εφημερίδα «Αριστερά!» (Δεκέμβρης 1999)


Παγκοσμιοποίηση: Μύθος ή Πραγματικότητα;

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Τελευταία, μια ολόκληρη παραφιλολογία για την παγκοσμιοποίηση αναπτύσσεται στη χώρα μας, από τ. Μαρξιστές και νυν σοσιαλδημοκράτες που παριστάνουν ότι αποτελούν την «αριστερή» αντιπολίτευση στον «Τρίτο Δρόμο» τον οποίο, με μικρές παραλλαγές, έχουν υιοθετήσει όλα τα σοσιαλφιλελεύθερα κόμματα στην εξουσία, από τον Μπλερ μέχρι τον ... Σημίτη. Παρόμοιες απόψεις κυριάρχησαν και στο συνέδριο για τον Πουλαντζά πριν ένα μήνα. Έτσι, οι «αριστεροί» αυτοί, απέναντι στον «μονόδρομο» που διακηρύσσουν τα σοσιαλφιλελεύθερα κόμματα, αντί να δείξουν ότι είναι η οικονομία της αγοράς που δημιουργεί την παγκοσμιοποίηση και τον συνακόλουθο μονόδρομο, αμφισβητούν στρουθοκαμηλικά την παγκοσμιοποίηση! Πράγμα βέβαια καθόλου περίεργο εφόσον οι ίδιοι «αριστεροί», έχοντας από καιρό πετάξει από τις ιδεολογικές αποσκευές τους κάθε ριζοσπαστική προβληματική που στοχεύει στην ανατροπή του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου, υποστηρίζουν τώρα τη θέση ότι, ακόμη και στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, είναι δυνατόν το κράτος να παίξει ένα ρόλο ριζοσπαστικών κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, αρκεί να καταλάβουν την εξουσία οι «συνεπείς» αριστεροί τύπου Λαφοντέν (Oskar Lafontaine) και κομπανία.

Όμως, για να συζητήσουμε το θέμα της παγκοσμιοποίησης θα πρέπει πρώτα-πρώτα να ξεκαθαρίσουμε τι εννοούμε με τον όρο αυτό γιατί πολλή σύγχυση, κάποτε εσκεμμένα, δημιουργείται πάνω στο θέμα. Οι «αριστεροί» που αμφισβητούν την παγκοσμιοποίηση είτε ισχυρίζονται ότι είναι πολύ περιορισμένη, είτε την αποδίδουν σε κακές πολιτικές ιμπεριαλιστικών κυβερνήσεων, είτε τέλος αρνούνται εντελώς το ίδιο το φαινόμενο ως «αστικό ιδεολόγημα».

Έτσι, σύμφωνα με μια άποψη, η παγκοσμιοποίηση είναι περιορισμένη ποσοτικά αλλά και γεωγραφικά. Πράγμα που είναι αλήθεια εάν την εννοήσουμε ότι περιλαμβάνει τη διεθνοποίηση της ίδιας της παραγωγής σε ένα νέο διεθνή καταμερισμό εργασίας, όπου οι παραγωγικές μονάδες μετατρέπονται σε ακρατικό σώματα που λειτουργούν σ’ έναν χώρο χωρίς σύνορα, και όπου οι δραστηριότητές τους δεν έχουν ως πρωταρχικό στόχο τη χώρα που αποτελεί την εθνική τους βάση. Εάν όμως εννοήσουμε την παγκοσμιοποίηση ότι περιλαμβάνει μόνο τη διεθνοποίηση των αγορών κεφαλαίου (επενδυτικού, δανειακού, κερδοσκοπικού κ.λπ.) και εμπορευμάτων, αλλά όχι και της ίδιας της παραγωγής, ― αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς ― τότε η παγκοσμιοποίηση αυτή είναι όχι μόνο ποσοτικά τεράστια αλλά και αγκαλιάζει το σύνολο σχεδόν του πλανήτη, με σημαντικές επιπτώσεις στο πολιτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό επίπεδο.

Σύμφωνα με μια άλλη άποψη, η παγκοσμιοποίηση δεν είναι παρά μια νεοφιλελεύθερη πολιτική την οποία εισήγαγαν «κακές» ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις. Πράγμα που συνεπάγεται την ανάγκη για μια εναλλακτική πρόταση στο νεοφιλελευθερισμό, ο οποίος, επίσης, θεωρείται ένα είδος «κακής» πολιτικής. Όπως, όμως, θα προσπαθήσω να δείξω στη συνέχεια, ούτε ο νεοφιλελευθερισμός, ούτε πολύ περισσότερο η παγκοσμιοποίηση, είναι θέματα κακής πολιτικής αλλά αντίθετα αντιπροσωπεύουν δομικές αλλαγές του συστήματος της οικονομίας της αγοράς.

Τέλος, μια τρίτη άποψη απορρίπτει εντελώς την παγκοσμιοποίηση ως ένα αστικό ιδεολόγημα που στρέφεται εναντίον του κράτους-έθνους. Η στρουθοκαμηλική αυτή άποψη επομένως απορρίπτει όχι μόνο την παγκοσμιοποίηση αλλά και τον ίδιο τον μαρασμό της οικονομικής κυριαρχίας του κράτους-έθνους στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Ο στόχος των υποστηρικτών της άποψης αυτής είναι προφανής : απορρίπτοντας την παγκοσμιοποίηση και τον συνακόλουθο μαρασμό του κράτους-έθνους προσπαθούν να δώσουν νόημα στη σοσιαλδημοκρατία, το «ρεαλιστικό» οικολογικό κίνημα και γενικότερα τη φιλολογία των μεταρρυθμίσεων που (συνήθως με το αζημίωτο) υποστηρίζουν.

Είναι λοιπόν φανερό από τα παραπάνω ότι το ζήτημα εάν η παγκοσμιοποίηση είναι μύθος, αστικό ιδεολόγημα, ή, αντίθετα, δομική αλλαγή δεν είναι απλή βυζαντινολογία. Το ζήτημα αυτό έχει πελώρια πρακτική σημασία όσον αφορά τη φύση της Αριστεράς σήμερα και τον ίδιο τον λόγο ύπαρξης της. Εάν δηλαδή δεχθούμε την άποψη του ιδεολογήματος κ.λπ. τότε η απάντηση στη διεθνοποίηση και τον νεοφιλελευθερισμό μπορεί να δοθεί μέσα στο ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς, αρκεί να εκλέξουμε τους «καλούς» σοσιαλδημοκράτες η οικολόγους στη κυβέρνηση, που θα εισάγουν αποτελεσματικούς κοινωνικούς ελέγχους για την προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος. Από την άλλη μεριά, αν δεχθούμε τη θέση της παγκοσμιοποίησης ως δομικής αλλαγής τότε το σημερινό θεσμικό πλαίσιο των ανοικτών αγορών κεφαλαίου και εμπορευμάτων δεν δίνει καμία δυνατότητα για παρόμοιες επιλογές. Στη περίπτωση αυτή, οι πολιτικές που εφαρμόζουν σήμερα τα σοσιαλφιλελεύθερα κόμματα, σε συνεργασία με τα χρεοκοπημένα οικολογικά κόμματα, σε ολόκληρη την Ευρώπη, είναι πράγματι μονόδρομος. Πράγμα που σημαίνει ότι η μόνη διέξοδος είναι η δημιουργία νέων μορφών κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης, έξω από το σημερινό θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς.

Κατά την άποψη μου, η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς αποτελεί δομική αλλαγή στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς, με την έννοια ότι αποτελεί την ανώτερη φάση στην διαδικασία «αγοραιοποιησης» η οποία άρχισε με την εγκατάσταση του συστήματος αυτού, δυο αιώνες περίπου πριν. Οι ανοικτές αγορές και η ίδια η θεσμοποίηση της διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς, καθώς και οι συνακόλουθες νεοφιλελεύθερες πολιτικές είναι απλά συμπτώματα αυτής της δομικής αλλαγής. Η αλλαγή αυτή άρχισε ν’ αναδύεται στη δεκαετία του ‘70 όταν οι πολυεθνικές επιχειρήσεις, στο πλαίσιο της εντατικοποίησης της συγκέντρωσης που επέβαλε η μεταπολεμική δυναμική της οικονομίας της αγοράς, άρχισαν να κατακτούν όλο και σημαντικότερο τμήμα της παραγωγής και του εμπορίου, πράγμα που συνεπαγόταν την ανάγκη δημιουργίας αντίστοιχων θεσμικών αλλαγών που θα διευκόλυναν τη διαδικασία αυτή. Έτσι, άρχισε να θεσμοποιείται, σε κρατικό και διακρατικό επίπεδο, το άνοιγμα των αγορών κεφαλαίου και εμπορευμάτων και η παράλληλη «ελαστικοποίηση» της αγοράς εργασίας, το πετσόκομμα του κράτους-πρόνοιας κλπ.

Για να δούμε όμως γιατί δεν υπάρχουν λύσεις στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο θα πρέπει να κάνουμε μια σύντομη ιστορική ανάδρομη για να δούμε πως δημιουργήθηκε το σύστημα της οικονομίας της αγοράς. Μολονότι η αγορά σήμερα διαπερνά κάθε πλευρά της ζωής, από την οικογενειακή ζωή ως την κουλτούρα, την εκπαίδευση, τη θρησκεία και ούτω καθεξής, εύκολα μπορεί να δειχθεί ότι, παρά το γεγονός ότι αγορές υπήρχαν για πάρα πολύ καιρό, η αγοραιοποίηση της οικονομίας είναι ένα πρόσφατο φαινόμενο που αναδύθηκε μόλις στους δυο τελευταίους αιώνες. Ήταν μόνο στην αρχή του περασμένου αιώνα που δημιουργήθηκε μια αυτορυθμιζόμενη αγορά, η οποία, για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, καθιέρωσε το θεσμικό διαχωρισμό της κοινωνίας σε οικονομική και πολιτική σφαίρα. Παρόμοιος διαχωρισμός δεν υπήρχε ούτε στην κοινωνία που βασιζόταν σε φυλές, ούτε στη φεουδαρχική ή την μερκαντιλιστική κοινωνία.

Με αλλά λόγια, το κρίσιμο στοιχείο που διαφοροποιεί την οικονομία της αγοράς από όλες τις προηγούμενες οικονομίες είναι το γεγονός ότι, για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, αναδύθηκε ένα αυτορυθμιζόμενο σύστημα αγοράς ― ένα σύστημα στο οποίο αναπτύχθηκαν αγορές ακόμα και για τα μέσα παραγωγής, δηλαδή, την εργασία, τη γη και το χρήμα. Ο ανταγωνισμός, που ήταν η κινητήρια δύναμη του καινούργιου συστήματος, διασφάλιζε ότι η δυναμική του χαρακτηριζόταν από την αρχή «ανάπτυξη ή θάνατος». Αυτή η ίδια δυναμική συνεπάγεται ότι η οικονομία της αγοράς, από τη στιγμή που εγκαθιδρυθεί, θα καταλήξει αναπόφευκτα σε μια διεθνοποιημένη οικονομία. Και αυτό, γιατί από τη στιγμή που η Βιομηχανική Επανάσταση εισήγαγε νέα συστήματα μαζικής παραγωγής σε μια κοινωνία που ήταν εμπορική, όπου τα μέσα παραγωγής βρίσκονταν υπό ατομική ιδιοκτησία και έλεγχο, τέθηκε σε κίνηση μια διαδικασία (με τη ζωτικής σημασίας υποστήριξη του έθνους-κράτους) που οδηγούσε στο μετασχηματισμό των κοινωνικά ελεγχόμενων οικονομιών του παρελθόντος, στις οποίες η αγορά έπαιζε έναν περιθωριακό ρόλο, στις σημερινές οικονομίες της αγοράς.

Ο ιδιωτικός δηλαδή έλεγχος της παραγωγής απαιτούσε ότι αυτοί που έλεγχαν τα μέσα παραγωγής θα έπρεπε να είναι οικονομικά «αποτελεσματικοί» προκειμένου να επιβιώσουν του ανταγωνισμού, έπρεπε δηλαδή να διασφαλίζουν, πρώτον, την ελεύθερη ροή εργασίας και γης με ελάχιστο κόστος, πράγμα που σημαίνει, σε συνθήκες ιδιωτικού ελέγχου της παραγωγής, ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων στην αγορά, δηλαδή την αγοραιοποίηση της οικονομίας, και δεύτερον, τη συνεχή ροή επενδύσεων σε νέες τεχνικές, μεθόδους παραγωγής και προϊόντα, σε μια προσπάθεια να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα και τους δείκτες πωλήσεων (αυτό που λέμε «ανάπτυξη ή θάνατος»), δηλαδή την οικονομική ανάπτυξη. Και η μεν διαδικασία αγοραιοποίησης οδήγησε στην ιστορική σύγκρουση μεταξύ φιλελευθερισμού και σοσιαλισμού (όπου οι μεν φιλελεύθεροι υποστήριζαν την παραπέρα αγοραιοποίηση για χάρη της μεγαλύτερης οικονομικής «αποτελεσματικότητας» και κερδοφορίας, ενώ οι σοσιαλιστές υποστήριζαν τη θέση της μεγιστοποίησης των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές), ενώ η αναπτυξιακή διαδικασία και οι συνακόλουθες περιβαλλοντικές επιπτώσεις της οδήγησαν τα τελευταία περίπου 30 χρόνια στη σύγκρουση μεταξύ «ρεαλιστικής» και ριζοσπαστικής οικολογίας (όπου οι μεν «ρεαλιστές» οικολόγοι ― σαν τη δική μας «Πράσινη Πολιτική» ― υποστηρίζουν ότι είναι εφικτό το ξεπέρασμα της οικολογικής κρίσης ακόμα και μέσα στο σύστημα της αγοράς αρκεί να εφαρμόσουμε τις κατάλληλες τεχνολογίες κ.λπ., ενώ οι ριζοσπάστες οικολόγοι βλέπουν ανέφικτο το ξεπέρασμα της κρίσης χωρίς την ανατροπή της ίδιας της οικονομίας της αγοράς και των αξιών της).

Όσον αφορά τη διαδικασία αγοραιοποίησης ειδικότερα μπορούμε να διακρίνουμε τρεις κύριες ιστορικές φάσεις: τη φιλελεύθερη φάση, στα μέσα του περασμένου αιώνα, η οποία, μετά από μια μεταβατική περίοδο προστατευτισμού οδήγησε στην κρατικιστική φάση (μέσα δεκαετίας 1930-μέσα δεκαετίας 1970) και, τέλος, τη σημερινή νεοφιλελεύθερη φάση. Έτσι, μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα φιλελευθεροποίησης και διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς τον περασμένο αιώνα, που οδήγησε στον προστατευτισμό και τη συνακόλουθη αποσύνθεση και σχεδόν κατάρρευση της στη Μεγάλη Κρίση του μεσοπόλεμου, οι δυτικές χώρες εισήλθαν σε μια περίοδο κρατικού παρεμβατισμού για τον έλεγχο της οικονομίας. Με άλλα λόγια, εισήλθαν στην περίοδο του κρατισμού η οποία στη μεταπολεμική περίοδο συνδέθηκε με το φαινόμενο που ονομάστηκε η «σοσιαλδημοκρατική συναίνεση». Στο οικονομικό επίπεδο, συγκεκριμένα, η σοσιαλδημοκρατική συναίνεση είχε τα θεμέλιά της στη σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία, η οποία, στο μεταπολεμικό απόγειό της, χαρακτηριζόταν από τη μαζική παραγωγή, τις μεγάλες παραγωγικές μονάδες, τη γραφειοκρατική οργάνωση και τη μαζική κατανάλωση. Ο οικονομικός ρόλος του κράτους είχε ιδιαίτερη σημασία σε μια αναπτυξιακή διαδικασία που βασιζόταν κυρίως στη διεύρυνση της εγχώριας αγοράς. Ο ρόλος αυτός στόχευε στη διαμόρφωση του επιπέδου της οικονομικής δραστηριότητας με τη σημαντική παρέμβαση του κράτους. Δεδομένου ότι ο βαθμός διεθνοποίησης της οικονομίας κατά την περίοδο αυτή ήταν σχετικά χαμηλός και κατά συνέπεια η ελευθερία που είχε το κράτος για την εφαρμογή μιας εθνικής οικονομικής πολιτικής ήταν πολύ πιο σημαντική απ’ ό,τι σήμερα, ο νέος οικονομικός ρόλος του κράτους ήταν τόσο εφικτός όσο και επιθυμητός.

Όμως, ενώ ο κρατισμός επεκτεινόταν στο εθνικό οικονομικό επίπεδο, η διαδικασία αγοραιοποίησης στο διεθνές επίπεδο (με την έννοια της σταδιακής άρσης των ελέγχων στην κίνηση των εμπορευμάτων και αργότερα του κεφαλαίου), η οποία είχε διακοπεί μετά τη Μεγάλη Ύφεση και την έκρηξη του προστατευτισμού που ακολούθησε, μεταπολεμικά ξαναφέθηκε σε κίνηση. Η μεταπολεμική διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς ενθαρρύνθηκε ενεργά από τις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, ιδιαίτερα ενόψει της επέκτασης του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων στον Τρίτο Κόσμο. Παρόλα αυτά, η διεθνοποίηση αποτελούσε κατά βάση προϊόν «αντικειμενικών» παραγόντων που αναφερόντουσαν στη δυναμική της οικονομίας της αγοράς και, συγκεκριμένα, στην επέκταση της δραστηριότητας των πολυεθνικών επιχειρήσεων . Κατά συνέπεια, οι θεσμικές διευθετήσεις που υιοθετήθηκαν στη μεταπολεμική περίοδο για την απελευθέρωση των αγορών εμπορευμάτων και κεφαλαίου περισσότερο θεσμοποίησαν μια υφιστάμενη κατάσταση, παρά δημιούργησαν τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Ήταν, δηλαδή, η δυναμική «ανάπτυξη ή θάνατος» της οικονομίας της αγοράς που οδήγησε στη διεθνοποίηση των αγορών, η οποία στη συνέχεια θεσμοποιήθηκε στο πλανητικό επίπεδο, με τους γύρους της GATT για τη μείωση των δασμών (που σήμερα συνεχίζονται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου), στο περιφερειακό δι-εθνικό επίπεδο, με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (και σήμερα τη NAFTA κ.λπ.) και τέλος στο εθνικό επίπεδο, με την κατάργηση των ελέγχων συναλλάγματος και κεφαλαίου, πρώτα από τις Η.Π.Α. και Βρετανία και κατόπιν από όλες σχεδόν τις χώρες.

Η αυξανόμενη διεθνοποίηση συνεπαγόταν ότι η ανάπτυξη της οικονομίας της αγοράς στηριζόταν, όλο και περισσότερο, στη διεύρυνση της παγκόσμιας αγοράς παρά στη διεύρυνση της εγχώριας αγοράς, όπως συνέβαινε πριν ― γεγονός που είχε πολύ σημαντικές επιπτώσεις σε σχέση με τον οικονομικό ρόλο του κράτους. Κατά την περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, η οικονομική ανάπτυξη στηριζόταν κυρίως στην αύξηση της εγχώριας ζήτησης, που αναλογούσε περίπου στο 90% της συνολικής ζήτησης των προηγμένων καπιταλιστικών χωρών. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο κρατικός τομέας έπαιζε έναν σημαντικό ρόλο στον έλεγχο του μεγέθους της αγοράς μέσω της ρύθμισης της συνολικής ενεργού ζήτησης. Η αναγκαία όμως συνθήκη για την αποτελεσματική λειτουργία του οικονομικού συστήματος ήταν ένας σχετικά χαμηλός βαθμός διεθνοποίησης, δηλαδή ένας βαθμός συμβατός με το θεσμικό πλαίσιο που ήταν βασικά προστατευτικό σε σχέση με την εγχώρια αγορά εμπορευμάτων, κεφαλαίου και εργασίας. Ήταν ακριβώς η βαθμιαία αναίρεση αυτής της συνθήκης, στο βαθμό που εντεινόταν η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς, που έκανε αδύνατη τη συνέχιση της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης.

Η διεθνοποίηση της οικονομίας και οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές συνέπεσαν με σημαντικές τεχνολογικές αλλαγές (επανάσταση στην πληροφορική) που σηματοδότησαν τη μετάβαση της οικονομίας της αγοράς σε μια μεταβιομηχανική φάση. Το αποτέλεσμα που προέκυψε από το συνδυασμό των αλλαγών αυτών ήταν μια δραστική αλλαγή στη διάρθρωση της απασχόλησης που εκφράστηκε με τη σημαντικότατη μείωση του μεγέθους της χειρωνακτικής εργατικής τάξης. Έτσι, μια νέα ταξική διάρθρωση αναδείχθηκε στη μεταβιομηχανική διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς που άλλαξε τη σύνθεση του εκλογικού σώματος με συνέπεια τη γοργή παρακμή των παραδοσιακών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και τη προσπάθειά τους να αποσπάσουν ένα σημαντικό μέρος των ψήφων της προνομιούχου μειονότητας μέσω του «εκσυγχρονισμού» τους, (δηλαδή της προσαρμογής τους στις προσταγές της νεοφιλελεύθερης ατζέντας). Γι’ αυτό και τα τελευταία 20 περίπου χρόνια, όλα τα μεγάλα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, είτε στην εξουσία είτε στην αντιπολίτευση (Γαλλία, Σουηδία, Βρετανία, Γερμανία), έχουν εγκαταλείψει τις παραδοσιακές σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές, όπως η δέσμευση για πλήρη απασχόληση και το κράτος-πρόνοιας, και έχουν υιοθετήσει, με μικρές διαφοροποιήσεις, την ουσία του νεοφιλελεύθερου προγράμματος (ιδιωτικοποιήσεις, απελευθέρωση των αγορών κ.τ.λ.) στο όνομα της απελευθέρωσης της «κοινωνίας των πολιτών» από το κράτος.

Συνοψίζοντας, είναι προφανές ότι η άνοδος του νεοφιλελευθερισμού δεν είναι συγκυριακό φαινόμενο, όπως την παρουσιάζουν οι σοσιαλδημοκράτες, αλλά ότι αντιπροσωπεύει την ολοκλήρωση της διαδικασίας αγοραιοποίησης που διακόπηκε από την άνοδο του κρατισμού. Ο κύριος στόχος των ελίτ που ελέγχουν τη σημερινή οικονομία της αγοράς είναι, όπως ήταν πάντοτε, η μεγιστοποίηση του ρόλου της αγοράς και η ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων πάνω σ’ αυτή, έτσι ώστε να μπορούν να εξασφαλιστούν η μέγιστη «αποτελεσματικότητα» και, συνακόλουθα, κερδοφορία. Κατά συνέπεια, οι κοινωνικοί έλεγχοι με τη στενή έννοια ελαχιστοποιούνται σε παγκόσμιο επίπεδο. Το ίδιο ισχύει και για ορισμένους σημαντικούς κοινωνικούς ελέγχους με την ευρεία έννοια, όπως οι έλεγχοι των εισαγωγών, οι δασμοί κ.τ.λ., οι οποίοι εξαλείφονται και αυτοί, ως στοιχεία που παρακωλύουν την επέκταση της σημερινής διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Αυτό όμως, όπως ήδη ανάφερα, δεν σημαίνει ότι εξαλείφονται όλοι οι έλεγχοι πάνω στις αγορές. Όχι μόνο οι «ρυθμιστικοί» έλεγχοι εξακολουθούν να υφίστανται και σε μερικές περιπτώσεις να επεκτείνονται, αλλά ακόμα και ορισμένοι κοινωνικοί έλεγχοι δεν εξαλείφονται. Έτσι, παρόλο που το κράτος-πρόνοιας βρίσκεται κατά βάση σε αποσύνθεση, στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες διατηρούνται διάφορα «ασφαλιστικά δίκτυα» για την αποτροπή μιας μαζικής αναταραχής. Όμως, τα ασφαλιστικά δίκτυα, που στοχεύουν σε συγκεκριμένες κατηγορίες ανθρώπων (στους πολύ φτωχούς κτλ), συνεπάγονται όχι μόνο την εξάλειψη του βασικού χαρακτηριστικού του κράτους-πρόνοιας, της καθολικότητάς του, αλλά και τη θεσμοποίηση της φτώχειας.

Η σημερινή νεοφιλελεύθερη μορφή της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς μπορεί, επομένως, να θεωρηθεί ότι ολοκληρώνει τον κύκλο που ξεκίνησε τον προηγούμενο αιώνα με την απόπειρα εγκαθίδρυσης μιας φιλελεύθερης εκδοχής της. Έτσι, μετά την κατάρρευση της πρώτης απόπειρας εισαγωγής ενός διεθνοποιημένου αυτορυθμιζόμενου οικονομικού συστήματος, μια νέα σύνθεση επιχειρείται σήμερα. Στόχος της νέας σύνθεσης είναι να αποφευχθούν οι ακραίες συνέπειες του καθαρού φιλελευθερισμού, μέσω του συνδυασμού ουσιαστικά αυτορυθμιζόμενων αγορών με διάφορους τύπους ασφαλιστικών δικτύων και ελέγχων.

Συμπερασματικά, στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς δεν υπάρχει καμία απολύτως δυνατότητα για ουσιαστικούς ελέγχους πάνω στις αγορές με στόχο την αποτελεσματική προστασία της εργασίας η του περιβάλλοντος, ακόμη και αν η προστασία αυτή δεν ξεπερνά την προστασία που παρεχόταν στη διάρκεια της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης. Στο εθνικό επίπεδο, η ακόμη και στο επίπεδο οικονομικών μπλοκ όπως η ΕΕ, τέτοιοι έλεγχοι αποκλείονται από τις ανάγκες του ανταγωνισμού που επιβάλλουν οι ανοικτές αγορές. Σε παγκόσμιο επίπεδο, ένας διεθνής Κευνσιανισμός θα ήταν αντίθετος με τη λογική και τη δυναμική της διεθνοποίησης και ως τέτοιος θα αποτελούσε στόχο των πολυεθνικών που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς σήμερα μέχρι σημείου που θα τον εξουδετέρωναν. Ο δρόμος επομένως για την ανατροπή της διεθνοποίησης και το ξεπέρασμα της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης αναγκαστικά περνά από το κτίσιμο μιας νέας ριζοσπαστικής Αριστεράς με στόχο την πραγματική ισοκατανομή της πολιτικής και οικονομικής δύναμης σε μια περιεκτική δημοκρατία.-