(Ομιλία Τάκη Φωτόπουλου σε Θεσσαλονίκη, Γιάννενα, Μάης 2004)


Γιατί χρειαζόμαστε ένα νέο πρόταγμα σήμερα;

 

1. Μπορούμε να μιλάμε για ένα νέο προταγμα σήμερα; 

Το να μιλά κανείς σήμερα για ένα νέο πρόταγμα θεωρείται περίπου σαν πολιτική αυτοκτονία εφόσον η επικρατούσα αντίληψη μέσα σε αυτό που περνά για Αριστερά στις μέρες μαςτην οποία βέβαια καλλιεργούν με κάθε μέσο για τους δικούς τους λόγους αυτοί που ελέγχουν τα ΜΜΕ και ιδιαίτερα τα τηλεοπτικά είναι ότι αφού απέτυχε το Σοβιετικό πείραμα, και σήμερα η καπιταλιστική οικονομία της αγοράς είναι παντού κυρίαρχη και παντοδύναμη, δεν μένει παρά να παλέψουμε μέσα στο ισχύον σύστημα για να το βελτιώσουμε όσο μπορούμε. Πολλοί μάλιστα καλύπτουν αυτή την ενσωμάτωση της σημερινής Αριστεράς μέσα στο σύστημα και ως κάτι θετικό, αν όχι και προοδευτικό, διότι δήθεν τα πολιτικά προτάγματα στο παρελθόν οδήγησαν σε ολοκληρωτισμούς. Έτσι καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι πρέπει απλώς να παλεύουμε  για ένα αφηρημένο «καλύτερο κόσμο που είναι εφικτός» (όπως λέει το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ και τα παρακλάδια του), που όταν όμως αρχίζουν και τον συγκεκριμενοποιούν καταλήγει σε μεταρρυθμίσεις του συστήματος οι οποίεςστο βαθμό που είναι ανώδυνες για το σύστημα γιατί αφήνουν αναλλοίωτη την ουσία του δεν είναι απίθανο κάποια στιγμή ν αρχίσουν να μπαίνουν σε εφαρμογή.

Άλλοι πάλι μιλούν για ένα πρόταγμα που θα προκύψει δήθεν στη πορεία του αγώνα, πράγμα βέβαια που ποτέ δεν έγινε στην ιστορία ούτε θα γίνει ποτέ. Και αυτό διότι το υπάρχον σύστημα βασίζεται σε ένα πολύ συγκεκριμένο πρόταγμα, αυτό του φιλελευθερισμού (πολιτικού και οικονομικού φιλελευθερισμού) με όσα υπολείμματα του σοσιαλιστικού προτάγματος είχαν ενσωματωθεί στο θεσμικό πλαίσιο στη διάρκεια της σοσιαλδημοκρατίας και είναι ακόμη όρθια. Γι αυτό και νομίζω πολύ σωστά θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε το σημερινό σύστημα, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, ως  σοσιαλ-φιλελεύθερο. Δεν θα πρέπει όμως ποτέ να ξεχνάμε ότι πάντα μιλάμε για ένα συγκεκριμένο σύστημα, του οποίου οι βασικοί πυλώνες είναι η καπιταλιστική οικονομία της  αγοράς στη σημερινή διεθνοποιημένη μορφή της και η παρωδία δημοκρατίας που ονομάζεται αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Και το σύστημα αυτό βασίζεται σε συγκεκριμένο πρόταγμα, όπως αυτό διαμορφώθηκε ιστορικά στα 200 περίπου χρόνια της ιστορίας του. Πράγμα που σημαίνει ότι ένα σύστημα που βασίζεται σε ένα συγκεκριμένο καθολικό πρόταγμα μπορεί ν ανατραπεί μόνο με ένα άλλο σύστημα βασισμένο σε ένα εναλλακτικό πρόταγμα, και όχι σε αποσπασματικούς αγώνες χωρίς πρόταγμα που στηρίζονται σε συμμαχίες και μέτωπα όπως προτείνει το Κοινωνικό Φόρουμ, ούτε αγώνες για ανώδυνες μεταρρυθμίσεις όπως προτείνει η ρεφορμιστική Αριστερά, ούτε βέβαια σε απλές εξεγέρσεις που κατά κάποιο μαγικό τρόπο θα οδηγήσουν στην ανάδυση ενός νέου προτάγματος, όπως ισχυρίζονται κάποιοι ιδιαίτερα στον ελευθεριακό χώρο γυρίζοντας μας πίσω στα μέσα του 19ου αιώνα όταν τα λαϊκά κινήματα συνειδητοποιούσαν ότι οι αυθόρμητες εξεγέρσεις χωρίς πολιτικό πρόταγμα είναι καταδικασμένες σε αποτυχία. Αποσπασματικοί αγώνες, μεταρρυθμιστικοί αγώνες και εξεγέρσεις χωρίς πρόταγμα δεν έχουν καμία πιθανότητα, όπως έδειξε επανειλημμένα η Ιστορία, να δημιουργήσουν αντισυστημική συνειδητοποίηση ούτε φυσικά τη δυναμική για συστημική αλλαγή.

Παρόλα αυτά δεν λείπουν κάποιοι, που δυστυχώς δηλώνουν και ελευθεριακοί σαν τον Τσόμσκι (προβαλλόμενοι μαζικά από τα ΜΜΕ του κατεστημένου), που βλέπουν σαν βήματα προόδου την εκλογή του Λούλα στη Βραζιλία  και αύριο του Κέρι στην Αμερική, καθώς και το γεγονός ότι το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ παλεύει κατά του νεοφιλελευθερισμούέστω και αν δεν λέει κουβέντα γι ανατροπή του συστήματος που τον γέννησε, ενώ παράλληλα χαρακτηρίζουν ως τρομοκρατία την ηρωική αντίσταση του Παλαιστινιακού, του Ιρακινού και γενικότερα του Αραβικού λαού. Το ερώτημα βέβαια που γεννιέται εδώ είναι αν η ελευθεριακή σκέψη σήμερα εκπροσωπείται από τέτοιες απόψεις, που  κατατάσσουν κάθε κοινωνική κινητοποίηση, αδιακρίτως, ως βήματα προόδου σε μια άλλη κοινωνία, ακόμη και όταν δεν έχουν καμία σχέση με ένα  αντισυστημικό αγώνα, τότε γιατί να μην πάμε όλοι με το Ευρωπαϊκό Αριστερό κόμμα και τον Συνασπισμό, ή τους Οικολόγους-Πράσινους, που τα ίδια ακριβώς υποστηρίζουν!  Και φυσικά δεν έχει καμία σχέση με κλασική αναρχική θέση το «να κάνεις  το επόμενο βήμα μπροστά προς την κοινωνική κινητοποίηση», όπως είπε ο Τσόμσκι στη Θεσ/κη. Εάν δεν διακρίνεις μεταξύ κοινωνικών κινητοποιήσεων τότε αυτή είναι μια κλασική ρεφορμιστική και όχι αναρχική θέση διότι βέβαια και οι κινητοποιήσεις γι απλές αυξήσεις μισθών η για να βάλουμε τον Κλίντον στη θέση του Μπους πρεσβύτερου ή όπως συνιστά σήμερα ο Τσόμσκι τον Κέρι στη θέση του Μπους τζουνιορ κοινωνικές κινητοποιήσεις είναι αλλά δεν έχουν καμία σχέση με αντισυστημικό αγώνα.

Σήμερα όμως έχουμε φτάσει στο σημείο, αν ξεφυλλίσουμε πολλά ελευθεριακά έντυπα εδώ και στο εξωτερικό, να μην βλέπουμε σημαντικές διαφορές μεταξύ τους ως προς το τι κινήματα και ιδέες προβάλλουν σε σχέση με αντίστοιχα έντυπα της ρεφορμιστικής Αριστεράς. Ρεφορμιστικά και υποτιθέμενα ελευθεριακά έντυπα προβάλλουν σε αγαστή σύμπνοια  τους Ζαπατίστας και τον Μάρκο, οι οποίοι βέβαια ποτέ δεν εξέφρασαν σαφή αντισυστημικα αιτήματα αλλα είτε απλώς αιτήματα κατά του νεοφιλελευθερισμού και σήμερα απλώς αιτήματα τοπικιστικά, το Κοινωνικό Φόρουμ με τα καθαρά ρεφορμιστικά αιτήματα του Πόρτο Αλεγκρε και  τον Τσόμσκι, την Αυτοκρατορία του Τόνι Νεγκρι και του Ηαρντ που ζητούν να καλωσορίσουμε την καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση ως αντικειμενική βάση για μια συστημική αλλαγή κ.λπ. Ακόμη και η ίδια η διάκριση ρεφορμιστικής και αντισυστημικης Αριστεράς έχει θαμπώσει σε τέτοιο βαθμό μέσα στη γενική σύγχυση που επικρατεί σήμερα, ώστε πολλοί δεν την καταλαβαίνουν καν (δεν μιλώ γι' αυτούς στη ρεφορμιστική Αριστερά που προσποιούνται ότι τέτοια διάκριση δεν υπάρχει πια).

Με άλλα λόγια, δεν είναι κάθε κοινωνική κινητοποίηση σημαντική από τη σκοπιά της συστημικής αλλαγής, ειδάλλως θα έπρεπε να μετέχουμε και στις μαζικές κοινωνικές κινητοποιήσεις των παλιοημερολογητών παλιότερα, όπως εύστοχα έλεγε και ο Καστοριάδης, ή θα προσθετά εγώ αύριο θα έπρεπε να υποστηρίζαμε τις μαζικές κινητοποιήσεις που μπορεί να γίνουν με λάβαρο τον Χριστόδουλο κατά του Βαρθολομαίου!  Σημαντικές είναι μόνο εκείνες οι κινητοποιήσεις και αγώνες που, έστω και αν δεν έχουν άμεσο και σαφή αντισυστημικό στόχο,  γίνονται στο πλαίσιο  συγκεκριμένου αντισυστημικού προτάγματος, όπως παλιότερα το Μαρξιστικό, που θα περιέχει:

  • Πρώτον,  τη δική του ανάλυση της σημερινής πραγματικότητας που μπορεί να βασίζεται σε «αντικειμενικούς» νόμους της εξέλιξης κλπ όπως το Μαρξιστικό, ή απλώς σε μια αξιωματική επιλογή, την επιλογή της ατομικής  και συλλογικής αυτονομίας όπως στη περίπτωση της ΠΔ,

  • Δεύτερον, τις δικές του προτάσεις για ένα νέο θεσμικό πλαίσιο που θ ανατρέπει την ουσία του σημερινού συστήματος, η οποία, σύμφωνα με το Μαρξιστικό πρόταγμα είναι η οικονομική εκμετάλλευση και ανισότητα που προκύπτει από τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, ενώ σύμφωνα με το πρόταγμα της ΠΔ είναι η ανισοκατανομή δύναμης σε όλους τους κοινωνικούς τομείς και οι συνακόλουθες ιεραρχικές σχέσεις και δομές, και

  • Τρίτον, τις δικές του προτάσεις για τη μετάβαση σε μία νέα κοινωνία που κατά την Μαρξιστική αντίληψη θα πρέπει να είναι συμβατή με τους αντικειμενικούς νόμους της κοινωνικής εξέλιξης, η, κατά το πρόταγμα της ΠΔ, θα πρέπει απλώς να εξασφαλίζει συμβατότητα μέσων και σκοπού, που στη προκείμενη περίπτωση είναι η ισοκατανομή δύναμης σε όλους τους τομείς, μια Περιεκτική Δημοκρατία.

Στη συνέχεια, θα αναφερθώ συνοπτικά στα τρία αυτά απαραίτητα στοιχεία ενός αντισυστημικού προτάγματος αλλά πριν θα έπρεπε να ξεκαθαρίσουμε δυο σημαντικά θέματα.

Το πρώτο είναι ότι όταν μιλάμε για έναν νέο πολιτικό πρόταγμα δεν εννοούμε φυσικά ένα απλό αποκύημα της φαντασίας κάποιου, μια ουτοπία. Εάν ένα πρόταγμα δεν στηρίζεται σε ήδη υπάρχουσες τάσεις μέσα στη κοινωνία  τότε δεν είναι καν πολιτικό πρόταγμα αλλά απλώς ένα όραμα. Ένα απελευθερωτικό πρόταγμα, για να μην είναι μια απλή ουτοπία, θα πρέπει να βασίζεται στη σημερινή πραγματικότητα και σε υπαρκτές τάσεις με, σαφή η υπόρρητο, στόχο την ανατροπή της. Η σημερινή πραγματικότητα, όπως όλοι ξέρουμε, συνοψίζεται σε μια βαθιά πολυδιάστατη κρίση, πολιτική, οικονομική, κοινωνική, οικολογική, πολιτισμική, μια κρίση δηλαδή που καλύπτει κάθε κοινωνικό τομέα, και η οποία, κατά το πρόταγμα της ΠΔ έχει απώτερη αιτία το θεσμικό πλαίσιο που παράγει και αναπαράγει την καθολική ανισοκατανομή πολιτικής, οικονομικής και γενικότερα κοινωνικής δύναμης.

Ακόμη, ένα απελευθερωτικό πρόταγμα δεν αποτελεί μια ουτοπία, εάν εκφράζει τη δυσαρέσκεια σημαντικών κοινωνικών τμημάτων και την, ρητή ή υπόρρητη, από μέρους τους αμφισβήτηση της υπάρχουσας κοινωνίας. Σήμερα, οι κύριοι πολιτικοί, οικονομικοί και κοινωνικοί θεσμοί στους οποίους βασίζεται η ανισοκατανομη της δύναμης αμφισβητούνται ολοένα και περισσότερο. Έτσι, όχι μόνο αμφισβητούνται με διάφορους τρόπους οι βασικοί πολιτικοί θεσμοί, όπως η αντιπροσωπευτική δημοκρατία που αμφισβητείται καθημερινά με την μαζική αποχή από αυτό που περνά για πολιτική σήμερα και την ιδιώτευση, αλλά τίθενται υπό μαζική αμφισβήτηση  και  θεμελιώδεις οικονομικοί θεσμοί, όπως η ατομική ιδιοκτησία. Η έκρηξη των εγκλημάτων κατά της περιούσιας στο τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα,  παρά τη δραστική ενίσχυση της μέτρων ιδιωτικής και δημόσιας ασφαλείας και την γκετοποίηση των πλουσίων, δεν είναι απλώς ένα πολιτισμικό ή προσωρινό φαινόμενο. Θα πρέπει αντίθετα να θεωρηθεί ως μια μακροπρόθεσμη τάση που εκφράζει τη μαζική ανεργία και κατάχρηση ναρκωτικών (που είναι και τα δυο συστημικά φαινόμενα), καθώς και την αυξανόμενη δυσαρέσκεια για την ολοένα και μεγαλύτερη ανισότητα στην κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου μεταξύ Βορρά και Νότου αλλά και στο εσωτερικό τους – μια ανισότητα η οποία, στο πλαίσιο της σημερινής καταναλωτικής κοινωνίας, γίνεται αβάσταχτη. 

Θα πρέπει όμως να τονιστεί ότι το να λέμε πως ένα πρόταγμα πρέπει να στηρίζεται σε κάποιες υπάρχουσες τάσεις είναι εντελώς διαφορετικό από το να υποστηρίζουμε, όπως κάνουν οι Μαρξιστές, ότι υπάρχουν  κάποιοι νόμοι, ή αντικειμενικές τάσεις που δήθεν καθορίζουν σε τελική ανάλυση την οικονομική και κοινωνική εξέλιξη, δηλαδή την ιστορική εξέλιξη, και ότι επομένως αυτό που έχουμε να κάνουμε εμείς είναι απλώς ν αγωνιστούμε για να επιταχύνουμε την ωρίμανση των συνθηκών αυτών, ιδιαίτερα των υποκειμενικών. Δεν υπάρχουν με άλλα λόγια κάποιοι «νόμοι ή τάσεις που οδηγούν με σιδερένια αναγκαιότητα προς αναπόφευκτα αποτελέσματα» όπως υποστήριζε ο Μαρξ. Η Ιστορία είναι πάντα δημιουργία και δεν υπάρχει κάποια γραμμική ή διαλεκτική διαδικασία Προόδου, ούτε μια αντίστοιχη εξελικτική πορεία προς μια απελευθερωτική κοινωνία.

Μολονότι οι αντικειμενικές συνθήκες πράγματι παίζουν σημαντικό ρόλο στο να καθορίζουν σε κάθε ιστορική στιγμή την μορφή που μπορεί να πάρει το πολιτικό πρόταγμα και ιδιαίτερα τον χαρακτήρα της μετάβασης εντούτοις η έκβαση της Κοινωνικής Πάλης είναι πάντα ακαθόριστη και απρόβλεπτη. Η Πάλη αυτή  πάντα καθορίζεται αποφασιστικά από την αλληλεπίδραση μεταξύ εξίσου σημαντικών αντικειμενικών και υποκειμενικών παραγόντων και η έκβαση της είναι πάντα ακαθόριστη και απρόβλεπτη. Με άλλα λόγια, σήμερα έχουν καταρριφθεί οι μύθοι ότι η κοινωνική εξέλιξη καθορίζεται από την ιστορική η κάποια φυσική διαδικασία. Δεν υπάρχουν κάποιες υλικές προϋποθέσεις για την ελευθερία (π.χ. η κατάργηση της σπάνεως των αγαθών κ.λπ.) προϋποθέσεις που μετέθεταν τελικά την μετάβαση σε μια απελευθερωτική κοινωνία… στις Ελληνικές καλένδες.

Συμπερασματικά, αυτό που χρειάζεται είναι η πολιτική βούληση για μια νέα απελευθερωτική κοινωνία στη θέση της σημερινής που μας έχει οδηγήσει σε αυτή τη βαθιά κρίση, η οποία ολοένα και χειροτερεύει με τους διαρκείς πόλεμους που έχει εξαπολύσει η Νέα Τάξη για να εξασφαλίσει την αναπαραγωγή της μπροστά στη διογκούμενη αγανάκτηση των λαών.  Και η ανάπτυξη παρόμοιας πολιτικής βούλησης είναι αδύνατη χωρίς την ανάπτυξη ενός νέου απελευθερωτικού προτάγματος που θα στοχεύει στην επανενσωμάτωση της κοινωνίας με την πολιτεία, την οικονομία και την Φύση και ενός μαζικού πολιτικού κινήματος που θα παλέψει γι αυτό. Η αγανάκτηση από την διογκούμενη κρίση, από μόνη της, οδηγεί μόνο σε εξεγέρσεις που όπως έδειξε η Ιστορία εύκολα καταπνίγονται από τις ελίτ, ή αφομοιώνονται από το σύστημα. Αυτό ήταν το μεγάλο μάθημα που διδάχτηκαν οι λαοί μετά τις εξεγέρσεις του 19ου αιώνα που οδήγησαν στη διαμόρφωση του σοσιαλιστικού προτάγματος και του σοσιαλιστικού κινήματος (κρατικιστικού και ελευθεριακού).

Το γεγονός ότι το σοσιαλιστικό πρόταγμα στην κρατικιστική μορφή του, απέτυχε δεν σημαίνει ότι είναι αδύνατη η πραγματική συστημική αλλαγή και όχι η απλή αντικατάσταση της μιας ελίτ από μια άλλη. Αυτό που απαιτείται είναι να δούμε το γιατί απέτυχε και πως μπορούμε να διδαχτούμε από τα μαθήματα της Ιστορίας. Και το πρόταγμα της ΠΔ, που αποτελεί μια σύνθεση της σοσιαλιστικής με την δημοκρατική παράδοση και τα ριζοσπαστικά ρεύματα στα νέα κοινωνικά κινήματα (φεμινιστικό, οικολογικό κλπ) αυτό ακριβώς προσπαθεί να κάνει. Η τάση γι αυτονομία άλλωστε που είναι η τάση στην οποία θεμελιώνεται το πρόταγμα της ΠΔ παντα κονταροκτυπιόταν στην ανθρώπινη ιστορία με την τάση για ετερονομία. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε ότι  αν το πρόταγμα που  υλοποιούσε την τάση γι αυτονομία πχ στην κλασική Αθήνα ήταν η άμεση δημοκρατία, στην εποχή του Ισπανικού εμφύλιου ήταν η πολιτική και οικονομική δημοκρατία, τον Μάη του 68 ήταν η γενική κοινωνική αυτοδιεύθυνση και σήμερα είναι μια περιεκτική δημοκρατία. Και αυτό φανερώνεται από το γεγονός ότι, όπως είδαμε σε όλες τις εξεγέρσεις που σημειώθηκαν μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, είτε στη δύση (Μάης 68), είτε στην Ανατολή (Ουγγαρία το 56), είτε στον Νότο (Αργεντινή σήμερα)  καθώς βέβαια και στο ιδιο το κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης πριν καπελωθεί από το Κοινωνικό Φόρουμ της Μοντ Ντιπλοματίκ, τα αιτήματα της άμεσης, οικονομικής και κοινωνικής δημοκρατίας έπαιζαν καθοριστικό ρόλοπράγμα που κάνει φανερές τις τάσεις που υποβόσκουν σήμερα στον κόσμο όσον αφορά τη μορφή μιας άλλης κοινωνίας.

Οι τάσεις όμως αυτές είναι από την φύση τουςστον βαθμό που στοχεύουν σε μια κοινωνία γενικής αυτοδιεύθυνσης, χωρίς ελίτ κάθε είδους ασύμβατες με κάθε είδος ρεφορμιστικής Αριστεράς και φυσικά είναι ασύμβατες και με τα υπολείμματα της κρατικιστικής αντισυστημικής Αριστεράς. Και αυτό, διότι η μεν ρεφορμιστική Αριστερά προϋποθέτει το σημερινό συστημα το οποίο απλώς θέλει να  βελτιώσει, ενώ η κρατικιστικη αντισυστημική Αριστερά προϋποθέτει τη δημιουργία νέων ελίτ, έστω και για μία απροσδιόριστη χρονική περίοδο μετάβασης, με τη μορφή της πρωτοπορίας κλπ.     

Το δεύτερο σημαντικό θέμα που πρέπει να ξεκαθαρίσουμε είναι τι σημαίνει για εμάς η διάκριση μεταξύ ρεφορμιστικής και αντισυστημικής Αριστεράς. Ακολουθώντας  την ιστορική παράδοση που κάποιοι με κάθε τρόπο θέλουν να θολώσουν θα χαρακτηρίζαμε ρεφορμιστική εκείνη την Αριστερά που δεν αμφισβητεί άμεσα το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς στη σημερινή διεθνοποιημένη μορφή της και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, ούτε προτείνει μια στρατηγική για την ανατροπή τους, αλλά απλώς προτείνει κάποιες μεταρρυθμίσεις του συστήματος που βασίζεται σε αυτούς τους θεσμούς, με στόχο το «βάθεμα» της δημοκρατίας και περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη όπως λένε μερικοί, η την υπεράσπιση των κατακτημένων σαν εφαλτήριο για την κατάκτηση και άλλων δικαιωμάτων  όπως υποστηρίζει ο Τσόμσκι κ.α. Αντίθετα, για την αντισυστημική Αριστερά, στην οποία ανήκει το πρόταγμα της ΠΔ,  οι μεταρρυθμίσεις αυτές και η κατάκτηση δικαιωμάτων όχι μόνο δεν οδηγούν σε μια ολική ανατροπή του συστήματος, που είναι όμως η αποκλειστική αιτία για την σημερινή πολυδιάστατη κρίση –πράγμα που συνεπάγεται ότι διέξοδος από αυτή βρίσκεται μόνο έξω από το σύστημα αυτόαλλά στη πραγματικότητα, μετά την ιστορική εμπειρία της σοσιαλδημοκρατίας, αποτελεί ένα Σισύφειο μάταιο αγώνα για την επίτευξη εύκολα αντιστρέψιμων μεταρρυθμίσεων και δήθεν κατακτήσεων.

Μετά από αυτές τις διευκρινήσεις, αν δεχτούμε τη θέση που υποστήριξα ότι σήμερα, περισσότερο ίσως παρά ποτέ, εφόσον η χρόνια κρίση του συστήματος έχει φτάσει τα όρια μιας πιθανής καταστροφής, είτε οικολογικής, είτε οικονομικής είτε πολιτικής, έχουμε νομίζω κάθε δικαίωμα να μιλάμε για την ανάγκη ενός νέου προτάγματος σήμερα. Το επόμενο ερώτημα που πρέπει ν απαντήσουμε είναι πως μπορούμε να το δικαιολογήσουμε με βάση τις επικρατούσες αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες το πρόταγμα της ΠΔ; Και εδώ ερχόμαστε στο στοιχείο της ανάλυσης της σημερινής πραγματικότητας από τη σκοπιά της ΠΔ που, όπως ανάφερα, είναι το πρώτο απαραίτητο στοιχείο κάθε πολιτικού προτάγματος. 

 

2. Οι σημερινές συνθήκες και το νέο πρόταγμα 

Δεν χρειάζεται να τονίσει κανείς τη σημασία των κοσμοϊστορικών αλλαγών που ζούμε σήμερα, δηλαδή τα τελευταία περίπου 20 χρόνια, που έχουν βέβαια πελώρια επίδραση τόσο στις υποκειμενικές συνθήκες για μια ριζική κοινωνική αλλαγή όσο και στις αντικειμενικές.  

Όσον αφορά τις υποκειμενικές συνθήκες, καθοριστική σημασία έχει η κατάρρευση του κρατικιστικού σοσιαλιστικού προτάγματος με τις δυο μορφές που πήρε ιστορικά, δηλαδή αυτή της σοσιαλδημοκρατίας και του σοβιετικού σοσιαλισμού. Η πρώτη χαρακτήρισε ολόκληρη τη κρατικιστική φάση της νεωτερικότητας που ουσιαστικά ξεκίνησε αμέσως μετά τον Β Παγκ. Πόλεμο και άρχισε να πνέει τα λοίσθια στα μέσα της δεκαετίας του ’70) για ν αντικατασταθεί από τη σημερινή σοσιαλφιλελεύθερη συναίνεση. Ο δεύτερος μόλις κατάφερε να συμπληρώσει τρία τέταρτα του αιώνα πριν αποσυντεθεί και αντικατασταθεί από τον σημερινό άγριο καπιταλισμό.

Οι συνέπειες από την κατάρρευση του σοσιαλιστικού προτάγματος στις δυο αυτές μορφές του είναι πελώριες διότι, με την πτώση του σοβιετικού συστήματος ιδιαίτερα, δεν κατέρρευσε μόνο το κρατικιστικό σοσιαλιστικό πρόταγμα —πράγμα που θα περίμενε κανένας ότι θα ωφελούσε το εναλλακτικό ελευθεριακό σοσιαλιστικό πρόταγμα, που βέβαια δεν έγινε αλλά κατέρρευσε και η όλη πίστη των λαϊκών στρωμάτων για τη δυνατότητα συστημικής αλλαγής. Και δεν αναφέρομαι βέβαια στους τ. Μαρξιστές διανοούμενους κλπ πολλοί από τους οποίους μεταπήδησαν οπορτουνιστικά στη ρεφορμιστική Αριστερά, ούτε στους αντιστοίχους Πράσινους  στη Γερμανία και αλλού που έγιναν σήμερα τα δεκανίκια του συστήματος. Αναφέρομαι στη μαζική λαϊκή απογοήτευση που συνόδευσε το γεγονός αυτό που, αντίθετα με τις προβλέψεις αιρετικών όπως ο Τσόμσκι που καλωσόρισε την κατάρρευση του σοβιετικού σοσιαλισμού ότι ανοίγει τον δρόμο για ένα πραγματικό σοσιαλισμό οδήγησε αντίθετα, στην απάθεια, τον ατομικισμό και τον κυνισμό που ενίσχυσε η σημερινή μονοκρατορία της καπιταλιστικής Νέας Τάξης.

Αντίστοιχη σημασία, μιλώ πάντα για τις υποκειμενικές συνθήκες, είχε και η κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατίας και το συνακόλουθο ξήλωμα του κράτους πρόνοιας η οποία τώρα έχει αποδυναμώσει ακομη και τους ρεφορμιστικούς αγώνες. Στην εξέλιξη βέβαια αυτή συνέβαλαν αποφασιστικά και οι νέες αντικειμενικές συνθήκες που έχουν οδηγήσει στον αποδεκατισμό της εργατικής τάξης και τη γενική συρρίκνωση του εργατικού κινήματος.

Η συνέπεια όλων αυτών είναι μια γενίκευση του ατομικισμού και της απάθειας που δεν είναι απλώς αποτέλεσμα του καταναλωτισμού και της γραφειοκρατικοποίησης της κοινωνικής ζωής όπως παρατηρούσε ο Καστοριάδης στη δεκαετία του ’60 αλλά και της παράλληλης ανόδου του φιλελευθέρου κοινωνικού παραδείγματος (δηλ. του παραδείγματος που έχει στο κέντρο του ανταγωνιστικά άτομα και όχι κοινωνικές συλλογικότητες), σε ηγεμονική θέση. Έτσι, οι συλλογικές αξίες της κοινωνικής αλληλεγγύης, της αλληλοβοήθειας, του αλτρουισμού, της συμμετοχής έχουν αντικατασταθεί από τις ατομιστικές αξίες του ανταγωνισμού και του εγωιστικού ατομικού συμφέροντος σε ένα αγώνα επιβίωσης όπου το άτομο και η οικογένεια έχουν αντικαταστήσει τη συλλογικότητα.

Σε αυτό το πλαίσιο, δεν είναι περίεργο ότι έχει επικρατήσει η φιλελεύθερη αντίληψη της ελευθερίας, την οποία περιέργως αποδέχονται και κάποιοι αυτό-χαρακτηριζόμενοι ελευθεριακοί, που ορίζεται ως η δυνατότητα των πολιτών να κάνουν ό,τι θέλουν στο βαθμό που δεν περιορίζονται από νόμους και κανονισμούς γι αυτό και στόχος της ελευθερίας αυτής είναι η ελαχιστοποίηση αυτών των περιορισμών. Αντίθετα, η «θετική» αντίληψη της ελευθερίας που ήταν ηγεμονική στη περίοδο που επικρατούσε το σοσιαλιστικό πρόταγμα στις δυο εκδοχές του συνδέεται  με τον αυτοκαθορισμό μέσω της πολιτικής θέσμισης της κοινωνίας, που υποτίθεται ότι εκφράζει τη «γενική βούληση». Όμως, ενώ η γενική βούληση στην περίοδο που ήταν ηγεμονικό το σοσιαλιστικό πρόταγμα υποτίθεται ότι εκφραζόταν από το κράτος, σήμερα,  η κατάρρευση του κρατισμού ως ιδεολογίας και πολιτικής πρακτικής οδήγησε στην αντίστοιχη παρακμή της θετικής έννοιας της ελευθερίας και στη σημερινή άνθιση της αρνητικής της έννοιας, της φιλελεύθερης έννοιας. Το πρόβλημα επομένως σήμερα είναι πως θα καταστήσουμε ηγεμονική μια έννοια της ελευθερίας που θα εκφράζεται με όρους ατομικής και συλλογικής αυτονομίας που θα συνδυάζει δηλαδή την ατομική με τη συλλογική ελευθερία και θα θεμελιώνει την ελευθερία του ατόμου στη δημοκρατική οργάνωση της κοινότητας, αλλά και θα υπερβαίνει  τόσο το φιλελεύθερο όσο και το κρατικιστικό σοσιαλιστικό πρόταγμα, τον ατομικισμό αλλά και τον κολεκτιβισμό. Και με αυτονομία βέβαια εννοώ την αυτοκυβέρνηση πράγμα που συνεπάγεται μια  διαδικασία ρητής αυτοθέσμισης και επομένως την άμεση δημοκρατία, όπου κεντρική μονάδα της πολιτικής ζωής είναι εξίσου το άτομο και η κοινότητα.  

Αλλά ας δούμε τώρα τις αντικειμενικές συνθήκες σήμερα από τη σκοπιά του προτάγματος της ΠΔ. Όπως ήδη ανάφερα δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σήμερα περνάμε μια βαθιά πολυδιάστατη κρίση, μια γενικευμένη κρίση που εκτείνεται σε όλους τους τομείς. Μια κρίση που θέτει σε αμφισβήτηση όχι μόνο τις πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και οικολογικές δομές που εγκαθιδρύθηκαν με την ανάδυση της οικονομίας της αγοράς, αλλά και τις ίδιες τις αξίες που στήριξαν τις δομές αυτές και ιδιαίτερα την έννοια που πήρε η Πρόοδος μετά το Διαφωτισμό, όταν ταυτίστηκε μερικώς με την οικονομική ανάπτυξη.

Στο οικονομικό επίπεδο, η χρόνια κρίση της οικονομίας της αγοράς, που υποδηλώσει η διογκούμενη συγκέντρωση οικονομικής δύναμης σαν αναπόφευκτο αποτέλεσμα της δυναμικής της, οδηγούσε ιστορικά σε συνεχή αύξηση της ανισότητας, πρώτα στο εσωτερικό των Ευρωπαϊκών χωρών όπου αναπτύχθηκε το σύστημα της οικονομίας της αγοράς, με την αποφασιστική κρατική ενίσχυση και, στη συνέχεια, στο παγκόσμιο επίπεδο. Και η μεν εσωτερική ανισότητα έδειξε μια τάση υποχώρησης στη περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, η οποία στη σημερινή νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση ανατράπηκε εντελώς, αλλά η ανισότητα μεταξύ αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών και του υπόλοιπου κόσμου συνέχισε να διευρύνεται από τότε, είτε με πολιτικοστρατιωτικό μέσα (αποικιοκρατία) είτε με τους οικονομικούς μηχανισμούς που προσφέρει το σύστημα της οικονομίας της αγοράς (εμπόριο, κίνηση κεφαλαίου κλπ). Αυτό φανερώνεται από το γεγονός ότι το άνοιγμα μεταξύ Βορρά και Νότου έχει διευρυνθεί δραματικά από τη στιγμή που ξεκίνησε η διαδικασία αγοραιοποίησης στην περιφέρεια –δηλαδή από τη στιγμή που η οικονομία της αγοράς του πρώτου άρχισε να διαβρώνει τις παραδοσιακές οικονομίες του δεύτερου– και εξακολουθεί να διευρύνεται με γοργούς ρυθμούς. Πριν από 200 περίπου χρόνια, όταν η διαδικασία αγοραιοποίησης μόλις άρχιζε στο Βορρά, το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα στις πλούσιες χώρες ήταν μόλις μιάμιση φορά υψηλότερο από αυτό στις φτωχές χώρες. Εκατό περίπου χρόνια αργότερα, το 1900, ήταν έξι φορές υψηλότερο και ως την εισαγωγή της οικονομίας ανάπτυξης στο Νότο, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, είχε γίνει 8,5 φορές υψηλότερο. Το άνοιγμα έχει διευρυνθεί δραματικά από τότε, και ως το 1970 το κατά κεφαλήν εισόδημα στο Βορρά είχε γίνει 13 φορές υψηλότερο από αυτό του Νότου ενώ με την άνοδο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, το άνοιγμα αυτό παίρνει γιγαντιαίες διαστάσεις. Έτσι φθάσαμε στο τέλος της περασμένης δεκαετίας, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΗΕ, το ένα πέμπτο του παγκόσμιου πληθυσμού (ή σωστότερα, το ένα δέκατο του πληθυσμού, αν λάβουμε υπόψη την ανισότητα) στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες να ελέγχει το 86% του παγκόσμιου εισοδήματος, το 82% των εξαγωγών, το 68% των παγκόσμιων επενδύσεων κλπ. Παράλληλα, η ανισότητα διογκώνεται συνεχώς στο εσωτερικό των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών σε αναλογία με τον βαθμό απελευθέρωσης των αγορών. Όλη αυτή δηλαδή η πελώρια και διευρυνόμενη συνεχώς συγκέντρωση οικονομικής δύναμης, με την μορφή εισοδήματος, πλούτου και κεφαλαίου, είναι απλώς συνέπεια τους ανοίγματος και απελευθέρωσης των αγορών που έφερε η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς και  των συνεπειών αυτής της απελευθέρωσης των αγορών,  δηλαδή: τις ελαστικές αγορές εργασίας, το ξήλωμα του κράτους πρόνοιας, τις μαζικές ιδιωτικοποιήσεις, την μείωση των  φορολογικών συντελεστών που ουσιαστικά κάνουν τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς φτωχότερους κλπ.

Η πελώρια αυτή οικονομική κρίση δεν είναι παρά το αναπόφευκτο αποτέλεσμα του συστήματος της οικονομίας της αγοράς και της εγγενούς δυναμικής του. Η ίδια η σημερινή νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι επίσης αποτέλεσμα της ίδιας δυναμικής και τα κράτη απλώς θεσμοποίησαν τις αλλαγές που είχαν ξεκινήσει από τα κάτω, με την τεραστία εξάπλωση των πολυεθνικών στην μεταπολεμική περίοδο. Γι αυτό και η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι μονόδρομος σήμερα, είναι δηλαδή μη αντιστρέψιμη μέσα στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς, παρά τα παραμύθια της ρεφορμιστικής Αριστεράς που ονειρεύεται μία νέα σοσιαλδημοκρατική συναίνεση η οποία θα στηρίζεται στο «προοδευτικό» τμήμα της υπερεθνικής ελίτ απέναντι στο αντιδραστικό Αγγλοσαξονικό. Έτσι, η ρεφορμιστική Αριστερά, «ξεχνώντας» τον συστημικό χαρακτήρα της οικονομικής κρίσης, «ξεχνώντας» την συστημική φύση της παγκοσμιοποίησης, «ξεχνώντας» ακόμη και την ίδια την πραγματικότητα που δείχνει ότι καμία κυβέρνηση στον κόσμο, ούτε κανένα οικονομικό μπλοκ, δεν έχει πάρει μέτρα ενάντια στις βασικές κατευθύνσεις της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης που περιέγραψα, εφόσον όλοι είναι σήμερα δέσμιοι των κινήσεων των διεθνών αγορών, μιλά για αλλαγή πολιτικής και για ένα άλλο καλύτερο κόσμο που δήθεν είναι εφικτός μέσα στο υπάρχον σύστημα της οικονομίας της αγοράς!

Eίναι δηλαδή σήμερα φανερό ότι οι ουτοπιστές είναι οι εμφανιζόμενοι ως ρεαλιστές μέσα στην Αριστερά, δηλαδή οι ρεφορμιστές που έχουν ενσωματωθεί στη Νέα Τάξη και δεν θέτουν θέμα ανατροπής της οικονομίας της αγοράς ενώ δεν υπάρχει καμία δυνατότητα για την ανατροπή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης μέσα στο σύστημα αυτό.

Στο πολιτικό επίπεδο, η κρίση φαίνεται κατ αρχήν από τα σημαντικά και συνήθως αυξανόμενα ποσοστά αποχής στις εκλογές, τη μείωση των μελών των κομμάτων, το γεγονός ότι ο σεβασμός προς τους επαγγελματίες πολιτικούς δεν ήταν ποτέ σε τόσο χαμηλό επίπεδο, καθώς και την γενική απάθεια, κυνισμό και ιδιώτευση που εκδηλώνεται από μέρους των πολιτών σε σχέση με αυτό που περνά για πολιτική σήμερα. Στο βάθεμα της πολιτικής κρίσης έχει συμβάλλει αποφασιστικά η εντεινόμενη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς, η οποία έχει υπονομεύσει αποτελεσματικά όχι μόνο τη δύναμη του κράτους να ελέγχει την οικονομική δραστηριότητα, αλλά, και την πίστη στην αποτελεσματικότητα της παραδοσιακής πολιτικής. Σήμερα, τις  οικονομικές αλλά και τις πολιτικές αποφάσεις τις παίρνει η υπερεθνική ελίτ που έχει διαμορφωθεί μέσα στη διαδικασία της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης.

Θα μπορούσαμε να ορίσουμε αυτήν την «υπερεθνική ελίτ» ως την ελίτ η δύναμη της οποίας (οικονομική, πολιτική ή γενικότερα κοινωνική) συνδέεται με τη δράση της σε υπερεθνικό επίπεδο – ένα γεγονός που συνεπάγεται ότι δεν εκφράζει αποκλειστικά, ή ακόμη και πρωταρχικά, τα συμφέροντα συγκεκριμένου έθνους-κράτους. Η υπερεθνική ελίτ αποτελείται από:

  • Τις υπερεθνικές οικονομικές ελίτ, (δηλ. τα διευθυντικά στελέχη των πολυεθνικών επιχειρήσεων και των θυγατρικών τους), οι οποίες παίζουν κυρίαρχο ρόλο μέσα στην άρχουσα ελίτ της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς δεδομένης της κυριαρχίας του οικονομικού στοιχείου  σ’ αυτή

  • Τις υπερεθνικές πολιτικές ελίτ, δηλ. τους γραφειοκράτες και τους πολιτικούς οι οποίοι στελεχώνουν τους μεγάλους διεθνείς οργανισμούς ή τους κρατικούς μηχανισμούς  στις κυριότερες οικονομίες της αγοράς και

  • Τις υπερεθνικές τεχνοκρατικές ελίτ, τα μέλη των οποίων παίζουν έναν κυρίαρχο ρόλο στα διάφορα διεθνή ιδρύματα, think tanks, στα ερευνητικά τμήματα των μεγάλων διεθνών πανεπιστήμιων, στα διεθνή ΜΜΕ κ.λπ.

Είναι μια ελίτ, επειδή τα μέλη της κατέχουν κυρίαρχη θέση στην κοινωνία λόγω της οικονομικής, πολιτικής ή ευρύτερα κοινωνικής δύναμής τους. Και είναι μια υπερεθνική ελίτ, επειδή τα μέλη της, εν αντιθέσει προς τις εθνικές ελίτ, βλέπουν ότι ο καλύτερος τρόπος για να διασφαλιστεί η προνομιούχα θέση τους, δεν είναι το να  εξασφαλίζουν την αναπαραγωγή κάποιου πραγματικού ή φανταστικού έθνους-κράτους, αλλά την αναπαραγωγή της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» (και όχι απλώς την προώθηση των συμφερόντων του παγκόσμιου κεφαλαίου, όπως υποστηρίζει η προσέγγιση της υπερεθνικής καπιταλιστικής τάξης). Η νέα υπερεθνική ελίτ δηλαδή βλέπει τα συμφέροντά της να συναρτώνται περισσότερο με τις διεθνείς παρά με συγκεκριμένες εθνικές αγορές. Παρόλα αυτά, όχι μόνο οι υπερεθνικές ελίτ δεν διστάζουν  να χρησιμοποιούν τη δύναμη συγκεκριμένων κρατών, δηλαδή αυτών που ασκούν σημαντικό έλεγχο πάνω στο σημερινό πολιτικό και οικονομικό σύστημα, για την πραγματοποίηση των σκοπών τους (ακόμη περισσότερο όταν ένα τέτοιο κράτος τυχαίνει να είναι η σημερινή ηγεμονική δύναμη) αλλά στην πραγματικότητα βασίζονται στις κρατικές μηχανές των μεγάλων οικονομιών της αγοράς για να τους πραγματώσουν.

Η δράση της υπερεθνικής ελίτ σήμερα στο πολιτικό επίπεδο φαίνεται από τους πόλεμους που έχει κηρύξει τα τελευταία 10-15 χρόνια, μετά την άτυπη ανακήρυξη της ως της μοναδικής κυρίαρχης δύναμης σε διεθνές επίπεδο που σηματοδότησε η κατάρρευση του «αντίπαλου δέους» στον υπαρκτό. Τόσο ο πρώτος πόλεμος στον Κόλπο που ετοίμασε το έδαφος για την σημερινή κτηνώδη εισβολή και κατοχή του Ιράκ, όσο και οι πόλεμοι στη Γιουγκοσλαβία, το Αφγανιστάν, και φυσικά ο διαρκής πόλεμος κατά της τρομοκρατίας που κήρυξε με αφορμη τα γεγονότα της 11/9, δεν αποτελούν στη πραγματικότητα παρά τη στρατιωτική έκφανση της άτυπης πολιτικής παγκοσμιοποίησης, η οποία συμπληρώνει την οικονομική παγκοσμιοποίηση. Η πελώρια αύξηση της συστημικής βίας (δηλαδή της οικονομικής βίας που σημαίνει η συγκέντρωση οικονομικής εξουσίας στα χέρια της υπερεθνικής ελίτ) είχε αναπόφευκτο αποτέλεσμα την αντίστοιχη αύξηση της αντιβίας (τμήμα της οποίας είναι και αυτό που ονομάζουν «τρομοκρατία» η οποία περιλαμβάνει ακόμη και την αντίσταση του Ιρακινού η του Παλαιστινιακού λαού!)  που με τη σειρά της απαιτεί την αντίστοιχη αύξηση της στρατιωτικής βίας της υπερεθνικής ελίτ την οποία εκφράζει ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας», ο οποίος δεν είναι παρά ένας συνεχής πόλεμος για να στραγγαλίσει κάθε αντίσταση κατά της Νέας Τάξης αλλά και να φιμώσει τους λαούς στο εσωτερικό των ίδιων των  χωρών της υπερεθνικής ελίτ.

Αλλά ας έλθουμε τώρα στο γενικότερο κοινωνικό πεδίο για να δούμε πως εκδηλώνεται και εκεί η βαθιά πολυδιάστατη κρίση. Η σημερινή κοινωνική κρίση αποτελεί στην πραγματικότητα συνέχεια της κρίσης που άρχισε στην δεκαετία του 1960, όταν τέθηκαν υπό αμφισβήτηση οι ιεραρχικές σχέσεις μεταξύ των κοινωνικών ατόμων στη σύγχρονη κοινωνία (μεταξύ αφεντικών και εργατών, ανδρών και γυναικών, γονέων και παιδιών, δασκάλων και μαθητών και ούτω καθεξής). Θεμελιώδεις παραδοσιακοί θεσμοί, όπως ο γάμος, η οικογένεια κ.τ.λ., που ρύθμιζαν για πολλά χρόνια ορισμένες από αυτές τις σχέσεις, από τότε παραπαίουν, παρά τη συντηρητική αντεπίθεση που συνόδευσε την ανάδυση της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης. Αυτή η κρίση στις κοινωνικές σχέσεις εκφράζει επίσης μια κρίση ταυτότητας, με την έννοια ότι οι άνθρωποι δεν έχουν πια σαφείς κοινωνικά προκαθορισμένους ρόλους με τους οποίους να ταυτιστούν. Τέτοιοι προκαθορισμένοι ρόλοι καταρρέουν καθημερινά, δημιουργώντας σύγχυση στις κοινωνικές σχέσεις και κλονίζοντας την κοινωνική συνοχή. Ταυτόχρονα, η κρίση ταυτότητας εκδηλώνεται, τελευταία, και στο πολιτισμικό επίπεδο, με αποτέλεσμα τις γνωστές εθνοτικές συγκρούσεις στην τ. Γιουγκοσλαβία που έδωσαν την αφορμή στην υπερεθνικής ελίτ για να επέμβει.

Η κοινωνική κρίση επιδεινώθηκε με την επέκταση της οικονομίας της αγοράς σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, στο πλαίσιο της σημερινής διεθνοποιημένης μορφής της. Είναι φυσικά  πασίγνωστο ότι η αγορά είναι ο μεγαλύτερος εχθρός των παραδοσιακών αξιών. Δεν είναι επομένως περίεργο  ότι η κοινωνική κρίση είναι ιδιαίτερα έντονη στις χώρες ακριβώς εκείνες όπου η αγοραιοποίηση έχει προχωρήσει αρκετά, δηλαδή τις ΗΠΑ και τη Βρετανία όπου η εγκληματικότητα και τα ναρκωτικά έχουν φθάσει τα όρια έκρηξης. Οι κυρίαρχες ελίτ αντιδρούν στην έκρηξη της εγκληματικότητας χτίζοντας περισσότερες φυλακές, ενώ παράλληλα έχουν σταματήσει στη πράξη τον «πόλεμο κατά των ναρκωτικών» που είχαν κηρύξει και χρησιμοποιούν από τη μια μεριά τις φυλακές και από την άλλη τα ίδια τα ναρκωτικά σαν τα βασικά μέσα έλεγχου των καταπιεσμένων λαϊκών στρωμάτων που διογκώνονται συνεχώς Στην πραγματικότητα,  όπως επισημαίνει έγκυρος αναλυτής, η έκρηξη της εγκληματικότητας  τείνει να πάρει τη μορφή  εξέγερσης στα μεγάλα αστικά κέντρα σ’ ολόκληρο τον κόσμο και ως τέτοια αντιμετωπίζεται από τις κυρίαρχες ελίτ. Τα ποσά που δαπανώνται σήμερα από τα κράτη αλλά και τα μέλη των ελίτ για την προστασία τους είναι ιλιγγιώδη (γεύση θα πάρουμε και εμείς όταν θα πληρώσουμε τον σχετικό λογαριασμό για τους Ολυμπιακούς που ήδη ξεπερνά το 1 δις Ευρω) . Παράλληλα, η κοινωνική ανασφάλεια των καταπιεσμένων στρωμάτων διογκώνεται συνεχώς, εφόσον οι ελαστικές αγορές εργασίας σημαίνουν ότι κανένας δεν είναι ασφαλής πια αν θα βρει δουλειά, πόσο καιρό θα την έχει, τι σύνταξη θα πάρει, η αν θα πάρει καν εκεί που ιδιωτικοποιείται το σύστημα και οι συντάξεις εξαρτώνται από τα Χρηματιστήρια, ενώ το παράλληλο ξήλωμα του κράτους-πρόνοιας υπονομεύει και τα τελευταία ίχνη εμπιστοσύνης που έτρεφαν πολλοί ότι τουλάχιστον οι πολύ βασικές ανάγκες τους (υγείας, εκπαίδευσης, στέγασης κλπ) θα καλυπτόντουσαν από το κράτος.

Το βασικό αποτέλεσμα της  νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης είναι ότι έχει δημιουργήσει μια πελώρια προνομιούχα μεσαία τάξη στα καπιταλιστικά κέντρα (όχι όμως και στη περιφέρεια) καθώς και μια «κοινωνία ανάπτυξης», της οποίας τα κύρια χαρακτηριστικά είναι ο καταναλωτισμός, η ιδιώτευση και η συνακόλουθη αποσύνθεση της κοινωνικής συνοχής, καθώς οι πολίτες μετατρέπονται σε καταναλωτές. Με αυτήν την έννοια, η κοινωνία ανάπτυξης σηματοδοτεί την «μη-κοινωνία», δηλαδή την αντικατάσταση της κοινωνίας από εξατομικευμένες οικογένειες και άτομα. Είναι δε ακριβώς ο αυξανόμενα εξατομικευτικός χαρακτήρας της κοινωνίας ανάπτυξης που, στο υποκειμενικό επίπεδο, επιτρέπει την αναπαραγωγή της, παρά το γεγονός ότι, δεδομένων των σημερινών δυνατοτήτων, πρόκειται για μια πελώρια αποτυχία.

Τέλος, στο οικολογικό επίπεδο δεν χρειάζεται να πούμε πολλά για την καταστροφική οικολογική κρίση που δημιούργησε η δυναμική της οικονομίας της αγοράς τα τελευταία 200 χρόνια που ήδη αλλάζει το κλίμα του πλανήτη με απρόβλεπτες συνέπειες. Η αναστάτωση των οικολογικών συστημάτων, η εκτεταμένη μόλυνση, η βαθμιαία εξάντληση των φυσικών πόρων και, γενικά, η ραγδαία υποβάθμιση του περιβάλλοντος και της ποιότητας ζωής έχουν κάνει ξεκάθαρα τα όρια της οικονομικής μεγέθυνσης στα 30 τελευταία  χρόνια. Παρά τις προσπάθειες των «οίκο-ρεαλιστών» να δώσουν μια ρόδινη εικόνα για την οικονομία ανάπτυξης, δεν μπορεί ν’ αμφισβητηθεί ότι οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (η κυρία αιτία του φαινομένου του θερμηκηπίου), οι οποίες είχαν παραμείνει σχεδόν σταθερές για μια ολόκληρη χιλιετία, ως την ανάδυση της οικονομίας της αγοράς, έχουν από τότε εκτιναχθεί, σημειώνοντας αύξηση της τάξης περίπου του 30%. Ως αποτέλεσμα, στην περίοδο από τις αρχές του περασμένου αιώνα,  επιβεβαιώθηκε η ύπαρξη μιας μακροπρόθεσμης τάσης θέρμανσης του χαμηλότερου στρώματος της ατμόσφαιρας και όλα τα πρόσφατα στοιχεία επισημαίνουν μια σημαντική αύξηση της θερμοκρασίας κατά την τελευταία περίπου δεκαετία. Ακόμα, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί το γεγονός ότι τα μισά από τα τροπικά δάση της γης, όπου ζει το ένα τρίτο του συνόλου των φυτών και των ζώων της γης, έχουν εξαφανιστεί στην διάρκεια των τελευταίων 100 χρόνων και ότι πρόσφατα η διαδικασία αυτή επιταχύνθηκε. Τέλος,  δεν μπορεί ν’ αμφισβητηθεί το γεγονός ότι, ως αποτέλεσμα της εντατικής γεωργικής καλλιέργειας –άλλο ένα άμεσο αποτέλεσμα της ανάδυσης της οικονομίας ανάπτυξης– και των συνεπειών της στα αγροτοοικοσυστήματα, στην εκτροφή ζώων κ.τ.λ., ο φυσικός κόσμος, συμπεριλαμβανομένης της ανθρώπινης υγείας, έχει υποστεί σοβαρές βλάβες, με αρρώστιες όπως τα καρδιακά και οι καρκίνοι να θερίζουν.

Φυσικά, η βαθιά πολυδιάστατη κρίση έχει πολύ σημαντικές συνέπειες και στο ιδεολογικό επίπεδο όπως ήδη ανάφερα συνοπτικά, με την πρωτοφανή αμφισβήτηση της ίδιας της ιδεολογίας ανάπτυξης. Σημαντικό ρόλο στη κρίση αυτή έπαιξε η κρίση της αξιοπιστίας της επιστήμης που ήρθε στην επιφάνεια πριν από 25 περίπου χρόνια. Η κρίση αυτή έχει συστηματικά καταρρίψει πολλές «αλήθειες» και ιδιαίτερα εκείνες που χρησιμοποιούσαμε ως βάση για την θεμελίωση της «βεβαιότητάς» μας σε σχέση με την «επιστημονική» ερμηνεία των κοινωνικών και οικονομικών φαινομένων. Η κρίση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική εφόσον η επιστήμη παίζει έναν διπλό ρόλο σε σχέση με την αναπαραγωγή της οικονομίας ανάπτυξης, από τη  μια μεριά έχει έναν λειτουργικό ρόλο στην υλική αναπαραγωγή της οικονομίας ανάπτυξης, μέσω της αποφασιστικής συμβολής της στην προσπάθεια να κυριαρχηθεί ο φυσικός κόσμος και να μεγιστοποιηθεί η οικονομική ανάπτυξη και από την άλλη έχει έναν εξίσου σημαντικό ιδεολογικό ρόλο δήθεν «αντικειμενικής» νομιμοποίησης  της οικονομίας ανάπτυξης. Ακριβώς, δηλαδή,  όπως η θρησκεία έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο στην ανορθολογική νομιμοποίηση της φεουδαρχικής ιεραρχίας, έτσι και η επιστήμη, ιδιαίτερα η κοινωνική «επιστήμη», παίζει σήμερα έναν κρίσιμο ρόλο στην ορθολογική νομιμοποίηση της σύγχρονης ιεραρχικής κοινωνίας. Στην πραγματικότητα, από τη στιγμή που η επιστήμη αντικατέστησε τη θρησκεία ως κυρίαρχη κοσμοθεωρία, νομιμοποίησε «αντικειμενικά» την οικονομία ανάπτυξης και στις δυο εκδοχές της, δηλαδή τόσο την καπιταλιστική όσο και τη σοσιαλιστική εκδοχή της.

Εντούτοις, η συνειδητοποίηση των συνεπειών της οικονομικής ανάπτυξης πάνω στη Φύση και, συνακόλουθα, στην ποιότητα ζωής, έθεσε σε αμφισβήτηση το λειτουργικό ρόλο της επιστήμης στην προώθηση της Προόδου. Όταν, πέρα από αυτό, αμφισβητήθηκε η αξιοπιστία των ίδιων των επιστημονικών αληθειών, είτε εκείνων που κατάγονταν από την ορθόδοξη κοινωνική επιστήμη, είτε από την εναλλακτική «επιστήμη» του σοσιαλισμού, το μαρξισμό, τότε, είχε φτάσει η στιγμή της αλήθειας για την ιδεολογία της ανάπτυξης. Σήμερα, η κεντρική φαντασιακή σημασία της οικονομίας ανάπτυξης, δηλαδή η ταύτιση της Προόδου με την οικονομική ανάπτυξη και η συνακόλουθη ιδέα της κυριαρχίας του ανθρώπου επί της Φύσης, δέχεται, για πρώτη φορά μετά το Διαφωτισμό, μαζικά πυρά.

Ταυτόχρονα, η κατάρρευση του σοσιαλιστικού κρατισμού και η ανάδυση του νεοφιλελευθερισμού είχαν ως αποτέλεσμα ότι η ριζοσπαστική κριτική του «επιστημονικού» σοσιαλισμού, του κρατισμού και της εξουσιαστικής πολιτικής, δεν λειτούργησε ως καταλύτης για την περαιτέρω ανάπτυξη της αντί-εξουσιαστικής αριστερής σκέψης. Αντίθετα, οι μεταμοντέρνοι θεωρητικοί ιδιοποιήθηκαν την κριτική του επιστημονισμού και την μετεξέλιξαν σ’ ένα γενικό σχετικισμό, ο οποίος οδήγησε αναπόφευκτα στην εγκατάλειψη οποιασδήποτε αποτελεσματικής κριτικής του status quo και στη θεωρητικοποίηση του κομφορμισμού. Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι η ευθύνη για τη σημερινή πολυδιάστατη κρίση θα πρέπει ν’ αποδοθεί στην ίδια την επιστήμη και τον ορθολογισμό γενικά, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν συνήθως οι ιρασιοναλιστές διάφορων ειδών, ακόμη και μέσα στον ελευθεριακό χώρο που καταφεύγουν σε αρχές που υποστήριζαν οι χίπηδες τη δεκαετία του ’60, η σήμερα οι οπαδοί της Νέας Εποχής και σε εξωτικά φρούτα τύπου Ζεν, Ταο κ.λπ. Όπως συμβαίνει και με την τεχνολογία, η εφαρμοσμένη επιστήμη δεν είναι «ουδέτερη» σε σχέση με τη λογική και την δυναμική της οικονομίας της αγοράς. Παράλληλα, όμως, η επιστήμη ανήκει στην παράδοση της αυτονομίας από την άποψη των μεθόδων που χρησιμοποιεί για να φτάσει στις αλήθειες της και, ορισμένες φορές, ακόμη και από την άποψη του περιεχομένου της (π.χ. απομυθοποίηση των θρησκευτικών πεποιθήσεων). Επομένως, αυτό που χρειάζεται σήμερα δεν είναι να εγκαταλείψουμε συνολικά τον ορθολογισμό στην ερμηνεία των κοινωνικών φαινομένων, όπως προτείνουν για παράδειγμα σήμερα στην Ελλάδα οι  νεορθόδοξοι αλλά ακόμη υποτίθεται και μέσα στον αριστερό χώρο (π.χ. το Άρδην) που προσπαθούν να παντρέψουν τον αγώνα κατά της παγκοσμιοποίησης με τον Βυζαντινό σκοταδισμό! Αντίθετα αυτό που απαιτείται είναι να υπερβούμε τον «αντικειμενικό» ορθολογισμό (δηλαδή τον ορθολογισμό που στηρίζεται σε «αντικειμενικούς νόμους» της φυσικής ή της κοινωνικής εξέλιξης) και να αναπτύξουμε ένα νέο είδος δημοκρατικού ορθολογισμού.

Oλες αυτές οι εξελίξεις που ανάφερα στις υποκειμενικές και αντικειμενικές συνθήκες είχαν πελώριες επιπτώσεις στην ταξική διάρθρωση και στη σύνθεση αυτού που ονομαζόταν το επαναστατικό υποκείμενο η θα προτιμούσα το απελευθερωτικό υποκείμενο. Πριν λοιπόν δούμε σύντομα τη στρατηγική μετάβασης της ΠΔ θα πρέπει να αναφερθούμε συνοπτικά στο θέμα των ταξικών αντιθέσεων σήμερα και του επαναστατικού η απελευθερωτικού υποκείμενου.

Όπως είναι γνωστό, όλες οι αντισυστημικές στρατηγικές του παρελθόντος βασίζονταν στην υπόθεση ότι το επαναστατικό υποκείμενο ταυτίζεται με το προλεταριάτο, παρ’ όλο που τον τελευταίο αιώνα έχουν προταθεί διάφορες παραλλαγές αυτής της προσέγγισης ώστε να συμπεριληφθούν στο επαναστατικό υποκείμενο αγρότες και αργότερα φοιτητές. Ωστόσο, οι «συστημικές αλλαγές» που σηματοδότησαν τη μετατόπιση από την κρατικιστική νεωτερικότητα στη νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα και οι σχετικές αλλαγές στην ταξική δομή, καθώς και η παράλληλη ιδεολογική κρίση, σήμαναν, όπως ήδη ανέφερα παραπάνω, το τέλος των παραδοσιακών ταξικών διαχωρισμών όχι όμως και των ίδιων των ταξικών διαχωρισμών όπως ισχυρίζονται οι σοσιαλφιλελεύθεροι. Παρ όλα αυτά, ορισμένοι στη ριζοσπαστική Αριστερά, παρά τις φανερές συστημικές αλλαγές, επιμένουν να αναπαράγουν το μύθο της επαναστατικής εργατικής τάξης, επανορίζοντάς την, συνήθως, με ενίοτε ταυτολογικούς τρόπους. Ταυτόχρονα, όμως σύγχρονοι συγγραφείς της ελευθεριακής Αριστεράς όπως ο Bookchin και ο Καστοριάδης μετακινήθηκαν σε μία θέση, σύμφωνα με την οποία, για να ορίσουμε το απελευθερωτικού υποκείμενο θα πρέπει να εγκαταλείψουμε κάθε «αντικειμενικό κριτήριο» και να υποθέσουμε ότι το σύνολο του πληθυσμού («ο λαός») είναι απλά είτε ανοιχτό, είτε κλειστό σε μία επαναστατική προοπτική. Τέλος, οι μεταμοντέρνοι αντικαθιστούν τον ταξικό διαχωρισμό με τις διαφορές ταυτότητας και υποκαθιστούν το «πολιτικό σύστημα» με το θρυμματισμό και το διαχωρισμό. Αυτό έχει μοιραία οδηγήσει σε μία κατάσταση όπου δεν αναγνωρίζεται η συστημική ενότητα του καπιταλισμού, ή ακόμη και η ίδια του η ύπαρξή ως κοινωνικό σύστημα, με συνέπεια ότι «αντί για τις οικουμενικές φιλοδοξίες του σοσιαλισμού και τους ενοποιητικούς αγώνες κατά της ταξικής εκμετάλλευσης τώρα έχουμε μία ποικιλία, ουσιαστικά αποσπασματικών, αγώνων μερικού χαρακτήρα που καταλήγουν στην υποταγή στον καπιταλισμό».

Σύμφωνα με την προβληματική της ΠΔ, εκείνο που χρειαζόμαστε σήμερα είναι ένα νέο παράδειγμα το οποίο, αναγνωρίζοντας σαφώς την ύπαρξη της ολότητας του κοινωνικοοικονομικού συστήματος, το οποίο διασφαλίζει τη συγκέντρωση της δύναμης/εξουσίας στα χέρια των διάφορων ελίτ και των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων μέσα στη κοινωνία σαν σύνολο,  αναγνωρίζει ταυτόχρονα τις διαφορετικές ταυτότητες των κοινωνικών ομάδων που συνιστούν τις διάφορες επιμέρους ολότητες (γυναίκες, εθνικές μειονότητες κ.λπ.). Το πρόταγμα δηλαδή της ΠΔ ξεκινώντας από τη σημερινή πολλαπλότητα των κοινωνικών σχέσεων (φύλο, εθνικότητα, φυλή κ.ο.κ.) προσπαθεί με σύνθετες αντιλήψεις περί της ισοκατανομής όλων των μορφών εξουσίας να πάρει ρητά υπόψη τις διαφορετικές ανάγκες και εμπειρίες των ανθρώπων. Στην πραγματικότητα, το κύριο πρόβλημα ενός απελευθερωτικού κινήματος σήμερα είναι το πώς μπορούν οι κοινωνικές ομάδες που εν δυνάμει αποτελούν τη βάση ενός νέου απελευθερωτικού υποκειμένου να ενωθούν από μία κοινή κοσμοθεωρία, ένα κοινό παράδειγμα, το οποίο θεωρεί τις σημερινές δομές που διασφαλίζουν τη συγκέντρωση της δύναμης/εξουσίας σε όλα τα επίπεδα, καθώς και τα συνακόλουθα συστήματα αξιών, ως την υπέρτατη αιτία της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης.

Με άλλα λόγια, ενώ στις κλασικές στρατηγικές μετάβασης το επαναστατικό υποκείμενο οριζόταν με καθαρά οικονομικά κριτήρια, την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, στο πρόταγμα της ΠΔ το ενοποιητικό στοιχείο που ορίζει το απελευθερωτικό υποκείμενο ανάγεται στην ίδια την εξουσία και τις διάφορες μορφές της, είτε η πηγή της εξουσίας είναι οικονομική, δηλαδή η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής —αν και όχι μόνο εφόσον σήμερα η πηγή οικονομικής εξουσίας και της ανισοκατανομής δεν είναι απλώς η ιδιοκτησία αλλά και ο έλεγχος των μέσων παραγωγής που μπορεί να συνοδεύεται αλλά μπορεί και όχι από την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής— είτε η πηγή εξουσίας είναι πολιτική και γενικότερα κοινωνική, η οποία ούτε είναι απλώς απόρροια της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, ούτε  σε τελική ανάλυση μπορεί ν αναχθούν σε αυτήν, όπως υποστηρίζουν οι Μαρξιστές, οι αναρχοσυνδικαλιστές κ.λπ. 

Η ταύτιση επομένως του απελευθερωτικού υποκείμενου με την εργατική τάξη είναι απορριπτέα για μια σειρά κρίσιμων λόγων.

Πρώτον, γιατί η κλασική ταξική αντίληψη είναι σήμερα αναχρονιστική εφόσον η παραδοσιακή έννοια του προλεταριάτου με την έννοια της χειρονακτικής εργατικής τάξης δεν είναι πια πουθενά η πλειοψηφία στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες μετά την μαζική αποβιομηχάνιση των τελευταίων δυο δεκαετιών, ενώ σε χώρες σαν την Ελλάδα δεν ήταν βέβαια ποτέ. Έτσι, στην «Ομάδα των εφτά» (χωρίς τον Καναδά), το ποσοστό του ενεργού πληθυσμού που απασχολούνταν στη μεταποίηση έπεσε περισσότερο από το ένα τρίτο από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990 – γεγονός που είχε σημαντικές επιπτώσεις όσον αφορά στη δύναμη και τη σημασία των συνδικάτων και των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Εάν βέβαια κάνουμε την λαθροχειρία και επεκτείνουμε την εργατική τάξη ώστε να καλύπτει κάθε μη ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής που τον περιλαμβάνουμε σε μια γενική κατηγορία «εργαζόμενου» τότε προσκρούουμε σε πολλές αντιφάσεις δεδομένου ότι σήμερα πολλοί «εργαζόμενοι» είναι άμεσα η έμμεσα και ιδιοκτήτες μέσων παραγωγής, άμεσα, εάν κατέχουν μετοχές και έμμεσα εάν τα ασφάλιστρα που πληρώνουν για τη σύνταξη τους, την ασφάλεια ζωής τους κλπ επενδύονται σε μετοχές. Και αυτό, πέρα από το γεγονός ότι πάρα πολλοί από αυτούς μπορεί να μην είναι μεν ιδιοκτήτες μέσων παραγωγής αλλά ελέγχουν μέσα παραγωγής. Που θα βάλουμε για παράδειγμα τους μάνατζερ, τα ανώτερα στελέχη των επιχειρήσεων, των τραπεζών κλπ με βάση το κριτήριο της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής;

Δεύτερον, γιατί ακόμη και αν αυτό το αντικειμενικό στοιχείο ήταν πράγματι υπαρκτό σήμερα, πάλι δεν θα υπήρχε το υποκειμενικό στοιχείο. Γενιές Μαρξιστών διανοούμενων τόνιζαν ότι το ποια είναι τα μέλη μιας τάξης δεν ορίζεται μόνο αντικειμενικά από τη θέση στις σχέσεις παραγωγής αλλά και υποκειμενικά από την  ενεργό επίγνωση της ταξικής ταυτότητας. Όμως στη σημερινή κοινωνία αποτελεί ανέκδοτο να χαρακτηρίζουμε εργάτες τα εκατομμύρια που απασχολούνται στις υπηρεσίες που είναι η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζόμενων, τη στιγμή που οι περισσότεροι από τους ίδιους τους εργαζόμενους σε αυτούς τους τομείς ποτέ δεν θα δεχόντουσαν αυτόν τον ταξικό προσδιορισμό της θέσης τους μέσα στη παραγωγή. Μολονότι ένα τμήμα των απασχολούμενων στις υπηρεσίες θα μπορούσαν να καταταχτούν σε αυτήν (πχ νοσοκόμες, καθαρίστριες, επιστάτες κ.λπ.), πως θα κατατάσσαμε στην εργατική τάξη τους γιατρούς, το διδακτικό προσωπικό στα ανώτατα, ανώτερα, ακόμη και τα μεσαία εκπαιδευτικά ιδρύματα, ελεύθεροι επαγγελματίες κάθε είδους κ.λπ.). Σήμερα είναι αλήθεια ότι όλοι είναι εργαζόμενοι, δηλαδή όλοι σχεδόν ζουν από κάποιο μισθό, και ελάχιστοι ζουν καθαρά από κέρδη κλπ. Αυτό όμως, όπως τόνιζε και ο Καστοριάδης, δεν τους κατατάσσει βέβαια όλους αυτούς στην εργατική τάξη, και πολύ λιγότερο στο απελευθερωτικό υποκείμενο όση φαντασία και να διαθέταμε!

Τρίτον, γιατί ακόμη και αν μπορούσαμε να πούμε ότι η πλειοψηφία του εργαζόμενου πληθυσμού σήμερα ανήκει στην εργατική τάξη, πάλι, τα τεράστια διαταξικό προβλήματα και αντιθέσεις που ανάκυψαν τα τελευταία 100 χρόνια και που αναφέρονται στα θέματα των αντιθέσεων μεταξύ φύλων, φυλών, εθνοτήτων, πολιτιστικών ταυτοτήτων στα οποία σήμερα προστέθηκε άλλο ένα  πελώριο διαταξικό πρόβλημα, το οικολογικό με κανένα τρόπο δεν μπορούν να καλουπωθούν στη κλασική ταξική ανάλυση και οι σχετικές προσπάθειες των Μαρξιστών διανοούμενων να τα ανάγουν σε τελική ανάλυση στη σχέση με τα μέσα παραγωγής απέτυχαν οικτρά.

Είναι λοιπόν φανερό ότι σήμερα η κυριαρχία και οι αντιθέσεις επικεντρώνονται όχι απλώς στα θέματα σχέσεων παραγωγής αλλά σε ευρύτερα κοινωνικά θέματα, τον ρατσισμό, τις διακρίσεις με βάση το φύλο η την εθνότητα, τη καταστροφή του περιβάλλοντος, και γενικότερα τον αυτοκαθορισμό του πολίτη ως πολίτη, ως μέλους της παραγωγικής διαδικασίας και ως μέλους κοινωνικών ομάδων με διάφορες ταυτότητες. Οι ταξικές αντιθέσεις σήμερα πρέπει επομένως να επαναοριστούν με βάση τις σχέσεις εξουσίας γενικά και όχι την οικονομική εξουσία, όπως στη κλασική προσέγγιση. Σήμερα δηλαδή οι ταξικές αντιθέσεις δεν ξεκινούν  από την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής ούτε καταλήγουν τελικά σε αυτή αλλά αναφέρονται γενικά στο θέμα του αυτοκαθορισμό στο οικονομικό αλλά και στο πολιτικό και το γενικότερο κοινωνικό πεδίοθέμα που εγείρει άμεσα το πρόβλημα της δημοκρατίας. Και αυτό είναι το σημείο εκκίνησης της ταξικής ανάλυσης της ΠΔ.

Η ταξική θέση του ατόμου σήμερα, σύμφωνα με το πρόταγμα αυτό, προσδιορίζεται από τη θέση του στο σύνολο των κοινωνικών ομάδων που συνιστούν τη κοινωνία. Εντούτοις, μολονότι το οικονομικό στοιχείο δεν είναι αρκετό να καθορίσει την ταυτότητα σήμερα και επομένως την ταξική θέση μέσα στο σύνολο που ανάφερα, δεδομένου ότι το οικονομικό στοιχείο είναι το κυρίαρχο στοιχείο μέσα στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η θέση που έχει το άτομο στην οικονομική σφαίρα είναι η αναγκαία συνθήκη στον καθορισμό της γενικής του ταξικής θέσης, ενώ η θέση του στις συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες που ανήκει ειδικότερα με βάση το φύλο, την φυλή, την εθνότητα κλπ είναι η επαρκής συνθήκη γι αυτό. Ο τρόπος επομένως συμπεριφοράς των ατόμων στο πολιτικό, κοινωνικό, πολιτιστικό επίπεδο καθορίζεται από αυτή την γενικότερη ταξική θέση και όχι από την κλασική ταξική θέση. Οι ταξικές δηλαδή αντιθέσεις θα πρέπει να εντοπιστούν στις γενικότερες εξουσιαστικές δομές του κοινωνικό-οικονομικού συστήματος και όχι απλά τις οικονομικές, όπως υποστήριζε η κλασική ταξική ανάλυση, ούτε βέβαια θα έπρεπε να εντοπιστούν στις επί μέρους εξουσιαστικές δομές, όπως υποστηρίζουν τα σύγχρονα μονοθεματικά κοινωνικά κινήματα. Χρειαζόμαστε δηλαδή ένα νέο κοινωνικό παράδειγμα που από τη μια μεριά θα αναγνωρίζει όλες αυτές τις διαφορετικές ταυτότητες τις οποίες έχουν τα άτομα που ανήκουν σε διάφορες κοινωνικές ομάδες, αλλά συγχρόνως αναγνωρίζει την ύπαρξη ενός συνολικού κοινωνικό-οικονομικού συστήματος το οποίο εξασφαλίζει τη συγκέντρωση εξουσίας στα χέρια των διάφορων ελίτ και κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων μέσα στη κοινωνία.

Το βασικό δηλαδή σημείο της ταξικής προσέγγισης της ΠΔ είναι ότι το ενοποιητικό στοιχείο που θα μπορούσε να ενώσει τα κυριαρχούμενα κοινωνικά στρώματα και άτομα γύρω από ένα απελευθερωτικό πρόταγμα είναι ο σημερινός αποκλεισμός τους από τις διάφορες μορφές εξουσίας ένας αποκλεισμός που θεμελιώνεται στην ανισοκατανομή δύναμης η οποία χαρακτηρίζει τους σημερινούς θεσμούς και τις αντίστοιχες άξιες. Από την άλλη μεριά, το διαφοροποιητικό στοιχείο που διαφοροποιεί  τις διάφορες κοινωνικές ομάδες και άτομα δεν είναι απλώς η στάση τους απέναντι στο υπάρχον σύστημα, όπως υποστηρίζει π.χ. ο Καστοριάδης, αλλα και η ίδια η βάση της κυριάρχησης τους, αν δηλαδή η κυριάρχηση τους οφείλεται στην ανισοκατανομή πολιτικής, η οικονομικής, η γενικότερα κοινωνικής δύναμης, με βάση στη σχέση τους με τα μέσα παραγωγής αλλά και το φύλο, τη φυλή, την εθνότητα κλπ. Το κριτήριο δηλαδή για τον ορισμό του απελευθερωτικού υποκείμενου στην ΠΔ δεν είναι μόνο αντικειμενικό (θέση στις σχέσεις παραγωγής-Μαρξιστές) ούτε μόνο υποκειμενικό (στάση έναντι του συστήματος-Καστοριάδης), αλλά τόσο αντικειμενικό (θέση στις ιεραρχικές δομές) όσο και υποκειμενικό (στάση έναντι συστήματος).

Σύμφωνα με αυτή την προβληματική, με δεδομένη την ευρεία προοπτική του προτάγματος για μία περιεκτική δημοκρατία, ένα νέο κίνημα με στόχο την περιεκτική δημοκρατία απευθύνεται σε όλα σχεδόν τα τμήματα της κοινωνίας, εκτός, βέβαια, από τις κυρίαρχες κοινωνικές ομάδες και τα ανώτερα  στρώματα της μεσαίας τάξης.      

Έτσι, η πολιτική δημοκρατία, η πρώτη συνιστώσα του προτάγματος της ΠΔ,  απευθύνεται κυρίως σε όλους εκείνους που συμμετέχουν προς το παρόν σε τοπικά, μονοθεματικά κινήματα λόγω της έλλειψης κάτι καλύτερου. Όπως ακόμα και οι θεωρητικοί του σοσιαλφιλελευθερισμού αναγνωρίζουν, μολονότι η εμπιστοσύνη προς τους επαγγελματίες πολιτικούς και κυβερνητικούς θεσμούς έχει εξασθενήσει δραστικά, η παρακμή αυτού που περνά για ‘πολιτική’ σήμερα δεν ταυτίζεται με την απολιτικοποίηση. Αυτό είναι φανερό από την παράλληλη ανάπτυξη των νέων κοινωνικών κινημάτων, των ΜΚΟ, των πρωτοβουλιών των πολιτών κ.λ.π.. Δεν είναι περίεργο ότι το «κίνημα των μικρών ομάδων» (δηλαδή ομάδων όπου ένας μικρός αριθμός ανθρώπων συναντώνται τακτικά για να προωθήσουν τα κοινά τους αιτήματα) έχει σημαντική απήχηση με το 40% του πληθυσμού των Η.Π.Α. –περίπου 75 εκατομμύρια Αμερικανοί- να ανήκει σε μία τουλάχιστον μικρή ομάδα, ενώ στη Βρετανία οι ομάδες αυτό-βοηθείας και οι περιβαλλοντικές ομάδες έχουν επεκταθεί ταχύτατα τα τελευταία χρόνια. Παρ’ όλο που αυτή η περίφημη επέκταση της «κοινωνίας των πολιτών» επικεντρώνεται στη νέα μεσαία τάξη, εντούτοις, το γεγονός αποτελεί ένδειξη της δίψας για μία γνήσια δημοκρατία όπου κατά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων λαμβάνονται όλοι υπόψη.

Η οικονομική δημοκρατία, η δεύτερη συνιστώσα του προτάγματος της ΠΔ, απευθύνεται πρωταρχικά στα κύρια θύματα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, δηλαδή την υποτάξη και τους περιθωριοποιημένους (άνεργοι, χειρωνακτικοί εργάτες, χαμηλόμισθοι υπάλληλοι, μερικώς απασχολούμενοι, περιστασιακά εργαζόμενοι, αγρότες που σπρώχνονται έξω από τους αγρούς τους λόγω της επέκτασης των αγροβιομηχανιών), καθώς και τους φοιτητές, τα πιθανά αυριανά μέλη των επαγγελματικών  μεσαίων στρωμάτων, οι οποίοι βλέπουν τα όνειρά τους για ασφάλεια απασχόλησης να διαλύονται γρήγορα στις «ελαστικές» αγορές εργασίας που χτίζονται σήμερα. Η οικονομική δημοκρατία όμως απευθύνεται, επίσης, σε ένα σημαντικό μέρος της νέας μεσαίας τάξης το οποίο, μη μπορώντας να συμμετέχει στην «υπερτάξη», ζει κάτω από συνθήκες συνεχούς ανασφάλειας, ιδιαίτερα στις χώρες του Νότου, όπως έδειξε και η κρίση της Αργεντινής. 

Τέλος, οι άλλες συνιστώσες του προτάγματος της ΠΔ, η οικολογική δημοκρατία καθώς και «η δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο», απευθύνονται σε όλους εκείνους που ανησυχούν για τις συνέπειες που έχει η συγκέντρωση της οικονομικής και πολιτικής δύναμης πάνω στο περιβάλλον, καθως  και σε εκείνους που υφίστανται τις συνέπειες της  συγκέντρωσης δύναμης στην πατριαρχική και τις άλλες ολιγαρχικές δομές της σημερινής κοινωνίας.

Έτσι, συνοψίζοντας, είναι απαραίτητο η νέα πολιτική οργάνωση να θεμελιωθεί στην ευρύτερη δυνατή πολιτική βάση. Με βάση τη συλλογιστική που ανάπτυξα, οι ακόλουθες  κοινωνικές ομάδες θα μπορούσαν δυνητικά να αποτελέσουν τη βάση ενός νέου «απελευθερωτικού υποκειμένου»:

  • τα θύματα του συστήματος της οικονομίας της αγοράς στη σημερινή διεθνοποιημένη της μορφή, δηλαδή οι άνεργοι, οι χαμηλόμισθοι, οι αγρότες υπό εξαφάνιση, οι περιστασιακά εργαζόμενοι κ.λπ.

  • εκείνοι οι πολίτες, ιδιαίτερα στα «μεσαία στρώματα», που έχουν αποξενωθεί από αυτό που περνά σήμερα ως «πολιτική», δηλαδή την  κρατική διαχείριση, και διεκδικούν ήδη το δικαίωμα του αυτοκαθορισμού μέσω των διάφορων τοπικών ομάδων,

  • οι εργάτες, υπάλληλοι κ.λπ. που είναι θύματα εκμετάλλευσης και αποξένωσης από τις ιεραρχικές δομές στους τόπους εργασίας, και επιπλεον σημερα ζουν με την ανασφάλεια , μην ξέροντας αν αύριο θα εχουν την ίδια δουλειά η αν θα έχουν καθόλου δουλειά

  • οι γυναίκες που αποξενώνονται από τις ιεραρχικές δομές τόσο στο σπίτι, όσο και στους τόπους εργασίας και επιζητούν μία εκδημοκρατισμένη οικογένεια που να βασίζεται στην ισότητα, τον αμοιβαίο σεβασμό, την αυτονομία, το μοίρασμα της λήψης αποφάσεων και των ευθυνών, τη συναισθηματική και σεξουαλική ισότητα,

  • οι εθνοτικές ή φυλετικές μειοψηφίες, οι οποίες αποξενώνονται από τη σημερινή «κρατικιστική» δημοκρατία που διαχωρίζει τον πληθυσμό σε πολίτες πρώτης και δεύτερης κατηγορίας, 

  • όλοι εκείνοι που ανησυχούν από την καταστροφή του περιβάλλοντος και την επιταχυνόμενη χειροτέρευση της ποιότητας ζωής, οι οποίοι επί του παρόντος είναι οργανωμένοι σε ρεφορμιστικά οικολογικά κινήματα, περιθωριοποιημένες οικοκομμούνες κ.λπ.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αρκετές από αυτές τις ομάδες μπορεί να θεωρούν αυτή τη στιγμή ότι οι στόχοι τους συγκρούονται με εκείνους άλλων ομάδων (μεσαία στρώματα σε σχέση με τις ομάδες των θυμάτων της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς κ.ο.κ.). Ωστόσο, όπως ήδη ανέφερα, το πρόταγμα της ΠΔ προσφέρει ένα κοινό παράδειγμα για όλα τα θύματα του σημερινού συστήματος αποτελούμενο από μία ανάλυση για τα αίτια της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης (που τα ανάγει στις σημερινές δομές οι οποίες διασφαλίζουν την ανισοκατανομή της δύναμης και τις αντίστοιχες αξίες), καθώς και από συγκεκριμένες προτάσεις για τους στόχους και τα μέσα που θα μας οδηγούσαν σε μία εναλλακτική κοινωνία. Επομένως, ο αγώνας για το χτίσιμο ενός κινήματος που να εμπνέεται από το παράδειγμα αυτό –ένα κίνημα το οποίο απαιτείται να είναι διεθνοποιημένο για να μπορεί να επιτύχει τους στόχους του είναι  επιτακτικός, ώστε οι διάφορες κοινωνικές ομάδες που διαμορφώνουν το νέο απελευθερωτικό υποκείμενο να λειτουργήσουν ως καταλύτης για μία νέα κοινωνία που θα επανενσωματώσει την πολιτεία, την οικονομία και τη Φύση στην κοινωνία.     


3. Η μεταβατική στρατηγική της ΠΔ
 

Και έτσι φτάνουμε στο κρίσιμο ερώτημα. Αν συμφωνούμε ότι είναι επιτακτική ανάγκη ένα νέο αντισυστημικό πρόταγμα σήμερα τι μπορούμε να κάνουμε, με δεδομένο ότι απορρίπτουμε:

  • τις ρεφορμιστικές προσεγγίσεις της «συμμετοχικής δημοκρατίας» κ.λπ. που δεν έχουν καμία δυνατότητα πρακτικής εφαρμογής (αν εννοούμε βέβαια πραγματική συμμετοχή των πολιτών στα κοινά) και αποβλέπουν απλώς στο ξεπέρασμα της βαθιάς πολιτικής κρίσης χωρίς καμία ουσιαστική αλλαγή,

  • τις αντισυστημικές στρατηγικές από τα πάνω που οδήγησαν σε νέους ολοκληρωτισμούς καθώς και αυτές που προτάθηκαν ως τώρα για συστημική αλλαγή από τα κάτω οι οποίες είτε δεν είναι πια εφαρμόσιμες (π.χ. αναρχοσυνδικαλισμός) είτε συνδέουν την ελευθερία με αντικειμενικές συνθήκες όπως η κατάργηση της μετασπάνεως και αντικειμενικούς νόμους (π.χ. Ελευθεριακός Κοινοτισμός) και, φυσικά, αν απορρίψουμε μοντέλα όπως αυτό του Parecon του Albert, το οποίο, όπως σωστά χαρακτηρίστηκε από ελευθεριακούς αναλυτές, ουσιαστικά καθιερώνει μια συμμετοχική γραφειοκρατία και όπως προσπάθησα να δείξω στο τελευταίο βιβλίο μου δεν είναι ευγενώς σε θέση να ενσωματώσει την κοινωνία με την οικονομία, την πολιτεία και τη  φύση, και, τέλος

  • τις στρατηγικές (αν μπορούμε να τις χαρακτηρίσουμε στρατηγικές) του λαιφ σταιλ αναρχισμού που τελικά καταλήγουν η στην περιθωριοποίηση η την αφομοίωση από το συστημα και τέλος αν απορρίψουμε τις στρατηγικές άμεσης δράσης, οι οποίες ούτε αντισυστημική συνειδητοποίηση από μόνες τους δημιουργούν, ούτε τη δυναμική για συστημική αλλαγή, όπως για παράδειγμα είναι οι στρατηγικές που χρησιμοποιούνται από το κίνημα της παγκοσμιοποίησης το οποίο ουσιαστικά ούτε κίνημα είναι (αφού δεν έχει κοινή ανάλυση, όραμα και στρατηγικές μετάβασης) ούτε κατά της παγκοσμιοποίησης ως συστημικής αλλαγής στρέφεται (αφού τη βλέπει ουσιαστικά σαν μια κακή πολιτική η ένα ιδεολόγημα για να περάσουν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές), τότε τι μένει;

Με βάση την προβληματική που ανέπτυξα ότι η απώτερη αιτία της βαθιάς πολυδιάστατης κρίσης είναι η συγκέντρωση οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής εξουσίας στα χέρια των ελίτ και προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων, η μακροπρόθεσμη διέξοδος που διαγράφεται καθαρά είναι η κατάργηση των θεσμών που παράγουν και αναπαράγουν αυτή την ανισότητα, δηλαδή του συστήματος της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας», καθώς και των ιεραρχικών σχέσεων και δομών που απορρέουν από τους θεσμούς αυτούς και η αντικατάσταση τους με θεσμούς ισοκατανομής δύναμης, όπως αυτούς που θα μπορούσαμε να έχουμε σε μια Περιεκτική Δημοκρατία, καθώς και η παράλληλη ανάδειξη ως ηγεμονικού του αντιστοίχου κοινωνικού παραδείγματος, δηλαδή των συμβατών με τους νέους θεσμούς πεποιθήσεων, ιδεών  και αντιστοίχων οξιών. Με λίγα λόγια, η διέξοδος για  να βγούμε από την κρίση είναι η κατάργηση των εξουσιαστικών σχέσεων και δομών, δηλαδή η δημιουργία συνθηκών για την ισοκατανομή της δύναμης/εξουσίας μεταξύ των πολιτών. Ένας τρόπος που θα μπορούσε να οδηγήσει σε αυτού του είδους την κοινωνία είναι η στρατηγική που προτείνεται από το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας, το οποίο συνεπάγεται τη δημιουργία των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών δομών που διασφαλίζουν την άμεση δημοκρατία, την οικονομική δημοκρατία, την οικολογική δημοκρατία και τη δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο. Συνεπάγεται, επίσης, τη δημιουργία ενός νέου κοινωνικού παραδείγματος, το οποίο πρέπει να γίνει κυρίαρχο για να διασφαλιστεί η αναπαραγωγή της Περιεκτικής Δημοκρατίας.  

Όμως, το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας δεν προσφέρει μόνο μία ρεαλιστική διέξοδο από τη σημερινή πολυδιάστατη κρίση, αλλά και έναν τρόπο οικοδόμησης μίας νέας παγκοσμιοποίησης που θα βασίζεται σε αληθινά δημοκρατικές δομές. Η δημιουργία μιας νέας παγκόσμιας τάξης που θα βασίζεται στην Περιεκτική Δημοκρατία περιλαμβάνει το χτίσιμο συνομοσπονδιών περιεκτικής δημοκρατίας σε τοπική, περιφερειακή και εθνική κλίμακα. Η διαδικασία αυτή θα οδηγήσει σε μία παγκοσμιοποίηση η οποία δεν θα βασίζεται στην ανισοκατανομή της δύναμης και την κυριαρχία ανθρώπου και Φύσης από άνθρωπο, όπως συμβαίνει στη σημερινή παγκοσμιοποίηση, αλλά στην ισοκατανομή όλων των μορφών εξουσίας μεταξύ αυτόνομων ανθρώπων και στην εξάλειψη όλων των μορφών κυριαρχίας. Θα θεμελιωθεί, επίσης, σε ένα βιώσιμο οικονομικό σύστημα το οποίο θα ανταποκρίνεται στις βασικές ανάγκες του πληθυσμού του πλανήτη, μέσω της δημιουργίας ενός μηχανισμού κατανομής των πόρων μεταξύ των συνομοσπονδιών, στα πλαίσια ενός συνομοσπονδιακού σχεδίου κατανομής των πόρων σε πλανητικό επίπεδο. Τέλος, ο τρόπος κάλυψης των μη βασικών αναγκών  θα πρέπει να καθορίζεται σε τοπικό επίπεδο με έναν τρόπο που διασφαλίζει την ελευθερία επιλογής, ενώ οι ανταλλαγές πλεονασμάτων ανάμεσα στις συνομοσπονδίες θα ρυθμίζονται με πολυμερείς συμφωνίες.     

Έτσι, η στρατηγική της ΠΔ συνεπάγεται το χτίσιμο ενός μαζικού προγραμματικού πολιτικού κινήματος, όπως το παλιό σοσιαλιστικό κίνημα, με τον σαφή καθολικό στόχο της αλλαγής της κοινωνίας μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες, ξεκινώντας εδώ και τώρα. Επομένως, ένα τέτοιο κίνημα πρέπει ρητά να στοχεύει σε μία συστημική αλλαγή, καθώς και σε μία παράλληλη αλλαγή στα συστήματα αξιών μας. Η στρατηγική αυτή συνεπάγεται τη σταδιακή εμπλοκή ολοένα και περισσότερων ανθρώπων σε ένα νέο είδος πολιτικής και την παράλληλη μετατόπιση οικονομικών πόρων (εργασία, κεφάλαιο, γη) από την οικονομία της αγοράς. Ο στόχος μιας τέτοιας στρατηγικής θα πρέπει να είναι η δημιουργία νέων θεσμών και συναφών αλλαγών στις αξίες που, μετά από μία περίοδο έντασης μεταξύ των νέων θεσμών και του κράτους, θα οδηγήσουν τελικά στην αντικατάσταση της οικονομίας της αγοράς, της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» και του κοινωνικού παραδείγματος που τις «νομιμοποιεί» με μία περιεκτική δημοκρατία και ένα νέο δημοκρατικό παράδειγμα αντίστοιχα.     

Το σκεπτικό πίσω από τη στρατηγική αυτή είναι ότι, καθώς η συστημική αλλαγή απαιτεί μία ρήξη με το παρελθόν που επεκτείνεται τόσο σε θεσμικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο κουλτούρας, μία τέτοια ρήξη είναι δυνατή μόνο μέσω της ανάπτυξης μιας νέας πολιτικής οργάνωσης και ενός νέου περιεκτικού πολιτικού προγράμματος για συστημική αλλαγή, το οποίο θα δημιουργήσει μία ξεκάθαρα αντισυστημική συνειδητοποίηση σε μαζική κλίμακα. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη στρατηγική του κρατικιστικού σοσιαλισμού η οποία καταλήγει στη δημιουργία μιας ξεκάθαρα αντισυστημικής συνειδητοποίησης μόνο στην πρωτοπορία, ή με τον ‘ακτιβισμό ως τρόπο ζωής’ (life-style activism), που, ακόμη και όταν καταφέρνει να δημιουργήσει αντισυστημική συνειδητοποίηση, αυτή αφορά τα ελάχιστα μέλη των διάφορων ελευθεριακών «γκρουπούσκουλων».

Όμως, η δημιουργία μιας νέας κουλτούραςη οποία θα πρέπει να έχει γίνει ηγεμονική πριν να γίνει η μετάβαση σε μία Περιεκτική Δημοκρατία είναι δυνατή μόνο μέσω του παράλληλου χτισίματος νέων πολιτικών και οικονομικών θεσμών σε σημαντική κοινωνική κλίμακα. Με άλλα λόγια, μόνο μέσω της δράσης για το χτίσιμο τέτοιων θεσμών μπορεί να χτιστεί ένα μαζικό πολιτικό κίνημα με δημοκρατική συνειδητοποίηση. Μία τέτοια στρατηγική δημιουργεί τις απαραίτητες συνθήκες για τη μετάβαση, τόσο τις «υποκειμενικές» που αφορούν την ανάπτυξη μιας νέας δημοκρατικής συνειδητοποίησης, όσο και τις «αντικειμενικές» που αφορούν τη δημιουργία των νέων θεσμών πάνω στους οποίους θα κτιστεί μια Περιεκτική Δημοκρατία. Ταυτόχρονα, η εγκαθίδρυση αυτών των νέων θεσμών θα βοηθήσει άμεσα τα θύματα της συγκέντρωσης δύναμηςστην οποία αναπόφευκτα οδηγεί το σημερινό θεσμικό πλαίσιο και ειδικότερα τα θύματα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, να αντιμετωπίσουν αποφασιστικά τα προβλήματα που γεννά η συγκέντρωση αυτή.        

Έτσι, οι άνθρωποι που σήμερα αποξενώνονται από όλες τις μορφές εξουσίας, και ιδιαίτερα από την πολιτική και οικονομική εξουσία, θα είχαν κάθε λόγο να αναμιχθούν σε ένα τέτοιο κίνημα και να ψηφίσουν στις τοπικές εκλογές για την εγκαθίδρυση της «δημοκρατίας εν δράσει» στην περιοχή τους. Θα έχουν πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι  προβλήματα όπως η ανεργία και η φτώχεια μπορούν να λυθούν μέσω των θεσμών της ΠΔ (δημοτικές επιχειρήσεις, δημοτική πρόνοια κ.λ.π.). Θα γνωρίζουν, επίσης, ότι προβλήματα όπως η μόλυνση του αέρα/του νερού/της τροφής θα μπορούσαν να λυθούν αποτελεσματικά, και σε μαζική κοινωνική κλίμακα, αν οι πολίτες άρχιζαν να παίρνουν τον έλεγχο της τοπικής εξουσίας στο πλαίσιο των θεσμών της ΠΔ, παρά στο πλαίσιο περιθωριακών πειραμάτων  (κομμούνες κ.λπ.) εκτός της κύριας πολιτικής και κοινωνικής αρέναςδεν συζητώ βέβαια την περίπτωση της προσπάθειας επίλυσης αυτών των προβλημάτων μέσα από τις εθνικές βούλες ή την Ευρωβουλή που μόνο γι' ανέκδοτο μπορεί να συζητηθεί. Θα γνωρίζουν, τέλος, ότι αν δεν αποκτήσουν την πολιτική εξουσία στο τοπικό επίπεδο και στη συνέχεια, μέσω συνομοσπονδιών από τοπικές ΠΔ, στο περιφερειακό επίπεδο, δεν θα μπορέσουν ποτέ να ελέγξουν τη ζωή τους. Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι θα συμμετέχουν σε έναν αγώνα για την εγκαθίδρυση των θεσμών της ΠΔ, όχι από κάποιο διακαή πόθο για μία αφηρημένη έννοια της δημοκρατίας, αλλά επειδή θα μπορούν μέσω της ίδιας τους της δράσης να διαπιστώσουν ότι η αιτία όλων των προβλημάτων τους (οικονομικών, κοινωνικών, οικολογικών) ήταν το γεγονός ότι η εξουσία είχε συγκεντρωθεί σε λίγα χέρια.  

Ο γενικός στόχος, επομένως, μιας στρατηγικής για την ΠΔ είναι η δημιουργία από τα κάτω «λαϊκών βάσεων πολιτικής και οικονομικής εξουσίας», δηλαδή η εγκατάσταση τοπικών περιεκτικών δημοκρατιών που, σε μεταγενέστερο στάδιο, θα συνομοσπονδιοποιηθούν προκειμένου να δημιουργήσουν τις συνθήκες για την εγκαθίδρυση μιας νέας συνομοσπονδιακής Περιεκτικής Δημοκρατίας. Επομένως, ένα κρίσιμο στοιχείο της στρατηγικής της ΠΔ είναι ότι οι πολιτικοί και οικονομικοί θεσμοί της περιεκτικής δημοκρατίας αρχίζουν να εγκαθίστανται αμέσως μόλις ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων σε μία συγκεκριμένη περιοχή έχει διαμορφώσει μία βάση «δημοκρατίας εν δράσει» κατά προτίμηση, αλλά όχι αποκλειστικά, στη μαζική κοινωνική κλίμακα η οποία διασφαλίζεται από τη νίκη του προγράμματος της ΠΔ στις τοπικές εκλογές.    

Πιο συγκεκριμένα, πέρα από την γενική κατευθυντήρια αρχή για την επιλογή της κατάλληλης μεταβατικής στρατηγικής, δηλαδή την συνέπεια μεταξύ  μέσων και  σκοπών, η στρατηγική της ΠΔ αναπτύσσεται σε δυο επίπεδα.

Από τη μια μεριά, οι ακτιβιστές της ΠΔ μετέχουν σε εκείνους τους αγώνες που μπορούν να βοηθήσουν στο να γίνει εμφανής η καταναγκαστική φύση της κρατικίστικης δημοκρατίας και της οικονομίας της αγοράς, δηλαδή σε όλους τους τύπους συλλογικής δράσης που παίρνουν την  μορφή ταξικών συγκρούσεων ανάμεσα στα θύματα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και τις άρχουσες ελίτ ή την υπερεθνική ελίτ που «διαχειρίζεται» τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, τονίζοντας όμως πάντα τη συστημική φύση των αιτιών τέτοιων συγκρούσεων  αποστολή που είναι φανερό ότι δεν μπορεί να αφήνεται σε γραφειοκρατικές συνδικαλιστικές  ηγεσίες  και άλλες παραδοσιακές οργανώσεις.

Από την άλλη όμως μεριά, οι ακτιβιστές της ΠΔ πρέπει να μετέχουν σε δραστηριότητες που αφορούν την «προεικόνιση» του μελλοντικού συστήματος, δραστηριότητες όπως τα προγράμματα Οικονομικής Ανάπτυξης που βασίζονται στην  Κοινότητα (Community Economic Development projects), τα αυτοδιαχειριζόμενα εργοστάσια και αγροκτήματα, τους στεγαστικούς συνεταιρισμούς, τις κοοπερατίβες, τα σχήματα LETS (σχήματα για την άμεση ανταλλαγή υπηρεσιών χωρίς τη μεσολάβηση χρήματος)  κ.ο.κ.  –προϋποτιθέμενου, πάλι, ότι αποτελούν μέρος ενός προγραμματικού πολιτικού κινήματος με ξεκάθαρους στόχους, μέσα και στρατηγικές, όπως είναι το κίνημα της ΠΔ.

Οι τοπικές εκλογές αποκτούν εδώ ιδιαίτερη σημασία γιατί η συμμετοχή σε αυτές αποτελεί τον καλύτερο τρόπο για την μαζική δημοσιοποίηση του προγράμματος για μια Περιεκτική Δημοκρατία, που δίνει συγχρόνως την ευκαιρία να εγκαινιαστεί η άμεση υλοποίησή του σε σημαντική κοινωνική κλίμακα. Με άλλα λόγια, η συμμετοχή στις τοπικές εκλογές δεν αποτελεί μόνο μία εκπαιδευτική άσκηση αλλά, επίσης, μία έκφραση της πεποίθησης ότι μόνο σε τοπικό επίπεδο μπορεί να θεμελιωθεί σήμερα η άμεση και οικονομική δημοκρατία, μολονότι, βέβαια, οι τοπικές περιεκτικές δημοκρατίες πρέπει να συνομοσπονδιοποιηθούν ώστε να διασφαλιστεί η μετάβαση σε μία συνομοσπονδιακή δημοκρατία. Ο λόγος για τον οποίο θα πρέπει να ξεκινήσουμε από το τοπικό επίπεδο για να αλλάξουμε την κοινωνία είναι ότι ο δήμος (δηλ. η εκκλησία του δήμου) αποτελεί τη θεμελιώδη κοινωνική και οικονομική μονάδα μιας μελλοντικής δημοκρατικής κοινωνίας. Επομένως, η συμμετοχή στις τοπικές εκλογές αποτελεί σημαντικό μέρος της στρατηγικής για την απόκτηση της εξουσίας, με στόχο  την κατάλυση της την επομένη των εκλογών όταν οι συνελεύσεις θα αντικαταστήσουν τις τοπικές αρχές στη λήψη όλων των αποφάσεων. Επιπρόσθετα, η συμμετοχή στις τοπικές εκλογές δίνει την ευκαιρία να ξεκινήσει η αλλαγή της κοινωνίας από τα κάτω, κάτι που αποτελεί, σε αντίθεση με τις προσεγγίσεις των κρατιστών που στοχεύουν στην αλλαγή της κοινωνίας από τα πάνω μέσω της κατάληψης της κρατικής εξουσίας, και των προσεγγίσεων της «κοινωνίας των πολιτών» που δεν έχουν κανένα στόχο συστημικής αλλαγής, τη μοναδική δημοκρατική στρατηγική. Ωστόσο, ο κύριος στόχος της άμεσης δράσης, καθώς και της συμμετοχής στις τοπικές εκλογές δεν είναι απλώς η κατάληψη της εξουσίας αλλά η ρήξη της διαδικασίας κοινωνικοποίησης και, επομένως, η δημιουργία μιας δημοκρατικής πλειοψηφίας «από τα κάτω», η οποία θα νομιμοποιήσει τις νέες δομές περιεκτικής δημοκρατίας. Με δεδομένο αυτό το στόχο, είναι φανερό ότι η συμμετοχή στις εθνικές εκλογές είναι ένα ιδιαιτέρως ακατάλληλο μέσο προς την κατεύθυνση αυτή, καθώς, ακόμα και αν το κίνημα για μία Περιεκτική Δημοκρατία κερδίσει τις εθνικές εκλογές, αυτό θα θέσει αναπόφευκτα σε κίνηση μία διαδικασία «επανάστασης από τα πάνω». Και αυτό διότι η ρήξη με τη διαδικασία κοινωνικοποίησης μπορεί να είναι μόνο σταδιακή και σε συνεχή αλληλεπίδραση με την σταδιακή υλοποίηση του προγράμματος για Περιεκτική Δημοκρατία, η οποία, για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω, θα πρέπει πάντοτε να ξεκινά στο τοπικό επίπεδο. Τέλος, μία προσπάθεια υλοποίησης του νέου προτάγματος μέσω της κατάληψης της εξουσίας σε εθνικό επίπεδο δεν θα προσέφερε καμία δυνατότητα αλληλεπίδρασης μεταξύ θεωρίας και πράξης, καθώς και για την απαιτούμενη ομογενοποίηση της συνειδητοποίησης όσον αφορά την ανάγκη για συστημική αλλαγή.     

Ένα μάθημα, όμως, το οποίο μας δίδαξε η Ιστορία είναι ότι η βασική αιτία αποτυχίας των προηγούμενων, επαναστατικών ή ρεφορμιστικών, προσπαθειών με στόχο τη συστημική αλλαγή ήταν ακριβώς η σημαντική ανομοιογένεια στο επίπεδο συνειδητοποίησης, ή με άλλα λόγια, το γεγονός ότι όλες οι προηγούμενες επαναστάσεις έλαβαν χώρα σε ένα περιβάλλον όπου μόνο μία μειοψηφία του πληθυσμού είχε έλθει σε ρήξη με το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα. Πράγμα που έδωσε τη χρυσή ευκαιρία στις διάφορες ελίτ να στρέψουν το ένα τμήμα του λαού ενάντια στο άλλο (όπως για παράδειγμα στη Χιλή), ή οδήγησε στην ανάπτυξη αυταρχικών δομών για την προστασία της επανάστασης (για παράδειγμα η Γαλλική ή η Ρωσική επανάσταση), ματαιώνοντας κάθε προσπάθεια για τη δημιουργία των δομών ισοκατανομής της δύναμης/εξουσίας. Ωστόσο, για να επιτύχει πραγματικά  μία επανάσταση απαιτείται ρήξη με το παρελθόν τόσο στο υποκειμενικό επίπεδο συνειδητοποίησης, όσο και στο θεσμικό επίπεδο. Όμως, όταν γινόταν στο παρελθόν μία επανάσταση «από τα πάνω» είχε μεν πολλές πιθανότητες να πετύχει τον πρώτο της στόχο, την κατάλυση, δηλαδή, της κρατικής εξουσίας και την εγκατάσταση της δικής της, αλλά, ακριβώς, επειδή ήταν μία επανάσταση από τα πάνω, με τις δικές της ιεραρχικές δομές κ.λ.π., δεν είχε καμία δυνατότητα να αλλάξει το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα παρά μόνο τυπικά, δηλαδή στο επίπεδο της επίσημης (υποχρεωτικής) ιδεολογίας. Από την άλλη πλευρά, μολονότι η επανάσταση από τα κάτω ήταν πάντοτε η σωστή προσέγγιση για τη δημοκρατική μεταστροφή των ανθρώπων προς ένα νέο κοινωνικό παράδειγμα, υπέφερε πάντα, στο παρελθόν, από το γεγονός ότι η ανομοιογενής ανάπτυξη της συνειδητοποίησης μεταξύ του πληθυσμού δεν επέτρεπε στους επαναστάτες να πετύχουν έστω και τον πρωταρχικό τους στόχο, αυτόν της κατάλυσης της κρατικής εξουσίας. Επομένως, το μεγαλύτερο πρόβλημα με τη συστημική αλλαγή ήταν πάντα το πώς θα μπορούσε να επέλθει από τα κάτω, από την πλειοψηφία, όμως, του πληθυσμού, έτσι ώστε να κάνει δυνατή μία δημοκρατική κατάλυση των δομών εξουσίας. Η στρατηγική της ΠΔ προσδοκά  να προσφέρει μία λύση σε αυτό ακριβώς το πρόβλημα.         

Έτσι, από τη στιγμή που οι θεσμοί της Περιεκτικής Δημοκρατίας αρχίσουν να εγκαθίστανται και οι άνθρωποι για πρώτη φορά στη ζωή τους αρχίσουν και αποκτούν πραγματική δύναμη στον καθορισμό της μοίρας τους, τότε η σταδιακή διάβρωση του κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος και του σημερινού θεσμικού πλαισίου θα έχει τεθεί σε κίνηση. Θα έχει δημιουργηθεί μία νέα λαϊκή βάση. Ο ένας δήμος μετά τον άλλο, η μια πόλη μετά την άλλη και η μια περιφέρεια μετά την άλλη θα αποσπούνται ουσιαστικά από τον  έλεγχο της οικονομίας της αγοράς και τις κρατικίστικες μορφές οργάνωσης (εθνικές και υπερεθνικές), αντικαθιστώντας τις πολιτικές και οικονομικές τους δομές με τις συνομοσπονδίες των δήμων. Ένα εναλλακτικό κοινωνικό παράδειγμα θα γίνει ηγεμονικό και η ρήξη στη διαδικασία κοινωνικοποίησης –η προϋπόθεση για την αλλαγή της κοινωνικής θέσμισης- θα ακολουθήσει. Μια εναλλακτική ‘εξουσία’ σε ένταση με τις κρατικιστικές μορφές οργάνωσης θα έχει δημιουργηθεί που τελικά μπορεί να οδηγήσει ή να μην οδηγήσει σε σύγκρουση με τις άρχουσες ελίτ, ανάλογα με τον συσχετισμό δυνάμεων που θα έχει διαμορφωθεί μέχρι τότε. Είναι φανερό ότι, όσο μεγαλύτερη είναι η επιρροή των νέων θεσμών στους πολίτες, τόσο μικρότερη είναι η πιθανότητα οι άρχουσες ελίτ να προσφύγουν στη βία για να αποκαταστήσουν την εξουσία του κράτους και τους θεσμούς της οικονομίας της αγοράς, πάνω στα οποία στηρίζεται η εξουσία τους. 

Συμπερασματικά, είναι φανερό ότι μιλάμε για τη δημιουργία ενός κινήματος νέου τύπου. Τόσο οι νέες ταξικές διαρθρώσεις που δημιουργήθηκαν σήμερα και ανάφερα πριν, όσο και το ίδιο το τέλος των κλασικών αντισυστημικών κινημάτων επιβάλλουν ένα παρόμοιο νέο κίνημα. Το ζήτημα δεν είναι πλέον να αμφισβητούμε τη μία ή την άλλη μορφή εξουσίας, αλλά να αμφισβητήσουμε την ίδια την εξουσία, με την έννοια της ανισοκατανομής της που συνιστά τη βάση της ετερονομίας. Αντίθετα, με τα «παραδοσιακά» αντισυστημικά κινήματα, τα οποία αμφισβητούσαν την ανισοκατανομή της οικονομικής εξουσίας (πχ το κρατικιστικο-σοσιαλιστικό κίνημα), η της πολιτικής εξουσίας (ελευθεριακό σοσιαλιστικό κίνημα), ή της κοινωνικής εξουσίας (φεμινιστές κ.λ.π.) ως τη βάση όλων των άλλων μορφών εξουσίας, το θέμα είναι  να αμφισβητηθεί η ανισοκατανομή κάθε μορφής εξουσίας, ή με άλλα λόγια, οι ίδιες οι εξουσιαστικές σχέσεις και  δομές.  Στόχος μας είναι με άλλα λόγια ν’ αναπτυχθεί ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες που ανήκουν στο απελευθερωτικό υποκείμενο μία κοινή συνειδητοποίηση γύρω από τις αξίες και τους θεσμούς που δημιουργούν και αναπαράγουν δομές ανισοκατανομής της δύναμης, ώστε να ενωθούν ενάντια όχι απλώς στις κυρίαρχες κοινωνικές τάξεις και ομάδες, όπως συνέβη στις επαναστάσεις του παρελθόντος, αλλά σε κάθε ιεραρχικό θεσμικό πλαίσιο που γεννά εξουσιαστικές σχέσεις και δομές.

Τελειώνοντας, θα ήθελα να τονίσω ότι κανένας δεν θα πρέπει να τρέφει ψευδαισθήσεις ότι η εγκαθίδρυση της δημοκρατίας θα είναι μία ταχεία διαδικασία, ή ότι η υλοποίηση ενός προγράμματος μεταβατικής στρατηγικής δεν θα αντιμετωπίσει τον πόλεμο των ελίτ που ελέγχουν την κρατική μηχανή και την οικονομία της αγοράς. Η διαδικασία αυτή, θα είναι αναγκαστικά μακρόχρονη, θα εκτείνεται σε μία ολόκληρη ιστορική περίοδο και θα εμπλέκει ένα τεράστιο λαϊκό κίνημα. Ωστόσο, χωρίς να υποτιμώ τις δυσκολίες που εμπεριέχονται στο πλαίσιο των σημερινών τελειοποιημένων μεθόδων ελέγχου της σκέψης και οικονομικής βίας, οι οποίες, στην πράξη, μπορεί να αποδειχτούν περισσότερο αποδοτικές μέθοδοι για την καταστολή ενός κινήματος για μία περιεκτική δημοκρατία από την καθαρή κρατική βία, νομίζω ότι το προτεινόμενο πρόταγμα και  στρατηγική είναι ρεαλιστικά στην πορεία για μία νέα κοινωνία  και οπωσδήποτε πολύ πιο ρεαλιστικά από τις δήθεν ρεαλιστικές προσπάθειες για αλλαγή της ρεφορμιστικής Αριστεράς, καθώς και τις αναχρονιστικές στρατηγικές της παραδοσιακής αντισυστημικής Αριστεράς.