(Ομιλία Τάκη Φωτόπουλου σε Θεσσαλονίκη, Μάης 2006)


Η κρίση του συστήματος και το δίλημμα επανάσταση ή μεταρρύθμιση
 

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Θα προσπαθήσω απόψε που έχω τη χαρά να βρίσκομαι πάλι στη Θεσσαλονίκη να θέσω μερικά κρίσιμα κατά τη γνώμη μου ερωτήματα της εποχής μας στα οποία θα αποπειραθώ να δώσω μια απάντηση . Το πρώτο ερώτημα είναι:

 

1. Βρισκόμαστε σε μια βαθιά κρίση και αν ναι γιατί διαφέρει από κάθε προηγούμενη;

Σήμερα όλοι μιλάνε για κρίση, ακόμη και οι νεοφιλελεύθεροι και σοσιαλφιλελεύθεροι, ο καθένας βέβαια για διαφορετικούς λόγους. Το θέμα επομένως δεν είναι αν υπάρχει κρίση αλλά εάν είναι συστημική και αν υπάρχει περίπτωση να ξεπεραστεί μέσα στο σύστημα. 

Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κρίσης, η οποία είναι χρόνια μόνο όσον αφορά την οικονομική και κοινωνική της διάσταση που χρονολογείται από τις αρχές του 19ου αιώνα, όταν αναδύθηκε το σύστημα της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, είναι τα εξής: 

  • Πολυδιάστατη κρίση. Η σημερινή είναι μια κρίση που εκτείνεται σε όλο το κοινωνικό φάσμα και πέρα από αυτό στις σχέσεις κοινωνίας και φύσης. Έτσι είναι κρίση η οποία αφορά όχι μόνο τις σχέσεις στο οικονομικό και το κοινωνικό επίπεδο, όπως συνήθως οι κρίσεις στις οποίες αναφερόταν η Αριστερά ιδιαίτερα η Μαρξιστική, αλλά και στο πολιτικό και το πολιτιστικό επίπεδο και πολύ περισσότερο στο οικολογικό.

  • Παγκοσμιοποιημενη κρίση. Το δεύτερο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτής της κρίσης είναι η καθολικότητα της. Αφορά όχι μόνο μια χώρα, ή έστω τα μητροπολιτικά κέντρα, αλλά ολόκληρο σχεδόν τον πλανήτη στον οποίο σήμερα έχει εξαπλωθεί το σύστημα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και το πολιτικό του συμπλήρωμα η αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Με αυτή την έννοια, η κρίση θέτει σε αμφισβήτηση κάθε δομή αλλά και κάθε αξία –ιδιαίτερα την αξία της Προόδου που είχε καθιερώσει ο Διαφωτισμός με βάση την οποία δικαιολογήθηκε η οικονομία ανάπτυξης, στην οποία οδήγησε η δυναμική της οικονομίας της αγοράς.

Η απώτερη αιτία της κρίσης 

Κατά τη γνώμη μου, η κρίση αυτή είναι καθαρά συστημική και μπορεί ν αποδοθεί άμεσα στους ίδιους τους θεσμούς της νεωτερικότητας, οι οποίοι σήμερα έχουν παγκοσμιοποιηθεί. Μπορεί δηλαδή να δειχτεί ότι η απώτερη αιτία της κρίσης είναι η σημερινή συγκέντρωση δύναμης σε όλα τα επίπεδα, η οποία ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της δυναμικής της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας[1]. Αν πάρουμε μια-μια τις συνιστώσες αυτής της κρίσης θα δούμε ότι όλες μπορούν ν αποδοθούν στη συγκέντρωση εξουσίας/δύναμης. 

Αν πάρουμε την οικονομική διάσταση πρώτα, μπορεί εύκολα να δειχτεί θεωρητικά αλλά και στατιστικά ότι η δυναμική της οικονομίας της αγοράς οδηγεί σε μια ιστορική και συνεχώς διογκούμενη συγκέντρωση εισοδήματος και πλούτου αλλά και γενικότερα οικονομικής δύναμης στα χέρια των οικονομικών ελίτ που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς. Η συγκέντρωση αυτή αφορά τόσο τον Βορρά σε σχέση με τον Νότο όσο και τις ταξικές σχέσεις στο εσωτερικό κάθε χώρας. Παρά τις στατιστικές απάτες των διεθνών οργανισμών που διευθύνονται από τις ελίτ για την δήθεν μείωση της φτώχειας (παιχνίδι στο οποίοι τώρα μπήκε και η ψευτο-κομμουνιστική Κινεζική ελίτ) ακόμα και αυτοί αναγκάζονται να παραδεχτούν ότι το άνοιγμα μεταξύ Βορρά και Νότου αλλά και μεταξύ ελίτ και προνομιούχων στρωμάτων σε σχέση με τα υπόλοιπα κοινωνικά στρώματα διευρύνεται διαρκώς. Ιδιαίτερα , στη σημερινή διεθνοποιημένη μορφή της οικονομίας της αγοράς, η συγκέντρωση έχει φτάσει σε πρωτόγνωρα μεγέθη, σαν συνέπεια της ουσιαστικής κατάργησης του κρατισμού (δηλ. τον ενεργό κρατικό ρόλο στον καθορισμό του μεγέθους οικονομικής δραστηριότητας και το κράτος πρόνοιας) που χαρακτήρισε την περίοδο από τα μέσα της προπολεμικής περιόδου μέχρι περίπου τα μέσα της δεκαετίας του ’70. Η διαδικασία ανοίγματος και απελευθέρωσης των αγορών που επέβαλε η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς, σε συνδυασμό με την ουσιαστική κατάργηση του κρατισμού και την παράλληλη επανάσταση της πληροφορικής οδήγησαν στη μαζική ανεργία που ακολουθήθηκε από τη σημερινή περίοδο μαζικής χαμηλόμισθης απασχόλησης αλλά και επέκτασης της μερικής απασχόλησης. Το αποτέλεσμα ήταν η σημερινή εργασιακή ανασφάλεια που έχει επεκταθεί σε όλα τα κοινωνικά στρώματα.

Στην Αμερική, για παράδειγμα, μεταξύ 1979 και 1995 χάθηκαν πάνω από 43 εκ δουλειές και μόνο 35% από αυτούς που απολύθηκαν ξαναβρήκαν δουλειές με παρόμοιες συνθήκες και μισθό όπως η προηγούμενη δουλειά τους, ενώ τις δεκαετίες του 60 και του 70 η συντριπτική πλειοψηφία των νέων εργασιών ήταν σε παρόμοιες συνθήκες όπως η προηγούμενη. Το αποτέλεσμα είναι ότι σήμερα στην Αμερική, αλλά και παντού, υπάρχει η χειρότερη εργασιακή ανασφάλεια από τη Μεγάλη Κρίση του 1929.[2] Η ίδια εμπειρία επαναλαμβάνεται παντού, ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση του Γερμανικού μοντέλου της κοινωνικής αγοράς και τον σκληρό ανταγωνισμό μεταξύ ΕΕ, NAFTA και Άπω Ανατολής. Η Βρετανία του σοσιαλ-φιλελευθέρου Μπλερ καυχάται για την σχεδόν εξαφάνιση της ανεργίας που δείχνουν τα στατιστικά στοιχεία ενώ, όπως παρατηρεί σχετική έρευνα,[3] «αυτό που δημιουργεί η ελαστικότητα εργασίας είναι χαμηλής ποιότητας δουλειές , ίσως ένα νέο είδος υποαπασχόλησης….η Βρετανία δεν λύνει το πρόβλημα της ανεργίας αλλά δημιουργεί ένα νέο πρόβλημα: το πρόβλημα της χαμηλής ποιότητας απασχόλησης». 

Στη πραγματικότητα, όμως, το κρίσιμο στοιχείο της οικονομικής κρίσης που δημιουργεί η συνεχής συγκέντρωση δεν είναι απλώς η ανεργία, η εργασιακή ανασφάλεια, η ουσιαστική κατάργηση του κράτους πρόνοια κλπ. Το κρίσιμο στοιχείο της είναι η εγγενής αδυναμία του συστήματος να αναπαράγει στην Νότο μια καταναλωτική κοινωνία αντίστοιχη με αυτή που έχει δημιουργηθεί στον Βορρά. Και είναι το κρίσιμο στοιχείο, διότι η οικονομία ανάπτυξης στηρίζεται στον μύθο ότι όλοι θα έχουμε τελικά το καταναλωτικό επίπεδο της Δύσης, ή κάτι παρόμοιο. Με βάση τις εκτιμήσεις για τον παγκόσμιο πληθυσμό του 2015 (7 δις),[4] για να έχουν όλοι οι κάτοικοι του πλανήτη τα καταναλωτικά πρότυπα της δύσης, η παγκόσμια παραγωγή ενέργειας θα πρέπει να τετραπλασιαστεί (η αντίστοιχα εξαπλασιαστεί για να έχουν όλοι τα αμερικανικό καταναλωτικό στάνταρ)![5] Παρόμοια, έρευνα του Ted Trainer[6] έδειξε ότι αν στόχος μας ήταν μέχρι το 2070 τα 10 δις πληθυσμού που υπολογίζονται να είναι οι κάτοικοι της γης να έχουν τα δυτικά καταναλωτικά στάνταρ, τότε, μέχρι περίπου το 2040 όλες οι μη ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα έχουν εξαντληθεί. Σημειωτέο ότι τώρα σχεδόν κανένας, εκτός από κάποιους ενθουσιώδεις οικολόγους, δεν πιστεύει πια ότι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μπορούν να καλύψουν το άνοιγμα. Όλα αυτά σημαίνουν ότι δεν υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα όλοι να αποκτήσουν τα καταναλωτικά στάνταρ της δύσης.

Οι συνέπειες των τάσεων αυτών ήδη άρχισαν να διαφαίνονται σήμερα όταν εκατομμύρια Κινέζοι, Ινδοί κλπ δουλεύουν σε συνθήκες σύγχρονης δουλείας για να επιτύχουν το καταναλωτικό όνειρο και όσοι δεν βρίσκουν δουλειές στα νέα σκλαβοπάζαρα που στήνουν οι ίδιες δυτικές πολυεθνικές στις χώρες τους στοιβάζονται σε σαπιοκάραβα η ακόμη και μέσα σε ψυγεία κλπ για να μεταναστεύσουν παράνομα στον δυτικό παράδεισο. Όμως, η εγγενής αδυναμία του Βορρά να δημιουργήσει αυτοδύναμες καταναλωτικές κοινωνίες στο Νότο είναι άμεση συνέπεια του γεγονότος ότι η συγκέντρωση οικονομικής δύναμης και η παράλληλη διόγκωση της ανισότητας σε όλο τον κόσμο δεν είναι απλώς συνέπεια αλλά και ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ για την σημερινή αναπαραγωγή της οικονομίας ανάπτυξης. Με άλλα λόγια, δεν είναι δυνατή σήμερα η σημαντική βελτίωση του καταναλωτικού επιπέδου των χαμηλόμισθων στρωμάτων στον Βορρά και τον Νότο, ακριβώς εξαιτίας της παράλληλης συγκέντρωσης του εισοδήματος και πλούτου στα προνομιούχα στρώματα που επιφέρει η δυναμική της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς.

Αν συνεχίσουμε με την οικολογική διάσταση, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η οικολογική κρίση που χειροτερεύει καθημερινά αποτελεί κρίσιμη διάσταση της πολυδιάστατης κρίσης. Επιπρόσθετα, λίγοι αμφισβητούν, εκτός αν είναι στην υπηρεσία του συστήματος, την άμεση σχέση μεταξύ της οικολογικής κρίσης και της οικονομίας ανάπτυξης, δηλαδή του συστήματος οικονομικής οργάνωσης που έχει βασικό οικονομικό στόχο –είτε αντικειμενικό, με βάση τη δυναμική του, όπως στην οικονομία της αγοράς, είτε συνειδητό όπως στον τ. «υπαρκτό» σοσιαλισμό-- την μεγιστοποίηση της οικονομικής ανάπτυξης. Και δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι στη διάρκεια της ζωής της οικονομίας ανάπτυξης και στις δύο εκδοχές της έγινε σωρευτικά πολύ μεγαλύτερη ζημιά στο περιβάλλον από ό,τι συνολικά σε όλη την προηγούμενη Ιστορία. Με άλλα λόγια, η οικολογική κρίση δεν οφείλεται βασικά στο σύστημα οξιών που επικρατεί σήμερα ή στη τεχνολογία, όπως ισχυρίζονται οι ρεφορμιστές οικολόγοι, αλλά στο ίδιο το οικονομικό και κοινωνικό σύστημα που καθιερώθηκε με την οικονομία της αγοράς και τις συνακόλουθες αξίες που καθιέρωσε σε αυτό, με κυρίαρχη την εργαλειακή αντίληψη της Φύσης, δηλαδή την θεώρηση της Φύσης ως εργαλείου για την ανάπτυξη, και βέβαια τις τεχνολογίες που το ίδιο σύστημα επέβαλλε για την ικανοποίηση του στόχου της μέγιστης ανάπτυξης και σε τελική ανάλυση της μέγιστης συγκέντρωσης οικονομικής δύναμης.

Αν πάρουμε για παράδειγμα το φαινόμενο του θερμοκηπίου που αναγνωρίζεται σήμερα ως το κύριο σύμπτωμα της οικολογικής κρίσης, μπορούμε εύκολα να δούμε γιατί η απώτερη αιτία για την οικολογική κρίση, όπως και για κάθε άλλη όψη της πολυδιάστατης κρίσης, είναι η συγκέντρωση δύναμης. Έτσι, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Διεθνούς Τράπεζας, σήμερα, το φτωχότερο 37% του παγκόσμιου πληθυσμού ευθύνεται μόνο για το 7% των εκπομπών θερμοκηπίου ενώ το 15% του παγκόσμιου πληθυσμού που ζει στις πλούσιες χώρες είναι υπεύθυνο για πάνω από το μισό αυτών των εκπομπών.[7] Αντίστοιχα, η κατά κεφαλή χρήση ενέργειας στις πλούσιες χώρες είναι σήμερα δεκαπλάσια από ό,τι στις φτωχές χώρες![8] Τέλος, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις της Διακυβερνητικής Επιτροπής του ΟΗΕ για το περιβάλλον, οι καταστροφικές κλιματικές συνέπειες του θερμοκηπίου θα είναι ακόμη χειρότερες από τις προβλεφθείσες στη Πρώτη Έκθεση της το 2001[9], εφόσον η θερμοκρασία του πλανήτη φαίνεται ότι ανεβαίνει ακόμη περισσότερο από την προβλεφθείσες πριν.[10] Μάλιστα μόλις πριν ένα μήνα ο καθηγητής David King, επί κεφαλής των επιστημονικών συμβούλων της Βρετανικής κυβέρνησης, υπολόγισε ότι ο κόσμος αντιμετωπίζει μια αύξηση της θερμοκρασίας ψηλότερη από 3 βαθμούς Κέλσιου στη διάρκεια του παρόντος αιώνα ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΑΝ ΕΠΙΤΕΥΧΘΕΙ ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΠΟΜΠΩΝ ΤΟΥ ΘΕΡΜΟΚΗΠΙΟΥ (η οποία υποτιθετο θα σταθεροποιούσε το κλίμα σε μια αύξηση όχι μεγαλύτερη των 2 βαθμών)[11]. Σύμφωνα όμως με την ίδια Έκθεση, κάτι τέτοιο θα έβαζε πάνω από 400 εκ ανθρώπους σε κίνδυνο λιμοκτονίας εξαιτίας της δραστικής μείωσης στη παραγωγή δημητριακών.

Δεν είναι δύσκολο να δειχτεί ότι η αιτία του θερμοκηπίου είναι το ίδιο το πρότυπο ζωής που συνεπάγεται η οικονομία ανάπτυξης, η οποία καθορίζεται από τη δυναμική της οικονομίας της αγοράς και κυρίως:

  • Τη συγκέντρωση εισοδήματος και πλούτου μεταξύ χωρών αλλά και στο εσωτερικό τους,

  • Τη συνακόλουθη αστική συγκέντρωση,

  • Τη κουλτούρα του αυτοκίνητου κλπ 

Παρόμοιο παράδειγμα αποτελεί η βιομηχανική γεωργία, η οποία είναι καθαρά το σύμπτωμα εντατικής καλλιέργειας, σαν τμήμα της ίδιας διαδικασίας οικονομικής ανάπτυξης. Η βιομηχανική γεωργία δεν οδήγησε μόνο στην εξαφάνιση του μικροκαλλιεργητου και την ερήμωση της υπαίθρου αλλά και στην εξάπλωση ασθενειών που απειλούν το ίδιο το ανθρώπινο γένος, όπως αυτή των τρελών αγελάδων και τώρα η γρίπη των πουλερικών η οποία, σύμφωνα με αξιόπιστες έρευνες, επίσης οφείλεται στη βιομηχανοποίηση της αλυσίδας διατροφής όσον αγορά τα κοτόπουλα.[12]

Όλα αυτά σημαίνουν ότι το ξεπέρασμα της οικολογικής κρίσης όπως και αυτό της οικονομικής κρίσης δεν είναι απλώς θέμα αλλαγής πολιτικών ή αξιών αλλά θέμα αλλαγής του ίδιου του συστήματος της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Η οικονομική κρίση δεν ξεπερνιέται χωρίς την κατάργηση της οικονομίας της αγοράς που οδηγεί στη συνεχή ανάπτυξη και παραπέρα συγκέντρωση οικονομικής δύναμης . Αντίστοιχα η οικολογική κρίση δεν ξεπερνιέται χωρίς αλλαγή του ίδιου του τρόπου ζωής, πράγμα που προϋποθέτει μια ριζική αποκέντρωση στη παραγωγή, κατανάλωση και διανομή, η οποία είναι αδύνατη στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς, ακόμη και αν γίνουν τεχνολογικές αλλαγές και αλλαγές αξιών. 

Είναι λοιπόν φανερό ότι το δίλημμα που αντιμετωπίζουμε σήμερα είναι είτε ν ακολουθήσουμε τις επιλογές των ρεφορμιστών οικολόγων και της ρεφορμιστικής Αριστεράς γενικότερα για ‘βιώσιμη’ ανάπτυξη, δηλαδή για μια διαδικασία πρασινίσματος του καπιταλισμού, κάτω από την πίεση ΜΚΟ, Πράσινων οργανώσεων κλπ, ή αντίθετα να παλέψουμε για μια οικολογική δημοκρατία σαν τμήμα μιας Περιεκτικής Δημοκρατίας. Η δεύτερη αντίληψη, αποδίδοντας τις αιτίες της οικολογικής κρίσης στη συγκέντρωση δύναμης και την εργαλειακή αντίληψη τής Φύσης που συνεπάγεται η οικονομία της αγοράς, βλέπει διέξοδο από την κρίση μόνο μέσα σε μια κοινωνία ισοκατανομής οικονομικής και πολιτικής δύναμης και ριζικής αποκέντρωσης-- πράγμα που προϋποθέτει συστημικη αλλαγή και όχι απλά τεχνολογικές αλλαγές ή αλλαγές στις αξίες. 

Αν πάμε τώρα στην πολιτική διάσταση της κρίσης, μπορούμε να τη δούμε και αυτή σαν αποτέλεσμα της δυναμικής της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, του πολιτικού συμπληρώματος της οικονομίας της αγοράς, που αναδύθηκε το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα, όταν οι Θεμελιωτές Πατέρες του Αμερικανικού Συντάγματος κυριολεκτικά ανακάλυψαν την αντιπροσωπευτική δημοκρατία –μια ιδέα που δεν είχε ιστορικό προηγούμενο εφόσον μέχρι τότε η δημοκρατία είχε την κλασική έννοια της κυριαρχίας του δήμου, με την έννοια της άμεσης άσκησης της εξουσίας από όλους τους πολίτες. 

Έτσι, η συγκέντρωση πολιτικής δύναμης στη διάρκεια της φιλελεύθερης νεωτερικότητας στα χέρια των κοινοβουλευτικών εκπροσώπων, οδήγησε σε ακόμη μεγαλύτερη συγκέντρωση στα χέρια των κυβερνήσεων και των ηγεσιών των μαζικών κομμάτων στη κρατικιστική νεωτερικότητα, σε βάρος των κοινοβουλίων. Στη σημερινή νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα, το σωρευτικό αποτέλεσμα της δυναμικής της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας είναι η μετατροπή της πολιτικής σε τέχνη του κυβερνάν,[13] με τις think tanks να σχεδιάζουν πολιτικές καθώς και την εφαρμογή τους. Μια μικρή κλίκα γύρω από τον πρωθυπουργό η τον Πρόεδρο συγκεντρώνει όλη την πολιτική δύναμη στα χέρια της, ιδιαίτερα στις μεγάλες οικονομίες της αγοράς που αποτελούν σημαντικά τμήματα της υπερεθνικής ελίτ. 

Παράλληλα, η συνεχής μείωση της οικονομικής κυριαρχίας του κράτους στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς συνοδεύεται από την παράλληλη μετατροπή του δημόσιου χώρου σε απλή διαχείριση (βλ πχ τη διαμόρφωση της οικονομικής πολιτικής από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα). Μια κρίση της πολιτικής που ιδιαίτερα ανησυχεί τις ελίτ έχει αναπτυχθεί, η οποία υπονομεύει τα θεμέλια της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και εκφράζεται με συμπτώματα που θέτουν σε αμφισβήτηση βασικούς θεσμούς της όπως τα κόμματα, οι εκλογικές διαμάχες κλπ. Τέτοια συμπτώματα είναι τα πελώρια και αυξανόμενα ποσοστά αποχής στον αγγλοσαξονικό χώρο, η συρρίκνωση των μελών των κομμάτων, η προσέλκυση στην πολιτική (με την έννοια της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας) βασικά μωροφιλόδοξων αρχολίπαρων που την βλέπουν σαν επάγγελμα για την ικανοποίηση των φιλοδοξιών τους αλλά και σαν οικονομικά ιδιαίτερα προσοδοφόρο επάγγελμα, τα συνεχή σκάνδαλα διαφθοράς που βγαίνουν στη φόρα κλπ. 

Στο πλαίσιο της σημερινής νεοφιλελεύθερης συναίνεσης, οι παλιές ιδεολογικές διαφορές μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς έχουν εξαφανιστεί και οι εκλογές έχουν γίνει πολυδάπανα καλλιστεία μεταξύ χαρισματικών ηγετών που οργανώνουν οι επιχειρήσεις δημόσιων σχέσεων, όπου κερδίζει όποιος έχει τη καλύτερη χρηματοδότηση από τις οικονομικές ελίτ, οι οποίες συνήθως ελέγχουν και τα ΜΜΕ. Το γεγονός ότι σε χώρες στον Ευρωπαϊκό Νότο υπάρχει ακόμη κάποια αντίσταση στην πλήρη ενσωμάτωση τους στη καπιταλιστική νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση οφείλεται στις σοσιαλιστικές παραδόσεις των λαών αυτών. Όμως, οι σχετικοί αγώνες δεν παύουν να είναι απλώς αμυντικοί αγώνες και είναι θέμα χρόνου να σβήσουν τελικά εάν δεν μετατραπούν σε αντισυστημικούς αγώνες, με βάση ένα μαζικό αντισυστημικό κίνημα. Όπως πρόσφατα έθεσε το θέμα το Γερμανικό Ινστιτούτο IFA "το Ευρωπαϊκό κράτος πρόνοιας …δεν θα επιβιώσει της παγκοσμιοποίησης. Μπορεί να χρειαστούν μια η δυο δεκαετίες για να το αντιληφθούν οι πολιτικοί αλλά στο τέλος θα το αντιληφθούν. Δεν υπάρχει τρόπος να αντιστραφεί η πλημμυρίδα της Ιστορίας”.[14] 

Εντούτοις, η αδιαφορία μεγάλων κοινωνικών στρωμάτων γι αυτό που περνά για πολιτική σήμερα δεν οφείλεται σε γενικότερη αδιαφορία για τα κοινά. Έτσι τα χαμηλά συνήθως εισοδηματικά στρώματα που δεν βλέπουν καμία σημαντική διαφορά στη ζωή τους είτε εκλέγονται οι νεοφιλελεύθεροι της κεντροδεξιάς είτε οι σοσιαλφιλελεύθεροι της κέντρο-αριστεράς, συνήθως μεν απέχουν από τα εκλογικά πανηγύρια αλλά μετέχουν όμως σύσσωμοι στις σποραδικές αυθόρμητες εξεγέρσεις, όπως πέρυσι τον Νοέμβρη στα προάστια του Παρισιού ή σε διάφορες χώρες της Λατινικής Αμερικής, της Ασίας κλπ. Αντίστοιχα πολλοί νέοι μπορεί να μην μετέχουν στα κόμματα αλλά μετέχουν σε μαζικές και κάποτε βίαιες διαδηλώσεις όπως αυτές των φοιτητών και σπουδαστών στο Παρίσι και πριν σε συνόδους κορυφής της υπερεθνικής ελίτ. 

Όλα αυτά δείχνουν ότι η απάθεια αφορά στη πραγματικότητα αυτό που περνά για πολιτική σήμερα, όπου μια ελίτ επαγγελματιών της πολιτικής παίρνει αποφάσεις για λογαριασμό των πολιτών και όχι την Πολιτική με τη κλασική έννοια της αυτοκυβέρνησης. Με άλλα λόγια, αυτό που έχει οδηγήσει πολύ κόσμο μακριά από ότι περνά για πολιτική σήμερα είναι η αυξανόμενη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι η συγκέντρωση πολιτικής δύναμης στα χέρια των επαγγελματιών της πολιτικής και των διάφορων ειδικών, σαν συνέπεια της δυναμικής της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, είναι μια διαδικασία στην οποία ο ίδιος ο πολίτης παίζει εντελώς διακοσμητικό ρόλο. 

Όσον αφορά την κοινωνική διάσταση της κρίσης, η οικονομία της αγοράς έχει ήδη, όπως ανάφερα πριν, οδηγήσει σε μια οικονομία ανάπτυξης, τα κύρια χαρακτηριστικά της οποίας είναι ο καταναλωτισμός, η ιδιώτευση, η αλλοτρίωση και η συνακόλουθη αποσύνθεση των κοινωνικών δεσμών. Έτσι η οικονομία της αγοράς έχει οδηγήσει σε μια κοινωνία της ανάπτυξης που αναπόφευκτα οδηγεί σε μια ‘μη κοινωνία’, δηλαδή στην υποκατάσταση των ατομικοποιημέων οικογενειών στη θέση της κοινωνίας—ένα κρίσιμο βήμα προς την βαρβαρότητα. Η κοινωνική κρίση έχει επιδεινωθεί από την επέκταση της οικονομίας της αγοράς σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, στο πλαίσιο της σημερινής διεθνοποιημένης μορφής της και είναι εντονότερη όσο περισσότερο έχει προχωρήσει η αγοραιοποίιηση της κοινωνίας. Συμπτώματα της κοινωνικής κρίσης είναι η έκρηξη της εγκληματικότητας και της κατάχρησης ναρκωτικών που ήδη οδηγεί τη μια χώρα μετά την άλλη να εγκαταλείπει σιωπηρά αυτό που ονόμαζαν πόλεμο κατά των ναρκωτικών.[15]

Στη Βρετανία, για παράδειγμα, χρειάστηκαν 30 χρόνια για να διπλασιαστεί το ποσοστό εγκληματικότητας και μόλις 10 χρόνια, τη δεκαετία του 80, για να ξαναδιπλασιαστεί και να συνεχίσει τη δραματική αύξηση της (από 1 εκ κρούσματα το 1950 σε 6 εκ σήμερα.)[16] Αντίστοιχα στις ΗΠΑ χρειάστηκαν 200 χρόνια για ν αυξηθεί ο πληθυσμός των φυλακών της σε 1 εκ, αλλά μόνο τα τελευταία 10 χρόνια για να διπλασιαστεί.[17] Παράλληλα η ανασφάλεια των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων έχει την αντανάκλαση της στην ανασφάλεια των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων που οχυρώνονται σε γκέτο πλουσίων για να επιβιώσουν την αγωνία τους από την ανασφάλεια. 

Τέλος, η κρίση επεκτείνεται και στο πολιτιστικό επίπεδο, όπου σήμερα υπάρχει μία εντατική διαδικασία πολιτιστικής ομογενοποίησης, με τις πόλεις να γίνονται κάθε μέρα και πιο ομοιόμορφες, τους ανθρώπους ν ακούνε παντού την ίδια μουσική, να βλέπουν τις ίδιες σαπουνόπερες κάθε βράδυ, να καταναλώνουν τα ίδια καταναλωτικά προϊόντα κλπ και τα Αγγλικά να επιβάλλονται ως η διεθνής γλώσσα συχνά, όπως στην Ελλάδα, νοθεύοντας και την ντόπια γλώσσα με μύριους τρόπους. Το άνοιγμα και η απελευθέρωση των αγορών της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης έχει εντείνει την όλη διαδικασία εμπορικοποιησης της κουλτούρας και οι πολίτες έχουν μεταβληθεί σε καταναλωτές μιας μαζικής κουλτούρας που παράγεται στα αναπτυγμένα καπιταλιστικά κέντρα και κυρίως την Αμερική (βλ κυριαρχία των Χολιγουντιανών υποπροϊόντων της κουλτούρας που έχει ουσιαστικά αποδιαρθρώσει την Ευρωπαϊκή βιομηχανία κινηματογράφου). Η ανάδυση ενός πολιτιστικού εθνικισμού σε πολλά μέρη του κόσμου –στην Ελλάδα εκπροσωπείται από τον Χριστόδουλο, τον Ζουράρι, το Αρδην κλπ—εκφράζει μια απεγνωσμένη προσπάθεια διατήρησης της πολιτιστικής ταυτότητας μπροστά στην επέλαση της αγοραίας ομογενοποιησης. Όμως, η αγοραιοποιηση των επικοινωνιών έχει ήδη βάλει τις προϋποθέσεις για τον υποβιβασμό της πολιτιστικής ποικιλότητας σε ένα είδος φολκλορικής διαφοροποίησης.

Αλλά, η κρίση είναι και ιδεολογική, στον χώρο των ιδεών, της έρευνας και της επιστήμης, εφόσον όχι μόνο ο αντικειμενικός ορθολογισμός αλλά και ο ίδιος ο ορθολογισμός έχει αμφισβητηθεί,[18] κάτι που φαίνεται από την άνθηση σήμερα του ανορθολογισμού σε όλες του τις μορφές, είτε με την αναβίωση θρησκειών όπως πχ στην Αμερική, την Ελλάδα, τον Αραβικό κόσμο—δηλαδή τις πιο καθυστερημένες σχετικά χώρες-- είτε με την επέκταση μιας ποικιλίας νέων ανορθολογισμών (Νέα Εποχή, μυστικισμός, αστρολογία, εναλλακτική –δεν μιλώ για την προληπτική--Ιατρική κλπ) . Η άνοδος αυτή του ανορθολογισμού,[19] σε συνδυασμό με την παράλληλη κρίση αξιοπιστίας της επιστήμης, είναι το άμεσο αποτέλεσμα της κρίσης της οικονομίας ανάπτυξης. Φυσικά, αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα δεν είναι να πετάξουμε τον ίδιο τον ορθολογισμό και να γυρίσουμε σε κάποιο Βυζαντινό Μεσαίωνα όπως προτείνουν οι διάφοροι Ελληνορθόδοξοι αλλά να κριτικάρουμε τον αντικειμενικό ορθολογισμό και ν αναπτύξουμε ένα νέο δημοκρατικό ορθολογισμό.[20]

Πέρα όμως από την ανάπτυξη του ανορθολογισμού, η ιδεολογική και πολιτιστική κρίση έχει οδηγήσει στην ανάπτυξη ενός ρεύματος άκρατου σχετικισμού και υποκειμενισμού, δήθεν για χάρη του πλουραλισμού αλλά στη πραγματικότητα για την ανάπτυξη επίθεσης εναντίον κάθε συνολικού πολιτικού προτάγματος και τη θεωρητικοποίηση του κομφορμισμού. Μιλώ φυσικά για τον μεταμοντερνισμο.[21] Έτσι, η σημερινή εποχή της νεοφιλελεύθερης νεωτερικοτητας έχει ήδη αναπτύξει το δικό της κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα[22]. Το αποτέλεσμα αυτών των τάσεων που είχαν ιδιαίτερη επίδραση όχι μόνο στα νέα κοινωνικά κινήματα αλλά ακόμη και στα παλιά αντισυσημικα κινήματα, όπως το Μαρξιστικό και το αναρχικό, είναι ότι σήμερα αντιμετωπίζουμε το τέλος των παλιού τύπου αντισυστημικων κινημάτων τα οποία για πάνω από 150 χρόνια ήταν η κύρια έκφραση του κοινωνικού αγώνα .[23]

 Ας έλθουμε τώρα στο δεύτερο ερώτημα που θα ήθελα να εξετάσω και ουσιαστικά είναι συνακόλουθο του πρώτου, δηλαδή:

 

2. Ποιές είναι οι κύριες πολιτικές προτάσεις για την έξοδο από την κρίση; 

Δεδομένου ότι όλο το πολιτικό φάσμα αναγνωρίζει την ύπαρξη κρίσης, αν και διαφέρουν βέβαια στις αιτίες και στις αντίστοιχες προτάσεις, υπάρχει ποικιλία προτάσεων για την έξοδο από αυτήν. 

Έτσι, οι φιλελεύθεροι διαφόρων αποχρώσεων προτείνουν περισσότερη φιλελευθεροποίηση των αγορών, δηλ περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις, άνοιγμα και απελευθέρωση των αγορών, περιορισμό του κράτους γενικά και του κράτους πρόνοια ειδικότερα κλπ. Δεδομένης όμως της παταγώδους αποτυχίας των πολιτικών αυτών, οι οποίες όχι μόνο δεν βελτίωσαν αλλά και επιδείνωσαν δραματικά την συστημικη κρίση, είναι φανερό ότι οι προτάσεις αυτές απλώς αποτελούν την ορθολογική οργάνωση της ανισότητας. 

Όσον αφορά την ρεφορμιστική Αριστερά, δηλ την Αριστερά που παίρνει για δεδομένο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, η πρόταση της για την έξοδο από την κρίση είναι η ενίσχυση της κοινωνίας των πολιτών (Κ.τ.Π.) δηλ των δικτύων, ΜΚΟ, συνδικάτων κλπ που είναι –υποτίθεται—αυτόνομα από το κράτος. Η τάση αυτή ασκεί σημαντική επιρροή στους σοσιαλδημοκράτες, σοσιαλφιλελευθερους, οικοσοσιαλιστες κλπ και προτείνει ειδικότερα, αντί για παραπέρα αγοραιοποιηση, κοινωνικούς έλεγχους από τα δίκτυα πάνω στην αγορά και το κράτος και, αντί για παραπέρα ιδιωτικοποιήσεις, ένα είδος πλουραλισμού της αγοράς (συνεταιρισμοί κ.λπ.), για να καταλήξουν ότι μόνο ένα δημοκρατικό κράτος μπορεί να δημιουργήσει μια κοινωνία των πολιτών.[24] 

Δεδομένου λοιπόν ότι η προσέγγιση αυτή προϋποθέτει ένα σημαντικό βαθμό κρατισμού είναι φανερό ότι είναι τόσο ουτοπική όσο και ανιστορικη. 

Είναι ουτοπική, διότι βρίσκεται σε διάσταση τόσο με το κράτος όσο και με την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Με το κράτος, διότι είναι βέβαια πολύ εύκολο γι αυτό να υποσκάψει τους θεσμούς της Κ.τ.Π.. (βλ πχ την ουσιαστική κατάργηση της δύναμης των σωματείων κάτω από τα κτυπήματα των νεοφιλελεύθερων και σοσιαλφιλελευθερων στη Βρετανία). Και είναι σε διάσταση με τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς διότι όπως είναι γνωστό υπάρχει μια αντίστροφη σχέση μεταξύ βαθμού ανταγωνιστικότητας και ανάπτυξης των θεσμών της Κ.τ.Π. (Κίνα, Αμερική κλπ). Είναι λοιπόν φανερό ότι καμία ενίσχυση της Κ.τ.Π.. δεν είναι εφικτή αν δεν είναι συμβατή με την διαδικασία διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς και τον συνακόλουθο ρόλο του κράτους. 

Ακόμη είναι ανιστορικη, διότι αγνοεί τις δομικές αλλαγές που οδήγησαν στη σημερινή νεοφιλελεύθερη συναίνεση και διεθνοποίηση, διότι δηλαδή αγνοεί ότι η τάση μείωσης των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές που σήμερα είναι καθολική δεν είναι απλά θέμα πολιτικής αλλά ότι αντανακλά θεμελιακές αλλαγές στη μορφή της οικονομίας της αγοράς. Αυτό συνεπάγεται ότι κάθε απόπειρα γι αποτελεσματικό έλεγχο της αγοράς θα βρισκόταν σε σύγκρουση με τις απαιτήσεις για την αναπαραγωγή της οικονομίας ανάπτυξης.

Είναι λοιπόν φανερό ότι η ενίσχυση των θεσμών της Κ.τ.Π.. δεν έχει καμία πιθανότητα να βάλει τέλος στην συγκέντρωση δύναμης, ή στο ξεπέρασμα της πολυδιάστατης κρίσης. Και το συμπέρασμα αυτό βγαίνει εύκολα από το γεγονός ότι ο έμμεσος στόχος των οπαδών της προσέγγισης αυτής είναι η βελτίωση της λειτουργίας των υπαρχόντων θεσμών (κράτος, κόμματα, αγορά), για να τους κάνει πιο ευαίσθητους στις πιέσεις από τα κάτω, όταν το πρόβλημα είναι οι ίδιοι οι θεσμοί και όχι απλά η κακή λειτουργία τους! Ιδιαίτερα, όταν στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία τη αγοράς, η ανάγκη ελαχιστοποίησης του κοινωνικοοικονομικού ρόλου του κράτους δεν είναι πια θέμα επιλογής γι αυτούς που ελέγχουν τη παραγωγή αλλά θέμα επιβίωσης. Τόσο στο ηπειρωτικό όσο και στο δι-ηπειρωτικό επίπεδο. Στο ηπειρωτικό, διότι το Ευρωπαϊκό κεφάλαιο έχει ν ανταγωνιστεί με μπλοκ κεφαλαίου που έχουν βάση σε χώρες που δεν είχαν ποτέ ισχυρή σοσιαλδημοκρατική παράδοση (ΗΠΑ, Άπω Ανατολή). Αλλά και στο διηπειρωτικό επίπεδο, μπορεί κανένας ν αμφισβητήσει κατά πόσο είναι δυνατό να ενισχυθούν σημαντικά οι θεσμοί της Κ.τ.Π. στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς. Δεδομένου ότι οι θεμελιακοί στόχοι της παραγωγής σε μια οικονομία της αγοράς είναι οικονομική αποτελεσματικότητα και ανάπτυξη, κάθε προσπάθεια να συμφιλιωθούν οι στόχοι αυτοί με ένα αποτελεσματικό κοινωνικό έλεγχο από τη Κ.τ.Π. είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, εφόσον η ιστορική εμπειρία από την κρατικιστική φάση της νεωτερικοτητας έχει δείξει ότι κοινωνικοί έλεγχοι και αποτελεσματικότητα της αγοράς είναι ασυμβίβαστοι στόχοι.[25] Ανάλογα συμπεράσματα μπορεί να συναχθούν από την ασυμβατότητα της ανταγωνιστικότητας με τους αποτελεσματικούς περιβαλλοντικούς ελέγχους.

Τέλος, ερχόμενοι στην αντισυστημικη αριστερά, είναι πράγματι εκπληκτικό ότι μολονότι σήμερα το επικρατούν οικονομικό σύστημα δεν μπορεί να ικανοποιήσει ούτε τις βασικές ανάγκες τουλάχιστον ενός τέταρτου, αν όχι ενός τρίτου, του παγκόσμιου πληθυσμού,[26] η διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς δεν αμφισβητείται ευρέως, ούτε καν από το ΠΚΦ και τα παρακλάδια του που απλώς αμφισβητούν τον νεοφιλελευθερισμό και όχι το ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι είναι η δυναμική του συστήματος αυτού που γέννησε τον νεοφιλελευθερισμό. Είναι λοιπόν φανερό ότι η κατάρρευση του «υπαρκτού» και η συνακόλουθη ενσωμάτωση της ρεφορμιστικής Αριστεράς στον σοσιαλφιλελευθερισμο λειτούργησε σαν ‘ειρηνοποιός’ παράγοντας. Γι αυτό και σήμερα όλοι μιλάνε για ενότητα --και το εύλογο ερώτημα που γεννιέται είναι ενότητα εναντίον τίνος;

Οι συστημικες προσεγγίσεις μπορούν να διακριθούν σε κρατικιστικες και αποκεντρωτικές. Οι πρώτες βλέπουν την έξοδο από την κρίση μέσα από μια συγκεντρωτική (δηλαδή κρατικιστικη) κοινωνία και οικονομία, ενώ οι δεύτερες βλέπουν την έξοδο από τη κρίση μέσα από μια αποκεντρωμένη κοινωνία και οικονομία. Έτσι, στις κρατικιστικες προσεγγισεις ανηκουν η Μαρξιστική και η σοσιαλιστική προσέγγιση γενικότερα. Αντίθετα, στις αποκεντρωτικές προσεγγίσεις ανήκουν η κομμουναλιστικη προσέγγιση της Κοινωνικής Οικολογίας και η Περιεκτική Δημοκρατία. Η κομμουναλιστικη προσέγγιση[27] βλέπει την αιτία της κρίσης με όρους ιεραρχικών δομών κυριαρχίας και εκμετάλλευσης και αποτελεί μια σύνθεση ελευθεριακου σοσιαλισμού και οικολογίας. Από την άλλη μεριά, η προσέγγιση της ΠΔ, όπως είδαμε, βλέπει την αιτία της κρίσης με όρους συγκέντρωσης δύναμης.

Σήμερα, είναι φανερή η ανάγκη για ένα νέο απελευθερωτικό πρόσταγμα που θα ξεπερνά τόσο την οικονομία της αγοράς όσο και τον σοσιαλιστικό κρατισμό. Με βάση αυτά που ανέφερα μέχρι τώρα για τις αιτίες της σημερινής συστημικής κρίσης, είναι σαφές ότι μόνο ένα πρόταγμα που θα βλέπει τις αιτίες της κρίσης με όρους συγκέντρωσης δύναμης θα μπορούσε πράγματι να οδηγήσει σε έξοδο από την σημερινή κρίση που είναι όχι μόνο χρόνια αλλά και επιδεινούμενη. Με αυτή την έννοια το προταγμα της ΠΔ εκφράζει μια σαφή προσπάθεια για σύνθεση των δυο ιστορικών παραδόσεων, της κλασικής δημοκρατικής και της σοσιαλιστικής με τα ριζοσπαστικά ρεύματα στα νέα κοινωνικά κινήματα (φεμινιστικό, οικολογικό κλπ). Εντούτοις, σε αντίθεση με την κομμουναλιστικη προσέγγιση, η ΠΔ δεν είναι απλώς μια ουτοπία, ή μια αντικειμενικά ορθολογική κοινωνία με την έννοια ότι υπάρχουν αντικειμενικές τάσεις που οδηγούν σε αυτή, αλλά είναι πάντα ένα προταγμα, το προϊόν πολιτικής βούλησης, μιας κοινωνικής επιλογής, που δίνει συγχρόνως διέξοδο στη πολυδιάστατη κρίση. 

Κατά τη γνώμη μου, μόνο ένα τέτοιο προταγμα θα μπορούσε να οδηγήσει στην ανάπτυξη μιας μαζικής συνειδητοποίησης, παρόμοιας με αυτή που οδήγησε στη κατάρρευση του καπιταλισμού σε ευρείες περιοχές του πλανήτη τον περασμένο αιώνα. Μόνο αν ξεπεράσουμε τόσο την καπιταλιστική διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς όσο και τον σοσιαλιστικό κρατισμό, θα μπορούσαμε να βάλουμε τέλος στην οικονομική αθλιότητα που καταπιέζει την πλειονότητα του παγκόσμιου πληθυσμού και να σταματήσουμε την οικολογική καταστροφή που απειλεί όλους μας. Εάν αποτύχουμε να δημιουργήσουμε εναλλακτικούς δημοκρατικούς θεσμούς κοινωνικής οργάνωσης, τότε όσο η κρίση θα χειροτερεύει τόσο πιο αυταρχικές και ταξικές λύσεις θα εισάγονται για τον έλεγχο της. Τα σημάδια ήδη υπάρχουν : αντιτρομοκρατικοί νόμοι , ταξικές ρυθμίσεις για την μείωση της οικολογικής κρίσης κλπ. 

Οι προτεινόμενες θεσμικές αλλαγές από την προσέγγιση της ΠΔ έχουν σαν γενικό στόχο την επανενσωματωση της κοινωνίας με την πολιτεία, την οικονομία και τη Φύση και περνούν μέσα απο :

  • Τη ριζοσπαστική αποκέντρωση μέσα από τους συνομοσπονδιοποιουμενους δήμους όπου όλη η πολιτική εξουσια/δυναμη ισοκατανεμεται μεταξύ των πολιτών, οι οποίοι αποφασίζουν μέσα από γενικές συνελεύσεις για όλα τα σημαντικότερα προβλήματα που αφορούν το δήμο τους,

  • Τη συλλογική ιδιοκτησία και έλεγχο από τις συνελεύσεις των πολιτών των μέσων παραγωγής και της οικονομίας γενικότερα, μέσα από ένα δημοκρατικό πλάνο όσον αφορά την ικανοποίηση των βασικών αναγκών, και ένα σύστημα διατακτικών για την ικανοποίηση των μη βασικών αναγκών,

  • Την αυτοδιαχείριση στους τόπους εργασίας, εκπαίδευσης, όπου οι συνελεύσεις των εργαζόμενων, εκπαιδευτών και εκπαιδευόμενων κλπ αποφασίζουν για τη διαχείριση των οικονομικών μονάδων, αλλά και των πολιτιστικών εκπαιδευτικών κλπ μονάδων, κάτω από τη γενική κατεύθυνση των δημοτικών συνελεύσεων,

  • Τη κατάργηση της θεσμοποιημένης συγκέντρωσης εξουσιας/δυναμης σε όλα τα επίπεδα,

  • Την αλλαγή του γενικού στόχου της παραγωγής από οικονομική ανάπτυξη στην ικανοποίηση των αναγκών των πολιτών που οι ίδιοι επιλέγουν συλλογικά και ατομικά

  • Τη συνειδητή προσπάθεια αντικατάστασης της εργαλειακής αντίληψης της Φύσης με μια αντίληψη που στοχεύει την επανενσωματωση της Κοινωνίας στη Φύση, σε μια συνειδητή προσπάθεια ειρηνικής συμβίωσης του ανθρώπινου είδους με τα άλλα είδη και τη Φύση γενικότερα,

  • Τη δημοκρατική Παιδεία που είναι η μόνη η οποία αποτελεί την ΙΚΑΝΗ συνθήκη για την ΠΔ ενώ όλες οι προαναφερθείσες συνθήκες είναι μόνο ΑΝΑΓΚΑΙΕΣ συνθήκες για την πραγματοποίηση της.

Είναι λοιπόν σαφές από τα προαναφερθέντα ότι η ΠΔ δεν είναι μια ουτοπία, με την αρνητική έννοια του όρου. Ένα κοινωνικό προταγμα δεν είναι ουτοπία εάν βασίζεται στη σημερινή πραγματικότητα. Και όπως είδαμε, η σημερινή πραγματικότητα συνοψίζεται σε μια πρωτόγνωρη πολυδιάστατη κρίση. Ακόμη, ένα κοινωνικό προταγμα δεν είναι ουτοπία εάν εκφράζει την δυσαρέσκεια σημαντικών τομέων της κοινωνίας και την ρητή η σιωπηρή αντίθεση τους προς τη κοινωνία. Σήμερα, όχι μόνο οι βασικοί πολιτικοί θεσμοί της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας αμφισβητούνται, αλλά ακόμη και οι θεμελιακοί οικονομικοί θεσμοί της, όπως η ατομική ιδιοκτησία (πχ έκρηξη των εγκλημάτων κατά της περιουσίας) –πράγμα που σαφώς αντανακλά την εντεινόμενη δυσαρέσκεια με την διογκούμενη ανισότητα, η οποία στο πλαίσιο μιας καταναλωτικής κοινωνίας γίνεται ιδιαίτερα δυσβάστακτη. 

Τέλος, για να έλθουμε στο τελευταίο και ίσως πιο κρίσιμο ερώτημα, εάν δεχτούμε ότι περνάμε μια χρόνια και τώρα όλο και πιο βαθιά κρίση, η οποία είναι συστημικη, τότε πως μπορούμε να την ξεπεράσουμε και να φτάσουμε σε μια άλλη κοινωνία; Πιο συγκεκριμένα, το ερώτημα είναι:

 

3. Μπορούμε σήμερα να ξεπεράσουμε το ιστορικό δίλημμα της Αριστεράς «επανάσταση η μεταρρύθμιση»; 

Ήδη από το τέλος του 19ου αιώνα η απάντηση της Ρόζας Λουξεμπουργκ στον ρεφορμιστή Μπερνσταιν ήταν ότι οι μεταρρυθμίσεις μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα και την αντιπροσωπευτική ‘δημοκρατία’ μπορούν μόνο να βελτιώσουν την εικόνα του συστήματος αλλά δεν μπορούν ποτέ να το αντικαταστήσουν με μια άλλη σοσιαλιστική κοινωνία, η οποία είναι δυνατή μόνο μέσα από μια επανάσταση. Από τότε και οι δυο αυτές στρατηγικές για την κοινωνική αλλαγή δοκιμάστηκαν και απέτυχαν. 

Έτσι, στην Ανατολή, η επανάσταση του 1917 καθιέρωσε μια νέα μορφή κοινωνίας, η οποία κατόρθωσε, σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης από ό,τι οι αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, να ικανοποιήσει τις βασικές ανάγκες των πολιτών και να επιτύχει συγχρόνως μια πολύ δικαιότερη κατανομή εισοδήματος από αυτές[28]-- μην αφήνοντας ταυτόχρονα ένα πολύ σημαντικό τμήμα του πληθυσμού τους χωρίς στοιχειώδη περίθαλψη, εκπαίδευση και κάποτε ακόμη και διατροφή και στέγαση! Το αντίτιμο όμως που πληρώθηκε γι αυτό ήταν πολύ βαρύ, καθώς η συγκέντρωση πολιτικής και οικονομικής εξουσίας στα χέρια της κομματικής γραφειοκρατίας σήμαινε ότι το τελικό αποτέλεσμα του σοσιαλιστικού κρατισμού στην Ανατολική Ευρώπη ήταν περισσότερο μια αλλαγή προσωπικού στις άρχουσες ελίτ παρά η κατάργηση των ίδιων των ελίτ. Η εντεινόμενη αντίφαση μεταξύ των απαιτήσεων αποτελεσματικότητας που επέβαλε η οικονομία ανάπτυξης και των σοσιαλιστικών απαιτήσεων που επέβαλε η επίσημη ιδεολογία οδήγησε τελικά στην οικονομική κατάρρευση, την οποία επιτάχυνε η πελώρια αύξηση εξοπλισμών από τον Ρέιγκαν, με μοναδικό στόχο το οικονομικό γονάτισμα της ΕΣΣΔ.

Αντίστοιχα στη Δύση, ένας σοσιαλδημοκρατικός κρατισμός με τη μορφή των Κευνσιανων πολιτικών και του κράτους πρόνοιας καθιερώθηκε σχεδόν παντού στον Βορρά στη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου. Οι μεταρρυθμίσεις φάνηκαν να επιτυγχάνουν στο ν αλλάζουν όχι μόνο την εικόνα του καπιταλισμού στην οποία αναφερόταν η Λουξεμπουργκ αλλά ακόμη και την ουσία του, μέσα από την επέκταση του οικονομικού ρόλου του κράτους και την αντίστοιχη μείωση της δύναμης της οικονομίας της αγοράς. Όμως, ο Χρυσούς Αιών της σοσιαλδημοκρατίας διάρκεσε μόνο ένα τέταρτο αιώνα περίπου και όταν η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση καθιερώθηκε, η διογκούμενη αντίφαση μεταξύ των απαιτήσεων της ανταγωνιστικότητας που επέβαλε η παγκοσμιοποίηση και των απαιτήσεων της επέκτασης του κρατισμού που επέβαλε το επεκτεινόμενο κράτος πρόνοιας, αναπόφευκτα, οδήγησε σε μια ριζική συρρίκνωση όχι μόνο του κρατισμού γενικά αλλά ιδιαίτερα του σοσιαλιστικού κρατισμού. Αυτό σήμαινε μεταξύ των άλλων ότι:

  • Ο στόχος της πλήρους απασχόλησης αντικαταστάθηκε από τις ελαστικές εργασιακές σχέσεις , το παρτ-ταιμ κλπ,

  • Το περιεκτικό κράτος πρόνοιας αντικαταστάθηκε με ένα είδος ασφαλιστικού δικτύου για τους άπορους,

  • Ο στόχος της δίκαιης κατανομής εισοδήματος μέσα από ένα προοδευτικό φορολογικό σύστημα αντικαταστάθηκε από μια δραστική περικοπή των φόρων για τους πλούσιους και τη συνακόλουθη αύξηση της φτώχειας. 

Αντιμέτωποι με αυτή την εξέλιξη οι σοσιαλδημοκράτες τώρα μιλούν για τη δυνατότητα επίτευξης κοινωνικής προόδου μέσα από την πίεση των θεσμών της κοινωνίας των πολιτών. Εκείνο που δεν μπορούν όμως ν αντιληφθούν (ή κάνουν πως δεν αντιλαμβάνονται) οι σοσιαλδημοκράτες και οι διάφοροι ρεφορμιστές της Αριστεράς είναι ότι η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς αναγκαστικά ακολουθείται από την διεθνοποίηση της κοινωνίας των πολιτών. Αυτό σημαίνει ότι οι ανάγκες της ανταγωνιστικότητας επιβάλλουν τα στάνταρ του ελάχιστου κοινού παρονομαστή όσον αφορά τους κοινωνικούς και οικολογικούς έλεγχους πάνω στις αγορές. Με άλλα λόγια, εκείνοι οι υποτυπώδεις έλεγχοι που επικρατούν στην Ινδία, την Αμερική και τη Κίνα θα γίνουν παγκόσμιοι ως πλέον συμβατοί με την ανταγωνιστικότητα και όχι αυτοί που επικρατούν σήμερα στα τελευταία κατάλοιπα του σοσιαλδημοκρατικού κρατισμού στη Γαλλία, Ιταλία κλπ.

Εάν λοιπόν πάρουμε δεδομένο ότι τόσο η επανάσταση όσο και οι μεταρρυθμίσεις ουσιαστικά απέτυχαν στο να δημιουργήσουν μια πραγματικά νέα και δημοκρατική μορφή κοινωνικής οργάνωσης, πως μπορούμε να φανταστούμε μια νέα στρατηγική κοινωνικής αλλαγής, μαθαίνοντας από την Ιστορία; Είναι γνωστό ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα κάθε αντισυστημικής στρατηγικής, δηλαδή μιας στρατηγικής που στοχεύει στην αντικατάσταση του συστήματος της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας με νέους δημοκρατικούς θεσμούς, είναι η άνιση ανάπτυξη της συνειδητοποίησης του πληθυσμού. Είναι πια γνωστό ότι οι συστημικές αλλαγές στο παρελθόν έγιναν πάντα σε ένα περιβάλλον όπου μόνο μια μειονότητα του πληθυσμού είχε  καταφέρει να έλθει σε ρήξη με το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα—πράγμα που επέτρεπε στις διάφορες ελίτ να χρησιμοποιούν κατόπιν με επιτυχία τη δοκιμασμένη τακτική του διαίρει και βασίλευε για να δημιουργήσουν νέες μορφές ετερόνομης κοινωνίας. 

Με άλλα λόγια, δεν ήταν μόνο οι αντίξοες αντικειμενικές συνθήκες που οδήγησαν στην υπονόμευση και τελική κατάρρευση του «υπαρκτού», ούτε καν μόνο οι ιεραρχικές δομές των ΚΚ, η ιδεολογία του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού κλπ –μολονότι όλοι αυτοί οι παράγοντες συνέβαλαν σημαντικά στο τελικό αποτέλεσμα. Αντίθετα, η Ιστορία επιβεβαίωσε ότι η Μαρξιστική-Λενιστική στρατηγική θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε νέες ιεραρχικές δομές, καθώς η πρωτοπορία της εργατικής τάξης γίνεται τελικά η νέα άρχουσα ελίτ[29]. Αυτό νομίζω ήταν το κύριο μάθημα από την κατάρρευση του «υπαρκτού» που έδειξε καθαρά ότι εάν η επανάσταση και το πρόγραμμα της οργανωθούν και στελεχωθούν από μια μειονότητα, είναι αναπόφευκτο να καταλήξει σε νέες ιεραρχικές δομές και όχι σε μια κοινωνία όπου έχει καταργηθεί η συγκέντρωση δύναμης.

Έτσι, ο συνδυασμός της Μαρξιστικής μετατροπής του σοσιαλιστικού προτάγματος σε μια αντικειμενική επιστήμη με τη Λενινιστική στρατηγική οργάνωσης της πρωτοπορίας στη βάση του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, (μια αρχή που εξασφάλισε την εξουσία μιας μικρής κομματικής ελίτ πάνω σε ολόκληρο το κίνημα) αποδείχτηκε ολέθρια εφόσον συνέβαλε αποφασιστικά στη καθιέρωση νέων ιεραρχικών δομών, αρχικά στο σοσιαλιστικό κίνημα, και τελικά στην ίδια τη κοινωνία[30]

Αντίστοιχα, πιο πρόσφατες αντισυστημικες προσεγγίσεις όπως αυτή του κομουναλισμού,[31] στη καλύτερη περίπτωση, μπορούν να δημιουργήσουν μια μερική συνειδητοποίηση για πολιτική δημοκρατία αλλά όχι όμως και για οικονομική δημοκρατία. Αντίθετα, η ανάπτυξη μιας περιεκτικής δημοκρατικής συνειδητοποίησης προϋποθέτει εμπειρία μιας ΠΔ στην πράξη και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο εάν οι πολίτες πάρουν ενεργό μέρος στην εγκαθίδρυση και τη διαχείριση εναλλακτικών πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών θεσμών, και όχι μόνο πολιτικών θεσμών, όπως συνιστούν οι κομμουναλιστες. 

Το κρίσιμο θέμα είναι επομένως πως μια συστημικη αλλαγή που προϋποθέτει ρήξη με το παρελθόν, τόσο στο υποκειμενικό επίπεδο της συνειδητοποίησης όσο και στο θεσμικό επίπεδο, μπορεί να επιτευχθεί από την πλειονότητα του πληθυσμού, ‘από τα κάτω’, έτσι ώστε να γίνει εφικτή μια δημοκρατική κατάργηση των εξουσιαστικών δομών και σχέσεων. Κατά τη γνώμη μου, ο μόνος τρόπος να ξεπεράσουμε το ιστορικό δίλημμα ‘επανάσταση η μεταρρύθμιση’ είναι μέσα από μια πολιτική στρατηγική που περιλαμβάνει την βαθμιαία συμμετοχή αυξανόμενου αριθμού πολιτών σε ένα νέο είδος πολιτικής και τη παράλληλη μετατόπιση οικονομικών πλουτοπαραγωγικών πηγών (εργασία, κεφάλαιο, γη, τεχνολογία) έξω από την οικονομία της αγοράς. Ο στόχος μιας τέτοιας μεταβατικής στρατηγικής πρέπει να είναι η δημιουργία αλλαγών στο θεσμικό πλαίσιο καθώς και στο σύστημα αξιών οι οποίες, μετά από μια περίοδο έντασης μεταξύ των νέων θεσμών και του κράτους, σε κάποιο στάδιο θ αντικαταστήσουν (πιθανόν μετά την σύγκρουση που θα φέρει τυχόν επίθεση των ελίτ και η αυτοάμυνα των πολιτών) την οικονομία της αγοράς, τη κρατικιστική δημοκρατία, καθώς και το κοινωνικό παράδειγμα που τις δικαιώνει, με μια ΠΔ και ένα νέο κοινωνικό παράδειγμα αντίστοιχα.[32] 

Ο άμεσος στόχος πρέπει επομένως να είναι η δημιουργία από τα κάτω ‘λαϊκών βάσεων πολιτικής και οικονομικής εξουσίας’, δηλαδή η καθιέρωση τοπικών δημόσιων χώρων πολιτικής και οικονομικής δημοκρατίας που, σε κάποιο στάδιο, θα συνομοσπονδιοποιηθουν για να δημιουργήσουν τις συνθήκες για την εγκαθίδρυση μιας νέας κοινωνίας. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με τον συνδυασμό πρακτικών που περιλαμβάνουν όχι μόνο τους συνήθεις αμυντικούς αγώνες για τη στήριξη των θυμάτων της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, αλλά ΚΥΡΙΩΣ τη δημιουργία νέων θεσμών στο τοπικό επίπεδο που ‘προεικονίζουν ‘ τη νέα κοινωνία.

Η διαδικασία αυτή μπορεί να ενισχυθεί αποφασιστικά με την συμμετοχή στις τοπικές εκλογές —μια διαδικασία που παρέχει το πιο αποτελεσματικό μέσο για τη μαζική προβολή του προγράμματος της ΠΔ, καθώς και τη δυνατότητα να οδηγήσει στην άμεση εφαρμογή της σε σημαντική κοινωνική κλίμακα. Με άλλα λόγια, η συμμετοχή στις τοπικές εκλογές δεν είναι απλά μια εκπαιδευτική άσκηση αλλά επίσης μία έκφραση της πεποίθησης ότι είναι μόνο στο τοπικό επίπεδο όπου μπορεί να θεμελιωθεί μια άμεση και οικονομική δημοκρατία σήμερα. Έτσι, η συμμετοχή στις τοπικές εκλογές παρέχει τη δυνατότητα αλλαγής της κοινωνίας από τα κάτω –η μόνη στρατηγική που είναι δημοκρατική, σε αντίθεση με τις κρατικιστικες στρατηγικές που στοχεύουν στην αλλαγή της κοινωνίας από τα πάνω, μέσα από τη κατάκτηση της κρατικής εξουσίας, καθώς και τις στρατηγικές της Κ.τ.Π. που δεν στοχεύουν σε καμία συστημικη αλλαγή. Ακριβώς δηλαδή επειδή ο δήμος είναι η θεμελιακή κοινωνική και οικονομική μονάδα της μελλοντικής δημοκρατικής κοινωνίας πρέπει ν αρχίσουμε από το τοπικό επίπεδο για να αλλάξουμε την κοινωνία. 

Επομένως ο κύριος στόχος της άμεσης δράσης καθώς και της συμμετοχής στις τοπικές εκλογές δεν είναι απλά η κατάκτηση εξουσίας αλλά η ρήξη της διαδικασίας κοινωνικοποίησης και η δημιουργία μιας δημοκρατικής πλειοψηφίας «από τα κάτω» που θα νομιμοποιήσει ηθικά και πολιτικά τις νέες δομές της ΠΔ. Και αυτό, διότι η ρήξη της διαδικασίας κοινωνικοποίησης μπορεί να είναι μόνο βαθμιαία, μέσω της συνεχούς αλληλεπίδρασης με την σταδιακή εφαρμογή του προγράμματος της ΠΔ που, σύμφωνα με αυτά που ανέφερα πριν, πρέπει πάντα ν αρχίζει στο τοπικό επίπεδο. Αντίθετα, απόπειρα να εφαρμοστεί το νέο προταγμα μέσα από τη κατάκτηση της εξουσίας στο εθνικό επίπεδο δεν παρέχει καμία δυνατότητα για μια τέτοια αλληλεπίδραση μεταξύ θεωρίας και πράξης και για την απαιτούμενη ομογενοποίηση της συνειδητοποίησης όσον αφορά την ανάγκη συστημικής αλλαγής. 

Θα πρέπει όμως να τονίσω εδώ ότι η κατάκτηση της τοπικής εξουσίας μέσω της συμμετοχής στις τοπικές εκλογές δεν θα έχει κανένα απολύτως αποτέλεσμα στην ριζική αλλαγή της κοινωνίας, εάν δεν αποτελεί ενιαίο τμήμα ενός νέου πολιτικού κινήματος που έχει ένα σαφές κοινωνικό προταγμα, δηλαδή τη δική του ανάλυση της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης και μια σχετικά συγκεκριμένη εικόνα της μορφής που θα πρέπει να πάρει η κοινωνία, εάν θέλει να προχωρήσει πέρα από τα όρια τόσο της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς όσο και του κρατικιστικου σοσιαλισμού. Μόνο ένα πολιτικό πρόγραμμα που αυτοδεσμεύεται να δημιουργήσει θεσμούς μιας ΠΔ θα μπορούσε τελικά να κατακτήσει τη φαντασία της πλειονότητας του πληθυσμού που σήμερα υποφέρει από τα αποτελέσματα της συγκέντρωσης πολιτικής και οικονομικής δύναμης. Εναλλακτικά, εάν το κτίσιμο εναλλακτικών θεσμών στο τοπικό επίπεδο δεν είναι τμήμα ενός καθολικού πολιτικού προταγματος και, αντίθετα, το κίνημα απλά δεσμεύεται στον στόχο της οικολογικής δημοκρατίας (όπως πρότεινε ο Latouche[33] σε πρόσφατο άρθρο του στην Monde Diplomatique που ρητά υιοθετούσε τον στόχο της ΠΔ), τότε το κίνημα αυτό απλά θα αφομοιωθεί και τελικά θα ευνουχισθεί από το σημερινό σύστημα, όπως τόσο συχνά συνέβη στη σύγχρονη Ιστορία με παρόμοια κινήματα. 

Κατά τη γνώμη μου, η προσέγγιση της ΠΔ προσφέρει την πιο ρεαλιστική στρατηγική σήμερα για ν αντιμετωπίσουμε τόσο τα θεμελιώδη κοινωνικά, οικονομικά και οικολογικά προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα όσο και για να κατεδαφίσουμε τις σημερινές δομές εξουσίας προς μια νέα κοινωνία που συνθέτει τη δημοκρατική και τη σοσιαλιστική παράδοση με τα ριζοσπαστικά ρεύματα στα νέα κοινωνικά κινήματα. -


 


[1] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία, Καστανιώτης, 1999.
[2]
Louis Uchitelle and N.R. Kleinfield, International Herald Tribune (6 March 1996).
[3]
Steve Fleetwood, ‘Less unemployment, but more bad employment’, The Guardian, 13/9/1999.
[4]
UN, Human Development Report 2005, Table 5.
[5]
Calculations on the World Development Report 2000/2001, World Bank,Tables 1 and 10.
[6]
Ted Trainer, ‘Where are we, where do we want to be, how do we get there?’, Democracy & Nature, vol 6 no 2 (July 2000), pp. 267-285.
[7] World Bank, World Development Indicators 2005, Tables 2.1 & 3.8.
[8]
ibid. Table 3.7.
[9] Tim Radford and Paul Brown, The Guardian, 31/1/2001.
[10]
David Adam. ‘UN scientists issue dire warning on global warming’, The Guardian, 28/2/2006.
[11]
Andrew Grice, “’Millions at risk’ from escalation in global warming, The Independent, 15/4/2006.
[12]
Jonathan Brown, ‘Factory farms in Asia blamed for pandemic’ , The Independent, 8/4/2006.
[13]
Murray Bookchin, From Urbanisation to Cities, (Cassell , 1995) Chapt. 6 and Cornelius Castoriadis, Philosophy, Politics, Autonomy , (Oxford Univ. Press, 1991) Chapt. 7.
[14]
Hamish Mcrae, ‘Why there will be many more angry voters and hung elections in Europe’, Independent, 12/4/2006.
[15] Τ. Φωτόπουλος, Ναρκωτικά: Πέρα από την ποινικοποίηση και τη φιλελευθεροποίηση, (Ελ. Τύπος, 1999).
[16] Sam Jones, ‘More than half of jails in England are too full’, The Guardian, 13/8/2005.
[17]
 Martin Woolacott, “The March of a Martial Law”, The Guardian (20 Jan. 1996).
[18]
Thomas S. Kuhn, The Structure of Scientific Revolutions (Chicago: University of Chicago Press, 1970); Imre Lakatos, Criticism and the Growth of Knowledge (Cambridge: Cambridge University Press, 1970); Paul Feyerabend, Against Method (London: Verso, 1975).
[19] Βλ Τ. Φωτόπουλος, Θρησκεία, Αυτονομία, Δημοκρατία, Ελ. Τύπος, 2000.
[20] Περιεκτική Δημοκρατία, κεφ 8.
[21]
Castoriadis, “The Retreat from Autonomy”.
[22]
Τ. Fotopoulos, ‘The Myth of Postmodernity’, Democracy & Nature, Volume 7 Number 1, March 2001.
[23] T. Fotopoulos, ‘The End of Traditional Antisystemic Movements and the Need for A New Type of Antisystemic Movement Today’, Democracy & Nature, vol 7 no 3 (November 2001) pp. 415-456.
[24] Walzer, “The Civil Society Argument”, p. 104.
[25] Περιεκτική Δημοκρατία, κεφ. 2; βλ και, M. Olson, The Rise and Decline of Nations (New Haven, Connecticut: Yale University Press, 1988).
[26]
Στην αρχή της χιλιετίας, 24% του παγκόσμιου πληθυσμού ζούσαν σε απόλυτη φτώχεια και 32% σε σχετική φτώχεια (World Bank, World Development Report 2000/2001, Tables 1.1. & 1.2)
[27]
βλ. π.χ. Murray Bookchin, Remaking Society (Montreal: Black Rose, 1989), The Philosophy of Social Ecology (Montreal: Black Rose, 1995), From Urbanization to Cities: Toward a New Politics of Citizenship (London: Cassell, 1995).
[28] Βλ γι ανάλυση και παραπομπές , T. Fotopoulos, “The Catastrophe of Marketization”, Democracy & Nature, Volume 5 Number 2, July 1999.
[29] βλ, Περιεκτική Δημοκρατία, κεφ 2.
[30] βλ Takis Fotopoulos, ‘Transitional strategies and the Inclusive Democracy project’, Democracy & Nature, Volume 8 Number 1, March 2002.
[31]
Janet Biehl, The Politics of Social Ecology, (Montreal: Black Rose, 1997) ch 7.
[32]
Περιεκτική Δημοκρατία κεφ. 7 και «Μεταβατικές Στρατηγικές» περιοδικό Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 6 (Φεβρουάριος 2004).
[33] Serge Latouche, “The globe downshifted”, Le Monde diplomatique, January 2006