(Το  παρακάτω  άρθρο  δημοσιεύθηκε  στην  εφημερίδα  "Ελευθεροτυπία"  στις 29/04/2005)

ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΒΗΜΑ 

«Ο μπαμπούλας της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης»

 Του ΑΝΔΡΕΑ ΑΝΔΡΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ www.andrianopoulos.gr

 

Έχει καταντήσει βαρετά μονότονο να σχολιάζει κανείς και να απαντά στα φοβικά κι εν πολλοίς αστήρικτα κείμενα των μόνιμων επικριτών της παγκοσμιοποίησης και του «απειλητικού» νεοφιλελευθερισμού. Σαν τους πρωτόγονους εξορκιστές των μεσαιωνικών κοινωνιών, που ό,τι δεν καταλάβαιναν το βάφτιζαν έργο του Σατανά, έτσι και οι σύγχρονοι και μάλλον ξεπερασμένοι ευαγγελιστές του κρατισμού και της φιλεύσπλαχνης -υποτίθεται- κρατικής παρέμβασης πασχίζουν να φορτώσουν στην παγκοσμιοποίηση και τον νεοφιλελευθερισμό κάθε αποτυχία των δικών τους ουσιαστικά ιδεολογικών μοντέλων.

Τα τελευταία φορομπηχτικά κυβερνητικά μέτρα -μέτρα που αποσκοπούν ακριβώς στην ενδυνάμωση του κράτους για να συνεχίσει το «ευάρεστο» έργο του της παρέμβασης στην αγορά- σήμαναν για πολλούς οπαδούς του αδιέξοδου κρατισμού τον κώδωνα του κινδύνου. Και πριν «αλέκτωρα φωνήσαι» ξιφούλκησαν εναντίον της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Που, υποτίθεται, υπαγόρευσε τα σχετικά αντιλαϊκά μέτρα στην, κατά δήλωσή της, «κεντρώα» και «φιλολαϊκή» κυβέρνησή μας. Ο Συνασπισμός πρωτοστάτησε στις σχετικές διακηρύξεις. Κι ακολούθησε, με άρθρο του στην «Ε», ο γνωστός εχθρός της οικονομικής ελευθερίας Τάκης Φωτόπουλος («Νεοφιλελεύθερη λαίλαπα», 2 Απριλίου 2005). Ο κρατισμός απέτυχε, η ήπια προσαρμογή δεν αποδίδει, η οικονομία καταρρέει. Κι ο λαός βέβαια υποφέρει. Προτάσεις των οπαδών της οικονομίας της προσταγής δεν υπάρχουν. Μόνη λύση λοιπόν είναι οι φόροι. Τους φορτώνουμε όμως στον νεοφιλελευθερισμό και στην παγκοσμιοποίηση (όπως κάναμε με το τσουνάμι, με τα χάλια στην παιδεία, ακόμα και με την κρίση στο Κόσοβο) και καθαρίσαμε.

Το ίδιο γίνεται από πολλούς αναλυτές και για αρκετές από τις ευρωπαϊκές οικονομίες. Το 35ωρο στη Γαλλία απέτυχε. Και φόρτωσε την οικονομία με δυσκινησία κι αδιέξοδα. Η ανεργία μεγαλώνει και τα ελλείμματα διογκώνονται. Κι όμως οι οπαδοί του κρατισμού αποδίδουν ευθύνες στον... νεοφιλελευθερισμό! Όπως το ίδιο κάνουν για τα προβλήματα της γερμανικής οικονομίας. Που εξακολουθεί να έχει έναν από τους μεγαλύτερους δημόσιους τομείς στη Γη. Με πακτωλούς παροχών κι επιδοτήσεων. Που αν δεν αλλάξει προσανατολισμό, θα παρασύρει ολόκληρη την Ευρώπη στον βυθό.

Να ξεκαθαρίσουμε λοιπόν ορισμένα απλά πράγματα. Ο νεοφιλελευθερισμός σημαίνει τρεις στην ουσία πολιτικές κατευθύνσεις. Τη δραστική μείωση των φόρων, τον ουσιαστικό περιορισμό των δραστηριοτήτων του κράτους, της δημόσιας γραφειοκρατίας και κατά συνέπεια και την ελάττωση των δημόσιων δαπανών και, τρίτον, την κατ' αρχήν αναζήτηση λύσεων σε κάθε πρόβλημα που αναφύεται σε δράσεις των ατόμων και της κοινωνίας κι όχι σε παρεμβάσεις του κράτους. Στο πλαίσιο μέσα αυτό προωθούνται πολιτικές διάχυσης της δημόσιας ιδιοκτησίας σε φορείς του ιδιωτικού τομέα αλλά και συγκέντρωσης των παροχών του κράτους σε τομείς ουσιαστικών κοινωνικών υποδομών και προστασίας των πραγματικά κοινωνικά αδυνάτων [λ.χ. στην παιδεία, τις κοινωνικές υπηρεσίες (υγεία, πρόνοια) και τον πολιτισμό]. Διακρίνει κανείς τέτοιες πολιτικές να διαπνέουν τις όποιες κυβερνητικές πρωτοβουλίες ώστε να μπορούν να αποκληθούν «νεοφιλελεύθερες»; Πολύ περισσότερο μάλιστα, εκπορεύονται τέτοιες κυβερνητικές προτάσεις από τις Βρυξέλλες -όπου το βιβλίο των κανονισμών και ρυθμίσεων για τη λειτουργία της αγοράς έχει φτάσει τις 16.000 σελίδες (!)- ώστε να είναι λογικό η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αποκαλείται «νεοφιλελεύθερη»;

Όλες οι χώρες, καθώς και συνολικά η Ευρώπη, επιχειρούν να προσαρμοστούν στις επιταγές της παγκοσμιοποίησης. Που επιβάλλει ανοιχτά σύνορα και, κατά το δυνατόν, ελεύθερες αγορές. Κανένας όμως δεν είναι υποχρεωμένος να ακολουθήσει πολιτικές τέτοιες. Αν εκτιμά πως δεν τον ενδιαφέρει το διεθνές κεφάλαιο και πως μπορεί να στηριχθεί σε μια ανάπτυξη με βάση την εγχώρια ζήτηση, δεν έχει παρά να το επιχειρήσει. Και κανένας δεν πρόκειται να τον εμποδίσει. Άσχετα αν τελικά καταβυθίσει τη χώρα του στη μιζέρια και τη δυστυχία. Ο πρόεδρος Λούλα της Βραζιλίας εκλέχθηκε με παρόμοια συνθήματα. Και τελικά άνοιξε τα σύνορα της χώρας του στο διεθνές κεφάλαιο. Γιατί γνωρίζει πως μοναχά έτσι έχει ελπίδες να προσεγγίσει την οικονομική ανάπτυξη -και τελικά βέβαια την ευημερία του λαού του.

Τα τελευταία νέα για τις προοπτικές της Ευρώπης δεν είναι καλά. Σε σχέση με το απογοητευτικό 1,8% ανάπτυξης το 2004, για τη φετινή χρονιά οι προσδοκίες δεν υπερβαίνουν το 1,5%. Οταν οι ΗΠΑ κινούνται με ρυθμό 4,3%, η Ινδία με 6% και η Κίνα με 9% (όλες προωθώντας νεοφιλελεύθερης λογικής πολιτικές). Η ανεργία διογκώνεται, κυρίως σε Γερμανία και Γαλλία, τα ελλείμματα δαγκώνουν, ενώ τα κοινωνικοασφαλιστικά συστήματα παραπαίουν. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκανε κάποιες προτάσεις προς την κατεύθυνση της οικονομίας της αγοράς. Αλλά η Σύνοδος Κορυφής γύρισε τον τροχό προς τα πίσω. Ματαιώνοντας την οδηγία για τις υπηρεσίες και ξεχαρβαλώνοντας το Σύμφωνο Σταθερότητας. Οι Ευρωπαίοι οφείλουν να συνειδητοποιήσουν πως η Ενωση δεν είναι μια κραταιά δύναμη. Αλλά μια δύναμη υπό αυστηρή αμφισβήτηση και σε ενδεχόμενη πορεία κατάρρευσης. Αν δεν υιοθετηθούν ανοιχτά πολιτικές ενίσχυσης της ελευθερίας και των αγορών, το μέλλον είναι σκοτεινό. Ιδιαίτερα με την προοπτική μιας ακόμη μεγάλης αύξησης της τιμής του πετρελαίου μέχρι το ερχόμενο φθινόπωρο κι ενός ισχυρότερου ευρώ...


 

(Και η  απάντηση του Τάκη Φωτόπουλου που τελικά δεν δημοσιεύθηκε από την Ελευθεροτυπία αλλά αποτέλεσε τμήμα του άρθρου του Σαββάτου 14/5)

 

Η οικονομική ελευθερία των νεοφιλελεύθερων και ο κ. Ανδριανόπουλος

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Ο γνωστός ιδεολόγος του νεοφιλελευθερισμού στα παρ’ημιν επέλασε δριμύς κατά του υπογράφοντος, που χαρακτηρίζει μάλιστα «γνωστό εχθρό της οικονομικής ελευθερίας» («Ε», 29/4/05), με αφορμή το άρθρο μου της 2/4/04 για την «Νεοφιλελεύθερη λαίλαπα» που αντιπροσωπεύουν τα πρόσφατα κυβερνητικά μέτρα. Ο επικριτής μου όμως, αντί ν αποπειραθεί να απαντήσει στα τεκμηριωμένα επιχειρήματα του άρθρου, προτίμησε μια γενικόλογη και εντελώς αστήρικτη κριτική που προδίδει βασική άγνοια των απόψεων που επικρίνει (τουλάχιστον καθόσον με αφορά). Αυτό γίνεται ιδιαίτερα φανερό όταν με κατατάσσει στους «ξεπερασμένους ευαγγελιστές του κρατισμού» που «πασχίζουν να φορτώσουν στην παγκοσμιοποίηση και τον νεοφιλελευθερισμό κάθε αποτυχία των δικών τους ουσιαστικά ιδεολογικών μοντέλων». Και αυτό, τη στιγμήν που είναι γνωστό στον οποιοδήποτε αναγνώστη των κειμένων μου στην «Ε» και αλλού ότι η πρόταση μου για μία «Περιεκτική Δημοκρατία» δεν έχει καμία σχέση με τον κρατισμό, τόσο στην σοσιαλδημοκρατική όσο και στην σοβιετική εκδοχή του, ούτε φυσικά έχει δοκιμαστεί ακόμη στην πράξη.     

Εάν όμως η άγνοια ή ημιμάθεια είναι φανερή,  απαιτεί μεγάλη δόση θράσους να χαρακτηρίζει κάποιος ως εχθρούς της οικονομικής ελευθερίας αυτούς που πρεσβεύουν την οικονομική δημοκρατία, την οποία μάλιστα ορίζουν ως την εξουσία της εκκλησίας του δήμου στην οικονομική σφαίρα που θεσμοποιεί την ενσωμάτωση της οικονομίας στην κοινωνία και συνεπάγεται την εξασφάλιση οικονομικής ισότητας με την έννοια της ισοκατανομής της οικονομικής δύναμης (βλ Περιεκτική Δημοκρατία, Καστανιώτης 1999 κεφ 5 & Η Πολυδιάστατη Κρίση και η Περιεκτική Δημοκρατία, Γόρδιος, Μάης 2005, κεφ 14). Ιδιαίτερα μάλιστα, όταν  ο χαρακτηρισμός αυτός εκτοξεύεται από τους κατ εξοχήν ιδεολόγους της οικονομικής ανισότητας, τόσο στη θεωρία όσο και—ακόμη πιο φανερά—στην πράξη, η οποία έχει οδηγήσει σε ένα κόσμο όπου το πλουσιότερο 20% του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει το 86% του παγκόσμιου ΑΕΠ (έναντι 1% του φτωχότερου 20%) και ελέγχει  το 82% των παγκόσμιων αγορών εξαγωγών και το 68% των ξένων άμεσων επενδύσεων [UN, Human Development Report 1999, σελ 3]! (αναφέρομαι στα επίσημα στατιστικά στοιχεία, πριν αρχίσει ο κ. Ανδριανόπουλος να με παραπέμπει σε «σοβαρές μελέτες» γνωστών ιδεολόγων του συστήματος ή του… ΔΝΤ κλπ)

Αλλά ας επικεντρώσουμε την προσοχή μας στην κριτική του κ. Ανδριανόπουλου στο άρθρο μου για την «Νεοφιλελεύθερη λαίλαπα», επειδή δήθεν «φόρτωσα» τους πρόσφατους φόρους της νεοδημοκρατικής κυβέρνησης στον νεοφιλελευθερισμό και την παγκοσμιοποίηση ενώ, όπως τονίζει ο ίδιος, ο νεοφιλελευθερισμός σημαίνει τρεις στην ουσία πολιτικές κατευθύνσεις: τη δραστική μείωση των φόρων, την ελάττωση των δημόσιων δαπανών και τις ιδιωτικοποιήσεις. Δεδομένου ότι οι δυο τελευταίες κατευθύνσεις αναφέρονται και  στο άρθρο μου, προφανώς η κριτική του συγκεντρώνεται στο ότι απέδωσα την αύξηση των έμμεσων φόρων στον νεοφιλελευθερισμό. Εδώ όμως υπάρχει κατ’ αρχήν μια εσκεμμένη παραποίηση των επιχειρημάτων του άρθρου μου, διότι δεν μιλούσα για γενική αύξηση των φόρων από τους νεοφιλελεύθερους αλλά για «αύξηση των έμμεσων φόρων που πλήττουν κυρίως τα κατώτερα στρώματα», η οποία συνοδεύεται από «παραπέρα μείωση του φορολογικού βάρους των ιδιωτικών επιχειρήσεων» και «δραστικό περιορισμό της ‘προοδευτικότητας’ του φόρου εισοδήματος» (δηλαδή μείωση φόρων που ωφελεί κυρίως τους πλούσιους). Εάν λοιπόν ο κ Ανδριανόπουλος αμφισβητεί τα νεοφιλελεύθερα διαπιστευτήρια της νεοδημοκρατικής παράταξης από την οποία προήλθε, πριν εισέλθει στην Βουλή με τη σημαία του …σοσιαλιστικού ΠΑΣΟΚ, ας δούμε τι διδάσκει η σχετική διεθνής εμπειρία ακραιφνών νεοφιλελεύθερων καθεστώτων, τα οποία φαντάζομαι δεν αμφισβητεί.

Στη Θατσερικη Βρετανία, μεταξύ 1980 και 1994, μειώθηκαν μεν οι φορολογικοί συντελεστές κυρίως για τα ανώτερα εισοδήματα, αλλά παράλληλα αυξήθηκαν οι έμμεσοι φόροι, οδηγώντας σε αύξηση των συνολικών φορολογικών εσόδων από 30,6% του ΑΕΠ σε 31,9% (και αντίστοιχα στην Ρεηγκανικη Αμερική από 18,3% σε 18,5%) (World Developemt Report 1996 table 14). Ερώτηση: ποιος ωφελήθηκε από τη νεοφιλελεύθερη μείωση αυτή των φόρων; Απάντηση: το 1,6% των φορολογουμένων στη κορυφή της εισοδηματικής πυραμίδας που εισέπραξε περίπου το 30% των  φορολογικών ελαφρύνσεων, ενώ το 11% στη βάση της  πυραμίδας  εισέπραξε λιγότερο από το 2%!  (Christopher Johnson, The Economy Under Mrs. Thatcher; 1979-1990, Penguin, 1991 πίν. 27 όπου παραθέτει επίσημα σχετικά στατιστικά στοιχεία). Kαι φυσικά οι ίδιες τάσεις σημειώθηκαν και στα καθεστώτα των επιγόνων. Έτσι, μεταξύ 1990 και 1999,  τα συνολικά τρέχοντα δημόσια έσοδα  στη Βρετανία αυξήθηκαν από 36,1% σε 36,4% του ΑΕΠ (και στις ΗΠΑ από 18,9% σε 20,6%-- World Development Report 2002, πιν 4.11), αλλά ενώ οι άμεσοι φόροι σαν ποσοστό των συνολικών εσόδων αυξήθηκαν  κατά 2,5%,  το ποσοστό των έμμεσων φόρων αυξήθηκε σχεδόν 11% (στις ΗΠΑ, τα αντίστοιχα ποσοστά αύξησης των άμεσων και έμμεσων φόρων ήταν 8% και 33%!) [πιν 4.13]!

Δεν μου επιτρέπει όμως ο χώρος ν ασχοληθώ με τα υπόλοιπα «επιχειρήματα» του κ. Ανδριανόπουλου, όπως το αμίμητο ότι η σημερινή ΕΕ δεν έχει νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα επειδή…εκδίδει πολλές ρυθμίσεις της αγοράς, αλλά θα παραπέμψω μόνο τον αναγνώστη στο τελευταίο σχετικό άρθρο μου για το Ευρωσύνταγμα, όπου προσπάθησα να δείξω γιατί, με βάση τον συνταγματικό Χάρτη της ΕΕ που θεσμοποιεί τις υπάρχουσες συνθήκες, η  ΕΕ έχει καθαρά νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα («Ε», 6/4/05).


 

 

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΚΑΙ Η ΛΑΪΚΗ ΕΥΗΜΕΡΙΑ

Του Ανδρέα Ανδριανόπουλου


Είναι πράγματι αξιοθαύμαστη η ευρηματικότητα των εχθρών της οικονομικής ελευθερίας που εφευρίσκουν επιχειρήματα εκεί που προφανέστατα έχουν όλα εξαντληθεί. Ο κ. Τάκης Φωτόπουλος επανέρχεται στην «Ε», πολεμώντας την παγκοσμιοποίηση και την οικονομία της αγοράς, θολώνοντας το τοπίο και μεταθέτοντας την συζήτηση. Κατ’ αρχήν διαμαρτύρεται για τον χαρακτηρισμό του «εχθρού της οικονομικής ελευθερίας» με το επιχείρημα πως αυτός υποστηρίζει την «οικονομική δημοκρατία» ως «την εξουσία της Εκκλησίας του Δήμου στην οικονομική σφαίρα που θεσμοποιεί την ενσωμάτωση της οικονομίας στην κοινωνία και συνεπάγεται την εξασφάλιση οικονομικής ισότητας με την έννοια της ισοκατανομής της οικονομικής δύναμης»!! (βλ. «Ε» 14-5-05). Αν μπορεί κάποιος να καταλάβει κάτι από όλα αυτά είναι πως πουθενά δεν αναφέρεται η πίστη στην αδέσμευτη – δίχως δηλ. κρατικά εμπόδια κι αυταρχικές γραφειοκρατικές παρεμβάσεις - οικονομική ατομική δραστηριότητα.

Επιμένει επίσης πως οι πολιτικές ενίσχυσης της καπιταλιστικής οικονομίας, μέσω κυρίως της μείωσης των φορολογικών συντελεστών, οδηγεί στην εξαθλίωση των φτωχών και στον υπερβολικό πλουτισμό των ισχυρών. Αυτό που κατά βάση υποστηρίζει είναι πως μέσω της μείωσης της φορολογίας οι πλούσιοι πληρώνουν λιγότερους φόρους, οι φτωχοί επιβαρύνονται πολύ περισσότερο από πριν και συνακόλουθα χειροτερεύουν οι υπηρεσίες κοινωνικής προστασίας που τους παρέχει το κράτος. Αναφερόμενος μάλιστα στην Βρετανία διαπιστώνει πως η απέχθεια, κατά τη γνώμη του, του Βρετανικού λαού κατά του …Θάτσερ-σοσιαλφιλελεύθερου – και ξανά βέβαια νικητή των εκλογών (!) - Τόνυ Μπλέρ προκύπτει από την αυξημένη …αποχή από τις κάλπες. Αντί δηλ. να τον καταψηφίσουν, οι …αδικοπάσχοντες (!) Βρετανοί, απέχουν, και τον αφήνουν έτσι να..ξανακερδίσει!! Ανεπανάληπτο επιχείρημα, πράγματι… 

Να πούμε όμως και λίγα σοβαρά επί της ουσίας. Με παράδειγμα, για να μην κουράσω, μόνο τις ΗΠΑ. Πριν από το ξεκίνημα της μείωσης των φορολογικών συντελεστών στις ΗΠΑ, το 1984 δηλ. επί Ρόναλντ Ρήγκαν, εκείνοι που βρίσκονταν εισοδηματικά στο χαμηλότερο 20% των νοικοκυριών πλήρωναν περίπου 10,2% του εισοδήματός τους σε φόρους. Το ανώτερο οικονομικά ισχυρό 20% του πληθυσμού πλήρωνε τότε σε φόρους το 24,5% του εισοδήματός του. Ενώ ανάμεσα σ' αυτούς, το ανώτερο 10% πλήρωνε το 25,2% του εισοδήματός του, το ανώτερο 5% το 26,1% και το ανώτατο 1% το 28,2% του εισοδήματός του.

Πηγαίνοντας τώρα στο 2001, για το οποίο υπάρχουν την στιγμή αυτή πλήρη στοιχεία (μελέτη του Γραφείου Προϋπολογισμού της Αμερικανικής Γερουσίας), διαπιστώνουμε πως το εισοδηματικά χαμηλότερο 20% των νοικοκυριών πληρώνει περίπου τα μισά (5,4%) απ' ότι πλήρωνε πριν από 20 χρόνια (10,2%). Και μάλιστα ένα χρόνο μόνο πριν, δηλ. το 2000, πλήρωνε το 6,4% των εισοδημάτων του. Τότε όμως έγινε η νέα μείωση φόρων του Προέδρου Μπους. Αυτοί όμως που ήσαν στο υψηλότερο 20% των εισοδημάτων, πλήρωσαν το 2001 λίγο λιγότερα από την προηγούμενη χρονιά (26,8% έναντι 28%) αλλά πολύ περισσότερα απ' όσα πλήρωναν το 1984 (24,5%). Εξ ΄ίσου αυξημένες υπήρξαν και οι φορολογικές επιβαρύνσεις και των άλλων επιμέρους ισχυρών εισοδηματικά ομάδων (το ανώτερο 10% πλήρωσε 28,6% αντί του 25,2% το 1984, το ανώτερο 5% κατέβαλε το 30,1% αντί 26,1% το 1984 και το ανώτατο 1% το 33% έναντι 28,2% πριν από τις φορολογικές περικοπές των Προέδρων Ρήγκαν και Μπους). 

Αλλά και οι πραγματικοί φόροι που πληρώθηκαν ακολουθούν την ίδια παράλληλη πορεία. Το εισοδηματικά πιο αδύναμο 20% του πληθυσμού πλήρωσε το 1,1% του συνόλου των φόρων (έναντι 2,2% προ της μείωσης φόρων του 1984) ενώ το ανώτερο 20% πλήρωσε το 65,3% (έναντι 55,6% το 1984). Συνολικά οι φτωχοί πλήρωσαν το 2001 περίπου τους μισούς φόρους απ' όσους πλήρωναν το 1984 ενώ η επιβάρυνση των πλουσίων αυξήθηκε κατά 50%. Τα υπόλοιπα 2/3 του πληθυσμού πλήρωσαν λιγότερα κατά το ένα τρίτο απ' όσα πλήρωναν πριν ξεκινήσουν οι περικοπές των φόρων το 1984. Κι όλα αυτά βέβαια σε μία περίοδο θεαματικής ανάπτυξης της αμερικανικής οικονομίας (με δημοσιονομικά πλεονάσματα αντί για ελλείμματα) που σίγουρα δεν επηρέασε τα συστήματα κοινωνικής προστασίας.  

Αντίθετα, με την Πράξη Μεταρρύθμισης των Συστημάτων Προνοίας (Welfare Reform Act) του 1996, και την εφαρμογή των καινούργιων ρυθμίσεων ο αριθμός των ανθρώπων που είναι άνεργοι και που έχουν ανάγκη κοινωνικής βοήθειας έχει μειωθεί σημαντικά. Σε ορισμένες περιπτώσεις η μείωση της εξάρτησης από το κράτος έφθασε ακόμη και στο 60%.

Αλλά και στον τομέα των διογκωμένων ανισοτήτων που προκαλεί, υποτίθεται, η παγκοσμιοποίηση ο κ. Φωτόπουλος δεν έχει δίκιο. Διότι η πραγματικότητα διαφέρει ριζικά από τους σχετικούς του ισχυρισμούς. Κατ' αρχήν, η φτώχεια δεν αυξήθηκε στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης αλλά δραστικά μειώθηκε. Σημειώθηκε αυτά τα χρόνια μία μεγάλη πτώση στον αριθμό των ανθρώπων που ζούσαν κάτω από συνθήκες αθλιότητας σε όλο τον κόσμο. Με την ταχύτατη μάλιστα ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια των δύο πολυπληθέστερων κρατών της γης - της Κίνας δηλαδή και της Ινδίας - και ο αριθμός των ανθρώπων που ζούσαν στη φτώχεια και την εξαθλίωση μειώθηκε αλλά, αρκετά φυσιολογικά, μεγάλωσαν και οι οικονομικές ανισότητες ανάμεσα στους ανθρώπους. Κι επιμένω στο "φυσιολογικά", διότι όταν δύο και μισό περίπου δις. ανθρώπων μετακινούνται από ένα επίπεδο σχεδόν πλήρους ισότητας στην εξαθλίωση σε μία πορεία γρηγορότερης οικονομικής ανάπτυξης αυτονόητα θα υπάρξουν διαφορές - οικονομικές και κοινωνικές - μεταξύ τους.

Κι εδώ, το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι αν η ισότητα στην εξαθλίωση είναι κάτι προτιμότερο από μία σειρά από εξελισσόμενες ανισότητες στην ευημερία. Η κοινή λογική λέει πως καλύτερα είναι οι άνθρωποι να ζουν άνισα σε συνθήκες οικονομικής ευμάρειας για όλους παρά σε ένα καθεστώς απόλυτης ισότητας στην οικονομική αθλιότητα για τους πάντες.

Σε άρθρο του στους Financial Times ("How managing growth can consign poverty to history", 5 Μάιου 2004) ο Martin Wolf παραθέτει πλήθος στοιχείων που αποδεικνύουν την μεγάλη μείωση της φτώχειας αλλά και σχετικά της ανισότητας σε ολόκληρο τον κόσμο στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης. Μεταξύ 1981 και 1999 λ.χ. το ποσοστό των ανθρώπων που ζούσαν με λιγότερο από ένα δολάριο την ημέρα στην Ανατολική Ασία και την περιοχή του Ειρηνικού έπεσε από το 56 στο 16%. Στην Κίνα μάλιστα έπεσε από 61% στο 16%!! Κατά τον Wolf η φτώχεια μπορεί να κονιορτοποιηθεί. Μοναδικός τρόπος είναι η ανάπτυξη. Κι η παγκοσμιοποίηση ενθαρρύνει κι ενισχύει την ανάπτυξη.


 

Να η "λαϊκή ευημερία" της οικονομίας της αγοράς

ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ Τ. ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΟΝ Α. ΑΝΔΡΙΑΝΟΠΟΥΛΟ

 

Είναι βέβαια γνωστό ότι οι φιλελεύθεροι υιοθετούν την «αρνητική» έννοια της ελευθερίας που  αναφέρεται στην απουσία περιορισμών, δηλαδή στην δυνατότητα του ατόμου να είναι ελεύθερο να κάνει ό,τι θέλει, με τους λιγότερους δυνατούς κρατικούς περιορισμούς («ελευθερία από»). Όμως ο κ. Ανδριανόπουλος, αντίθετα με φιλελευθέρους διανοητές όπως ο Isaiah Berlin που έκανε σαφή τη σχετική διάκριση, φαίνεται αδυνατεί ακόμη και να καταλάβει ότι, εκτός από την αρνητική αυτή «ελευθερία» που προϋποθέτει τις εξουσιαστικές σχέσεις τις οποίες συνεπάγεται  η ύπαρξη του κράτους και της οικονομίας της αγοράς, υπάρχει και μια άλλη ελευθερία, η «θετική» ελευθερία, που αναφέρεται στην δυνατότητα του ατόμου «να κάνει», να αυτό-αναπτύσσεται, ή να συγκυβερνά («ελευθερία να»), η οποία είναι βέβαια μια πολύ ευρύτερη έννοια της ελευθερίας από την φιλελεύθερη, εφόσον αφορά τον ίδιο τον αυτοκαθορισμό του ατόμου στο ατομικό αλλά και στο κοινωνικό επίπεδο. Με βάση αυτή την αδυναμία του κ. Ανδριανόπουλου δεν είναι επομένως περίεργο ότι χαρακτηρίζει ως «εχθρούς της οικονομικής ελευθερίας» αυτούς που υποστηρίζουν τον οικονομικό αυτοκαθορισμό, ο οποίος προϋποθέτει την ισοκατανομή της οικονομικής δύναμης που προτείνει η Περιεκτική Δημοκρατία. Μια ισοκατανομή που δεν μπορεί βέβαια να εξασφαλίσει η οικονομία της αγοράς με τους ανεξέλεγκτους από τα άτομα «νόμους» της.  

Πέρα όμως από αυτή την αδυναμία του, φαίνεται ο κ. Ανδριανόπουλος έχει  γενικότερη αδυναμία ν αντιλαμβάνεται τα επιχειρήματα των συνομιλητών του. Έτσι μόνο μπορώ να εξηγήσω την απόπειρα του να ειρωνευτεί  το επιχείρημα μου για την αποτυχία του νεοφιλελευθερισμού και σοσιαλφιλελευθερισμού στις Βρετανικές εκλογές με βάση το γεγονός που ανάφερα ότι οι περισσότεροι Βρετανοί ψηφοφόροι στις πρόσφατες εκλογές είτε απείχαν, είτε καταψήφισαν τα νεοφιλελεύθερα και σοσιαλφιλελεύθερα κόμματα εξουσίας, και ότι «το ποσοστό αποχής (39% έναντι 30% το 1997) ήταν μεγαλύτερο από το ποσοστό που ψήφισε το κυβερνών Εργατικό Κόμμα (36%)». Αυτό ο κ. Ανδριανόπουλος κατάφερε να το ερμηνεύσει ως το «ανεπανάληπτο επιχείρημα» μου ότι «αντί δηλ. να τον καταψηφίσουν, οι …αδικοπάσχοντες (!) Βρετανοί, απέχουν, και τον αφήνουν έτσι να..ξανακερδίσει!!»! (το τρίτο θαυμαστικό δικό μου)—αδυνατώντας προφανώς να κατανοήσει ότι δυο στους πέντε Βρετανούς δεν ψήφισε καν, επειδή ακριβώς δεν έβρισκε καμία σημαντική διάφορα μεταξύ σοσιαλφιλελευθερων και νεοφιλελεύθερων που είχε να επιλέξει. 

Ας έλθουμε όμως σε αυτό που χαρακτηρίζει «ουσία» ο κ. Ανδριανόπουλος, δηλαδή τους αστήρικτους ισχυρισμούς του ότι η παγκοσμιοποίηση μειώνει τη φτώχεια, ότι οι νεοφιλελεύθεροι δεν μεταφέρουν τα φορολογικά βάρη από τους πλούσιους στους φτωχούς, ούτε αυξάνουν την ανισότητα και καταστρέφουν τα κοινωνικά κράτη, και άλλα ευτράπελα, αγνοώντας εντελώς όλη την τεκμηρίωση που  έδωσα για την σχετική Βρετανική και διεθνή εμπειρία, ενώ συγχρόνως με κατηγορεί ότι μεταθέτω τη συζήτηση και θολώνω το τοπίο!  

 

1. Νεοφιλελεύθερη ανακατανομή του φορολογικού βάρους στις ΗΠΑ 

Ο κ. Ανδριανόπουλος, βασιζόμενος σε ένα και μόνο στοιχείο, την μελέτη του Γραφείου Προϋπολογισμού της Αμερικανικής Γερουσίας (που ως γνωστόν ελέγχεται από τους νεοφιλελεύθερους Ρεπουμπλικάνους και τους σοσιαλφιλελεύθερους Δημοκρατικούς οι οποίοι, όπως πάντα, κυβερνούσαν επίσης τα τελευταία 20 χρόνια), συμπεραίνει ότι το φτωχότερο 20% των Αμερικανικών νοικοκυριών «συνολικά  πλήρωσαν το 2001 περίπου τους μισούς φόρους απ' όσους πλήρωναν το 1984, ενώ η επιβάρυνση των πλουσίων αυξήθηκε κατά 50%». Δεδομένου όμως ότι τα φορολογικά έσοδα στις ΗΠΑ, συνολικά, δεν μειώθηκαν αλλά αυξήθηκαν μεταξύ 1980 και 1998, (όπως βεβαιώνει η Διεθνής Τράπεζα που σίγουρα είναι πιο αξιόπιστη πηγή από την Γερουσία!),[1] ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορεί να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που υποστηρίζει η Γερουσία και ο κ. Ανδριανόπουλος είναι μια γιγαντιαία αναδιανομή του φορολογικού βάρους από τους φτωχότερους στους πλουσιότερους, που ούτε οι κρατιστές στην περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης (1945- c. 1979) δεν είχαν επιτύχει!  

Όμως, όπως επιβεβαιώνει το Centre on Budget and Policy Priorities και αναφέρει ο Νομπελίστας οικονομολόγος του κατεστημένου Paul Krugman, οι φορολογικές αλλαγές την προηγούμενη δεκαετία στο επίπεδο των Πολιτειών είχαν αντίθετα ως «τελικό αποτέλεσμα μια ανακατανομή του φορολογικού βάρους από τους πλούσιους προς τους φτωχούς. Μια οικογένεια για παράδειγμα που κερδίζει  $30,000 τον χρόνο πληρώνει πολύ περισσότερα σε κρατικούς φόρους από μια οικογένεια με το ίδιο εισόδημα (σε σταθερές τιμές) το 1990, ενώ μια οικογένεια που κερδίζει $600,000 τον χρόνο πληρώνει πολύ λιγότερους φόρους (από μια οικογένεια με το ίδιο εισόδημα το 1990)».[2] Η αιτία ήταν ότι οι Πολιτείες μείωσαν τους άμεσους φόρους οι οποίοι (λόγω της «προοδευτικότητας» του συστήματος) επιβαρύνουν κυρίως τα υψηλά εισοδήματα, αλλά δεν μείωσαν επίσης τους έμμεσους φόρους που επιβαρύνουν κυρίως τα χαμηλότερα εισοδήματα. Και φυσικά, η κατάσταση δεν άλλαξε μετά την άνοδο των νεοσυντηρητικων του Μπους. Έτσι, σύμφωνα με το Τax Policy Centre των Urban Institute και Brookings Institution στην  Ουάσινγκτον, από την μείωση των φόρων κατά 1,35 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2001, σχεδόν τα μισά εισπράχθηκαν από το πλουσιότερο 1% των Αμερικανών, και, αντίστοιχα από τη μείωση των φόρων του 2003, το 60% πήγε σε φορολογούμενους με εισόδημα πάνω από  $100,000![3] Τα ίδια επιβεβαιώνει και έτερος Αμερικανός νομπελίστας του κατεστημένου. Σύμφωνα με τον Joseph Stiglitz: «η μέση Αμερικανική οικογένεια είναι σήμερα σε χειρότερη κατάσταση από ότι ήταν τριάμισι χρόνια πριν. Το μέσο εισόδημα έχει πέσει σε σταθερές τιμές πάνω από  $1.500 καθώς οι οικογένειες συμπιέζονται από  αυξήσεις μισθών που είναι μικρότερες από τον πληθωρισμό. Συνοπτικά, αυτοί που ωφελήθηκαν από την ανάπτυξη είναι μόνο εκείνοι στην κορυφή της εισοδηματικής κατανομής, δηλαδή η ίδια κοινωνική ομάδα που πήγε τόσο καλά τα προηγούμενα 30 χρόνια και κυρίως ωφελήθηκε από τις φορολογικές μειώσεις του Μπους».[4]

 

2. Ανεργία, φτώχεια και νεοφιλελεύθερα συστήματα κοινωνικής προστασίας στις ΗΠΑ 

Οι αλλαγές αυτές (συνεχίζει ο κ. Ανδριανόπουλος) «σίγουρα δεν επηρέασαν τα συστήματα κοινωνικής προστασίας. Αντίθετα, με την Πράξη Μεταρρύθμισης των Συστημάτων Προνοίας (Welfare Reform Act) του 1996, και την εφαρμογή των καινούργιων ρυθμίσεων ο αριθμός των ανθρώπων που είναι άνεργοι και που έχουν ανάγκη κοινωνικής βοήθειας έχει μειωθεί σημαντικά».  

Στη πραγματικότητα, όμως, το ακριβώς αντίθετο συνέβη. Δηλαδή, αυξήθηκαν δραστικά οι φτωχοί και οι ανήμποροι λόγω της παράλληλης εισαγωγής της «ελαστικής εργασίας», η οποία δημιούργησε μια στατιστική εικόνα σχεδόν πλήρους απασχόλησης που όμως κρύβει ένα στρατό μερικώς απασχολούμενων και ανθρώπων με ανασφαλή απασχόληση. Αλλά, το αποκορύφωμα της νεοφιλελεύθερης απάτης είναι όταν ισχυρίζονται ότι μειώθηκε, εξαιτίας των  πολιτικών τους, η εξάρτηση από το Δημόσιο και αυτών που έχουν ανάγκη κοινωνικής βοηθείας, ενώ αυτό που έγινε είναι ότι σοσιαλφιλελεύθεροι και νεοφιλελεύθεροι σε αγαστή σύμπνοια ουσιαστικά διέλυσαν το (σχετικά στοιχειώδες) Αμερικανικό σύστημα κοινωνικής πρόνοιας και στέρησαν εκατομμύρια από το δικαίωμα κοινωνικής προστασίας!   

Όσον αφορά την ανεργία πρώτα, είναι αλήθεια ότι η ελαστική αγορά εργασίας που εισήγαγαν οι νεοφιλελεύθεροι και σοσιαλφιλελευθεροι στις ΗΠΑ μείωσε το επίσημο ποσοστό ανεργίας, μολονότι στη περίοδο 2000-2004, όπως παρατηρεί ο  Joseph Stiglitz,[5] για πρώτη φορά από την κρίση της δεκαετίας του 1930 υπήρξε καθαρή απώλεια δουλειών. Σήμερα όμως οι Αμερικανοί, χάρη στην ελαστική αγορά εργασίας που μείωσε τεχνητά την ανεργία, όχι μόνο δουλεύουν περισσότερο από πριν (σύμφωνα με την Διεθνή Οργάνωση Εργασίας ο μέσος Αμερικανός στις αρχές αυτής της δεκαετίας δουλεύει μια εβδομάδα περισσότερο τον χρόνο σε σχέση με 10 χρόνια πριν[6]) αλλά και εισπράττουν λιγότερα! Έτσι, οι αμειβόμενοι με το ελάχιστο ημερομίσθιο (που στις ΗΠΑ, όπως και σε κάθε ελαστική αγορά εργασίας είναι πολλοί), στις αρχές αυτής της δεκαετίας εισέπρατταν $10,712 που (λόγω της αντίστοιχης μείωσης του ελάχιστου ημερομίσθιου) είναι  ένα τρίτο λιγότερα από ότι το 1968![7]  

H συνέπεια όλων αυτών είναι ότι σύμφωνα με την έκθεση του Census Bureau για το 2003,[8] περίπου 36 εκ. Αμερικανοί, δηλ. 12,5% του πληθυσμού, βρίσκονται σήμερα κάτω από τη (αυθαίρετα οριζόμενη) «γραμμή της φτώχειας». Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σήμερα περισσότεροι Αμερικανοί ζουν σε συνθήκες φτώχειας σε σχέση με το 1965[9]—γεγονός που βέβαια τόσο οι σοσιαλφιλελευθεροι Δημοκρατικοί όσο και οι νεοφιλελεύθεροι Ρεπουμπλικάνοι κουκουλώνουν, όπως, άλλωστε, προκύπτει και από την Έκθεση της διακομματικής επιτροπής της Γερουσίας που επικαλείται ο κ. Ανδριανόπουλος. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι οι ΗΠΑ έχουν το μεγαλύτερο ποσοστό παιδικής φτώχειας[10] και ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά προσδόκιμου ζωής ανάμεσα στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες![11] Φυσικά, παράλληλα με την αύξηση της φτώχειας αυξάνει και η πείνα, με περίπου 31 εκ. Aμερικανών να κατατάσσονται στους «ανασφαλείς ως προς την τροφή τους» (δηλαδή σε εκείνους οι οποίοι δεν ξέρουν που θα βρουν το επόμενο γεύμα) με πάνω από 9 εκ από αυτούς να έχουν φανερά συμπτώματα πραγματικής πείνας. Παράλληλα, ο αριθμός των Αμερικανών που ζουν με τα κουπόνια τροφίμων (food stamps) αυξήθηκε από 17 εκ σε 22 εκ στη πρώτη τετραετία Μπους.[12] 

Ενώ όμως η φτώχεια και η πείνα αυξάνει, ο αριθμός των Αμερικανών που εξαρτάται από τα κοινωνικά συστήματα κοινωνικής προστασίας μειώνεται! Πως εξηγείται λοιπόν αυτό το «θαύμα» των νεοφιλελεύθερων και σοσιαλφιλελευθερων; Το 1996, ο Κλίντον με την ενθουσιώδη υποστήριξη και των ρεπουμπλικάνων, εισήγαγε μεταρρυθμίσεις που ουσιαστικά διέλυαν το κράτος πρόνοιας το οποίο είχε εισαχθεί με το Νιου Ντηλ του Ρούσβελτ. Έτσι, εισαχθήκανε χρονικοί περιορισμοί στην διάρκεια των επιδομάτων κοινωνικής ανεργίας και άλλων κοινωνικών επιδομάτων, με στόχο την «ελαστικοποιηση» της αγοράς εργασίας, δηλαδή τον εξαναγκασμό των άνεργων στη αποδοχή οποιασδήποτε δουλειάς. Για παράδειγμα, οι άνεργοι υποχρεώθηκαν να αναλαμβάνουν δουλειές στις υπηρεσίες (σουπερμαρκετ κλπ) με ελάχιστο ημερομίσθιο και χωρίς πληρωμένες διακοπές ή ασφάλεια υγείας[13]. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι σήμερα κάπου 45 εκ Αμερικανοί (σχεδόν 16% του πληθυσμού) δεν έχουν ασφάλεια υγείας, αυξάνοντας πάνω από 5 εκ.  τον στρατό των ανασφάλιστων από τότε που ανάλαβε ο Μπους το 2000 - ενώ συγχρόνως τα ασφάλιστρα διπλασιάστηκαν[14]. Ούτε βέβαια είναι εκπληκτικό ότι ο Μπους στη δεύτερη τετραετία του, ολοκληρώνοντας την κατεδάφιση του κράτους πρόνοιας, σχεδιάζει την ιδιωτικοποίηση των συνταξιοδοτικών συστημάτων.[15]

 

3. Φτώχεια και ανισότητα στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση 

Ο κ. Ανδριανόπουλος μιλά για μετάθεση της συζήτησης από μέρους μου όταν συνεχώς διαπράττει αυτό για το οποίο με επικρίνει. Έτσι γράφει «αλλά και στον τομέα των διογκωμένων ανισοτήτων που προκαλεί, υποτίθεται, η παγκοσμιοποίηση ο κ. Φωτόπουλος δεν έχει δίκιο. Διότι η πραγματικότητα διαφέρει ριζικά από τους σχετικούς του ισχυρισμούς. Κατ' αρχήν, η φτώχεια δεν αυξήθηκε στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης αλλά δραστικά μειώθηκε». 

Στη πραγματικότητα όμως, για την μεν ανισότητα δεν διατυπώνεται σχεδόν καμία αμφιβολία από τους σοβαρούς διεθνείς οργανισμούς του κατεστημένου ότι εκρήγνυται στην περίοδο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, ενώ για την φτώχεια τελευταία γίνονται κάποιες προσπάθειες από υποστηρικτές της παγκοσμιοποίησης, συνήθως με τη χρήση στατιστικών αλχημειών,  ν αμφισβητηθεί η αύξηση της στην ίδια περίοδο. Η εξήγηση για το φαινόμενο αυτό ανάγεται στον τρόπο μέτρησης της ανισότητας και της φτώχειας. Η πρώτη μετράται σχετικά, πχ ως το ποσοστό εισοδήματος που εισπράττει το 20% του πληθυσμού στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας σε σχέση με αυτό που εισπράττει το 20% στη βάση της. Αντίθετα, η δεύτερη μετράται απόλυτα, πχ ως το ποσοστό του πληθυσμού που ζει κάτω από την «διεθνή γραμμή της φτώχειας», η οποία ορίζεται ως κάτω από ένα, ή δυο δολάρια την ημέρα. Είναι επομένως φανερό ότι ο αυθαίρετος ορισμός της φτώχειας μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε συμπεράσματα που στηρίζονται σε στατιστικές αλχημείες.

Έτσι, όπως σημείωνα σε άρθρο μου για τα «αγαθά» της παγκοσμιοποίησης στην «Ελευθεροτυπία»»[16] (το οποίο ο κ. Ανδριανόπουλος προτίμησε να το αγνοήσει, προφανώς λόγω αδυναμίας του ν αμφισβητήσει τα παρατιθεμενα στοιχεία), η μείωση των φτωχών που διαφημίζουν οι νεοφιλελεύθεροι οφείλεται βασικά στο γεγονός ότι, σύμφωνα με κάποιες άκρως αμφιλεγόμενες έρευνες,[17] μερικά εκατομμύρια που κέρδιζαν λίγο κάτω από δυο δολάρια την ημέρα έγιναν…πλουσιότεροι επειδή σήμερα κερδίζουν συνήθως 10 σέντς περισσότερα από ότι πριν, και έτσι σβήστηκαν από τη λίστα των επίσημα φτωχών! Θα πρέπει να σημειωθεί ότι πρωταρχικό ρόλο στη παγκόσμια «μείωση» της φτώχειας έπαιξε το γεγονός ότι στη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας, 6 εκ Κινέζοι κάθε χρόνο ξεπερνούσαν την αυθαίρετη «γραμμή της φτώχειας» (δηλαδή περίπου 1,5 δολάριο την ημέρα) όπου ακόμη ζουν πάνω από 85 εκ. Κινέζοι.  Όμως το Κινεζικό «θαύμα» ήδη αποδείχνεται φούσκα αυτή την δεκαετία, όταν ο ρυθμός αυτός έπεσε στα δυο εκ τον χρόνο το 2001 και 2002, ενώ το 2003 ο αριθμός των Κινέζων κάτω από την γραμμή αυτή αυξήθηκε για πρώτη φορά μέσα σε 20 χρόνια κατά 800.000![18]

Ο κ Ανδριανόπουλος αναφέρεται σε άρθρο του Martin Wolf στους Financial Times (το γνωστό ιδεολογικό φρούριο του Σίτι του Λονδίνου και του νεοφιλελευθερισμού) όπου: «παραθέτει πλήθος στοιχείων που αποδεικνύουν την μεγάλη μείωση της φτώχειας αλλά και σχετικά της ανισότητας σε ολόκληρο τον κόσμο στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης. Μεταξύ 1981 και 1999 λ.χ. το ποσοστό των ανθρώπων που ζούσαν με λιγότερο από ένα δολάριο την ημέρα στην Ανατολική Ασία και την περιοχή του Ειρηνικού έπεσε από το 56 στο 16%.» Έτσι, συνάγεται η αστήρικτη γενίκευση για την δήθεν παγκόσμια μείωση της φτώχειας, τη στιγμή ακριβώς που έγκυρη μελέτη του ΟΗΕ έδειχνε ότι τη δεκαετία του 1990 που άνθιζε παντού η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, ο αριθμός των ανθρώπων που μόλις επιβίωναν  με εισόδημα κάτω από ένα δολάριο την ημέρα—εξαιρουμένης της Κίνας-- αυξήθηκε από 916 σε 936 εκ ανθρώπους, ενώ 2,8 δισεκατομμύρια άνθρωποι (σχεδόν ο μισός πλανητικός πληθυσμός) ζούσε κάτω από το επίσημο όριο της φτώχειας (2 δολάρια την ημέρα)![19] 

Το φαινόμενο αυτό της αύξησης της παγκόσμιας φτώχειας δεν είναι βέβαια δυσεξήγητο εφόσον το άνοιγμα και απελευθέρωση των αγορών όχι μόνο κατέστρεψε την γεωργία πολλών χωρών στον Νότο προκαλώντας πελώριες συγκεντρώσεις πληθυσμών στα αστικά κέντρα αλλά δημιούργησε και ακόμη μεγαλύτερη ανεργία και υποαπασχόληση εφόσον ακόμη και η σχετικά χαμηλής τεχνολογίας βιομηχανία που μεταφέρεται σήμερα από τα καπιταλιστικά κέντρα στους παράδεισους πάμφθηνης και εξαθλιωμένης εργασίας της Κίνας και της Ινδίας  δεν αυξάνει σημαντικά την απασχόληση. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνουν οι Εκθέσεις  της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας που δείχνουν συνεχή αύξηση της ανεργίας-υποαπασχόλησης στον πλανήτη στη διάρκεια της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Έτσι, ενώ το 1990, ο συνολικός αριθμός των ανέργων ανερχόταν σε 100 εκατομμύρια ανθρώπους, το 2002 είχε φθάσει τα 180 εκ. και το 2003 τον αριθμό-ρεκόρ των 185,9 εκατ. που αντιστοιχεί στο  6,2% του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού-- ποσοστό που είναι το υψηλότερο που έχει ποτέ καταγράψει η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας! Στην ίδια Έκθεση αναφέρεται ότι περίπου 1,4 δισεκατομμύρια εργαζόμενοι, ή το μισό του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού, ζούσαν με λιγότερο από δύο δολάρια την ημέρα το 2003, ενώ 550.000 εξ αυτών με λιγότερο από ένα δολάριο την ημέρα![20] 

Όσον αφορά τέλος την ανισότητα, η οικονομία της αγοράς ήταν βέβαια πάντοτε ένα οικονομικό σύστημα που εγγενώς παράγει και αναπαράγει ανισότητα. Το χαρακτηριστικό όμως των τελευταίων 25 περίπου χρόνων είναι ότι αυτή η ανισότητα, για λόγους που μπορούν να εξηγηθούν σε σχέση με το άνοιγμα  και την «απελευθέρωση» των διεθνών αγορών ως αποτέλεσμα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, έχει πάρει εκρηκτικές διαστάσεις. Η έκρηξη δηλαδή αυτή της ανισότητας δεν έχει τίποτα το «φυσιολογικό» ούτε το μεταβατικό, όπως προσπαθεί να την παρουσιάσει ο κ. Ανδριανόπουλος. Στις ΗΠΑ συγκεκριμένα, όπως τονίζει ο Julian Borger, «η οικονομική διαίρεση της χώρας βρισκόταν σε εξέλιξη για πάνω από 20 χρόνια. Μετά από μια μακρά περίοδο προσπάθειας μείωσης των εισοδηματικών και περιουσιακών ανισοτήτων μετά τον δεύτερο πόλεμο, η ανισότητα άρχισε ν αυξάνει γεωμετρικά από το 1980, κυρίως ως συνέπεια του μπουμ στις χρηματιστηριακές τιμές και της εξασθένισης των συνδικάτων»[21]--διαδικασία στην οποία συνέβαλε αποφασιστικά η αντεργατική νομοθεσία των νεοφιλελεύθερων και κυρίως του Μπους νεότερου, με στόχο την αφαίρεση εργατικών δικαιωμάτων και την «αποσυνδικαλιστικοποίηση» ολόκληρων ζωνών απασχόλησης.[22] Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι το 60% της αύξησης του εισοδήματος στις ΗΠΑ   από το 1980 ως το 1990 το εισέπραξε το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού, ενώ το πραγματικό εισόδημα του φτωχότερου 25% παρέμεινε στάσιμο για τριάντα χρόνια[23]. Πράγμα που εξηγεί γιατί το 1% πλουσιότεροι Αμερικανοί είδαν το μερίδιο τους στον συνολικό πλούτο να διπλασιάζεται από το 1976, με αποτέλεσμα να έχουν σήμερα περισσότερα περιουσιακά στοιχεία από όσα οι υπόλοιποι 95% μαζί.[24]  

Ανάλογη είναι η έκρηξη της ανισότητας σε παγκόσμιο επίπεδο. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΟΗΕ, το εισοδηματικό άνοιγμα ανάμεσα στο ένα πέμπτο του παγκόσμιου πληθυσμού που ζει στις πλουσιότερες χώρες και το ένα πέμπτο που ζει στις φτωχότερες, το οποίο το 1960 προτού ξεκινήσει η σημερινή παγκοσμιοποίηση ήταν 30 προς 1, διπλασιάστηκε σε 60 προς 1 μέχρι το 1990, και  το 1997 ήταν 74 προς 1. Ως αποτέλεσμα αυτών των τάσεων, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990, το πλουσιότερο 20% του παγκόσμιου πληθυσμού κατείχε το 86% του παγκόσμιου ΑΕΠ έναντι 1% του φτωχότερου 20%![25]  
 

Να η «λαϊκή ευημερία» της οικονομίας της αγοράς των νεοφιλελεύθερων και του κ. Ανδριανόπουλου!


 

[1] Από 18,5% του ΑΕΠ το 1980 σε 20,4% το 1998 (World Development Report 2000/01 –table 14-- &  WDR 1998/99-table 14)
[2] Paul Krugman, ‘Our Wretched States’, New York Times, 11/1/2002
[3] Julian Borger, ‘Why America's plutocrats gobble up $1,500 hot dogs’, The Guardian, 5/11/03
[4] Joseph Stiglitz, ‘Bush is dead wrong’, The Guardian, 6/10/04
[5] στο ίδιο
[6] Michael Ellison, ‘US workers suffer labour pains’, The Guardian, 3/9/01
[7] Στο ίδιο. Ο υπολογισμός βασίζεται στο γεγονός ότι μεταξύ 1968 και 2000 το ελάχιστο ημερομισθιo, σε σταθερές τιμές, μειώθηκε από  $8 περίπου την ώρα σε $5,15.
[8] David Teather ‘More Americans below poverty line’, The Guardian, 27/8/04
[9] Julian Borger Long queue at drive-in soup kitchen’, The Guardian, 3/11/03
[10] Στο ίδιο
[11] World Bank, World Development Indicators 2002, Table 2.20
[12] Julian Borger Long queue at drive-in soup kitchen
[13] Στο ίδιο
[14] Joseph Stiglitz, ‘Bush is dead wrong’
[15] Joseph Stiglitz, ‘No free lunches for pensioners’, The Guardian, 19/4/05
[16] βλ. Τ. Φωτόπουλος, «Τα ‘αγαθά’ της παγκοσμιοποίησης», Ελευθεροτυπία, 19/3/05
[17] Βλ πχ William R. Cline, Trade Policy and Global Poverty, ( Washington, D.C, The Institute for International Economics, 2004) και κριτική για τις στατιστικές της αλχημείες στη μελέτη των Mark Weisbrot, David Rosnick, and Dean Baker, Poor Numbers: The Impact of Trade Liberalization on World Poverty, (Center for Economic and Policy Research, 18/11/04)
[18] Jonathan Watts, ‘China admits first rise in poverty since 1978’, The Guardian,  20/7/04
[19] UN: Human Development Report 2002, Table 1.2
[20] ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 08/12/2004
[21] Julian Borger, ‘Why America's plutocrats gobble up $1,500 hot dogs
[22] Rick Fantasia and Kim Voss,  ‘Bush administration's low-intensity war against labour’, Le Monde diplomatique, June 2003
[23] Anthony Giddens, The Third Way: The Renewal of Social Democracy, (Polity Press, 1998), σ. 105
[24] Will Hutton, «Why America's richest love taxes», Observer, 25/2/01
[25] UN, Human Development Report 1999 (NY: Oxford University Press, 1999)