ.λπ. που αδυνατεί να καλύψει η οικονομία της αγοράς για ολόκληρο τον πληθυσμό. Και στις δύο περιπτώσεις, η ανάγκη ύπαρξης και υπεράσπισης των δικαιωμάτων ανακύπτει από την ανισοκατανομή της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας/δύναμης την οποία συνεπάγεται ο διαχωρισμός της κοινωνίας από την πολιτεία και την οικονομία και η συνακόλουθη συγκέντρωση πολιτικής και οικονομικής εξουσίας/δύναμης στα χέρια μερικών κοινωνικών ομάδων.

Η ίδια επομένως η υπεράσπιση των ατομικών δικαιωμάτων όχι μόνο δεν είναι από-ιδεολογικοποιημενη, όπως υποθέτει ο κ. Γουσέτης, εφόσον προϋποθέτει το υπάρχον κοινωνικό-οικονομικό σύστημα που παράγει και αναπαράγει την συγκέντρωση εξουσίας/δύναμης αλλά και αποτελεί ιδεολογικοποίηση (με την έννοια της δικαιολόγησης) της ανισότητας. Σε μια περιεκτική δημοκρατία που θα εξασφάλιζε την ισοκατανομή της πολιτικής και οικονομικής δύναμης μεταξύ όλων των πολιτών δεν θα ετίθετο καν θέμα ύπαρξης και υπεράσπισης ατομικών δικαιωμάτων αλλά απλώς θέμα θεσμοθέτησης των απαραίτητων ασφαλιστικών δικλείδων[2] ώστε οι μειοψηφίες, «ακόμα και του ενός», να προστατεύονται από τις πλειοψηφίες με στόχο την αποτροπή της καταπίεσης με βάση το φύλο, τη φυλή, την εθνότητα κ.λπ.

Σε αυτή την προβληματική, μολονότι τα ανθρώπινα δικαιώματα αποτελούν κατακτήσεις των λαών στο υπάρχον κοινωνικοοικονομικό σύστημα, δεν παύει η προστασία τους ν’ αποτελεί «παραχώρηση» από τις ελίτ οι οποίες συγκεντρώνουν στα χέρια τους την πολιτική και οικονομική εξουσία. Αυτό σημαίνει πως ο,τιδηποτε «φασαρία» και αν κάνει η ΔΑ ή παρόμοιες ΜΚΟ η προστασία των δικαιωμάτων αυτών θα είναι πάντα επιλεκτική. Δηλ. εκείνα μόνο τα δικαιώματα θα τυχαίνουν αποτελεσματικής προστασίας με τα οποία συμπίπτουν οι επιλογές και προτεραιότητες των ελίτ. Ακόμη, δεδομένου της ταξικής σύνθεσης των μελών των ΜΚΟ όπως η ΔΑ, που κατά κανόνα αποτελούνται από μέλη των μεσαίων τάξεων των οποίων οι επιλογές και προτεραιότητες συνήθως συμπίπτουν με αυτές των ελίτ, είναι φυσικό ότι όχι μόνο η πολιτική των ελίτ για τα δικαιώματα, αλλά και αυτή των ΜΚΟ, θα είναι επίσης επιλεκτικές. Έτσι μπορεί κανένας να είναι σίγουρος ότι η ΔΑ δεν θα καταδικάσει ποτέ (ακόμη και αν επεκτείνει την αντιθετική πολιτική της στα κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα που αναφέρει ο κ Γουσέτης) τις ίδιες τις οικονομικές  πολιτικές ―και συνακόλουθα τις οικονομικές δομές― που δημιουργούν πεινασμένους, άνεργους και άστεγους ανά τον κόσμο (πράγμα που δεν είναι θέμα «ιδεολογίας» εφόσον εύκολα μπορεί να δειχτεί ποιες πολιτικές, και πώς, έχουν αυτά τα αποτελέσματα). Ή για να είμαστε και πιο επίκαιροι, μια και με ερωτά πότε η ΔΑ «έκανε το κοροΐδο» για παραβιάσεις των ατομικών δικαιωμάτων, η ΔΑ ποτέ δεν καταδίκασε το κράτος του Ισραήλ, με ανάλογους όρους και ένταση, όπως με αυτούς που καταδίκασε το Ιράκ ή τη Γιουγκοσλαβία του Μιλόσεβιτς, για την πολιτική απαρτχάιντ που από την ιδρυση του εφαρμόζει κατά των Ισραηλινών Αράβων, για την πολιτική του Ραμπίν να σπάζονται τα χέρια των πετροβολητών στην ιντιφάντα, η για τις σημερινές  κτηνώδεις και εσκεμμένες δολοφονίες άοπλων παιδιών[3], ούτε ζήτησε ποτέ να παραπεμφθεί ο Σαρον ως εγκληματίας πολέμου για τη σφαγή στα προσφυγικά στρατόπεδα, όπως ζητούσε και ζητεί φορτικά τη παραπομπή του Μιλόσεβιτς, επειδή το ίδιο απαιτούν και οι δυτικές ελίτ. Προφανώς, η υποστήριξη του φιλο-Ισραηλινου λόμπι και των μελών της ΔΑ που επηρεάζονται από αυτό είναι σημαντικότερη! Όλα αυτά αποτελούν επιλογές και προτεραιότητες που εξηγούνται με βάση την παραπάνω προβληματική και κάθε άλλο παρά είναι τυχαίες, ιδιαίτερα μάλιστα όταν ακολουθούν ένα συστηματικό υπόδειγμα.

Αλλά ας έλθουμε τώρα στα σημεία που θίγει ο κ. Γουσέτης στο άρθρο του. «Η αρχή, και όχι το δόγμα, της «περιορισμένης κυριαρχίας», σε ό,τι αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα, δεν είναι πρόσφατη ούτε ανήκει στη λεγόμενη «Νέα Τάξη»», μας διαφωτίζει ο κ. Γουσέτης. Προφανώς, δεν θα άκουσε ποτέ ότι το δόγμα αυτό διατυπώθηκε για πρώτη φορά επίσημα από τον Βρετανό πρωθυπουργό Τ. Μπλερ (ο οποίος το τόνισε ότι αποτελεί νέο δόγμα στις σχέσεις των κρατών) σε ομιλία του στο Σικάγο, ακριβώς πριν τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στην Ουάσιγκτον, τον Απρίλη του 1999. Ούτε φαίνεται άκουσε ότι  στη συνέχεια το νέο δόγμα υιοθετήθηκε πλήρως από το ‘νεο’ ΝΑΤΟ, στο άρθρο 20 της νέας ‘στρατηγικής αντίληψης’ που υιοθέτησε, το οποίο ουσιαστικά ανατρέπει τον Χάρτη του ΟΗΕ που δηλώνει ρητά ότι κανένα σημείο του ‘δεν εξουσιοδοτεί τα Ηνωμένα Έθνη να επεμβαίνουν σε ζητήματα που βρίσκονται ουσιαστικά στην εσωτερική δικαιοδοσία οποιουδήποτε κράτους… εκτός εάν το Συμβούλιο Ασφαλείας κρίνει ότι υφίσταται απειλή κατά της ειρήνης, διατάραξη της ειρήνης ή επιθετική ενέργεια.» Υποθέτω ακόμη ότι ο κ. Γουσέτης δεν γνωρίζει  ότι στη Συνδιάσκεψη του Σαν Φραντσίσκο κατά την οποία ιδρύθηκαν τα Ηνωμένα Έθνη είχε ρητά απορριφθεί πρόταση για τη διασφάλιση της προστασίας και της προώθησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ακόμη και σε βάρος της εθνικής κυριαρχίας, δηλ. πρόταση ‘περιορισμένης κυριαρχίας’. Γιατί; Διότι ακριβώς η παλιά διπολική Τάξη δεν επέτρεπε τη μονοκρατορία που απολαμβάνει σήμερα η Δύση και η οποία της δίνει τη δυνατότητα να ορίζει όπως αυτή θέλει πότε παραβιάζονται τα ατομικά δικαιώματα και ανάλογα να επεμβαίνει, με τη συμπαράσταση των ΜΚΟ που παρέχουν και το ιδεολογικό κάλυμμα για τις επεμβάσεις αυτές. Όμως, ο κ. Γουσέτης αμφισβητεί την έννοια, ακόμη και την ίδια την ύπαρξη, της Νέας Τάξης που αντιστοιχεί στη νέα πραγματικότητα της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας της αγοράς, πράγμα για το οποίο  δεν μπορώ να επεκταθώ  στον περιορισμένο αυτό χώρο και θα πρέπει να παραπέμψω τον αναγνώστη σε σχετική μου πρόσφατη ερευνητική δουλιά[4].

Τέλος, σχετικά με τις παραβιάσεις των δικαιωμάτων στη Ζιμπάμπουε, είναι προφανές από την ανταλλαγή μας ότι δεν κατηγορούσα τη ΔΑ για επιλεκτική αναφορά στις παραβιάσεις των πολιτικών δικαιωμάτων μόνο των λευκών, αλλά στο γεγονός ότι τόσα χρόνια ποτέ η ΔΑ δεν ενδιαφέρθηκε για τη παραβίαση των κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων των μαύρων εξαιτίας της αποικιοκρατίας (πράγμα που οδήγησε και στη σημερινή έκρηξη τους), διότι οι παραβιάσεις αυτές δεν ενέπιπταν στο καταστατικό της! Και αυτό, όταν τόνισα ότι το πρόβλημα της κάθε ΜΚΟ σαν την ΔΑ είναι, ακριβώς, οι ίδιες οι καταστατικές αρχές τους, οι οποίες, επίσης, τυχαίνει να προσδιορίζονται με βάση τις πρωταρχικές επιλογές των ελίτ. Το ίδιο το γεγονός ότι η ΔΑ, όπως αναφέρει ο κ. Γουσετης, δεν παίρνει θέση στο θέμα του αναδασμού είναι δηλωτικό των παραπάνω επιλογών, παρόλο που το θέμα δεν είναι βέβαια έτσι απλοϊκό όπως υποθέτει, δηλ. θέμα αναδασμού, αλλά θέμα των αιτιών της σημερινής παραβίασης των πολιτικών δικαιωμάτων των λευκών πράγμα που παραπέμπει στην προηγούμενη, επί δεκαετίες, καταπάτηση των κοινωνικών οικονομικών δικαιωμάτων των μαύρων. Και φυσικά το καθεστώς Μουγκάμπε, ο τρόπος που διανέμει την γη την οποία απαλλοτριώνει, οι δολοφονίες που οργανώνει κ.λπ. είναι θέματα που δεν με αφορούν διότι δεν ανέλαβα ποτέ την υποστήριξη του καθεστώτος αυτού αλλά απλώς αναφέρθηκα στο λαϊκό κίνημα (το οποίο προφανώς εκμεταλλεύεται το καθεστώς Μουγκάμπε) και στην εξέγερση των κατατρεγμένων, μετά από τόσα χρόνια συσσωρευμένης αδικίας, η οποία είναι βέβαια φυσικό να οδηγήσει (όπως κάθε λαϊκή εξέγερση) και σε ‘παράνομες’ βιαιότητες. Όμως, οι βιαιότητες αυτές, για τις οποίες κόπτεται σήμερα η ΔΑ, ωχριούν τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά μπροστά στις μακρόχρονες ‘νόμιμες’ βιαιότητες’ της αποικιοκρατίας.

Ελπίζω τα παραπάνω να έκαναν σαφές ότι οι διαφορές μου με τον κ. Γουσέτη ξεκινούν από ριζικά διαφορετικές φιλοσοφικές τοποθετήσεις στο θέμα ―και όχι από κάποια απόπειρα μου να ιδεολογικοποιησω τα ατομικά δικαιώματα, όπως απλοϊκά το θέτει― και ότι η χρήσιμη αυτή ανταλλαγή θα βοηθήσει τον αναγνώστη να συνάγει μια ξεκάθαρη ιδέα πάνω στις διαφορές αυτές.  


 

[1] Περιεκτική Δημοκρατία (Καστανιώτης 1999), κεφ. 5-6

[2] Στο ίδιο, σελ. 413-17

[3] βλ Suzanne Goldenberg, Γκαρντιαν, 5/10/00

[4] βλ. Η Νέα Τάξη στα Βαλκάνια, Στάχυ, 1999

 


Η απο-ιδεολογικοποίηση της ιδεολογικοποίησης

(Δικαιωματικά, τεύχος 8, Νοέμβριος 2000)

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΓΟΥΣΕΤΗΣ

 

Ο διάλογος με τον κ. Φωτόπουλο γίνεται όλο και πιο δυσχερής. Διότι, τί μπορεί να αντιτείνει κανείς στην άποψη ότι «στην κλασσική Αθήνα δεν υπήρχε διαχωρισμός μεταξύ κοινωνίας και πολιτείας» και ότι σ’ αυτή την περίπτωση «δεν ανακύπτει καν η ανάγκη ύπαρξης και υπεράσπισης ατομικών δικαιωμάτων»; Η «Πολιτεία» των Αθηναίων, αν με τον όρο αυτό ορίσουμε τους μετέχοντες στη λήψη των αποφάσεων, περιοριζόταν στην ιδανική περίπτωση σε μια ελίτ 10.000 ατόμων, μιάς κοινωνίας 100.000 ατόμων. Τα υπόλοιπα άτομα δεν είχαν δικαίωμα καν στη ζωή. Είναι παράξενο να προσπαθεί να μας πείσει ο κ. Φωτόπουλος ότι η κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι σήμερα χειρότερη από εκείνην πριν 2.500 χρόνια.

Επίσης, είναι παράξενο να προσπαθεί να μας πείσει ότι «η υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων(...) αποτελεί ιδεολογικοποίηση με την έννοια της δικαιολόγησης της ανισότητας». Μας λέει δηλαδή, ότι οι υπερασπιστές των δικαιωμάτων είναι απολογητές (γιατί όχι και θιασώτες;) της ανισότητας. Κανένα θεωρητικό περιτύλιγμα, απ’ αυτά που χρησιμοποιεί ο κ. Φωτόπουλος, δεν μπορεί να πείσει τον καλοπροαίρετο αναγνώστη. Διότι οι (γνήσιοι) υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν εξομοιώνονται με τις κυρίες που οργανώνουν φιλάνθρωπα τέϊα, με διοχέτευση των εισπράξεων σε επιλεγμένες ομάδες «αναξιοπαθούντων», όπως προσπαθεί να τους εμφανίσει. Ούτε ταυτίζονται με τις μεσαίες τάξεις «των οποίων οι επιλογές και προτεραιότητες ταυτίζονται με εκείνες των ελίτ». Αντίθετα, είναι άτομα που η κοινωνία ιδιαίτερα οι μεσαίες τάξεις προσπαθεί να θέσει στο περιθώριο, επειδή αυτά που υπερασπίζονται είναι πράγματα αντιδημοφιλή. Ποιός χειροκροτήθηκε απ’ την κοινωνία ή από τη μεσαία τάξη, ποιος προωθήθηκε από τους ελίτ, επειδή υπερασπίστηκε τα δικαιώματα των Τούρκων της Θράκης, των «ανύπαρκτων» (Σλαβο)Μακεδόνων της Φλώρινας, των «εγκληματιών» Αλβανών μεταναστών, των «γύφτων» κ.λπ. (για να μείνω μονάχα σε μερικά ζητήματα της χώρας μας), και δεν εισέπραξε την απομόνωση, αν όχι το ανάθεμα ενίοτε και την ποινική δίωξη από την Πολιτεία και την ελληνική κοινωνία;

Εκείνο που απαιτεί από τη Διεθνή Αμνηστία ο κ. Φωτόπουλος, είναι να καταδικάσει «τις ίδιες τις οικονομικές πολιτικές -και συνακόλουθα τις οικονομικές δομές- που δημιουργούν πεινασμένους, άνεργους και άστεγους ανά τον κόσμο». Ισχυρίζεται ότι αυτό δεν είναι θέμα ιδεολογίας «εφ’ όσον εύκολα μπορεί να δειχτεί ποιές πολιτικές, και πώς, έχουν αυτά τα αποτελέσματα».

Η ΔΑ, κ. Φωτόπουλε, έχει επανειλημμένα καταδείξει και καταδικάσει πολιτικές κυβερνήσεων, πολυεθνικών εταιρειών, ακόμα και διεθνών οργανισμών, που έχουν ως αποτέλεσμα την παραβίαση, όχι μόνο των κοινωνικών δικαιωμάτων, στα οποία έχετε αποκλειστική αδυναμία, αλλά και των ατομικών και πολιτικών. Όποιος παρακολουθεί τη Σαββατιάτικη στήλη μου στην «Αυγή», το έχει διαπιστώσει.

Άλλο πράγμα θέλετε όμως. Θέλετε να καταδικάσει η ΔΑ τις οικονομικές δομές. Ζητάτε να υποστηρίξει ένα καθεστώς «που θα εξασφάλιζε την ισοκατανομή της πολιτικής και οικονομικής δύναμης μεταξύ όλων των πολιτών». Σε χιλιάδες τόνους αριθμεί το βάρος των βιβλίων που διατύπωσαν ποικίλες ιδεολογίες γι’ αυτό το θέμα. Υπήρξε και το πείραμα του κομμουνισμού, που απέτυχε. Και σεις ζητάτε από τη Διεθνή Αμνηστία να ταυτιστεί με μία από τις αναπότρεπτα ιδεολογικές «κριτικές της πολιτικής οικονομίας». Και ισχυρίζεσθε ότι αυτό δεν είναι θέμα ιδεολογίας!

Για να υποστηρίξετε, μάλιστα, ότι τα μέλη της ΔΑ επηρεάζονται από το φιλο -Ισραηλινό λόμπυ, αφού δεν μπορείτε να αρνηθήτε τις αναρίθμητες καταδίκες του Ισραήλ από την οργάνωση αυτή, καταφύγατε στο σόφισμα ότι οι καταδίκες δεν έχουν τους «ανάλογους όρους και ένταση», με εκείνες του Ιράκ ή του Μιλόσεβιτς. Και για να το τεκμηριώσετε, στιγματίζετε την ΔΑ, διότι δεν ζήτησε, όπως έκανε για τον Μιλόσεβιτς (και τον Πινοσέτ), την παραπομπή του Σαρόν, ως εγκληματία πολέμου, ενώπιον ενός διεθνούς δικαστηρίου, το οποίο όμως είναι ανύπαρκτο. Δεν φταίει η ΔΑ κ. Φωτόπουλε, που ο ΟΗΕ δεν δημιούργησε (ακόμα) το διεθνές ποινικό δικαστήριο, κυρίως λόγω της αντίδρασης των ΗΠΑ. Η ΔΑ έκανε και κάνει ό,τι μπορεί για τη δημιουργία του. Στο μεταξύ, όπου υπάρχει αρμόδιο δικαστήριο, εισηγείται την παραπομπή σ’ αυτό των παραβιαστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, περιλαμβανομένων των υπευθύνων του ΝΑΤΟ για φόνους αμάχων στη Γιουγκοσλαβία.

Για να αμφισβητήσει τη θέση μου, ότι η αρχή της «περιορισμένης εθνικής κυριαρχίας» σε ό,τι αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα, είναι παλαιότερη από τη μετα-ψυχροπολεμική «Νέα Τάξη», ο κ. Φωτόπουλος με παραπέμπει στην ιδρυτική Συνδιάσκεψη του ΟΗΕ στο Σαν Φρανσίσκο. Έγιναν όμως και άλλες ολομέλειες του ΟΗΕ: αυτές που ενέκριναν την Οικουμενική Διακήρυξη και τις -δεσμευτικές για τις κυβερνήσεις- διεθνείς συμβάσεις για την προστασία των δικαιωμάτων. Υπάρχουν και άλλοι διεθνείς οργανισμοί, με αποφάσεις πριν τη λήξη του ψυχρού πολέμου. Για παράδειγμα, η ελληνική κυβέρνηση κάθισε αυτό το μήνα (Οκτώβριος) στο εδώλιο του κατηγορουμένου από τον ΟΑΣΕ, για θέματα ελευθερίας της έκφρασης, διακρίσεις σε βάρος ευάλωτων κοινωνικών ομάδων κλπ. Του-χρόνου θα καθήσει στο εδώλιο από τον ΟΗΕ, για θέματα φυλετικών διακρίσεων και βασανιστηρίων. Έχει καταδικαστεί επανηλειμμένα σε χρηματική ποινή από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για θέματα θρησκευτικής ελευθερίας και όχι μόνο. Ή μήπως όλα αυτά δεν αποτελούν περιορισμό της «εθνικής κυριαρχίας»;

Τελειώνοντας το άρθρο του, ο κ. Φωτόπουλος μας λέει ότι οι δολοφονίες που οργανώνει το καθεστώς Μουγκάμπε στη Ζιμπάμπουε δεν τον αφορούν, διότι ποτέ δεν το υπερασπίστηκε, αλλά ότι οι βιαιότητες του καθεστώτος «ωχριούν -τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά- μπροστά στις μακροχρόνιες ‘νόμιμες’ βιαιότητες της αποικιοκρατίας». Είτε λοιπόν οι ωχριούσες βιαιότητες του Μουγκάμπε παίρνουν ιδεολογικό συγχωροχάρτι από τον κ. Φωτόπουλο, είτε το θέμα οφείλει να τον αφορά. Όπως οφείλουν να τον αφορούν και τα θέματα της ελληνικής κοινωνίας που ανέφερα παραπάνω, για τα οποία δεν αντιλήφθηκα να έχει ασχοληθεί ποτέ. Ας με διαψεύσει αν σφάλλω.  

 


Η ιδεολογικοποίηση της ανισότητας (Μέρος δεύτερον)

(Δικαιωματικά, τεύχος 9, Δεκέμβριος 2000)

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Πράγματι ο διάλογος με τον κ. Γουσέτη γίνεται δυσχερής, αν και όχι φυσικά για τον λόγο που επικαλείται αλλά γιατί, θέλω να ελπίζω από άγνοια, παραποιεί τις απόψεις μου.  Θα προσπαθήσω λοιπόν γι' άλλη μια φορά ελπίζω τελευταία να εξηγήσω την άποψη μου απαντώντας ένα προς ένα στα επιχειρήματα του.     

Αρχικά διερωτάται ο κ Γουσέτης τι μπορεί να αντιτείνει κανείς στην άποψη μου ότι «στην κλασσική Αθήνα δεν υπήρχε διαχωρισμός μεταξύ κοινωνίας και πολιτείας»  όπου επομένως «δεν ανακύπτει καν η ανάγκη ύπαρξης και υπεράσπισης ατομικών δικαιωμάτων», προσφεύγοντας στο χιλιοειπωμένο επιχείρημα ότι η πλειοψηφία των κατοίκων της Αθήνας (παρόλο που οι αριθμοί που αναφέρει δεν ανταποκρίνονται στην ιστορική πραγματικότητα) δεν μετείχαν στις δημοκρατικές διαδικασίες. Όμως πρώτος εγώ μίλησα για ΜΕΡΙΚΗ  δημοκρατία στην κλασική Αθήνα. Και ήταν μερική, όπως εξηγώ στο βιβλίο Περιεκτική Δημοκρατία, όχι μόνο με την έννοια  ότι δεν μετείχαν σε αυτή όλοι οι κάτοικοι των Αθηνών αλλά και διότι ήταν μόνο πολιτική δημοκρατία, όχι και οικονομική. Αλλά, όσον αφορά την πρώτη έννοια του μερικού χαρακτήρα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας που ενδιαφέρει τον κ Γουσέτη, προφανώς ξεχνά ότι το ίδιο μερικός ήταν ο χαρακτήρας και των δυτικών ‘δημοκρατιών’ μέχρι πριν εκατό περίπου χρόνια (για να μην αναφέρω την ελληνική περίπτωση που άργησε ακόμη μισό αιώνα) όταν αναγνώρισαν πολιτικά δικαιώματα στις γυναίκες, δηλ. τον μισό πληθυσμό, Όμως όταν θέλουμε να κάνουμε σοβαρές συγκρίσεις θα πρέπει κ. Γουσέτη να συγκρίνουμε όμοια πράγματα, πράγμα που (υποθέτω από άγνοια) δεν κάνετε. Εγώ συνέκρινα τη θέση του Αθηναίου πολίτη στη κλασική Αθήνα με αυτή του σύγχρονου πολίτη και από τη σύγκριση αυτή είναι προφανές ότι η ελευθερία και η αυτονομία που απολάμβανε ο Αθηναίος πολίτης (ο οποίος κυριολεκτικά συναποφάσιζε για την τύχη του) δεν έχει καμία σύγκριση με την ‘ελευθερία’ που έχει σήμερα ο αντίστοιχος πολίτης να επιλέγει τα αφεντικά του κάθε τέσσερα χρόνια και να έχει και κάποια ατομικά δικαιώματα για να μπορεί (όποτε μπορεί) να ελέγχει την άσκηση της εξουσίας επάνω του. Αυτό δηλ. που δεν αντιλαμβάνεται ο κ Γουσέτης και οι παρόμοια σκεφτόμενοι φιλελεύθεροι ειναι ότι τα τελευταία 2500 χρόνια δεν έγιναν οι άνθρωποι πιο ελεύθεροι από ό,τι  ήταν  (στο πολιτικό επίπεδο) οι Αθηναίοι πολίτες. Αυτό που έγινε ήταν ότι επήλθε μια ‘εξίσωση προς τα κάτω’ δηλ. επεκτάθηκε η αντιπροσωπευτική ‘δημοκρατία’ και τα ατομικά δικαιώματα που είναι απαραίτητα συμπληρώματα της σε όλους και όχι μια ‘εξίσωση προς τα πάνω’ που προϋπέθετε την υιοθέτηση μιας ευρύτερης έννοιας του πολίτη από αυτή που χρησιμοποιούσαν στη κλασική Αθήνα. Στη περίπτωση αυτή, όπως ανάφερα και στο άρθρο μου, δεν θα ετίθετο θέμα ατομικών δικαιωμάτων αλλά ασφαλιστικών δικλείδων που θα προστάτευαν και τη μειονότητα του ενός από τις συλλογικές αποφάσεις.

Στη συνέχεια ο κ. Γουσετης εξεγείρεται με τη θέση μου ότι «η υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων(...) αποτελεί ιδεολογικοποίηση με την έννοια της δικαιολόγησης της ανισότητας». Όμως στο άρθρο μου τόνιζα ότι ‘ η ανάγκη ύπαρξης και υπεράσπισης των δικαιωμάτων ανακύπτει από την ανισοκατανομή της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας/δύναμης την οποία συνεπάγεται ο διαχωρισμός της κοινωνίας από την πολιτεία και την οικονομία και η συνακόλουθη συγκέντρωση πολιτικής και οικονομικής εξουσιας/δυναμης στα χέρια μερικών κοινωνικών ομάδων’. Και ερωτώ. Είναι ή όχι αλήθεια ότι η ΔΑ υιοθετεί την παραδοχή πως ζούμε σε μια κοινωνία όπου οι θεσμοί της εξασφαλίζουν την (πολιτική) ισότητα  των πολιτών --πράγμα που συνεπάγεται ότι το μόνο  θέμα που τίθεται είναι αυτό της κακής λειτουργίας των θεσμών και συνακόλουθα η ανάγκη υπεράσπισης των δικαιωμάτων των πολιτών που παραβιάζονται  από την κρατική εξουσία; Είναι προφανές ότι όταν κάποιος υιοθετεί (όπως προφανώς η ΔΑ)  το σύστημα της αντιπροσωπευτικής ‘δημοκρατιας’ η απάντηση που θα πρέπει να δώσει στο ερώτημα αυτό  είναι καταφατική. Αλλά, τότε, αποτελεί η όχι ιδεολογικοποίηση (με την έννοια της δικαιολόγησης ως δεδομένης της ανισότητας), η υπεράσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων αντί για την υπεράσπιση του θεμελιακού δικαιώματος των πολιτών να μετέχουν ισότιμα στη διαδικασία λήψης αποφάσεων; Προφανώς δεν απαιτώ η ΔΑ να αγωνιστεί για κάτι τέτοιο, εφόσον είναι μια οργάνωση που μάχεται για την βελτίωση του συστήματος και δεν αμφισβητεί τις βασικές δομές του που θεμελιώνονται στην συγκέντρωση εξουσίας την οποία συνεπάγονται η αντιπροσωπευτική ‘δημοκρατία’ και η οικονομία της αγοράς. Μολονότι επομένως δεν αμφισβητώ ότι για πολλούς, και ιδιαίτερα αυτούς που είναι βολεμένοι στο σύστημα αυτό, η ΔΑ μπορεί να παίζει ένα χρήσιμο ρόλο, αυτό δεν αναιρεί τον αντικειμενικό ρόλο της στην έμμεση ιδεολογικοποίηση της ανισότητας.

Κατόπιν, ο κ Γουσέτης γράφει ότι ‘οι (γνήσιοι) υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων’ δεν ταυτίζονται με τις μεσαίες τάξεις «των οποίων οι επιλογές και προτεραιότητες ταυτίζονται με εκείνες των ελίτ». Ερώτηση. Θα μπορούσε άραγε να τεκμηριώσει την θεση του αυτή με μια ανάλυση της ταξικής προέλευσης των σχετικών οργανώσεων ή έστω της ΔΑ; Δεδομένου ότι όλες οι αναλύσεις σχετικά με την ταξική δομή των ΜΚΟ στη Δύση βασίζονται στη παραδοχή ότι απαρτίζονται στη πλειοψηφία τους από μέλη των μεσαίων στρωμάτων θα ήταν πολύ ενδιαφέρον εάν ο κ. Γουσέτης προσκόμιζε στοιχεία που ανατρέπουν την παραδοχή αυτή.

Όσον αφορά τις προτεραιότητες τους που υποστήριξα ότι ταυτίζονται με αυτές τις ελίτ, ο κ Γουσέτης, προσπερνώντας τη σχετική ανάλυση μου, καταφεύγει στο υποτιθέμενα ακαταμάχητο ερώτημα ‘Ποίος χειροκροτήθηκε απ’ την κοινωνία ή από τη μεσαία τάξη, ποίος προωθήθηκε από τους ελίτ, επειδή υπερασπίστηκε τα δικαιώματα των Τούρκων της Θράκης, των «ανύπαρκτων» (Σλάβο)Μακεδόνων της Φλώρινας, των «εγκληματιών» Αλβανών μεταναστών, των «γύφτων» κλπ.‘; Όμως, το ερώτημα αυτό υποκρύπτει μια απλοϊκή ανάλυση της ‘κοινωνίας’ . Προφανώς δεν υπάρχει μια μονολιθική κοινωνία, ούτε καν μονολιθική μεσαία τάξη, όχι μόνο σε θέματα κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων, αλλά ούτε και πολιτικών. Υπάρχει, όμως αμφιβολία ότι το ‘εκσυγχρονιστικό’ τμήμα της κοινωνίας μας και των μεσαίων στρωμάτων υποστηρίζει το έργο οργανώσεων όπως η ΔΑ; Είναι προφανές ότι αν στην Ελλάδα τα δικαιώματα των μειονοτήτων κ.λπ. δεν απολαύουν ανάλογης υποστήριξης όπως πχ στη Βρετανία αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι το εκσυγχρονιστικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας είναι ακόμη μικρό και ότι τα μεσαία στρώματα είναι στη πλειοψηφία τους ξενόφοβα αν όχι ρατσιστικά, για ιστορικούς και άλλους λόγους που δεν είναι του παρόντος. Όμως αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι σε δυτικές χώρες όπως στη Βρετανία η υπεράσπιση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων απολαμβάνει πολύ μεγαλύτερης υποστήριξης από τα μεσαία στρώματα από ό,τι εδώ, ούτε βέβαια το γεγονός αυτό αναιρεί το δεδομένο  ότι σε κρίσιμα θέματα (πχ αυτό του Κοσόβου η της Παλαιστίνης) οι προτεραιότητες τους  ταυτίζονται με αυτές των ελίτ.

Στη συνέχεια ο κ Γουσέτης γράφει ότι ζητώ από τη Διεθνή Αμνηστία ‘να ταυτιστεί με μία από τις αναπότρεπτα ιδεολογικές «κριτικές της πολιτικής οικονομίας» και ισχυρίζομαι μάλιστα  ότι αυτό δεν είναι θέμα ιδεολογίας! Φυσικά, όπως τόνισα παραπάνω, δεν περίμενα μια οργάνωση σαν την ΔΑ να κάνει κάτι τέτοιο. Όμως είναι άραγε ‘αναπότρεπτα ιδεολογική «κριτική της πολιτικής οικονομίας»’ η επίκριση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που δεν είδα ποτέ να καταδικάζει η ΔΑ  παρά το γεγονός ότι παρόμοιες πολιτικές έχουν καταδικαστεί ακόμη και από τον... Κευνς; Πως άραγε απαιτεί ο κ Γουσέτης να πιστέψουμε ότι η ΔΑ και παρόμοιες οργανώσεις δεν ιδεολογικοποιούν την ανισότητα όταν ποιούν την νήσσα μπροστά στο γεγονός ότι διογκώνεται συνεχώς η φτώχια και η αθλιότητα ανά τον κόσμο σαν συνέπεια των πολιτικών αυτών, όπως παραδέχεται ακόμη και το Human Development Report του ΟΗΕ; Η μήπως επιδίδεται και αυτό σε κάποια ‘αναπότρεπτα ιδεολογική «κριτική της πολιτικής οικονομίας»’;

Προχωρώντας στο θέμα αν η ΔΑ και παρόμοιες οργανώσεις υιοθετούν τις προτεραιότητες των δυτικών ελίτ,  ο κ. Γουσέτης γράφει: ‘δεν μπορείτε να αρνηθείτε τις αναρίθμητες καταδίκες του Ισραήλ από την οργάνωση αυτή’. Δεν ξέρω πότε συνέταξε το κείμενο αυτό ο κ. Γουσέτης, αλλά με τα γεγονότα που ήλθαν στο φως της δημοσιότητας τις τελευταίες βδομάδες πραγματικά μου θυμίζει την σοφία του γνωμικού ότι δεν πρέπει να μιλάμε για σκοινί στο σπίτι του κρεμασμένου. Αλήθεια πότε η ΔΑ υιοθέτησε την απόφαση της Επιτροπής Ανθρώπινων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ (που φυσικά απέρριψαν οι δυτικές ελίτ και μαζί οι ‘ανεξάρτητες’ ΔΑ κλπ) που ζήτησε την παραπομπή ως εγκληματιών πόλεμου των στρατιωτικών του Ισραήλ για τα εγκλήματα στα οποία έχουν επιδοθεί στη νέα ιντιφάντα; Η μήπως αντίθετα τόσο η ΔΑ όσο και το Human Rights Watch προσπάθησαν να συγκαλύψουν τα εγκλήματα αυτά καταμερίζοντας ευθύνες τόσο στον θύτη όσο και στο θύμα; (βλ. ΔΑ 1/11/00 και HRW 17/10/00)--υποθέτω ότι αν oι οργανώσεις αυτές υπήρχαν στην Κατοχή θα καταμέριζαν παρόμοια τις ευθύνες για τη σφαγή των Καλαβρύτων μεταξύ Καλαβρυτινών και κατοχικών στρατευμάτων! Και αυτό, για να μην αναφερθώ στη τελευταία ανακοίνωση της ΔΑ ((10/11/00) όπου, αντί να απαιτήσει ανεξάρτητη από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ διεθνή έρευνα για τα εγκλήματα των κατοχικών δυνάμεων, ‘καλωσορίζει’ την απόφαση της Ισραηλινής κυβέρνησης να αναθέσει το θέμα στην ..Ισραηλινή δικαιοσύνη! Η ανενδοίαστη αυτή συνταύτιση των οργανώσεων αυτών με τη γραμμή των δυτικών ελίτ πάνω στο θέμα πράγματι αναιρεί κάθε ίχνος αξιοπιστίας τους για τον δήθεν ‘αμερόληπτο’ ρόλο τους στην υπεράσπιση των ατομικών δικαιωμάτων.

 Όμως εκεί που ο κ. Γουσέτης είναι προφανές ότι προσπαθεί να θολώσει τα νερά είναι όταν, αναφερόμενος στη θέση μου για το νέο δόγμα της περιορισμένης εθνικής κυριαρχίας που χαρακτηρίζει τη Νέα Τάξη, παραπέμπει στο άσχετο θέμα των διεθνών συμβάσεων για τη  προστασία των δικαιωμάτων με βάση τις οποίες η Ελλάδα κάθισε συχνά στο σκαμνί. Αλλά, είναι φανερό ότι το δόγμα για το οποίο μιλούσα αναφέρεται στο εάν έχουν δικαίωμα τρίτα κράτη να ενεργούν στρατιωτικές επεμβάσεις σε περίπτωση που θεωρούν ότι παραβιάζονται τα ατομικά δικαιώματα --όπως έπραξαν στο θέμα του Κοσόβου σε σαφή παραβίαση του Χάρτη του ΟΗΕ—και οχι στις ανώδυνες περιπτώσεις που αναφέρει ο κ. Γουσέτης που αφορούν τη καταδίκη μιας χώρας σε κάποια χρηματική ποινή.

Τελειώνοντας ήθελα να ρωτήσω αποτελεί η όχι διαστρέβλωση της θέσης μου όταν ο κ. Γουσέτης υποστηρίζει ότι ουσιαστικά έδινα ιδεολογικό συγχωροχάρτι στις βιαιότητες του Μουγκάμπε όταν  έγραφα ότι οι δολοφονίες κ.λπ. του καθεστώτος του είναι ‘θέματα που δεν με αφορούν διότι δεν ανέλαβα ποτέ την υποστήριξη του καθεστώτος αυτού αλλά απλώς αναφέρθηκα στο λαϊκό κίνημα (το οποίο προφανώς εκμεταλλεύεται το καθεστώς Μουγκάμπε)’; Ώστε όταν κάποιος προσπαθεί να κατανοήσει τις αγριότητες που αναπόφευκτα συμβαίνουν σε μια εξέγερση συσσωρευμένης από προηγούμενες εκατόχρονες αγριότητες αδικίας δίνει συγχωροχάρτι; Και αυτό, παρά το γεγονός ότι δεν υπερασπίστηκα ποτέ το καθεστώς Μουγκάμπε αλλά αντίθετα έμμεσα το επέκρινα για την εκμετάλλευση που κάνει της εξέγερσης για τους δικούς του στόχους!

Αλλά εκεί που νομίζω ο κ. Γουσέτης είναι απαράδεκτος είναι όταν γράφει, προκαλώντας με μάλιστα να το διαψεύσω, ότι ‘οφείλουν να τον αφορούν και τα θέματα της ελληνικής κοινωνίας που ανέφερα παραπάνω (μειονοτήτων κ.λπ.), για τα οποία δεν αντιλήφθηκα να έχει ασχοληθεί ποτέ’. Δεν έχω άλλη επιλογή παρά να υποθέσω ότι η ο κ. Γουσέτης εσκεμμένα υιοθετεί τον ισχυρισμό αυτό εν γνώσει της αναληθείας του με στόχο τη λασπολογία η, στη καλύτερη περίπτωση, ότι καταλήγει σε αυτό το συμπέρασμα με βάση κάποια έρευνα ‘του ποδαριού’. Στη πρώτη περίπτωση βέβαια ο διάλογος αυτός γίνεται περιττός και πρέπει να σταματήσει εδώ. Στη δεύτερη περίπτωση είναι πραγματικά θλιβερό να υποστηρίζεται τέτοια ανακρίβεια όταν έχω γράψει σειρά άρθρων για να καταδικάσω τον έρποντα ρατσισμό και ξενοφοβία στην Ελλάδα, με τελευταία παραδείγματα το άρθρο μου με τίτλο, ‘Να σταματήσει η «ζουγκλοποίηση» της Ελληνικής κοινωνίας’ (Ελευθεροτυπία, 21/11/98) και Παγκοσμιοποίηση και Ελληνικός ρατσισμός’ (Ελευθεροτυπία, 6/11/99)!  Κρίμα κ. Γουσέτη...

 


Τέλος σ' ένα διάλογο χωρίς νόημα πια! 

(Δικαιωματικά, τεύχος 9, Δεκέμβριος 2000)

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΓΟΥΣΕΤΗΣ

 

Φοβάμαι ότι ο διάλογος με τον κ. Φωτόπουλο φθάνει στο τέλος του.

Δεν μπορώ να τον παρακολουθήσω στις απόψεις του ότι «τα τελευταία 2500 χρόνια δεν έγιναν οι άνθρωποι πιο ελεύθεροι απ’ ό,τι ήταν (στο πολιτικό επίπεδο) οι Αθηναίοι πολίτες».

Δεν μπορώ να επαναλαμβάνω συνεχώς ότι η Διεθνής Αμνηστία δεν υιοθετεί καμιά ιδεολογία για την κοινωνία και τους θεσμούς της, πέρα απ’ αυτήν της υπεράσπισης των θυμάτων, σύμφωνα όχι μόνο με τη διεθνή νομοθεσία, αλλά και με τις πεποιθήσεις των μελών της.

Ούτε μπορώ να επιχειρηματολογώ στα περί «μεσαίων τάξεων» (έννοια που τραβιέται σαν λάστιχο), στα περί «εκσυγχρονιστών», που δήθεν μας υποστηρίζουν, ή στην ανακρίβεια ότι η Δ.Α. «ποιεί την νήσσαν» για τη φτώχεια.

Το μόνο που θα κάνω, είναι να διευκρινίσω τις θέσεις της Δ.Α. για την πρόσφατη κρίση στο Ισραήλ/Κατεχόμενα Εδάφη, όπου οι σχετικές αναφορές του κ. Φωτόπουλου τις διαστρεβλώνουν (υπογραμμίσεις των κειμένων της Δ.Α. δικές μου).

1. Στις 26 Οκτωβρίου η Δ.Α. εκδίδει ανακοίνωση, όπου μιλάει για σύσταση ανεξάρτητης διεθνούς ομάδας έρευνας για τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και όπου ζητάει την αντικατάσταση της διοικητικής «εξεταστικής επιτροπής» με δικαστική «ανακριτική επιτροπή»:

26/10/2000, AI Index MDE 15/052/2000 - News Service Nr. 205/00

«Η ανθρώπινη ζωή χάνει την αξία της, εξαιτίας μιας νοοτροπίας που αντιλαμβάνεται τους θανάτους περισσότερων από 130 Παλαιστινίων, συμπεριλαμβανομένων και σχεδόν 40 παιδιών, και τους θανάτους δύο κρατουμένων ισραηλινών στρατιωτών, ως μια αναπόφευκτη και ανεκτή συνέπεια της παρούσας κατάστασης», δήλωσε ο Claudio Cordone , διευθυντής του προγράμματος για την έρευνα και την εντολή της Διεθνούς Αμνηστίας και υπεύθυνος της αντιπροσωπείας της Διεθνούς Αμνηστίας που επισκέφθηκε το Ισραήλ και τα Κατεχόμενα την περασμένη εβδομάδα.

Παράνομοι θάνατοι λόγω υπερβολικής χρήσης βίας ήταν το αποτέλεσμα των στρατιωτικών μεθόδων που χρησιμοποίησε το Ισραήλ ως απάντηση στις ταραχές και τις διαδηλώσεις από τις 29 Σεπτεμβρίου του 2000. Η παρούσα πολιτική της μη διερεύνησης τέτοιων θανάτων πρέπει να τερματιστεί.

«Η παρούσα έλλειψη ανακρίσεων κι από τις δύο μεριές αποκλείει κυριολεκτικά την εξεύρεση υπευθύνου για τους θανάτους που προκλήθηκαν από παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» δήλωσε ο Claudio Cordone (διευθυντής του προγράμματος για την έρευνα και την εντολή της Διεθνούς Αμνηστίας και υπεύθυνος της αποστολής της Διεθνούς Αμνηστίας στο Ισραήλ και στα Κατεχόμενα Εδάφη), «και συνεισφέρει μονάχα στην εξάπλωση της παραπληροφόρησης. Αυτή η κατάσταση επιβάλλει τη σύσταση μίας ανεξάρτητης διεθνούς ομάδας ειδικών το συντομότερο δυνατόν, η οποία θα πρέπει να λειτουργήσει αποτελεσματικά, σύμφωνα με τα διεθνή ισχύοντα σχετικά με τέτοιες έρευνες.»(...)

Στις 21 Οκτωβρίου η κυβέρνηση του Ισραήλ διέταξε τη συγκρότηση μιας ad hoc εξεταστικής επιτροπής που θα εξετάσει «τις προ εβδομάδων συγκρούσεις με τις δυνάμεις ασφαλείας, κατά τις οποίες Ισραηλινοί πολίτες, Εβραίοι και Άραβες, είχαν ανάμιξη». Όμως, αυτή η πενταμελής επιτροπή δεν είναι δικαστική ανακριτική επιτροπή, σύμφωνα με το νόμο. Πρόκειται για διοικητική εξέταση, χωρίς τις απαραίτητες εξουσίες προσαγωγής μαρτύρων. Θα καταθέσει το πόρισμά της στον πρωθυπουργό.

Ζητάμε από την κυβέρνηση του Ισραήλ να συστήσει επιτροπή σύμφωνα με το νόμο περί ανακριτικών επιτροπών και να εξασφαλίσει ότι αυτή θα δράσει σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα για εξονυχιστική, αποτελεσματική και ανεξάρτητη ανάκριση.

2. Ανακοίνωση της Δ.Α. την 1η Νοεμβρίου δεν υφίσταται! Στις 3 Νοεμβρίου, την επομένη του φόνου δυο Ισραηλινών πολιτών, η Δ.Α. εκδίδει ανακοίνωση. Είναι βέβαιο ότι, αν οι (επιζήσαντες της σφαγής από τους Γερμανούς στην Κατοχή) Καλαβρυτινοί έσφαζαν αθώους πολίτες, η Δ.Α. θα διαμαρτυρόταν και γι' αυτό:

3/11/2000, AI index MDE 15/055/2000 News Service Nr. 210/00

Η Διεθνής Αμνηστία καταδικάζει τους θανάτους δύο πολιτών που συνέβησαν χθες κατά τη διάρκεια βομβιστικής επίθεσης κοντά στην υπαίθρια αγορά Mahane Yehuda της Ιερουσαλήμ. Την ευθύνη για την επίθεση ανέλαβε η ισλαμική οργάνωση Jihad. 

«Οι επιθέσεις που σκόπιμα στρέφονται εναντίον πολιτών, δεν μπορούν ποτέ να είναι δικαιολογημένες κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες», δήλωσε η Διεθνής Αμνηστία. «Καλούμε την ισλαμική οργάνωση Jihad και τις υπόλοιπες ένοπλες ομάδες, παλαιστινιακές ή εβραϊκές, να σταματήσουν αυτούς τους θανάτους αμέσως».

3. Στις 10 Νοεμβρίου, η Δ.Α. δημοσιεύει εκτενή έκθεση, 6.500 λέξεων για τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Ισραήλ/Κατεχόμενα. Παρ’ ότι καλωσορίζει την αντικατάσταση της «εξεταστικής» με «ανακριτική» επιτροπή, εκφράζει τις επιφυλάξεις της και γι αυτήν:

10/11/2000 Έκθεση: ΑΙ index MDE 15/058/2000

Στις 21 Οκτωβρίου η κυβέρνηση του Ισραήλ διέταξε τη συγκρότηση μιας ad hoc εξεταστικής επιτροπής που θα εξετάσει «τις προ εβδομάδων συγκρούσεις με τις δυνάμεις ασφαλείας, κατά τις οποίες Ισραηλινοί πολίτες, Εβραίοι και Άραβες, είχαν ανάμιξη». Η κυβέρνηση υπέστη κριτική από πολλές Ισραηλινές μη κυβερνητικές οργανώσεις, καθώς και από τη Διεθνή Αμνηστία, διότι δεν προχώρησε στη συγκρότηση ανακριτικής επιτροπής κατά τους κανονισμούς του νόμου του 1968, περί Ανακριτικών Επιτροπών. Μια τέτοια Επιτροπή διαθέτει μεγαλύτερη ανεξαρτησία, αφού τα μέλη της διορίζονται από τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου και όχι από την κυβέρνηση και αφού έχει την εξουσία να διατάσσει την προσαγωγή των μαρτύρων και να παραχωρεί ασυλία από δίωξη στους μάρτυρες για τις καταθέσεις τους ενώπιόν της. Προφανώς, κάτω από τη λαϊκή πίεση, η Ισραηλινή κυβέρνηση αντικατέστησε την εξεταστική επιτροπή με ανακριτική επιτροπή, κατά το νόμο του 1968. Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, η επιτροπή έχει εντολή «να εξετάσει τους φόνους και τους τραυματισμούς Εβραίων και Αράβων Ισραηλινών πολιτών κατά τις συγκρούσεις με τις δυνάμεις ασφαλείας. Δεν είναι [όμως] σαφές αν η εντολή προς την ανακριτική επιτροπή περιλαμβάνει και βασανιστήρια και κακομεταχείριση [κρατουμένων] από τις δυνάμεις ασφαλείας.

Όσο για το Human Rights Watch, ο κ. Φωτόπουλος βιάστηκε. Στις 14 Νοεμβρίου, η οργάνωση κάλεσε το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ να εγκαταστήσει διεθνή αποστολή παρατηρητών, που θα παρακολουθεί και θα αναφέρει τις παραβιάσεις τις διεθνούς νομοθεσίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ανθρωπιστικής νομοθεσίας κατά τις συγκρούσεις στη Γάζα και στη Δυτική Όχθη.

Κατά τα λοιπά, ας με συγχωρήσει ο κ. Φωτόπουλος που αναρωτήθηκα αν ασχολήθηκε με θέματα της ελληνικής κοινωνίας. Πράγματι, δεν έψαξα τα προ δυο ετών άρθρα του.



Απόσπασμα από το Editorial στα Δικαιωματικά Δεκεμβρίου 2000

Π. ΔΗΜΗΤΡΑΣ

 

Τέλος, στο φάκελο για την κοινωνία των πολιτών, υπάρχει μια κριτική ματιά που μας έρχεται από το εξωτερικό, καθώς και το τέλος της ανταλλαγής επιχειρημάτων μεταξύ Τάκη Φωτόπουλου και Διονύση Γουσέτη. Τονίζουμε ότι το τέλος είναι οριστικό όχι μόνο γιατί ο Φωτόπουλος δυσκολεύεται εδώ να δεχθεί κάποιες αυταπόδεικτες αλλά δυσάρεστες γι’ αυτόν αλήθειες, αλλά και γιατί έχουμε μιαν αρχή. Δεν κάνουμε εδώ διάλογο με άτομα που εκφράζουν απόψεις που προσβάλλουν ευθέως τις θεμελιώδεις αρχές των ανθρώπινων δικαιωμάτων: αυτό έκανε ο Φωτόπουλος στο έμπλεο αντισημιτικών στερεοτύπων άρθρο του «To τελικό στάδιο της σιωνιστικής εθνοκάθαρσης» που η τόσο φιλόξενη σε αυτόν (αλλά πλέον συστηματικά εμπαθής πολέμια και λογοκρίτρια του Ελληνικού Παρατηρητηρίου των Συμφωνιών του Ελσίνκι, όπως θα δημοσιοποιήσουμε στο επόμενο τεύχος μας) «Ελευθεροτυπία» δημοσίευσε στις 4 Νοεμβρίου 2000 (http://www.hri.org/E/00-11-04.dir/stiles/analisi.htm). Με την ευκαιρία αυτή δε, θα διαφωνήσουμε με το Γουσέτη που φαίνεται να απολογείται εδώ στο Φωτόπουλο για την άγνοιά του για παλαιότερα άρθρα του τελευταίου που ασχολούνται με το ρατσισμό στην Ελλάδα: αν τα αναζητήσει κανείς στις ηλεκτρονικές διευθύνσεις τους, θα δει ότι δεν έχουν τίποτα να πουν για τα πιο κρίσιμα ζητήματα, αυτά των μειονοτήτων που ούτε η ταυτότητά τους δεν είναι σεβαστή από την ελληνική πολιτεία και τους περισσότερους διανοούμενους.

 


Απάντηση του Τάκη Φωτόπουλου

(Ελευθεροτυπία, 16/12/2000)

 

YΓ. Ο κ. Δημητράς, εκδότης του ηλεκτρονικού περιοδικού «Δικαιωματικά», πέτυχε διπλό κατόρθωμα σε σχέση με το άρθρο μου για την Παλαιστίνη («E», 4/11/2000): από τη μια μεριά, κατάφερε, όπως ακριβώς και οι φανατικοί Σιωνιστές, να ταυτίσει τον αντισιωνισμό με τον αντισημιτισμό, χαρακτηρίζοντας, χωρίς βέβαια καμία τεκμηρίωση, «αντισημιτικές» τις σχετικές απόψεις μου (αγνοώντας προφανώς ότι έτσι βαφτίζει αντισημίτες και κορυφαίους... Eβραίους αντισιωνιστές με παρόμοιες απόψεις, όπως η Xάννα Aρεντ και ο Tσόμσκι!) και από την άλλη δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει αυτό του το κατόρθωμα σαν αφορμή για να διακόψει το περιοδικό μονομερώς το διάλογο μαζί μου όταν διαπίστωσε ότι ο παραπέρα διάλογος δεν τον συνέφερε! Πράγμα που σημαίνει, όταν τυχαίνει να ελέγχεις το μέσο όπου δημοσιεύεται ο διάλογος, πως επιβάλλεις λογοκρισία στον συνομιλητή σου (έχω ανάλογη πείρα και από την «Eποχή», την εφημερίδα που μάχεται «για την κομμουνιστική ανανέωση», σε πρόσφατο διάλογό μου με τον Π. Kοροβέση). Όσον αφορά αυτά που γράφει, ότι τα άρθρα μου για το ρατσισμό «δεν έχουν τίποτα να πουν για τα πιο κρίσιμα ζητήματα, αυτά των μειονοτήτων», δεν περίμενα βέβαια από τον κ. Δημητρά, που αναλώνεται με τα συμπτώματα των διακρίσεων κατά των μειονοτήτων, να καταλάβει ότι στόχος της αρθρογραφίας μου ήταν η ανάλυση των «συστημικών» αιτίων τους.

 


(Το παρακάτω γράμμα στάλθηκε στην Ελευθεροτυπία στις 28/12/2000 αλλά δεν δημοσιεύθηκε)

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΑΣ

 

Ο  Τ. Φωτόπουλος («Σε αδιέξοδο το “κίνημα” κατά της παγκοσμιοποίησης», «Ε»,16/12/00) σε υστερόγραφο σχολιάζει κείμενα που δημοσιεύθηκαν στο τεύχος Δεκεμβρίου της μηνιαίας ηλεκτρονικής επιθεώρησης του Ελληνικού Παρατηρητηρίου των Συμφωνιών του Ελσίνκι «Δικαιωματικά», για τα οποίο είμαι υπεύθυνος. Είναι απαραίτητες μερικές παρατηρήσεις για την πληρέστερη ενημέρωση του αναγνωστικού κοινού της «Ε».  

• Σε τρία συνεχόμενα τεύχη των «Δ» μεταφέρθηκε και συνεχίστηκε ο διάλογος που ξεκίνησε στην «Ε» μεταξύ του Τ.Φ.  και του Διονύση Γουσέτη, του συνεπέστερου και μαχητικότερου υπερασπιστή της φήμης των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (Μ.Κ.Ο.),  όταν διασύρονται επανειλημμένα από στρεβλωτικές αναλύσεις στον ελληνικό τύπο. Στο τελευταίο τεύχος, ο τίτλος της απάντησης του Δ. Γουσέτη («Τέλος σ' ένα Διάλογο Χωρίς νόημα Πια»), όπως και το περιεχόμενο της διαψεύδουν ότι εγώ αποφάσισα «το  περιοδικό να διακόψει μονομερώς το διάλογο» με τον T.Φ.

• Πρόσθεσα βέβαια ότι έτσι κι’ αλλιώς διάλογος με άτομα που εκφράζουν αντισημιτικά στερεότυπα δεν είναι αποδεκτός σε ένα περιοδικό ΜΚΟ ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αναφέρθηκα δε σε άρθρο του Τ.Φ. που δημοσιεύθηκε στην «Ε» (4/11/00) με τίτλο «Το τελικό στάδιο της σιωνιστικής εθνοκάθαρσης», ο Τ.Φ. ισχυρίστηκε πως ταυτίζω τον αντισημιτισμό με τον αντισιωνισμό, που χαρακτηρίζει ακόμα και εβραίους διανοητές. Πρόκειται για μια συνηθισμένη παραπλανητική θέση που χρησιμοποιεί τον αντισιωνισμό ως προκάλυμμα του αντισημιτισμού και έχει επισημανθεί ευρέως στη διεθνή βιβλιογραφία. Όταν ο αντισιωνισμός δεν περιορίζεται στη μέχρις οξύτητας αν χρειαστεί κριτική συγκεκριμένων πολιτικών του Ισραήλ, αλλά περιλαμβάνει όπως και στο άρθρο του Τ.Φ. αναφορές στο ρόλο του εβραϊκού λόμπι και στην πραγματική ή υποθετική εβραϊκή καταγωγή έκδοτων, ηθοποιών, υπουργών για να στοιχειοθετηθούν απόψεις για έλεγχο Δυτικών ΜΜΕ, Χόλυγουντ, Γερουσίας και Υπουργείων ΗΠΑ, αλλά και έμμεσα των ΜΚΟ, έχουμε να κάνουμε με αυτό που αποκάλεσα «αντισημιτικά στερεότυπα».    

• Τέλος, πληροφορώ τον Τ.Φ. ότι, εκτός από του να «αναλώνομαι με τα συμπτώματα των διακρίσεων κατά των μειονοτήτων», διδάσκω στο Πανεπιστήμιο Κεντρικής Ευρώπης (μεταπτυχιακό σεμινάριο για Κράτη και Μειονότητες στα Βαλκάνια) και αρθρογραφώ σε  επιστημονικά φορά «αναλύοντας τα συστημικά αίτια τους». Μπορώ λοιπόν άνετα να διακρίνω ότι τα άρθρα του Τ.Φ. για το ρατσισμό στην Ελλάδα αναφέρονται μόνο στο ρατσισμό κατά των μεταναστών και να επαναλάβω εδώ  πως «δεν έχουν τίποτα να πουν για τα πιο κρίσιμα ζητήματα, αυτά των μειονοτήτων, που ούτε η ταυτότητα τους δεν είναι σεβαστή από την ελληνική πολιτεία και τους περισσότερους διανοούμενους».

Με τιμή

Παναγιώτης  Δημητράς

 


Απάντηση του Τάκη Φωτόπουλου

 

Ο Π. Δημητράς (ΠΔ) ανέλαβε την «πληρέστερη ενημέρωση» του κοινού της «Ε» κάνοντας «οικονομία στην αλήθεια». Απαντώ σημείο προς σημείο.  

• Το θέμα βέβαια δεν είναι ποιος αποφάσισε να διακόψει τον διάλογο, ο κ. Γουσέτης που ήταν ο εκδότης του «Δικαιωματικά» μέχρι αυτόν τον μήνα, ή ο Π. Δημητράς που μόλις ανέλαβε, αλλά το γεγονός που ανέφερα στο υστερόγραφο ότι όταν κάποιος διακόπτει μονομερώς ένα διάλογο και τυχαίνει  να ελέγχει το μέσο όπου δημοσιεύεται ο διάλογος, αυτό σημαίνει επιβολή λογοκρισίας στον συνομιλητή του (και υποτίθεται μια ΜΚΟ αγωνίζεται κατά της λογοκρισίας!) Για να αποκλείσει μάλιστα κάθε δυνατότητα απάντησης μου ο Π. Δημητράς, ως νέος εκδότης,  φρόντισε στο πρώτο του editorial να με προειδοποιήσει σχετικά: «Τονίζουμε ότι το τέλος είναι οριστικό ... (διότι) δεν κάνουμε εδώ διάλογο με άτομα που εκφράζουν απόψεις που προσβάλλουν ευθέως τις θεμελιώδεις αρχές των ανθρώπινων δικαιωμάτων» (πράγμα που δεν ανέφερε καν στην απάντηση του ο κ. Γουσέτης)      

• Το αν η αρθογραφία μου εκφράζει παρόμοιες απόψεις γνωρίζουν πολύ καλά οι αναγνώστες της στήλης μου στην «Ε» και για το συγκεκριμένο θέμα θα μπορούσαν να εκφέρουν εμπεριστατωμένη άποψη διαβάζοντας όλη την ανταλλαγή και όχι μόνο τους συκοφαντικούς ισχυρισμούς του ΠΔ (βλ. http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/grmisc/amnesty_dialogue.htm όπου δημοσιεύεται ολόκληρη η ανταλλαγή). Όσον αφορά τα περί «παραπλανητικής θέσης που χρησιμοποιεί τον αντισιωνισμό ως προκάλυμμα του αντισημιτισμού και έχει επισημανθεί ευρέως στη διεθνή βιβλιογραφία», προφανώς ο Π. Δημητράς δεν έχει υπόψη του τη διεθνή βιβλιογραφία για το αντίθετο, δηλ. το πως λασπολογείται ως «αντισημίτης» από το Σιωνιστικό λόμπι και τους συνοδοιπόρους του οποιοσδήποτε τολμήσει να καταγγείλει (ακόμη και αν το κάνει από την πλευρά του προτάγματος της Περιεκτικής Δημοκρατίας που εξ ορισμού αντιτίθεται σε κάθε φυλετική ή άλλη διάκριση), το έγκλημα της Σιωνιστικής εθνοκάθαρσης στην Παλαιστίνη. Το ίδιο σημαντική διεθνής βιβλιογραφία υπάρχει για τον ρόλο του Σιωνιστικού λόμπι στις ΗΠΑ που, βέβαια,  μόνο με τεκμηρίωση περί του αντίθετου μπορεί να διαψευστεί και όχι με συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς  (βλ. π.χ. πρόσφατα την εργασία του ―Εβραίου― N.G. Finkelstein για τον ρόλο του λόμπι αυτού στη δημιουργία της «βιομηχανίας του Ολοκαυτώματος» όπως την αποκαλεί).  

• Μόνο το γεγονός ότι ο Π. Δημητράς στην απάντηση του ανάγει το θέμα του ρατσισμού σε θέμα αναγνώρισης της ταυτότητας των μειονοτήτων επιβεβαιώνει αυτό που έγραφα στο υστερόγραφο μου για το πως αντιλαμβάνεται τα «συστημικα αιτία» των διακρίσεων κατά των μειονοτήτων. Προφανώς για τον Π. Δημητρά οι διακρίσεις κατά των μειονοτήτων και ο ρατσισμός είναι απλώς θέματα νομοθεσίας, κουλτούρας και «ταυτότητας» και όχι θέμα δομών του υπάρχοντος κοινωνικό-οικονομικού συστήματος, όπως προσπάθησα να δείξω στην σχετική αρθογραφία μου! 

 


Αντισημιτισμός, αντισιωνισμός και «τρομοκρατία»

(Ελευθεροτυπία, 6/4/2002)

Τάκης  Φωτόπουλος

 

Οι τελευταίες επιθέσεις κατά Εβραϊκών συναγωγών και άλλων εβραϊκών στόχων στην Ευρώπη και αλλού, σε συνέχεια των «τρομοκρατικών» επιθέσεων κατά Εβραίων πολιτών στο Ισραήλ (πέρα από τις καθ’ όλα νομιμοποιημένες επιθέσεις κατά Ισραηλινών στρατιωτικών στόχων) που τον τελευταίο καιρό παρουσιάζουν μια μεγάλη έξαρση με τις επιθέσεις αυτοκτονίας να πολλαπλασιάζονται, οδηγούν πολλούς στο συμπέρασμα ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα έξαρση του αντισημιτισμού. Και δεν μιλώ βέβαια για την Σιωνιστική προπαγάνδα και τα φερέφωνα της στις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις που έφθασαν να χαρακτηρίσουν αντισημιτικές και τις απόψεις του υπογραφόμενου επειδή τόλμησε να επικρίνει τις κτηνωδίες του Σιωνισμού στην προσπάθεια του να ολοκληρώσει την εθνοκάθαρση της Παλαιστίνης[1]. Σήμερα είναι τεκμηριωμένο ότι έχει καλοστηθεί από τα Σιωνιστικά συμφέροντα, τα οποία αποτελούν καθοριστικό συστατικό στοιχείο της υπερεθνικής ελίτ που διαχειρίζεται την πολιτική και οικονομική παγκοσμιοποίηση, μια «βιομηχανία παραγωγής αντισημιτών»[2] για να δυσφημείται ως αντισημιτική οποιαδήποτε καταγγελία της μεγαλύτερης αδικίας σε βάρος λαού που συνέβη μετά τον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο: της απόπειρας εξανδραποδισμού του Παλαιστινιακού λαού η οποία σήμερα βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη.

Η βιομηχανία αυτή έχει τεραστία επιτυχία στο να επιβάλλει αυτολογοκρισία σε πολλούς καλοπροαίρετους που θα ήθελαν να εναντιωθούν κατά της Σιωνιστικής εθνοκάθαρσης στην Παλαιστίνη. Το κύριο μέσο που χρησιμοποιείται για τον σκοπό αυτό είναι η άκρατη σύγχυση που εσκεμμένα δημιουργεί η Σιωνιστική προπαγάνδα όταν ταυτίζει τον αντισιωνισμό με τον αντισημιτισμό. Ο αντισημιτισμός, ο οποίος κατέληξε στην Ναζιστική κτηνωδία, δεν ήταν παρά η λογική κατάληξη πολλών εξοντωτικών διωγμών κατά των Εβραίων, από την μεσαιωνική Ισπανία μέχρι την Τσαρική Ρωσία κ.λπ., και είχε εντελώς διαφορετικά αίτια και διαφορετικό χαρακτήρα από τον αντισιωνισμο. Ο ιστορικός αυτός αντισημιτισμός ξεκινούσε είτε από ηλίθιους θρησκευτικούς λόγους και δεισιδαιμονίες είτε από το γεγονός ότι οι Εβραϊκές κοινότητες, σε αντίθεση με άλλες κοινότητες μεταναστών, δεν αφομοιωνόντουσαν ποτέ στις ευρύτερες εθνικές κοινότητες που τις φιλοξενούσαν αλλά διαφύλασσαν ως κόρη οφθαλμού την εθνικο-θρησκευτική τους ταυτότητα, με την αποθάρρυνση των μικτών γάμων, την καλλιέργεια του μύθου του περιουσίου λαού κ.λπ. Εάν σε αυτό προστεθεί ότι ένα τμήμα των Εβραϊκών αυτών κοινοτήτων συνήθως αποτελούσε και σημαντικό στοιχείο των ντόπιων ελίτ, τότε, μπορεί κανείς να εξηγήσει τον ιδιότυπο ρατσισμό που είχε δημιουργηθεί, κυρίως ανάμεσα στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των χωρών που φιλοξενούσαν τις Εβραϊκές κοινότητες, δηλαδή τον αντισημιτισμό, που οδήγησε στα ιστορικά εγκλήματα κατά της Εβραϊκής φυλής. 

Όμως οι δέκτες αυτού του αντισημιτισμού ήταν μόνο θύματα και ποτέ δεν επιδίωκαν την υπονόμευση (αν όχι τον εξανδραποδισμό) άλλων πολιτιστικών ταυτοτήτων. Ακόμη μάλιστα και όταν ήταν θύτες, λόγω της κοινωνικο-οικονομικής θέσης τους στη κοινωνία, ούτε τα κίνητρα τους ήταν ρατσιστικά ούτε οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν εναντίον των θυμάτων τους ήταν η ωμή βία. Αντίθετα, ο αντισιωνισμός δεν στρέφεται ποτέ αδιακρίτως κατά των Εβραίων πολιτών αλλά συγκεκριμένα εναντίον των Σιωνιστών που εκμεταλλεύθηκαν το ναζιστικό έγκλημα (και ακόμη το εκμεταλλεύονται, όπως έδειξαν πρόσφατα στελέχη της Εβραϊκής αντισιωνιστικής Αριστεράς[3]) και την παγκόσμια συμπάθεια που δημιουργήθηκε για τον Εβραϊκό λαό, ώστε να στήσουν, μέσω μιας ρατσιστικής εθνοκάθαρσης, ένα «καθαρό» Εβραϊκό κράτος σε βάρος των λαών που ζούσαν στα χώματα της Παλαιστίνης από αιώνες. Ο αντισιωνισμός δηλαδή στρέφεται όχι εναντίον θυμάτων αλλά εναντίον φρικτών θυτών που όλα αυτά τα χρόνια επιδιώκουν, με την αποφασιστική βοήθεια αυτών που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς (που για τους δικούς τους λόγους ήθελαν τον χωροφύλακα τους στη Μέση Ανατολή) να κτίσουν, χρησιμοποιώντας αδίστακτα την φυσική η οικονομική βία το εθνικά καθαρό κράτος τους. Έτσι, μη αρκούμενοι στην καταφανή αδικία που συνιστούσε η απόφαση του ΟΗΕ του 1948 που τους παραχωρούσε 55% της γης παρά το γεγονός ότι αποτελούσαν λιγότερο από το 40% του πληθυσμού, προχώρησαν όλα αυτά τα χρόνια στη μαζική εκδίωξη των Αράβων από τα εδάφη τους, έτσι ώστε σήμερα να ελέγχουν de jure σχεδόν το 90% της παλαιστινιακής γης και de facto τo 100%, ενώ οι πιο «προοδευτικοί» από αυτούς απλώς δηλώνουν διατεθειμένοι να αρκεστούν «γενναιόδωρα» στο 78% αυτής της γης για να δημιουργηθεί κάποια παρωδία Παλαιστινιακού κράτους![4].

Όμως είναι αυτή η κατάφωρη αδικία που δίδαξε τους Παλαιστίνιους ότι οποιαδήποτε ειρηνική διαδικασία με βάση τη σημερινή πελώρια ανισοκατανομή δύναμης (πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής) δεν θα κατέληγε παρά σε κάποιο «ξεπούλημα» όπως αυτό του Όσλο, η αυτό που προτείνει το σχέδιο της Σαουδαραβίας σήμερα που, στην πράξη, θα κατέληγε στην οριστική απομάκρυνση από την Παλαιστίνη των εκατομμυρίων προσφύγων-θυμάτων του Σιωνισμού που αποτελούν τα δυο τρίτα του Παλαιστινιακού λαού. Είναι η ίδια πελώρια ανισοκατανομή δύναμης, όπου τα τελειότερα οπλικά συστήματα της εγκληματικής πολεμικής τεχνολογίας των ΗΠΑ χρησιμοποιούνται ενάντια στις σφεντόνες των παιδιών και τα πιστόλια των αστυφυλάκων του Αραφάτ, που οδήγησε στην απελπισία τους Παλαιστίνιους και στη χρήση του έσχατου μέσου που διαθέτουν: την ίδια τη ζωή τους για να συμπαρασύρουν μαζί τους στο θάνατο και μερικούς από τους κατακτητές. Έστω και αν αυτές οι πράξεις, που στρέφονται αδιακρίτως εναντίον Εβραϊκών στόχων, επισύρουν την κατηγορία της «τρομοκρατίας» την οποία υιοθετούν ακόμη και πολλοί από τους «προοδευτικούς» (ακόμη και τους ελευθεριακούς), τόσο μεταξύ της Εβραϊκής Αριστεράς στο Ισραήλ και στο εξωτερικό που (εκτός από λίγες φωτεινές εξαιρέσεις όπως ο Τσόμσκι) σιωπά μπροστά στη ρατσιστική εθνοκάθαρση, όσο και της Αριστεράς γενικότερα.

Αλλά, μολονότι η χρήση βίας αδιακρίτως δεν είναι ούτε πολιτικά αλλά ούτε και ηθικά επιδοκιμαστέα, ήταν αναμενόμενο ότι η βία της υπερεθνικής ελίτ και των παραρτημάτων της αναπόφευκτα θα οδηγούσε σε αυτού του είδους τη δραστηριότητα. Αναπόφευκτα, διότι είναι το μόνο μέσο που διαθέτουν λαοί όπως ο Ιρακινός η ο Αφγανικός κατά ενός αόρατου εχθρού που τους βομβαρδίζει ανηλεώς με μια αξεπέραστη τεχνολογία, η αντίστοιχα ένας λαός όπως ο παλαιστινιακός προκειμένου να επιτύχει την εθνική του απελευθέρωση κατά ενός ορατού μεν εχθρού που διαθέτει όμως συντριπτική υπεροπλία και δεν διστάζει (όπως οι ναζιστές) να βομβαρδίζει στόχους μεταξύ αμάχων χρησιμοποιώντας F16 και να δολοφονεί παιδιά με σφεντόνες, ή νοσοκομειακούς που συλλέγουν τραυματίες. Όσο μεγαλύτερη επομένως είναι η ανισότητα στη κατανομή στρατιωτικής δύναμης μεταξύ καταπιεστών και καταπιεζόμενων και όσο η κρατική βία των καταπιεστών παίρνει κτηνώδεις μορφές τόσο και η αμυντική βία των καταπιεσμένων θα παίρνει περισσότερο αποκρουστικές μορφές.

Δεν θα πρέπει όμως ποτέ να ξεχνούμε το ιστορικό υπόβαθρο της βίας που ανέφερα. Διότι βέβαια είναι το ρατσιστικό έγκλημα της εθνοκαθαρσης από μέρους των Σιωνιστών που οδήγησε στο σημερινό κύκλο της αποτρόπαιας βίας. Και αυτό, διότι από την αρχή ήταν δυνατό, όπως είχαν προτείνει φωτισμένα τμήματα της Εβραϊκής Αριστεράς, να συμβιώσουν ειρηνικά Παλαιστίνιοι και Εβραίοι σε μια ομοσπονδία των λαών της περιοχής. Όμως οι Σιωνιστές προτίμησαν να ματοκυλίσουν ένα ολόκληρο λαό για να κτίσουν το μείζον Ισραήλ που τους χάρισε ο Θεός! Σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ, η μόνη μη ρατσιστική λύση είναι η πολυπολιτισμική συνομοσπονδιακή περιεκτική δημοκρατία των λαών της περιοχής, μέσα σε κοινά σύνορα και με απεριόριστο δικαίωμα των Παλαιστινίων προσφύγων να επιστρέψουν στη πατρική γη τους.


 

[1] Βλ. τον διάλογο με τον εκπρόσωπο της Διεθνούς Αμνηστίας και του Παρατηρητηρίου του Ελσίνκι Π. Δημητρά http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/grmisc/amnesty_dialogue.htm

[2] Bλ. πχ P. Beaumont, Ομπσέρβερ, 17/2/ 2002

[3] N.G. Finkelstein, The Holocaust Industry (Verso 2001)

[4] Βλ. Α. Γκεζερλής, περιοδικό Περιεκτική Δημοκρατία, τ.4, (Εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος) Μάρτης 2002

 


Αντισιωνισμός και αντισημιτισμός

(Ελευθεροτυπία, 9/4/2002)

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΑΣ

 

Σε άρθρο του Τάκη Φωτόπουλου -«Ε», 6/4/2002- αναφέρεται με επιστολή του «για την πληρέστερη ενημέρωση του κοινού και για αποκατάσταση της αλήθειας», ο εκπρόσωπος του Ελληνικού Παρατηρητηρίου των Συμφωνιών του Ελσίνκι Παναγιώτης Δημητράς.

 

Γράφει: «Αντίθετα με την αναφορά του αρθρογράφου σας Τάκη Φωτόπουλου (στο άρθρο του «Αντισημιτισμός, αντισιωνισμός και "τρομοκρατία"» στην «Ε» της 6/4/2002 http://archive.enet.gr/online/online_p1_fpage_text.jsp?id=68098260), ούτε εκπρόσωπος της Διεθνούς Αμνηστίας είμαι, ούτε διάλογο μαζί του έκανα ποτέ. Άλλωστε, στην ιστοσελίδα του (http://www.inclusivedemocracy.org/pd/crit/amnesty_dialogue.htm) στην οποία παραπέμπει, ο δικός του τίτλος είναι «Διάλογος περί Διεθνούς Αμνηστίας και ατομικών δικαιωμάτων μεταξύ του Τάκη Φωτόπουλου και του Διονύση Γουσέτη (2ο εξάμηνο 2000)». Βέβαια, στην ιστοσελίδα αυτή, έχει συμπεριλάβει, σχολιασμένη, επιστολή μου στην «Ε» της 28/12/2000, που η «Ε» δεν είχε δημοσιεύσει. Σ' αυτή, απαντούσα σε σχόλια του Τ.Φ., σε άρθρο στην «Ε» της 16/12/2000 που αφορούσαν δημοσιεύματά μου σε άλλα μέσα, όπως έκανε και τώρα. Με τον Τ.Φ. διάλογος δεν μπορεί να υπάρξει για λόγους αρχής, που ανέφερα και στην προηγούμενη επιστολή μου στην «Ε»: «διάλογος με άτομα που εκφράζουν αντισημιτικά στερεότυπα δεν είναι αποδεκτός». Τη στάση του αυτή επιβεβαιώνει και στο τελευταίο άρθρο του, όταν χρησιμοποιεί για το πρόσωπό μου τον κλασικό αντισημιτικό χαρακτηρισμό του «φερέφωνου της σιωνιστικής προπαγάνδας στις μη κυβερνητικές οργανώσεις». Το αναγνωστικό κοινό της «Ε» θα βγάλει τα συμπεράσματά του για τους εκατέρωθεν χαρακτηρισμούς. Επιτρέψτε μου με την ευκαιρία να εκφράσω τη λύπη μου για τα αντισημιτικά στερεότυπα που έχουν χρησιμοποιηθεί σε κείμενα και γελοιογραφίες της «Ε» κατά τις τελευταίες ημέρες. Το Ισραήλ σήμερα πρωτοστατεί διεθνώς στην περιφρόνηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, του ανθρωπιστικού δικαίου και της διεθνούς νομιμότητας. Η διεθνής κοινότητα οφείλει να το καταδικάσει αυστηρά και συστηματικά και θα όφειλε (αλλά δυστυχώς δεν θα το κάνει) να το τιμωρήσει για όλα αυτά. Όσοι/ες όμως καταφεύγουν σε ανοίκειους παραλληλισμούς με το Ολοκαύτωμα και τη ναζιστική θηριωδία, στην υιοθέτηση της ιδέας της συλλογικής ευθύνης, ή στην αναπαραγωγή παραδοσιακών αντισημιτικών στερεοτύπων ακυρώνουν ουσιαστικά την προσπάθεια αυστηρής καταδίκης του Ισραήλ και δίνουν την εντύπωση πως τα κίνητρά τους δεν είναι δικαιωματικά αλλά μισαλλόδοξα».



Απάντηση του Τάκη Φωτόπουλου

(Ελευθεροτυπία, 9/4/2002)



«1. Ο Π. Δημητράς, προφανώς έχοντας πλήρη συνείδηση ότι στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλούν για σχοινί, δεν απαντά σε κανένα επιχείρημα επί της ουσίας για το άρθρο μου στο οποίο αναφέρεται, αλλά αναλώνει περίπου το μισό της απάντησής του για να με "διορθώσει" ότι δεν είναι "εκπρόσωπος της Διεθνούς Αμνηστίας και του Παρατηρητηρίου του Ελσίνκι", όπως είχα αναφέρει, αλλά έχει μόνο τη δεύτερη ιδιότητα και ότι δεν έκανε ποτέ διάλογο μαζί μου. Όμως στο άρθρο μου αναφερόμουν γενικά στις ΜΚΟ και αν έκανα λάθος για την υπόθεσή μου ότι εκπροσωπεί και τη Δ.Α. (μια υπόθεση που δικαιολογεί το γεγονός ότι διαδέχθηκε τον κ. Γουσέτη, εκπρόσωπος της Δ.Α., στη διεύθυνση του περιοδικού "Δικαιωματικά" όπου δημοσιεύθηκε ο διάλογος) σίγουρα, με βάση και μόνο τη δεύτερη ιδιότητα που ανέφερα, ο Π.Δ. ανήκει και μάχεται για τις ΜΚΟ. Ακόμη, ο διάλογός μου ήταν μεν βασικά με τον κ. Γουσέτη (ο οποίος όμως
αντίθετα από τον Π.Δ. είχε την εντιμότητα να μη χαρακτηρίσει "αντισημιτικές" τις απόψεις μου), αλλά στο διάλογο παρενέβη βίαια ο Π.Δ., ως νέος διευθυντής του περιοδικού "Δ", όταν με το editorial του Δεκεμβρίου 2000, ουσιαστικά απαγόρευε τη συνέχιση του διαλόγου από μέρους μου (για χάρη της δημοσιογραφικής δεοντολογίας για την οποία μάχεται!) με το δικαιολογητικό ότι σε άλλο μέσο (στην «Ε») υποστήριζα αντισημιτικές απόψεις...

2. Ο Π.Δ. με την απάντησή του αυτή επιβεβαιώνει περίτρανα ότι αποτελεί φερέφωνο της σιωνιστικής προπαγάνδας εφόσον έχει το θράσος να επαναλαμβάνει το χαρακτηρισμό ότι "εκφράζω αντισημιτικά στερεότυπα" τη στιγμή που στόχος όλου του άρθρου ήταν ακριβώς να στοιχειοθετήσει τη θεμελιακή διαφορά μεταξύ αντισιωνισμού και αντισημιτισμού, την οποία ο ίδιος εσκεμμένα θολώνει.

3. Θα ήμουν υπόχρεος αν ο Π.Δ. μπορούσε να μας αποδείξει ότι η θέση των ΜΚΟ που εκπροσωπεί δεν είναι η γνωστή θέση της δυτικής προπαγάνδας η οποία εξομοιώνει τη βία των καταπιεστών (Ισραήλ) με τη βία των καταπιεσμένων (Παλαιστινιακό κίνημα) παίρνοντας δεδομένη την αρχική αιτία του κύκλου της βίας, το σιωνισμό (όχι τυχαία μιλά για τη σημερινή μόνο περιφρόνηση της νομιμότητας κ.λπ. από το Ισραήλ). Εάν δεν μπορεί να το πράξει, τότε ο διάλογος με φερέφωνα της σιωνιστικής και δυτικής προπαγάνδας είναι αδύνατος».



 

 

 

Επιστροφή