ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ - ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ


 

 

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ:  

Η ΓΕΝΙΚΕΥΜΕΝΗ ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

 

 

 

Κεφάλαιο 3:

Η Οικονομία Ανάπτυξης και ο Νότος

 

 

 

Στο κεφάλαιο αυτό, υποστηρίζεται η θέση ότι το «πρόβλημα της ανάπτυξης» δεν είναι με ποιο τρόπο η οικονομία ανάπτυξης του Βορρά θα εξαπλωθεί πιο αποτελεσματικά στο Νότο, όπως εισηγούνται οι συμβατικές οικονομικές προσεγγίσεις (φιλελεύθερη/μαρξιστική/εξάρτησης/ρύθμισης). Στην πραγματικότητα, υποστηρίζεται ότι είναι ακριβώς η εξάπλωση της οικονομίας ανάπτυξης στο Νότο που αποτελεί την κύρια αιτία της οικονομικής, κοινωνικής και οικολογικής κρίσης που αγγίζει την πλειονότητα του παγκόσμιου πληθυσμού. Η δυναμική ‘ανάπτυξη ή θάνατος’ ήταν αναπόφευκτο να οδηγήσει στην εξάπλωση της οικονομίας της αγοράς  σ’ ολόκληρο τον κόσμο, μετά την ανάδυσή της στην Ευρώπη πριν από δυο αιώνες. Αλλά, ενώ η γηγενής στο Βορρά οικονομία της αγοράς οδήγησε στη δημιουργία ενός τύπου οικονομίας ανάπτυξης που ευδοκιμεί στη σημερινή «κοινωνία του 40%», η εισαγωγή της οικονομίας της αγοράς στον Νότο οδήγησε σε μια πολύ πιο  ανισομερή ανάπτυξη απ’ ό,τι στο Βορρά, δηλαδή σ’ ένα κακό αντίγραφο της οικονομίας ανάπτυξης του Βορρά. Έτσι, η πολυδιάστατη κρίση που μαστίζει σήμερα το Βορρά  αντανακλάται από μια οικονομική, κοινωνική και οικολογική σχεδόν καταστροφή στο Νότο.

 

Το πρώτο μέρος του κεφαλαίου αυτού ξεκινά με μια συζήτηση για την αποτυχία της οικονομίας ανάπτυξης στο Νότο και καταλήγει με την εξέταση της μυθολογίας για τα οικονομικά «θαύματα» της Ανατολικής Ασίας. Ακολουθεί, το δεύτερο μέρος, μια συζήτηση των συμβατικών προσεγγίσεων της ανάπτυξης και των ερμηνειών τους όσον αφορά στις αιτίες της αποτυχίας του Νότου. Οι προσεγγίσεις αυτές υπόκεινται στη βασική κριτική ότι όλες θεωρούν δεδομένο όχι μόνο το ότι η οικονομία ανάπτυξης είναι επιθυμητή, ως ένα γενικό μέσο για τη βελτίωση της ανθρώπινης ευημερίας, αλλά και το ότι είναι εφικτή η καθολίκευση της. Αν και ορισμένες από τις ριζοσπαστικές προσεγγίσεις εγείρουν αμφιβολίες για το κατά πόσο μπορεί η οικονομία ανάπτυξης να καθολικευθεί, οι αμφιβολίες τους αυτές αναφέρονται  μόνο στην καπιταλιστική έκφανση της οικονομίας ανάπτυξης.

 

Στο τελευταίο μέρος του κεφαλαίου, μετά από μια σύντομη συζήτηση των οικολογικών επιπτώσεων της ανάπτυξης, υποστηρίζεται ότι η θέση ότι η αποτυχία του Νότου δεν είναι στην πραγματικότητα ένα πρόβλημα που αφορά  τους λόγους για τους οποίους η εισαγωγή της οικονομίας ανάπτυξης δεν ήταν επιτυχής, ούτε καν είναι ένα πρόβλημα «ανάπτυξης», αλλά, αντίθετα, είναι ένα πρόβλημα δημοκρατίας. Το γεγονός ότι η πλειονότητα του πληθυσμού της γης, κυρίως στο Νότο, αλλά με αυξανόμενο ρυθμό και στο Βορρά, δεν μπορεί να ικανοποιήσει ούτε τις βασικές της ανάγκες είναι μια ξεκάθαρη ένδειξη ότι το δίλημμα «οικονομία ανάπτυξης» (με την έννοια της εντεινόμενης ανάπτυξης) ή οικονομία «σταθερής ανάπτυξης» είναι ψευτοδίλημμα. Ο Βορράς και ο Νότος, οι οποίοι πρέπει να επανακαθοριστούν προκειμένου να ληφθεί υπόψη ο διεθνοποιημένος χαρακτήρας της σημερινής οικονομίας της αγοράς/ανάπτυξης, έχουν το ίδιο πρόβλημα: πώς θα δημιουργήσουν νέες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές δομές που θα εξασφαλίζουν μια περιεκτική δημοκρατία, η οποία θα καλύπτει τις συλλογικά καθοριζόμενες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές ανάγκες. 

 

 

3.1. Η αποτυχία της οικονομίας ανάπτυξης στο Νότο

 

Η εξάπλωση της οικονομίας ανάπτυξη

 

Η μεταπολεμική διαδικασία της απο-αποικιοποίησης οδήγησε σε πολιτική «ανεξαρτησία» στο Νότο. Οδήγησε, όμως, και στην εξάπλωση της «οικονομίας ανάπτυξης» μια διαδικασία που συνέχισε και διεύρυνε την αγοραιοποίηση του Νότου, η οποία είχε ξεκινήσει με την αποικιοκρατία. Ανάλογα με τις ταξικές συμμαχίες που διαμορφώθηκαν στις μόλις ανεξαρτοποιηθείσες χώρες του Νότου, η οικονομία ανάπτυξης, ακολουθώντας  παρόμοια διαδικασία  με αυτή που ακολούθησε στο Βορρά, πήρε τη μορφή είτε της καπιταλιστικής οικονομίας ανάπτυξης είτε της «σοσιαλιστικής» οικονομίας ανάπτυξης. Ταυτόχρονα, η ιδεολογία της ανάπτυξης και η συνακόλουθη ιδεολογία κυριαρχίας πάνω στη Φύση έγιναν κυρίαρχες ιδεολογίες στο Νότο. Η ιδεολογία της ανάπτυξης, όπως  και στο Βορρά, συμπληρώνει τη φιλελεύθερη ιδεολογία στην καπιταλιστική οικονομία ανάπτυξης και τη σοσιαλιστική ιδεολογία στη σοσιαλιστική οικονομία ανάπτυξης. Εντούτοις, παρά το γεγονός ότι τα κομμουνιστικά κόμματα εξακολουθούν να μονοπωλούν την πολιτική εξουσία σε ορισμένα μέρη του Νότου (ιδιαίτερα στην Κίνα, στο Βιετνάμ, στο Λάος κ.τ.λ.), η σοσιαλιστική οικονομία ανάπτυξης στο Νότο, όπως ορίστηκε στο Κεφάλαιο 2, σταδιακά εξαλείφεται.

 

Η εξάπλωση της οικονομίας ανάπτυξης στις χώρες του Νότου υπήρξε μια πελώρια  αποτυχία. Η αποτυχία αυτή οφειλόταν κυρίως στο γεγονός ότι η οικονομία ανάπτυξης στο Νότο δεν αναπτύχθηκε γηγενώς, αλλά ήταν αντίθετα το αποτέλεσμα δύο διαδικασιών:

  • της διείσδυσης του συστήματος της οικονομίας της αγοράς, που ενθάρρυναν με ζήλο οι αποικιακές ελίτ και

  • της συνακόλουθης ανάδυσης της οικονομίας ανάπτυξης, η οποία «εισήχθη» από τις νεοσχηματισμένες τοπικές ελίτ κατά την περίοδο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η αποτυχία της οικονομίας ανάπτυξης στο Νότο γίνεται προφανής εάν εξετάσουμε το σημερινό βαθμό συγκέντρωσης της παγκόσμιας παραγωγής στο Βορρά. Σε γενικές γραμμές μπορούμε να ορίσουμε το Βορρά ως το σύνολο των χωρών εκείνων που είναι μέλη του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ) και τις οποίες η Παγκόσμια Τράπεζα κατατάσσει στις «οικονομίες υψηλού εισοδήματος», δηλαδή, οι Η.Π.Α., ο Καναδάς, η Ιαπωνία, η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία, η Ευρωπαϊκή Ένωση (με εξαίρεση την Ελλάδα και την Πορτογαλία), η Ελβετία και η Νορβηγία. Σήμερα, ο Βορράς, όπου ζει μόλις το 14% του παγκόσμιου πληθυσμού, παράγει περίπου το 74% του παγκόσμιου προϊόντος και ελέγχει το 63% των παγκόσμιων εξαγωγών.[1]

 

Έτσι, η εξάπλωση της οικονομίας ανάπτυξης στο Νότο όχι μόνο απέτυχε να βελτιώσει την ευημερία των περισσότερων ανθρώπων σ’ αυτόν, αλλά οδήγησε επίσης σε μια δραματική διεύρυνση του ανοίγματος Βορρά-Νότου. Εάν, για παράδειγμα, χρησιμοποιήσουμε τον τυπικό στατιστικό δείκτη που χρησιμοποιούν οι υποστηρικτές της οικονομίας ανάπτυξης (δηλαδή, το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εθνικό προϊόν), το ταχύτατα διευρυνόμενο άνοιγμα μεταξύ  Βορρά και  Νότου καθίσταται προφανές. Το 1978, το κατά κεφαλήν εισόδημα στο Βορρά ήταν 40 φορές υψηλότερο απ’ ό,τι στις χώρες χαμηλού εισοδήματος του Νότου (όπου ζει περίπου το 35% του παγκόσμιου πληθυσμού) και εξήμιση φορές υψηλότερο από το κατά κεφαλήν εισόδημα στις χώρες μέσου εισοδήματος του Νότου (όπου ζει το υπόλοιπο 49% του παγκόσμιου πληθυσμού). Ως το 1997, το άνοιγμα είχε  σχεδόν διπλασιαστεί[2]: το κατά κεφαλήν εισόδημα στις χώρες του Βορρά ήταν περίπου 73 φορές υψηλότερο απ’ ό,τι στις χώρες χαμηλού εισοδήματος του Νότου και σχεδόν δεκατέσσερις φορές υψηλότερο απ’ ό,τι στις χώρες μέσου εισοδήματος.

 

Τα παραπάνω στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι το σύστημα της οικονομίας της αγοράς δεν έχει την  εγγενή ικανότητα να μετασχηματίσει την οικονομία του Νότου σ’ έναν τύπο οικονομίας παρόμοιο με την οικονομία ανάπτυξης του Βορρά, δηλαδή, σ’ έναν τύπο που δημιουργεί μια μεγάλη καταναλωτική μεσαία τάξη που εκτείνεται πλήρως στο περίπου  40% του πληθυσμού και μερικώς σ’ ένα ακόμη 30% (το οποίο είναι μεν ανασφαλές αλλά οπωσδήποτε σε καλύτερη οικονομική θέση από τη συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού στο Νότο). Μια ένδειξη του γεγονότος αυτού δίνουν τα στοιχεία για τη φτώχεια στο Βορρά και στο Νότο. Όσον αφορά στο Νότο, ακόμα και η Παγκόσμια Τράπεζα, όχι ακριβώς υπερασπιστής των «κολασμένων της Γης», αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι, το 1985, το ένα τρίτο του συνολικού πληθυσμού στο Νότο ήταν φτωχό.[3] Από την άλλη μεριά, στο Βορρά το ποσοστό φτώχειας ήταν  13%. Έτσι, το 1985, το μέσο ποσοστό φτώχειας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (με εξαίρεση την Ελλάδα και την Πορτογαλία) ήταν 13,6%.[4] Παρόμοια, το 1988, στις Η.Π.Α. το 13% του πληθυσμού ζούσε κάτω από τα επίσημα όρια φτώχειας.[5] Τα στοιχεία αυτά (τα πιο πρόσφατα συγκριτικά στοιχεία που είναι διαθέσιμα) αναφέρονται στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας όταν η νεοφιλελεύθερη συναίνεση δεν είχε ακόμη καθολικευθεί. Από τότε, όλες οι ενδείξεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η κατάσταση έχει αλλάξει προς το χειρότερο.

 

Αυτό σημαίνει ότι το περίφημο φαινόμενο της «διάχυσης προς τα κάτω» (ότι δηλαδή, ο πρόσθετος εθνικός πλούτος που δημιουργεί η οικονομική μεγέθυνση διαχέεται, μακροπρόθεσμα, προς τα κάτω σ’ όλους), ακόμα κι αν πράγματι συνέβη (σ’ ένα βαθμό) στο Βορρά, σίγουρα δεν συμβαίνει στο Νότο. Όπως επισημαίνει ο Ted Trainer:

Η προσέγγιση της ανάπτυξης μέσω της «γενικής οικονομικής μεγέθυνσης και διάχυσης προς τα κάτω» συνοδεύτηκε από σημαντικές βελτιώσεις στον μέσο όρο ζωής, στην παιδική θνησιμότητα, στον αναλφαβητισμό και στο ΑΕΠ τις τελευταίες δεκαετίες. Αλλά ο καταμερισμός των ωφελειών υπήρξε εξαιρετικά άνισος. (...) Μια πρόσφατη μελέτη της βιβλιογραφίας αποκάλυψε 120 περίπου αναφορές στο γεγονός ότι η ανάπτυξη έχει κάνει λίγα ή τίποτα για να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο του φτωχότερου 40% του Τρίτου Κόσμου, ενώ δεν βρέθηκε σχεδόν καμία αναφορά στο αντίθετο.[6]

Ενδεικτικά, στο 10% πλουσιότερο τμήμα του πληθυσμού στις φτωχές χώρες του Νότου αναλογεί περισσότερο από το 33% του συνολικού εισοδήματος,[7] και πιο πρόσφατα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας επιβεβαιώνουν την εκτίμηση αυτή.[8] Και φυσικά τα στοιχεία για τις δυο τελευταίες δεκαετίες δείχνουν ότι ελάχιστη διάχυση προς τα κάτω σημειώθηκε. Έχει υπολογιστεί, για παράδειγμα, (στη βάση των ρυθμών ανάπτυξης που επιτεύχθηκαν μεταξύ 1965-84, περίοδος που περιλαμβάνει μερικές από τις καλύτερες χρονιές για τον καπιταλισμό) ότι οι 28 φτωχότερες χώρες θα χρειαστούν περισσότερα από 300 χρόνια για να φθάσουν το μισό του σημερινού μέσου κατά κεφαλήν εισοδήματος των πλούσιων δυτικών χωρών.[9]

 

Αλλά ακόμα και στο Βορρά, η διάχυση προς τα κάτω έγινε πρόσφατα πολύ ασθενέστερη απ’ ό,τι ήταν στο παρελθόν, όχι μόνο εξαιτίας της ύφεσης, αλλά κυρίως εξαιτίας της εντατικοποίησης της διαδικασίας αγοραιοποίησης στα πλαίσια της νεοφιλελεύθερης οικονομίας της αγοράς, η οποία διεύρυνε περαιτέρω την άνιση κατανομή του εισοδήματος. Αυτό σημαίνει ότι, όπως θα δούμε στο τελευταίο τμήμα αυτού του κεφαλαίου, μια νέα διάκριση «Βορρά-Νότου», η οποία ξεπερνά τα παραδοσιακά όρια του Βορρά και του Νότου, έχει ήδη τεθεί σε λειτουργία. Στη Βρετανία, για παράδειγμα, επίσημα στοιχεία του Υπουργείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων (τα οποία για πρώτη φορά περιελάμβαναν μια ανάλυση της εξέλιξης των εισοδημάτων όλων των κοινωνικών ομάδων κατά την περίοδο 1979-1991/92) είναι αποκαλυπτικά για τη σημασία της διάχυσης προς τα κάτω. Το φτωχότερο  δέκατο του πληθυσμού υπέστη μια μείωση της τάξης του 17% στο πραγματικό του εισόδημα, το δεύτερο φτωχότερο δέκατο του πληθυσμού δεν είχε καμία αύξηση στο πραγματικό του εισόδημα, ενώ τα δύο πλουσιότερα δέκατα σημείωσαν αύξηση του πραγματικού τους εισοδήματος κατά 46% και 62% αντίστοιχα. Συνολικά, το μέσο εισόδήμα αυξήθηκε κατά 36% στην περίοδο αυτή, αλλά για το 70% του πληθυσμού  η αύξηση του εισοδήματός του ήταν σημαντικά κάτω από τον μέσο όρο![10]

 

Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν σημειώθηκε καμία εξέλιξη προς μια οικονομία ανάπτυξης στο Νότο. Ασφαλώς σημειώθηκε. Στην πραγματικότητα, σήμερα, μια διαδικασία οικονομικής αποκέντρωσης βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη στο σύστημα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς μια διαδικασία στην οποία οι χρηματοπιστωτικοί και τεχνολογικοί παράγοντες παίζουν πρωτεύοντα ρόλο. Οι πολυεθνικές επιχειρήσεις έχουν τώρα την χρηματοπιστωτική και τεχνολογική ικανότητα να μεταφέρουν στάδια της παραγωγικής διαδικασίας (ή μερικές φορές και την ίδια την παραγωγή) στο Νότο, προκειμένου να ελαχιστοποιήσουν το κόστος παραγωγής ιδιαίτερα το κόστος εργασίας και το περιβαλλοντικό κόστος. Η διαδικασία αυτή έχει ήδη συμβάλλει σημαντικά στη δημιουργία λιγοστών οικονομικών «θαυμάτων» στο Νότο, τα οποία όμως δεν μπορούν ούτε να καθολικευθούν, ούτε απαραίτητα να επιβιώσουν, όπως θα δούμε στο επόμενο τμήμα του κεφαλαίου.

 

 

Η περίπτωση των «οικονομικών θαυμάτων» στο Νότο*

 

Η θεαματική ανάπτυξη που σημειώθηκε πρόσφατα σε χώρες όπως η Νότια Κορέα, η Ταϊβάν, το Χονγκ Κονγκ, η Σιγκαπούρη, η Μαλαισία και η Ταϊλάνδη δημιούργησε μια νέα μυθολογία, η οποία υιοθετείται ακόμη και από κομμάτια της αυτο-αποκαλούμενης «Αριστεράς»: ότι δηλαδή η καπιταλιστική οικονομία ανάπτυξης αποδείχτηκε εντέλει ότι έχει την ικανότητα  να καθολικευθεί. Ορισμένοι[11] μιλούν ακόμα και για μια δραστική μετατόπιση του παγκόσμιου πλούτου και της παραγωγής από τη Δύση προς την Ανατολική Ασία, αν όχι από το Βορρά προς το Νότο. Ο νέος αυτός μύθος στηρίζεται κυρίως στο πολυδιαφημισμένο γεγονός ότι ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης των «Ασιατικών Τίγρεων» είναι πολύ υψηλότερος από αυτόν των προηγμένων καπιταλιστικών χωρών και μειώνει γοργά το άνοιγμα μεταξύ των δύο ομάδων χωρών. Και, πράγματι, ο μέσος ρυθμός μεγέθυνσης των παραπάνω χωρών (με εξαίρεση την Ταϊβάν, για την οποία η Παγκόσμια Τράπεζα δεν παρέχει στοιχεία) ήταν σχεδόν τρεις φορές υψηλότερος από αυτόν των προηγμένων καπιταλιστικών χωρών  στην περίοδο 1970-93.[12] Αυτό που δεν αναφέρεται συνήθως είναι ότι, πέρα από τις εξαιρετικές περιπτώσεις των μικρών «πόλεων-κρατών» (Σιγκαπούρη και Χονγκ Κονγκ), εξακολουθεί να υφίσταται ένα τεράστιο άνοιγμα που χωρίζει τις χώρες αυτές από το Βορρά. Έτσι, το 1993, το κατά κεφαλήν εισόδημα της Νότιας Κορέας ήταν ακόμη μόλις το ένα τρίτο των προηγμένων καπιταλιστικών χωρών, ενώ της Μαλαισίας το ένα έβδομο και της Ταϊλάνδης λιγότερο από το ένα δέκατο! Το γεγονός αυτό συνεπάγεται ότι, ακόμα και αν οι σημερινοί εντυπωσιακοί αναπτυξιακοί ρυθμοί  μπορούσαν να διατηρηθούν στο μέλλον, θα χρειαστεί παρά πολύς χρόνος για να κλείσει το άνοιγμα με τις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες.

 

Αλλά, στην πραγματικότητα, η υπόθεση για τη δυνατότητα διατήρησης παρόμοιων αναπτυξιακών ρυθμών  αμφισβητείται ολοένα και περισσότερο, ακόμα και από ορθόδοξους οικονομολόγους. Όπως έχουν δείξει πρόσφατες συγκριτικές μελέτες της ανάπτυξης των Ασιατικών Τίγρεων σε σχέση με αυτή των μητροπολιτικών χωρών σε ανάλογο αναπτυξιακό στάδιο, η ανάπτυξη των «Τίγρεων» έχει επιτευχθεί κυρίως με την κινητοποίηση ανεκμετάλλευτου μέχρι εκείνη τη στιγμή ανθρώπινου δυναμικού, σε συνδυασμό με μαζικές δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις, ιδιαίτερα στην υποδομή.[13] Με άλλα λόγια, η οικονομική ανάπτυξη των χωρών αυτών υπήρξε κυρίως «εκτατική» και όχι «εντατική». Η εκτατικη ανάπτυξη εξαρτάται από την εντατικότερη χρήση των υπαρχουσών πλουτοπαραγωγικών πηγών, οι οποίες σε κάποιο στάδιο αναπόφευκτα θα εξαντληθούν, ενώ η εντατική ανάπτυξη, που είναι και η μόνη που μπορεί να αναπαραχθεί, εξαρτάται από βελτιώσεις στην παραγωγικότητα. Όπως έχει δείξει η περίπτωση των χωρών στην Ανατολική Ευρώπη, ο στόχος της αναπαραγωγής της οικονομίας ανάπτυξης μέσω  εντατικής οικονομικής ανάπτυξης είναι πολύ πιο δύσκολος από τον στόχο της εκτατικής ανάπτυξης. Η ιστορική εμπειρία δείχνει επομένως ότι η συνέχιση της επέκτασης των ασιατικών «θαυμάτων» είναι ιδιαίτερα αμφίβολη.

 

Στην πραγματικότητα, εάν εξετάσουμε πιο επισταμένα την αναπτυξιακή διαδικασία στη «σοσιαλιστική» οικονομία ανάπτυξης σε σχέση με αυτή  στην Ανατολική Ασία, οι αμφιβολίες γίνονται ισχυρότερες. Η οικονομική ανάπτυξη στην Ανατολική Ευρώπη στηριζόταν στον κεντρικό σχεδιασμό, ενώ στην Ανατολική Ασία στηρίζεται στις εξαγωγές. Δεν ήταν όμως πολιτικές laisser-faire (έλλειψη κρατικού παρεμβατισμού)  που οδήγησαν στην εντυπωσιακή τους οικονομική ανάπτυξη. Όπως έχουν δείξει πολυάριθμες μελέτες[14], η επέκταση των Ασιατικών Τίγρεων στηριζόταν σε εκτεταμένη κρατική παρέμβαση με στόχο την ενίσχυση  του εξαγωγικού τομέα, καθώς και σε πολιτικές που ενείχαν όχι μόνο ισχυρό παρεμβατισμό[15] αλλά ακόμα και αυθαίρετες παρεμβάσεις στη διάρθρωση των τιμών της αγοράς, με στόχο την τόνωση των επενδύσεων και του εμπορίου.[16]

 

Εντούτοις, ένας τέτοιος βαθμός κρατισμού, όπως είδαμε στα δύο προηγούμενα κεφάλαια, δεν είναι πια δυνατός στο πλαίσιο της σημερινής διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα, εάν αναλογιστούμε ότι, στις χώρες αυτές, η οικονομική ανάπτυξη εξαρτάται πολύ περισσότερο από την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών τους, απ’ ό,τι συμβαίνει στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες. Έτσι, το γεγονός ότι ο λόγος των εξαγωγών προς το εισόδημα στις Ασιατικές Τίγρεις έχει αυξηθεί από ένα μέσο 53% το 1970 σε περίπου 92% το 1993 (έναντι μιας αύξησης στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες από 14% σε 20% για την ίδια περίοδο)[17] αποτελεί μια σαφή ένδειξη όχι μόνο για το πόσο πιο ευάλωτη είναι η οικονομία ανάπτυξης στην Ανατολική Ασία, σε σύγκριση με αυτήν του Βορρά, αλλά και για το μέγεθος της σχετικής ασυμμετρίας. Είναι δηλαδή φανερό ότι η αναπαραγωγή της οικονομίας ανάπτυξης στα ασιατικά «θαύματα» εξαρτάται σε κρίσιμο βαθμό από τη ζήτηση του Βορρά, ενώ δεν ισχύει το αντίθετο.

 

Το «θαύμα», επομένως, των Ασιατικών Τίγρεων δεν εκφράζει το «τέλος του δυτικού κόσμου», όπως υποστηρίζουν τέως μαρξιστές και νυν σοσιαλφιλελεύθεροι[18], αφού η αναπαραγωγή του εξαρτάται σε κρίσιμο βαθμό από το δυτικό κόσμο. Στην πραγματικότητα, φαίνεται ότι η άποψη για το τέλος της Δύσης αποτελεί μύθο, ακόμα κι αν στην Ασία συμπεριλάβουμε και την Ιαπωνία, η οποία, σ’ αντίθεση με τις «Τίγρεις», υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη του καπιταλιστικού κλαμπ. Το ιαπωνικό θαύμα φαίνεται να σβήνει καθώς ο μακροπρόθεσμος ρυθμός αύξησης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ έχει μειωθεί από 9,4% την περίοδο 1960-79 σε 4,% την περίοδο 1980-90 και 1,4% την περίοδο 1990-97.[19] Επιπλέον, καθώς το κεφάλαιο αναζητά περισσότερο εύκαμπτες οικονομίες ανάπτυξης για να επενδύσει, η ανεργία, η οποία σχεδόν δεν υφίστατο στο παρελθόν, αυξάνεται τελευταία πολύ γρήγορα.[20]

 

Επομένως, αυτό που πράγματι δείχνουν  οι Ασιατικές Τίγρεις, με την απόλυτη απουσία κράτους-πρόνοιας και κοινωνίας των πολιτών, είναι μια εικόνα του μέλλοντος της πολιτικής και οικονομικής δημοκρατίας στο Βορρά. Σε μια διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, οι απαιτήσεις του ανταγωνισμού ομογενοποιούν όχι μόνο την οικονομία, αλλά και την ίδια την κοινωνία. Θα μπορούσε επομένως να προβλέψει κανείς ότι το μέλλον της οικονομίας της αγοράς βρίσκεται σ’ ένα παγκόσμιο μοντέλο που θα αποτελεί μια σύνθεση του αγγλοσαξονικού μοντέλου και των ασιατικών «θαυμάτων».  Μια σύνθεση, η οποία θα χαρακτηρίζεται από τη σχεδόν ανυπαρξία της κοινωνίας των πολιτών και θα  συνοδεύεται, από τη μια μεριά, από διάφορα ασφαλιστικά δίκτυα για τους φτωχούς και, από την άλλη, από εκτεταμένους ιδιωτικούς τομείς υγείας, εκπαίδευσης και ασφάλισης για όσους από τους υπόλοιπους θα μπορούν να πληρώσουν για τις υπηρεσίες των τομέων αυτών.
 

 

Oικονομία ανάπτυξης και οικονομική ανάπτυξη

 

Το βασικό ερώτημα σε σχέση με την ανάπτυξη δεν είναι γιατί η οικονομία ανάπτυξης στο Νότο δεν υπήρξε τόσο επιτυχής όσο στο Βορρά, αλλά γιατί θα πρέπει κατ’ αρχήν το μοντέλο της οικονομίας και της κοινωνίας που εγκαθιδρύθηκε στο Βορρά να θεωρείται καθολικά εφικτό  και επιθυμητό.

 

Όσον αφορά, πρώτα, το εφικτό του μοντέλου αυτού, όπως είδαμε νωρίτερα, υπάρχουν ισχυροί λόγοι να πιστεύει κανείς ότι οι πιθανότητες για την καθολίκευση του είναι σχεδόν μηδενικές. Όσον αφορά δε το επιθυμητό του μοντέλου αυτού, η ιστορική εμπειρία των τελευταίων 200 χρόνων έχει αναμφισβήτητα δείξει ότι η άνθιση της οικονομίας της αγοράς και η διεθνοποίησή της, καθώς και η συνακόλουθη άνοδος της οικονομίας ανάπτυξης, έχουν οδηγήσει σε μια τεράστια συγκέντρωση οικονομικής δύναμης, σε μια οικολογική κρίση που απειλεί να εξελιχθεί σε οικολογική καταστροφή, στην καταστροφή της υπαίθρου, στη δημιουργία τερατωδών μεγαλουπόλεων και στο ξερίζωμα των τοπικών κοινοτήτων και πολιτισμών. Με άλλα λόγια, έχει γίνει πια φανερό ότι αυτό το σύστημα οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης μόνο εν μέρει, και για μια μικρή μειονότητα του παγκόσμιου πληθυσμού, υπηρετεί το στόχο της ικανοποίησης των ανθρώπινων αναγκών και της βελτίωσης της ανθρώπινης ευημερίας, ενώ γενικά δημιουργεί έναν νέο τύπο ιεραρχικής κοινωνίας που στηρίζεται στην οικονομική δύναμη, τον ανταγωνισμό, την απληστία και τον ατομικισμό.

 

Εντούτοις, τόσο οι φιλελεύθεροι όσο και οι μαρξιστές (συμπεριλαμβανομένων και των υποστηρικτών των  προσεγγίσεων της εξάρτησης και της ρύθμισης) υιοθετούν ρητά ή υπόρρητα την ιδεολογία της οικονομίας ανάπτυξης και διαφέρουν μεταξύ τους μόνο στο ζήτημα εάν είναι ο καπιταλισμός ή, αντίθετα, κάποια μορφή σοσιαλιστικού κρατισμού, ο καλύτερος τρόπος για την επίτευξή της. Έτσι, οι προσεγγίσεις αυτές, θεωρώντας δεδομένο το εφικτό και επιθυμητό της οικονομίας ανάπτυξης, αγνοούν το θεμελιώδες ζήτημα των δομών και σχέσεων εξουσίας που επιβάλλονται από την οικονομία ανάπτυξης. Με άλλα λόγια, οι συμβατικές προσεγγίσεις παραβλέπουν το γεγονός ότι η συγκέντρωση της εξουσίας, που τόσο η καπιταλιστική όσο και η σοσιαλιστική οικονομία ανάπτυξης ενέχουν, συνεπάγεται ότι οι αποφάσεις για τον καθορισμό των οικονομικών και  άλλων αναγκών της κοινωνίας, καθώς και για τους τρόπους ικανοποίησης των αναγκών αυτών, λαμβάνονται όχι από τους ίδιους τους πολίτες αλλά από τις ελίτ που ελέγχουν την πολιτική και την οικονομική διαδικασία. Δεν είναι, επομένως, παράξενο το ότι οι συμβατικές αυτές προσεγγίσεις επικεντρώνουν την προσοχή τους στο εάν μια χώρα έχει ήδη επιτύχει το επίπεδο μιας οικονομίας ανάπτυξης σαν κι αυτές του Βορρά (οπότε κατατάσσεται στις «προηγμένες» χώρες) ή όχι (οπότε κατατάσσεται στις «υπανάπτυκτες» ή, κατ’ ευφημισμό, «αναπτυσσόμενες»). Αντίστοιχα, η ποσοτική επέκταση μιας προηγμένης οικονομίας, μετρούμενη με όρους αύξησης του πραγματικού εθνικού εισοδήματος, ορίζεται ως μεγέθυνση, ενώ οι ποιοτικές κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές που απαιτούνται για το μετασχηματισμό της σε προηγμένη οικονομία ανάπτυξης ορίζονται ως ανάπτυξη.

 

‘Eτσι, το κοινό χαρακτηριστικό όλων των ορισμών της ανάπτυξης είναι ότι η ανθρώπινη ευημερία ταυτίζεται με την επέκταση της ατομικής κατανάλωσης ή, γενικά, με την απεριόριστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Για παράδειγμα, ένας τυπικός φιλελεύθερος ορισμός ορίζει την ανάπτυξη ως την «αύξηση στη παρούσα (προεξοφλητική) αξία της μέσης (σταθμισμένης) κατά κεφαλήν κατανάλωσης».[21] Οι μαρξιστές ταυτίζουν την ανάπτυξη με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και ορίζουν την υπανάπτυξη ως την περίπτωση όπου επικρατούν προ-καπιταλιστικοί τρόποι παραγωγής, μια περίπτωση καθυστέρησης.[22] Οι θεωρητικοί της εξάρτησης ταυτίζουν την υπανάπτυξη με την εξάρτηση, η οποία ορίζεται με τη σειρά της ως «μια καθορίζουσα κατάσταση, στην οποία οι οικονομίες μιας ομάδας χωρών καθορίζονται από την ανάπτυξη και την επέκταση των άλλων.»[23] Τέλος, η νέα σχολή της ρύθμισης ορίζει την «περιφέρεια» ως «το τμήμα του κόσμου στο οποίο δεν έχει μπορέσει να ριζώσει το καθεστώς συσσώρευσης που συναντάται στις περισσότερες αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες.[24] Είναι επίσης αποκαλυπτικό ότι, ακόμα και όταν ορθόδοξοι και ριζοσπάστες οικονομολόγοι συζητούν για την ανάγκη εισαγωγής εναλλακτικών ορισμών και μονάδων μέτρησης της ανάπτυξης, το ζήτημα των δομών και σχέσεων εξουσίας τίθεται και πάλι στο περιθώριο. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, με τους ορισμούς που παίρνουν ρητά  υπόψη τις διαρθρωτικές πλευρές της ανάπτυξης (η παραγωγή τίνος πράγματος θεωρείται ανάπτυξη) ή τις κατανεμητικές πλευρές της (η παραγωγή για ποιον θεωρείται ανάπτυξη). Οι ανάγκες, οι τρόποι ικανοποίησής τους, καθώς και το για ποιον ικανοποιούνται, όλα αυτά αποτελούν ζητήματα τα οποία υποτίθεται ότι διευθετούνται «αντικειμενικά» και όχι μέσα από μια αυθεντική δημοκρατική διαδικασία. Αλλά αυτό που εννοείται με το επίρρημα «αντικειμενικά» είναι ότι τα ζωτικά αυτά προβλήματα «επιλύονται» είτε μέσω ενός μηχανισμού που επιβάλλει «κατανομή με βάση το πορτοφόλι» (οικονομία της αγοράς) είτε μέσω ενός συστήματος που επιβάλλει «κατανομή με βάση το Πλάνο», δηλαδή τις γραφειοκρατικές αποφάσεις των σχεδιαστών (σοσιαλιστικός κρατισμός).

 

Η επισκόπηση των θεωρητικών προσεγγίσεων για τα αίτια της «υπανάπτυξης» αποκαλύπτει το πόσο στενή είναι η προβληματική που υιοθετείται από τους υποστηρικτές της οικονομίας ανάπτυξης, τόσο στο ορθόδοξο όσο και στο ριζοσπαστικό οικονομικό στρατόπεδο.

 

 

3.2. Οι συμβατικές προσεγγίσεις για την ανάπτυξη

 

Οι κλασικές προσεγγίσεις

 

Οι ρίζες της σύγχρονης θεωρίας της ανάπτυξης μπορεί να βρεθούν στα γραπτά των μερκαντιλιστών και των φυσιοκρατών. Δεν είναι φυσικά τυχαίο ότι το πρόβλημα της ανάπτυξης ήταν κεντρικό στη σκέψη του δέκατου όγδοου και δέκατου ένατου αιώνα, καθώς ήταν σ’ εκείνη την περίοδο που αναδύθηκαν η οικονομία της αγοράς και η συνακόλουθη οικονομία ανάπτυξης.

 

Οι μερκαντιλιστές, που επικέντρωναν την ανάλυσή τους στη διαδικασία της οικονομικής μεγέθυνσης με την περιορισμένη έννοια της αύξησης του συνολικού προϊόντος, αντί του κατά κεφαλήν προϊόντος, θεώρησαν την αύξηση του συνολικού εργατικού δυναμικού ως την θεμελιακή προϋπόθεση της οικονομικής προόδου και ήταν ένθερμοι υποστηρικτές της ενεργού κρατικής παρέμβασης στην προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης.[25] Εντούτοις, από την εποχή των φυσιοκρατών και ιδιαίτερα από τότε που  επικράτησε η ιδεολογία της ανάπτυξης και της οικονομίας της αγοράς, το επίκεντρο μετατοπίστηκε στη συσσώρευση κεφαλαίου και στην απουσία κρατικού παρεμβατισμού (laisser-faire). Αλλά, ενώ οι φυσιοκράτες θεωρούν ότι η κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης είναι η συσσώρευση κεφαλαίου στη γεωργία, επειδή πιστεύουν ότι μόνο σε αυτό τον τομέα μπορεί να παραχθεί οικονομικό πλεόνασμα, οι φιλελεύθεροι πολιτικοί οικονομολόγοι της κλασικής σχολής, από την εποχή του Αdam Smith, αποδίδουν το ρόλο αυτό στη συσσώρευση κεφαλαίου στη μεταποίηση. Αυτό ήταν φυσικά συμβατό με τις απαιτήσεις της βιομηχανικής επανάστασης που έθεσε τα θεμέλια της σύγχρονης οικονομίας ανάπτυξης.

 

Έτσι, ο Αdam Smith εντόπισε τις πηγές της οικονομικής ανάπτυξης, πρώτον, στην τεχνική πρόοδο και, δεύτερον, στη συσσώρευση κεφαλαίου. Η σπουδαιότητα του πρώτου παράγοντα απορρέει από το γεγονός ότι αυξάνει την παραγωγικότητα και τον καταμερισμό εργασίας, ο οποίος, με τη σειρά του, εξαρτάται από το μέγεθος της αγοράς και το ρυθμό της συσσώρευσης κεφαλαίου. Η σπουδαιότητα του δεύτερου παράγοντα απορρέει από το γεγονός ότι όχι μόνο παρέχει τον εξοπλισμό για την αύξηση της εργατικής παραγωγικότητας, αλλά δημιουργεί και τις ευκαιρίες απασχόλησης που, με τη σειρά τους, καθορίζουν το μέγεθος της αγοράς και το βαθμό καταμερισμού της εργασίας.

 

Ο David Ricardo συνεισέφερε την πιο εκλεπτυσμένη εκδοχή της θεωρίας του Smith και της κλασικής θεωρίας ανάπτυξης γενικότερα. Ιδιαίτερη σημασία είχε η περιγραφή του της διαδικασίας μέσω της οποίας η πίεση ενός αυξανόμενου πληθυσμού πάνω στους φυσικούς πόρους θα σταματήσει τελικά την αναπτυξιακή διαδικασία . Μολονότι τόνιζε τη σημασία κάποιων αντι-τάσεων (κυρίως με τη μορφή της τεχνικής προόδου και του εξωτερικού εμπορίου), οι οποίες μπορεί να καθυστερήσουν σημαντικά τη κατάσταση στασιμότητας,  εντούτοις, θεωρούσε αναπόφευκτη την έλευση της.

 

Ωστόσο, η κλασική πεποίθηση ότι η αναπτυξιακή διαδικασία ήταν μια αδυσώπητη πορεία προς μια κατάσταση στασιμότητας βασίστηκε κυρίως στους πληθυσμιακούς νόμους του Μalthus. Η Μαλθουσιανή θεωρία στηριζόταν στην υπόθεση ότι η πίεση που ασκείται από την αύξηση του πληθυσμού πάνω σ’ ένα περιορισμένο απόθεμα φυσικών πόρων θα ξεπεράσει τελικά το ρυθμό της τεχνολογικής προόδου, ιδιαίτερα στη γεωργία. Έτσι, εάν οι προληπτικοί έλεγχοι (λιγότεροι γάμοι, σεξουαλική εγκράτεια κτλ) δεν αναχαιτίσουν αυτή τη διαδικασία, τότε τίθενται σε κίνηση οι κατασταλτικοί έλεγχοι (μαζική φτώχεια και λιμοκτονία). Η Μαλθουσιανή θεωρία επομένως καθιέρωσε μια σαφή σχέση αιτιότητας μεταξύ του υπερπληθυσμού και της φτώχειας, όπου ο πρώτος ήταν η αιτία και η δεύτερη το αποτέλεσμα. Όμως, η εξήγηση που δίνει ο Μάλθους για τη φτώχεια στηρίζεται στην υπόρρητη υιοθέτηση της δομής εξουσίας που χαρακτηρίζει την οικονομία ανάπτυξης και στη ρητή απόδοση ευθύνης για τη φτώχεια τους στους ίδιους τους φτωχούς. Έτσι, ο Μalthus παρέβλεψε βολικότατα το γεγονός ότι ήταν οι απαιτήσεις της αναδυόμενης οικονομίας ανάπτυξης για φτηνό εργατικό δυναμικό που οδήγησαν, με την αποφασιστική βοήθεια του κινήματος «περίφραξης των κοινοτικών γαιών» (enclosure movement), στη δημιουργία μιας στρατιάς ακτημόνων χωρικών και τη μαζική φτώχεια. Στην πραγματικότητα, το κίνημα περίφραξης των κοινοτικών γαιών, το οποίο ξεκίνησε στην Αγγλία τον δωδέκατο αιώνα, αλλά άνθισε κυρίως κατά τον δέκατο όγδοο και δέκατο ένατο αιώνα (1750-1860), είχε ένα δυαδικό οικονομικό αποτέλεσμα: από τη μια μεριά, έδωσε στους πλούσιους γαιοκτήμονες την ευκαιρία να αποκομίσουν κέρδη είτε από την καλλιέργεια της γης είτε από την κτηνοτροφία, και από την άλλη μεριά, ανάγκασε πολλούς μικρο-αγρότες να πουλήσουν την περιουσία τους και να μεταναστεύσουν στις πόλεις για να δουλέψουν στα καινούρια εργοστάσια.

 

 

Οι νεομαλθουσιανοί και ο μύθος του «υπερπληθυσμού

 

Με παρόμοιο τρόπο, σήμερα, οι νεομαλθουσιανοί παραβλέπουν το αντίστοιχο κίνημα περίφραξης των κοινοτικών γαιών στο Νότο, που έχει οδηγήσει στη διάλυση των παραδοσιακών οικονομιών στην περιοχή, μετά την επιτυχή διείσδυση της αγοράς και της οικονομίας ανάπτυξης. Αλλά, όπως επισημαίνει ο Ted Trainer[26]: «στη Λατινική Αμερική, ενώ το ποσοστό των ακτημόνων αγροτών το 1961 ήταν 11%,  ως το 1975 το ποσοστό αυτό είχε ανέβει  στο 40%… Περίπου το 80% του συνόλου  της καλλιεργήσιμης γης στον Τρίτο Κόσμο εξακολουθεί να ανήκει στο 3% περίπου του πληθυσμού που είναι γαιοκτήμονες.» Παρ’ όλα αυτά, οι νεομαλθουσιανοί υποστηρίζουν τη θέση, η οποία υιοθετείται επίσης από ορισμένα οικοφασιστικά ρεύματα του Πράσινου κινήματος, ότι η φτώχεια του Νότου πρέπει να αποδοθεί στον «υπερπληθυσμό». Οι βαθείς οικολόγοι, όπως θα δούμε πιο κάτω, υιοθετούν επίσης τη νεομαλθουσιανή θέση και υποστηρίζουν ότι ο υπερπληθυσμός δημιούργησε μια «πληθυσμιακή βόμβα»[27], η οποία πρέπει να ελεγχθεί «μέσα από την ανάληψη γενικής δέσμευσης για τη μείωση της γεννητικότητας, ιδιαίτερα στις χώρες του Τρίτου Κόσμου»[28] ακόμα και με μεθόδους όπως η περικοπή βοήθειας προς τις χώρες αυτές![29]

 

Αλλά, ας εξετάσουμε τα στατιστικά στοιχεία σε σχέση με τη μυθολογία για τον «υπερπληθυσμό». Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός έχει αυξηθεί με γοργούς ρυθμούς τους δύο τελευταίους αιώνες. Δεν είναι όμως τυχαίο ότι η επιτάχυνση της αύξησης του πληθυσμού συμπίπτει με την ανάδυση και την εξάπλωση της οικονομίας της αγοράς/ανάπτυξης σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Έτσι, ο παγκόσμιος πληθυσμός, που έφτασε το 1 δισεκατομμύριο στη δεκαετία του 1800, διπλασιάστηκε στη δεκαετία του 1920, διπλασιάστηκε ξανά στη δεκαετία του 1970 και αναμένεται να διπλασιαστεί και πάλι ως τη δεκαετία του 2020.[30] Εντούτοις, είναι τουλάχιστον αμφίβολο εάν οι σημερινές πληθυσμιακές τάσεις θα συνεχίσουν να υφίστανται στον επόμενο αιώνα.

 

Μέσα στην πολύ μικρή περίοδο των τελευταίων 20 χρόνων, οι «συνολικοί δείκτες γονιμότητας» (που ορίζονται ως ο αριθμός των παιδιών που θα γεννούσε μια γυναίκα αν ζούσε μέχρι το τέλος των γόνιμων χρόνων της και αποκτούσε παιδιά σύμφωνα με τους ισχύοντες δείκτες γονιμότητας κατά ηλικία) υπέστησαν θεαματική μείωση στο Νότο. Ο «συνολικός δείκτης γονιμότητας» μειώθηκε σχεδόν κατά 50% τα τελευταία 20 χρόνια στο μεγαλύτερο μέρος του Νότου. Έτσι, σε χώρες «χαμηλού εισοδήματος», όπου ζουν τα δύο τρίτα του συνολικού πληθυσμού του Νότου, ο δείκτης γονιμότητας μειώθηκε από 5,9 το 1970 σε 3,2 το 1995, ενώ στον υπόλοιπο Νότο ο δείκτης αυτός μειώθηκε από 4,5 σε 3,0.[31] Ένα σημαντικό μέρος αυτής της δραστικής μείωσης οφείλεται στην οικονομική και φυσική βία που χρησιμοποιείται στο πλαίσιο των στρατηγικών «οικογενειακού προγραμματισμού» (Κίνα, Ινδία). Η αναγκαστική αυτή μείωση του πληθυσμού έχει συνέπειες κυρίως στον γυναικείο πληθυσμό. Ενδεικτικά, στην Ινδία, μεταξύ 1981 και 1991, ο αριθμός των γυναικών ανά 1.000 άνδρες μειώθηκε από 934 σε 929,  ενώ στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες υπάρχουν 1.060 γυναίκες για κάθε 1.000 άνδρες.[32] Εντούτοις, η διάδοση της αντισύλληψης, όπως φαίνεται από το ποσοστό των γυναικών που χρησιμοποιούν αντισύλληψη, και η τηλεοπτική προπαγάνδα έχουν παίξει εξίσου σημαντικό ρόλο στη διαδικασία αυτή. Δεν είναι παράξενο επομένως το ότι ακριβώς την ημέρα που άρχιζε η Διεθνής Διάσκεψη για τον Πληθυσμό και την Ανάπτυξη στο Κάιρο το 1994 –με την προφανή επιδίωξη να επιβάλλει μείωση των δεικτών γονιμότητας, οι οποίοι υποτίθεται ότι θα οδηγήσουν σε πληθυσμιακή έκρηξη τον εικοστό πρώτο αιώνα– οι κορυφαίοι δημογράφοι του κόσμου ανακοίνωσαν (χωρίς να προσελκύσουν ιδιαίτερη προσοχή από τα ΜΜΕ) ότι, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα πορίσματα της έρευνάς τους, η αύξηση των πληθυσμιακών αριθμών επιβραδύνεται σε παγκόσμιο επίπεδο![33]

 

Επιπλέον, εύκολα μπορεί να δειχθεί ότι δεν είναι η έλλειψη της δυνατότητας παραγωγής τροφίμων που προκαλεί την πείνα και τις σχετικές ασθένειες, οι οποίες σκοτώνουν καθημερινά 40.000 ανθρώπους.[34] Όπως υποστηρίζει ο David Satterthwaite του Διεθνούς Ινστιτούτου για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη, είναι «οι γαιοκτητικές δομές και οι συνακόλουθες οικονομικές διαδικασίες που στερούν τη δυνατότητα στους ‘πεινασμένους’ να παράγουν τρόφιμα ή να κερδίζουν αρκετά για να τα αγοράζουν».[35] Και φυσικά, ούτε η εξάντληση των φυσικών πόρων (ανανεώσιμων ή μη) ούτε η υποβάθμιση του περιβάλλοντος (που εκδηλώνεται με φαινόμενα όπως το φαινόμενο του θερμοκηπίου και η καταστροφή του στρώματος του όζοντος)  θα μπορούσαν να αποδοθούν, όσο ελεύθερη κι αν αφήναμε τη φαντασία μας, στις δημογραφικές τάσεις. Δεδομένης της άμεσης σχέσης που υπάρχει μεταξύ επιπέδων κατανάλωσης και υποβάθμισης του περιβάλλοντος (οι πλουσιότερες χώρες είναι κυρίως υπεύθυνες για την οικολογική κρίση) και της αντίστροφης σχέσης μεταξύ των δεικτών γονιμότητας και των επιπέδων κατανάλωσης (δηλαδή, οι πλουσιότερες χώρες χαρακτηρίζονται συνήθως από χαμηλή  γονιμότητα), ελάχιστες αμφιβολίες υπάρχουν για τις αιτίες της σημερινής κρίσης. Είναι οι πλουσιότερες χώρες με τη χαμηλή γονιμότητα και τα υψηλά επίπεδα κατανάλωσης που επιβαρύνουν περισσότερο το περιβάλλον Επομένως, η συγκέντρωση του εισοδήματος και του πλούτου δεν είναι απλώς η βασική άμεση αιτία  της φτώχειας και της λιμοκτονίας, αλλά και της σημερινής καταστροφής του περιβάλλοντος επιπλέον, είναι η έμμεση αιτία για τους υψηλούς δείκτες γονιμότητας στις ομάδες με τα χαμηλά εισοδήματα. Με άλλα λόγια, οι ευθύνες για τη σημερινή οικονομική, οικολογική και δημογραφική κρίση πρέπει ν’ αποδοθούν στην ίδια την οικονομία ανάπτυξης.

 

Μπορούμε λοιπόν να υποστηρίξουμε τη θέση ότι και οι δυο κύριες προσεγγίσεις που διαμόρφωσαν την σπονδυλική στήλη του εικοσαετούς Προγράμματος Δράσης, το οποίο εγκρίθηκε στο συνέδριο του Καϊρου για τον πληθυσμό, είναι εξίσου άσχετες με τα πραγματικά προβλήματα. Σύμφωνα με την πρώτη προσέγγιση, την οποία μπορούμε να ονομάσουμε προσέγγιση της οικονομικής ανάπτυξης, ο καλύτερος τρόπος να λύσουμε το «πληθυσμιακό πρόβλημα» είναι η οικονομική ανάπτυξη, δηλαδή η αδιάκοπη επέκταση της οικονομίας ανάπτυξης. Η προσέγγιση αυτή, που στηρίζεται στην εμπειρία του Βορρά, υποθέτει ότι σε μια προβιομηχανική οικονομία τόσο η γεννητικότητα όσο και η θνησιμότητα βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα, διατηρώντας, σε γενικές γραμμές, τον πληθυσμό σταθερόκαθώς όμως μια χώρα μπαίνει σε διαδικασία εκβιομηχάνισης και οι συνθήκες ζωής (συμπεριλαμβανομένων των συνθηκών υγιεινής) βελτιώνονται, τα ποσοστά θνησιμότητας μειώνονται με αποτέλεσμα μια μεγάλη αύξηση του πληθυσμού. Εντούτοις, η πληθυσμιακή έκρηξη –σύμφωνα με το επιχείρημα αυτό–  είναι προσωρινή, επειδή, σύντομα, καθώς οι καλύτερες συνθήκες εκπαίδευσης και υγιεινής επεκτείνονται, μειώνεται και η γεννητικότητα, οδηγώντας σε μια μέτρια, αλλά σταθερή, πληθυσμιακή αύξηση. Αυτό ήταν το πληθυσμιακό υπόδειγμα στο Βορρά και ένα παρόμοιο υπόδειγμα αναμενόταν στο Νότο.

 

Ωστόσο, παρόλο που τόσο η γεννητικότητα όσο και η θνησιμότητα μειώθηκαν στο Νότο, οι δείκτες γονιμότητας στην περιοχή είναι σχεδόν διπλάσιοι από αυτούς που επικρατούν στο Βορρά. Το 1995, ο δείκτης συνολικής γονιμότητας ήταν 5,0 σε χώρες χαμηλού εισοδήματος (3,2 συμπεριλαμβανομένης της Κίνας και της Ινδίας) και 3,0 σε χώρες μέσου εισοδήματος, έναντι 1,7 στις χώρες υψηλού εισοδήματος στο Βορρά.[36] Επιπλέον, δεν υπάρχει καμιά βάση να αναμένουμε ότι οι διαφορές αυτές θα εξαλειφθούν στο προσεχές μέλλον. Σήμερα, είναι σχεδόν γενικά αποδεκτό ότι ο υπερπληθυσμός είναι περισσότερο το αποτέλεσμα, παρά η αιτία της φτώχειας – γεγονός που έγινε ρητά ή υπόρρητα αποδεκτό από τους οπαδούς της προσέγγισης της οικονομικής ανάπτυξης στο Συνέδριο του Καϊρου. Σύμφωνα, για παράδειγμα, με τον Julian Simon[37], δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία που να δείχνουν ότι η πληθυσμιακή αύξηση κάνει τις χώρες φτωχότερες. Ακόμα, σύμφωνα με μια άλλη έκθεση[38], τα πιο αποτελεσματικά προγράμματα πληθυσμιακού ελέγχου τα 25 τελευταία χρόνια ήταν αυτά που στόχευαν στην καταπολέμηση της φτώχειας. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι η φτώχεια είναι η μόνη αιτία των υψηλών δεικτών γονιμότητας. Οι δημογραφικές τάσεις εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες: κοινωνικούς (οικογενειακός προγραμματισμός, χρήση αντισυλληπτικών μεθόδων κτλ), πολιτισμικούς (θρησκεία, παράδοση κτλ) καθώς και οικονομικούς. Οι οικονομικοί όμως παράγοντες παίζουν καθοριστικό ρόλο. Και ο κύριος οικονομικός παράγοντας είναι βέβαια η φτώχεια.

 

Η φτώχεια, ορισμένη με μια ευρεία έννοια, καθορίζεται από την κατανομή του εισοδήματος, την ανεργία και την ποιότητα των υπηρεσιών πρόνοιας –ιδιαίτερα τις υπηρεσίες που σχετίζονται με την υγεία και την εκπαίδευση. Μπορεί να δειχθεί ότι η φτώχεια είναι ίσως ο σημαντικότερος ερμηνευτικός παράγοντας για τις διαφορές στους δείκτες γονιμότητας μεταξύ  χωρών. Το γεγονός αυτό γίνεται προφανές, ακόμα κι αν χρησιμοποιήσουμε ως συγκριτικό μέτρο ευημερίας το δείκτη που χρησιμοποιεί η Παγκόσμια Τράπεζα και οι άλλοι διεθνείς οργανισμοί: το κατά κεφαλήν εισόδημα. Το κατά κεφαλήν εισόδημα είναι, βέβαια, ένα πολύ ανεπαρκές μέτρο ευημερίας και δικαιολογημένα έχει δεχτεί κριτική από ριζοσπάστες οικονομολόγους όλων των πεποιθήσεων. Κατά κανόνα όμως, σημαντικές διαφορές στο κατά κεφαλήν εισόδημα (όπως αυτές μεταξύ των χωρών χαμηλού εισοδήματος και των χωρών υψηλού εισοδήματος που παρουσιάζουν ένα λόγο 1:61) αντικατροπτίζουν πράγματι σημαντικές διαφορές στη φτώχεια με την ευρεία έννοια (δηλαδή, διαφορές στην απασχόληση, στα πραγματικά εισοδήματα, στις κοινωνικές υπηρεσίες κ.τ.λ.) οι οποίες επηρεάζουν έμμεσα τους κοινωνικούς και πολιτισμικούς παράγοντες που σχετίζονται με τις δημογραφικές τάσεις. Έτσι, μπορεί να δειχθεί ότι υπάρχει μια πολύ ισχυρή στατιστική συσχέτιση μεταξύ φτώχειας και δείκτη γονιμότητας: όσο υψηλότερο είναι το κατά κεφαλήν εισόδημα τόσο χαμηλότερος είναι ο δείκτης γονιμότητας. Χώρες χαμηλού εισοδήματος (με εξαίρεση την Κίνα και την Ινδία) με μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα 430 δολλάρια, έχουν δείκτη συνολικής γονιμότητας 5,0 (με μείωση κατά 15% από το 1970). Χώρες μέσου εισοδήματος, με μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα 2.390 δολλάρια, έχουν δείκτη γονιμότητας 3,0 (μείωση κατά 33% από το 1970), ενώ χώρες υψηλού εισοδήματος, με μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα περίπου 24.930 δολλάρια, έχουν δείκτη γονιμότητας μικρότερο από 1,7 (μείωση κατά 26% από το 1970).[39] Επομένως, δεδομένου ότι οι  διαφορές στο εισόδημα και στον πλούτο, όχι μόνο δεν μειώνονται από την επέκταση της οικονομίας ανάπτυξης, αλλά ενισχύονται περαιτέρω και ότι η διάχυση προς τα κάτω είναι σχεδόν μηδαμινή στο Νότο, εύλογα μπορεί κανείς να περιμένει ότι όσο εξακολουθούν να υφίστανται οι τεράστιες εισοδηματικές διαφορές, οι σημερινές σημαντικές διαφορές στη γεννητικότητα θα εξακολουθήσουν να αναπαράγονται.

 

Την εναλλακτική προσέγγιση σε αυτή της οικονομικής ανάπτυξης  μπορούμε να την ονομάσουμε προσέγγιση της κοινωνικής ανάπτυξης. Η προσέγγιση αυτή, που προώθησε το Συνέδριο του Καϊρου, δίνει έμφαση στην κοινωνική παρά στην οικονομική ανάπτυξη και τονίζει την ανάγκη «ενδυνάμωσης των γυναικών», ως κλειδί για την επίλυση του «πληθυσμιακού προβλήματος». Εντούτοις, η «ενδυνάμωση των γυναικών» στο πλαίσιο αυτό δεν σημαίνει αναβάθμιση της γενικής κοινωνικής τους θέσης η οποία είναι ούτως ή άλλως αδύνατη στις σημερινές συνθήκες συγκέντρωσης δύναμης. Σημαίνει απλώς, όπως το θέτει ένας ρεαλιστής Πράσινος και εξέχουσα φυσιογνωμία του βρετανικού κατεστημένου, «ενδυνάμωση των γυναικών στο να ελέγχουν τη γονιμότητά τους»,[40] μέσω της διευκόλυνσης της πρόσβασής τους (από κοινωνική, οικονομική και υγειονομική άποψη) στην αντισύλληψη και στην άμβλωση. Η υπόθεση στην οποία βασίζεται η προσέγγιση αυτή είναι ότι η αντισύλληψη, όχι η «ανάπτυξη», είναι το καλύτερο αντισυλληπτικό και ότι η καταπολέμηση της φτώχειας, όπως το θέτει ο ίδιος ακτιβιστής, δεν αποτελεί ‘ρεαλιστικό’ στόχο για την επίλυση του προβλήματος.

 

Όμως, όπως υποστήριξα παραπάνω, είναι η φτώχεια με την ευρεία έννοια που παίζει κρίσιμο ρόλο σε σχέση με παράγοντες που έχουν ιδιαίτερη σημασία για τις δημογραφικές τάσεις, όπως η ασφάλιση των ηλικιωμένων ή η παιδική θνησιμότητα η οποία είναι πάνω από εννέα φορές υψηλότερη στις χώρες χαμηλού εισοδήματος σε σύγκριση με τις χώρες υψηλού εισοδήματος.[41] Εξαιτίας των εμφανών ατελειών της εναλλακτικής αυτής προσέγγισης, ακόμα και οι φιλελεύθερες ελίτ δυσκολεύονται να επαναπαυθούν αποκλειστικά σ’ αυτή και υποστηρίζουν ότι «η ανάπτυξη δεν είναι το μόνο αντισυλληπτικό, αλλά, χωρίς αυτή, όσα προφυλακτικά και να σκορπίσουμε στο δρόμο δεν πρόκειται να υπάρξει αποτέλεσμα».[42] Τις ίδιες ατέλειες έχουν προφανώς επισημάνει και οι σύμβουλοι του Κλίντον στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας που έχουν χαρακτηρίσει τον κίνδυνο ο οποίος προέρχεται από τους λαούς που στερούνται βασικά αγαθά, όπως το νερό, η τροφή και η στέγη, ως «μία από τις κύριες αιτίες της παγκόσμιας αστάθειας».[43]
 

 

Η νεοκλασική, η μαρξιστική και η θεωρία της εξάρτησης

 

Το τελευταίο τέταρτο του δέκατου ένατου αιώνα, σημαντικές μεθοδολογικές αλλαγές στην οικονομική θεωρία, που εισήχθησαν χωριστά από τους Jevons, Menger και Walras, ξεκίνησαν τη λεγόμενη μαρζιναλιστική επανάσταση. Η επανάσταση αυτή δεν ήταν απλώς  ένα κίνημα μετατροπής της κλασικής πολιτικής οικονομίας σε  «επιστήμη» της οικονομίας, εφόσον σηματοδότησε επίσης μια μετατόπιση της έμφασης από το πρόβλημα της ανάπτυξης, στο στατικό πρόβλημα της κατανομής των οικονομικών πόρων κάτω από συνθήκες οικονομικής  αποτελεσματικότητας. Η νεοκλασική θεωρία ήταν μια κοσμοθεωρία  αρμονίας (όλες οι κοινωνικές ομάδες κερδίζουν στην αναπτυξιακή διαδικασία), βαθμιαίων αλλαγών (η ανάπτυξη προχωρεί με μικρά, σχεδόν συνεχή βήματα), ατομικισμού (οι ατομικά ορθολογικές αποφάσεις εξασφαλίζουν μια κοινωνικά ορθολογική διαδικασία) και  έλλειψης κυβερνητικού παρεμβατισμού (laisser-faire). Η κοσμοθεωρία της νεοκλασικής σχολής, η οποία αναδύθηκε από την μαρζιναλιστική επανάσταση, παρέμεινε η κλασική. Αυτό δεν ήταν βέβαια παράξενο, δεδομένου του ρητού  στόχου των νεοκλασικών να τελειοποιήσουν και όχι να αντικαταστήσουν την κλασική οικονομική θεωρία.

 

Όμως, σ’ αντίθεση με τους κλασικούς προκατόχους τους, οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι ήταν αισιόδοξοι για τις μακροπρόθεσμες προοπτικές των καπιταλιστικών οικονομιών. Υποστήριζαν ότι η τεχνολογική πρόοδος θα αντισταθμίσει οποιουσδήποτε περιορισμούς θα επέβαλλαν οι φυσικοί πόροι και ότι, ακόμα κι εάν δεν λάβουμε υπόψη την τεχνολογική πρόοδο, θα χρειαστεί πολύς καιρός για να φτάσουμε σε κατάσταση στασιμότητας. Έτσι, προϋποτιθεμένου ότι η αγορά θα αφεθεί ελεύθερη να εξασφαλίζει επαρκή επίπεδα αποταμίευσης (μέσω κυρίως της αύξησης των κερδών που επιφέρει η συμπίεση του κόστους παραγωγής, δηλαδή, βασικά, μέσω της συμπίεσης των πραγματικών μισθών και του περιβαλλοντικού κόστους) και επενδύσεων (που τροφοδοτούν την τεχνολογική πρόοδο) η οικονομική μεγέθυνση μπορεί να συνεχίζεται σχεδόν επ’ άπειρον.

 

Από την ριζοσπαστική μεριά, η μαρξιστική οικονομική ερμηνεία της ιστορίας ήταν ένα τέλειο παράδειγμα Ευρωκεντρισμού: τα κριτήρια για τη ταξινόμηση των μη ευρωπαϊκών κοινωνιών καθορίζονταν από την ευρωπαϊκή εμπειρία και από την ιδεολογία της οικονομίας ανάπτυξης. Ο ίδιος ο Μarx, όπως και οι ορθόδοξοι κοινωνικοί επιστήμονες, ταύτιζε την πρόοδο και τον πολιτισμό με την απεριόριστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων («η αστική τάξη, με τη ραγδαία βελτίωση όλων των μέσων παραγωγής, με τη μεγάλη ανάπτυξη των μέσων επικοινωνίας, σύρει τους πάντες, ακόμα και τα πιο βάρβαρα έθνη, στον πολιτισμό»).[44] Επιπλέον, η υιοθέτηση της ιδεολογίας της ανάπτυξης τον οδήγησε να «τσουβαλιάσει» όλες τις μη-ευρωπαϊκές μορφές κοινωνίας κάτω από το γενικό γεωγραφικό χαρακτηρισμό  «του ‘ασιατικού τρόπου παραγωγής’που εμφανίζεται στατικός, αναλλοίωτος και απόλυτα αντιδιαλεκτικός».[45] Για τον Μarx, ο καπιταλισμός είναι ένα δυναμικό σύστημα που τείνει να δημιουργεί οικονομική ανάπτυξη ενδογενώς, μέσα από τον ανταγωνισμό των κεφαλαίων. Έτσι, η εμφάνιση του καπιταλισμού σε μερικά μητροπολιτικά κέντρα προκαλεί συσσώρευση κεφαλαίου και ανάπτυξη,  δημιουργώντας ένα αρχικό προβάδισμα σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο. Στη συνέχεια, η δυναμική του ανταγωνισμού αναγκάζει το κεφάλαιο να αναζητεί νέες μεθόδους παραγωγής, νέες αγορές, νέες πηγές εφοδιασμού κτλ και θέτει σε κίνηση δυνάμεις που οδηγούν στην επέκταση, στη συσσώρευση και στην οικονομική ανάπτυξη των περιοχών στις οποίες έχει διεισδύσει ο καπιταλισμός. Το κεφάλαιο, σύμφωνα με τον Μarx, θα δημιουργήσει «έναν κόσμο κατ’εικόνα και ομοίωση του».[46] Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής είναι η γεωγραφική εξάπλωση του συστήματος, η διεθνοποίηση του κεφαλαίου.

 

Εντούτοις, ενώ οι ορθόδοξοι κοινωνικοί επιστήμονες είδαν την αναπτυξιακή διαδικασία στο πλαίσιο μιας κοσμοθεωρίας αρμονίας, βαθμιαίων αλλαγών, ισορροπητικών τάσεων  και εξελικτικής αλλαγής, ο Μarx μέσα από μια διαλεκτική ανάλυση της κοινωνικής αλλαγής είδε την ίδια διαδικασία στο πλαίσιο μιας κοσμοθεωρίας σύγκρουσης, αντιφατικών δυνάμεων και αναπόφευκτης επανάστασης που θα αντικαθιστούσε την αστική τάξη με την εργατική στο ρόλο του κοινωνικού υποκειμένου της ανάπτυξης. Ωστόσο, για τον Μαρξ, η βασική αντίφαση του καπιταλισμού οφείλεται στον κοινωνικό χαρακτήρα της σύγχρονης παραγωγής σε σχέση με τον ιδιωτικό σφετερισμό του οικονομικού πλεονάσματος, και όχι στο γεγονός ότι η ίδια η οικονομική ανάπτυξη οδηγεί αναγκαστικά στη συγκέντρωση οικονομικής δύναμης και τη καταστροφή του περιβάλλοντος. Με άλλα λόγια, η μαρξιστική κριτική επικεντρώνει την προσοχή της αποκλειστικά στην οικονομία της αγοράς και δεν αγγίζει ποτέ την ίδια την οικονομία ανάπτυξης.

 

Οι μεταπολεμικές θεωρίες της «ανάπτυξης» διαμορφώθηκαν με το ρητό στόχο να επεξεργαστούν τα προβλήματα που δημιούργησε η επέκταση της οικονομίας ανάπτυξης στο Νότο. Οι θεωρίες αυτές μπορούν να ταξινομηθούν είτε ως «ορθόδοξες» είτε ως «ριζοσπαστικές». Στις πρώτες συγκαταλέγονται όλες οι προσεγγίσεις για την ανάπτυξη που ανήκουν στο ορθόδοξο παράδειγμα και στις δεύτερες όλες όσες ανήκουν στο μαρξιστικό ή στο παράδειγμα της εξάρτησης.

 

Το ορθόδοξο παράδειγμα περιλαμβάνει όλες τις θεωρίες ανάπτυξης στις οποίες η οικονομία της αγοράς θεωρείται δεδομένη και υιοθετείται μια κοσμοθεωρία αρμονίας, στα πλαίσια μιας εξελικτικής διαδικασίας. Οι ορθόδοξες οικονομικές προσεγγίσεις στην ανάπτυξη μπορούν να ταξινομηθούν, σε γενικές γραμμές, σε «νεοκλασικές» και «στρουκτουραλιστικές». Οι νεοκλασικές προσεγγίσεις τονίζουν το ρόλο των ελεύθερων αγορών, ενώ οι λεγόμενες στρουκτουραλιστικές προσεγγίσεις  (που συνδέονται με τα ονόματα των Paul Rosestein-Rodan, Ragnar Nurkse, Arthur Lewis, Hollis Chenery, Gunnar Myrdal και άλλων) υιοθετούν τον κεϋνσιανικό κρατισμό. Τόσο όμως οι στρουκτουραλιστές, όσο και οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι, θεωρούν δεδομένη την οικονομία της αγοράς και χρησιμοποιούν τα παραδοσιακά εργαλεία της ορθόδοξης οικονομικής θεωρίας σε μια προσπάθεια να δείξουν την ύπαρξη μιας διαδικασίας που οδηγεί από την παραδοσιακή, γεωργική, υπανάπτυκτη οικονομία στη σύγχρονη, βιομηχανική οικονομία. Αλλά, σ’ αντίθεση με τους νεοκλασικούς οικονομολόγους, οι στρουκτουραλιστές τονίζουν το ρόλο των δομικών ανελαστικοτήτων και ανισορροπιών στη διάρκεια της μεταβατικής διαδικασίας προς μια οικονομία ανάπτυξης. Οι στρουκτουραλιστές είναι επομένως υπέρ του κρατικού παρεμβατισμού και δεν είναι παράξενο  ότι η προσέγγισή τους στην ανάπτυξη ήταν πολύ της μόδας κατά την κρατικιστική φάση της διαδικασίας αγοραιοποίησης. Παρόμοια, δεν είναι περίεργο ότι οι νεοκλασικές προσεγγίσεις στην ανάπτυξη έχουν επιστρέψει στη μόδα με τη σημερινή άνθιση του νεοφιλελευθερισμού και ότι προωθούνται με ζήλο από την Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Η ειδική έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας για τη συμπλήρωση 50 χρόνων από την ίδρυσή της είναι, για παράδειγμα, ενδεικτική της «νέας» ορθοδοξίας στην ανάπτυξη: «Έχει αναδυθεί ένα νέο παράδειγμα ένα παράδειγμα που δίνει έμφαση στις ‘φιλικές προς την αγορά’ προσεγγίσεις.»[47]

 

Οι ριζοσπαστικές προσεγγίσεις στην ανάπτυξη ανήκουν στα δύο κύρια παραδείγματα που αναπτύχθηκαν κατά την μεταπολεμική περίοδο, δηλαδή, το μαρξιστικό και το παράδειγμα της εξάρτησης. Το μαρξιστικό παράδειγμα περιλαμβάνει όλες εκείνες τις προσεγγίσεις που υιοθετούν μια κοσμοθεωρία η οποία θεωρεί τον καπιταλισμό ως  απλή ιστορική φάση στη διαδικασία της κοινωνικής εξέλιξης. Στην προβληματική αυτή, η ανάπτυξη καθορίζεται πρωταρχικά από την εσωτερική δομή κάθε χώρας και συγκεκριμένα από τη φύση του κυρίαρχου τρόπου παραγωγής (δηλαδή, τις παραγωγικές δυνάμεις και σχέσεις). Σ’ αυτό το πλαίσιο, η υπανάπτυξη θεωρείται υπόλειμμα του παρελθόντος, ένας προκαπιταλιστικός τρόπος παραγωγής.

 

Το παράδειγμα της εξάρτησης αναπτύχθηκε κατά τη μεταπολεμική περίοδο, με στόχο την ερμηνεία της αποτυχίας της καπιταλιστικής ανάπτυξης στον Τρίτο Κόσμο. Στη πραγματικότητα, το παράδειγμα αυτό αποτελούσε  μια θεωρητική αντίδραση στην αδυναμία τόσο της ορθόδοξης οικονομικής θεωρίας, όσο και των κλασικών μαρξιστικών θεωριών του ιμπεριαλισμού, να εξηγήσουν την αποτυχία αυτή. Το παράδειγμα της εξάρτησης περιλαμβάνει όλες εκείνες της προσεγγίσεις στις οποίες η υπανάπτυξη θεωρείται ως το αποτέλεσμα συγκεκριμένων σχέσεων εξουσίας μέσα στα πλαίσια ενός παγκόσμιου συστήματος.

 

Οι θεωρίες εξάρτησης έχουν πολλά σημαντικά κοινά σημεία με τις μαρξιστικές: μια κοσμοθεωρία συγκρουόμενων συμφερόντων, αντί για εκείνη της αρμονίας των ορθόδοξων προσεγγίσεων στην ανάπτυξημια ιστορική αντίληψη της καπιταλιστικής ανάπτυξης, αντί για την τυπική ανιστορική ορθόδοξη ανάλυσηκαι τέλος,  μια διεθνιστική προσέγγιση που δίνει έμφαση στην ενιαία φύση της παγκόσμιας οικονομίας, αντί για τη συνηθισμένη ορθόδοξη προσέγγιση που επικεντρώνεται σε έθνη-κράτη ως τις βασικές μονάδες ανάλυσης. Εντούτοις, οι διαφορές μεταξύ της μαρξιστικής και της προσέγγισης της εξάρτησης στο μεθοδολογικό, θεωρητικό και πολιτικό επίπεδο είναι εξίσου σημαντικές.

 

Οι μεθοδολογικές διαφορές ανάγονται στο γεγονός ότι η κεντρική κατηγορία στη μαρξιστική θεωρία είναι αυτή του τρόπου παραγωγής, ενώ στις θεωρίες εξάρτησης το ρόλο αυτό έχει η έννοια του «παγκόσμιου συστήματος». Έτσι, ο καπιταλισμός, στην μαρξιστική προσέγγιση, εξετάζεται μέσα στο πλαίσιο της ταξικής ανάλυσης, ενώ, στη προσέγγιση της εξάρτησης, μέσα στο εννοιολογικό πλαίσιο της παραγωγής για το κέρδος, σ’ ένα παγκόσμιο σύστημα ανταλλαγής και εκμετάλλευσης ορισμένων περιοχών από άλλες. Αυτό σημαίνει ότι η συγκεκριμένη ταξική δομή (όπως και η υπανάπτυξη) στη μεν θεωρία της εξάρτησης είναι συνέπεια των σχέσεων εξάρτησης ενώ στη μαρξιστική ανάλυση αποτελεί τη βασική καθοριστική αιτία της υπανάπτυξης.

 

Επίσης, υπάρχουν θεμελιακές θεωρητικές διάφορες μεταξύ των δυο προσεγγίσεων όσον αφορά τη φύση του ιστορικού ρόλου του καπιταλισμού. Οι μαρξιστές υποθέτουν ότι ο ρόλος του καπιταλισμού στην αναπτυξιακή διαδικασία είναι προοδευτικός και βλέπουν τη συσσώρευση κεφαλαίου ως μια διαδικασία συνεχούς επέκτασης. Από την άλλη μεριά, οι θεωρητικοί της εξάρτησης δεν θεωρούν τον ιστορικό ρόλο του καπιταλισμού απαραίτητα προοδευτικό και βλέπουν τη συσσώρευση κεφαλαίου περισσότερο ως ένα σύστημα μεταφοράς του οικονομικού πλεονάσματος από την περιφέρεια στο κέντρο, παρά ως ένα σύστημα συνεχούς επέκτασης. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι μαρξιστές βλέπουν την υπανάπτυξη ως μια κατάσταση προκαπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, ως ένα παλιότερο ιστορικό στάδιο, ενώ οι θεωρητικοί της εξάρτησης  βλέπουν την υπανάπτυξη ως το αποτέλεσμα της επιβολής ενός συγκεκριμένου μοντέλου καταμερισμού εργασίας στην περιφέρεια, δηλαδή, ως το αποτέλεσμα  της ενσωμάτωσης της στο παγκόσμιο σύστημα σε μια θέση εξάρτησης.

 

Τέλος, από πολιτική άποψη, για τους ορθόδοξους μαρξιστές, δεν αποκλείεται η ανάπτυξη μέσα στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, αφού η επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων μπορεί να θέσει τις προϋποθέσεις για τη σοσιαλιστική επανάσταση. Αντίθετα, για τους θεωρητικούς της εξάρτησης, η ανάπτυξη προϋποθέτει τη ρήξη με το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα.

 

Ωστόσο, παρά τις σημαντικές διαφορές μεταξύ μαρξιστών και θεωρητικών της εξάρτησης, υπάρχει ένα βασικό κοινό χαρακτηριστικό που τους ενώνει. Όπως και οι ορθόδοξοι κοινωνικοί επιστήμονες, έτσι και οι ριζοσπάστες (μαρξιστές και οπαδοί της εξάρτησης) δεν αμφισβητούν ποτέ το επιθυμητό της ίδιας της οικονομίας ανάπτυξης, δηλαδή, το  επιθυμητό της απεριόριστης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Στην πραγματικότητα, το κύριο σημείο διαμάχης στις περίφημες συζητήσεις (της δεκαετίας του 1970) μεταξύ μαρξιστών, νεομαρξιστών και θεωρητικών της εξάρτησης επικεντρώνεται σ’ ένα ζήτημα: γιατί η οικονομία ανάπτυξης στο Νότο δεν είναι επιτυχής όπως στο Βορρά Με άλλα λόγια, γιατί η ανάπτυξη δεν είναι αρκετά γοργή. Εν συντομία, όλες οι παραπάνω προσεγγίσεις δεν κατηγορούν ποτέ την καπιταλιστική (ή τη σοσιαλιστική) οικονομία ανάπτυξης ότι εγγενώς οδηγεί σε μια τεράστια συγκέντρωση οικονομικής δύναμης και στην καταστροφή των αυτοδύναμων οικονομιών. Ούτε τονίζουν ποτέ ότι η οικονομία ανάπτυξης, υπονομεύοντας τις οικοκοινότητες, είναι η βασική αιτία της ανεπανόρθωτης οικολογικής ζημιάς. Εν ολίγοις, δεν επικρίνουν ποτέ το σύστημα της οικονομίας της αγοράς διότι προσπαθεί να δημιουργήσει μια παγκόσμια οικονομία ανάπτυξηςαντίθετα, το επικρίνουν επειδή δεν το κάνει αρκετά αποτελεσματικά!

 

Έτσι, ο κύριος στόχος των ριζοσπαστικών θεωριών ήταν να δείξουν τη διαδικασία μέσα από την οποία το οικονομικό πλεόνασμα του Νότου[48] μεταφέρεται στο Βορρά και πως αυτή η διαδικασία εμποδίζει τη δημιουργία μιας επιτυχημένης οικονομίας ανάπτυξης στο Νότο. Η διαδικασία μεταφοράς του πλεονάσματος  μπορεί να δειχθεί είτε μέσα στο θεωρητικό πλαίσιο μιας αλυσίδας μητρόπολης-δορυφόρων που συνδέει το διεθνές, το εθνικό και το τοπικό καπιταλιστικό σύστημα[49]είτε μέσα στο πλαίσιο ενός παγκόσμιου συστήματος του οποίου οι συνιστώσες (έθνη-κράτη) δεν είναι κλειστά συστήματα, αλλά ενσωματωμένα μέρη μιας ολότητας που χαρακτηρίζεται από έναν ενιαίο καταμερισμό εργασίας.[50] Ο ίδιος ο μηχανισμός με τον οποίο γίνεται η μεταφορά του πλεονάσματος στηρίζεται είτε στην άνιση ανταλλαγή που προκύπτει από σημαντικές διαφορές στους μισθούς μεταξύ του Βορρά και του Νότου[51], είτε στην άνιση εξειδίκευση, που προκύπτει από αντίστοιχες διαφορές στην παραγωγικότητα.[52]

 

Τέλος, η νεομαρξιστική προσέγγιση «των τρόπων παραγωγής»[53], που αναπτύχθηκε ως απάντηση στις «ανορθόδοξες» θεωρίες εξάρτησης, εξετάζει τη μεταβατική διαδικασία που οδηγεί σε μια οικονομία ανάπτυξης ως μια διαδικασία συναρμογής των τρόπων παραγωγής (καπιταλιστικών και προκαπιταλιστικών) μέσα σ’ έναν κοινωνικό σχηματισμό. Και πάλι, όχι μόνο δεν αμφισβητείται το αν η οικονομία ανάπτυξης είναι επιθυμητή, αλλά ακόμα και η αναπόφευκτη καθολίκευση της θεωρείται δεδομένη.

 
 

Η θεωρία της ρύθμισης και η ανάπτυξη

 

Ανάλογα συμπεράσματα μπορούμε να συνάγουμε και για τη θεωρία της ρύθμισης[54], που είναι αυτή τη στιγμή της μόδας μεταξύ νεομαρξιστών, μεταμαρξιστών, πρώην μαρξιστών και άλλων. Ο Alain Lipietz[55] αποτελεί ένα τυπικό παράδειγμα της προσέγγισης της ρύθμισης στην ανάπτυξη –μια προσέγγιση που κανείς δεν θα αρνηθεί ότι αποτελεί ένα βήμα μπροστά σε σχέση με τη μαρξιστική μεθοδολογία. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όσον αφορά το γεγονός ότι οι θεωρητικοί της ρύθμισης απορρίπτουν τον χοντροκομμένο λειτουργισμό που χαρακτήριζε ορισμένες θεωρίες του ιμπεριαλισμού και της εξάρτησης. Για παράδειγμα, ελάχιστοι θα αρνούνταν σήμερα ότι είναι αβάσιμη η υπόθεση –η οποία όμως ήταν κεντρική σε αρκετές θεωρίες του ιμπεριαλισμού και της εξάρτησης– ότι η λειτουργία της περιφέρειας είναι να προωθεί την οικονομική μεγέθυνση στο κέντρο, μέσα από διάφορους μηχανισμούς μεταβίβασης αξίας από την περιφέρεια.

 

Εντούτοις, η προσέγγιση της ρύθμισης, όπως η νεομαρξιστική και η προσέγγιση της εξάρτησης, στοχεύει επίσης στο να εξηγήσει γιατί το καθεστώς συσσώρευσης που απαντάται στις  αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες δεν μπόρεσε να ριζώσει στο Νότο. Με άλλα λόγια, στόχος είναι, για μια ακόμα φορά, να δοθεί απάντηση στο ερώτημα  εάν είναι δυνατή μια σχετικά ανεξάρτητη καπιταλιστική ανάπτυξη στην περιφέρεια που θα έκανε δυνατή την μεταφορά της οικονομίας ανάπτυξης του Βορρά  στο Νότο, όπως προέβλεπε η κλασική μαρξιστική θεωρία. Έτσι, το επιθυμητό της «ανεξάρτητης καπιταλιστικής ανάπτυξης»  θεωρείται και πάλι δεδομένο και το μόνο ζήτημα που συζητείται είναι το εφικτό της αναπαραγωγής της στο Νότο.

 

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, σύμφωνα με την προσέγγιση της ρύθμισης, εξαρτάται από τις εσωτερικές ταξικές συμμαχίες: «η ανάπτυξη του καπιταλισμού σε οποιαδήποτε χώρα είναι, πρωταρχικά, το αποτέλεσμα εσωτερικών ταξικών αγώνων, οι οποίοι καταλήγουν σε εμβρυακά καθεστώτα συσσώρευσης που εδραιώνονται μέσω  των μορφών ρύθμισης τις οποίες υποστηρίζει το τοπικό κράτος».[56] Έτσι, η προσέγγιση της ρύθμισης καταλήγει με τη ρητή παραδοχή ότι η τεράστια συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης στο Βορρά είναι απλώς το αποτέλεσμα ταξικών αγώνων και συμμαχιών και του συνακόλουθου ρόλου του κράτους και την υπόρρητη παραδοχή ότι το ίδιο ισχύει σε σχέση με τη συγκέντρωση δύναμης στο εσωτερικό του Βορρά και του Νότου, καθώς και σε σχέση με τη συνακόλουθη οικολογική καταστροφή. Ο σημερινός, επομένως,  «Διεθνής Καταμερισμός Εργασίας»,που συνεπάγεται την άνιση κατανομή της παγκόσμιας εργασίας και των προϊόντων της σε διάφορες χώρες, παρουσιάζεται ως «απλώς το αποτέλεσμα των προσπαθειών των διάφορων εθνών να ελέγξουν το ένα το άλλο ή να αποφύγουν το ένα τον έλεγχο του άλλο, είναι δηλαδή το αποτέλεσμα των συστηματικών προσπαθειών της μιας ή της άλλης ταξικής συμμαχίας να κατακτήσει ή να παραδώσει την εθνική αυτονομία».[57]

 

Το αποτέλεσμα είναι ότι η άμεση σχέση μεταξύ της δυναμικής ‘ανάπτυξη ή θάνατος’ της οικονομίας της αγοράς και της συνακόλουθης συγκέντρωσης οικονομικής δύναμης, καθώς και της οικολογικής καταστροφής, ανάγεται απλώς «στην προτεραιότητα των εσωτερικών αιτίων».Το συμπέρασμα αυτό δεν διαφέρει πολύ από τη φιλελεύθερη θέση, σύμφωνα με την οποία δεν είναι η ίδια η οικονομία της αγοράς στην οποία πρέπει να αποδοθεί η ευθύνη για την εξαθλίωση και τη λιμοκτονία στο Νότο αλλά οι διεφθαρμένες ελίτ του Νότου! Έτσι, η προσέγγιση αυτή απλώς προσπερνά το γεγονός ότι η οικονομία της αγοράς και η συνακόλουθη οικονομία ανάπτυξης έχουν τη δική τους δυναμική και ότι η διαδικασία αγοραιοποίησης και η παράλληλη διαδικασία εξάπλωσης της οικονομίας ανάπτυξης οδηγούν αναπόφευκτα στη συγκέντρωση οικονομικής δύναμης και σε σοβαρές οικολογικές ζημιές. Το υπόρρητο συμπέρασμα, που προωθείται από την προσέγγιση της ρύθμισης, είναι ότι το κράτος (στο κέντρο ή στην περιφέρεια) είναι σε θέση να ελέγξει αποτελεσματικά την αγορά. Ακόμα και σε βαθμό που να δημιουργεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, «ανεξάρτητη καπιταλιστική ανάπτυξη», εφόσον το κράτος είναι «η αρχέτυπη μορφή της ρύθμισης, δεδομένου ότι είναι στο επίπεδο του κράτους που αποφασίζεται η έκβαση της πάλης των τάξεων».[58] Κι όλα αυτά διατυπώνονται ακριβώς τη στιγμή που η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς και η συνακόλουθη εξάλειψη του ρόλου του έθνους-κράτους βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη!

 

Συμπερασματικά, το πρόβλημα με τις συμβατικές θεωρίες ανάπτυξης (ορθόδοξο και μαρξιστικό παράδειγμα) είναι ότι η προβληματική τους απορρέει από τη λογική της οικονομίας ανάπτυξης. Σ’ αυτήν την προβληματική, το ζήτημα της ανάπτυξης συζητείται μόνο σε σχέση με τους λόγους για τους οποίους οι χώρες του Νότου δεν αναπτύσσουν μια οικονομία ανάπτυξης παρόμοια με αυτήν που αναπτύχθηκε στο Βορρά. Εντούτοις, το είδος προσέγγισης που απαιτείται για την εξέταση των οικονομικών σχέσεων μεταξύ Βορρά και Νότου, αλλά και των οικονομικών σχέσεων γενικότερα, είναι μια προσέγγιση που εξετάζει τις σχέσεις αυτές με βάση τις δομές εξουσίας και όχι με βάση «αντικειμενικούς οικονομικούς νόμους», ή «γενικές θεωρίες», μαρξιστικές ή μη. Επομένως, ο ρόλος των κρατών και των κυρίαρχων ελίτ (το «υποκειμενικό» στοιχείο) είναι πράγματι σημαντικός σ’ ένα τέτοιο είδος ανάλυσης. Αλλά και ο ρόλος του θεσμικού πλαισίου, με τη μορφή της οικονομίας της αγοράς/ανάπτυξης, (το «αντικειμενικό» στοιχείο) είναι εξίσου σημαντικός, επειδή καθορίζει τους «βαθμούς ελευθερίας» που διαθέτουν το κράτος και οι κυρίαρχες ελίτ. Φαίνεται, όμως, ότι η σχολή της ρύθμισης, στην προσπάθειά της να ξεφορτωθεί το μαρξιστικό «φορτίο της αντικειμενικότητας» (αν και, παρά τις διακηρύξεις της, η σχολή αυτή δεν παύει να μοιάζει με μια εκλεπτυσμένη προσπάθεια ανάπτυξης μια νέας «γενικής θεωρίας»), πέρασε στο άλλο άκρο και σχεδόν αγνοεί τους περιορισμούς που επιβάλλει στο κράτος το θεσμικό πλαίσιο!

 

 

3.3. Η οικολογική διάσταση της ανάπτυξης

 

 Η εμφάνιση στο προσκήνιο της οικολογικής κρίσης, τη δεκαετία του ‘80, πρόσθεσε μια νέα διάσταση στη διαμάχη για την ανάπτυξη –μια διαμάχη που μέχρι τότε επικεντρωνόταν στο αν είναι εφικτή η αναπαραγωγή της οικονομίας ανάπτυξης του Βορρά στο Νότο. Το ζήτημα των οικολογικών επιπτώσεων της ανάπτυξης και, υπόρρητα, το αν η ίδια η οικονομία ανάπτυξης είναι επιθυμητή απέκτησε βαρύνουσα σημασία. Στη συνέχεια, θα εξετάσουμε την ορθόδοξη οικονομική προσέγγιση σχετικά με τις οικολογικές επιπτώσεις της ανάπτυξης στο Νότο, ενώ οι  οικολογικές προσεγγίσεις για τις επιπτώσεις της ανάπτυξης στο περιβάλλον, τόσο στο Βορρά όσο και στο Νότο, θα εξεταστούν στο τέταρτο Κεφάλαιο.

 

Για τους ορθόδοξους οικονομολόγους, το ερώτημα είναι εάν είναι η ίδια η «ανάπτυξη» που ευθύνεται για την οικολογική ζημιά ή εάν είναι, αντίθετα, η έλλειψη ανάπτυξης αυτή που προκαλεί τα περιβαλλοντικά προβλήματα. Η Παγκόσμια Τράπεζα αποφαίνεται ότι ορισμένα προβλήματα σχετίζονται με την έλλειψη οικονομικής ανάπτυξης και αναφέρει συγκεκριμένα την ανεπαρκή αποχέτευση, την έλλειψη καθαρού νερού,  την εσωτερική ρύπανση του αέρα από τη καύση βιομάζας και τη ποικιλότροπη υποβάθμιση του εδάφους στο Νότο —φαινόμενα που έχουν ως βασική αιτία τους τη φτώχεια. Από την άλλη μεριά, η ίδια πηγή υποστηρίζει: «Πολλά άλλα προβλήματα επιδεινώνονται από την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, όπως η βιομηχανική και ενεργειακή μόλυνση (τοπική και παγκόσμια), η αποψίλωση των  δασών λόγω της εμπορικής υλοτομίας και η κατάχρηση των υδάτινων πόρων.»[59]

 

Δεν είναι περίεργο ότι–ιδιαίτερα αν πάρουμε υπόψη το γεγονός πως, σε τελική ανάλυση, οι δραστηριότητες της Παγκόσμιας Τράπεζας και οι μισθοί των στελεχών της που εκπονούν τις σχετικές εκθέσεις χρηματοδοτούνται από τις εισπράξεις των οικονομικών ολιγαρχιών από τη λειτουργία της οικονομίας της αγοράς – οι λύσεις που προτείνονται από την Παγκόσμια Τράπεζα και για τα δύο είδη προβλημάτων είναι συμβατές με το στόχο της διατήρησης και αναπαραγωγής του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου της οικονομίας της αγοράς. Έτσι, η προτεινόμενη λύση για τα οικολογικά προβλήματα είναι «περισσότερη ανάπτυξη»,  που δεν θα παραλείπει όμως  «να λαμβάνει υπόψη της αξία του περιβάλλοντος», ώστε να επιτευχθεί μια καλύτερη ισορροπία μεταξύ ανάπτυξης και ποιότητας περιβάλλοντος.  Το περιβάλλον, επομένως, θεωρείται κάτι που μπορεί να αποτιμηθεί, κατά τρόπο παρόμοιο μ’ εκείνον με το οποίο αποτιμώνται τα πάντα στην οικονομία της αγοράς.

 

Εντούτοις, πέρα από το γεγονός ότι δεν υπάρχει τρόπος να αποδοθεί μια «αντικειμενική» αξία στα περισσότερα στοιχεία που συνιστούν το περιβάλλον (αφού επηρεάζουν έναν κατ’ εξοχήν υποκειμενικό παράγοντα, δηλαδή την ποιότητα ζωής), η προτεινόμενη λύση  συνεπάγεται, στην πράξη, την επέκταση της διαδικασίας αγοραιοποίησης στο ίδιο το περιβάλλον. Με άλλα λόγια, συνεπάγεται την αποτίμηση του περιβάλλοντος (ακόμα κι αν αυτό γίνει με τη μορφή μιας λογιστικής τιμής), έτσι ώστε να γίνει δυνατή η «εσωτερίκευση» των περιβαλλοντικών συνεπειών της οικονομικής ανάπτυξης, είτε μέσω της δημιουργίας νέων επικερδών «πράσινων» επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, είτε μέσω «διορθωτικής» κρατικής δραστηριότητας στη λειτουργία του μηχανισμού της αγοράς! Έτσι, όχι μόνο, βολικότατα, αγνοείται ότι είναι ο ίδιος ο μηχανισμός της αγοράς που αποτελεί το πρόβλημα, διότι, από τη στιγμή που ενσωμάτωσε ένα σημαντικό στοιχείο του περιβάλλοντος τη γη έθεσε σε κίνηση την οικοκαταστροφική  διαδικασία, αλλά προτείνεται επιπλέον η επέκταση της διαδικασίας αγοραιοποίησης και σ’ άλλα στοιχεία του περιβάλλοντος (ατμόσφαιρα, υδάτινοι πόροι κτλ)!. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας διαδικασίας είναι εύκολα προβλέψιμο: το περιβάλλον είτε θα τεθεί  υπό τον έλεγχο των οικονομικών ελίτ που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς (στην περίπτωση που μπορεί να καθοριστεί μια πραγματική τιμή γι αυτό) είτε υπό τον έλεγχο των ελίτ που ελέγχουν  το κράτος (στην περίπτωση που  μόνο ο καθορισμός μιας λογιστικής τιμής είναι δυνατός). Σε κάθε περίπτωση, όχι μόνο η αποτροπή της οικολογικής βλάβης είναι τουλάχιστον αμφίβολη, αλλά και προωθείται  ο έλεγχος της Φύσης από τις ελίτ που στοχεύουν στην κυριάρχησή της χρησιμοποιώντας αυτή τη φορά «πράσινες» συνταγές.

 

Επιπλέον, στη βάση όλων των υπαρχόντων στοιχείων, είναι δύσκολο να απορρίψουμε την υπόθεση ότι είναι κυρίως η φτώχεια ως ανάπτυξη (δηλαδή η φτώχεια που προκαλείται από την ανάπτυξη) που προκαλεί την υποβάθμιση του περιβάλλοντος και όχι η φτώχεια ως υπανάπτυξη (δηλ. η φτώχεια ως συνέπεια της υπανάπτυξης). Κι αυτό φαίνεται πιο καθαρά, εάν πάρουμε υπόψη το γεγονός ότι είναι κυρίως ο καταναλωτικός τρόπος ζωής των πλούσιων που προκαλεί περιβαλλοντική υποβάθμιση και όχι εκείνος των φτωχών. Έτσι, οι χώρες υψηλού εισοδήματος, όπου ζει το 16% του παγκόσμιου πληθυσμού, ευθύνεται για το 49% των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακος.[60] Ωστόσο, η Παγκόσμια Τράπεζα δεν βρίσκει τίποτα επιλήψιμο στον τρόπο ζωής των πλουσίων και υποστηρίζει ότι:

Όσον αφορά τις μη ανανεώσιμες φυσικές πλουτοπαραγωγικές πηγές, η αύξηση στην κατανάλωση συνεπάγεται αναγκαστική μείωση στα διαθέσιμα αποθέματα. Δεν υπάρχουν όμως βάσιμες  ενδείξεις  ότι οι εμπορευματοποιημένες μη-ανανεώσιμες πηγές, όπως τα μέταλλα, τα ορυκτά και η ενέργεια, γίνονται πιο σπάνιες με την οικονομική έννοια. Κι αυτό διότι η ενδεχόμενη, ή πραγματική, σπάνις αντανακλάται στην αύξηση των τιμών της αγοράς, οι οποίες με τη σειρά τους προκαλούν καινούργιες ανακαλύψεις, βελτιώσεις στην αποτελεσματικότητα, δυνατότητες για υποκατάσταση και τεχνολογικές καινοτομίες.[61]

Η Παγκόσμια Τράπεζα υιοθετεί, επομένως,  υπόρρητα την υπόθεση που κάναμε πιο πάνω ότι η συγκέντρωση δεν είναι μόνο συνέπεια αλλά και βασική προϋπόθεση για την αναπαραγωγή της οικονομίας ανάπτυξης. Έτσι, στη μεταβατική περίοδο, «η άνοδος των τιμών» λειτουργεί απλώς ως μια ωμή ποσόστωση που  ωφελεί τις προνομιούχες κοινωνικές ομάδες. Επίσης, ακόμα κι αν την αύξηση των τιμών ακολουθήσουν τελικά  τεχνολογικές καινοτομίες κ.τ.λ., είναι τουλάχιστον αμφίβολο το εάν οι μη προνομιούχες κοινωνικές ομάδες θα είναι σε θέση να τις εκμεταλλευτούν. Είναι επομένως προφανές ότι η Παγκόσμια Τράπεζα απλώς δοξολογεί την «κατανομή σύμφωνα με το πορτοφόλι» των παγκόσμιων εκείνων πόρων που γίνονται σπάνιοι εξαιτίας της οικονομικής ανάπτυξης.

 

Πέρα όμως από αυτό, δεν υπάρχει καμιά ένδειξη ότι οι νέες τεχνολογίες, που «ενθαρρύνονται από τις υψηλότερες τιμές», οδηγούν σε κάποιο είδος «αυτοσυντηρούμενης ανάπτυξης». Στην πραγματικότητα, μάλλον συμβαίνει το αντίθετο. Για παράδειγμα, ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ αναφέρει ότι «η παραγωγή με τη χρήση μικρού αριθμού πρώτων υλών είναι ίσως το πιο φιλικό προς το περιβάλλον σύστημα παραγωγής και έχει εφαρμοστεί εδώ και χιλιάδες χρόνιαεντούτοις, κατά την αναπτυξιακή διαδικασία, κάθε χώρα εγκατέλειψε την πρακτική αυτή, εξαιτίας της χαμηλής παραγωγικότητάς της και της αδυναμίας της να ικανοποιήσει τις τροφικές ανάγκες ενός διαρκώς αυξανόμενου πληθυσμού.»[62] Αναπόφευκτα, η εγκατάλειψη της πρακτικής αυτής σηματοδότησε την εξάρτηση των αγροτών από τις χημικές βιομηχανίες. Επιπλέον, οι αγρότες, για να χρηματοδοτήσουν την αγορά των χημικών,, τα οποία παράγονται συνήθως από τις πολυεθνικές, γίνονται εξαρτημένοι από τα εξαγωγικά γεωργικά προϊόντα.

 
 

 

3.4.  Δημοκρατία και ανάπτυξη

 

Προς μια νέα διάκριση «Βορρά-Νότου»

 

Στο πλαίσιο της σημερινής νεοφιλελεύθερης διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, είναι αμφίβολο αν η παλιά διάκριση μεταξύ Βορρά και Νότου έχει πια  νόημα. Αν, για παράδειγμα, χρησιμοποιήσουμε το γνωστό –και χωρίς κανένα σχεδόν νόημα– δείκτη του κατά κεφαλήν ΑΕΠ για να κατατάξουμε τις χώρες στη κατηγορία του Βορρά η του Νότου, παραβλέπουμε το γεγονός ότι το ραγδαία διευρυνόμενο άνοιγμα μεταξύ προνομιούχων και μη-προνομιούχων κοινωνικών ομάδων, έχει ήδη αναπαράγει τεράστιους «Νότιους» θύλακες στην καρδιά του Βορρά. Για παράδειγμα, στη Βρετανία, μεταξύ 1979 και 1993, η φτώχεια αυξήθηκε από 8% σε 24% μεταξύ των ζευγαριών με νεαρά παιδιά και από 19% σε 58% μεταξύ των οικογενειών με έναν μόνο γονέα.[63] Επίσης, αν χρησιμοποιήσουμε εναλλακτικούς δείκτες που αφορούν στο βαθμό κάλυψης των στοιχειωδών αναγκών διαφόρων τμημάτων του πληθυσμού, ανεξάρτητα από το αν ζουν στο «Βορρά» ή «Νότο», προκύπτει το ερώτημα σε ποια κατηγορία ανήκει μια χώρα σαν τις Η.Π.Α. όταν ένα στα πέντε παιδιά ζει μέσα στη φτώχεια και οκτώ εκατομμύρια φτωχά παιδιά δεν έχουν υγειονομική περίθαλψη. Παρόμοια, σύμφωνα με  έκθεση της UNICEF,[64] οι Η.Π.Α. και το Βέλγιο στο Βορρά εμφανίζουν, συγκριτικά με το κατά κεφαλήν εισόδημά τους, πολύ χειρότερες συνθήκες όσον αφορά στην επιβίωση, στη διατροφή και στην εκπαίδευση των παιδιών από την Ιορδανία, τη Συρία, την Πολωνία, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία και την Κένυα στο «Νότο». Επιπλέον, σύμφωνα με την ίδια έκθεση, αν ταξινομήσουμε τις χώρες του κόσμου με βάση της ευημερία των λαών τους και ιδιαίτερα των παιδιών στην κορυφή του καταλόγου τοποθετούνται χώρες όπως το Βιετνάμ, η Σρι Λάνκα, το Νεπάλ, η Κούβα και η Βιρμανία, που έχουν χαμηλότερα ποσοστά βρεφικής θνησιμότητας και καλύτερα ποσοστά σχολικής φοίτησης από αυτά που θα περίμενε κανείς με βάση το ύψος του κατά κεφαλήν ΑΕΠ.

 

Τα παραπάνω δεν εγείρουν απλώς το ζήτημα εάν η παλιά διάκριση μεταξύ «Βορρά» και «Νότου» έχει σήμερα κάποιο νόημαθέτουν επίσης θέμα όσον αφορά τον ίδιο τον δείκτη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για μια τέτοιου είδους ταξινόμηση. Συγκεκριμένα, τίθεται το ζήτημα εάν είναι εφικτό ή επιθυμητό να χρησιμοποιούμε ένα κοινό δείκτη για την ταξινόμηση χωρών με πολύ διαφορετικές πολιτισμικές και οικονομικές ανάγκες. Η χρήση ενός κοινού δείκτη, οσοδήποτε σύνθετος κι αν είναι, προϋποθέτει όχι μόνο ότι οι οικονομικές και πολιτισμικές ανάγκες είναι παντού ίδιες αλλά και ότι οι κοινωνίες μπορούν να ταξινομηθούν, με βάση το δείκτη, σε μια ιεραρχική κλίμακα που δικαιολογεί τη χρήση των ίδιων μέσων, των ίδιων «ειδικών», βοήθειας κτλ, έτσι ώστε οι χώρες της βάσης να μπορέσουν να φτάσουν τις χώρες στη κορυφή. Επιπλέον, ένας κοινός δείκτης προϋποθέτει ότι η «ανάπτυξη» που επιτυγχάνεται στις χώρες της κορυφής είναι επιθυμητή, και ότι, επομένως, τα εναλλακτικά μοντέλα ικανοποίησης των αναγκών θα πρέπει να αποφεύγονταιμε άλλα λόγια, ο κοινός δείκτης προϋποθέτει κοινές αξίες. Εάν, επομένως, για παράδειγμα, μια σύγχρονη αγροτοεπιχείρηση, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της μονοκαλλιέργειας, μεγιστοποιεί την παραγωγή της, με αποτέλεσμα τη βελτίωση της παραγωγικότητας και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας, η μέθοδος αυτή γίνεται αναπόφευκτα η προτιμητέα μέθοδος καλλιέργειας για την αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, παρά το γεγονός ότι υπονομεύει τη βιολογική ποικιλία.

 

Εντούτοις, παρά τα προφανή προβλήματα μέτρησης που υπάρχουν, ίσως παραμένει χρήσιμο να κρατήσουμε τη διάκριση «Βορράς-Νότος», με την προϋπόθεση όμως ότι θα ορίσουμε εκ νέου τους όρους μας. Έτσι, θα μπορούσαμε να ορίσουμε το «Νέο Βορρά» ως εκείνες τις κοινωνικές ομάδες που ωφελούνται από τη διαδικασία αγοραιοποίησης, είτε αυτές ζουν στον παλιό Βορρά είτε στον παλιό Νότο.[65] Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι ο Νέος Βορράς αποτελείται από την «κοινωνία του 40%» στον παλιό Πρώτο Κόσμο και από μια μικρή μειονότητα στον παλιό Δεύτερο και στον παλιό Τρίτο Κόσμο. Στον παλιό Πρώτο Κόσμο, οι ευνοούμενοι από τη διαδικασία αγοραιοποίησης δεν είναι μόνον όσοι ελέγχουν τα μέσα παραγωγής, που συνιστούν τον κύριο όγκο της κυρίαρχης ελίτ, αλλά και οι πολυπληθείς μεσαίες τάξεις που έχουν ανθίσει στη διαδικασία αυτή (επαγγελματίες, ειδικευμένοι εργάτες κτλ). Παρόμοια, στον παλιό Τρίτο Κόσμο, στους ευνοούμενους συγκαταλέγονται όχι μόνο οι κυρίαρχες ελίτ (μεγαλογαιοκτήμονες, εισαγωγείς κ.ο.κ.), αλλά και μια υποτυπώδης μεσαία τάξη επαγγελματιών, ανώτατων κρατικών υπαλλήλων κτλ. Τέλος, στον παλιό Δεύτερο Κόσμο, στους ευνοούμενους συγκαταλέγονται η νέα ελίτ, που αναδύεται στη διαδικασία αγοραιοποίησης (συνήθως πρώην μέλη της κομματικής νομενκλατούρας) και μια πολύ μικρή μεσαία τάξη επαγγελματιών.
 

 

Δημοκρατία ή ανάπτυξη;

 

Σήμερα, όλο και περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν πρόσβαση στην πολιτική διαδικασία (παρά μόνο ως ψηφοφόροι), στην οικονομική διαδικασία (παρά μόνο ως καταναλωτές) και σε σχέση με το περιβάλλον (πέρα από την όποια πρόσβαση καθορίζει ο ρόλος τους στην οικονομική και πολιτική διαδικασία, που καθορίζει η οικονομία της αγοράς και το κοινοβουλευτικό σύστημα αντίστοιχα). ‘Eτσι, στο πολιτικό επίπεδο, είναι η ελίτ των επαγγελματιών πολιτικών που παίρνει όλες τις σημαντικές αποφάσεις. Παρόμοια, στο οικονομικό επίπεδο, το τι παράγεται σε μια χώρα δεν καθορίζεται από τις δημοκρατικές αποφάσεις των πολιτών της, αλλά από τις σχέσεις ιδιοκτησίας και τον τρόπο κατανομής του εισοδήματος. Τέλος, το είδος της «προστασίας» που δικαιούται να έχει το περιβάλλον καθορίζεται από τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς/ανάπτυξης. Επιπλέον, βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη μια διαδικασία που οδηγεί σε περαιτέρω συγκέντρωση δύναμης σ’ όλα τα επίπεδα.

 

Η αντίδραση σ’ αυτή την κατάσταση των πραγμάτων παίρνει συνήθως δύο μορφές. Από τη μια μεριά, εκατομμύρια άνθρωποι που βλέπουν το περιβάλλον τους να καταστρέφεται ή να υποβαθμίζεται, τη δύναμή τους να καταργείται ή να διαβρώνεται  και τις κοινότητές τους να απειλούνται, απαιτούν να σταματήσει το είδος της ανάπτυξης που επιβάλλει η οικονομία ανάπτυξης. Όπως γράφει ο κοινωνικός ακτιβιστής Gustavo Esteva: « Αν ζεις στο Ρίο η στην Πόλη του Μεξικού, πρέπει να είσαι ή πολύ πλούσιος ή ηλίθιος για να μην καταλάβεις ότι η ανάπτυξη βρωμάει».[66] Από την άλλη μεριά, έχει πρόσφατα αναπτυχθεί μια ολόκληρη σειρά πρωτοβουλιών και αγώνων τόσο στο Νότο όσο και στο Βορρά, οι οποίες αντιπροσωπεύουν, με πολλούς και διάφορους τρόπους, «τις προσπάθειες των ανθρώπων σε τοπικό επίπεδο να επαναδιεκδικήσουν την πολιτική διαδικασία και να την επανεντάξουν στην τοπική κοινότητα. Το κεντρικό αίτημα που διατυπώνει η μία ομάδα μετά την άλλη είναι η εξουσία να ανήκει στην κοινότητα –όχι στο κράτος, την τοπική κυβέρνηση, την αγορά ή τον τοπικό γαιοκτήμονα, αλλά σ’ αυτούς που στηρίζονται στις τοπικές πλουτοπαραγωγικές πηγές για να συντηρηθούν».[67]

 

Οι προσπάθειες αυτές εκφράζουν, στην πράξη, μια κατανόηση –που μερικές φορές είναι υποσυνείδητη– του γεγονότος ότι είναι το ίδιο το θεσμικό πλαίσιο, με άλλα λόγια, η οικονομία της αγοράς και το φιλελεύθερο έθνος-κράτος, που αποξενώνει τους ανθρώπους από την πολιτική και οικονομική διαδικασία. Η οικονομία της αγοράς, όπως είδαμε στο Κεφάλαιο 1, δεν αναδύθηκε μέσα από κάποιον «αυτόματο» μηχανισμό στην Ευρώπη, αλλά μέσα από τον κρίσιμο ρόλο που έπαιξε το έθνος-κράτος. Παρόμοια, η διείσδυση του συστήματος της οικονομίας της αγοράς στο Νότο (δηλαδή, η οικονομική ενσωμάτωση του Νότου στο σύστημα της παγκόσμιας οικονομίας της αγοράς) ήταν επίσης «αποτέλεσμα μιας συνειδητής και συχνά βίαιης επέμβασης του κράτους».[68] Στην πραγματικότητα, θα μπορούσε να υποστηριχθεί η θέση ότι ήταν η εξάπλωση της οικονομίας ανάπτυξης στο Νότο που οδήγησε στην αναπαραγωγή, σε παγκόσμιο επίπεδο, του προτύπου κατανομής δύναμης που χαρακτηρίζει την καπιταλιστική οικονομία ανάπτυξης. Με άλλα λόγια, η έλλειψη ελέγχου  πάνω στους εγχώριες πλουτοπαραγωγικές πηγές από την συντριπτική πλειονότητα  του πληθυσμού, εξαιτίας της έλλειψης πολιτικής και οικονομικής δημοκρατίας,  είναι η βασική αιτία του είδους της «ανάπτυξης» που πραγματοποιείται στο Νότο.

 

Σ’ αυτήν την προβληματική, δεν είναι ούτε η αποικιακή εκμετάλλευση –η οποία, ωστόσο, έπαιξε σημαντικό ρόλο στη βίαιη καταστροφή της οικονομικής αυτοδυναμίας πολλών χωρών– ούτε απλώς η διαφθορά των ελίτ στο Νότο, ή οι συνωμοσίες των αντίστοιχων ελίτ του Βορρά, που οδήγησαν στην αποτυχία της οικονομίας ανάπτυξης στο Νότο. Σ’ αντίθεση με την κλασική μαρξιστική σκέψη, που θεώρησε την αποικιοκρατία ως ένα «αναγκαίο κακό» επειδή συνέβαλλε στην ανάπτυξη του καπιταλισμού στην περιφέρεια[69], η θέση που υποστηρίζεται εδώ είναι ότι η βασική αιτία αυτής της αποτυχίας είναι μια εγγενής αντίφαση στη διαδικασία εξάπλωσης της οικονομίας ανάπτυξης. Δηλαδή, η οικονομία ανάπτυξης μπορεί να επιβιώσει μόνο με τη διαρκή αναπαραγωγή και επέκτασή της σε νέες περιοχές οικονομικής δραστηριότητας. Ένας τρόπος να το πετύχει αυτό είναι με τη δημιουργία νέων τύπων οικονομικής δραστηριότητας, ως αποτέλεσμα, κυρίως, τεχνολογικών αλλαγών στις ώριμες οικονομίες ανάπτυξης. Ένας δεύτερος τρόπος είναι μέσα από μια διαδικασία γεωγραφικής επέκτασης η οποία, στην πραγματικότητα, συνεπάγεται την καταστροφή της οικονομικής αυτοδυναμίας κάθε κοινότητας στον κόσμο. Αλλά, από τη στιγμή που καταστρέφεται η οικονομική αυτοδυναμία, είτε βίαια (αποικιοκρατία), είτε μέσω της αγοράς, και, ως αποτέλεσμα, δυο μέρη με άνιση οικονομική δύναμη (ως προς την παραγωγικότητα, την τεχνολογία και το ύψος του εισοδήματος) έρθουν σε άμεση οικονομική επαφή, τότε, η αυτόματη λειτουργία του μηχανισμού της αγοράς εξασφαλίζει την αναπαραγωγή και την επέκταση της ανισότητας μεταξύ των δύο μερών.

 

Η ουσία επομένως της αποτυχίας του Νότου βρίσκεται στον εξαιρετικά άνισο έλεγχο πάνω στα εισοδήματα και στις πλουτοπαραγωγικές πηγές, που αναπόφευκτα επιφέρει η εγκαθίδρυση της οικονομίας της αγοράς/ανάπτυξης. Εύκολα μπορεί να δειχτεί ότι σ’ ένα σύστημα οικονομίας της αγοράς, στο οποίο κυριαρχεί η ιδεολογία της ανάπτυξης και η προσωπική απληστία, η «δυσανάπτυξη» είναι ζήτημα αυτόματης λειτουργίας του ίδιου του συστήματος, αφού είναι η αγοραστική δύναμη των ομάδων υψηλού εισοδήματος στο Βορρά και των ελίτ στο Νότο που καθορίζει τι, πως και για ποιον θα παραχθεί.[70] Με άλλα λόγια, ό,τι ισχύει για μια «εγχώρια» οικονομία της αγοράς/ανάπτυξης, η οποία, απόντος οποιουδήποτε αποτελεσματικού κοινωνικού ελέγχου πάνω στις δυνάμεις της αγοράς, αναγκαστικά θεμελιώνεται στην άνιση κατανομή της οικονομικής δύναμης και την ανισομερή ανάπτυξη των διάφορων οικονομικών τομέων, ισχύει εξίσου (αν όχι περισσότερο) για μια διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς/ανάπτυξης.

 

Με βάση τη προβληματική αυτή, εκπλήσσεται κανείς όταν σημαντικοί θεωρητικοί της αυτονομιστικής παράδοσης υιοθετούν την άποψη ότι η βασική αιτία για τη ‘δυσαναπτυξη’ στο Νότο υπήρξε το γεγονός ότι:

H εκπληκτική εξάπλωση της Δύσης είχε ν’ αντιμετωπίσει κοινωνίες με τελείως διαφορετική φαντασιακή θέσμιση οι οποίες είχαν, κατά συνέπεια, δημιουργήσει ανθρωπολογικούς τύπους πολύ διαφορετικού είδους από αυτό του δυτικού πολίτη, όπως τον περιγράφει η Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ή από τον τύπο του βιομηχανικού εργάτη και του επιχειρηματία.[71]

Είναι προφανές ότι μια τέτοια προσέγγιση αγνοεί την καταστροφική επίδραση της εξάπλωσης της οικονομίας της αγοράς και της συνακόλουθης οικονομίας ανάπτυξης στις αυτοδύναμες κοινότητες του Νότου και, στην πράξη, αθωώνει το ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς,  μετατοπίζοντας τις ευθύνες στις «φαντασιακές σημασίες» που αναπτύχθηκαν στο Νότο! Δεν είναι περίεργο που σ’ αυτήν την προβληματική, η  διέξοδος από τη σημερινή παγκόσμια κρίση μπορεί να προέλθει μόνο από τη Δύση («νομίζω ότι μόνο μια νέα ανάπτυξη του απελευθερωτικού κινήματος στη Δύση θα μπορούσε να αλλάξει τις παραμέτρους του προβλήματος, θα μπορούσε δηλαδή κάπως να διευκολύνει τη διάβρωση τουλάχιστον ως το βαθμό που χρειάζεται των παραδοσιακών θεσμών και των θρησκευτικών φαντασιακών σημασιών που κυριαρχούν σήμερα στις περισσότερες χώρες του Τρίτου Κόσμου»).[72]

 

Είναι ξεκάθαρο ότι η προσέγγιση αυτή συγχέει τις αιτίες της αποτυχίας της οικονομίας ανάπτυξης του Βορρά να εξαπλωθεί στο Νότο με τις αιτίες της σημερινής άσχημης κατάστασης του Νότου. Παρά το γεγονός ότι «οι παραδοσιακοί θεσμοί και οι παραδοσιακές θρησκευτικές φαντασιακές σημασίες» είναι πράγματι σημαντικοί ερμηνευτικοί παράγοντες για την αποτυχία της εξάπλωσης της οικονομίας ανάπτυξης του Βορρά στο Νότο, η σημερινή κατάσταση στο Νότο οφείλεται αποκλειστικά στη διάβρωση των παραδοσιακών οικονομιών και κοινωνιών από την οικονομία της αγοράς/ανάπτυξης του Βορρά. Αν οι παραδοσιακές δομές του Νότου δεν είχαν διαβρωθεί από την οικονομία της αγοράς του Βορρά, θα μπορούσαν να είχαν εξελιχθεί σε κάτι  πολύ διαφορετικό από αυτό που είναι σήμερασ’ ένα κόσμο που δεν θα είχε σχέση με αυτόν της αποτυχημένης οικονομίας ανάπτυξης, με όλη την ανισομέρεια, την ανισότητα, τον ατομικισμό και την απληστία που τον χαρακτηρίζει.

 

Τέλος, η παραπάνω συζήτηση για την ανάπτυξη σε σχέση με τη δημοκρατία δεν θα πρέπει να συγχέεται με την τρέχουσα τάση της μόδας στο Βορρά (όπως επισημαίνει ο Andre Gunder Frank[73]) να αντικατασταθεί η παλιά μαζική υποστήριξη της «ανάπτυξης»  με την  υποστήριξη (ακόμα και με  στρατιωτικές επεμβάσεις βλ. την πρόσφατη αμερικανική επέμβαση στην Αϊτή) της «δημοκρατίας». Είναι σαφές ότι η «ανάπτυξη» και η «δημοκρατία» χρησιμοποιούνται από το Βορρά ως ιδεολογίες, με την έννοια της «αντικειμενικής» νομιμοποίησης του status quo. Έτσι, όπως ακριβώς οι ιδεολογίες της οικονομίας αγοράς και της προσανατολισμένης στις εξαγωγές ανάπτυξης χρησιμοποιήθηκαν στο παρελθόν για να νομιμοποιήσουν την «ανάπτυξη»  του Τρίτου Κόσμου, σήμερα είναι η ιδεολογία της φιλελεύθερης δημοκρατίας που καλείται να παίξει τον ίδιο ρόλο. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η οικονομική ολιγαρχία των 500 πολυεθνικών επιχειρήσεων, που ελέγχει την παγκόσμια οικονομία (το 70% του παγκόσμιου εμπορίου, το 80% των ξένων επενδύσεων και το 30% του παγκόσμιου Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος)[74] παρουσιάζεται ως μια «δημοκρατία της αγοράς», δηλαδή, ως ένα είδος οικονομικής δημοκρατίας, ενώ ο έλεγχος της πολιτικής διαδικασίας από τις πολιτικές ελίτ παρουσιάζεται ως πολιτική δημοκρατία. Η ελεύθερη αγορά και η φιλελεύθερη δημοκρατία «είναι σήμερα της μόδας να ταυτίζονται, σαν να ήταν αξεχώριστες ή μη διακριτές μεταξύ τους»[75], παραβλέποντας το γεγονός ότι, μολονότι οι πολυεθνικές έχουν εθνική έδρα, δεν έχουν καμιά δέσμευση προς οποιαδήποτε κοινότητα, παρά μόνο προς τα παγκόσμια δίκτυά τους. Κατά συνέπεια, τόσο η δημοκρατία όσο και το περιβάλλον αποτελούν αναλώσιμα υλικά στους υπολογισμούς τους.

 

Καταλήγοντας, νομίζω ότι αυτό που απαιτείται είναι η ανάπτυξη μιας νέας προσέγγισης που θα στοχεύει στον αυτοκαθορισμό των ατόμων και των κοινοτήτων, στο οικονομικό, στο κοινωνικό και στο πολιτικό επίπεδο. Μια τέτοια προσέγγιση θα πρέπει να στηρίζεται στη διαμόρφωση νέων πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών δομών που θα εξασφαλίζουν τον έλεγχο των πολιτών πάνω στις πλουτοπαραγωγικές πηγές. Οι ανθρώπινες ανάγκες δεν πρέπει να καθορίζονται και να επεκτείνονται έπ’ άπειρο από ένα σύστημα προσανατολισμένο προς την οικονομική ανάπτυξη. Αντίθετα, οι ανάγκες θα μπορούσαν να προσαρμόζονται διαρκώς και να περιορίζονται από την ίδια την κοινότητα.

 

Επιπλέον, σήμερα, οι ανάγκες σημαντικού τμήματος του πληθυσμού που ανήκει στα μη-προνομιούχα κοινωνικά στρώματα του Βορρά δεν διαφέρουν σημαντικά από τις ανάγκες της πλειονότητας του πληθυσμού στο Νότο. Το πρόβλημα επομένως είναι πως ο «Νέος Νότος», δηλαδή οι μη-προνομιούχες κοινωνικές ομάδες στο Βορρά και στο Νότο που συναπαρτίζουν τη συντριπτική πλειονότητα του παγκόσμιου πληθυσμού, θα αναγκάσουν το «Νέο Βορρά», με άλλα λόγια, μια μικρή (αλλά ισχυρή, εξαιτίας της από μέρους της μονοπώλησης όλων των αποτελεσματικών μοχλών δύναμης) μειονότητα να «συνειδητοποιήσει» το απλό γεγονός ότι η βασική αιτία της σημερινής οικονομικής, οικολογικής και κοινωνικής κρίσης είναι οι ολιγαρχικές πολιτικές και οικονομικές δομές που εξασφαλίζουν τη διατήρηση και την αναπαραγωγή των προνομίων της.

 

Το πρόβλημα της «ανάπτυξης» δεν είναι επομένως  πώς θα μπορούσε ο Νότος να επιτύχει την εγκαθίδρυση μιας αποτελεσματικής οικονομίας ανάπτυξης, όπως υποθέτουν οι συμβατικές προσεγγίσεις στην ανάπτυξη. Ούτε  είναι  πρόβλημα πώς η οικονομία ανάπτυξης θα μπορούσε να αντικατασταθεί από μια «οικονομία στασιμότητας», όπως υποστηρίζουν οι βαθείς οικολόγοι και άλλοι (που ανήκουν συνήθως στο «Νέο Βορρά»). Το πρόβλημα είναι πως θα μπορούσε μια νέα περιεκτική δημοκρατία να καθορίζει συλλογικά τις βασικές ανάγκες του πληθυσμού και να βρίσκει τρόπους για την ικανοποίησή τους που θα ελαχιστοποιούσαν τη ζημιά στο φυσικό κόσμο.



* Το κεφάλαιο αυτό γράφτηκε πριν την κατάρρευση των Ασιατικών ‘θαυμάτων’ .


 


[1] Τα στοιχεία βασίζονται σε υπολογισμούς από το World Development Report 1998/99 της Παγκόσμιας Τράπεζας (Oxford: Oxford University Press, 1999), πίνακες 1 και 20. 

[2] Τα στοιχεία βασίζονται σε υπολογισμούς από το World Development Report 1980 & 1998/1999 της Παγκόσμιας Τράπεζας, πίνακας 1.

[3] World Bank, Poverty: World Development Report 1990 (Washington, DC: World Bank), σελ. 28.

[4] Eurostat, Poverty in Figures (Luxembourg: Office for Official Publications of the European Communities, 1990), πίνακας B7.

[5] Worldwatch, Poverty and the Environment (Washington, DC, Worldwatch Institute, 1989), σελ. 24. 

[6] Ted Trainer, «A Rejection of the Brutland Report», IFDA dossier 77 (Μάιος-Ιούνιος1990), σελ. 77-78.
[7] Ted Trainer, Developed to Death, σελ. 9.
[8] World Development Report 1997 (Παγκόσμια Τράπεζα), πίνακας 5.
[9] Ted Trainer, Developed to Death, σελ. 39.

[10] Households Below Average Income (London: HMSO, 1994).
[11] The Economist (1 Οκτωβρίου1994) [παρατίθεται στο Paul Hirst and Grahame Thompson, Globalisation in Question (London: Polity Press 1996), σελ. 99]. Βλ. για μεταφορά στα παρ’ημιν, Γ. Καραμπελιάς, «Η οικονομική κριση στην Ασία, ο μύθος της δθυτικής επιστροφής», Άρδην, Μαρτιος 1998.
[12] Ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης στη Ν. Κορέα, στο Χονκ Κογκ, στη Σιγκαπούρη, στη Μαλαισία και στην Ταϋλάνδη ήταν περίπου 8% στην περίοδο 1970-93 έναντι 3% στις χώρες υψηλού εισοδήματος του ΟΟΣΑ (Τα στοιχεία στηρίζονται στη World Development Report 1995 της Παγκόσμιας Τράπεζας).
[13] Βλ. για παράδειγμα, A. Young, «Lessons from the East Asian NICs: A Contrarian View», European Economic Review, vol. 38, no. 3/4 (Απρίλιος 1994), σελ. 964-73· και Paul Krugman, «The Myth of Asia’s Miracle», Foreign Affairs (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1994), σελ. 65-73.
[14] Ο  D. Rodrick «τονίζει τον κρίσιμο ρόλο των κυβερνήσεων στις χώρες αυτές σε σχεση με την ενισχυση των επεδνύσεων: ο ρόλος αυτός ενείχε διάφορα στρατηγικά παρεμβατικά μέτρα που περιλαμβαναν επιδοτήσεις των επενδύσεων,  καθοδήγηση των επενδυτων και  χρήσιμοποιηση των δημόσιων επιχειρήσεων, «King Kong Meets Godzila: The World Bank and the East Asia Miracle», Centre for Economic Policy Research Discussion Paper, No. 944 (Απρίλιος 1994), παρατίθεται στο Paul Hirst and Grahame Thompson, Globalisation in Question, σελ. 114). Βλ. επίσης Robert Pollin and Diana Alarcon, «Debt Crisis, Accumulation and Economic Restructuring in Latin America», International Review of Applied Economics, vol. 2, no. 2 (Ιούνιος 1988)· και Takis Fotopoulos, “Economic Restructuring and the Debt problem: The Greek Case, International Review of Applied Economics, vol. 6, no. 1 (1992).
[15] «Η Νότια Κορέα υπηρξε, ηδη από τη δεκαετία του 1940, μια όαση προστατευτισμού σε μια έρημο ελεύθερου εμπορίου (...) είχε ιδιαίτερα ισχυρές νεομερκαντιλιστικές τάσεις από τις αρχές της δεκαετίας του 1970»· Bruce Cumings «The Abortive Abertura: South Korea in the Light of Latin American Experience»,  New Left Review, No. 173 (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1989), σελ. 13.
[16] Βλ. A. H. Amsden, Asia’s Next Giant: South Korea and Late Industrialisation (Oxford: Oxford University Press, 1989), κεφ. 6.
[17] World Bank, World Development Report 1995, πίνακας 9.
[18] Martin Jacques, «The end of the Western World» BBC2, 12 & 19/5/96
[19] World Bank, World Development Report 1981 & 1998/99.
[20] Η  ανεργία στην Ιαπωνια υπερδιπλασιάστηκε στη διάρκεια αυτής της δεκαετίας  από 2,1% του εργατικού δυναμικού το 1991 σε 4.6% το 1999, OECD, Economic Outlook, (διάφορες χρονολογίες).
[21] Ian M. D. Little, Economic Development: Theory, Policy and International Relations (New York: Basic Books, 1982), σελ. 6.

[22] Anthony Brewer, Marxist Theories of Imperialism: A Critical Survey (London: Routledge & Kegan Paul, 1980), σελ. 18.

[23] T. Dos Santos, «The Crisis of Development Theory and the Problem of Dependence in Latin America» στο Underdevelopment and Development, Henry Bernstein, επιμ. (Middlessex, United Kingdom: Penguin, 1973), σελ. 76.
[24] Alain Lipietz, Miracles and Mirages (London: Verso, 1987), σελ. 29-30.
[25] Βλ. για παράδειγμα, Phyllis Deane, The Evolution of Economic Ideas (Cambridge, England: Cambridge University Press, 1978), κεφ. 3.
[26] Ted Trainer, Developed to Death (London: Green Print, 1989), σελ. 17. Για περισσότερα στοιχεία σε σχεση με το κίνημα περίφραξης κοινοτικών γαιών στο Νότο κατά την αποικιακή και μεταποικειακή περίοδο, βλ. The Ecologist, Vol. 22, No. 4 (Ιούλιος-Αύγουστος 1992).
[27] Paul Erlich, The Population Bomb (New York: Simon and Schuster, 1990).

[28] Bill Devall, Simple in Means, Rich in Ends: Practicing Deep Ecology (London: Green Print, 1990), σελ. 16. Παρόμοια, ο Arne Naess, ο πατέρας της βαθιάς οικολογίας, τονίζει ότι «η άνθιση της μη-ανθρώπινης ζωής προϋποθέτει μια τέτοια μείωση» (του ανθρώπινου πληθυσμού)· Arne Naess, «Deep Ecology and Ultimate Premises» αναδημοσιεύεται από το The Ecologist στο Κοινωνία και Φύση, τομ. 1, τεύχ. 2, (1992) με τίτλο «Οι θεμελιακές αρχές της βαθιάς οικολογίας», σελ. 128.
[29] Για μια περιεκτική κριτική των νεομαλθουσιανών τάσεων μεσα στο πράσινο κινήμα, βλ. Murray Bookchin, «The Population Myth» στο Which Way for the Ecology Movement? (Edinburgh, Scotland: AK Press, 1994).

[30] World Bank, World Development Report 1995, πίνακας 25· και Whitaker's Almanack 1991.
[31] World Bank, World Development Report 1997, πίνακας 6.

[32] The Guardian (11 Ιανουαρίου 1996). Παρόμοια, ένα τηλεοπτικό ντοκυμαντέρ στη Βρετανία, που είχε ισχυρό αντίκτυπο, κατέγραψε τους βίαιους τροπους που χρησιμοποιούν κινεζικά οργανοτροφεία για να ξεφορτωθούν χιλιάδες ανεπιθύμητα μωρά, κυρίως κορίτσια, στο πλαίσιο της κινεζικής πληθυσμιακής πολιτικής του «ενός παιδιού», Channel 4, «Dying Rooms» (9 Ιανουαρίου 1996). Βλ. επίσης, Human Rights Watch/Asia (HRWA), Death by Default (1995).

[33] International Union for the Scientific Study of Population (IUSSP), παρατίθεται στη The Guardian (5 Σεπτεμβρίου 1994).
[34] Washington Post/The Guardian (9 Ιουνίου 1994).
[35] The Guardian (2 Σεπτεμβρίου 1994).
[36] World Development Report 1997, πίνακας 6.
[37] US National Academy of Sciences Report (Washington, DC: US Government Printing Office, 1986).
[38] The Guardian (29 Απριλίου 1992).
[39] World Bank, World Development Report 1995, πίνακας 26.

[40] Jonathon Porrit, «Birth of a New World Order», The Guardian (2 Σεπτεμβρίου 1994).

[41] Το 1995, ο δείκτης παιδικής θνησιμότητας (ανά 1.000 γεννήσεις) ήταν 69 στις χώρες χαμηλού εισοδήματος (89, εάν εξαιρέσουμε την Κίνα και την Ινδία) έναντι 7 στις χώρες υψηλού εισοδήματος. Οι αντίστοιχοι δείκτες για παιδιά κάτω των πέντε ετών ήταν το 1993 103 (144, εάν εξαιρέσουμε την Κίνα και την Ινδία) έναντι 9! World Development Report 1997, πίνακας  6 και  WDR 1995, πινακας 27.
[42] Κύριο άρθρο στη The Guardian (3 Σεπτεμβρίου 1994).
[43] The Observer (4 Σεπτεμβρίου 1994).
[44] . Karl Marx and Frederick Engels, Manifesto of the Communist Party (Moscow: Progress Publishers, 1952), σελ. 46.

[45] Shlomo Avineri, επιμ., Karl Marx on Colonialism and Modernisation (New York: Anchor Books, 1969), σελ. 5-6.
[46] Karl Marx, The Revolutions of 1848 (London: Harmondsworth, 1973), σελ. 71.

[47] The World Bank Group, Learning from the Past: Embracing the Future (Washington, DC: World Bank, 19 Ιουλίου 1994).
[48] Για έναν ορισμό του οικονομικού πλεονάσματος βλ., Paul A. Baran, The Political Economy of Growth (New York: Modern Reader, 1957), κεφ. 2.

[49] Βλ., André Gunder Frank, Capitalism and Underdevelopment in Latin America (New York: Modern Reader, 1967, 1969).

[50] Immanuel Wallerstein, The Modern World System (New York: Academic Press, 1974), και The Capitalist World Economy (Cambridge, England: Cambridge University Press, 1979).

[51] Arghiri Emmanuel, Unequal Exchange, A Study of the Imperialism of Trade (New York: Monthly Review Press, 1972). 

[52] Samir Amin, Accumulation on a World Scale (New York: Monthly Review Press, 1974).

[53] Βλ., για παράδειγμα, John G. Taylor, From Modernization to Modes of Production, A Critique of the Sociologies of Development and Underdevelopment (London: Macmillan, 1979).

[54] Για μια εισαγωγή στη προσέγγιση  τηε ρυθμισης γενικότερα, βλ. Robert Boyer, La theorie de la regulation (Paris: Editions La Decouverte, 1986). Ελληνική έκδοση, Η θεωρία της ρύθμισης, Εξάντας, 1988.
[55] Alain Lipietz, Miracles and Mirages.
[56] Alain Lipietz, Miracles and Mirages, σελ. 19.
[57] Alain Lipietz, Miracles and Mirages, σελ. 25-26.
[58] Alain Lipietz, Miracles and Mirages, σελ. 19.

[59] World Bank, Development and the Environment (Oxford: Oxford University Press, 1992), σελ. 7.
[60]  World Bank, World  Development Report, 1998/99,  πινακες 1 και 10.
[61] World Bank, Development and the Environment, σελ. 37. 

[62] UNFAO, Sustainable Crop Production and Protection: Background Document (UNFAO: 1991), σελ. 2.
[63] Barry Hugill, The Observer, 3 Μαρτίου 1996
[64] UNICEF Report 1994, The Guardian (22 Ιουνίου1994).

[65] Αντίστοιχα, ο John Holloway, καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, υποστηρίζει στο Capital & Class ότι ζούμε σ’ έναν κόσμο όπου «η εκμετάλλευση δεν είναι η εκμετάλλευση των φτωχών χωρών από τις πλούσιες αλλά του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού από το παγκόσμιο κεφάλαιο»· παρατίθεται στη στήλη του William Keegan, The Observer (6 Φεβρουαρίου 1994). 

[66] Gustavo Esteva, «The Right to Stop Development», NGONET UNCED Feature (13 Ιανουαρίου1992), Rio de Janeiro.
[67] Βλ «Reclaiming the Commons», The Ecologist, Vol. 22, No. 4 (Ιούλιος-Αύγουστος1992), σελ. 202.

[68] Gustavo Esteva, παρατίθεται στο The Ecologist, Vol. 22, No. 4 (Ιούλιος-Αύγουστος 1992), σελ. 174.
[69] Shlomo Avineri, επιμ., Karl Marx on Colonialism and Modernization.
[70] Ted Trainer, Developed to Death.
[71] Κορνήλιος Καστοριάδης, «Η Δύση και ο Τρίτος Κόσμος» στο Ο Θρυμματισμένος Κόσμος (Αθήνα: Ύψιλον, 1992), σελ. 91.
[72] Κορνήλιος Καστοριάδης, Ο Θρυμματισμένος Κόσμος, σελ. 96.

[73] André Gunder Frank, «Ανάπτυξη, Δημοκρατία και Αγορά», Κοινωνία και Φύση, τομ. 3, τευχ. 1, (1995), σελ. 11-34.

[74] The Ecologist, Vol. 22, No. 4 (Ιούλιος-Αύγουστος 1992), σελ. 159. Για περισσότερα στοιχεία, βλ. Tim Lang and Colin Hines, The New Protectionism (London: Earthscan, 1993), κεφ. 3.
[75] André Gunder Frank, «Ανάπτυξη, Δημοκρατία και Αγορά», σελ. 22.