Εισαγωγή στο  βιβλίοΠαγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία

 

Πολλά έχουν ακουστεί τα τελευταία χρόνια για τη νέα «Διεθνή των πολιτών» που δημιουργήθηκε με αφορμή τις κινητοποιήσεις στο Σιάτλ το 1999, την οποία πολλοί χαρακτήρισαν ως τη «Νέα Αριστερά», κατά το πρότυπο της Αριστεράς που γεννήθηκε στη δεκαετία του ‘60. Δεν μπορεί βέβαια κανένας να αμφισβητήσει τη σπουδαιότητα των γεγονότων αυτών που έχουν σηματοδοτήσει τη δημιουργία ενός άτυπου διεθνούς «κινήματος» εναντίον της παγκοσμιοποίησης, αποδεικνύοντας ότι οι σύγχρονοι πολίτες (ιδιαίτερα η νεολαία) δεν είναι τόσο απολιτικοποιημένοι όσο θα ήθελαν οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ. Μάλιστα το γεγονός ότι το «κίνημα» κατά της παγκοσμιοποίησης είναι διεθνές δεν είναι καθόλου ασήμαντο: αυτός είναι ο μόνος τύπος κινήματος που έχει νόημα στις σημερινές συνθήκες, προϋποτιθεμένου όμως ότι η διεθνιστική δράση εναντίον της υπερεθνικής ελίτ, την οποία εξετάζει το βιβλίο αυτό, είναι άρρηκτα δεμένη με την τοπική δράση εναντίον των ντόπιων ελίτ – πράγμα που δεν συμβαίνει με το σημερινό «κίνημα».

Ωστόσο, τα παραπάνω σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθούν ως αιτία εφησυχασμού: στην τωρινή του μορφή, το «κίνημα» κατά της παγκοσμιοποίησης μπορεί να λειτουργήσει, στην καλύτερη περίπτωση, ως ένα είδος «κινήματος αντίστασης» στην παγκοσμιοποίηση, και να πετύχει κάποιου είδους μεταρρυθμίσεις. Ωστόσο, ένα «κίνημα αντίστασης» δεν ενδιαφέρεται ποτέ για τη δημιουργία «νέων θετικών αληθειών» (κατά την έκφραση του Κορνήλιου Καστοριάδη) αλλά μόνο για σποραδικές απόπειρες άμυνας απέναντι σε έναν ανίκητο (;) εχθρό. Επομένως, μια κριτική της έως τώρα πορείας του «κινήματος» κατά της παγκοσμιοποίησης θα είναι σίγουρα χρήσιμη. Μια τέτοια κριτική από ριζοσπαστική σκοπιά αποκτά κεφαλαιώδη σημασία σήμερα, που οι θεωρητικές συζητήσεις πάνω σε ζητήματα αυτού του είδους μονοπωλούνται από τους μεταμοντέρνους «διανοούμενους» του κατεστημένου. Ένας από τους στόχους του παρόντος βιβλίου είναι ακριβώς η συμβολή σε μια τέτοια κριτική, από μια αντι-συστημική σκοπιά.

Σίγουρα, μια εξέταση του «κινήματος» κατά της παγκοσμιοποίησης οδηγεί σε πολύ πιο σπουδαία ζητήματα, που αφορούν τη φύση της ίδιας της παγκοσμιοποίησης. Είναι αλήθεια πως με αφορμή τις κινητοποιήσεις του «κινήματος» κατά της παγκοσμιοποίησης αρκετοί άνθρωποι οδηγήθηκαν στο να ασχοληθούν με την παγκοσμιοποίηση προσπαθώντας να καταλάβουν τι είναι στην πραγματικότητα το «φαινόμενο» αυτό. Η πλειοψηφία των ανθρώπων αυτών κατά πάσα πιθανότητα δεν κατάφερε να ξεκαθαρίσει τη σημασία και τις εκφάνσεις της παγκοσμιοποίησης (σημαντικό ρόλο σ’ αυτό παίζει ασφαλώς η πλύση εγκεφάλου πάνω στο ζήτημα από τα ΜΜΕ). Όμως, τι είναι στην πραγματικότητα η παγκοσμιοποίηση; Πώς θεσμοποιείται και για ποιους λόγους γίνεται αυτό; Τι συνέπειες έχει σε πλανητικό επίπεδο, αλλά και στο επίπεδο της καθημερινής ζωής; Είναι, ίσως, μια «καλή» διαδικασία; Μήπως είναι αντικειμενικό γεγονός οπότε μια συζήτηση για το επιθυμητό της χάνει κάθε νόημα; Τι σχέση έχει με μια πραγματικά διεθνιστική παγκόσμια κοινωνία;

Όλα τα παραπάνω ερωτήματα (και πολλά άλλα ακόμη) βρίσκουν την απάντησή τους σ’ αυτό το βιβλίο, μια απάντηση που δίνεται με πλήρη συνείδηση του τόπου στον οποίο μπορεί να σταθεί εκείνος που την εκφέρει. Με άλλα λόγια, η απάντηση αυτή δεν είναι μια «επιστημονική» θέαση της κοινωνίας, της ιστορίας και της οικονομίας, αλλά μια αυτο-συνείδητη ως προς τους στόχους της και τις προϋποθέσεις της αναλυτική απόπειρα. Το ερμηνευτικό σχήμα που προσφέρει ο συγγραφέας είναι ουσιαστικά ένα έργο κατανόησης, που συνίσταται στην αναζήτηση του σημασιακού, του νοηματικού περιεχομένου της παγκοσμιοποίησης. Τούτος ακριβώς είναι και ο κύριος στόχος του έργου αυτού, ενώ κατά την ταπεινή άποψη του γράφοντος ο στόχος αυτός εκπληρώνεται με έναν τρόπο όχι μόνο επεξηγηματικό και σαφή, αλλά και απολαυστικό.

Η ανάλυση που κάνει ο συγγραφέας είναι ρητά βασισμένη στο πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας. Η Περιεκτική Δημοκρατία είναι το πρόταγμα για την άμεση πολιτική δημοκρατία, την οικονομική δημοκρατία (πέρα από τα πλαίσια της οικονομίας της αγοράς και του κρατικού σχεδιασμού), την δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο και την οικολογική δημοκρατία. Η αντίληψη της Περιεκτικής Δημοκρατίας προέρχεται από τη σύνθεση δύο μεγάλων ιστορικών παραδόσεων, της κλασικής δημοκρατικής και της σοσιαλιστικής, αλλά και των ριζοσπαστικών ρευμάτων στα οικολογικά, τα φεμινιστικά και τα απελευθερωτικά κινήματα στο Νότο. Από τη σκοπιά της Περιεκτικής Δημοκρατίας ο κόσμος αντιμετωπίζει μια πολυδιάστατη κρίση (οικονομική, οικολογική, κοινωνική, πολιτισμική και πολιτική) η οποία προκαλείται από τη συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια των διαφόρων ελίτ σαν αποτέλεσμα της εγκαθίδρυσης, κατά τους τελευταίους δύο αιώνες, του συστήματος της οικονομίας της αγοράς, της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» και των συνακόλουθων ιεραρχικών δομών. Το «φαινόμενο» της παγκοσμιοποίησης εντάσσεται στο οικονομικό σκέλος της κρίσης αυτής, και η εξήγησή του ανάγεται στη δυναμική «ανάπτυξη-ή-θάνατος» της οικονομίας της αγοράς.

Στο σημείο αυτό κρίνουμε ότι πρέπει να σταθούμε στο ζήτημα του πώς καθορίζονται οι κοινωνικές εξελίξεις: από το θεσμικό πλαίσιο, ή από τις αξίες και τις συγκεκριμένες στάσεις των ανθρώπων; Στο παρόν βιβλίο αποφεύγονται με δεξιοτεχνία οι δύο συζυγείς «παγίδες» στις οποίες σχεδόν πάντοτε οδηγούνται οι αναλυτές: από τη μία μεριά η αντίληψη ότι το θεσμικό πλαίσιο (οι «αντικειμενικές» συνθήκες) επικαθορίζει τις λοιπές κοινωνικές εξελίξεις, ενώ από την άλλη μεριά η πεποίθηση ότι οι «υποκειμενικές» συνθήκες είναι όχι απλώς ανεξάρτητες από το θεσμικό πλαίσιο, αλλά εν πολλοίς το διαμορφώνουν. Σύμφωνα με το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας είναι η αλληλεπίδραση μεταξύ των «υποκειμενικών» παραγόντων (δηλ. το αποτέλεσμα της κοινωνικής πάλης ανάμεσα στις κυρίαρχες και τις εξουσιαζόμενες κοινωνικές ομάδες σε κάθε ιστορική στιγμή) και των «αντικειμενικών» παραγόντων (δηλ. η δυναμική «ανάπτυξη-ή-θάνατος» της οικονομίας της αγοράς και οι τεχνολογικές και οργανωτικές συνέπειές της) που έχει καθορίσει διαχρονικά το χαρακτήρα της νεωτερικής κοινωνίας. Εν ολίγοις, η προτεραιότητα δεν δίνεται ούτε στις «αντικειμενικές» ούτε στις «υποκειμενικές» συνθήκες: μόνο μια σύνθεση των δύο μπορεί να βοηθήσει σε μια κατανόηση της Ιστορίας (και συνεπώς και της κοινωνίας, καθώς οι δύο είναι αδιαχώριστες).

Έχοντας εξετάσει το είδος της παρούσας αναλυτικής προσπάθειας, περνάμε τώρα στο περιεχόμενό της. Μια σημαντική διάκριση που τονίζει ο Τάκης Φωτόπουλος είναι αυτή ανάμεσα σε «παγκοσμιοποίηση» και «διεθνοποίηση». Η σημερινή οικονομία της αγοράς είναι διεθνοποιημένη (δηλαδή οι αγορές έχουν διεθνοποιηθεί, με την έννοια των ανοιχτών συνόρων για την ελεύθερη διακίνηση του κεφαλαίου και των εμπορευμάτων, ενώ το κράτος εξασφαλίζει ένα σταθερό πλαίσιο για την οικονομία της αγοράς) αλλά όχι παγκοσμιοποιημένη – καθώς η ίδια η παραγωγή δεν έχει διεθνοποιηθεί στην τωρινή οικονομία. Ακόμη κι έτσι, σύμφωνα με την προσέγγιση του συγγραφέα η παγκοσμιοποίηση σε καμία περίπτωση δεν είναι «μύθος»: η νέα μορφή της οικονομίας της αγοράς που έχει εγκαθιδρυθεί στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα περίπου, αντιπροσωπεύει μια δομική αλλαγή, μια μετατόπιση σε μια νέα μορφή νεωτερικότητας, δηλαδή μια μετατόπιση από την κρατικιστική στη νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα, και όχι απλώς μια αλλαγή στην οικονομική πολιτική, όπως υποστηρίζουν τα ρεφορμιστικά ρεύματα στους κόλπους της Αριστεράς. Με αυτήν την έννοια, η σημερινή παγκοσμιοποίηση (ή, προτιμότερα, διεθνοποίηση) είναι πράγματι ένα νέο φαινόμενο, παρ’ όλο που είναι το αποτέλεσμα της δυναμικής της οικονομίας της αγοράς η οποία εγκαθιδρύθηκε δύο αιώνες πριν.

Στο σύστημα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, οι οικονομικές πολιτικές των εθνικών κυβερνήσεων και η αναπαραγωγή της ίδιας της οικονομίας ανάπτυξης καθορίζονται από την διακρατική διακίνηση των εμπορευμάτων και του κεφαλαίου, ενώ οι διεθνείς θεσμοί εκπροσωπούν τα συμφέροντα των υπερεθνικών οικονομικών ελίτ, και απλώς θεσμοποιούν τη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς, χωρίς να είναι αυτοί οι «δημιουργοί» της. Χρησιμοποιώντας μια εναλλακτική ορολογία, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι διεθνείς αυτοί θεσμοί απλώς θεσμοποιούν, χωρίς να θεσμίζουν τη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς.

Στην πραγματικότητα, το άνοιγμα και η απελευθέρωση των αγορών ήταν απλώς μέρος μιας ιστορικής τάσης (η οποία έχει τεθεί σε κίνηση από τις ελίτ που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς από τότε που εγκαθιδρύθηκε) για την ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές και ιδιαίτερα εκείνων που είχαν ως στόχο την προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος, οι οποίοι παρεμπόδιζαν την οικονομική «αποτελεσματικότητα» και κερδοφορία. Με άλλα λόγια, τα αιτήματα διαφόρων ρεφορμιστών (οι οποίοι όλως «περιέργως» τυγχάνουν ευρείας αποδοχής από το κατεστημένο), που αναφέρονται σε «αυτόνομες» εθνικές πολιτικές που θα αναστρέψουν την «προδοσία» της Αριστεράς από τις σοσιαλφιλελεύθερες κυβερνήσεις, είναι ουτοπικά, με την αρνητική έννοια του όρου.

Έτσι, με βάση την παραπάνω ανάλυση μπορεί να γίνει κατανοητή μια άλλη διάκριση που γίνεται για πρώτη φορά (απ’ όσο γνωρίζουμε) σ’ αυτό το βιβλίο: η διάκριση ανάμεσα σε «συστημικές» και «μη συστημικές» προσεγγίσεις. Ο συγγραφέας ονομάζει «συστημικές» όλες εκείνες τις προσεγγίσεις στην παγκοσμιοποίηση οι οποίες, για να την ερμηνεύσουν, αναφέρονται στα δομικά χαρακτηριστικά του υπάρχοντος κοινωνικο-οικονομικού συστήματος, είτε σιωπηρά είτε ρητά. Αντίστοιχα, ονομάζει «μη συστημικές» όλες εκείνες τις προσεγγίσεις στην παγκοσμιοποίηση οι οποίες, για να την ερμηνεύσουν, αναφέρονται σε διάφορους εξωγενείς παράγοντες που δεν είναι άμεσα συνδεδεμένοι με τα δομικά χαρακτηριστικά και τη δυναμική του συστήματος της οικονομίας της αγοράς. Από τα παραπάνω είναι προφανές πως η προβληματική που έχει αναπτυχθεί από τους υποστηρικτές του προτάγματος της Περιεκτικής Δημοκρατίας εντάσσεται στις «συστημικές» προσεγγίσεις.

Χρησιμοποιώντας ως σημείο εκκίνησης την παραπάνω διάκριση, ο συγγραφέας προσφέρει μια εκτενέστατη κριτική των διαφόρων θεωρητικών θέσεων που έχουν διατυπωθεί για να εξετάσουν το «φαινόμενο» της παγκοσμιοποίησης, δίνοντας περισσότερο βάρος στην ανάλυση των «μη συστημικών» προσεγγίσεων (καθώς αυτές είναι κυρίαρχες ανάμεσα στους ακαδημαϊκούς και στους «διανοούμενους» των ΜΜΕ). Δεν πρόκειται να συζητήσουμε εδώ όλες τις κατηγοριοποιήσεις του συγγραφέα για τις «μη συστημικές» προσεγγίσεις (κάτι τέτοιο θα ήταν όχι απλώς αδύνατο στον περιορισμένο αυτό χώρο, αλλά και ανούσιο). Θα αρκεστούμε απλώς στο να αναφερθούμε στον ιδιαίτερα εύστοχο όρο «ρεφορμιστική Αριστερά» που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να περιγράψει τις «μη συστημικές» προσεγγίσεις στην παγκοσμιοποίηση. Σύμφωνα με το βιβλίο αυτό, η ρεφορμιστική Αριστερά συναποτελείται από το σύνολο των διανοουμένων, κινημάτων και πολιτικών κομμάτων στην Αριστερά που υιοθετούν μια «μη συστημική» προσέγγιση στην παγκοσμιοποίηση σύμφωνα με την οποία η παγκοσμιοποίηση οφείλεται σε εξωγενείς αλλαγές στην οικονομική πολιτική, και, ως τέτοια, είναι αντιστρέψιμη ακόμη και εντός του συστήματος της οικονομίας της αγοράς.

Όπως εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς, η θέση πάνω στην παγκοσμιοποίηση (μια θέση που αντανακλάει μύριες άλλες αναλυτικές λεπτομέρειες) διαφοροποιεί την κρατικιστική Αριστερά, αλλά δυστυχώς και ένα τμήμα της συγχυσμένης πάνω στο θέμα ελευθεριακής Αριστεράς, από το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας (από τη σκοπιά του οποίου, όπως προ-είπαμε, είναι γραμμένο το βιβλίο αυτό). Για παράδειγμα, σήμερα υπάρχει μια ολόκληρη σχολή τέως Μαρξιστών διανοουμένων οι οποίοι αυτοχαρακτηρίζονται αντικαπιταλιστές (προφανώς για να διατηρήσουν και την παλιά τους «πελατεία») ενώ οι θέσεις τους κάθε άλλο παρά αντικαπιταλιστικές είναι. Έτσι, παρατηρείται το εξής «παράδοξο»: βιβλία συγγραφέων που θεωρούν εαυτούς ριζοσπάστες, αν όχι Μαρξιστές (μολονότι στην πραγματικότητα υποστηρίζουν καθαρά ρεφορμιστικές θέσεις) αγκαλιάζονται όχι μόνο από τα ΜΜΕ, αλλά και από ένα ευρύ πολιτικό φάσμα που περιλαμβάνει βουλευτές της ηγετικής φατρίας μέσα στο κυβερνόν κόμμα, νεορθόδοξους, μέχρι το ΚΚΕ και κόμματα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς!

Το βιβλίο που κρατάει ο αναγνώστης στα χέρια του ξεφεύγει από τέτοιες λογικές, καθώς καταδεικνύει ανοικτά τις αναντιστοιχίες, τα λογικά σφάλματα και τις εσκεμμένες ανακρίβειες τόσο της κρατικιστικής Αριστεράς όσο και των νεοφιλελεύθερων διανοουμένων. Η ανάλυση του Τάκη Φωτόπουλου ανάγει την παρούσα πολυδιάστατη κρίση στο ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας», που εξασφαλίζει την σημερινή πελώρια και συνεχώς διογκούμενη συγκέντρωση εξουσίας. Στο βιβλίο αυτό αποδεικνύεται, όπως προαναφέραμε, ότι ο νεοφιλελευθερισμός και η ίδια η παγκοσμιοποίηση όχι μόνο δεν είναι κάτι άσχετο από τη δυναμική της οικονομίας της αγοράς αλλά και ότι αποτελούν όψεις του ίδιου νομίσματος. Δηλαδή, η παγκοσμιοποίηση μέσα στην οικονομία της αγοράς δεν μπορεί παρά να είναι νεοφιλελεύθερη – πράγμα που σημαίνει ότι δεν έχει νόημα η πάλη κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης εάν δεν έχει στόχο το ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς. Συνεπώς, στόχος των ριζοσπαστών πρέπει να είναι το κτίσιμο ενός κινήματος με καθαρά αντισυστημικά αιτήματα που θα επιδιώκει την δημιουργία μιας άλλης διεθνούς οικονομικής τάξης η οποία θα θεμελιώνεται στην οικονομική δημοκρατία, δηλαδή την ισοκατανομή δύναμης στο οικονομικό πεδίο, και μιας εναλλακτικής πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης που θα στηρίζεται σε αμεσοδημοκρατικές δομές αυτοδιεύθυνσης.

Στη βάση αυτής της προβληματικής, η συζήτηση ξεκινά με μια λεπτομερέστατη ανάλυση – οι θεωρητικές διακρίσεις που εισαγάγει ο συγγραφέας είναι πολύτιμες για κάθε σοβαρή εξέταση του ζητήματος – των διαφόρων προσεγγίσεων πάνω στην οικονομική παγκοσμιοποίηση (κεφάλαιο 1), η οποία βέβαια αποτελεί μόνο μία συνιστώσα της παγκοσμιοποίησης. Μια λογική συνέπεια των θεωρητικών διαφορών αυτών είναι οι συγχύσεις και αντιφάσεις που εμφανίζονται στο «κίνημα» ενάντια στην παγκοσμιοποίηση (κεφάλαια 2&4). Το πρώτο μέρος κλείνει με την πρόταση (κεφάλαιο 3) για το κτίσιμο μιας νέας ριζοσπαστικής διεθνιστικής Aριστεράς, με στόχο μια εναλλακτική παγκοσμιοποίηση που θα θεμελιώνεται στην ισοκατανομή της πολιτικής και οικονομικής δύναμης και την επανενσωμάτωση του Aνθρώπου στη Φύση, δηλαδή την Περιεκτική Δημοκρατία. Στο δεύτερο μέρος τα ζητήματα αυτά επεκτείνονται, με μια διεξοδική συζήτηση της ιδεολογίας της παγκοσμιοποίησης, καθώς και της σχέσης της με τις θέσεις των διαφόρων τμημάτων της Αριστεράς πάνω στο θέμα (κεφάλαια 4-6). Στο τρίτο μέρος αναλύονται οι συνέπειες της παγκοσμιοποίησης τόσο στο οικονομικό πεδίο (κεφάλαιο 7) όσο και σε σχέση με την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος (κεφάλαιο 8) σε μια απόπειρα να καταδειχθεί η οικο-καταστροφική φύση του συστήματος της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Στο τέταρτο και τελευταίο μέρος βλέπουμε πως η παγκοσμιοποίηση σίγουρα δεν είναι μια αφηρημένη «ακαδημαϊκή» έννοια, που αφορά κάποιους στο... εξωτερικό, αλλά ότι έχει θεμελιακές συνέπειες  για την Ελλάδα, η οποία σήμερα έχει ενταχθεί πλήρως, μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ΟΝΕ, στην διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Οι οικονομικές, πολιτικές και πολιτιστικές επιπτώσεις της ένταξης αυτής εξετάζονται συστηματικά στα κεφάλαια 9-11. Το συμπέρασμα από την ανάλυση αυτή – δοθείσας της θέσης της Ελλάδας στην ημιπεριφέρεια του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος – είναι πως κάθε κίνημα που θέλει να ενισχύσει την τοπική αυτοδυναμία οφείλει να θέσει ως ενδιάμεσους στόχους α) την έξοδο της χώρας μας από την ΟΝΕ και β) τον αγώνα για το κτίσιμο μιας άλλης συνομοσπονδιακής Ευρώπης των λαών – στη θέση της σημερινής Ευρώπης των αγορών – που θα θεμελιώνεται στην ισοκατανομή της πολιτικής και οικονομικής δύναμης μεταξύ όλων των πολιτών της.

Κλείνουμε με μια υποκειμενική (αλλά σίγουρα όχι αυθαίρετη) συνολική κρίση για το Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία: το παρόν έργο αποτελεί, κατά την άποψή μας, σημαντικότατη συμβολή σε μια ριζοσπαστική ανάλυση του κυριότερου φαινομένου της εποχής μας, και καλύπτει ένα κενό στη βιβλιογραφία, όχι μόνο την Ελληνική, αλλά και τη διεθνή.

 

 

Αλέξανδρος Γκεζερλής

Υπεύθυνος σύνταξης του περιοδικού
Περιεκτική Δημοκρατία